Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΊΕΣ.

Βιβλίο «Μιχαία», κεφ. Ε/5, εδ. 2-6. (748 – 696 π.Χ.)  
2 Κι εσύ, Βηθλεέμ Εφραθά, η μικρή, ώστε να είσαι ανάμεσα στις χιλιάδες τού Ιούδα, από σένα θα εξέλθει σε μένα ένας άνδρας για να είναι ηγούμενος στον Ισραήλ· που οι έξοδοί του είναι εξαρχής, από ημέρες αιώνα. 
3 Γι' αυτό, θα τους αφήσει, μέχρι τον καιρό κατά τον οποίο αυτή που γεννάει θα γεννήσει· τότε, το υπόλοιπο των αδελφών του θα επιστρέψει στους γιους Ισραήλ. 
4 Και θα σταθεί, και θα ποιμάνει με τη δύναμη του Κυρίου, με τη μεγαλειότητα του ονόματος του Κυρίου τού Θεού του· και θα κατοικήσουν· επειδή, τώρα θα μεγαλυνθεί μέχρι τα άκρα τής γης. 
5 Κι αυτός θα είναι ειρήνη. Όταν ο Ασσύριος έρθει στη γη μας, και όταν πατήσει στα παλάτια μας, τότε θα σηκώσουμε εναντίον του επτά ποιμένες, και οκτώ άρχοντες ανθρώπων· 
6 και θα ποιμάνουν τη γη τής Ασσυρίας με ρομφαία, και τη γη τού Νεβρώδ στις εισόδους του· και θα μας ελευθερώσει από τον Ασσύριο, όταν έρθει στη γη μας, και όταν πατήσει στα όριά μας. 
 
Ευαγγέλιον «κατά Ματθαίον», κεφ. Β/2, εδ. 1-6. 
1 ΚΑΙ όταν ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ τής Ιουδαίας, κατά τις ημέρες τού βασιλιά Ηρώδη, ξάφνου, ήρθαν στα Ιεροσόλυμα μερικοί μάγοι από ανατολάς, λέγοντας: 
2 Πού είναι αυτός που γεννήθηκε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Επειδή, είδαμε το αστέρι του στην ανατολή, και ήρθαμε για να τον προσκυνήσουμε. 
3 Και καθώς ο βασιλιάς Ηρώδης το άκουσε, ταράχτηκε, και μαζί του ολόκληρη η Ιερουσαλήμ, 
4 και αφού συγκέντρωσε όλους τούς αρχιερείς και τους γραμματείς τού λαού, ρωτούσε να μάθει απ' αυτούς, πού γεννιέται ο Χριστός. 
5 Και εκείνοι τού είπαν: Στη Βηθλεέμ τής Ιουδαίας επειδή, έτσι είναι γραμμένο διαμέσου τού προφήτη: 6 «Και εσύ Βηθλεέμ, γη τού Ιούδα, δεν είσαι καθόλου ελάχιστη ανάμεσα στους ηγεμόνες τού Ιούδα· επειδή, από σένα θα βγει ένας ηγέτης, που θα ποιμάνει τον λαό μου τον Ισραήλ». 
 
       ΣΧΌΛΙΑ:
       Ξεκινώντας την εξιστόρηση της ζωής και του Έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος βάζει το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα βασίσει την αφήγησή του. Έτσι στα πρώτα δύο κεφάλαια επανειλημμένα αναφέρει τη φράση, «….δια να πληρωθή το ρηθέν». 
 
(Ματθαίος Α/1: 22,23). 
22 Και όλο αυτό έγινε για να εκπληρωθεί το ρηθέν υπό του Κυρίου διαμέσου τού προφήτη, που έλεγε: 
23 «Δέστε, η παρθένος θα συλλάβει, και θα γεννήσει έναν γιο, και θα αποκαλέσουν το όνομά του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ», που ερμηνευόμενο σημαίνει: "Μαζί μας είναι ο Θεός". 
 
(Ματθαίος Β/2: 14, 17) 
14 Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού διά νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, 
15 και ήτο εκεί έως της τελευτής του Ηρώδου, διά να πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου διά του προφήτου λέγοντος· Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. 
16 Τότε ο Ηρώδης, ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη σφόδρα και αποστείλας εφόνευσε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από δύο ετών και κατωτέρω κατά τον καιρόν, τον οποίον εξηκρίβωσε παρά των μάγων. 
17 Τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου, λέγοντος. 23 και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, διά να πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών ότι Ναζωραίος θέλει ονομασθή (εδ. 23). 
 
     Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος θέλει να μας αποκαλύψει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η εκπλήρωση της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ο Μεσσίας στο Πρόσωπο Του οποίου κάθε προφητεία, κάθε θεσμός, κάθε λυτρωτικό γεγονός της ιστορίας του Ισραήλ βρίσκει την εκπλήρωσή του. Τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη τις ενώνει το Πρόσωπο του Μεσσία Χριστού. Η μεν Παλαιά Διαθήκη προφητεύει την έλευσή Του και προετοιμάζει τους ανθρώπους για να Τον δεχτούν, η δε Καινή Διαθήκη αναφέρεται στην εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης περί του Χριστού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Παλαιά Διαθήκη θα πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται Χριστολογικά. 
       Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί μία προφητεία περί του Χριστού, είτε με λόγια, είτε με τύπους. Θα πρέπει να μελετούμε την Παλαιά Διαθήκη, γιατί μόνον τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε επαρκώς τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Όπως και κατά το παρελθόν έχουμε αναφέρει, ένας από τους σκοπούς του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης ήταν να αποκαλύψει στους ανθρώπους μέσα από τις παραβάσεις τους τη δύναμη της αμαρτίας (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 56) καθώς και την αδυναμία του ανθρώπου για να τον εκπληρώσει, όπως η Θεία Δικαιοσύνη το απαιτούσε (Γαλάτας Β/2: 21). 
     Σχετικά με τη γέννηση του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη προφητεύονται τα εξής: Ο «Ησαΐας» (Θ/9: 2) προφητεύει: «Ο λαός ο περιπατών εν τω σκότει είδε φως μέγα εις τους καθημένους εν γη σκιάς θανάτου, φως έλαμψεν επ' αυτούς». Και στη συνέχεια εξηγεί: «παιδίον εγεννήθη εις ημάς, Υιός εδόθη εις ημάς και η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης», (εδ.6). 
      Όσον αφορά τη διακονία και το θάνατο του Ιησού στην Παλαιά Διαθήκη, αναφέρεται: «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών αλάλαζε, θύγατερ Ιερουσαλήμ ιδού, ο βασιλεύς σου έρχεται προς σέ αυτός είναι δίκαιος και σώζων πραΰς και καθήμενος επί όνου και επί πώλου υιού υποζυγίου» (Ζαχαρίας Θ/9: 9). «Επειδή, σκυλιά με περικύκλωσαν, σύναξη κακοποιών με περιέκλεισε τρύπησαν τα χέρια μου και τα πόδια μου μπορώ να απαριθμήσω όλα τα κόκαλά μου αυτοί με ατενίζουν και με παρατηρούν. Μοίρασαν μεταξύ τους τα ιμάτιά μου και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο» (Ψαλμός ΚΒ/22: 16-18). 
      Ολόκληρο το ΝΓ/53 κεφάλαιο του βιβλίου του πρ. «Ησαΐα» και ειδικότερα τα εδ. 3-7 αποτελούν μια μεγάλη προφητεία για τη ζωή και τα παθήματα του "πάσχοντος δούλου" του Κυρίου Ιησού Χριστού: «Καταφρονημένος και απορριμμένος από τους ανθρώπους, άνθρωπος θλίψεων και δόκιμος ασθένειας και σαν άνθρωπος από τον οποίο κάποιος αποστρέφει το πρόσωπο, καταφρονήθηκε, και τον θεωρήσαμε σαν ένα τίποτα. Αυτός, στην πραγματικότητα, βάσταξε τις ασθένειές μας, και επιφορτίστηκε τις θλίψεις μας ενώ, εμείς τον θεωρήσαμε τραυματισμένο, πληγωμένο από τον Θεό, και ταλαιπωρημένο. Αυτός, όμως, τραυματίστηκε για τις παραβάσεις μας ταλαιπωρήθηκε για τις ανομίες μας η τιμωρία, που έφερε τη δική μας ειρήνη, ήταν επάνω σ' αυτόν και διαμέσου των πληγών του γιατρευτήκαμε εμείς. Όλοι εμείς πλανηθήκαμε σαν πρόβατα στραφήκαμε κάθε ένας στον δικό του δρόμο ο Κύριος, όμως, έβαλε επάνω σ' αυτόν την ανομία όλων μας. Αυτός ήταν καταθλιμμένος και βασανισμένος, αλλά δεν άνοιξε το στόμα του φέρθηκε σαν αρνί σε σφαγή, και σαν άφωνο πρόβατο μπροστά σ' εκείνον που το κουρεύει, έτσι δεν άνοιξε το στόμα του». 
       Καθώς ο πατριάρχης Ιακώβ ευλογεί τα παιδιά του, απευθυνόμενος στο γιό του Ιούδα  μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «σκύμνος λέοντος είναι ο Ιούδας εκ του θηρεύματος, υιέ μου, ανέβης αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος λέοντος τις θέλει εγείρει αυτόν; Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδιών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών" (Γένεση ΜΘ/49: 9,10). 
      Το κήρυγμά Του θα συνοδεύεται από έκτακτα σημεία θεραπείας τυφλών, χωλών, κωφών, ασθενών (Ησαΐας ΛΕ/35: 5). Η προφητεία των «εβδομήντα εβδομάδων» (Ησαΐας Θ/9) προέβλεψε την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία ο Χριστός, ο Μεσσίας θ’ «αποκοπεί». Τα εδάφια από το βιβλίο του πρ. «Ησαΐα» (ΝΓ/53: 3-7) περιγράφουν με ακρίβεια τα πάθη που ο Ιησούς θα υπέμενε. Στο βιβλίο του πρ. «Ζαχαρία» (ΙΒ/12: 10) προαναγγέλλεται: «εις των στρατιωτών κέντησε με λόγχην την πλευράν αυτού, και ευθύς εξήλθεν αίμα και ύδωρ», αναφερόμενος στον λογχισμό του Μεσσία, το οποίο έγινε, αφού ο Ιησούς είχε πεθάνει πάνω στο σταυρό. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά ακόμα εδάφια από τον προφητικό Λόγο, αλλά αυτά είναι επαρκή. Η Παλαιά Διαθήκη προφητεύει τον ερχομό του Ιησού ως Μεσσία. 
     Μέσα από τα προφητικά αυτά λόγια ο Θεός προσφέρει στο λαό Του ελπίδα, φανερώνοντας τα αιώνια σχέδια και τις βουλές Του, που επικεντρώνονται σ’ ένα και μοναδικό Πρόσωπο. Η ελπίδα του λαού του Θεού εστιάζεται σε έναν «άρχοντα» που θα γεννηθεί, για να τους λυτρώσει. Για το ποια θα είναι η φυσιογνωμία καθώς και τα χαρακτηριστικά αυτού του μοναδικού Προσώπου, ο Λόγος του Θεού αναφέρει τ' ακόλουθα:
     Ο άρχοντας της ειρήνης. Αυτός για τον οποίο αναφέρεται ο προφήτης θα είναι «Κύριος ειρήνης» (Β’ Θεσσαλονικείς Γ/3: 16). Ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Η σχέση του με το Δημιουργό Του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα ειρηνική, όμως από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε η ειρηνική αυτή σχέση εξέλειπε και ο άνθρωπος έγινε πλέον εχθρός του Θεού. Στο Πρόσωπο του ερχομένου Μεσσία η παλιά σχέση του ανθρώπου με το Θεό αποκαθίσταται και ο άνθρωπος επανασυνδέεται με το δημιουργό Του. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Εφεσίους» (Β/2: 14), αναφέρει: «Ο Χριστός είναι η ειρήνη ημών, όστις έκαμε τα δύο εν και έλυσε το μεσότοιχον του φραγμού, καταργήσας την έχθραν εν τη σαρκί αυτού, τον νόμον των εντολών των εν τοις διατάγμασι, διά να κτίση εις εαυτόν τους δύο εις ένα νέον άνθρωπον, φέρων ειρήνην». Και στην επιστολή «προς Ρωμαίους" (Ε/5: 1) αναφέρεται δια Πνεύματος Αγίου: «Δικαιωθέντες ἐκ πίστεως, ἔχομεν εἰρήνην πρὸς τὸν Θεὸν διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου ἐλάβομεν και τὴν εἴσοδον διά τῆς πίστεως εἰς τὴν χάριν ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν ἱστάμεθα καὶ καυχώμεθα εἰς τὴν ἐλπίδα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».
      Ο άνθρωπος καθώς αποστάτησε από το Θεό βρέθηκε σε μία αμαρτωλή κατάσταση, έγινε εχθρός του Θεού (Ρωμαίους Ε/5: 10). «Ο Θεός, όμως, δείχνει τη δική του αγάπη σε μας, επειδή, ενώ εμείς ήμασταν ακόμα αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για χάρη μας» (Ρωμαίους Ε/5: 8). Αποκαθιστάμεθα σε μία σχέση ειρήνης με τον Θεό δια της θυσίας του Χριστού (Ρωμαίους Ε/5: 1). Αυτή είναι η ειρήνη που κατοικεί στην καρδιά μας, χαρακτηρίζει τη σχέση μας με τον Δημιουργό μας και δεν μπορεί κανένας να μας την αφαιρέσει (Ιωάννης Ι/10: 27–28). Αποτελεί την ολοκληρωτική εκπλήρωση του Έργου του Χριστού ως «Άρχοντας της Ειρήνης». 
      Η βαθύτερη σημασία της ειρήνης είναι «η πνευματική αρμονία που επιτυγχάνεται με την αποκατάσταση του ανθρώπου απέναντι στον Θεό». Διαβάζουμε στο εδ.5α «αυτός θα φέρει την ειρήνη» καθώς θα «μεγαλυνθεί έως των άκρων της γης», εδ.4β. Η υπόσχεση αυτή έρχεται σαν «φως», σαν «λάμψη» στους ανθρώπους που ζουν μέσα στο βαθύ σκοτάδι της απόγνωσης. 
      Απευθυνόμενος προς τους μαθητές του ο Κύριος αναφέρει: «Ειρήνη αφήνω σε σας, ειρήνη τη δική μου δίνω σε σας όχι όπως δίνει ο κόσμος, σας δίνω εγώ. Ας μη ταράζεται η καρδιά σας μήτε να δειλιάζει» (Ιωάννης ΙΔ/14: 27). Ο Χριστός μας υποσχέθηκε ότι, όταν Τον επικαλούμαστε ειλικρινά θα μας δίνει «την ειρήνη του Θεού που υπερέχει κάθε νου» (Φιλιππησίους Δ/4: 6-7). Πέρα από τις δυσκολίες που καθημερινά αντιμετωπίζουμε μπορούμε να ζητάμε την ειρήνη που πηγάζει από τη μεγάλη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και που δεν εξαρτάται από τη δύναμή μας ή τις συνθήκες που επικρατούν γύρω μας. Η ειρήνη του Θεού προσφέρει χαρά και αγαλλίαση στον άνθρωπο, γιατί βασίζεται στη χάρη του Κυρίου Ιησού, στην αγάπη του Θεού Πατέρα και στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Αντίθετα η ειρήνη του κόσμου που στηρίζεται στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια και αδυναμία είναι προσωρινή και ανασφαλής. 
      Ο Λόγος του Θεού αναφέρει ότι όσοι είναι μακριά από το Θεό δεν έχουν ειρήνη. «Ειρήνη δεν υπάρχει στους ασεβείς» (Ησαΐας ΝΖ/57: 21). Γι’ αυτό άλλωστε βλέπουμε καθημερινά γύρω μας μάχες, πολέμους, απειλές, καταστροφές, χωρίς να υπάρχει πουθενά ειρήνη. 
    Ο άρχοντας των αιώνων. Αυτό το πρόσωπο, ο «ηγούμενος», όπως διαβάζουμε, είναι η μελλοντική ελπίδα του λαού του Θεού. Είναι αυτός που «έρχεται», αυτός του οποίου την έλευση ο προφήτης προσμένει στο μέλλον, όμως ο άρχοντας αυτός δε γεννήθηκε πριν από 2.000 χρόνια, αλλά είναι «από ημερών αιώνος» (εδ.2). Με δύο φράσεις στο εδ.2 η προφητεία δηλώνει την προ αιώνια ύπαρξη του ερχόμενου άρχοντα, Σωτήρα του κόσμου. Διαβάζουμε, «η καταγωγή του είναι πολύ παλιά» και «ανάγεται στις αρχαίες ημέρες». Είναι ο «παλαιός των ημερών» (Δανιήλ Ζ/7: 9). 
      Και με τις δύο αυτές φράσεις ο προφήτης τονίζει ότι αυτός που πρόκειται να εμφανιστεί ήδη υπήρχε από την αρχή. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε μία από τις αντιπαραθέσεις Του με τους Ιουδαίους διακηρύττει, «Αληθώς, αληθώς σας λέγω, πριν γίνει ο Αβραάμ εγώ είμαι» (Ιωάννης Η/8: 58). Και ο απ. Παύλος υμνώντας Τον γράφει, «και αυτός είναι προ πάντων, και τα πάντα συντηρούνται δι' αυτού» (Κολοσσαείς Α/1: 17). 
      Ένας άρχοντας σαν τον Δαβίδ. Ο πρ. «Ησαΐας» (Θ/9: 7) αναφέρει για τον επερχόμενο Μεσσία: «Εις την αύξησιν της εξουσίας αυτού και της ειρήνης δεν θέλει είσθαι τέλος, επί τον θρόνον του Δαβίδ και επί την βασιλείαν αυτού, διά να διατάξη αυτήν και να στερεώση αυτήν εν κρίσει και δικαιοσύνη από του νυν και έως αιώνος. Ο ζήλος του Κυρίου των δυνάμεων θέλει εκτελέσει τούτο». Επίσης στο (εδ.2) διαβάζουμε ότι Αυτός που θα έρθει από τη Βηθλεέμ θα είναι «άρχοντας του Ισραήλ». Η Βηθλεέμ, δεν είναι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μία ιδιαιτέρως σημαντική πόλη ανάμεσα στις πόλεις του Ιούδα. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο είναι γνωστή είναι το ότι ο βασιλιάς Δαβίδ καταγόταν απ' αυτήν  (Β' Σαμουήλ ΙΣ/16: 1 & ΙΖ/17: 12). Πολύ νωρίτερα διαβάζουμε ότι και ο πρόγονος του Δαβίδ, ο Βοόζ ήταν από τη Βηθλεέμ (βιβλίο Ρουθ Β/2: 4). Ο Βοόζ με τη Ρούθ απέκτησαν τον Ωβήδ, που γέννησε τον Ιεσσαί, που γέννησε τον βασιλιά Δαβίδ. Έτσι λοιπόν στη Βηθλεέμ επρόκειτο να γεννηθεί ξανά ένας άλλος μεγάλος άρχοντας. 
      Ο ευαγγελιστής «Ματθαίος», καθώς αναφέρεται στην προφητεία του «Μιχαία», αντί της λέξης «άρχοντας» (η οποία υπάρχει και στην μετάφραση των εβδομήκοντα) χρησιμοποιεί τη λέξη «ηγούμενος». Με τον τρόπο αυτό ο ευαγγελιστής φέρνει στην επιφάνεια αυτό που υπάρχει πίσω από όλη αυτή την περικοπή. Δείχνει την πνευματική σύνδεση και τη συνέχεια αυτού του ερχόμενου άρχοντα με τον βασιλιά Δαβίδ. 
      Όταν ο Θεός συνάπτει τη διαθήκη Του με το Δαβίδ του λέει ότι τον διάλεξε και τον κάλεσε, «δια να ήσαι ηγεμών επί τον λαόν μου, επί τον Ισραήλ» (Β' Σαμουήλ Ζ/7: 8). Επίσης, στο βιβλίο «Β΄ Σαμουήλ» (Ε/5: 2) διαβάζουμε ότι οι φυλές του Ισραήλ ανακηρύττουν το Δαβίδ βασιλιά στην πόλη Χεβρών λέγοντας «και προς σε είπεν ο Κύριος, Συ θέλεις ποιμάνει τον λαόν μου τον Ισραήλ, και συ θέλεις είσθαι ηγεμών επί τον Ισραήλ». 
       Ο ίδιος τίτλος λοιπόν που δίδεται στον Δαβίδ δίδεται και στον ερχόμενο Μεσσία. Όπως ο Δαβίδ κλήθηκε να «ποιμάνει το λαό Ισραήλ», έτσι και ο Μεσσίας θα «ποιμάνει εν τη ισχύ του Κυρίου» (εδ.4). Και εδώ ο Μιχαίας είναι σε συμφωνία με άλλους σύγχρονούς του προφήτες, όπως τον «Ησαΐα» (ΙΑ/11: 1) που προφητεύει: «Και θέλει εξέλθει ράβδος εκ του κορμού του Ιεσσαί, και κλάδος θέλει αναβή εκ των ριζών αυτού». Και στο βιβλίο του προφήτη «Αμώς» (Θ/9: 11) «Εν τη ημέρα εκείνη θέλω αναστήσει την σκηνήν του Δαβίδ την πεπτωκυίαν, και θέλω φράξει τας χαλάστρας αυτής, και θέλω ανεγείρει τα ερείπια αυτής, και θέλω ανοικοδομήσει αυτήν, ως εν ταις αρχαίαις ημέραις». Ο ερχόμενος για τον οποίο μιλά ο Μιχαίας είναι ο «νέος Δαβίδ», αυτός που θα αποκαταστήσει το λαό του Θεού. 
       Μιλώντας για το έργο του Ιησού Χριστού και για την εξάπλωση της εκκλησίας στα έθνη, ο Ιάκωβος αναφέρεται στην προφητεία του Αμώς για αποκατάσταση του Δαβιδικού θρόνου. Διαβάζουμε στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» (ΙΕ/15: 13-16). «Και αφού αυτοί εσιώπησαν, απεκρίθη ο Ιάκωβος, λέγων, Άνδρες αδελφοί, ακούσατέ μου. Ο Συμεών εφανέρωσε τίνι τρόπω καταρχάς ο Θεός επεσκέφθη τα έθνη, ώστε να λάβη εξ αυτών λαόν δια το όνομα αυτού. Και με τούτο συμφωνούσιν οι λόγοι των προφητών καθώς είναι γεγραμμένον, «Μετά ταύτα θέλω επιστρέψει και θέλω ανοικοδομήσει την σκηνήν του Δαβίδ την πεπτωκυίαν και τα κατηδαφισμένα αυτής θέλω ανοικοδομήσει, και θέλω ανορθώσει αυτήν...»  
       Ο άρχοντας της αποκατάστασης. Σύμφωνα με το (εδ.3) η γέννηση αυτού του άρχοντα θα σημάνει την επιστροφή και την αποκατάσταση του λαού του Θεού. Μία ερώτηση που παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον αφορά την ταυτότητα της «τίκτουσας» που θα γεννήσει τον «ηγούμενο». Στο βιβλίο του πρ. «Μιχαία» (κεφ. Δ/4, εδ.10) βρίσκουμε την απάντηση. Εκεί διαβάζουμε: «Κοιλοπόνει, και αγωνίζου, θυγάτηρ Σιών, ως η τίκτουσα διότι τώρα θέλεις εξέλθει εκ της πόλεως, και θέλεις κατοικήσει εν αγρώ, και θέλεις υπάγει έως της Βαβυλώνος εκεί θέλεις ελευθερωθή εκεί θέλει σε εξαγοράσει ο Κύριος εκ της χειρός των εχθρών σου»
      Είναι το πιστό υπόλοιπο, που «γεννά» Αυτόν που θ’ αποκαταστήσει και θα λυτρώσει το λαό του Θεού. Ο Μεσσίας είναι η ενσάρκωση του πιστού υπόλοιπου, στο οποίο όλοι οι προφήτες υπόσχονται την αποκατάστασή του, είναι η ενσάρκωση της Σιών, του Ισραήλ. Οι έννοιες αυτές στο Πρόσωπό Του παύουν να έχουν μία γεωγραφική ή εθνική αναφορά, είναι πια πνευματικές έννοιες, οι οποίες αγκαλιάζουν όλα τα έθνη της γης. Ο ερχομός του «άρχοντα» θα σημάνει το τέλος κάθε "πνευματικής αιχμαλωσίας", θα φέρει την ελευθερία, την λύτρωση, την αποκατάσταση του λαού του Θεού. Μάλιστα, σύμφωνα με  τ' αναφερόμενα στο κεφ. Ε/5, εδ. 3 η αποκατάσταση αυτή περιλαμβάνει την επιστροφή στον Ισραήλ «του υπολοίπου των αδελφών». Στην Καινή Διαθήκη καταλαβαίνουμε ότι αυτό αφορά την είσοδο των εθνών στην κοινότητα της διαθήκης (Ματθαίος ΙΒ/12: 50, Γαλάτας Γ/3: 26 - 29, Εφεσίους Β/2: 12-22, Α' Πέτρου Β/2: 9 - 10). Ο Ιησούς Χριστός αποκαθιστά τη βασιλεία του Ισραήλ σύμφωνα με τις υποσχέσεις της Παλαιάς Διαθήκης καθώς ιδρύει την Εκκλησία Του, η οποία αποτελεί τον «πνευματικό Ισραήλ». 
      Ο άρχοντας θα σταθεί… θα ποιμάνει… Στο (Ε/5: 4) διαβάζουμε ότι ο άρχοντας «θα σταθεί». Αυτό σημαίνει ότι θα ενεργήσει, θα ασκήσει την εξουσία Του, θα φανερώσει τη δύναμή Του. Συχνά στο βιβλίο των "Ψαλμών" διαβάζουμε για το Θεό, που σηκώνεται φανερώνοντας εξουσία και τρέποντας σε φυγή τους εχθρούς Του. Έτσι στον "Ψαλμό" (ΞΗ/68: 1) διαβάζουμε, «Ας εγερθή ο Θεός, και ας διασκορπισθώσιν οι εχθροί αυτού· και ας φύγωσιν απ' έμπροσθεν αυτού οι μισούντες αυτόν». Η «έγερση» του Θεού, για τον Ψαλμωδό, σημαίνει νίκη, σημαίνει δύναμη (Ψαλμός ΞΗ/68: 28) και σημαίνει σωτηρία (εδ. 20). Ο ερχόμενος άρχοντας λοιπόν σύμφωνα με τον πρ. Μιχαία. "... θα σηκωθεί…, θα σταθεί....". Τα Χριστούγεννα είναι η ώρα που ο Θεός σηκώνεται όρθιος, για να σώσει και για να λυτρώσει το λαό Του! 
      Ο ταπεινός άρχοντας. Ο Απ. Παύλος αναφέρει στην επιστολή «προς Φιλιππησίους» (Β/2: 5-8). 
5 Να είναι, μάλιστα, σε σας το ίδιο φρόνημα, που ήταν και στον Ιησού Χριστό· 
6 ο οποίος ενώ υπήρχε σε μορφή Θεού, δεν νόμισε αρπαγή το να είναι ίσα με τον Θεό· 
7 αλλά, κένωσε τον εαυτό του, παίρνοντας μορφή δούλου, αφού έγινε όμοιος με τους ανθρώπους 
8 και, καθώς βρέθηκε κατά το σχήμα ως άνθρωπος, ταπείνωσε τον εαυτό του, γινόμενος υπάκουος μέχρι θανάτου, θανάτου μάλιστα σταυρού. 
       Το τελευταίο στοιχείο που προφητεύεται για τον ερχόμενο άρχοντα είναι ότι θα έρθει με έναν τρόπο απρόσμενο, με έναν τρόπο που φανερώνει ταπείνωση. Ο άρχοντας έρχεται από τη Βηθλεέμ από το πιο απρόσμενο μέρος. Έρχεται από μία πόλη που είναι η «μικρά». Διαβάζουμε στο κεφ. (Ε/5: 2): «Και συ, Βηθλεέμ Εφραθά, η μικρά ώστε να ήσαι μεταξύ των χιλιάδων του Ιούδα». Η πόλη από την οποία προέρχεται ο Μεσσίας είναι τόσο μικρή και ασήμαντη, που δύσκολα κανείς την υπολογίζει και την λαμβάνει υπόψη του. Θα μπορούσαμε δηλαδή να καταλάβουμε τα λεγόμενα του προφήτη και ως εξής: «Η ισχυρή Ιερουσαλήμ είναι πολιορκημένη αλλά η λύση θα έλθει από τη Βηθλεέμ η οποία δεν μπορεί καλά - καλά να μαζέψει ούτε χίλιους πολεμιστές...». 
      Από την ταπεινή και ασήμαντη Βηθλεέμ ο Θεός θα φέρει τον άρχοντα που θα σταθεί και θα διώξει τους εχθρούς, θ’ αποκαταστήσει το λαό του Θεού και θα φέρει ειρήνη. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Κύριος των κυρίων και Βασιλιάς των βασιλιάδων, δεν εμφανίστηκε όπως οι ηγεμόνες αυτού του κόσμου. Ήρθε μέσα σ’ ένα περιβάλλον ταπείνωσης από μία νεαρή παρθένο γυναίκα, μέσα σε μία φάτνη. Είναι και αυτός ένας τρόπος με τον οποίο ο Θεός τονίζει ότι η λύση για το πρόβλημα του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθει από τη δύναμή του, αλλά είναι η επίσκεψη του Θεού, είναι η ενέργεια του Θεού, που γεννά την ελπίδα μέσα στο πλαίσιο της ανθρώπινης αδυναμίας. --

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

ΜΕΤΑΝΟΙΑ.

      Ο Αχαάβ και ο Μανασσής ήταν δύο βασιλιάδες οι οποίοι, αν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά να επιδείξουν. Και οι δύο βασιλείς ήταν αρνητές και αποστάτες από τον αληθινό Θεό και υπήρξαν ακραία ασεβείς και προκλητικοί απέναντί Του. Με τη στάση τους αυτή οδήγησαν το λαό τους στην απιστία, την ειδωλολατρία, την αποστασία και τη διαφθορά. Κοινό τους σημείο ήταν ότι και οι δύο αυτοί ασεβείς βασιλείς μετάνιωσαν για την απιστία τους και επικαλέστηκαν το Έλεος του Θεού. Από τον τρόπο με τον οποίο μετανόησαν μπορούμε να βγάλουμε πολύτιμα πνευματικά συμπεράσματα: 

       Αχαάβ, βασιλιάς στο «Βόρειο βασίλειο» του Ισραήλ από το έτος 873 έως το 854 π.Χ
30 Και ο Αχαάβ, ο γιος τού Αμρί, έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο, περισσότερο από όλους όσοι ήσαν πριν απ' αυτόν. 
31 Και σαν να ήταν ένα μικρό πράγμα, το να περπατάει στις αμαρτίες τού Ιεροβοάμ, του γιου τού Ναβάτ, πήρε ακόμα για γυναίκα την Ιεζάβελ, τη θυγατέρα τού Εθβαάλ, του βασιλιά των Σιδωνίων, και πήγε και λάτρευσε τον Βάαλ, και τον προσκύνησε. 
32 Και ανέγειρε βωμό στον Βάαλ, μέσα στον οίκο τού Βάαλ, που είχε οικοδομήσει στη Σαμάρεια. 
33 Και ο Αχαάβ έκανε ένα άλσος και για να παροργίσει τον Κύριο τον Θεό τού Ισραήλ, ο Αχαάβ έπραξε περισσότερο από όλους τους βασιλιάδες τού Ισραήλ, όσοι στάθηκαν πριν απ' αυτόν (Α’ Βασιλέων ΙΣ/16: 30). 

