Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

H XANANAIA.

 
          ΜΙΑ ΜΕΓΆΛΗ ΠΊΣΤΗ.



       
         Eυαγγέλιον  "κατά Ματθαίον",  κεφ. ΙΕ/15,  εδ. 21-28. 

21 Και ο Ιησούς, βγαίνοντας έξω από εκεί, αναχώρησε προς τα μέρη της Τύρου και της Σιδώνας. 
22 Και ξάφνου, μια γυναίκα Χαναναία, που βγήκε από εκείνα τα όρια του τόπου, κραύγασε σ' αυτόν, λέγοντας: Ελέησέ με, Κύριε, γιε τού Δαβίδ η θυγατέρα μου δαιμονίζεται σκληρά. 
23 Κι εκείνος δεν της αποκρίθηκε ούτε έναν λόγο. Και οι μαθητές του ερχόμενοι κοντά τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Απόλυσέ την, επειδή κράζει πίσω μας. 
24 Και εκείνος αποκρινόμενος είπε: Δεν στάλθηκα παρά μονάχα στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ. 
25 Και εκείνη, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Κύριε, βοήθα με. 
26 Και αποκρινόμενος είπε: Δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια. 
27 Και εκείνη είπε: Ναι, Κύριε αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους. 
28 Τότε, ο Ιησούς αποκρινόμενος είπε σ' αυτήν: Ω, γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου ας γίνει σε σένα, όπως θέλεις. Και η θυγατέρα της γιατρεύτηκε από εκείνη την ώρα. 

       ΣΧΟΛΙΑ: 
      Ο Κύριος έλεγε προς τους μαθητές Του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μη αποκάμνουν (Λουκάς ΙΗ/18: 1). Η εμμονή μας στην προσευχή θα πρέπει να είναι βασικό στοιχείο της πνευματικής μας ζωής. Πολλές φορές την ώρα που ο Κύριος είναι έτοιμος να επέμβει, για να ικανοποιήσει ένα αίτημά μας εμείς το έχουμε ήδη ξεχάσει, γιατί έχουμε κουραστεί να προσευχόμαστε. Ο προφήτης Ηλίας είχε φοβηθεί, είχε απελπιστεί και είχε κουραστεί πάρα πολύ από την οδοιπορία του και καθώς βρέθηκε κάτω από ένα δεντράκι, ζητούσε από το Θεό να πεθάνει, γιατί νόμιζε (έτσι του το παρουσίαζε ο εχθρός της ψυχής), ότι είχε μείνει μόνος προφήτης πάνω στη γη (Α’ Βασιλέων ΙΗ/18: 22). Την ώρα όμως που ο Ηλίας έλεγε αυτά τα λόγια, ο Θεός ετοίμαζε ένα πύρινο άρμα στον ουρανό, για να έρθει να τον παραλάβει με δόξα και τιμή. Είχε κουραστεί ο προφήτης Ηλίας να περιμένει τον Κύριο, είχε αποκάμει στην προσευχή του, όμως ο Θεός δεν είχε αποκάμει να κάνει τα δικά Του σχέδια γι’ αυτόν. 
    Ο Κύριος μας προτρέπει να μην αποκάμνουμε στην προσευχή. Να επιμένουμε «εγκαίρως, ακαίρως» (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 2). Με την επιμονή μας δείχνουμε τη σοβαρότητά μας και την εμπιστοσύνη μας στο Θεό καθώς επίσης και το μέτρο της πίστης μας. Η γυναίκα του Ιώβ δεν είχε υπομονή, δεν είχε την πίστη, που ο Θεός θέλει να έχει ο άνθρωπος, κουράστηκε και έδωσε μια πολύ κακή συμβουλή στον άνδρα της: «Τότε είπε προς αυτόν η γυνή αυτού, Έτι κρατείς την ακεραιότητά σου; Βλασφήμησον τον Θεόν και απόθανε» (Ιώβ Β/2: 9). 
      «να μην αποκάμνωσι». Ποτέ να μην ξεχνάμε το Μωυσή που προσευχόταν σαράντα μέρες στο όρος Σινά. Να μην ξεχνάμε εκείνη τη χήρα που ερχόταν χωρίς να αποκάμει, μπροστά στον άδικο Κριτή και ζητούσε επίμονα να εκδικαστεί η υπόθεσή της (Λουκάς ΙΗ/18: 5). Εάν αυτή επέμενε να παρουσιάζεται ενώπιον του άδικου Κριτή, πόσο μάλλον εμείς θα πρέπει να επιμένουμε ενώπιον του Δίκαιου Κριτή, του Πατέρα Θεού, ο οποίος κρίνει χωρίς να αποβλέπει σε πρόσωπα (Ματθαίος ΚΒ/22: 16).
