Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ.

  Βιβλίο "Α΄ Βασιλέων", κεφ. ΙΖ / 17.   (ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ)

 1 Και είπεν Ηλίας ο Θεσβίτης, ο εκ των κατοίκων της Γαλαάδ, προς τον Αχαάβ, Ζη Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, έμπροσθεν του οποίου παρίσταμαι, δεν θέλει είσθαι τα έτη ταύτα δρόσος και βροχή, ειμή διά του λόγου του στόματός μου. 
2 Και ήλθεν ο λόγος του Κυρίου προς αυτόν, λέγων, 
3 Αναχώρησον εντεύθεν και στρέψον προς ανατολάς και κρύφθητι πλησίον του χειμάρρου Χερίθ, του απέναντι του Ιορδάνου 
4 και θέλεις πίνει εκ του χειμάρρου προσέταξα δε τους κόρακας να σε τρέφωσιν εκεί. 
5 Και υπήγε και έκαμε κατά τον λόγον του Κυρίου διότι υπήγε και εκάθησε πλησίον του χειμάρρου Χερίθ, του απέναντι του Ιορδάνου. 
6 Και οι κόρακες έφερον προς αυτόν άρτον και κρέας το πρωΐ, και άρτον και κρέας το εσπέρας και έπινεν εκ του χειμάρρου. 
7 Μετά δε τινάς ημέρας εξηράνθη ο χείμαρρος, επειδή δεν έγεινε βροχή επί της γης. 
8 Και ήλθεν ο λόγος του Κυρίου προς αυτόν, λέγων, 
9 Σηκωθείς ύπαγε εις Σαρεπτά της Σιδώνος και κάθισον εκεί ιδού, προσέταξα εκεί γυναίκα χήραν να σε τρέφη. 
10 Και σηκωθείς υπήγεν εις Σαρεπτά. Και ως ήλθεν εις την πύλην της πόλεως, ιδού, εκεί γυνή χήρα συνάγουσα ξυλάρια και εφώνησε προς αυτήν και είπε, Φέρε μοι, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εν αγγείω, διά να πίω. 
11 Και ενώ υπήγε να φέρη αυτό, εφώνησε προς αυτήν και είπε, Φέρε μοι παρακαλώ, κομμάτιον άρτου εν τη χειρί σου. 
12 Η δε είπε, Ζη Κύριος ο Θεός σου, δεν έχω ψωμίον, αλλά μόνον μίαν χεριάν αλεύρου εις το πιθάριον και ολίγον έλαιον εις το ρωγίον και ιδού, συνάγω δύο ξυλάρια, διά να υπάγω και να κάμω αυτό δι' εμαυτήν και διά τον υιόν μου, και να φάγωμεν αυτό και να αποθάνωμεν. 
13 Ο δε Ηλίας είπε προς αυτήν, Μη φοβού ύπαγε, κάμε ως είπας πλην εξ αυτού κάμε εις εμέ πρώτον μίαν μικράν πήτταν και φέρε εις εμέ, και έπειτα κάμε διά σεαυτήν και διά τον υιόν σου 
14 διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ το πιθάριον του αλεύρου δεν θέλει κενωθή, ουδέ το ρωγίον του ελαίου θέλει ελαττωθή, έως της ημέρας καθ' ην ο Κύριος θέλει δώσει βροχήν επί προσώπου της γης. 
15 Η δε υπήγε και έκαμε κατά τον λόγον του Ηλία και έτρωγεν αυτή και αυτός και ο οίκος αυτής ημέρας πολλάς 
16 το πιθάριον του αλεύρου δεν εκενώθη, ουδέ το ρωγίον του ελαίου ηλαττώθη, κατά τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον ελάλησε διά του Ηλία. 
17 Μετά δε τα πράγματα ταύτα, ηρρώστησεν ο υιός της γυναικός, της κυρίας του οίκου και η αρρωστία αυτού ήτο δυνατή σφόδρα, εωσού δεν έμεινε πνοή εν αυτώ. 
18 Και είπε προς τον Ηλίαν, Τι έχεις μετ' εμού, άνθρωπε του Θεού; ήλθες προς εμέ διά να φέρης εις ενθύμησιν τας ανομίας μου και να θανατώσης τον υιόν μου; 
19 Ο δε είπε προς αυτήν, Δος μοι τον υιόν σου. Και έλαβεν αυτόν εκ του κόλπου αυτής και ανεβίβασεν αυτόν εις το υπερώον, όπου αυτός εκάθητο, και επλαγίασεν αυτόν επί την κλίνην αυτού.
