Βιβλίο "A΄ ΣΑΜΟΥΗΛ", κεφ. ΛΑ/31, εδάφ. 1,2. (Παλαιά Διαθήκη).
1 Οι δε Φιλισταίοι επολέμουν κατά του Ισραήλ και έφυγον οι άνδρες του Ισραήλ από προσώπου των Φιλισταίων και έπεσον πεφονευμένοι εν τω όρει Γελβουέ.
2 Και κατέφθασαν οι Φιλισταίοι τον Σαούλ και τους υιούς αυτού και επάταξαν οι Φιλισταίοι τον Ιωνάθαν και τον Αβιναδάβ και τον Μελχί-σουέ, τους υιούς του Σαούλ.
Βιβλίο "Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ", κεφ. Θ/9, εδάφ. 1 - 13.
1 Και είπεν ο Δαβίδ, Μένει τις έτι εκ του οίκου του Σαούλ, διά να κάμω έλεος προς αυτόν χάριν του Ιωνάθαν;
2 Ήτο δε δούλός τις εκ του οίκου του Σαούλ, ονομαζόμενος Σιβά. Και εκάλεσαν αυτόν προς τον Δαβίδ, και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς, Συ είσαι ο Σιβά; Ο δε είπεν, Ο δούλος σου.
3 Και είπεν ο βασιλεύς, Δεν μένει τις έτι εκ του οίκου του Σαούλ, διά να κάμω προς αυτόν έλεος Θεού; Και είπεν ο Σιβά προς τον βασιλέα, Έτι υπάρχει υιός του Ιωνάθαν, βεβλαμμένος τους πόδας.
4 Και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς, Που είναι ούτος; Ο δε Σιβά είπε προς τον βασιλέα, Ιδού, είναι εν τω οίκω του Μαχείρ, υιού του Αμμιήλ, εν Λό-δεβάρ.
5 Τότε έστειλεν ο βασιλεύς Δαβίδ και έλαβεν αυτόν εκ του οίκου του Μαχείρ, υιού του Αμμιήλ, εκ Λό-δεβάρ.
6 Και ότε ήλθε προς τον Δαβίδ ο Μεμφιβοσθέ, υιός του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ, έπεσε κατά πρόσωπον αυτού και προσεκύνησε. Και είπεν ο Δαβίδ, Μεμφιβοσθέ Ο δε είπεν, Ιδού, ο δούλός σου.
7 Και είπεν ο Δαβίδ προς αυτόν, Μη φοβού διότι βεβαίως θέλω κάμει προς σε έλεος, χάριν Ιωνάθαν του πατρός σου, και θέλω αποδώσει εις σε πάντα τα κτήματα Σαούλ του πατρός σου και συ θέλεις τρώγει άρτον επί της τραπέζης μου διά παντός.
8 Ο δε προσεκύνησεν αυτόν και είπε, Τις είναι ο δούλός σου, ώστε να επιβλέψης εις τοιούτον κύνα τεθνηκότα οποίος εγώ;
9 Και εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Σιβά, τον δούλον του Σαούλ, και είπε προς αυτόν, Πάντα όσα είχεν ο Σαούλ και πας ο οίκος αυτού έδωκα εις τον υιόν του κυρίου σου
10 θέλεις λοιπόν γεωργεί την γην δι' αυτόν, συ και οι υιοί σου, και οι δούλοί σου, και θέλεις φέρει τα εισοδήματα, διά να έχη ο υιός του κυρίου σου τροφήν να τρώγη πλην ο Μεμφιβοσθέ, ο υιός του κυρίου σου, θέλει τρώγει διά παντός άρτον επί της τραπέζης μου. Είχε δε ο Σιβά δεκαπέντε υιούς και είκοσι δούλους.
11 Ο δε Σιβά είπε προς τον βασιλέα, Κατά πάντα όσα προσέταξεν ο κύριός μου ο βασιλεύς τον δούλον αυτού, ούτω θέλει κάμει ο δούλός σου. Ο δε Μεμφιβοσθέ, είπεν ο βασιλεύς, θέλει τρώγει επί της τραπέζης μου, ως εις των υιών του βασιλέως.
12 Είχε δε ο Μεμφιβοσθέ υιόν μικρόν, ονομαζόμενον Μιχά. Πάντες δε οι κατοικούντες εν τω οίκω του Σιβά ήσαν δούλοι του Μεμφιβοσθέ.
13 Και ο Μεμφιβοσθέ κατώκει εν Ιερουσαλήμ διότι έτρωγε διά παντός επί της τραπέζης του βασιλέως ήτο δε χωλός αμφοτέρους τους πόδας.