     Συνεπώς η προσευχή μας προς το Θεό θα πρέπει να είναι επίμονη, σταθερή, δυναμική, διεκδικητική. Μια γυναίκα, που έμεινε ανώνυμη μέσα στην ιστορία, μας δίνει ένα λαμπρό παράδειγμα επιμονής, ένα μεγάλο παράδειγμα διεκδικητικής, αγωνιστικής προσευχής. Το επεισόδιο αναφέρεται και στο ευαγγέλιο του "Ματθαίου" (ΙΕ/15: 21-28) και του "Μάρκου" (Ζ/7: 24-30). Πρόκειται για μια γυναίκα Συροφοίνισσα. Η ονομασία είναι συνδυασμός των λέξεων «Σύρος» και «Φοίνιξ». Ο Ευαγγελιστής «Ματθαίος» την αναφέρει: Χαναναία. Οι Συροφοίνικες ήταν Χαναναίοι στην καταγωγή και κατοικούσαν έξω από το Ιουδαϊκό έδαφος, σε μια περιοχή  που ανήκε στους εθνικούς. Στην ίδια περιοχή είχε σταλεί και ο πρ. Ηλίας, για να συναντήσει τη γυναίκα εκείνη στα Σαρεπτά της Σιδώνος (Λουκάς Δ/4: 26). 
     Ενώ λοιπόν ο Κύριος βρισκόταν στην Φοινίκη (ιστορική παραλιακή περιοχή που σήμερα βρίσκεται στα σύνορα Λιβάνου - Συρίας), μια γυναίκα Χαναναία Tον πλησίασε και Τον παρακαλούσε να θεραπεύσει την κόρη της, που βασανιζόταν από δαιμόνιο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο του παιδιού σου που υποφέρει. Είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν Ιουδαία, αλλά ήταν μια ειδωλολάτρισσα. Ήταν απόγονος των Χαναναίων, μια σκληρή και ανήθικη φυλή που ο Θεός στην αρχαιότητα την είχε προορίσει, για να καταστραφεί, όμως λόγω της ανυπακοής των Ισραηλιτικών πολλοί Χαναναίοι είχαν επιζήσει μετά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς τ. Ναυή ΙΖ/17: 12). Τούτη η γυναίκα είναι απόγονος εκείνου του λαού που ήταν εχθρικός προς τον Ισραήλ. Σαν εθνική λοιπόν δεν είχε τα προνόμια του εκλεκτού επίγειου λαού του Θεού. Ήταν μια ξένη που δεν μπορούσε να ελπίζει σε τίποτα και δεν είναι δυνατόν να είχε κάποια απαίτηση από το Μεσσία Χριστό. Ήταν «ξένη των διαθηκών της επαγγελίας» (Εφεσίους Β/2: 12). Ο Κύριος όμως δε δεσμεύεται από το που ανήκει κάποιος, ακόμα κι αν αυτός είναι μέλος της Εκκλησίας, εκείνο που δεσμεύει το Θεό είναι η πίστη μας. Όταν η συμμετοχή μας στην Εκκλησία είναι τυπική χωρίς πίστη, αυτό εμποδίζει το Θεό για να εκπληρώσει τις επαγγελίες Του. Στην πατρίδα του τη Ναζαρέτ ο Κύριο "δεν έκαμεν εκεί πολλά θαύματα διά την απιστίαν αυτών" (Ματθαίος ΙΓ/13: 58).
     Οι Ισραηλίτες δεν πίστευαν στο Χριστό και απλά καυχιόνταν ότι ήταν απόγονοι του Αβραάμ και εξαιτίας του γεγονότος αυτού θεωρούσαν  ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις Του. Η απάντησαν που έλαβαν από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή ήταν αποστομωτική: «Κάμετε λοιπόν καρπούς αξίους της μετανοίας και μη φαντασθήτε να λέγητε καθ' εαυτούς, Πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· διότι σας λέγω ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων να αναστήση τέκνα εις τον Αβραάμ» (Ματθαίος Γ/3: 9).