20 Και ανεβόησε προς τον Κύριον και είπε, Κύριε Θεέ μου επέφερες κακόν και εις την χήραν, παρά τη οποία εγώ παροικώ, ώστε να θανατώσης τον υιόν αυτής; 
21 Και εξηπλώθη τρίς επί το παιδάριον και ανεβόησε προς τον Κύριον και είπε, Κύριε Θεέ μου, ας επανέλθη, δέομαι, η ψυχή του παιδαρίου τούτου εντός αυτού. 
22 Και εισήκουσεν ο Κύριος της φωνής του Ηλία και επανήλθεν η ψυχή του παιδαρίου εντός αυτού και ανέζησε. 
23 Και έλαβεν ο Ηλίας το παιδάριον, και κατεβίβασεν αυτό από του υπερώου εις τον οίκον και έδωκεν αυτό εις την μητέρα αυτού. Και είπεν ο Ηλίας, Βλέπε, ζη ο υιός σου. 
24 Και είπεν η γυνή προς τον Ηλίαν, Τώρα γνωρίζω εκ τούτου ότι είσαι άνθρωπος του Θεού, και ο λόγος του Κυρίου εν τω στόματί σου είναι αλήθεια. 

        ΣΧΟΛΙΑ: 
       Ο Αχαάβ ήταν βασιλιάς στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ και ήταν γιος και διάδοχος του Αμβρί (Α' Βασιλέων ΙΣ/16:28-29). Βασίλευσε για 22 χρόνια, από το 873-852 π.Χ. περίπου, έχοντας ως πρωτεύουσα την Σαμάρεια. Ήταν σύζυγος της Ιεζάβελ, κόρης του Ιθεβαάλ Α', βασιλέως των Σιδωνίων. Γιος και διάδοχος του Αχαάβ ήταν ο Οχοζίας (Α' Βασιλειών ΚΒ/22:40). Μετά το θάνατο του Οχοζία τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο αδερφός του και γιος του Αχαάβ, ο Ιωράμ (Α' Βασιλειών Α:18α). 
      Ο προφήτης Ηλίας καταγόταν από τη Θέσβη (εξ’ ου και Θεσβίτης) της Γαλαάδ, η οποία είχε δοθεί ως κληρονομιά στη φυλή Νεφθαλίμ. Ως απεσταλμένος του Θεού πήγε μια μέρα στο βασιλιά Αχαάβ και του είπε: «Και είπεν Ηλίας ο Θεσβίτης, ο εκ των κατοίκων της Γαλαάδ, προς τον Αχαάβ, Ζη Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, έμπροσθεν του οποίου παρίσταμαι, δεν θέλει είσθαι τα έτη ταύτα δρόσος και βροχή, ειμή διά του λόγου του στόματός μου». Θα ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώρα. Αυτό θα γινόταν λόγω της προσκόλλησης των Ισραηλιτών στην ειδωλολατρία και συγκεκριμένα στη λατρεία του Βάαλ. Οι βροχές θα ξανάρχονταν μόνο με το λόγο του Ηλία. Ο Αχαάβ εξοργίστηκε και ο Ηλίας, για να γλιτώσει από την οργή του Αχαάβ, μετά από υπόδειξη του Κυρίου πήγε και κρύφτηκε στο χείμαρρο Χερίθ, ανατολικά του Ιορδάνη (Α' Βασιλειών ΙΖ/17,1-3). Δεν υπήρξε χώρα που ο Αχαάβ να μην έστειλε να τον αναζητήσουν. Κι όταν του έλεγαν ότι δεν ήταν εκεί, αυτός τους έβαζε να ορκιστούν και τους εδίωκε.