         ΣΧΟΛΙΑ: 
    Ο Αχαάβ ήταν έβδομος βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ (βόρειο βασίλειο). Παντρεύτηκε την Ιεζάβελ, κόρη του βασιλιά της Σιδώνας, μιας πλούσιας πόλης βόρεια του Ισραήλ, που βρίσκεται στα όρια του Λιβάνου. Αυτός ο γάμος ίσως να έφερε πολύ πλούτο στη γη του Ισραήλ, αλλά έβλαψε πάρα πολύ τη σχέση του έθνους με το Θεό. Η Ιεζάβελ λάτρευε το Βάαλ και υποκίνησε τον Αχαάβ να προωθήσει αυτή την ψεύτικη θρησκεία, η οποία περιλάμβανε ιεροδουλία καθώς και θυσίες μικρών παιδιών. 
     Κανένας αληθινός προφήτης του Θεού δεν ήταν ασφαλής όσο είχε εξουσία η Ιεζάβελ, η οποία φρόντισε να θανατωθούν πολλοί από αυτούς (Α’ Βασιλέων ΙΗ/18: 13). Ο Αχαάβ ήταν χειρότερος στα μάτια του Θεού απ’ όλους τους προγενέστερούς του βασιλιάδες.  Στις προειδοποιήσεις του Θεού τόσο ο Αχαάβ όσο και η Ιεζάβελ αρνούνταν να υπακούσουν. Ο Θεός γνωρίζει τα έργα τους, το πάθος και την απιστία τους και παρ’ όλα αυτά δείχνοντας έλεος, έστειλε τον προφήτη Ηλία να προειδοποιήσει το βασιλιά να μετανοήσει και να στραφεί προς το Θεό, προτού να είναι πλέον πολύ αργά. 
        Ο Λόγος του Θεού αναφέρει σχετικά: 
21 Δες, λέει ο Κύριος: Εγώ θα φέρω κακό επάνω σου, και θα σαρώσω πίσω σου, και θα εξολοθρεύσω από τον Αχαάβ εκείνον που ουρεί προς τον τοίχο, και τον δούλο και τον ελεύθερο ανάμεσα στον Ισραήλ 
22 και θα κάνω την οικογένειά σου όπως την οικογένεια του Ιεροβοάμ, του γιου τού Ναβάτ, και καθώς την οικογένεια του Βαασά, του γιου τού Αχιά, εξαιτίας τού παροργισμού με τον οποίο με παρόργισες, και έκανες τον Ισραήλ να αμαρτήσει. 
23 Και για την Ιεζάβελ, ακόμα, μίλησε ο Κύριος, λέγοντας: Τα σκυλιά θα καταφάνε την Ιεζάβελ κοντά στο περιτείχισμα της Ιεζραέλ· 
24 όποιος από τον Αχαάβ πεθάνει στην πόλη, τα σκυλιά θα τον καταφάνε· και όποιος πεθάνει στο χωράφι, τα πουλιά τού ουρανού θα τον καταφάνε. 
25 Πραγματικά, κανένας δεν στάθηκε όμοιος με τον Αχαάβ, που πούλησε τον εαυτό του στο να πράττει πονηρά μπροστά στον Κύριο, όπως τον κινούσε η γυναίκα του η Ιεζάβελ. 
26 Και έπραξε με βδελυρό τρόπο σε υπερβολικό βαθμό, ακολουθώντας τα είδωλα, σύμφωνα με όλα όσα έπρατταν οι Αμορραίοι, που ο Κύριος είχε εκδιώξει μπροστά από τους γιους Ισραήλ) (Α’ Βασιλέων ΚΑ/21: 21-26). 
        Ακούγοντας αυτά το φοβερά και τρομερά λόγια ο Αχαάβ μετανόησε για την αμαρτωλή ζωή του και ταπεινώθηκε μπροστά στο Θεό
 27 Και καθώς ο Αχαάβ άκουσε τα λόγια αυτά, έσχισε τα ιμάτιά του και έβαλε σάκο επάνω στη σάρκα του, και νήστευσε, και ήταν πλαγιασμένος, περιτυλιγμένος με σάκο, και περπατούσε σκυμμένος (Α’ Βασιλέων ΚΑ/21: 27). 
       Ο Αχαάβ μετανόησε μπροστά στο Θεό για τη συμπεριφορά του, όμως η μετάνοιά του αυτή, όπως φάνηκε από την μετέπειτα ζωή του, δεν ήταν αληθινή. Δεν προώθησε την αληθινή λατρεία του Θεού στο λαό του και δεν έκανε καμία ενέργεια, για να εξαλείψει τη λατρεία του Βάαλ. Μετά την ομολογία της μετάνοιας τίποτα απολύτως δεν άλλαξε μέσα στη ζωή του. Ας δούμε πώς ενήργησε μετά την μετάνοιά του. 
     Μετά απ’ όλα αυτά ο Αχαάβ προσκάλεσε τον Ιωσαφάτ, που ήταν πιστός βασιλιά στο «νότιο βασίλειο» του Ιούδα, να συνασπισθούν για να πολεμήσουν τους Σύριους προκειμένου να πάρουν πίσω την πόλη Ρεμμάθ. Μάλιστα για το σκοπό αυτό συμβουλεύθηκε και 400 δικούς του προφήτες, οι οποίοι τον ενεθάρρυναν να επιτεθεί στους Σύριους (Α’ Βασιλέων ΚΒ/22: 6). Ο Ιωσαφάτ, πριν ξεκινήσουν την εκστρατεία, είπε στο βασιλιά: «Δεν υπάρχει άλλος ένας προφήτης μέσω του οποίου μπορούμε να ρωτήσουμε τον Θεό;» Η απάντηση του Αχαάβ ήταν: «Υπάρχει, αλλά εγώ αυτόν τον μισώ, γιατί δεν προφητεύει ποτέ καλά πράγματα για εμένα, παρά μόνον άσχημα». Παρ’ όλα αυτά συμβουλεύτηκε τον προφήτη του Θεού Μιχαϊα ο γιος τού Ιεμβλά (δεν πρόκειται για το προφήτη Μιχαία, γιό του Μωρασθεί [Μιχαίας Α/1: 1], ο οποίος έζησε 100 περίπου χρόνια αργότερα). Ο Ιωσαφάτ επέμενε και του είπε να μη μιλάει έτσι για τον προφήτη του Θεού. 
     Μετά απ’ αυτά ο Αχαάβ κάλεσε έναν ευνούχο και του είπε να φέρει γρήγορα τον Μιχαϊα στο ανάκτορο (εδ. 9). Εν τω μεταξύ ένας αγγελιοφόρος του Αχαάβ είπε στον προφήτη Μιχαία πως όλοι προφήτευσαν ευχάριστα για την εκστρατεία του βασιλιά και του συνέστησε να προφητεύσει και αυτός ευνοϊκά. Ο Μιχαϊας του απάντησε πως ό,τι του αποκαλύψει ο Κύριος, αυτό θ’ αναγγείλει. Η αναγγελία λοιπόν που του έδωσε ο Κύριος ήταν ότι θα έρθει μεγάλη συμφορά τόσο στον Αχαάβ και τη γυναίκα του, όσο και σε ολόκληρη τη συγγένειά τους. Ο πονηρός Αχαάβ, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, αντί να ζητήσει μετανοημένος συγχώρηση από το Θεό, έδωσε εντολή και συνέλαβαν τον προφήτη του Θεού και τον έβαλαν στη φυλακή. «Έτσι λέει ο βασιλιάς: Τούτον βάλτε τον στη φυλακή, και τρέφετέ τον με ψωμί θλίψης, και με νερό θλίψης, μέχρις ότου γυρίσω με ειρήνη» (Α’ Βασιλέων ΚΒ/22: 27). Ο πρ. Μιχαϊας απάντησε: «Αν επιστρέψεις σώος και ασφαλής τότε δε μίλησε μέσω εμού ο Κύριος»
      Η προφητεία του εκπληρώθηκε κατά γράμμα. Στη μάχη που ακολούθησε ο Αχαάβ σκοτώθηκε (Α’ Βασιλέων ΚΒ/22: 34-38). Όταν ο Ιωσαφάτ γύρισε πίσω μετά τη μάχη, ο Κύριος μέσω του προφήτη Ιηού τον επέπληξε για τη συμμαχία του με τον Αχαάβ με τα λόγια: «Είναι σωστό να βοηθάς τους πονηρούς και ν’ αγαπάς εκείνους που μισούν τον Θεό;» (Β’ Χρονικών ΙΘ/19: 1,2). Αν η μετάνοια του Αχαάβ ήταν γνήσια, δε θα προέβαινε σε όλες αυτές τις ενέργειες που ακολούθησαν και ο προφήτης του Θεού δε θα τον χαρακτήριζε πονηρό άνθρωπο που μισούσε το Θεό. 
     Είναι φανερό ότι ο Αχαάβ μπορεί αρχικά να ταπείνωσε τον εαυτόν του, όμως η μετάνοιά του δεν ήταν γνήσια, αλλά ήταν προσωρινή, εφήμερη, υποκριτική. Οι μετέπειτα πράξεις του έδειξαν ότι δεν είχε μετανοήσει μέσα από την καρδιά του. Δεν είχε εκζητήσει ειλικρινά τον αληθινό Θεό. --

        Ας εξετάσουμε ένα άλλο παράδειγμα το οποίο θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι περιλαμβάνει η αληθινή μετάνοια. 

      Ο Μανασσής υπήρξε βασιλιάς στο «νότιο βασίλειο» του Ιούδα, από το έτος 697 έως το 642 π.Χ. 
1 Δώδεκα ετών ηλικίας ήτο ο Μανασσής ότε εβασίλευσε, και εβασίλευσε πεντήκοντα πέντε έτη εν Ιερουσαλήμ. 
2 Και έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, κατά τα βδελύγματα των εθνών, τα οποία εξεδίωξεν ο Κύριος απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ 
3 και ανωκοδόμησε τους υψηλούς τόπους, τους οποίους Εζεκίας ο πατήρ αυτού κατέστρεψε, και ανήγειρε θυσιαστήρια εις τους Βααλείμ, και έκαμεν άλση και προσεκύνησε πάσαν την στρατιάν του ουρανού και ελάτρευσεν αυτά. 
4 Και ωκοδόμησε θυσιαστήρια εν τω οίκω του Κυρίου, περί του οποίου ο Κύριος είπεν, Εν Ιερουσαλήμ θέλει είσθαι το όνομά μου εις τον αιώνα. 
5 Και ωκοδόμησε θυσιαστήρια εις πάσαν την στρατιάν του ουρανού εντός των δύο αυλών του οίκου του Κυρίου. 
6 Και αυτός διεβίβασε τους υιούς αυτού διά του πυρός εν τη κοιλάδι του υιού του Εννόμ· και προεμάντευε καιρούς και έκαμνεν οιωνισμούς και μαγείας και εσύστησεν ανταποκριτάς δαιμονίων και επαοιδούς· πολλά πονηρά έπραξεν ενώπιον του Κυρίου, διά να παροργίση αυτόν. 
7 Και έστησε το γλυπτόν, την εικόνα την οποίαν έκαμεν, εν τω οίκω του Θεού, περί του οποίου ο Θεός είπε προς τον Δαβίδ και προς τον Σολομώντα τον υιόν αυτού, Εν τω οίκω τούτω και εν Ιερουσαλήμ, την οποίαν εξέλεξα από πασών των φυλών του Ισραήλ, θέλω θέσει το όνομά μου εις τον αιώνα· 
8 και δεν θέλω μετασαλεύσει τον πόδα του Ισραήλ από της γης, την οποίαν παρέδωκα εις τους πατέρας σας εάν μόνον προσέξωσι να κάμνωσι πάντα όσα προσέταξα εις αυτούς, κατά πάντα τον νόμον και τα διατάγματα και τας κρίσεις τας δοθείσας διά του Μωϋσέως. 
9 Και επλάνησεν ο Μανασσής τον Ιούδαν και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώστε να πράττωσι πονηρότερα παρά τα έθνη, τα οποία ο Κύριος ηφάνισεν απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ 
10 Και ελάλησε Κύριος προς τον Μανασσήν και προς τον λαόν αυτού πλην δεν έδωκαν ακρόασιν. 
11 Διά τούτο έφερε κατ' αυτών ο Κύριος τους άρχοντας του στρατεύματος του βασιλέως της Ασσυρίας, και επίασαν τον Μανασσήν μεταξύ των θάμνων και δέσαντες αυτόν με αλύσεις, έφεραν αυτόν εις Βαβυλώνα. 
12 Και ενώ ήτο εν θλίψει, ικέτευσε Κύριον τον Θεόν αυτού και εταπεινώθη σφόδρα ενώπιον του Θεού των πατέρων αυτού, 
13 και προσηυχήθη εις αυτόν τότε ηλέησεν αυτόν και επήκουσε της δεήσεως αυτού και επανέφερεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ, εις το βασίλειον αυτού. Τότε εγνώρισεν ο Μανασσής έτι ο Κύριος αυτός είναι ο Θεός (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 1-13). 