ΣΧΟΛΙΑ :
Πρόκειται για μια ρομαντική και ιδιαίτερα συγκινητική ιστορία που μας βοηθάει να καταλάβουμε πόσο μεγάλη είναι η Χάρη και η Αγάπη του Θεού, που δεν την αξίζαμε. Συμβολικά η ιστορία αυτή μας δίνει την εικόνα της Σωτηρίας μας, που η πλούσια Χάρη του Θεού προσφέρει στον κάθε αμαρτωλό άνθρωπο "δωρεάν, κατά χάριν" (Εφεσίους Β/2: 8). Είναι μια ιστορία αγάπης, φιλίας, αφοσίωσης, ανάμεσα στον Δαυίδ και τον Ιωνάθαν. Πράγματι υπήρξε μια μεγάλη η φιλία που συνέδεε το Δαβίδ με τον Ιωνάθαν. Μέσα στο Λόγο του Θεού υπάρχει "ο ύμνος της Αγάπης" (Α΄ Κορινθίους, ΙΓ/13), υπάρχει "ο ύμνος της μετάνοιας", που είναι στα λόγια που είπε ο Ζακχαίος μετά τη σωτηρία του: «Σταθείς δε ο Ζακχαίος, είπε προς τον Κύριον Ιδού, τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδω εις τους πτωχούς, και εάν συκοφάντησα τινά εις τι, αποδίδω τετραπλούν» (Λουκάς ΙΘ/19: 8). Επίσης διακρίνεται και "ο ύμνος της φιλίας", που αναφέρεται στο Κ/20 κεφάλαιο του βιβλίου και που δείχνει τη βαθιά σχέση φιλίας που υπήρχε μεταξύ του Δαβίδ και του Ιωνάθαν.
Ο Ιωνάθαν αγαπούσε το Δαβίδ, όπως αγαπούσε την ψυχή του (εδ. 17). «Εσύ θα είσαι πρώτος και θα γίνεις βασιλιάς είχε πει στο Δαβίδ και εγώ θα είμαι δεύτερος», ενώ ήταν παιδί του βασιλιά Σαούλ και δικαιούνταν τη βασιλεία (Α΄ Σαμουήλ ΚΓ/23: 17). Ήταν μια μεγάλη και ειλικρινής φιλία που δεν τελειώνει με το θάνατο του Ιωνάθαν. Προτού ο
Ιωνάθαν πεθάνει στον πόλεμο, είπε στον Δαβίδ: "Να είσαι καλός με τα παιδιά
μου".
Ο Δαυίδ όχι μόνο δεν ξεχνά το φίλο του μετά το θάνατό του, αλλά ψάχνει, για να βρει κάποιο συγγενικό πρόσωπο του Ιωνάθαν, για να κάνει έλεος σ’ αυτό.
Πόσο μοιάζει τούτη η αγάπη με την Αγάπη του Θεού! Τούτη η αγάπη ψάχνει και σήμερα, για να βρει μια ψυχή και να κάνει έλεος σ’ αυτήν. Γι’ αυτό ξημέρωσε και τούτη η ημέρα. Με ενδιαφέρον ο Θεός ρωτάει: «Μένει τις έτι;», υπάρχει κάποιος ακόμα; κάποιος που να επιθυμεί τη Σωτηρία μου; «Ναι απαντά ο Yιός υπάρχει μία ψυχή εκεί …….. μια άλλη κάπου αλλού….".
Γι’ αυτό ξημέρωσε η μέρα τούτη. Δεν ξημέρωσε, για να τελειώσουμε εμείς κάποιες μισοτελειωμένες δουλειές ή για να πάμε εκδρομή. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, για να ψάξει ο Κύριος, για να ακούσει κάποια ψυχή για το Θεό, για την αγάπη που έχει για τον αμαρτωλό άνθρωπο, για τη σωτηρία που είναι πρόθυμος να προσφέρει και σήμερα σε κάθε ψυχή που θα μετανοήσει και θα εκζητήσει το πρόσωπό Του μέσα στη ζωή της. Ψάχνει ο Κύριος με υπομονή, με επιμονή, για να ελεήσει μια ψυχή και σήμερα.
Αφού έψαξε ο Δαυίδ μέσω του Σιφά, ενός πρώην υπηρέτη στον οίκο του Σαούλ, βρήκε ένα παιδί του Ιωνάθαν ονόματι: Μεμφιβοσθε. Όταν έφτασε από την Ιεζραέλ η είδηση για το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, η βρεφοκόμος του Μεφιβοσθέ σήκωσε το πεντάχρονο αγόρι και τράπηκε σε φυγή πανικόβλητη. Κάποια στιγμή το παιδάκι "έπεσε και έμεινε ανάπηρο" και από τα δύο του πόδια (Β' Σαμουήλ Δ/4: 4). Η ζωή του ανθρώπου αυτού ήταν πολύ δύσκολη, αφού πλέον ήταν ανήμπορος και ασθενικός.