      Παρατηρούμε ότι στη διάρκεια της ξηρασίας ο Θεός φρόντιζε να προσφέρει στο δούλο του, τον Ηλία, ό,τι είχε ανάγκη. Ο Βασιλιάς στο παλάτι πιεζόταν πολύ, αλλά ο Ηλίας είχε ό,τι χρειαζόταν. Ας είναι αυτό ένα μάθημα για όλους μας, καθώς περνάμε μέσα από μια ηθική, κοινωνική, αλλά και οικονομική κρίση και μάλιστα όλα δείχνουν γύρω μας ότι αυτή η κατάσταση της ανέχειας, των δυσκολιών, όχι μόνον δε θα σταματήσει, αλλά θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο. Όμως ανεξάρτητα από τους εξωτερικούς παράγοντες ένα είναι βέβαιο ότι όλες οι ανάγκες του ανθρώπου που υπακούει στη φωνή του Θεού, θα καλυφθούν, πέρα από τις συνθήκες που επικρατούν γύρω μας. Ας είμαστε αισιόδοξοι και ας ακουμπάμε με εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. 
    Είναι ανάγκη να χειριστούμε τη δύσκολη κατάσταση που όλοι βιώνουμε με πίστη και όχι με φόβο. Να θυμόμαστε τα λόγια του προφήτη Αβακούμ. «Αν και η συκή δεν θέλει βλαστήσει, μηδέ θέλει είσθαι καρπός εν ταις αμπέλοις ο κόπος της ελαίας θέλει ματαιωθή και οι αγροί δεν θέλουσι δώσει τροφήν το ποίμνιον θέλει εξολοθρευθή από της μάνδρας, και δεν θέλουσιν είσθαι βόες εν τοις σταύλοις, Εγώ όμως θέλω ευφραίνεσθαι εις τον Κύριον, θέλω χαίρει εις τον Θεόν της σωτηρίας μου» (Αβακούμ Γ/3: 17). 
     Μετά από πολύ καιρό κατά το τρίτο έτος της ξηρασίας ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ηλία να παρουσιαστεί στον Αχαάβ. Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Ηλίας να πάει στον Αχαάβ, ενώ η πείνα λόγω της ανομβρίας είχε επιδεινωθεί στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ εκείνες τις μέρες είχε καλέσει τον Οβαδία, τον αρχιοικονόμο του, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Κύριο. Μάλιστα όταν η Ιεζάβελ είχε διατάξει να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου, ο Οβαδίας είχε πάρει εκατό προφήτες και τους είχε κρύψει από πενήντα σε δύο σπήλαια και τους προμήθευε ψωμί και νερό (Α' Βασιλειών ΙΗ/18: 4). Ο Αχαάβ, λοιπόν, είχε πει στον Οβαδία να πήγαινε σε όλες τις πηγές και στους χείμαρρους της χώρας, μήπως βρεθεί πουθενά λίγο χορτάρι για να ταΐσουν τα άλογα και τα μουλάρια του παλατιού, πριν αυτά πεθάνουν μέσα στους στάβλους. Μοίρασαν, λοιπόν, τη χώρα, ώστε να πάνε παντού. Ο Αχαάβ πήρε τον ένα δρόμο και ο Οβαδίας πήρε τον άλλο δρόμο (Α' Βασιλειών ΙΗ/18: 1-6). Στο δρόμο του ο Οβαδίας συνάντησε τον προφήτη Ηλία, ο οποίος του ζήτησε να πάει να πει στον κύριό του να τον συναντήσει. Τότε ο Οβαδίας ύστερα από την επιμονή του προφήτη πήγε και ειδοποίησε τον Αχαάβ και του έδωσε το μήνυμα του προφήτη (Α' Βασιλειών ΙΗ/18 : 7-16). 
     Πράγματι ο Αχαάβ πήγε να συναντήσει τον Ηλία. Μόλις τον είδε ο Βασιλιάς, ένα κοντό δασύτριχο ανθρωπάκι, συνήθως περιζωμένος την οσφύ του με μια δερμάτινη ζώνη (Β΄ Βασιλέων Α : 8) απόρησε και του είπε: «Εσύ είσαι ο ταράττων τον Ισραήλ;» Ο Ηλίας του απάντησε: «Δεν αναστατώνω εγώ τον λαό, αλλά εσύ και η οικογένεια του πατέρα σου, επειδή αρνηθήκατε να υπακούσετε τις εντολές του Κυρίου και λατρέψατε το Βάαλ». Ήταν προφανές ότι η ξηρασία αυτή αποτελούσε θεία τιμωρία κατά της ειδωλολατρίας στην οποία είχε στραφεί ο λαός. Μέσα στην παιδαγωγική του ο Θεός επέλεξε να χρησιμοποιήσει μια μεγάλη ξηρασία, για να τραβήξει την προσοχή του λαού προς Αυτόν. Αυτή η φυσική ξηρασία, δεν είχε άλλο σκοπό από το αναδείξει την πνευματική ξηρασία, που απ’ άκρου εις άκρον είχε καταλάβει το λαό. Ήταν μια ακόμα προσπάθεια του Θεού να επαναφέρει το λαό του κοντά Του, να τον αποσπάσει από τα είδωλα και από τους ψεύτικους και ανύπαρκτους θεούς. Ο Ισραήλ βρισκόταν σε μεγάλη πτώση και είχε διαφθαρεί σε μεγάλο βαθμό από τις ειδωλολατρικές συνήθειες των εθνικών και πολλές φορές είχαν γίνει χειρότεροι απ’ αυτούς. 
      Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κύριος στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. ΙΑ/11, εδ. 12) αναφέρει: «εάν η πτώσις αυτών είναι πλούτος του κόσμου και ελάττωσις αυτών πλούτος των εθνών, πόσω μάλλον το πλήρωμα αυτών;» Τι μπορεί να σημαίνουν τούτα τα λόγια; Εξαιτίας της πτώσης του λαού Ισραήλ και της αποστροφής του στο Ευαγγέλιο του Χριστού, το Έθνος τους παραμερίστηκε και το ευαγγέλιο πήγε στους εθνικούς. Μ’ αυτήν την έννοια η πτώση των Ιουδαίων έφερε πλούσια τη χάρη του Θεού στον κόσμο και η ανυπακοή του Ισραήλ ήταν κέρδος για τους εθνικούς. Αφού έτσι έγιναν τα πράγματα, φανταστείτε πόσο περισσότερες θα είναι οι ευλογίες για όλον τον κόσμο, όταν θα αποκατασταθεί ο Ισραήλ, όταν δηλαδή ο Ισραήλ θα στραφεί στον Κύριο στο τέλος της μεγάλης θλίψης. Όταν «θα αποβλέψουν εις Εκείνον τον οποίον εξεκέντησαν» (Αποκάλυψη Α/1: 7). Τότε ο Ισραήλ θα γίνει ένα κανάλι ευλογιών για όλα τα έθνη της γης, για όλους τους ανθρώπους. 
      Ας συνεχίσουμε όμως να παρατηρούμε την πορεία του προφήτη Ηλία. Ο Ηλίας, υπακούοντας στον Κύριο, πήγε από τη Σαμάρεια στο χείμαρρο Χερίθ, που βρίσκεται ανατολικά του Ιορδάνη. Έμεινε εκεί έπινε νερό από τον χείμαρρο και έτρωγε κρέας και ψωμί, που από θαύμα του έφερναν οι κόρακες πρωί και βράδυ. Μετά όμως από μερικές μέρες εξαιτίας της ανομβρίας ξεράθηκε ο χείμαρρος. Ξεράθηκε ο χείμαρρος, αλλά ο Ιορδάνης δε στέρεψε. Οι ευλογίες του Κυρίου ποτέ δε στερεύουν, ποτέ δε σταματούν. Μπορεί τα γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας και που όλοι βιώνουμε να είναι ραγδαία και αλλεπάλληλα, όμως ένα είναι βέβαιο, ότι ο Θεός όχι μόνον δε θα εγκαταλείψει τους ανθρώπους που έχουν σεβασμό σ’ Αυτόν, αλλά το ενδιαφέρον Του γι’ αυτούς θα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ, καθώς η κρίση και η ανέχεια θα προχωράει. 

        Μετά απ’ αυτά ο Θεός στέλνει τον Ηλία στα Σεραπτά της Σιδώνας. «Και ήλθεν ο λόγος του Κυρίου προς αυτόν, λέγων, σηκωθείς ύπαγε εις Σαρεπτά της Σιδώνος και κάθισον εκεί» (Α΄ Βασιλέων ΙΖ/17: 8-24). Είναι ανάγκη να θυμηθούμε άλλη μια φορά τα λόγια του Προφήτη Ησαΐα για να παίρνουμε δύναμη μέσα στη ζωή μας. «δέστε το χέρι τού Κυρίου δεν μίκρυνε, ώστε να μη μπορεί να σώσει, ούτε βάρυνε το αυτί του, ώστε να μη μπορεί να ακούσει, αλλά οι ανομίες σας έβαλαν χωρίσματα ανάμεσα σε σας και στον Θεό σας, και οι αμαρτίες σας έκρυψαν το πρόσωπό του από σας, για να μη ακούει» (Ησαΐας ΝΘ/59:1,2). Γι’ αυτό αν δεν βλέπουμε απαντήσεις στις προσευχές μας, αν δεν βλέπουμε επεμβάσεις του Θεού μέσα στη ζωή μας, ας κοιτάξουμε μέσα μας, γιατί μέσα μας βρίσκεται η αιτία και πουθενά αλλού. 
