Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. (Α΄ ΜΕΡΟΣ).

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. 

Α΄ ΜΕΡΟΣ 

21 Τότε εκάλεσεν ο Μωυσής πάντας τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και είπε προς αυτούς, Εκλέξατε και λάβετε εις εαυτούς εν αρνίον, κατά τας οικογενείας σας, και θύσατε το πάσχα 
22 έπειτα θέλετε λάβει δέσμην υσσώπου και θέλετε εμβάψει αυτήν εις το αίμα, το οποίον θέλει είσθαι εις λεκάνην· και από του αίματος του εν τη λεκάνη θέλετε κτυπήσει το ανώφλιον και τους δύο παραστάτας των θυρών· και ουδείς από σας θέλει εξέλθει εκ της θύρας της οικίας αυτού έως το πρωΐ
23 διότι ο Κύριος θέλει περάσει διά να πατάξη τους Αιγυπτίους· και όταν ίδη το αίμα επί το ανώφλιον και επί τους δύο παραστάτας, ο Κύριος θέλει παρατρέξει την θύραν, και δεν θέλει αφήσει τον εξολοθρευτήν να εισέλθη εις τας οικίας σας, διά να πατάξη. 
24 Και θέλετε φυλάξει το πράγμα τούτο ως νόμον, εις σεαυτόν και εις τους υιούς σου, έως αιώνος. 
25 Και όταν εισέλθητε εις την γην, την οποίαν ο Κύριος θέλει σας δώσει καθώς ελάλησε, θέλετε φυλάξει την λατρείαν ταύτην. 
26 Και όταν σας λέγωσιν οι υιοί σας, Τι σημαίνει εις εσάς η λατρεία αύτη; 
27 θέλετε αποκρίνεσθαι, Τούτο είναι θυσία του πάσχα εις τον Κύριον, διότι παρέτρεξε τας οικίας των υιών Ισραήλ εν Αιγύπτω, ότε επάταξε τους Αιγυπτίους και έσωσε τας οικίας ημών. Τότε ο λαός κύψας προσεκύνησε. 
28 Και αναχωρήσαντες οι υιοί Ισραήλ, έκαμον καθώς προσέταξεν ο Κύριος εις τον Μωϋσήν και τον Ααρών· ούτως έκαμον. 
29 Κατά δε το μεσονύκτιον ο Κύριος επάταξε παν πρωτότοκον εν τη γη της Αιγύπτου· από του πρωτοτόκου του Φαραώ όστις κάθηται επί του θρόνου αυτού, έως του πρωτοτόκου του αιχμαλώτου του εν τω δεσμωτηρίω· και πάντα τα πρωτότοκα των κτηνών. 
30 Και εσηκώθη ο Φαραώ την νύκτα, αυτός και πάντες οι θεράποντες αυτού και πάντες οι Αιγύπτιοι· και έγεινε βοή μεγάλη εν τη Αιγύπτω· διότι δεν ήτο οικία εις την οποίαν δεν υπήρχε νεκρός. 
31 Και εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών διά νυκτός και είπε, Σηκώθητε, εξέλθετε εκ μέσου του λαού μου και σεις και οι υιοί του Ισραήλ· και υπάγετε, λατρεύσατε τον Κύριον, καθώς είπετε· 
32 και τα ποίμνιά σας και τας αγέλας σας λάβετε, καθώς είπετε, και απέλθετε· ευλογήσατε δε και εμέ.
33 Και εβίαζον οι Αιγύπτιοι τον λαόν διά να εκβάλωσιν αυτόν ταχέως εκ του τόπου· διότι είπον, Ημείς πάντες αποθνήσκομεν. 