Ο άνθρωπος αυτός δε διαθέτει τίποτα επάνω του για να προσελκύσει την εύνοια του βασιλιά. Αυτή και ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση του ανθρώπου μακριά από το Θεό. Είναι ανίκανος για κάθε καλό, κουτσός, ανήμπορος για τον εαυτόν του, τυφλός για τα πνευματικά πράγματα, για την αιώνια ζωή, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους ιατρούς η όρασή του είναι οξύτατη. Αυτός είναι ο άνθρωπος, ιδιαίτερα στην εποχή μας που εξέλειπαν οι ηθικές αξίες και ο άνθρωπος στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις απομακρύνεται ολοένα και πιο πολύ από το Θεός, βαδίζοντας προς την ολοκληρωτική καταστροφή του.
Μπορεί να ζει μέσα σε πολλά υλικά αγαθά, αλλά περισσότερο από κάθε άλλη εποχή είναι "γυμνός", είναι "ανικανοποίητος", είναι νεκρός για το Θεό. Απέκτησε πολλά ο άνθρωπος και αντί να στρέψει το βλέμμα προς το Θεό, από τον οποίο έρχεται «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον» (Ιακώβου Α/1: 17), επανέλαβε τα λόγια του άφρονα πλούσιου της παραβολής: «Ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά, φάε, πείε και εφρένου» (Λουκάς ΙΒ/12: 19).
Μόνον ο Θεός μπορεί να γεμίσει την ψυχή του ανθρώπου και με κανένα υλικό αγαθό δε μπορεί να γίνει αυτό. Ο μεγάλος Γάλος φυσικομαθηματικός Πασκάλ (1623 - 1662) έλεγε: «Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα άπειρο και μόνον με άλλο άπειρο μπορεί να γεμίσει». Αυτό το άλλο άπειρο είναι ο Θεός. Αυτόν τον ανικανοποίητο, τον κουρασμένο, και ταλαιπωρημένο ψάχνει να βρει ο Θεός, για να κάνει σ’ αυτόν Έλεος.
Η ψυχή, λέει ο Ψαλμωδός, κατοικεί «εν γη ερήμω, ξηρά και ανύδρω» (Ψαλμός ΞΓ/63, εδ. 1).
«Και έστειλε ο βασιλεύς και έλαβεν αυτόν εκ του οίκου του» (εδ. 5) Για να χρειαστεί τόση προσπάθεια να τον βρει, σημαίνει ότι ήταν κρυμμένος, ήταν παντελώς άγνωστος. Είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, ο άνθρωπος να θέλει να κρυφτεί από το Θεό. Αποφεύγει ο άνθρωπος το Θεό. Θεωρεί το Θεό της Αγάπης ως ένα αδυσώπητο κριτή και σκληρό τιμωρό, κάποιον που θέλει να του στερήσει την ελευθερία και την ευτυχία του. Ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί ο Δαβίδ δείχνει πώς ο Θεός κάνει χάρη σε όλους του ανθρώπους. Ο άνθρωπος εξαιτίας της αμαρτίας έχει γίνει "εχθρός του Θεού" (Ρωμαίους Α/1: 30). Δε διαθέτει τίποτα απολύτως ο άνθρωπος που να αξίζει την εύνοια του Θεού. Ο Θεός όμως τον αναζητάει και είναι έτοιμος να τον υποδεχτεί με καλοσύνη και να του συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες του και να τον αποκαταστήσει.
Φανταστείτε τη μεγάλη έκπληξη αυτού του ανθρώπου, όταν του είπαν ότι τον ζητάει ο Βασιλιάς! Ψυχή, μην εκπλήσσεσαι σήμερα που ακούς την πρόσκληση του Θεού που σε καλεί να πας κοντά Του. Καλεί τον κάθε Θωμά που δεν πιστεύει και σήμερα: "Έλα Θωμά, Κώστα, Μαρία…. να με γνωρίσεις, να γνωρίσεις την Αγάπη μου" (Α΄ Ιωάννου Δ/4: 8), να γνωρίσεις τα σχέδιά μου για σένα, τη συγχώρεση, την αιώνια ζωή που ο Θεός προσφέρει στα δικά Του παιδιά (Α΄ Ιωάννου Ε/5: 11).
Ο ταλαίπωρος, ο σακατεμένος αυτός άνθρωπος καθώς πλησίασε το Βασιλιά, «έπεσε κατά πρόσωπο αυτού και τον προσκύνησε". Μόνον μέσα από την ταπείνωση μπορεί η ψυχή να γνωρίσει το Θεό. «έτσι λέει ο Ύψιστος και ο Υπέρτατος, αυτός που κατοικεί την αιωνιότητα, του οποίου το όνομα είναι: Ο Άγιος: Εγώ κατοικώ στα υψηλά και σε άγιο τόπο και μαζί με του συντετριμμένου την καρδιά και του ταπεινού το πνεύμα, για να ζωοποιώ το πνεύμα των ταπεινών και να ζωοποιώ την καρδιά των συντετριμμένων» (Ησαΐας ΝΖ/57, εδ. 15).