       Όσο ο Ηλίας βρισκόταν στο χείμαρρο, όλα πήγαιναν καλά, είχε ξένοιαστη ζωή μέσα στη φύση με εξασφαλισμένα όλα τα αναγκαία πράγματα από το Θεό. Εκείνη την περίοδο ίσως ο Θεός ήθελε να μάθει στον Ηλία τη μεγάλη αξία της απομόνωσης, της ησυχίας και της προσευχής μέσα στη ζωή του, όμως τα πράγματα ξαφνικά άλλαξαν όλα. Έρχονται καταστάσεις μέσα στη ζωή μας δύσκολες, απρόβλεπτες, τρομερές και πολλές φορές απορούμε και λέμε: «πως άλλαξαν, πως χειροτέρεψαν τόσο πολύ τα πράγματα πόσο δύσκολη έγινε η ζωή!» Καθώς συνεχιζόταν η ανομβρία, ένα ωραίο πρωί έπαψε ο χείμαρρος να φέρνει νερό. Το νερό είναι ζωή. Πως θα ζήσει ο Ηλίας χωρίς νερό; Με τα σαρκικά μάτια βλέπουμε αδιέξοδα μέσα στη ζωή, καθώς περνάμε μέσα από δύσκολες καταστάσεις και λέμε: Πώς θα συνεχίσω από δω και πέρα μέσα από τις τόσες δυσκολίες; Η ζωή του Ηλία ξαφνικά άλλαξε και πολλές φορές επιτρέπει ο Θεός να αλλάξουν τα πράγματα της καθημερινότητάς μας, να χειροτερέψουν οι συνθήκες μέσα στη ζωή μας. 
      Υπακούοντας και πάλι στην εντολή του Κυρίου ο Ηλίας ταξίδεψε μέχρι τα Σαρεπτά στην ακτή της Μεσογείου, ανάμεσα στην Τύρο και τη Σιδώνα. Εκεί ο Θεός είχε προβλέψει να τον τρέφει μια χήρα γυναίκα. Έπρεπε να μάθε ο Ηλίας το μεγάλο μάθημα να ζει κάτω από την πρόνοια του Θεού. Αυτό θα πρέπει να είναι ένα μάθημα και για όλους εμάς. Καθώς όλα καταρρέουν γύρω μας δε θα πρέπει να απελπιζόμαστε, αλλά να θυμόμαστε τις υποσχέσεις Του μέσα στη ζωή μας και να στηριζόμαστε σ’ αυτές, γιατί είναι ζωντανές και αληθινές, γιατί είναι «ναι» και «αμήν» και θα εκπληρωθούν κατά γράμμα. Είναι υπόσχεση του Θεού σε κάθε δικό Του παιδί: «ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθαίος ΚΗ/28: 20). Ο Δαβίδ έχει τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον Θεό, ώστε με βεβαιότητα λέγει: «Και αν ο πατήρ μου και η μήτηρ μου με εγκαταλείψωσιν, ο Κύριος όμως θέλει με προσδεχθή» (Ψαλμός ΚΖ/27: 10). 