           ΣΧΟΛΙΑ: 
     Περίπου δύο αιώνες αργότερα έγινε βασιλιάς στο βασίλειο του Ιούδα (νότιο βασίλειο) ο Μανασσής. Ο βασιλιάς αυτός, του οποίου η βασιλεία διήρκησε 55 χρόνια, ίσως να ήταν ακόμα πιο ασεβής από τον Αχαάβ. Ήταν ο νεότερος και πιο αγαπημένος γιός του ευσεβούς βασιλιά Εζεκία (739 – 687 π.Χ.) τον οποίο απέκτησε σε μεγάλη ηλικία, αφού ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές του και παράτεινε τη ζωή του κατά 15 χρόνια (Β’ Βασιλέων Κ/20: 6). Η μητέρα του Μανασσή καταγόταν από την Φοινίκη, περιοχή του Λιβάνου και ήταν ειδωλολάτρισσα. Και ενώ όλοι θα περίμεναν από ένα τόσο ευσεβή βασιλιά να βγει ένας πιστός άνθρωπος, η επιρροή της άπιστης μητέρας του αποδείχτηκε εξαιρετικά ολέθρια για τον Μανασσή. «Και ο Μανασσής, ο βασιλιάς των Ιουδαίων, έκανε βδελύγματα χειρότερα από όλα όσα έκαναν οι Αμορραίοι, που ήταν πριν και οδήγησε τον Ιούδα στην αμαρτία με τα είδωλά του» (Β' Βασιλέων ΚΑ/21: 11). 
     Έτσι ο Μανασσής δε βάδισε στ’ αχνάρια του πατέρα του και ως βασιλιάς έκανε κακό σε μεγάλη κλίμακα με σκοπό να προκαλέσει και να προσβάλει τον Θεό (Β’ Χρονικών, ΛΓ/33: 1-9). Για το σκοπό αυτό έχτισε θυσιαστήρια για ειδωλολατρικούς θεούς και μάλιστα τοποθέτησε μια γλυπτή εικόνα του ιερού στύλου μέσα στον άγιο Ναό του Θεού. Ασκούσε μαγεία, μαντεία και μαγγανεία (μάγια). Επίσης «έχυσε πάρα πολύ αθώο αίμα». Ανάμεσα στους φρικτούς του φόνους ήταν και το ότι «έκαψε τους ίδιους του τους γιούς ως θυσία» στους ψεύτικους θεούς (Β’ Βασιλέων ΚΑ/21: 6-16) και διέταξε να θανατώσουν τον ηλικιωμένο συγγενή του, τον πνευματικό ηγέτη του πατέρα του, το μεγάλο προφήτη του Θεού «Ησαΐα» (766 – 686 π.Χ.). 
     Όπως ο Αχαάβ που προαναφέραμε έτσι και ο Μανασσής αγνοούσε πεισματικά και επιδεικτικά τις προειδοποιήσεις που του έδινε ο Θεός μέσω των προφητών Του. Τελικά ο Θεός έφερε εναντίον του «βασιλείου του Ιούδα» τους αρχιστράτηγους του βασιλιά της Ασσυρίας και αυτοί έπιασαν τον Μανασσή με άγκιστρα και τον έδεσαν με δύο χάλκινα δεσμά και τον πήραν αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα (Β’ Χρονικών ΚΓ/33: 11). Εκεί σύμφωνα με την παράδοση αλυσοδεμένο τον πέταξαν σ’ ένα μικροσκοπικό κλουβί στο οποίο δε μπορούσε να ισώσει το κορμί του. Σ’ αυτή την κατάσταση έζησε επτά χρόνια. Ένας υπηρέτης του έδινε φαγητό δύο φορές την εβδομάδα. Στην κατάσταση αυτή ο Μανασσής δεμένος και φυλακισμένος, μόνος σε ξένο τόπο, χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής «ήρθε εις εαυτόν». Μετανόησε για τη ζωή του και ταπείνωνε τον εαυτόν του ενώπιον του Θεού των προπατόρων του και είπε: "Ο Θεός έφερε αυτό το μαρτύριο και την τιμωρία σε μένα επειδή απομακρύνθηκα απ’ αυτόν και ανάγκασα το λαό του Θεού να θυσιάσει στα είδωλα. Αν ο Θεός με κράτησε ζωντανό μέχρι τώρα, τότε τι θέλει από μένα; Φυσικά θέλει τη σωτηρία μου». Τότε φώναξε από τα βάθη της ψυχής του και μέσα από δάκρυα μετάνοιας άρχισε να προσεύχεται θερμά στον αληθινό Θεό. 
12 Και ενώ ήταν μέσα σε θλίψη, ικέτευσε τον Κύριο τον Θεό του, και ταπεινώθηκε υπερβολικά μπροστά στον Θεό των πατέρων του, 
13 και προσευχήθηκε σ' αυτόν τότε, ο Θεός τον ελέησε, και άκουσε τη δέησή του, και τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, στο βασίλειό του. Τότε, γνώρισε ο Μανασσής ότι ο Κύριος αυτός είναι ο Θεός (Β’ Χρονικών, κεφ. ΛΓ/33, εδ. 12,13). 
      Ο Θεός ακούγοντας τις θερμές προσευχές του τον συγχώρησε και έβαλε στην καρδιά του βασιλιά των Ασσυρίων να τον ελευθερώσει. Λογικά θα πρέπει να υπάρχει ένα όριο ακόμα και στη συχωρητικότητα, όμως στη συγχώρηση του Θεού δεν υπάρχουν όρια. Ο Θεός ως καρδιογνώστης, καθώς είδε την ειλικρινή του μετάνοια, όχι μόνον τον ελευθέρωσε αλλά τον αποκατέστησε και πάλι στη βασιλεία του. Αμέσως ο Μανασσής ξεκίνησε έναν πόλεμο κατά της ψεύτικης ειδωλολατρικής θρησκείας. Δείχνοντας το βάθος της ειλικρινούς μετάνοιάς του άλλαξε εντελώς τη διαγωγή του και προσπάθησε να διορθώσει, όσο ήταν δυνατόν, το κακό που είχε κάνει. Πολέμησε δραστήρια την ψεύτικη λατρεία προωθώντας με κάθε τρόπο την αληθινή, εκείνη που ήταν σύμφωνη με το θέλημα του Θεού 
15 Και αφαίρεσε τους ξένους θεούς, και την εικόνα από τον οίκο τού Κυρίου, και όλα τα θυσιαστήρια, που είχε οικοδομήσει επάνω στο βουνό τού Κυρίου, και στην Ιερουσαλήμ· και τα έρριξε έξω από την πόλη. 
16 Και ανόρθωσε το θυσιαστήριο του Κυρίου, και θυσίασε επάνω σ' αυτό θυσίες ειρηνικές και ευχαριστήριες, και πρόσταξε τον Ιούδα να λατρεύει τον Κύριο τον Θεό τού Ισραήλ (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 15,16). 
       Πέραν αυτού βοήθησε και άλλους ανθρώπους να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό και να κάνουν και αυτοί το ίδιο. Η μεγάλη αυτή αλλαγή απαιτούσε θάρρος και πάνω απ’ όλα μεγάλη και σταθερή πίστη, αφού επί ολόκληρες δεκαετίες ο Μανασσής υπήρξε ένα κακό πρότυπο για το λαό του. Η μετάνοιά του πιθανότατα αποτέλεσε μία καλή επιρροή και για τον μικρότερο εγγονό του τον Ιωσία, ο οποίος αργότερα έγινε ένας πολύ καλός και ευσεβής βασιλιάς (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 1,2). 

      Το παράδειγμα του Μανασσή δίνει ελπίδα ακόμα και στους χειρότερους αμαρτωλούς και έρχεται να μας υπενθυμίσει για άλλη μία φορά ότι ο Θεός είναι «αγαθός και πρόθυμος να συγχωρεί» (Ψαλμός ΠΣ/86: 5) όλους εκείνους που ειλικρινά μετανοούν. Επίσης μέσα από τη μελέτη αυτή φαίνεται ότι η αληθινή μετάνοια περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα από το να λέμε ότι λυπούμαστε για την αμαρτία μας και ζητάμε συγνώμη. Θα πρέπει να βαδίσουμε στο δρόμο της επιστροφής και να εργαστούμε για να αποκαταστήσουμε τη ζημιά που έχουμε κάνει. 
    Πόσο χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του τελώνη "Ζακχαίου" προς τον Κύριο, που πέρα από τη μετάνοια δείχνουν και τον τρόπο της αποκατάστασης. Τα λόγια αυτά αποτελούν διαχρονικά τον «ύμνο της μετάνοιας»
8 Σταθείς δε ο Ζακχαίος, είπε προς τον Κύριον Ιδού, τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδω εις τους πτωχούς, και εάν εσυκοφάντησά τινά εις τι, αποδίδω τετραπλούν. 
9 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς ότι, Σήμερον έγινε σωτηρία εις τον οίκον τούτον, καθότι και αυτός υιός του Αβραάμ είναι (Λουκάς ΙΘ/19: 8,9). 
      Ο Κύριος είπε ότι, όταν ένα άτομο μετανοεί, θα πρέπει να παράγει «καρπούς άξιους της μετανοίας» (Ματθαίος Γ/3: 8). Αυτό αποτελεί απαράβατο πνευματικό νόμο. Αυτούς που θα μετανοήσουν ειλικρινά, λέγει Κύριος, θα τους γνωρίσετε από τους καρπούς τους «δεν μαζεύουν σταφύλια από αγκάθια ούτε σύκα από τριβόλια» (Ματθαίος Ζ/7: 16). Η ειλικρινής μετάνοια ανοίγει το δρόμο, για να πλησιάσει κανείς τον ουράνιο Πατέρα και γεμίζει τον άνθρωπο με τη βεβαιότητα ότι ο Θεός τον ακούει, καθώς προσεύχεται. Ο Απ. Ιωάννης αναφέρει: «Αγαπητοί, αν η καρδιά μας δεν μας κατακρίνει, έχουμε παρρησία προς τον Θεό και ό,τι αν ζητάμε το παίρνουμε απ' αυτόν, επειδή τηρούμε τις εντολές του και πράττουμε τα αρεστά μπροστά του» (Α’ Ιωάννου Γ/3: 21,22). 
    Πάντοτε μέσα μας θα υπάρχει η τάση επιστροφής στα παλιά και γι’ αυτό χρειάζεται αγώνας πνευματικός, εσωτερικός, για να διατηρήσουμε καθαρή τη συνείδησή μας ενώπιον του Θεού. Πώς μπορούμε να τα πετύχουμε όλα αυτά; Ο Απ. Παύλος αναφέρει: «Ευχαριστώ τον Θεό διαμέσου τού Ιησού Χριστού τού Κυρίου μας» (Ρωμαίους Ζ/7: 25). Ελευθερώθηκε και πλέον έχει καθαρή συνείδηση μπροστά στο Θεό, όχι με τις δικές του δυνάμεις, αλλά με τη δύναμη της εξιλαστήριας θυσίας του Ιησού Χριστού. Έτσι μπορούσε να γράφει προς τους χριστιανούς της πόλεως των Φιλίππων: «τα πάντα δύναμαι διά του ενδυναμούντός με Χριστού» (Φιλιππησίους Δ/4: 13). 
      Ο Θεός «δεν εμπαίζεται» (Γαλάτας Σ/6: 7) και καθώς "ερευνά νεφρούς και καρδίας", περιμένει από τον άνθρωπο την ειλικρινή μετάνοια στη ζωή του. Μια μετάνοια που θα φανεί μέσα από την αλλαγή, μέσα από τη μεταστροφή του ανθρώπου, μέσα από τη βαθιά λύπη για το αμαρτωλό παρελθόν του, μέσα από τα έργα αγάπης και ελέους που θα ακολουθήσουν. Μόνον έτσι μπορεί να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με το Θεό και να συνεχίσει πλέον «να βαδίζει την οδόν αυτού χαίρων» (Πράξεις Η/8: 39). ---

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Το βιβλίο του Νόμου του Θεού.

         

            Βιβλίο   «B’  Χρονικών»,  κεφ.  ΛΔ / 34.   (Παλαιά Διαθήκη). 