Σε τούτη τη δειλή, την ανήμπορη, τη φοβισμένη, την τρεμάμενη ψυχή, έρχεται να της πει ο ίδιος ο Βασιλιάς: «Μη φοβάσαι». Αναμφισβήτητα ζούμε στην εποχή του τρόμου και του φόβου. Φοβάται ο άνθρωπος για το σήμερα, φοβάται για το αύριο, το μεθαύριο, φοβάται ο ένας τον άλλο και η αλυσίδα αυτή του φόβου δεν τελειώνει πουθενά. Φόβος παντού και πάντοτε, όμως έρχεται η γλυκιά φωνή του Θεού να πει στην κάθε ψυχή: "Μη φοβάσαι γιατί ο Θεός σε αγαπάει και σε προσκαλεί να πας κοντά Του".
Κανένας δεν πήγε στο Βασιλιά να του πει: "Ξέρεις, το παιδί του φίλου σου … αν μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό". Η πρωτοβουλία ήταν από τον ίδιο το Βασιλιά. Η πρωτοβουλία για τη σωτηρία μας είναι από τον ίδιο το Θεό. Αυτός πρώτος μας αγάπησε (Α΄ Ιωάννου Δ/4: 19), γιατί "ο Θεός είναι Αγάπη" (Α΄ Ιωάννου Δ/4: 8). Ενδιαφέρεται για τον κάθε άνθρωπο και είναι τόσο μεγάλη η αγάπη Του, «ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, ίνα μη απολεσθεί πας ο πιστεύων εις αυτόν αλλά να έχει αιώνια ζωή» (Ιωάννης Γ/3: 16). Πρώτος ο Θεός έκανε δια Ιησού Χριστού, ένα τέλειο και ολοκληρωμένο Έργο Σωτηρίας για τον αμαρτωλό άνθρωπο, ένα Έργο στο οποία καλείται ο άνθρωπος να πάρει θέση σ' αυτή τη ζωή. Καλείται μέσα στην ελευθερία του, να το αποδεχθεί και να το πιστέψει ή να το απορρίψει.
Ο Μεμφιβοσθέ προερχόταν από τον οίκο του Σαούλ, ο οποίος ήταν εχθρικός προς τον οίκο του Δαυίδ. Όμως ο Δαυίδ τον αγάπησε χάριν του φίλου του Ιωνάθαν, του πατρός αυτού. Εμάς όντας εχθροί Του, ο Θεός μας αγάπησε χάριν του Υιού Του, τον οποίο πιστεύουμε και ομολογούμε, ως μόνο Σωτήρα, λυτρωτή μας και Κύριό μας (Πράξεις Δ/4: 12). Δεν αξίζαμε κάτι ούτε είμαστε καλύτεροι από τους άλλους ανθρώπους, ίσως από πολλούς να είμαστε χειρότεροι, όμως ο Πατέρας μας που είναι στον ουρανό, μας δέχεται, μας αποκαλεί παιδιά Του και κληρονόμους Του. «Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί με το πνεύμα ημών ότι είμεθα τέκνα Θεού. Εάν δε τέκνα και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, εάν συμπάσχωμεν, διά να γείνωμεν και συμμέτοχοι της δόξης αυτού» (Ρωμαίους Η/8: 16,17). Τούτο δε γίνεται χάριν του Υιού Του, του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, που έχυσε το αίμα του πάνω στο σταυρό, για να μας λυτρώσει και να μας καθαρίσει από την αμαρτία (Α΄ Ιωάννου Α/1: 7). Η αγάπη του Θεού προσφέρεται και σήμερα σε κάθε άνθρωπο, χωρίς καμία διάκριση. Ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης (Πράξεις Ι/10: 34). Καλεί όλους τους ανθρώπους, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται, όπου κι αν βρίσκονται, γιατί θέλει «να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας» (Α΄ Τιμοθέου Β/2: 4).
Ο Απ. Παύλος αναφέρει στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Ε/5, εδ. 10): «Διότι, εάν εχθροί όντες εφιλιώθηκεν με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ μάλλον φιλιωθέντες θέλομεν σωθεί δια της ζωής αυτού». Και στην επιστολή «προς Κολοσσαείς» (κεφ Α/1, εδ. 21) αναφέρει: «Και σας οίτινες ήσθε ποτέ απηλλοτριωμένοι και εχθροί κατά την διάνοιαν με τα έργα τα πονηρά».