       Ο Ηλίας μισούμενος και διωγμένος από τους συμπατριώτες του στρέφεται στους Εθνικούς, όπως ακριβώς έκαναν και οι απόστολοι του Χριστού, πολύ αργότερα (Πράξεις ΙΗ/18: 6). Επισημαίνουμε ότι ο Κύριος Ιησούς δεν πήγε ποτέ στους εθνικούς, εκτός από μια φορά στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος (Ματθαίος ΙΕ/15: 21). Ο λόγος του Θεού αναφέρει: «Και σηκωθείς υπήγεν εις Σαρεπτά. Και ως ήλθεν εις την πύλην της πόλεως, ιδού, εκεί γυνή χήρα συνάγουσα ξυλάρια και εφώνησε προς αυτήν και είπε, Φέρε μοι, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εν αγγείω, διά να πίω. Και ενώ υπήγε να φέρη αυτό, εφώνησε προς αυτήν και είπε, Φέρε μοι παρακαλώ, κομμάτιον άρτου εν τη χειρί σου» (Α΄ Βασιλέων ΙΖ/17: 10-11). Όταν ο ξένος της ζήτησε λίγο νερό, για να πιει, του έδωσε με προθυμία. Δεν είχε απορίες όπως είχε η Σαμαρείτισσα. «εσύ που είσαι Ιουδαίος, ζητάς από μένα …. κλπ). Για να καταλάβουμε πόσο διψασμένος ήταν ο Ηλίας, αρκεί να σκεφτούμε ότι είχε ταξιδέψει με τα πόδια 130 χλμ μέσα μία ξεραμένη γη. Φέρε μου, συμπληρώνει, και ένα κομμάτι ψωμί, για να φάω. Στη γυναίκα αυτή εξαιτίας του λοιμού το μόνο που είχε απομείνει ήταν μια χούφτα αλεύρι και πολύ λίγο λάδι. Αυτά τα λιγοστά πράγματα έπρεπε να τα φάει αυτή μαζί με το γιό της, για να ζήσουν λίγο ακόμα και μετά να πεθάνουν. 
        Ήταν μια ταπεινή και εργατική γυναίκα. Ο προφήτης τη βρήκε να μαζεύει ξύλα, για να ψήσει το ψωμί της. Η κατάστασή της ήταν να ζητά ελεημοσύνη μάλλον παρά να φιλοξενεί και άλλους ανθρώπους. Όμως παρ’ όλα αυτά δε διαμαρτύρεται για τη στερημένη ζωή που ζούσε, ούτε τα έβαλε με το Θεό, για τη δύσκολη κατάσταση που περνούσε. Διερωτάται κανείς γιατί ο Θεός έστειλε τον Ηλία σ’ αυτήν την ασήμαντη, τη φτωχή χήρα; Δεν υπήρχε κάποιος πιο πλούσιους να μπορεί να του προσφέρει περισσότερα πράγματα; Ο Κύριος που αποβλέπει στην καρδιά του ανθρώπου είδε σίγουρα την καρδιά της, αλλά και ο λόγος του Θεού μας αναφέρει: «τα μωρά του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός διά να καταισχύνη τους σοφούς και τα ασθενή του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός διά να καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξέλεξεν ο Θεός, και τα μη όντα, διά να καταργήση τα όντα, διά να μη καυχηθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού» (Α΄ Κορινθίους Α/1: 28,29). Επίσης ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. ΙΓ/13, εδ. 2) αναφέρει: «Την φιλοξενίαν μη λησμονείτε επειδή διά ταύτης τινές εφιλοξένησαν αγγέλους μη γνωρίζοντες».
       Η γυναίκα αυτή ήταν αλλόφυλη προερχόμενη από τη Σιδώνα, η οποία ήταν έξω από τα όρια του Ισραήλ και παρά τη φτώχια της δε δίστασε να φιλοξενήσει τον ξένο στο σπίτι της. Ήταν μια γυναίκα άρρωστη, πολύ φτωχή, με ένα παιδί. «Η δε είπε, Ζη Κύριος ο Θεός σου, δεν έχω ψωμίον, αλλά μόνον μίαν χεριάν αλεύρου εις το πιθάριον και ολίγον έλαιον εις το ρωγίον και ιδού, συνάγω δύο ξυλάρια, διά να υπάγω και να κάμω αυτό δι' εμαυτήν και διά τον υιόν μου, και να φάγωμεν αυτό και να αποθάνωμεν». (Α΄ Βασιλέων ΙΖ/17: 12). Η χήρα κοιτούσε τις περιστάσεις, έβλεπε την ανέχειά της, έβλεπε ότι δεν μπορούσα να τα βγάλει πέρα, με άλλα λόγια απέβλεπε στο «φαινόμενο», όμως ο Ηλίας, ο άνθρωπος που είχε δει μέσα στη ζωή του την πιστότητα του Θεού απέβλεπε στο Θεό, γνωρίζοντας πολύ καλά τι θα μπορούσε να κάνει ο Θεός και πώς θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα. Καθώς βαδίζουμε στο ταξίδι τούτης της ζωής, ο Κύριος φέρνει καθημερινά μπροστά μας καταστάσεις που δοκιμάζουν την πίστη μας. Αν Τον εμπιστευτούμε, θα λάβουμε κάθε ευλογία απ’ Αυτόν, αν διστάσουμε, θα έχουμε προσβάλει τη δύναμή Του και θα έχουμε εμποδίσει το Θεό να επέμβει μέσα στη ζωή μας. 