         ΣΧΟΛΙΑ:
     «Και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεση Β/2: 7). 
      Ο λόγος του Θεού αναφέρει ότι για όλα τα δημιουργήματά Του ο Θεός «είπε και έγιναν», για τον άνθρωπο έσκυψε κάτω στη γη, πήρε χώμα και με τα ίδια Του τα χέρια τον έπλασε. Όταν ολοκλήρωσε την πλάση ο άνθρωπος, ήταν ένα άγαλμα και στο άγαλμα αυτό ο Θεός «ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής και έγινε ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Στο βιβλίο του ο «Ιώβ» αναφέρει: «Το Πνεύμα του Θεού με έκαμε και η πνοή του Παντοδυνάμου με εζωοποίησεν» (ΛΓ/33: 4). Συνεπώς ο άνθρωπος από τη γέννησή του φέρει μέσα του ένα στοιχείο που είναι δοσμένο από το Θεό, την ψυχή, η οποία δεν πεθαίνει, δεν τελειώνει, δεν εκμηδενίζεται αλλά ζει αιώνια. Ο λόγος του Θεού διακηρύττει ότι μια μέρα «θα επιστρέψη το χώμα εις την γην, καθώς ήτο, και το πνεύμα θα επιστρέψη εις τον Θεόν, όστις έδωκεν αυτό» (Εκκλησιαστής ΙΒ/12: 7). Έτσι ο άνθρωπος απέκτησε πνεύμα, δοσμένο από το Θεό με το οποίο επικοινωνεί μ’ Αυτόν και απολαμβάνει τα δώρα Του. 

     «Προσέταξε δε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ' αυτού διότι καθ' ην ημέραν φάγης απ' αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γένεση Β/2: 16-17). 
     Η απαγόρευση να μη φάνε από «το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού» δόθηκε κατευθείαν από το Θεό στον Αδάμ. Η Εύα δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί, όταν ο Θεός μίλησε στον Αδάμ για τον απαγορευμένο καρπό. Καθώς ο Αδάμ μίλησε στην Εύα για την εντολή αυτή του Θεού, θα έπρεπε να εμπιστευθεί τον Αδάμ και να την εφαρμόσει. Το ερώτημα είναι γιατί ο Θεός έβαλε «το ξύλο της γνώσης του καλού και του κακού» μέσα στον Παράδεισο; Και γιατί δεν επέτρεψε στον Αδάμ να φάει απ’ αυτό; Το έκανε ασφαλώς, για να μάθει ο άνθρωπος να υπακούει στο Θεό και όχι στον εαυτόν του, να είναι εγκρατής και να Τον εμπιστεύεται. Ο Θεός ήθελε ο Αδάμ να είναι ευτυχισμένος και αυτό μπορεί να γίνει μόνον μέσα από την υπακοή στο Δημιουργό. Όταν ο Αδάμ έφαγε από τον καρπό, δεν πέθανε αμέσως από φυσικό θάνατο, πάραυτα όμως αποχωρίστηκε – αποκόπηκε - από το Θεό και έγινε πνευματικά νεκρός. Ο άνθρωπος είναι νεκρός ως προς το Θεό, λόγω της αμαρτίας και μπορεί να ζωοποιηθεί μόνον δια Ιησού Χριστού (Εφεσίους Β/2: 5). Στην καθημερινή μας ζωή πάντα θα υπάρχει μπροστά μας "το δένδρο της ζωής" που είναι ο Χριστός και «το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού», που συνιστά μια σαρκική, εγωκεντρική ζωή, μακριά από το Δημιουργό της. Πάντα θα υπάρχει μπροστά μας ο Χριστός και δίπλα ο Βαραββάς και εμείς καλούμαστε να εκλέξουμε, σύμφωνα με την ελευθερία που ο Θεός μας έχει δώσει. Κάθε μας επιλογή έχει και τις συνέπειές της. Ένα είναι βέβαιο, ότι ο άνθρωπος που θα επιλέξει την ανυπακοή στο Θεό, θα υποστεί πνευματικό θάνατο και στην αιωνιότητα θα ζήσει μακριά από το Θεό, που σημαίνει κόλαση.