Τέτοιες ψυχές καλεί και σήμερα ο Κύριος, για να κάνει σ' αυτές ένα τέλειο Έργο σωτηρίας. Ο Δαυίδ παρατηρούμε ότι δεν κάλεσε τον υιό του Ιωνάθαν, για να τον ελεήσει, τουλάχιστον όπως εμείς εννοούμε την ελεημοσύνη. (Έδωσα κάτι σε κάποιον, για να τον βοηθήσω). Ο Δαυίδ έδωσε εντολή στο δούλο του Σιβά και του είπε: «Πάντα όσα είχε ο Σαούλ και πας ο οίκος αυτού, έδωκα εις τον υιόν του Κύριού σου» (εδ. 9). Εδώ δε μιλάμε για θεωρητική αγάπη, αλλά για την πρακτική αγάπη που είναι έτοιμη να δώσει τα πάντα. Στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Η/8 εδ. 32) αναφέρεται: «Ο Θεός μαζί με το Χριστό μας χάρισε τα πάντα».
Τούτος ο άνθρωπος πίστεψε στην πρόσκληση, άφησε τα πάντα και ήρθε μπροστά στο Βασιλιά. Αυτό είναι το πρώτο βήμα, το μεγάλο το αποφασιστικό. Τούτο είναι το έργο που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος, καθώς ο Θεός καλεί σήμερα "όλους τους κουρασμένους και φορτωμένους να έρθουν σ’ αυτόν με σκοπό να τους αναπαύσει" (Ματθαίος ΙΑ/11: 28). Χρειάζεται να πιστέψει ο άνθρωπος σε Εκείνον τον οποίον ο Θεός απέστειλε, γιατί Αυτός είναι η ζωή και η Ανάσταση (Ιωάννης ΙΑ/11: 25). Αυτός είναι η οδός που οδηγεί κατ’ ευθείαν στον Πατέρα (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). «Και δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η Σωτηρία, ούτε άλλο πρόσωπο είναι δεδομένο από τον ουρανό για να σωθούμε». (Πράξεις Αποστόλων, κεφ. Δ/4, εδ. 12). Γι’ αυτό και μόνον μια ημέρα, που ο Θεός έχει προσδιορίσει, ολόκληρη η ανθρωπότητα θα κριθεί και θα χωριστεί στα δύο. "και θέλουσιν εξέλθει οι πράξαντες τα αγαθά εις ανάστασιν ζωής, οι δε πράξαντες τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως" (Ιωάννης Ε/5: 29). Στο Ευαγγέλιο «κατά Ιωάννην» (κεφ Γ/3 εδαφ. 19), αναφέρεται: «Αύτη είναι η κρίσις, ότι το φως ήρθε εις τον κόσμον, αλλά οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι μάλλον παρά το φως γιατί τα έργα τους ήταν πονηρά». Ο άνθρωπος θα κριθεί, αν δέχτηκε τον κεχρισμένο Σωτήρα του ουρανού τον Ιησού Χριστό, ως προσωπικό του Σωτήρα & Λυτρωτή ή τον απέρριψε, μέσα στην ελευθερία που ο Θεός του είχε προσφέρει.
Καλεί και σήμερα ο Κύριος την κάθε ψυχή: «Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει» (Ματθαίος ΙΑ/11: 28). «Πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους, λέγων, είπατε προς τους προσκεκλημένους ιδού, το γεύμα μου ητοίμασα, οι ταύροι μου και τα θρεπτά είναι εσφαγμένα και πάντα είναι έτοιμα έλθετε εις τους γάμους» (Ματθαίος ΚΒ/22: 4). «Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς Έλθετε, γευματίσατε» (Ιωάννης ΚΑ/21: 12).
Όμως οι άνθρωποι αποδοκίμασαν την πρόσκληση. Όσοι δεν είχαν αγοράσει αγρό ή βόδια ή δεν είχαν λάβει γυναίκα (Λουκάς ΙΔ/14: 18-20) «καταγέλασαν και εμυκτήρισαν» (Β΄ Χρονικόν, κεφ. Λ/30, εδάφ. 10, 11). Παρ’ όλα αυτά ο Θεός της αγάπης δεν απελπίζεται μπροστά στην αδιαφορία του ανθρώπου, συνεχίζει να προσκαλεί τον άνθρωπο, για να τον σώσει. Απορεί με τη συμπεριφορά του ανθρώπου και παραγγέλνει με τον προφήτη του: «Ειπέ προς αυτούς Ζω εγώ, λέγει Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από της οδού αυτού και να ζή, επιστρέψατε, επιστρέψατε από των οδών υμών των πονηρών, δια τι να αποθάνητε» (Ιεζεκιήλ, κεφ. ΛΓ/33, εδ. 11).