       Το μικρό κράτος του Ιούδα, που βρισκόταν στο νότιο τμήμα της Παλαιστίνης, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα βρισκόταν σε μεγάλο πνευματικό λήθαργο. Η σχέση του με τον αληθινό Θεό του Ισραήλ είχε διαρραγεί και σχεδόν ήταν ανύπαρκτη. Ο λαός είχε ξεχάσει τον Θεό ο Οποίος «διά κραταιάς χειρός» (Έξοδος ΙΓ/13: 3) τον είχε βγάλει μέσα από την σκλαβιά της Αιγύπτου και τον είχε οδηγήσει μέσα από την έρημο στη γη της Επαγγελίας, στη γη τη «ρέουσα γάλα και μέλι», στη γη των υποσχέσεών Του (Έξοδος Γ/3: 17), 
    Μετά από 55 ολόκληρα χρόνια βασιλείας του Μανασσή (697- 642 π.Χ.), ενός από τους πιο διεφθαρμένους βασιλιάδες της ιστορίας του Ισραηλίτικού έθνους. Ο Λόγος του Θεού στο βιβλίο «Β’ Βασιλέων» (κεφ. ΚΑ/21, εδ. 1-18) αναφέρει τα εξής σχετικά με τη διακυβέρνησή του καθώς και για τη σχέση του με τον αληθινό Θεό: «Έχτισε θυσιαστήρια για τ’ αστέρια του ουρανού στις δύο αυλές του Ναού του Κυρίου. Πρόσφερε το γιό του ολοκαύτωμα, ασκούσε μαντεία και μαγεία, προσέλαβε στην υπηρεσία του νεκρομάντεις και μάγους…. Παρέσυρε στην αμαρτία του το λαό του Ιούδα, εξωθώντας τον να πράττει το κακό ενώπιον του Κυρίου. Και επιπλέον σκότωσε τόσους αθώους, ώστε γέμισε την Ιερουσαλήμ με αίμα από τη μία άκρη ως την άλλη». Τόσο μεγάλη διαφθορά υπήρξε επί των ημερών του. Επίσης στο βιβλίο (Β’ Χρονικών, ΛΓ/33: 6) αναφέρεται: «… έπραξε πολλά πονηρά πράγματα μπροστά στον Κύριο, για να τον παροργίσει». Ο Μανασσής «έχυσε πολύ αθώο αίμα» (Β’ Βασιλέων ΚΑ/21: 10-16). 
     Για την όλη συμπεριφορά του απέναντι στο Θεό αργότερα μετανόησε, όταν βρέθηκε αιχμάλωτος των Ασσυρίων στη Βαβυλώνα (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 12,13). Παρ’ ότι είχε διαπράξει πολύ σοβαρά αμαρτήματα, απέδειξε την ειλικρινή του μετάνοια του με το να καταστρέψει με ζήλο τα ειδωλολατρικά άλση. Ο Θεός δέχτηκε την μετάνοιά του και τον αποκατέστησε στο θρόνο. Γενικά η περίοδος της βασιλείας του υπήρξε ένα θλιβερό κεφάλαιο στην ιστορία του Ισραήλ. Αυτό που συνέβη στη ζωή του Μανασσή δίνει ελπίδα ακόμα και στους χειρότερους αμαρτωλούς. Ο Θεός είναι «αγαθός και πρόθυμος να συγχωρεί» (Ψαλμός ΠΣ/86: 5) όλους εκείνους που μετανοούν ειλικρινά. 
     Τον Μανασσή διαδέχτηκε στο θρόνο ο επίσης διεφθαρμένος Αμών, ο οποίος ήταν γιος του και πατέρας του Ιωσία (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 20). Σχετικά με την πολιτεία του Αμών στο βιβλίο («Β’ Χρονικών» ΛΓ/33: 23) αναφέρεται: «Αλλ’ αυτός ο Αμών ηνόμησε μάλλον και μάλλον». Ο βασιλιάς αυτός έπεσε θύμα συνομωσίας και δολοφονήθηκε κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του. Μετά την πράξη αυτή ο λαός πατάσσει τους συνωμότες που ήταν από τους ίδιους τους αυλικούς του και ανακηρύσσει βασιλιά το νεαρό Ιωσία (Β’ Βασιλέων ΚΑ/21: 24 & Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 25). Η πνευματική κατάσταση στη οποία βρίσκεται ο λαός δε μπορεί να χαρακτηριστεί με κανέναν τρόπο. Κανένας δε θυμόταν πλέον τον αληθινό Θεό και ως εκ τούτου καμία λατρεία δεν αποδίδονταν εις Αυτόν. 
      Ο Ιωσίας λοιπόν, γιός του Αμών και εγγονός του Μανασσή, σε ηλικία οκτώ ετών ανέβηκε στο θρόνο. Ο ερχομός του Ιωσία είχε προαναγγελθεί από το Θεό τριακόσια χρόνια πριν από τη γέννησή του (Α’ Βασιλέων ΙΓ/13: 2). Όταν έγινε βασιλιάς του Ιούδα, ο Θεός ήδη είχε μιλήσει για την κρίση που θα ερχόταν πάνω στο λαό Του εξαιτίας της ανυπακοής του. Και στις ημέρες μας έχει προαναγγελθεί κρίση πάνω σε μια αποστάτιδα και εξαχρειωμένη ανθρωπότητα και απομένει πολύ λίγος χρόνος μέχρι αυτή να πραγματοποιηθεί. 
        Ο βασιλιάς σε ηλικία 15 ετών βρίσκεται ήδη στο όγδοο έτος της βασιλείας του και καθώς μελετάει τα λόγια του προφήτη Σοφονία, αρχίζει να αναζητά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον αληθινό Θεό (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 21,22 & ΚΔ34: 3). Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη και πώς εξελίχθηκε η κατάσταση τον πρώτο καιρό της βασιλείας του, αλλά φαίνεται πως κάτι άρχιζε να αλλάζει προς το καλύτερο. Μετά λοιπόν από 18 χρόνια στο θρόνο ο νεαρός βασιλιάς έλαβε σταθερή απόφαση ν’ αποκαταστήσει επίσημα τη λατρεία του αληθινού Θεού στο κράτος του Ιούδα και με κάθε τρόπο αναζητούσε το θέλημα του Θεού και το εφάρμοζε στη ζωή του με πράξεις. 
      Θέλησε να βαδίσει πάνω στα βήματα του προγόνου του Δαβίδ, ο οποίος αποτελεί σημείο αναφοράς σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη. Ο Θεός είχε χαρακτηρίσει το Δαβίδ ως άνθρωπο «κατά την καρδίαν Του» (Πράξεις ΙΓ/13: 22). Το χαρακτηριστικό της ζωής του ήταν ότι μπορεί να έκανε μεγάλα και σοβαρά λάθη, όμως μέσα από την ειλικρινή μετάνοια ξανάβρισκε το δρόμο που τον έφερνε και πάλι κοντά στο Θεό Του. Ο Ιωσίας δεν ήταν άνθρωπος συμβιβασμών και δεν εξέκλινε «δεξιά ή αριστερά». Ο Θεός πάρα πολλές φορές είχε προτρέψει το λαό Του να παραμένει σταθερός στην πίστη του και «να μην εκκλίνει ούτε δεξιά, ούτε αριστερά» από το θέλημά Του (Δευτερονόμιο Ε/5: 33, ΙΖ/17: 11-20, ΚΗ/28: 14). 
     Καθώς λοιπόν ο βασιλιάς ξεκίνησε το έργο της αποκατάστασης της αληθινής λατρείας προς τον Θεό, γκρέμισε όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς, κατέστρεψε τα ειδωλολατρικά ιερά, τους ιερούς στύλους, τα θυσιαστήρια που χρησιμοποιούσαν για τη λατρεία του Βάαλ και κατέσφαξε όλους τους μάγους και τους νεκρομάντεις καθώς και τους προφήτες της Ασερά, του Χεμώς, του Μιλκώμ και των άλλων θεοτήτων. Οι υψηλοί τόποι που ανοικοδομήθηκαν στη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Σολομώντα αφανίστηκαν. Η εκκαθάριση περιλαμβάνει και την περιοχή του πρώην δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ (βόρειο βασίλειο), το οποίο είχε καταλυθεί πρωτύτερα από τους Ασσυρίους, το έτος 722 π. Χ. Σε εκπλήρωση των λόγων που είχαν ειπωθεί 300 χρόνια νωρίτερα από έναν ανώνυμο «άνθρωπο του αληθινού Θεού», ο Ιωσίας καίει τα κόκαλα των ιερέων του Βάαλ πάνω στο θυσιαστήριο που έστησε ο Βασιλιάς Ιεροβοάμ Α΄ στη Βαιθήλ. Οι υψηλοί τόποι αφαιρούνται τόσο εκεί όσο και στις υπόλοιπες πόλεις, και οι ειδωλολάτρες ιερείς θυσιάζονται πάνω στα ίδια εκείνα θυσιαστήρια, όπου ιερουργούσαν (Α’ Βασιλέων ΙΓ/13: 1- 4 & Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 4-20). 
        Μετά απ’ όλα αυτά ο βασιλιάς εκδίδει μία διαταγή στην οποία αναφέρει: «Τελέστε Πάσχα για τον Θεό, σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται στο βιβλίο της διαθήκης του Θεού», το οποίο είχε βρεθεί πρόσφατα (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 21). Έτσι διοργάνωσε τον εορτασμό του Πάσχα, μετά από μισό αιώνα πνευματικής νύχτας. Το Πάσχα που έγινε το μήνα Νισάν σε ανάμνηση της εξόδου του λαού από την Αίγυπτο, γιορτάστηκε «προς τον Κύριο» (Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 1). Η ανταπόκριση του λαού ήταν πολύ μεγάλη, γεγονός το οποίο χαροποίησε ιδιαίτερα το Βασιλιά. Σ’ αυτήν τη γιορτή ο ίδιος προσφέρει 30.000 ζώα για τις θυσίες και 3.000 βόδια. Επρόκειτο για ένα μεγαλειώδες Πάσχα που δεν είχε προηγούμενο και το οποίο είχε να πραγματοποιηθεί από τις ημέρες του προφήτη Σαμουήλ [έζησε 1102 – 1014 π.Χ] (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 22,23 – Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 1-19). 
       Όταν έφθασε στην ηλικία των 25 ετών και έχει κλείσει 18 χρόνια βασιλείας, μία μέρα φωνάζει το Σαφάν, το γραμματέα, και του λέει: «Πες στον Χελκία, τον αρχιερέα, να πάρει τα χρήματα που έχουν μαζέψει οι θυρωροί του ναού από το λαό και να τα δώσει στους εργάτες ώστε να επισκευάσουν τον οίκο του Θεού» (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 3-6 & Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 8). Μετά από αυτήν την εντολή άρχισαν οι επισκευαστές του Ναού να εργάζονται εντατικά για την ανακαίνισή του. Ο ευσεβής Ιωσίας ήταν ευγνώμων στο Θεό για το γεγονός ότι γινόταν αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκαλέσει στον οίκο του Θεού ορισμένοι από τους ασεβείς προγόνους του. 
      Καθώς οι εργασίες προχωρούσαν, οι ιερείς βρήκαν μέσα σ’ ένα παλιό σεντούκι ένα ξεχασμένο αντίγραφο του «βιβλίου του Νόμου του Θεού, που είχε δοθεί με το χέρι του Μωυσή» (Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 12-18). Επρόκειτο μάλλον για το κύριο σώμα του βιβλίου του «Δευτερονομίου» (κατ’ άλλους ήταν η Πεντάτευχος). Δε γίνεται λόγος για ένα έντυπο, όπως το εννοούμε σήμερα, αλλά για ένα χειρόγραφο ρολό. Το ξετύλιξαν λοιπόν από τα προστατευτικά του καλύμματα, το ξεσκόνισαν και καθώς το αναγνώρισαν ότι επρόκειτο για το βιβλίο του Θεού, έτρεξαν να το δώσουν στον αρχιερέα Χελκία. Αυτός με τη σειρά του το παρουσίασε και το διάβασε στο βασιλιά. Ο Θεός στο βιβλίο του «Δευτερονομίου» (ΙΖ/17: 18) είχε πει ότι κάθε βασιλιάς θα έπρεπε να κάνει ένα αντίγραφο του Νόμου για τον εαυτόν του, προκειμένου να τον έχει και να τον μελετάει, όμως εδώ ο βασιλιάς έχει πλήρη άγνοια του Λόγου του Θεού. Μπορεί να ήταν ευσεβής άνθρωπος και ν’ αγαπούσε το Θεό, όμως δε γνώριζε το Λόγο Του. 
      Η ανακάλυψη του Νόμου του Θεού ήταν ένα αποφασιστικό γεγονός στη ζωή του Ιωσία, που τον έκανε να υποταχθεί χωρίς όρους στο θέλημά Του. Καθώς ο Σαφάν, ο γραμματέας, διαβάζει τα λόγια του Θεού, ο βασιλιάς προσπαθεί να δει πώς μπορεί να εφαρμόσει την κάθε εντολή του Θεού, τόσο στον εαυτόν του όσο και στο λαό. Εκείνο που τον εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι η έμφαση που δίνει το βιβλίο στην αληθινή λατρεία, καθώς και στο ότι προλέγει τις πληγές και την εξορία που θα υφίστατο ο λαός, αν ενέμενε στην ψεύτικη ειδωλολατρική θρησκεία. Καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ζωή τους δεν ήταν σύμφωνη με τις εντολές του Θεού, δεν προσπαθεί να φορτώσει την αμαρτία στους άλλους και ν’ αθωώσει τον εαυτόν του, αλλά ταπεινώνεται μπροστά στο Θεό και καταβάλλεται από φόβο και πανικό. Πόσο συναρπαστικά είναι τα λόγια που ακολουθούν: «Και καθώς ο βασιλιάς άκουσε τα λόγια τού νόμου, έσχισε τα ιμάτιά του» (Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 19). 
        Καθώς ήρθε «εις εαυτόν» κατάλαβε πόσο είχε ξεμακρύνει τόσο ο ίδιος, όσο και ο λαός του από τις εντολές του ιερού βιβλίου και έστειλε να ρωτήσει τον Κύριο για το τι θα πρέπει να κάνει. Έτσι έδωσε στο Χελκία, στο Σαφάν και σε άλλους την εντολή: «Ρωτήστε τον Θεό σχετικά με τα λόγια αυτού του βιβλίου διότι μεγάλη είναι η οργή του Θεού η οποία άναψε εναντίον μας επειδή οι προπάτορές μας δεν άκουσαν τα λόγια αυτού του βιβλίου» (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 11-13 & Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 19-21).
       Έτσι ξεκίνησε τη μεγάλη μεταρρύθμιση, που δυστυχώς κράτησε μόνο κάπου δώδεκα χρόνια, γιατί οι διάδοχοι του Ιωσία δεν ακολούθησαν το παράδειγμά του και ξαναγύρισαν στην ειδωλολατρία. Ο Θεός επέτρεψε στο έθνος της Βαβυλώνας να κατακτήσει το «βασίλειο του Ιούδα» καταστρέφοντας την Ιερουσαλήμ καθώς και το Ναό, οδηγώντας το λαό του Ιούδα στην (πρώτη) αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, το έτος 597 π.Χ. Ο Θεός είχε πει ότι η εξορία θα διαρκούσε 70 χρόνια. Όλο εκείνο το διάστημα το βασίλειο του Ιούδα παρέμενε ερημωμένο, μέχρις ότου, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δοθεί, επιτράπηκε στο έθνος να επιστρέψει στη γη του. 
      Μετά απ’ όλα αυτά που προηγήθηκαν ο Ιωσίας συγκεντρώνει το λαό της Ιερουσαλήμ στο Ναό και τους διαβάζει «όλα τα λόγια του βιβλίου της διαθήκης» το οποίο είχε βρεθεί στον οίκο του Θεού. Κατόπιν συνάπτει διαθήκη «να βαδίζει ακολουθώντας τον Θεού και να τηρεί τις εντολές του και τις μαρτυρίες του και τα νομοθετήματά του, με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή, εκτελώντας τα λόγια αυτής της διαθήκης που ήταν γραμμένα σε αυτό το βιβλίο». Όλος ο λαός με μια φωνή παίρνει θέση υπέρ της τήρησης της διαθήκης (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 1-3). 
      Ο Ιωσίας, αφού ταπεινώθηκε μπροστά στο Θεό και αναγνώρισε τα σφάλματα του λαού του, έκανε δική του τη συλλογική αμαρτία του λαού και ζήτησε την οδηγία του Θεού μέσω της προφήτισσας Ολδά. Με κάθε τρόπο προέτρεπε τους υπηκόους του να τηρούν τις εντολές του Θεού. Όταν οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν, μετέφεραν ένα μήνυμα από την προφήτισσα, το οποίο έλεγε ότι το αποστατημένο έθνος θα πληγεί από τις συμφορές που καταγράφονται στο βιβλίο, που μόλις είχε βρεθεί. Επειδή όμως ο Ιωσίας ταπείνωσε τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, δε θα δει την επερχόμενη συμφορά. Θα συναχθεί στους προπάτορές του και θα οδηγηθεί στον τάφο με ειρήνη (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 14-20 – Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 22-28). 
      Άραγε αποδείχτηκε ακριβής η προφητεία της Όλδας, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ιωσίας πέθανε σε μάχη; (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 28-30). Ναι, διότι τάφηκε με «ειρήνη» και δε γνώρισε όλη εκείνη τη συμφορά, που μετά από λίγο καιρό έπληξε τον Ιούδα (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 20 – Β’ Χρονικών ΚΔ/34: 28). Ο Ιωσίας πέθανε πριν από τη συμφορά που ήρθε στο βασίλειο του Ιούδα, όταν οι Βαβυλώνιοι πολιόρκησαν και κατέστρεψαν την Ιερουσαλήμ το έτος 587 π.Χ. Η φράση: «το να συναχθεί κάποιος στους προπάτορές του» δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το βίαιο θάνατο. 
      Εξετάζοντας αυτό το σημαντικό γεγονός της εύρεσης του χαμένου και ξεχασμένου «βιβλίου του Νόμου του Θεού» καθώς και τις μετέπειτα ενέργειες του Βασιλιά Ιωσία, που οδήγησαν στην αφύπνιση των κατοίκων του Ιούδα, θα διαπιστώσουμε ότι τα φαινόμενα της εποχής εκείνης είναι φαινόμενα που συμβαίνουν και στις ημέρες μας. Μία ιδιαίτερη χαλαρότητα παρατηρείται ακόμα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, ένας βαθύς πνευματικός ύπνος, μία συνεχής απομάκρυνση από τις αλήθειες του Ευαγγελίου. Τα γεγονότα που διαβάσαμε ότι συνέβησαν στην εποχή του Ιωσία μας δείχνουν το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, για να σταθούμε όπως πρέπει και να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της εποχής μας: 
        1/ Το πρώτο βήμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε το σκονισμένο Βιβλίο του Θεού, που υπάρχει μέσα στο σπίτι μας, το γραφείο, στο εικονοστάσι, στο αυτοκίνητο καθώς και όπου αλλού βρίσκεται. Κάπου είναι ξεχασμένο, παραπεταμένο και θα πρέπει να το εντοπίσουμε και να το ξεσκονίσουμε, να το διαβάσουμε! Είναι μεγάλο προνόμιο που έχουμε το Λόγο του Θεού διαθέσιμο. Όλα τα βιβλία μπορούν να μορφώσουν τον άνθρωπο, αλλά το «Βιβλίο του Θεού» δηλ. η Βίβλος (Καινή & Παλαιά Διαθήκη) μπορεί να τον μεταμορφώσει, καθώς μας αποκαλύπτει τον Κύριο Ιησού Χριστό και το Έργο που έκανε πάνω στο σταυρό για τη σωτηρία των αμαρτωλών. Έχει τη δύναμη να τον κάνει «νέον κτίσμα». «αν κάποιος είναι εν Χριστώ, είναι καινούργιο κτίσμα τα αρχαία πέρασαν, δέστε, τα πάντα έγιναν καινούργια» (Β’ Κορινθίους Ε/5: 17). Την ίδια ώρα που μιλάμε υπάρχουν λαοί που στερούνται το Βιβλίο του Θεού. Υπάρχουν άνθρωποι σε ανελεύθερα κράτη που με κίνδυνο της ζωής τους προσπαθούν να διαφυλάξουν ή και να διαδώσουν τον Λόγο του Θεού (Κίνα, βόρεια Κορέα, κ.ά.). 
      Ο Λόγος του Θεού, τον οποίο πολλές φορές αμελούμε να μελετήσουμε, είναι «η μάχαιρα του Πνεύματος» (Εφεσίους Σ/6: 17). Είναι «το μαχαίρι του Χριστιανού», είναι το μόνο επιθετικό όπλο με το οποίο μας έχει εφοδιάσει ο Θεός, για να πολεμήσουμε μέσα σ’ ένα αρνησίθεο κόσμο που ζει στην άγνοια και βαδίζει ολοταχώς προς την αιώνια απώλεια. Δεν είναι απλά λόγια τα οποία κάποτε έγραψαν οι άνθρωποι, αλλά είναι Λόγος Θεού, εμπνευσμένα από το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο. Ο Απ. Παύλος τονίζει προς τον Τιμόθεο: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης» (Β’ Τιμοθέους Γ/3: 16). Είναι, «λόγοι ζωής αιωνίου» (Ιωάννης Σ/6: 68), είναι, «είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα» (Ρωμαίους Α/1: 16). 
       2/ Δεύτερο βήμα. Καθώς θα βρούμε σκονισμένο το Βιβλίο του Θεού, θα πρέπει να το διαβάσουμε. Να μην ξεχνάμε ποτέ την οδηγία του Θεού προς τον υπηρέτη Του τον «Ιησού τ. Ναυή» (κεφ. Α/1, εδ. 8): «Δεν θέλει απομακρυνθή τούτο το βιβλίον του νόμου από του στόματός σου, αλλ' εν αυτώ θέλεις μελετά ημέραν και νύκτα, διά να προσέχης να κάμνης κατά πάντα όσα είναι γεγραμμένα εν αυτώ διότι τότε θέλεις ευοδούσθαι εις την οδόν σου, και τότε θέλεις φέρεσθαι μετά συνέσεως». Γιατί ο κόσμος γύρω μας είναι ασύνετος, γιατί πηγαίνει καθημερινά από το κακό στο χειρότερο; Γιατί αγνοεί, παραβλέπει, υποτιμά και αδιαφορεί, για το Λόγο του Θεού; 
     3/ Τρίτο βήμα. Ενώ έχουμε τόσες πολλές μεταφράσεις, που κυκλοφορούν σε τόσα πολλά αντίγραφα, παρατηρούμε ακόμα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας να μην υπάρχει το ανάλογο πνευματικό αποτέλεσμα από αυτούς που διαβάζουν το Λόγο του Θεού. Για να υπάρξει αποτέλεσμα, χρειάζεται να κάνουμε ένα ακόμα σταθερό και αποφασιστικό βήμα. Να υπακούσουμε στο Λόγο του Θεού. 
        Πόσο εντυπωσιακό, ζηλευτό είναι αυτό που έκανε ο βασιλιάς Ιωσίας, όταν πήρε στα χέρια του το Βιβλίο του Θεού. Δεν είπε: "Α! τι ωραίο βιβλίο, βάλτε το στα Άγια των Αγίων, γιατί εκεί είναι η θέση του". Δεν είπε: «βάλτε το βιβλίο στη βιβλιοθήκη του παλατιού, για να μπορώ να το βρίσκω και να το διαβάζω, ώστε να ενημερώνουμε για το θέλημα του Θεού». Την ώρα που ο Ιωσίας πήρε στα χέρια του το Βιβλίο του Θεού δεν είπε απολύτως τίποτα. Δεν μπόρεσε να μιλήσει, γιατί, καθώς αντίκρυσε το Βιβλίο του Θεού, πανικοβλήθηκε. Τον κατέλαβε πανικός, απόγνωσή, συντριβή και μετάνοια.
       Αναντίρρητα είναι καλό να έχει κανείς το Λόγο του Θεού στο σπίτι του, να τον μελετάει και να εμβαθύνει στα νοήματά του, όμως το βιβλίο αυτό δε θα εκπληρώσει το σκοπό του στη ζωή του ανθρώπου, αν δεν αποφασίσει ο άνθρωπος να επικαλεστεί τον Θεό για να τον σώσει και να ζήσει υπακούοντας σ’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα αυτό θέλει ο Θεός στη ζωή μας. Με άλλα λόγια δεν αρκεί να βρούμε τη σκονισμένη μας Βίβλο, δεν αρκεί ν’ αρχίσουμε να την διαβάζουμε, χρειάζεται οπωσδήποτε να υπακούμε σ’ αυτή στην καθημερινή πορεία της ζωής μας. Εκείνο που θέλει ο Θεός είναι να βάλουμε το γραπτό Του Λόγο κυρίαρχο μέσα στην καθημερινή μας ζωή μας. Στα μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα που καθημερινά αντιμετωπίζουμε ας αφήσουμε το Λόγο του Θεού να μας δείχνει το δρόμο. 
       Η αντίστροφη μέτρηση στη ζωή του Ιωσία ξεκινάει με τη φράση του Λόγου του Θεού: «Μετά δε ταύτα πάντα» (Β’ Χρονικών», ΛΕ/35: 20). Η βασιλεία του διήρκεσε 31 χρόνια (639 – 608 π.Χ.) και πέθανε σε ηλικία 39 ετών. Ως νέος αναζήτησε το Θεό και έζησε μια πρακτική ζωή πίστης και εφαρμογής του θελήματος του Θεού στη ζωή του παρακινώντας και άλλους να πράξουν το ίδιο. Αναμφισβήτητα υπήρξε ένας από τους καλούς βασιλιάδες του βασιλείου του Ιούδα (ο τελευταίος καλός βασιλιάς). 
    Παρατηρώντας τη διεθνή αστάθεια που υπήρχε την εποχή εκείνη θα διαπιστώσουμε ότι ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική, γεγονός που είχε σοβαρές επιπτώσεις και στο μικρό κράτος του Ιούδα. Καθώς οι αντιμαχόμενες δυνάμεις Αίγυπτος, Ασσυρία και Βαβυλώνα, ανταγωνίζονταν για την έλεγχο της περιοχής, το έτος 632 π.Χ. συνασπισμένες δυνάμεις των Βαβυλωνίων και των Μήδων κατέκτησαν τη Νινευή, την πρωτεύουσα της Ασσυρίας. Τρία χρόνια αργότερα ο Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου οδήγησε το στρατό του προς τα βόρεια, για να βοηθήσει τους Ασσυρίους, οι οποίοι βρίσκονταν σε παρακμή, πολεμώντας τους Βαβυλώνιους, που είχαν αρχίσει ν’ ανέρχονται και να επικρατούν στην περιοχή. Η μάχη έγινε στην πόλη Χαρκεμίς, πλησίον του Ευφράτη ποταμού. 
      Όπως και αν έχουν τα γεγονότα, ο Ιωσίας αποφασίζει να εμπλακεί σ’ αυτή τη μάχη χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος και κυρίως χωρίς να προσευχηθεί και να ζητήσει την οδηγία του Θεού. Είχε αρχίσει να ζει μια ζωή ανεξαρτησίας και ανυπακοής προς το Θεό. Ο Θεός δεν παύει να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν και μέσω του ειδωλολάτρη Φαραώ Νεχώ στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον Ιωσία, το οποίο ο βασιλιάς αγνοεί εντελώς: «Τι είναι μεταξύ εμού και σου, βασιλιά του Ιούδα; μείνε μακριά για το καλό σου, εμείς δεν έχουμε καμία διαφορά μαζί σου και κανένα λόγο να πολεμήσουμε, ο Θεός σ’ αυτή τη μάχη είναι μαζί μου, μη συμμετέχεις και σε καταστρέψει». Ο Ιωσίας, αγνοώντας την προειδοποίηση καθώς και το θέλημα του Θεού και ικανοποιώντας τις προσωπικές του επιλογές, συμμετέχει στην πιο άσκοπη και αχρείαστη μάχη που έδωσε ποτέ ο Ισραήλ. Δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, μεταμφιέζεται για να μην αναγνωριστεί από τους εχθρούς του και συγκρούεται με τους Αιγύπτιους στην πόλη Μεγιδδώ προσπαθώντας να τους απωθήσει (Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 20-22). 
     Τ' αποτελέσματα των αυθαίρετων ενεργειών του και της ανυπακοής του προς τον Θεό υπήρξαν τραγικά για το βασιλιά Ιωσία. Καθώς πολεμούσε πάνω σ’ ένα πολεμικό άρμα, οι τοξότες του εχθρού τον κτυπήσαν με τα βέλη τους και τον τραυμάτισαν σοβαρά. Χτυπημένος όπως ήταν ο Ιωσίας λέει στους υπηρέτες του: «κατεβάστε με, γιατί τραυματίστηκα πολύ σοβαρά». Εκείνοι τον κατεβάζουν από το πολεμικό του άρμα τον βάζουν σ’ ένα άλλο και ξεκινούν για την Ιερουσαλήμ. Ενώ ευρίσκονταν καθοδόν προς την πόλη ο Ιωσίας εξέπνευσε. «Έτσι λοιπόν, πέθανε και θάφτηκε στο νεκροταφείο των προπατόρων του», λέει η θεόπνευστη αφήγηση «και όλος ο Ιούδας και η Ιερουσαλήμ έκανα μέγα θρήνο και πένθησαν για τον Ιωσία». Ο προφήτης Ιερεμίας έψαλε πένθιμα γι’ αυτόν και έκτοτε κάποιες θρηνωδίες που ψάλλονταν σε ειδικές περιστάσεις είχαν το βασιλιά ως βασικό τους θέμα (Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 23-25). Η συμμετοχή του Ιωσία στον πόλεμο χωρίς ουσιαστικό λόγο και χωρίς την υπόδειξη του Θεού, ήταν ένα μεγάλο λάθος του (Ψαλμός ΡΛ/130: 3). Η ταπεινοφροσύνη του καθώς και η σταθερή του προσκόλληση στην αληθινή λατρεία έφεραν στη ζωή του την επιδοκιμασία του Θεού (Παροιμίες Γ/3: 34 - Ιακώβου Δ/4: 6). Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε με δυο λόγια τη ζωή του θα λέγαμε: «Μια καλή αρχή, ένα καλό ξεκίνημα, μια καλή πορεία, όμως ένα τραγικό τέλος». 
        Παρά το γεγονός ότι βασίλευσαν στον Ιούδα τρεις από τους γιους του Ιωσία και ένας εγγονός του κανείς τους δεν ακολούθησε το παράδειγμά του, καθώς στράφηκε προς τον Θεό με όλη του την καρδιά, με όλο του το «είναι» (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 24,25,31,32,36 – ΚΔ/24: 8,9,18,19). Αυτό δείχνει ότι παρά τις προσπάθειες του Ιωσία να καταδικάσει και ν’ απομακρύνει ό,τι είχε σχέση με την ειδωλατρεία, ο λαός δεν είχε επιστρέψει στο Θεό με πλήρη καρδία. Στα λόγια, στις τελετές και τις "θυσίες" ήταν πρώτοι, η καρδιά τους όμως σερνόταν πίσω από τα άφωνα είδωλα και τις επιθυμίες της καρδιάς τους. Μετά απ’ αυτά ήταν βέβαιο ότι η μεγάλη συμφορά πάνω στο έθνος θα ερχόταν πολύ σύντομα (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23:26,27 – Ιερεμίας ΛΕ/35: 1 & 13-17 & ΜΔ/44: 15-18). ---

Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

«Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΙΟΣ».

 
       Ευαγγέλιον  «κατά Λουκάν», κεφ.  ΙΕ/15,   εδ.   25 – 32. 

25 Ήτο δε ο πρεσβύτερος αυτού υιός εν τω αγρώ και καθώς ερχόμενος επλησίασεν εις την οικίαν, ήκουσε συμφωνίαν και χορούς, 
26 και προσκαλέσας ένα των δούλων, ηρώτα τι είναι ταύτα. 
27 Ο δε είπε προς αυτόν ότι ο αδελφός σου ήλθε και έσφαξεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, διότι απήλαυσεν αυτόν υγιαίνοντα. 
28 Και ωργίσθη και δεν ήθελε να εισέλθη. Εξήλθε λοιπόν ο πατήρ αυτού και παρεκάλει αυτόν. 
29 Ο δε αποκριθείς είπε προς τον πατέρα· Ιδού, τόσα έτη σε δουλεύω, και ποτέ εντολήν σου δεν παρέβην, και εις εμέ ουδέ ερίφιον έδωκάς ποτέ διά να ευφρανθώ μετά των φίλων μου. 
30 Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έσφαξας δι' αυτόν τον μόσχον τον σιτευτόν. 
31 Ο δε είπε προς αυτόν Τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού είσαι, και πάντα τα εμά σα είναι· 
32 έπρεπε δε να ευφρανθώμεν και να χαρώμεν, διότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήτο και ανέζησε, και απολωλώς ήτο και ευρέθη. 

       ΣΧΟΛΙΑ: 
     Σ’ ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας γραμματείας, που είναι η «παραβολή του ασώτου υιού» (Λουκάς ΙΕ/15: 11-32) πέρα από το βαθύτατα πνευματικό περιεχόμενο, που μας αποκαλύπτει για το ποιος είναι αληθινά ο Θεός και τι ζητάει από εμάς, βλέπουμε μία μορφή που ο Χριστός μάς καλεί να την ψηλαφήσουμε με πολύ μεγάλη προσοχή. Πρόκειται για τον «πρεσβύτερο υιό» της οικογένειας. 
     Πολλές φορές ίσως να μοιάζουμε, ως πιστοί, με τον άνθρωπο αυτόν. Έχοντας τη βεβαιότητα ότι είμαστε πάντοτε δίπλα στο Θεό, τον οποίο αναγνωρίζουμε και αποκαλούμε «Πατέρα μας» (Ματθαίος ΚΓ/23: 9), έρχεται η στιγμή που διαπιστώνουμε ότι η αγάπη του Θεού δεν περιορίζεται στην ηθική μας ή την υπακοή μας ή το δίκιο μας, αλλά είναι μία ασύλληπτη αγάπη που απλώνεται σε όλους τους τομείς της ύπαρξής μας, ανεξαρτήτως έργων, κοινωνίας κλπ. Για όποιον πιστεύει σ’ ένα Θεό που αποβλέπει σε αυστηρούς «νόμους», που δε δίνει ευκαιρίες στους ανθρώπους όταν κάνουν λάθη, όταν ενεργούν άστοχα, όταν Τον περιφρονούν, ακόμα και όταν φεύγουν από κοντά Του, φαίνεται σκανδαλώδης αυτή η αγάπη και έξω από κάθε πραγματικότητα. 

