Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ. (αφήγημα για το Βαραβά)

       Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ.

Στο σκληρό αχυρόστρωμά του πέρασε την πιο άσχημη νύχτα της ζωής του. Πάντα το κελί της φυλακής του ήταν ξένο και άγνωστο στις ακτίνες του ηλίου. Μεγάλη πολυτέλεια ο ήλιος, για τις ρωμαϊκές φυλακές. Από πάνω μια τρύπα μονάχα ανοιχτή άφηνε για λίγες ώρες να μπαίνει λίγο μουντό φως. Και αυτή η υγρασία! Περόνιαζε τα κόκαλα. Την ένιωθες μέχρι τα βάθη της ψυχής σου. Μα αυτά τα είχε συνηθίσει, μήπως ήταν η πρώτη φυλακή από την οποία πέρασε; Ή ήταν καινούργιος στο επάγγελμα; Άλλος ήταν ο λόγος. Πιο σοβαρός. Η απόφαση είχε παρθεί. Το δικαστήριο άργησε να συνέλθει. Μα η απόφαση ήταν οριστική. Το γνώριζε τόσο καλά αυτό.
     Όλο και περίμενε, πως με κάτι λεφτούλια, από ληστείες του φυσικά, που είχε σκορπίσει, όλο περίμενε με την αγόρευση εκείνου του ακριβοπληρωμένου ρήτορα – δικηγόρου, πως θα βρισκόταν ένα παραθυράκι να γλιτώσει από το θάνατο τώρα και αργότερα να βγει. Μα όλες του οι ελπίδες είχαν διαλυθεί σαν φθινοπωριάτικη ομίχλη. Του είχαν κάνει γνωστό, πως την άλλη μέρα, μια και πλησίαζε το Πάσχα, πριν από αυτό θα τον σταύρωναν μαζί με κάποιους άλλους, που δεν τους γνώριζε. Να γιατί ήταν τόσο άσχημος ο ύπνος του. 
     Πόσες φορές δεν ξύπνησε αυτή τη νύχτα. Κάθε τόσο νόμιζε πως ένιωθε το βαρύ χέρι του Ρωμαίου δεσμοφύλακα να τον σπρώχνει να ξυπνήσει, να τον βγάλει στην αυλή, που θα τον έπαιρνε το κλειστό αμάξι για να τον πάει στον τόπο, που είχαν διαλεγμένο για τις σταυρώσεις. Άνοιγε μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του. Δεν ήταν κανένας. Ταλαιπωρημένος, ξανάκλεινε τα μάτια του. Μα σε λίγο πάλι κάποιο χέρι τον έσπρωχνε. Πάλι η ίδια ιστορία. Πάλι το σκοτάδι. Το δράμα του. Ο εφιάλτης του. Η αγωνία του. Πόσο θα βαστούσε αυτό; Κάλλιο να τελειώνουμε μια ώρα πιο γρήγορα. Αυτή ήταν η επιθυμία του.
     Γλυκοχάραζε. Στο γεμάτο από βρώμα κελί του ένιωσε πάλι το ίδιο χέρι να τον σπρώχνει. Πάλι η ίδια ιστορία. Άνοιξε τα μάτια του. Μα όχι. Τώρα ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Ναι, ο δεσμοφύλακας ήταν από πάνω του και τον έσπρωχνε. Γύρισε και τον κοίταξε. Αυτός χαμογελούσε. Το κτήνος. Που έβρισκε το κουράγιο να γελά; «Κάνε γρήγορα και πάρε τα πράγματά σου να πηγαίνουμε». Και πάλι γελούσε. Και να σκεφτείς, πόσα δεν του είχε χαρίσει αυτού του δεσμοφύλακα! Και τώρα να παίζει με το θάνατό του…. «Πάρε τα πράγματά σου», του λέει. «Μα τι να κάνω; Εκεί που πάω, δεν μου χρειάζοντα. Στα χαρίζω για να πιεις ένα κρασί, σαν θα τα δώσεις στον παλιατζή». «Πάρε τα πράγματά σου. Θα σου χρειαστούν». Και του έσπρωξε το σάκο του. 
     Πέρασαν από ένα διάδρομο, μετά από έναν άλλο. Ο δεσμοφύλακας έσυρε βαριά την πόρτα, που έβγαζε στην αυλή, και του είπε, πάλι γελώντας, δίνοντάς του μια σπρωξιά: «Βαραββά, άντε στο καλό. Πήγαινε». «Μα που να πάνω; Γιατί με κοροϊδεύεις;»
  Ήταν έτοιμος να σωριαστεί. Δεν βαστούσε άλλο. Τότε, με λίγα λόγια, του εξήγησε ο δεσμοφύλακας, πως αντί γι’ αυτόν, κάποιος άλλος θα πέθαινε. Κάποιος Ιησούς, που τον λέγανε Χριστό. Κάποιος, που έκανε θαύματα. Που έλεγαν ότι είχε αναστήσει και κάποιον τελευταία στη Βυθανία. Αυτόν διάλεξαν οι ιερείς να πεθάνει. Αυτόν θέλησε ο λαός να πεθάνει. «Εσύ, του λέει, τη γλύτωσες. Είσαι ελεύθερος. Άλλος θα πληρώσει για σένα». 
     Μια μικρή, φανταστική περιγραφή εκείνου του σημείου, που με τόση λακωνικότητα ο Λόγος του Θεού μας παρουσιάζει. Ο Βαραββάς, ένας ματοβαμμένος κακούργος, αφέθηκε ελεύθερος, για να πεθάνει ο αναμάρτητος Υιός του Θεού πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Όταν διαβάζουμε την Καινή Διαθήκη, δεν πρέπει να τη διαβάζουμε σαν ένα βιβλίο φιλολογικό, που σκοπό έχει να μας διασκεδάσει ή να μας χαρίσει μερικές γνώσεις. Θα πρέπει να βλέπουμε μέσα στις σελίδες της το μήνυμα και τα λόγια, που ο Θεός απευθύνει σε μας. 
     Για να καταλάβεις αυτή την ιστορία, πρέπει να δεις στη θέση του Βαραββά τον εαυτόν σου. Όλοι μας ήμασταν μέσα στην αμαρτία, καταδικασμένοι στην αιώνια απώλεια, κάτω από την τρομερή, αλλά δίκαιη μάχαιρα της κρίσης του Θεού. Θάνατος διπλός. Σωματικός από τη μια μεριά και αιώνιος από την άλλη. 