    Η γυναίκα τούτη δεν παρακάλεσε απλά τον Κύριο, αλλά με την επιμονή της, την ταπεινοφροσύνη της, την πίστη της, την εξυπνάδα της, διεκδίκησε και έλαβε την ικανοποίηση του αιτήματός της. Τούτη η προσευχή, η οποία έφερε ένα τόσο θαυμαστό αποτέλεσμα, είχε ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία θα πρέπει και τη δική μας προσευχή να διακρίνουν, για να υπάρχει αποτέλεσμα. 
      Η γυναίκα αυτή απευθύνθηκε στο σωστό Πρόσωπο.  Έτσι λοιπόν πήγε  μπροστά στο Χριστό,  άδειασε την ψυχή της και έβγαλε από μέσα της όλο το βάρος και τον πόνο που την βασάνιζαν. Τα λόγια της ήταν συνταρακτικά: "Ελέησέ με, Κύριε, γιε τού Δαβίδ η θυγατέρα μου δαιμονίζεται σκληρά". Οι Φαρισαίοι συνήθως μιλούσαν για τις παραδόσεις τους, τους τύπους και τα έθιμά τους. Τούτη η γυναίκα δεν ασχολείται μ' αυτά τα θέματα, τα παραβλέπει εντελώς και κατευθύνει με πίστη στην καρδιά της στον Ιησού Χριστό. Οτιδήποτε και αν αντιμετωπίζουμε θα πρέπει να το φέρνουμε με πίστη μπροστά στον Κύριο και να επικαλούμαστε τη δύναμή Του, γιατί αυτός είναι "είναι ο δυνάμενος να σώση και να απολέση" (Ιακώβου Δ/4: 12). Αυτός είναι "ο μόνος Σωτήρας του ανθρώπου" (Πράξεις Δ/4: 12). 
       Είναι βέβαιο ότι τούτη η γυναίκα είχε πάει σε γιατρούς και άλλους, για να λύσει το πρόβλημα του παιδιού της που ήταν βαριά άρρωστο, όμως δεν είχαν υπάρξει θετικά αποτελέσματα. Μέσα στην αγωνία της για το παιδί της τ’ αφήνει όλα και έρχεται στον Ιησού, από τον οποίο γνωρίζει ότι δε δικαιούται να λάβει τίποτα απολύτως και ζητάει το Έλεός Του. "Ελέησέ με, Κύριε". Σίγουρα θα είχε ακούσει ότι ο Ιησούς θεράπευε τυφλούς, χωλούς, δαιμονισμένους, παράλυτους. Έτσι λοιπόν απευθύνεται σ’ Αυτόν και τον αποκαλεί: «Κύριο, Υιό του Δαβίδ». Κύριος, κυρίαρχος είναι κάποιος που έχει εξουσία και δύναμη. "Υιός Δαβίδ" οι Ιουδαίοι αποκαλούσαν τον Μεσσία, ενώ οι εθνικοί δεν είχαν κανένα τέτοιο δικαίωμα. 
     Τότε τον πλησίασαν οι μαθητές και παρακαλούσαν τον Κύριο να τη διώξει. «Και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού, παρεκάλουν αυτόν, λέγοντες Απόλυσον αυτήν, διότι κράζει όπισθεν ημών» (Ματθαίος ΙΕ/15: 23).  
      Για τους μαθητές τούτη η  ταλαιπωρημένη γυναίκα δεν ήταν παρά ένας μπελάς, μία ενόχληση, όμως ο Κύριος δεν απολύει κανέναν που Τον αναζητά, όσο και αντιπαθής να είναι στους ανθρώπους επειδή δεν ερμηνεύει κάποια πράγματα με το δικό τους τρόπο. Υπήρχε μία λανθασμένη πεποίθηση στους Εβραίους ότι ο Θεός νοιάζεται μόνον για το λαό Ισραήλ και κανένα ενδιαφέρον δεν έχει για τους υπόλοιπους ανθρώπους, γι’ αυτό το λόγο και τους περιφρονούσαν. Πόσο μακριά θα πρέπει να στεκόμαστε από κάποιες ανθρώπινες παραδόσεις ή πεποιθήσεις. Οι κραυγές της, οι παρακλήσεις της, η ταπείνωσή της και η μεγάλη της επιμονή, άφησαν ασυγκίνητους τους μαθητές, αλλά και τους παρευρισκόμενους, λόγω της διαφορετικής κοινωνικής και θρησκευτικής της αντίληψηςΠόσες φορές δεν κρίναμε και εμείς ανθρώπους με τέτοιου είδους κριτήρια! Οι άνθρωποι θα βλέπουν πάντοτε «κοντά», γιατί αποβλέπουν στο «φαινόμενο» και πέραν αυτού δεν μπορούν να δουν τίποτα άλλο, όμως ο Θεός αποβλέπει στο περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου (Α' Σαμουήλ ΙΣ/16: 7). Εκείνο που μετράει για το Θεό δεν είναι η καταγωγή, τα προνόμια, η θέση, η μόρφωση και άλλα, αλλά η ζωντανή πίστη η οποία μπορεί να περνάει μέσα από ανυπέρβλητες δυσκολίες, όμως δεν υποχωρεί, αντιστέκεται και στο τέλος τις ξεπερνάει και οδηγεί τον πιστό άνθρωπο σε νίκη, σε επιτυχία, σε θρίαμβο.