       Ας παρατηρήσουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά που εξελίσσονται. Μπορεί μετά τη μετάνοια και επιστροφή του, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος της παραβολής (η δημοσίευση έγινε 02-03-2012) να σταμάτησε το δράμα του αποστατημένου υιού, όχι όμως και το οικογενειακό δράμα, αφού μια τελευταία πράξη του, πολύ ανέλπιστη παίχτηκε γύρω από το τραπέζι της χαράς, που έστησε ο πατέρας, για να γιορτάσουν όλοι μαζί την επιστροφή του χαμένου του παιδιού. 
        Ο πρεσβύτερος υιός ζει με την βεβαιότητα ότι μόνον αυτός έχει θέση στην καρδιά του Πατέρα και για το σκοπό αυτό εργάζεται σκληρά, για να φανεί αντάξιος της αποκλειστικότητάς του, την οποία όπως πιστεύει, δικαιούται για τον εαυτό του. Καθώς επιστρέφει από την εργασία του και παρατηρεί τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του, το οικοδόμημα που έχει χτίσει μέσα του με κέντρο τον εαυτό του, σταδιακά καταρρέει. 
          «και οργίσθη και δεν ήθελε να εισέλθει». 
     Καθώς η γιορτή έχει φουντώσει και όλοι με μεγάλη χαρά γιορτάζουν την επιστροφή του μικρότερου παιδιού της οικογένειας και τη λήξη της περιπέτειάς του, φτάνει στο σπίτι, επιστρέφοντας από τη δουλειά, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας και βρίσκει το σπίτι κυριολεκτικά να «καίγεται» από τα φώτα, τους χορούς (χορωδίες) και τις μουσικές. Έκπληκτος ρωτάει έναν από τους δούλους για να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει. Αμέσως έμαθε ότι ο χαμένος αδελφός του είχε γυρίσει μετανοημένος στο σπίτι τους και ο πατέρας από τη μεγάλη του χαρά έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι και ξεκίνησε μια μεγάλη γιορτή, για να γιορτάσει την επιστροφή του γιου του. 
        Όταν άκουσε τούτα τα λόγια από το δούλο της οικογένειας, οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει μέσα στο σπίτι, που γινόταν το τραπέζι της χαράς. Ένας ολόκληρος κόσμος τακτοποιημένος σε «καλούπια» ανθρώπινης ηθικής γκρεμίστηκε μέσα του. Ζούσε δίπλα σ’ έναν πατέρα που ποτέ δε μπόρεσε να τον καταλάβει. Όλο του το ενδιαφέρον ήταν στο κέρδος, το συμφέρον, η επιθυμία να γίνουν όλα δικά του. Η καρδιά του σκοτείνιασε, γέμισε από θυμό και αγανάκτηση, καθώς άκουσε τα νέα για το μικρότερο αδελφό του. Συμβαίνει άραγε αυτό αναμεταξύ μας; Ας σκεφτεί και ας απαντήσει ο καθένας για τον εαυτόν του. Ο Απ. Ιάκωβος, ο αδελφόθεος στην καθολική επιστολή του αναφέρει  μία χαρακτηριστική φράση την οποία δε θα πρέπει να παραβλέπουμε: "εις πολλά πταίομεν άπαντες" (Ιακώβου Γ/3: 2). Πολλές φορές αγανακτούμε και εκφράζουμε παράπονα, όπως «Γιατί ευλόγησες εκείνον, εγώ έχω τα δικαιώματα, γιατί έχω τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία, όχι αυτός που ήταν μακριά, που κατέφαγε, σπατάλησε, ντρόπιασε......». 
      Μάταια ο πατέρας θα βγει έξω για να εξηγήσει και να ηρεμήσει το μεγαλύτερο γιό του και να τον καλέσει να μπει κι αυτός μέσα στο τραπέζι της χαράς. Ο μεγάλος γιος πεισματικά αρνείται να μπει και μένει σκληρός και ανένδοτος. Αφήνει να βγουν από την ψυχή του όλα τα "απωθημένα του". Ένας μεγάλος θυμός τον έχει καταλάβει και ένα πικρό παράπονο έρχεται στα χείλη του, καθώς απευθύνεται στον πατέρα του: «Σε δούλεψα, ποτέ εντολή σου δεν παραβίασα και ποτέ δεν μου έδωσες, ούτε ένα κατσίκι να το φάω με τους φίλους μου, όμως σαν ήρθε ο γιος σου τούτος ο άσωτος, που κατέφαγε το βιός σου με τις πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν, το μόσχο τον σιτευτό». Πικρά, σκληρά λόγια δείχνουν ασπλαχνία, μεγάλη σκληρότητα, πείσμα, απαίτηση και πάνω απ’ όλα έλλειψη συγχωρητικότητας και αγάπης. Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός: "εάν δεν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ σας θέλει συγχωρήσει τα πταίσματά σας" (Ματθαίος Σ/6: 15). 
       Θα ήθελα να ξεχωρίσω και να επισημάνω μία φράση σε τούτα τα λόγια: "ποτέ δεν μου έδωσες, ούτε ένα κατσίκι να το φάω με τους φίλους μου". Αν ο πατέρας του έδινε και ένα και δύο και παραπάνω κατσίκια, με ποιους θα τα έτρωγε; Ο ίδιος ομολογεί με τους φίλους του, με τους δικούς του, με την παρέα του, με αυτούς που ταίριαζε και αγαπούσε. Η καρδιά όμως του πατέρα είναι διαφορετική. Τους καλεί όλους, τους θέλει όλους, τους αγαπάει όλους, τους περιμένει όλους και έχει για όλους ετοιμάσει τα καλύτερα. "έκαμε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς" (Λουκάς ΙΔ/14: 16). Αλήθεια ποιους καλούμε στο σπίτι μας, στη ζωή μας; Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός: "Και αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και αν αγαθοποιείτε εκείνους που σας αγαθοποιούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο" (Λουκάς Σ/6: 32, 33). 
      Ο μεγαλύτερος γιος δε δίνει καμία απολύτως σημασία στο μικρότερο αδελφό του. Δεν τον αποκαλεί καν αδερφό του, δεν είπε: "ο αδερφός μου", αλλά "ο υιός σου ούτος" (εδ. 30). Όλη η ανησυχία του επικεντρώνεται στα μοσχάρια, τα ρούχα και κυρίως στο δαχτυλίδι του Πατέρα. Είχε ξεχάσει τον αδελφό του και θα επιθυμούσε πάρα πολύ να τον είχε ξεχάσει και ο Πατέρας. Άραγε υπάρχει κάτι δικό μας σ' αυτό το σημείο της παραβολής; Ναι υπάρχει! Πόσες φορές δίνοντας προτεραιότητα στα εφήμερα πράγματα τούτης της ζωής, ξεχάσαμε τον αδελφό μας, ξεχάσαμε τον "πλησίον" μας (Λουκάς Ι/10: 25-37), το συνάνθρωπό μας, δεν προσέξαμε, δε δώσαμε σημασία, δε χαρήκαμε γι' αυτόν, δεν τον καλοδεχτήκαμε, δεν τον αγαπήσαμε. Ο Χριστός, σε αντίθεση με τη δική μας συμπεριφορά, δε μας ξέχασε και δε μας εγκατέλειψε μέσα στην αμαρτία και τον αιώνιο θάνατο που βρισκόμαστε. «Πατέρα, είπε θα πεθάνω Εγώ γι' αυτούς και θα πληρώσω για τις αμαρτίες τους» (Εβραίους Ι/10: 7). 
        Αφού λοιπόν ο μεγάλος γιος της οικογένειας αρνείται να μπει μέσα, ας βγούμε εμείς έξω και ας τον πλησιάσουμε, προσέχοντας ιδιαίτερα να μην τον αδικήσουμε με εύκολα και ρηχά συμπεράσματα. Καθώς τον παρατηρούμε, συναντάμε έναν άνθρωπο πάνω απ' όλα τίμιο, ηθικό, αξιοπρεπή. Ποτέ δεν πήγε με πόρνες, ούτε συναναστράφηκε με μέθυσους ή άλλους ανήθικους παραβάτες. Θεωρείται «μακάριος» διότι ουδέποτε «περιεπάτησεν εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών δεν εστάθη, και επί καθέδρας χλευαστών δεν εκάθησεν» (Ψαλμός Α/1: 1). Ήταν ένας άνθρωπος σωστός, τυπικός, σοβαρός, αξιοπρεπής, μετρημένος στις εκδηλώσεις του, εργατικός, που κράτησε και αξιοποίησε με την εργασία του το μερίδιό του από την πατρική του περιουσία. 
     Με μια γρήγορη ματιά φαίνεται ο άνθρωπος αυτός να τα κάνει όλα σωστά. Προσεύχεται, πάει στην εκκλησία, διαβάζει το Λόγο του Θεού, τον κηρύττει  και έχει προσφέρει ένα σημαντικό έργο μέσα από την πολύχρονη διακονία του. Από μία εξωτερική παρατήρηση και προσέγγιση θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι το υπόδειγμα ενός πνευματικού ανθρώπου. Όμως, παρ' όλα τα προσόντα που αναφέραμε, παρατηρούμε ότι στην κυριολεξία μέσα στα βάθη της καρδιάς του είναι ένας χαμένος και συγχυσμένος πνευματικά. Είναι και αυτός ένα "απολωλός πρόβατο". Ενώ πιστεύει ότι υπηρετεί το Θεό, από την άλλη δε γνωρίζει την Αγάπη και το Έλεος Του. Η σχέση του με τον πατέρα βασίζεται στην τήρηση κάποιων αυστηρών νόμων, κανόνων και διατάξεων και όχι σε μια αγαθή, στενή, πνευματική σχέση αγάπης και λατρείας. Αλήθεια μπορεί να είναι κάποιος μέσα στο σπίτι του Πατέρα (εκκλησία) και να είναι χαμένος; Ναι, γιατί πολλές φορές είναι τυφλωμένος από τα τυπικά "θρησκευτικά" του έργα και νομίζει πως εκτελώντας όλα αυτά έχει προσφέρει πολύ μεγάλη υπηρεσία στο Θεό. Τούτος ο άνθρωπος ένα δρόμο γνώριζε και αυτόν ακολουθούσε καθημερινά στη ζωή του, από το σπίτι στη δουλειά και αντίθετα. Είχε εργαστεί και είχε προσφέρει ένα πολύ σημαντικό έργο μέσα στο σπίτι του πατέρα. Με τα μέτρα της δικής μας ηθικής θα λέγαμε ότι ήταν ένας σωστός, τυπικός και υποδειγματικός πολίτης. Δεν έλειψε ποτέ δίπλα από τον Πατέρα και ήταν το στήριγμά του σε όλη εκείνη την περίοδο, που ο μικρότερος υιός είχε φύγει μακριά του. Πολλές φορές τα "θρησκευτικά" μας έργα μας επαναπαύουν και νομίζουμε ότι είμαστε τακτοποιημένοι με το Θεό. 
      Τούτη τη φορά γίνεται μάρτυρας ενός φαινόμενου, το οποίο ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα συνέβαινε, να γίνεται τόσο μεγάλη χαρά για έναν αμαρτωλό, για έναν άσωτο που ντρόπιασε τον πατέρα του και σπατάλησε την περιουσία του!!! Αυτό του είναι αδιανόητο, δεν το χωράει ο νους του και γι' αυτό αρνείται να συμμετάσχει. Δεν ήταν μόνον ο θυμός, δεν ήταν μόνον το μίσος, δεν ήταν η αγανάκτηση που τον κράτησαν καθηλωμένο έξω από το σπίτι, ήταν η μεγάλη του έκπληξη, που δεν τον άφησε να προχωρήσει, για να μπει μέσα. Γι’ αυτόν ήταν κάτι αδιανόητο, που πραγματικά τον γέμιζε με φρίκη και αγανάκτηση, το θεωρούσε πολύ μεγάλη αδικία να στρωθεί ένα τόσο μεγάλο τραπέζι υποδοχής για εκείνον το βρωμερό άνθρωπο που είχε προσβάλει το όνομά τους, που είχε κατασπαταλήσει την περιουσία του με τις πόρνες. 
      Ένας έντονος διάλογος γίνεται μεταξύ του Πατέρα και του γιου. "Παιδί μου", λέει ο Πατέρας……, "σε δούλεψα" λέει ο υιός, "ποτέ εντολή σου δεν παρέβηκα και ποτέ δε μου έδωσες ούτε ένα κατσίκι να το φάω με τους φίλους μου. Σαν όμως ο γιος σου τούτος, ο άσωτος, που κατέφαγε το βιό σου με τις πόρνες ήρθε, έσφαξες γι’ αυτόν το μόσχο τον σιτευτόν". Πρόκειται για πικρά λόγια, σκληρά, που δείχνουν ασπλαχνία, αχαριστία, σκληρότητα, θυμό, πείσμα, απαίτηση. Από την άλλη η κριτική, τα παράπονα μέσα στην Εκκλησία του Θεού, ποτέ δεν έλλειψαν. "αυτός" όχι "ο αδελφός" μου, που τον ευλογείς, που του έχεις αναθέσει την (τάδε) υπηρεσία, ενώ εγώ με τόσα χρόνια προσφοράς και ενσυνείδητης εργασίας,  δεν έχω λάβει απάντηση. Κριτική στον αδελφό ακόμα και στο Θεό. Δεν είναι αδελφός μου, είναι δικό σου γιός. Παρατηρούμε πολλές φορές και εκφράζουμε κρίσεις: "Πώς ήρθε αυτός ο νέος έτσι μέσα στην εκκλησία, τι φόραγε, πώς μίλησε, πώς καθόταν....." Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός: "μη κρίνετε, και δεν θέλετε κριθή, μη καταδικάζετε και δεν θέλετε καταδικασθή, συγχωρείτε, και θέλετε συγχωρηθή" (Λουκάς Σ/6: 37). Πόσο μακριά βρίσκεται ο άνθρωπος, που ζητάει να δικαιωθεί από τα έργα του και την τήρηση των εντολών του Νόμου, από τη χαρά του ουρανού! Αδυνατεί να καταλάβει τη λογική της αγάπης. Κατηγορηματικός ο Απόστολος Παύλος: «εάν η δικαίωση γίνεται διά του νόμου, άρα ο Χριστός εις μάτην απέθανεν» (Γαλάτας Β/2: 21). Εάν ο άνθρωπος μπορούσε να σωθεί με τα έργα του, τότε ο Χριστός μάταια πέθανε. 
       Ο άνθρωπος αυτός στηρίζεται στο "γράμμα" του Νόμου (Β' Κορινθίους Γ/3: 6), που απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία του "πεισματώδη και απειθή υιού". Αυτό άλλωστε προέβλεπε και ο Μωσαϊκός Νόμος (Δευτερονόμιο ΚΑ/21: 18-20) και αδυνατεί να καταλάβει τη Χάρη του Θεού προς τον μετανοημένο αμαρτωλό, το Έλεος του Θεού για όσους ειλικρινά Τον επικαλούνται, την Αγάπη του Θεού που επιβάλει να χαρεί κανείς στην ανεύρεση του «χαμένου πρόβατου» (Λουκάς ΙΕ/15: 6). Ένας "χαμένος θησαυρός" (Ματθαίος ΙΓ/13: 44) είναι ο άνθρωπος για το Θεό. Εμείς αξιολογούμε τους ανθρώπους ανάλογα με την εμφάνιση, την κοινωνική τους θέση, τη νοημοσύνη, την οικονομική τους επιφάνεια και τόσα άλλα ευτελή κριτήρια. Μόνον ο δημιουργός που έφτιαξε τον άνθρωπο, "κατ’ εικόναν Αυτού", ξέρει την αξία του κάθε ανθρώπου. Να γιατί χαίρεται ο ουρανός για τη σωτηρία μίας πολύτιμης ψυχής. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Χαρά μεγάλη γίνεται στον Ουρανό για ένα αμαρτωλό που μετανοεί» (Λουκάς ΙΕ/15: 7-10). 
      Τούτος ο μεγαλύτερος αδελφός, καθώς στέκεται έξω από το τραπέζι της χαράς, μένει στη σκιά και ζει το δικό του δράμα, καθώς χάνει την εμπειρία της μεγάλης γιορτής, της αγκαλιάς του πατέρα. Δε γελάει, δε χαίρεται για τη σωτηρία του αμαρτωλού και δε ζητάει και ο ίδιος τη σωτηρία του γιατί δε νοιώθει καμία ανάγκη για να σωθεί. Αντίθετα νομίζει ότι είναι τακτοποιημένος με το Θεό και μάλιστα, με όλα αυτά που έχει προσφέρει μέσα στον οίκο του Θεού, θεωρεί ότι ο Θεός του οφείλει και από πάνω και μάλιστα πολλά. Δε φροντίζει να έχει κάποια ιδιαίτερη προσωπική - εσωτερική - σχέση αγάπης με τον πατέρα, απλά κάνει ό,τι ορίζει "το γράμμα" του Νόμου. Εξαντλεί όλη του τη σχέση δουλεύοντας και υπακούοντας στις εντολές Του. Νομίζει ότι επειδή μένει μέσα στον οίκο του πατέρα και δεν κοιμάται με τις πόρνες και δεν τρώει με τα γουρούνια, όπως έκανε ο μικρότερος αδελφός του, είναι πολύ καλός. "Ευχαριστώ σοι, Θεέ, ότι δεν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και καθώς ούτος ο τελώνης" (Λουκάς ΙΗ/18: 11). Όλων μας η ζωή είναι καλύτερη, αν αρχίσουμε να τη συγκρίνουμε με τη ζωή κάποιων άλλων ανθρώπων που εμείς επιλέγουμε. 
    Πρόκειται για έναν άνθρωπο ανίκανο να δημιουργήσει γνήσιες σχέσεις, έναν άνθρωπο σκληρόκαρδο, εγωιστή, που αρνείται ν’ αγαπήσει, να υποταχθεί, ν’ αγκαλιάσει…. Απέναντι σε μια τέτοια στάση ζωής ο Πατέρας απαντά με απίστευτη τρυφερότητα, με πολύ μεγάλη διάκριση: «Παιδί μου, όλα όσα έχω είναι δικά σου» επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά ότι κανένας δε μπορεί να του στερήσει τα δικαιώματα που κατέχει και πάνω απ’ όλα την πατρική αγάπη. Η αγάπη δεν έχει όρια, δε γνωρίζει σύνορα, είναι ανεξάντλητη. Παιδί μου… «έπρεπε να χαρείς γιατί ο αδερφός σου νεκρός ήταν και αναστήθηκε, χαμένος και βρέθηκε», υπενθυμίζοντάς του ότι η αδελφική σχέση δε διαγράφεται, ότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορινθίους ΙΓ/13: 8) και θα πρέπει πάντοτε να στέκεται στο υψηλότερο επίπεδο, να μπαίνει πάνω απ’ όλα. 
       Ο μεγαλύτερος γιος δε φαίνεται ν' αντιλαμβάνεται όλα τούτα και τη μόνη λογική που καταλαβαίνει είναι να δείχνει τα ροζιασμένα χέρια του στον Πατέρα και να του λέει: «σε δούλεψα….». Είναι αυστηρός και στηρίζεται στη δική του δικαιοσύνη, που την προβάλει με περηφάνια. Είναι η εικόνα του θρησκευόμενου, του αυτοδικαιούμενου ανθρώπου. Θρησκεία είναι η αυτοδικαίωση του ανθρώπου με τα έργα του, μέσα από την τήρηση κάποιων νόμων ή κανόνων. Η δικαιοσύνη του Θεού δεν έχει να κάνει με έργα ή την τήρηση κάποιων κανόνων ή νόμων, αλλά έχει να κάνει με το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου. "ο άνθρωπος βλέπει το φαινόμενον, ο δε Κύριος βλέπει την καρδίαν" (Α' Σαμουήλ ΙΣ/16: 7). Ο Θεός θέλει να πάρει την "πέτρινη" καρδιά μας, που μισεί τον αδερφό μας και να μας δώσει μια νέα καρδιά, που θα εκφράζει ένα "νέο πνεύμα" (Ιεζεκιήλ ΛΣ/36: 26). Τ' ανθρώπινα "θρησκευτικά έργα" δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία εσωτερική, πνευματική σχέση με το Θεό. Δε μπορεί ο άνθρωπος μέσα απ' αυτά να χαρεί, να νοιώσει αγάπη για τον αδερφό του, να περπατήσει μαζί με το Θεό, να συμμετέχει στις μεγάλες γιορτές που κάνει Αυτός για να τιμήσει τους δικούς Του. Ο μεγαλύτερος αδελφός δεν έχει καμία εμπειρία γιορτής, αγκαλιάς με τον πατέρα, με αποτέλεσμα να μη νιώθει καμία ευχαρίστηση. Οι άνθρωποι αυτοί περπατούν με το Θεό από φόβο για να μην καταλήξουν στην κόλαση, όμως δεν είναι αυτή η σχέση που θέλει να έχει ο Θεός με τα παιδιά Του. Δε θέλει μια σχέση: "Κύριε, Κύριε" (Ματθαίος Ζ/7: 21), αλλά θέλει μια σχέση "εν πνεύματι και αληθεία" (Ιωάννης Δ/4: 23). 
      Ο Ιησούς Χριστός όλους αυτούς που στηρίζονταν στα έργα και δεν ήθελαν να έχουν μια στενή πνευματική σχέση μαζί Του, τους αναγνώρισε στο πρόσωπο όλων εκείνων των Φαρισαίων και Σαδουκαίων, των Γραμματέων και των Πρεσβυτέρων του λαού. Πίστευαν ότι προσέφεραν εκδούλευση στο Θεό με το να είναι θρησκευόμενοι (Λουκάς ΙΗ/18: 10–14). Να εφαρμόζουν τους τύπους και τους νόμους της θρησκείας τους και μέσα απ’ όλα αυτά να είναι διδάσκαλοι των άλλων ανθρώπων. Ο Κύριος, αφού τους αποκάλεσε "τυφλούς, οδηγούς τυφλών" τους εξήγησε πού θα καταλήξουν: "τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθρον θέλουσι πέσει" (Ματθαίος ΙΕ/15: 14).
       Περιφρονούσαν τον Ιησού, γιατί έφερνε ένα παράξενο γι’ αυτούς μήνυμα. Έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός (Ρωμαίους Γ/3: 23) και ως εκ τούτου έχει ανάγκη σωτηρίας. Δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα του και αυτό δεν τους άρεσε, γιατί αυτοί εκεί στηρίζονταν στα δικά τους ψεύτικα, υποκριτικά έργα. Έκαναν τους θρησκευόμενους, αλλά στην ουσία, όπως τους χαρακτήρισε και ο Κύριος, ήταν «τάφοι ασβεστωμένοι» (Ματθαίος ΚΓ/23: 27) και τίποτα άλλο. Φρόντιζαν να καθαρίζουν το «έξωθεν του ποτηρίου» (Λουκάς ΙΑ/11: 39), για να τους βλέπουν οι άνθρωποι, ενώ μέσα τους ήταν βρώμικοι, πονηροί και άρπαγες. 
      Με τη σκληρή, άκαρδη και κακή συμπεριφορά του ο πρεσβύτερος γιος αδίκησε τον Πατέρα του, γιατί δεν μπόρεσε να τον καταλάβει. Ο πατέρας είχε αγάπη, είχε μεγάλη καρδιά. Τούτη την αγάπη δεν μπόρεσε να την καταλάβει ο μεγαλύτερος γιος και με τα σκληρά του λόγια τον πίκρανε, τον πλήγωσε. Πόσες φορές δεν μπορούμε να καταλάβουμε τα σχέδια του Θεού μέσα στη ζωή μας. Η αιτία που δεν τα καταλαβαίνουμε είναι ότι παραμένουμε απ’ έξω. Είναι ανάγκη να έρθουμε πιο κοντά στο Θεό, να μπούμε μέσα, να καθίσουμε στο πατρικό τραπέζι και είναι βέβαιο ότι ο Θεός θα μας εξηγήσει όλα τα σχέδιά Του για τη ζωή μας. 
       Ο πρεσβύτερος γιός με τη συμπεριφορά του αδίκησε τον πατέρα του, αδίκησε όμως και τον αδελφό και μάλιστα στην πιο δύσκολη ώρα της ζωής του. Η πιο δύσκολη ώρα για το νεότερο γιο δεν ήταν, όταν ήταν όταν βρισκόταν μέσα στα γουρούνια, εκείνη τη θέση την άξιζε. Η πιο δύσκολη ώρα ήταν τώρα που βρέθηκε να κάθεται στο τραπέζι, δίπλα στον Πατέρα του, γιατί ήξερε ότι τη θέση αυτή δεν την άξιζε. Μέσα σε κείνο το λαμπρό περιβάλλον είναι βέβαιο ότι αισθάνθηκε πιο βαριά την ενοχή του. Αισθάνθηκε ξένος στο σπίτι του πατέρα του. Τούτη την ώρα είχε μεγάλη ανάγκη από λίγη συμπάθεια, από λίγη ενθάρρυνση, είχε ανάγκη από δυο λόγια αγάπης. Όμως αντί να πάρει αυτό που είχε ανάγκη, άκουσε από τη μισάνοιχτη πόρτα τα σκληρά και άκαρδα λόγια του αδελφού του. 
     Υπάρχουν άνθρωποι που μόλις τώρα γνώρισαν την αγάπη του Θεού, γνώρισαν το Χριστό και τη σωτηρία που Αυτός προσφέρει, δωρεάν, "κατά χάριν" (Εφεσίους Β/2: 8), άνθρωποι, που ακόμα μυρίζουν από την οσμή των χοίρων και τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας. Πλούσιο το τραπέζι που έστρωσε ο πατέρας, για να τους υποδεχθεί, όμως το περιβάλλον (που είμαι εγώ και συ), πολύ ξένο και αφιλόξενο. Στέκεται η ψυχή δίπλα μας συντετριμμένη και "πεινάει" για λίγα λόγια συμπάθειας, για λίγη συντροφιά, για δυο λόγια αγάπης, φιλίας, ενθάρρυνσης. Εκείνη την ώρα περνά από μπροστά ο μεγαλύτερος αδελφός, ο άνθρωπος που έχει πολλά χρόνια στην πίστη, με πολύ μεγάλη δράση μέσα στην εκκλησία, ο άνθρωπος που τον χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα από τους πλησιέστερους "χοίρους" και στέκεται αδιάφορος. Ίσως τα σκληρά λόγια του μεγαλύτερου αδελφού να είναι πολύ καλύτερα από την παγερή αδιαφορία, που πολλές φορές δείχνουμε. 
       Τι άλλο να πει κανείς για τούτο το μεγάλο γιο! Αδίκησε τον πατέρα του, αδίκησε τον αδελφό του, όμως πιο πολύ από κάθε άλλον αδίκησε τον εαυτόν του. "Κάθισε δίπλα στον αδελφό σου, γνώρισέ τον, βοήθησέ τον και δίνοντάς του θα πάρεις και συ πολλά πράγματα που έχεις ανάγκη". Τούτος ο γιος έμεινε σκληρός, αλύγιστος στη δική του δικαιοσύνη και δε θέλησε να μπει στο σπίτι της χαράς. Ένα συμπέρασμα βγαίνει απ’ όλα αυτά. Ας μη στηριζόμαστε στη δική μας δικαιοσύνη, στα δικά μας έργα, στις δικές μας προσπάθειες. Ας μην προσπαθούμε να αυτοδικαιωθούμε, όπως ο Φαρισαίος μπροστά στο ιερό (Λουκάς ΙΗ/18: 10-14), όπως τούτος ο μεγαλύτερος γιος της ιστορίας μας. Ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει: "Ας γίνει γνωστή η επιείκειά μας σε όλους" (Φιλιππησίους Δ/4: 5). Ας καταλάβουμε ότι μπροστά στο Θεό είμαστε τόσο αμαρτωλοί και χαμένοι, όσο ο ληστής και η πόρνη. Όλοι έχουμε ανάγκη από ένα Σωτήρα. Αυτόν το Σωτήρα τον έδωσε ο ουρανός (Γαλάτας Δ/4: 4), είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού. Ας Τον δεχθούμε, ας Τον πιστέψουμε, ας Τον ομολογήσουμε, ας στηριχτούμε στο Έργο, που Εκείνος έκανε πάνω στο σταυρό για τη δική μας σωτηρία. Εν κατακλείδι, ας πλησιάσουμε το Θεό, ας μπούμε στο τραπέζι της χαράς και της ευφροσύνης, που ο Πατέρας Θεός έχει ετοιμάσει για τον καθένα από μας (Λουκάς ΙΒ/12: 37). Ο πατέρας μας περιμένει, αγωνιά για μας, "θέλει πάντες να σωθούν και να έρθουν εις επίγνωσιν" (Α΄ Τιμοθέου Β/2: 4). 