Τούτος ο άνθρωπος άκουσε την πρόσκληση, πίστεψε σ’ αυτήν και ερχόμενος ενώπιον του Βασιλιά ταπεινώθηκε ολοκληρωτικά μπροστά του. Ο ψαλμωδός αναφέρει: «Θυσίαι του Θεού είναι πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, Θεέ, δεν θέλεις καταφρονήσει» (Ψαλμός ΝΑ/51, εδ. 17). Αφού προσκύνησε αυτόν, ξεστόμισε εκείνο το συνταρακτικό: "Ποιος είμαι εγώ, Κύριε, ώστε να επιβλέψεις σε μένα; Εγώ είμαι ένα ψόφιο σκυλί" (κύνα τεθνηκότα). Αλήθεια ποιος έχει τη δύναμη να ταπεινωθεί μπροστά στο Θεό τόσο πολύ; Οι άνθρωποι στην παραμικρή τους κουβέντα συνεχώς επαναλαμβάνουν: "Εγώ, ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ξέρεις τι είμαι εγώ". Μια κοπέλα στη δουλειά μου έλεγε: "Ξέρεις τι είμαι εγώ; Έχω βγάλει το Πολυτεχνείο με άριστα, διδάσκω στο Πανεπιστήμιο ….. κλπ". Όλα τούτα για το Θεό, για την ψυχή της και για τη σωτηρία της είναι «μηδέν». Όλα αυτά θα παρέλθουν. Σε μία γελοιογραφία παρουσιάζεται ο χάρος σ' έναν παππού. "Πάμε του λέει". Τον κοιτάζει ο παππούς και απαντάει: "Την περίμενα τούτη την ώρα, γι' αυτό διάβασα ιστορία, χημεία, λογοτεχνία..." Αφού τον άκουσε του απαντάει ο χάρος: "Όλα αυτά ήταν, για να μην πας αδιάβαστος". Δεν καταφρονώ τη γνώση, απεναντίας, όμως μπροστά στο Θεό εκείνη την ημέρα όλα αυτά θα είναι "λαμπάδες" που δε θ' ανάβουν..
Ο άνθρωπος μακριά απ’ Εκείνον που είναι η πηγή της ζωής είναι νεκρός, είναι χώμα, είναι ένα "ψόφιο σκυλί", είναι ένα τίποτα. Μόνον μέσα από μια τέτοια ταπείνωση και αναγνώριση της αναξιότητάς του μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τη σωτηρία, που ο Θεός προσφέρει δωρεάν «κατά χάριν» (Εφεσίους Β/2: 8). Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στη σωτηρία. «Και ο τελώνης μακρόθεν ιστάμενος, δεν ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς να υψώση εις τον ουρανόν, αλλ' έτυπτεν εις το στήθος αυτού, λέγων Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκάς ΙΗ/18, εδ. 13). «είπε δε προς αυτόν ο υιός Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου» (Λουκάς ΙΕ/15: 21). Αυτή την ταπείνωση θέλει ο Θεός. Μόνον έτσι δέχεται ο Θεός τον άνθρωπο. «Της δόξας προπορεύεται η ταπείνωση» (Παροιμίαι ΙΗ/18, εδ. 12).
Από την ώρα που θα έρθει η ψυχή μπροστά στο Θεό, έτσι όπως είναι μέσα από τη λάσπη και τα «γουρούνια» της αμαρτίας, κουτσός, αδύναμος, ανήμπορος, ο Κύριος τον δέχεται και καθώς τον βλέπει φοβισμένο έρχεται να του ψιθυρίσει μια φράση: «Μη φοβάσαι θέλω κάμει έλεος προς σε» (εδ. 7) Ό,τι είναι δικό Μου θα είναι και δικό σου. «Ο Μεμφιβοσθέ θέλει τρώγει δια παντός άρτον επί της τραπέζης μου, ως εις των υιών του Βασιλεώς» (εδ. Δ/4: 11). Στο μεγάλο δείπνο που θα γίνει στον ουρανό θα καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι με το Θεό ως παιδιά Του και κληρονόμοι Του. Τι μεγάλες τιμές έχει επιφυλάξει ο Θεός για τα δικά του παιδιά! Στην επιστολή «προς Εφεσίους» (κεφ. Β/2, εδ. 7) αναφέρει: «Μας συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού». Μη διστάζεις και μην αμφιβάλλεις, γιατί κατά τον ίδιο τρόπο ο Κύριος είναι έτοιμος να δεχθεί και σένα ψυχή.
Είπε ο Δαυίδ: "Μη φοβάσαι. Θέλω αποδώσει εις σε πάντα …" (εδ. 7). Κοντά στο Δαυίδ ο Μεφιβοσθέ επανέκτησε όλα όσα είχε χάσει. Η εντολή του βασιλιά ήταν: "Να επιστραφούν όλα τα κτήματα του Σαούλ και ο Μεμφιβοσθέ να τρώει ψωμί στο τραπέζι του".