      Ο Κύριος όμως, που δε μπαίνει σε ανθρώπινα καλούπια, που δε λειτουργεί με τα δικά μας κριτήρια, που δεν αρκείται σ' αυτούς που Τον ακολουθούν, αλλά θέλει όλους να τους αγκαλιάσει και να τους προσφέρει σωτηρία, βλέπει τα πράγματα τελείως διαφορετικά από τους μαθητές Του. Δεν αποβλέπει στα εξωτερικά πράγματα, ούτε κρίνει τους ανθρώπους με φυλετικά, θρησκευτικά ή άλλα κριτήρια. Στα βάθη της καρδιάς τούτης της απελπισμένης γυναίκας βλέπει την πίστη της και αυτό θέλει να το αναδείξει, να το προβάλει, ώστε να το δουν και άλλοι και να αντιληφθούν τι ακριβώς ζητάει ο Θεός από τον άνθρωπο. Βλέπει τούτη τη γυναίκα σαν ένα μέσον από το οποίο θα έδειχνε τη Χάρη Του, το Έλεός Του, την Αγάπη Του, η οποία πάντοτε απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους Ιουδαίους και Εθνικούς. Ο Κύριος παραβλέπει τις εκκλήσεις των μαθητών που καταφρονούσαν τούτη τη γυναίκα και ζητούσαν την απομάκρυνσή της. Η επιθυμία Του είναι να φανερώσει τη δύναμή Του, την Αγάπη Του και να κηρύξει μετάνοια σε όλους τους ανθρώπους, για να σωθούν αιωνίως. 
      Ο Κύριος επιλέγει να δοκιμάσει την πίστη τούτης της γυναίκας. Στο βιβλίο του «Δευτερονομίου» (κεφ. Η/8, εδ. 2) αναφέρεται: «Και θέλεις ενθυμείσθαι πάσαν την οδόν, εις την οποίαν σε οδήγησε Κύριος ο Θεός σου τα τεσσαράκοντα ταύτα έτη εν τη ερήμω, διά να σε ταπεινώση, να σε δοκιμάση, διά να γνωρίση τα εν τη καρδία σου, εάν θέλης φυλάξει τας εντολάς αυτού, ή ουχί». Δοκιμάζει ο Θεός τον άνθρωπο, για να διαπιστώσει την πίστη του και την υπομονή του και γι’ αυτό ο Κύριος δε δείχνει να τη δέχεται τούτη τη γυναίκα με ανοικτές αγκάλες. Αντί να ρωτήσει για τη δοκιμασία της, να τη νουθετήσει ή να της δείξει ευσπλαχνία, παρουσιάζει μία εικόνα φαινομενικής περιφρόνησης της γυναίκας, χρησιμοποιώντας μια πολύ σκληρή γλώσσα. Έτσι της απαντά μ’ έναν τελείως απαξιωτικό τρόπο που φαίνεται να την απορρίπτει ολοκληρωτικά. Της θυμίζει ότι η αποστολή Του ήταν μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες και όχι για τους εθνικούς και βεβαίως σε καμία περίπτωση για τους εχθρούς τους, τους Χαναναίους. Εκείνη καθώς ακούει τούτα το λόγια, δεν απογοητεύεται. Πέφτει στα πόδια του Ιησού και Τον εκλιπαρεί λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με».   