   Αλλά η αγάπη του Θεού θέλησε στη δική μας θέση να πεθάνει, όπως στη θέση του Βαραββά, ο Ιησούς Χριστός για να ζήσουμε εμείς ελεύθεροι σε μια καινούργια ζωή καθαρότητας και αγάπης, που μονάχα η καθημερινή επικοινωνία μας με τον Θεό μπορεί να μας χαρίσει.

Ο Θεός σε αγάπησε τόσο, ώστε να θυσιάσει στη δική σου θέση τον Υιό Του. 

• «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον». (Ιωάννης Γ : 16). 

 Ο Θεός δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά τη σωτηρία του. 

• «Πες τους: Ζω εγώ, λέει ο Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από τον δρόμο του, και να ζει, επιστρέψτε, επιστρέψτε από τους πονηρούς σας δρόμους, γιατί να πεθάνετε, οίκος Ισραήλ;». {Ιεζεκιήλ κεφ. ΛΓ (33), εδάφ. 11}. 

• «Διότι ο Υιός του ανθρώπου ήλθε να ζητήση και να σώση το απολωλός». (Λουκάς κεφ. ΙΘ, εδ. 10). 

 Ο Θεός θέλει να σε ελευθερώσει από τον αιώνιο θάνατο, σαν τον Βαραββά.