Κοντά στο Θεό ο άνθρωπος κερδίζει όλα εκείνα τα μεγάλα προνόμια τα οποία έχασε εξαιτίας της αμαρτίας. Στην επιστολή «Α΄ Πέτρου» (κεφ. Α/1, εδάφ. 3,4,) αναφέρεται : «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις κατά το πολύ έλεος αυτού αναγέννησεν ημας εις ελπίδα ζώσαν δια της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εκ νεκρών, εις κληρτονμίαν άφθαρτον και αμίαντον, πεφυλαγμένην εν τοις ουρανοις δι’ ημας». Για τον πιστό άνθρωπο, εν Χριστώ Ιησού στην επιστολή "προς Ρωμαίους" (κεφ. Η/8: 16, 17) αναφέρει: «Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί με το πνεύμα ημών, ότι είμεθα τέκνα Θεού. Εάν δε τέκνα και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού».
Ψυχή, μη διστάζεις, ο Θεός σε αγαπάει, σε θέλει κοντά Του και είναι έτοιμος να σου χαρίσει τα πάντα. Είναι έτοιμος να σου χαρίσει «εκείνα τα οποία οφθαλμός δεν είδε και ωτίον δεν ήκουσε και εις καρδίαν ανθρώπου δεν ανέβησαν, τα οποία ο Θεός ητοίμασεν εις τους αγαπώντας αυτόν» (Α΄ Κορινθίους Β/2: 9). ---
Υστερόγραφο.
Η περιουσία του Σαούλ η οποία αποδόθηκε στον Μεμφιβοσθέ, θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη αφού εργάζονταν σ' αυτήν ο Σιβά, οι 15 γιοί του και ακόμα 20 δούλοι (Β' Σαμουήλ Θ/9: 9,10 & ΙΘ/19: 17). Ο Σιβά προφανώς ζητούσε κάποια ευκαιρία για να γίνει αυτός κύριος της περιουσίας. Αυτή η ευκαιρία παρουσιάσθηκε όταν επαναστάτησε ο γιός του Δαβίδ, ο Αβεσσαλώμ εναντίον του πατέρα του για να του πάρει τη βασιλεία (Β' Σαμουήλ ΙΓ/13). Καθώς ο Δαβίδ έφευγε από την Ιερουσαλήμ, τον συνάντησε ο Σιβά προσφέροντάς του κάποια απαιτούμενα εφόδια. Σε ερώτηση του βασιλιά για το που βρισκόταν ο Μεμφιβοσθέ, ο Σιβά τον συκοφάντησε στο βασιλιά με τα λόγια: «Ιδού, κάθηται εν Ιερουσαλήμ διότι είπε, Σήμερον ο οίκος
Ισραήλ θέλει επιστρέψει προς εμέ την βασιλείαν του πατρός μου» (Β' Σαμουήλ ΙΣ/16: 3).
Όταν κάνουμε το σωστό οι άνθρωποι θα μας διώξουν και θα μας συκοφαντήσουν. Ο ίδιος ο Κύριος λέει διαχρονικά στους δικούς Του: "Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, διότι αυτών είναι η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι είσθε, όταν σας ονειδίσωσι και διώξωσι και είπωσιν εναντίον σας πάντα κακόν λόγον ψευδόμενοι ένεκεν εμού" (Ματθαίος Ε/5: 10,11).Ο Κύριος Ιησούς μας έχει προειδοποιήσει: "Αν ο κόσμος σάς μισεί, να ξέρετε ότι πρωτύτερα από σας μίσησε εμένα" (Ιωάννης ΙΕ/15: 18). "Εάν εμέ εδίωξαν, και σας θέλουσι διώξει" (Ιωάννης ΙΕ/15: 20). Ο βασιλιάς τον πίστεψε, θεώρησε ότι ο Μεμφιβοσθέ τον είχε προδώσει και πήρε απόφαση να δώσει τη γη του Μεμφιβοσθέ στον Σεβά. Στο βιβλίο των "Πράξεων των Αποστόλων" (κεφ. Ε/5, εδ. 40,41), αναφέρεται: "και προσκαλέσαντες τους αποστόλους, έδειραν και παρήγγειλαν να μη λαλώσιν εν τω ονόματι του Ιησού, και απέλυσαν αυτούς. Εκείνοι λοιπόν ανεχώρουν από προσώπου του συνεδρίου, χαίροντες ότι υπέρ του ονόματος αυτού ηξιώθησαν να ατιμασθώσι".
Βιβλίο "Β' Σαμουήλ", κεφ. ΙΣ/16, εδ. 1-4.
1 ΚΑΙ όταν ο Δαβίδ πέρασε λίγο την κορυφή, να, τον συνάντησε ο Σιβά, ο υπηρέτης τού Μεμφιβοσθέ, με δύο σαμαρωμένα γαϊδούρια, έχοντας επάνω τους 200 ψωμιά, και 100 τσαμπιά σταφίδες, και 100 αρμαθιές καλοκαιρινούς καρπούς, και ένα ασκί κρασί.