       Οι Ισραηλίτες περίμεναν έναν ισχυρό άνδρα σαν το Δαβίδ ως Μεσσία, για να τους απελευθερώσει από τους Ρωμαίους, αναγνώριζαν τον Κύριο ως «Ραββί» (διδάσκαλο), όμως αυτή η γυναίκα αναγνωρίζει τον Ιησού ως Κύριο και Θεό της, ως Λυτρωτή και Σωτήρα της. Στο πρόσωπό Του αναγνωρίζει τον απεσταλμένο από το Θεό Σωτήρα, Λυτρωτή, τον νικητή της φθοράς, τον ελευθερωτή των ανθρώπων από τον πόνο και την ασθένεια.
       Ο Ιησούς συνεχίζει να "αρνείται" να τη βοηθήσει και της μιλάει με πολύ περιφρονητικά λόγια, αποκαλώντας την «κυνάριον». Για να δοκιμάσει ακόμα περισσότερο την πίστη της, της είπε πως δεν ήταν σωστό να παραμελήσει τη φροντίδα των παιδιών του Ισραήλ και να δώσει το ψωμί τους στα σκυλιά. Έτσι αποκαλούσαν οι Ιουδαίοι τους εθνικούς. Γιατί αυτή η μεγάλη προσβολή; Γιατί έπρεπε η γυναίκα αυτή να ταπεινωθεί και να αναγνωρίσει την παντελή αναξιότητά της; Όποιος άλλος άκουγε αυτά τα λόγια από εγωϊσμό θα έκανε μεταβολή και θα έφευγε. Πόσοι χριστιανοί σήμερα στην οποιαδήποτε δυσκολία «κάνουν στροφή» και επιστρέφουν στον κόσμο, γιατί κάποιος τους πρόσβαλε, κάτι δεν τους άρεσε; 
       Όμως ας ρωτήσει ο καθένας τον εαυτόν του. Απογοητεύτηκε ποτέ κανείς από το Χριστό; Υπάρχει κάποιος που να πήγε σ’ Αυτόν και να μην τον άκουσε, και να μην του μίλησε; Όμως το ερώτημα είναι: Αφού φέραμε στο Χριστό το πρόβλημά μας, πόσο επιμείναμε σ’ αυτό, πόσο επίμονη και αγωνιστική υπήρξε η προσευχή μας, μήπως στην πρώτη φαινομενική δυσκολία απογοητευτήκαμε και εγκαταλείψαμε την προσπάθειά μας; 
      Τούτη η γυναίκα προβάλει αποφασιστικά το αίτημά της, δεν απογοητεύεται, δεν κάνει πίσω παρά τα περιφρονητικά λόγια που άκουσε, δεν φεύγει, αντίθετα έρχεται πιο κοντά στον Κύριο. Στέκεται εκεί με θάρρος, αποβλέποντας στο Έλεος, στην Αγάπη, στη Χάρη του Χριστού και δίνει μια μεγαλειώδη ιστορική απάντηση στον Κύριο. Δίνει ένα ρεσιτάλ πίστεως και ευφυΐας που υπαγορευόταν από τη μητρική της αγάπη. «Ναι Κύριε απαντάει, έχεις δίκιο, είμαι ένα σκυλάκι κάτω από το τραπέζι, όμως έχω προσέξει πολλές φορές να πέφτουν από το τραπέζι στο πάτωμα μερικά ψίχουλα. Κύριε, άφησέ με να πάρω μερικά από αυτά τα ψίχουλα».
       "Κύριε βοήθησέ με". Δεν είμαι άξια το αναγνωρίζω, δεν έχω κανένα δικαίωμα, δεν είμαι παιδί Σου, έρχομαι γιατί είμαι ένα δημιούργημά Σου. "Αι χείρές σου με έκαμαν και με έπλασαν" (ψαλμός ΡΙΘ/119: 73). Οι άνθρωποι με απογοήτευσαν, δεν μπόρεσαν να λύσουν το πρόβλημά μου. Έρχομαι σε Σένα, γιατί μόνον Eσύ μπορείς να με βοηθήσεις, μόνον Εσύ μπορείς να δώσεις λύση στο πρόβλημά μου. Από τη μία πλευρά διακρίνουμε την πλήρη ταπείνωση και από την άλλη την πλήρη αναγνώριση της παντοδυναμίας του Ιησού Χριστού. 