      Παρατηρούμε ότι τούτη η γυναίκα είχε «φόβο θεού» μέσα της και γι’ αυτό ο λόγος του Θεού μας αναφέρει: «Η δε υπήγε και έκαμε κατά τον λόγον του Ηλία και έτρωγεν αυτή και αυτός και ο οίκος αυτής ημέρα πολλά. Το πιθάριον του αλεύρου δεν εκενώθη, ουδέ το ρωγίον του ελαίου ηλαττώθη, κατά τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον ελάλησε διά του Ηλία». Ένα θαύμα προέρχεται από την πιστότητα του Θεού και από τη δική μας υπακοή. Καθώς η γυναίκα αυτή υπάκουσε, τα γεγονότα εξελίχτηκαν έτσι ακριβώς, όπως το είχε πει ο Θεός. Έγινε το θαύμα και επαναλήφθηκε πολλές φορές. 
     --- Μην προσπαθούμε με το ανθρώπινο πεπερασμένο μυαλό μας να εξηγήσουμε κάτι που μας ζητάει ο Θεός μέσα στη ζωή μας και πολύ περισσότερο μην προβάλουμε εμπόδια. 
  --- Τα πράγματα του Θεού θα πρέπει να τα βλέπουμε με τα μάτια της πίστης, της απόλυτης εμπιστοσύνης στο θέλημά Του. 
   --- Οι υποσχέσεις του Θεού θα εκπληρωθούν μόνον μέσα από την υπακοή μας και εφόσον εμείς δείξουμε υπακοή και κάνουμε το μέρος το δικό μας. 
       Ο Ηλίας, για να την ενθαρρύνει τούτη τη γυναίκα, της λέει: «Μη φοβάσαι πήγαινε και κάνε όπως είπες, όμως από αυτό που έχεις κάμε σε μένα πρώτα μια μικρή πίττα και φέρτη μου και έπειτα κάμε για τον εαυτόν σου και για το γιό σου, διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, το πιθάριον του αλεύρου δε θέλει κενωθεί, ούδέ το ρώγιον του ελαίου θέλει ελαττωθεί, έρως της ημέρας καθ’ ήν ο Κύριος θέλει δώσει βροχήν επί προσώπου της γης» (Α΄ Βασιλέων ΙΖ/17: 13-14). Γιατί ο προφήτης εδώ κοιτάζει να εξασφαλίσει πρώτα τον εαυτόν του; Κάνοντας κάτι τέτοιο, η γυναίκα θα έδινε ουσιαστικά την πρώτη θέση στον Θεό. Όταν υπάκουσε, έμαθε ένα πολύτιμο μάθημα, πως εκείνοι που δίνουν στο Θεό την πρώτη θέση μέσα στη ζωή τους δε θα στερηθούν τίποτε απ’ όσα τους είναι αναγκαία στη ζωή. Ο Ηλίας της υποσχέθηκε ότι το πιθάρι της με το αλεύρι και το δοχείο με το λάδι δεν τελείωσαν μέχρι να βρέξει. Πίστη θα πει ότι, όταν βλέπεις ένα πιθάρι άδειο και ένα μπουκάλι άδειο να μπορείς να πεις: «Εκείνος θα φροντίσει» και από εκείνη την ώρα να αρχίζεις να τα βλέπεις γεμάτα έχοντας τη βεβαιότητα ότι δε θα αδειάσουν ποτέ. Η πίστη της χήρας στα λόγια του Ηλία και κατ’ επέκτασιν στο Θεό κράτησαν ζωντανή εκείνη και το παιδί της. 
       Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα η πίστη της χήρας ήταν ανάγκη να περάσει μέσα από μια ακόμα τραγική δοκιμασία. Ο γιος της γυναίκας προσβλήθηκε από μια πολύ βαριά αρρώστια και πέθανε. Η μητέρα του υποψιάστηκε αμέσως ότι ο Ηλίας είχε διατάξει τον θάνατό του, εξαιτίας κάποιας αμαρτίας της και του είπε: «Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ εμού και σου άνθρωπε του Θεού; Εισήλθες στον οίκο μου για να ενθυμηθεί ο Θεός της αμαρτίες μου και να με τιμωρήσει θανατώνοντας το γιό μου;» Με τα λόγια αυτή η χήρα εκφράζει μια έσχατη ταπείνωση και αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Ηλία τον άνθρωπο του Θεού και ταυτόχρονα την αναξιότητά της να του παρέχει φιλοξενία. Ο Ηλίας πραγματικά συγκλονίστηκε από το θάνατο του παιδιού και πήρε το παιδί στο υπνοδωμάτιό του, στο ανώγι του σπιτιού και αφού ξάπλωσε πάνω στο παιδί τρεις φορές, προσευχήθηκε στον Κύριο με τα λόγια: «Και ανεβόησε προς τον Κύριον και είπε, Κύριε Θεέ μου επέφερες κακόν και εις την χήραν, παρά τη οποία εγώ παροικώ, ώστε να θανατώσης τον υιόν αυτής; Και εξηπλώθη τρίς επί το παιδάριον και ανεβόησε προς τον Κύριον και είπε, Κύριε Θεέ μου, ας επανέλθη, δέομαι, η ψυχή του παιδαρίου τούτου εντός αυτού». (Α΄ Βασιλέων ΙΖ/17: 20,21). Μετά από τη συγκλονιστική αυτή προσευχή του Ηλία το παιδί αναστήθηκε. Πρόκειται για την πρώτη ανάσταση νεκρού που καταγράφεται στις Γραφές. Εκείνη, καθώς βλέπει το παιδί της ζωντανό και πάλι, λέει στον Ηλία. «τώρα όντως γνωρίζω ότι εσύ είσαι άνθρωπος του Θεού και ότι ο λόγος του Θεού που είναι στο στόμα σου είναι αληθινός». 
       Η χήρα στα Σεραπτά, αν και ήταν ειδωλολάτρισσα έδειξε πίστη στον αληθινό Θεό και ο Θεός την αντάμειψε. Ας θυμόμαστε την πίστη της, ας είναι ένα ζωντανό παράδειγμα για όλους μας. Μετά από τα γεγονότα αυτά ακολούθησαν τα γεγονότα στο όρος Κάρμηλος, όπου ο Ηλίας φόνευσε όλους τους Ιερείς του Βάαλ. (Α΄ Βασιλέων ΙΗ/18: 40). 
      Η συνέχεια της ιστορίας μας μετά απ’ όλα αυτά τα γεγονότα: 
41 Και είπεν ο Ηλίας προς τον Αχαάβ, Ανάβα, φάγε και πίε διότι είναι φωνή πλήθους βροχής. 
42 Και ανέβη ο Αχαάβ διά να φάγη και να πίη. Ο δε Ηλίας ανέβη εις την κορυφήν του Καρμήλου και έκυψεν εις την γην και έβαλε το πρόσωπον αυτού αναμέσον των γονάτων αυτού, 
43 και είπε προς τον υπηρέτην αυτού, Ανάβα τώρα, βλέψον προς την θάλασσαν. Και ανέβη και έβλεψε και είπε, Δεν είναι ουδέν. Ο δε είπεν, Ύπαγε πάλιν, έως επτάκις. 
44 Και την εβδόμην φοράν είπεν, Ιδού, νέφος μικρόν, ως παλάμη ανθρώπου, αναβαίνει εκ της θαλάσσης. Και είπεν, Ανάβα, ειπέ προς τον Αχαάβ, Ζεύξον την άμαξάν σου, και κατάβα, διά να μη σε εμποδίση η βροχή. 
45 Και εν τω μεταξύ ο ουρανός συνεσκότασεν εκ νεφών και ανέμου, και έγεινε βροχή μεγάλη. Και ανέβη ο Αχαάβ εις την άμαξαν αυτού και υπήγεν εις Ιεζραέλ (Α΄ Βασιλέων ΙΗ/18: 41-44). ---
 

*** Υ/φο. Σχετική μελέτη για τη ζωή και τη δράση του προφήτη Ηλία έχει δημοσιευθεί στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com  στις 27-05-2013.