2 Και ο βασιλιάς είπε στον Σιβά: Γιατί τα φέρνεις αυτά; Και ο Σιβά είπε: Τα γαϊδούρια είναι για την οικογένεια του βασιλιά, για να κάθονται επάνω σ' αυτά, και τα ψωμιά και οι καλοκαιρινοί καρποί για να τρώνε οι νέοι· και το κρασί, για να πίνουν όσοι ατονήσουν μέσα στην έρημο.
3 Τότε, ο βασιλιάς είπε: Και πού είναι ο γιος τού κυρίου σου; Και ο Σιβά είπε στον βασιλιά: Να, κάθεται στην Ιερουσαλήμ· επειδή, είπε: Σήμερα ο οίκος Ισραήλ θα επιστρέψει σε μένα τη βασιλεία τού πατέρα μου.
4 Και ο βασιλιάς είπε στον Σιβά; Να, δικά σου είναι όλα τα υπάρχοντα του Μεμφιβοσθέ. Και ο Σιβά είπε: Παρακαλώ, με σεβασμό να βρω χάρη στα μάτια σου, κύριέ μου βασιλιά.
Για όλο το διάστημα που ο Δαβίδ αναγκάστηκε να ζήσει μακριά από την πρωτεύουσα, ο Μεμφιβοσθέ από λύπη για την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κύριός του, παραμέλησε εντελώς τον εαυτόν του και θρηνούσε για την κατάσταση της εξορίας στην οποία βρισκόταν ο βασιλιάς. Όταν ο Δαβίδ επέστρεψε νικητής στην Ιερουσαλήμ, μετά από συντριβή των επαναστατών και συνάντησε τον Μεμφιβοσθέ, επηρεασμένος ο βασιλιάς από τα συκοφαντικά λόγια που του είχε πει ο Σιβά, του είπε: "γιατί δεν ήρθες μαζί μου;" (Β' Σαμουήλ ΙΘ/19: 25). Ο Μεμφιβοσθέ απάντησε:
26 Κύριέ μου βασιλιά, ο δούλος μου με απάτησε· επειδή, ο δούλος σου είπε: Θα στρώσω για τον εαυτό μου το γαϊδούρι, και θα ανέβω επάνω του, και θα πάω προς τον βασιλιά· επειδή, ο δούλος σου είναι χωλός·
27 και συκοφάντησε τον δούλο σου στον κύριό μου τον βασιλιά· όμως, ο κύριός μου ο βασιλιάς είναι σαν άγγελος του Θεού· κάνε, λοιπόν, το αρεστό στα μάτια σου·
28 επειδή, ολόκληρη η οικογένεια του πατέρα μου δεν ήταν παρά άξια θανάτου μπροστά στον κύριό μου τον βασιλιά· εσύ, όμως, κατέταξες τον δούλο σου ανάμεσα σ' εκείνους που έτρωγαν επάνω στο τραπέζι σου· και ποιο δίκαιο έχω πλέον εγώ, και γιατί να παραπονούμαι ακόμα προς τον βασιλιά; (Β' Σαμουήλ ΙΘ/19: 26-28).
Ο Δαβίδ όταν άκουσε αυτά κατάλαβε ότι ήταν λάθος του που πίστεψε στα λόγια του Σιβά και ότι ο Μεμφβοσθέ ήταν αθώος. Έτσι άλλαξε την απόφασή του λέγοντας: "Εσύ και ο Σιβά μοιραστείτε τους αγρούς" (εδ. 29). Στα λόγια αυτά ο Μεμφιβοσθέ στάθηκε ατάραχος αποκαλύπτοντας την αγάπη του και την πιστότητά του προς το βασιλιά. Δεν υπολόγισε αν έχασε κάποια κτήματα από τη μοιρασιά και γι' αυτό η απάντησή του ήταν: "Και όλα ας τα πάρει (ο Σιβά), αφού ο κύριός μου ο βασιλιάς γύρισε στο σπίτι του με ειρήνη" (εδ. 30). Η ουσία των πραγμάτων, η μεγάλη χαρά του Μεμφιβοσθέ ήταν που ο κύριός του, ο βασιλιάς, επέστρεψε στον οίκον του και ήταν ασφαλής εν ειρήνη (εδ. 30). Τι μεγαλείο ψυχής που είχε τούτος ο άνθρωπος.
Είναι φανερό ότι ο Μεμφηβοσθέ εκτιμούσε ό,τι είχε στη ζωή του και δε θρηνούσε για ό,τι δεν είχε. Με τη γνήσια και τίμια συμπεριφορά του αποτελεί για τον καθένα μας ένα ζωντανό παράδειγμα για μίμηση. ---