      Ένα τραγούδι του κόσμου λέει: «λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω κι ως την άλλη τη ζωή θα σε λατρεύω». Πολλές φορές, όταν το ακούω σκέφτομαι ότι αυτός που το έγραψε  σίγουρα θα είχε υπόψη του τούτη την ιστορία. «Λίγα ψίχουλα αγάπης Κύριε σου γυρεύω». Αλήθεια πόσο δύσκολο να τα βρει κανείς μέσα στον κόσμο, ακόμα και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Η αγάπη του κόσμου είναι πάντοτε ανταποδοτική. 
     Ο Κύριος στο αίτημα τούτης της γυναίκας αντιστάθηκε, για να αναδείξει την πίστη της. Όμως ο Κύριος της Αγάπης και του Ελέους δεν μπορεί να αντισταθεί άλλο. Μπορεί η απιστία να του "δένει" τα χέρια και να μην μπορεί να προσφέρει κάτι, όμως τούτη η έξυπνη, η δυναμική διεκδίκηση Του "λύνει" τα χέρια και Τον κάνει να ενεργεί θαυματουργικά. Εδώ παρατηρούμε ότι η πίστη μιας αληθινής μάνας, μιας πραγματικής γυναίκας στάθηκε ικανή να κάνει και το Θεό ν’ «αλλάξει» γνώμη. Η πίστη αυτής της Χαναναίας μάνας, που έχει τη δύναμη και ξέρει να ταπεινώνεται μπροστά στο Θεό γίνεται αφορμή να πραγματοποιηθεί ένα μεγάλο θαύμα. Κάποιος είπε ότι ο άνθρωπος που έμαθε να γονατίζει και να ταπεινώνεται μπροστά στο Θεό είναι ο μόνος που μπορεί να σταθεί όρθιος στις  δύσκολες ώρες της ζωής. Η πίστη συνοδεύεται από ειλικρινή ταπείνωση, από συντριβή μπροστά στο Θεό.
       Αυτό που ακολουθεί αμέσως μετά λέγεται: «θρίαμβος». Είναι ο θρίαμβος της πίστης. Ας φανταστεί τούτη τη σκηνή ο καθένας μας, ο Κύριος να γυρίζει το βλέμμα Του, να κοιτάζει στα μάτια τούτη τη γυναίκα και να της λέει: «Μεγάλη η πίστη σου». Αυτός είναι ο θρίαμβος της επιμονής, η νίκη της αγωνιστικής προσευχής. Όσο μεγαλύτερη είναι η ταπείνωση του ανθρώπου μπροστά στο Θεό, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανταμοιβή που ο Θεός προσφέρει. Αυτό συμβαίνει χάρη σε μια παλιά αρχή που έχει καθιερώσει ο Κύριος: «Όποιος υψώνεται θα ταπεινωθεί και όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί» (Λουκάς ΙΗ/18: 14). Πόσο ωραίο είναι πραγματικά ο Κύριος να θαυμάζει για την πίστη μας! Άραγε συμβαίνει αυτό στη ζωή μας; Είναι καιρός να ξανασκεφτούμε μήπως "πήραμε τη ζωή μας λάθος», όπως λέει και ένας στίχος, μήπως νομίσαμε ότι μας οφείλει κάτι ο Κύριος και δεν ταπεινωθήκαμε, όσο έπρεπε. Σε κάθε περίπτωση ο αιώνιος Λόγος του Θεού έρχεται να μας θυμίσει για άλλη μια φορά ότι «τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, τώρα είναι καιρός σωτηρίας» (Β’ Κορινθίους Σ/6: 2). «Σήμερον, εάν ακούσητε της φωνής αυτού, μη σκληρύνετε τας καρδίας σας ως εν τω παραπικρασμώ κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω» (Εβραίους Γ/3: 7,8). Ο Κύριος προσφέρει και σήμερα τη Σωτηρία Του και καθώς δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά θέλει όλοι να σωθούν και να έρθουν σε μετάνοια (Α’ Τιμοθέου Β/2: 4), αναζητά μια ψυχή να σταθεί κοντά της και να της πει: «Μεγάλη η πίστη σου»! Υπάρχει κάτι μεγαλύτερο, κάτι ανώτερο απ’ αυτό σε τούτη τη ζωή; Η πίστη βρίσκεται πάνω από τη λογική, ανήκει στην τάξη της καρδιάς και όχι του μυαλού. Δε ζητά ανθρώπινες αποδείξεις, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στο Λόγο του Θεού, στις αιώνιες υποσχέσεις Του. Έχουμε ανάγκη στην προσευχή μας να ζητάμε από τον Κύριο εκείνο που ζήτησαν και οι Απόστολοι: "Και είπον οι απόστολοι προς τον Κύριον. Αύξησον εις ημάς την πίστιν" (Λουκάς ΙΖ/17: 5).