        ΕΠΙΛΟΓΟΣ: 
      Την παρούσα παραβολή την αναφέρουμε ως "η παραβολή του ασώτου", όμως όπως φαίνεται από την εξιστόρηση των γεγονότων τούτοι οι γιοί ήταν και οι δύο άσωτοι. Όλοι οι άνθρωποι είναι άσωτοι. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει: "πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού" (Ρωμαίους Γ/3: 23. O νεότερος γιος έδειχνε με κάθε τρόπο την ασωτία του και την πρόβαλε, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός την πραγματική φτωχή πνευματική του κατάσταση την έκρυβε κάτω από μια δήθεν αξιοπρεπή εμφάνιση στην πατρική στέγη. Θέλοντας να χαρακτηρίσει ο Κύριος αυτή την κατηγορία των ανθρώπων ανέφερε: "έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής" (Β' Τιμοθέου Γ/3: 5). 
      Και οι δύο λοιπόν γιοί ήταν άσωτοι και των δύο η καρδιά ήταν πολύ μακριά από την καρδιά του Πατέρα και οι δύο έδειξαν πόσο λίγο αγαπούσαν και υπολόγιζαν τον Πατέρα τους. Ο μεν νεότερος το έδειξε όταν ζήτησε την κληρονομιά του, ενώ ο πατέρας ήταν εν ζωή, ο δε πρεσβύτερος όταν μίλησε με τόσο σκληρά λόγια για τον αδελφό του που είχε επιστρέψει μετανιωμένος. 
      Και οι δύο ήταν άσωτοι και συνεπώς και οι δύο ήταν χαμένοι, όμως ο ένας απ' αυτούς μετάνιωσε για την ασωτία του, για την αμαρτωλή του ζωή, αναγνώρισε την αναξιότητά του και ταπεινώθηκε μπροστά στον Πατέρα του και έτσι αξιώθηκε να λάβει το φιλί της πατρικής αγάπης και συγχώρησης, να λάβει τη σωτηρία του. Ο άλλος, ο θρησκευόμενος, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει πολύ καλά το Νόμο του Θεού και υπηρετούσε μέσα στον οίκο Του, δεν είχε καταλάβει το βάθος της καρδιάς του Θεού, που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έρθουν σε μετάνοια, που τους αγαπάει όλους, που τους καλεί όλους, που τους θέλει όλους κοντά Του. Ο άνθρωπος αυτός μένοντας σκληρός, αμετανόητος προβάλλοντας τα "θρησκευτικά" του έργα, δείχνοντας αδιαφορία και παντελή έλλειψη συχωρητικότητας και αγάπης για τον αδελφό του τελικά μένει έξω από το τραπέζι της χαράς.
 
       Ας είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί "άσωτοι" δεν υπάρχουν μόνον "στη χώρα στης ασωτίας", υπάρχουν παντού και γύρω μας, ακόμα και μέσα στην Εκκλησία. Πρόκειται για ανθρώπους που ζουν μία φαινομενικά αξιοπρεπή, ηθική και ανεπίληπτη ζωή, όμως η καρδιά τους είναι πολύ μακριά από την καρδιά του πατέρα.---