     «Μεγάλη η πίστη σου»! Ενώ τα πιστά παιδιά του Ισραήλ αδιαφορούσαν, δεν "πεινούσαν", για να φάνε από από το ψωμί, ένα «σκυλάκι» έρχεται μέσα από τα έθνη και με επιμονή ζητάει να φάει από τα ψίχουλα. Ενώ ο Κύριος διακήρυττε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής» (Ιωάννης Σ/6: 51), αυτοί καλυμμένοι πίσω από τις παραδόσεις και τις θρησκευτικές τους συνήθειες Του απαντούσαν: «γιατί οι μαθητές σου δεν πλένουν τα χέρια τους προτού φάνε» (Ματθαίος ΙΕ/15: 2). «γιατί κάνεις παρέα με τελώνες και πόρνες» (Λουκάς Ε/5: 30). «Ούτος, εάν ήτο προφήτης, ήθελε γνωρίζει τις και οποία είναι η γυνή, ήτις εγγίζει αυτόν, ότι είναι αμαρτωλή» (Λουκάς Ζ/7: 39). Μ’ αυτές τις σκέψεις, μ’ αυτά τα λόγια απαξίωναν την προσφορά του ουρανού και δεν «έτρωγαν» από τον "άρτο της ζωής" (Ιωάννης Σ/6: 48). 
      Μπορεί ποτέ μια τόσο μεγάλη πίστη, που έκανε τον Κύριο να θαυμάσει, να μείνει χωρίς ανταμοιβή; Όχι βέβαια. Τούτη η γυναίκα φεύγει κρατώντας στο χέρι εκείνο το οποίο με τόσο πάθος εζήτησε. Η πίστη της ανταμείφθηκε, η κόρη της θεραπεύτηκε σε μια στιγμή, μ' ένα μόνο λόγο του Κυρίου και έτσι το αίτημά της ικανοποιήθηκε πλήρως. 
      Τελειώνοντας ένα είναι το ερώτημα: Πώς ερχόμαστε μπροστά στο Θεό; Ερχόμαστε με την αίσθηση ότι ο Κύριος «κάτι μας χρωστάει….», καθώς προσφέρουμε κάποια «θρησκευτικά» μας έργα. Ή μήπως, αφού φέραμε ενώπιόν Του ένα αίτημά μας, μετά από λίγο απελπιστήκαμε και είπαμε: «Αδιαφορεί ο Κύριος, εμένα δεν με ακούει και αφού δε με ακούει ας μη χάνω το καιρό μου....». Όλες αυτές οι προσεγγίσεις είναι λανθασμένες. Η σωστή προσευχή, η έξυπνη, η διεκδικητική είναι να μείνει ο άνθρωπος με υπομονή στα πόδια του Κυρίου και να περιμένει την ώρα που θ' απαντήσει. Είναι βέβαιο ότι θα απαντήσει ο Κύριος. Ας μην ξεχνάμε τα λόγια του ψαλμωδού: «Μήποτε ελησμόνησε να ελεεί ο Θεός; μήποτε εν τη οργή αυτού θέλει κλείσει τους οικτιρμούς αυτού; Τότε είπα, Αδυναμία μου είναι τούτο αλλοιούται η δεξιά του Υψίστου;» (Ψαλμός ΟΖ/77: 9,10). ---


      Υστ/φο:
    Οι Χαναναίοι οι οποίοι αποκαλούνταν  και  Καναανίτες, ήταν αρχαίος λαός που εμφανίζεται αρχικά να κατοικεί στην περιοχή του Περσικού κόλπου, όπου περί το 2500 π.Χ. απ' όπου μετανάστευσαν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη η καταγωγή τους προέρχεται από τον Χαναάν, ο οποίος ήταν παιδί του Χαμ, ο οποίος ήταν ένα από τα τρία παιδιά του Νώε (Σημ, Ιάφεθ, Χάμ). Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη οι Χαναναίοι δεν υπέστησαν ολοκληρωτικό αφανισμό από τους Ισραηλίτες (Ιησούς τ. Ναυή ΙΣ/16: 10  --  ΙΖ/17: 12). Έχουν στενή συγγενική σχέση με τους σύγχρονους κατοίκους του Λιβάνου. --