    "Και είπε Κύριος ο Θεός, Δεν είναι καλόν να ήναι ο άνθρωπος μόνος θέλω κάμει εις αυτόν βοηθόν όμοιον με αυτόν" (Γένεση Β/2: 18).
    Την έκτη ημέρα ο Θεός, την ίδια μέρα με τη δημιουργία του Αδάμ, διαπίστωσε ότι δεν ήταν καλό να ζει ο άνθρωπος μόνος του. Είχε ανάγκη από κάποιο άλλο πρόσωπο που να του μοιάζει, ώστε να μπορεί να μοιραστεί τα πάντα μαζί του, ελπίδες, χαρές, λύπες, συναισθήματα της ζωής κλπ. Από την αφήγηση του Λόγου του Θεού φαίνεται ότι ο αρχικός σκοπός του Θεού ήταν να είναι ο άνδρας η κεφαλή της οικογένειας και η γυναίκα, ως βοηθός, να υποτάσσεται σ' αυτόν. 

    «Και επέβαλε Κύριος ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και εκοιμήθη και έλαβε μίαν εκ των πλευρών αυτού και έκλεισε με σάρκα τον τόπον αυτής. Και κατεσκεύασε Κύριος ο Θεός την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα..." (εδ. 21, 22). 
       Ο Θεός επέφερε έκσταση στον Αδάμ, έλαβε από την πλευρά του και έφτιαξε τη γυναίκα. Στο τέλος της ημέρας ο Θεός, καθώς επέβλεψε στη δημιουργία Του, διαπίστωσε ότι όλα ήταν «καλά λίαν» (Γένεση Α/1: 31). Οι πρώτοι άνθρωποι, ο Αδάμ και η Εύα, καθώς ζούσαν μέσα στον παράδεισο, ήταν τέλειοι και αναμάρτητοι και ήταν σε συνεχή εξάρτηση και επικοινωνία με το Θεό. 

    "... και έφερεν αυτήν προς τον Αδάμ»  (εδ. 22).
    Η πρώτη οικογένεια δεν προήλθε από την απόφαση δύο ατόμων που ήθελαν να συζήσουν. Ο Θεός θέσπισε το γάμο και μ' αυτόν τους ένωσε μόνιμα. Ενώπιον του Θεού ο Αδάμ δέχτηκε την Εύα να είναι σύζυγός του. Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τον Τιμόθεο: "εν τοις υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, προσέχοντες εις πνεύματα πλάνης και εις διδασκαλίας δαιμονίων, διά της υποκρίσεως ψευδολόγων, εχόντων την εαυτών συνείδησιν κεκαυτηριασμένην, εμποδιζόντων τον γάμον" (Α' Τιμοθέου Δ/4: 1-3). 

        «εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ' εικόνα εαυτού κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γένεση Α/1: 27). Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατά την εικόνα Αυτού». Αυτό δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος έμοιαζε στο Θεό ως προς την εξωτερική εμφάνιση, γιατί ο Θεός είναι πνεύμα, αλλά ότι τον δημιούργησε σύμφωνα με τις ιδιότητές Του, που είναι η αγάπη, η σοφία, η δικαιοσύνη, η λογική, τα συναισθήματα καθώς και η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. 
    «Άνδρα και γυναίκα εποίησεν αυτούς». Αυτό που έκανε ο Θεός να δημιουργήσει άνδρα και γυναίκα δεν είναι κάτι τυχαίο. Μέσα σ’ αυτή τη σχέση κρύβεται το μεγάλο μυστήριο του γάμου (Εφεσίους Ε/5: 31,32). «Το μυστήριον τούτο είναι μέγα, εγώ δε λέγω τούτο περί Χριστού και περί της εκκλησίας». Ο Χριστός είναι ο "νυμφίος" και η Eκκλησία είναι η "νύμφη", που θα ενωθούν μια μέρα στους ουρανούς.  

     «Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου;» (Γένεση Γ/3: 1). 
     Η γη ήταν ένας τέλειος παράδεισος χαράς και ευδαιμονίας. Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν και εργάζονταν μέσα σ’ αυτόν και ήταν σε συνεχή κοινωνία με το Θεό. Η εργασία την οποία έκαναν ήταν να επιτηρούν τον παράδεισο και να συλλέγουν τους καρπούς των δένδρων, για να τους τρώνε. Δεν υπήρχε φόβος, ούτε αγκάθια, ούτε κούραση, ούτε πόνος. Ο Θεός προκειμένου να ασκήσει τους πρωτοπλάστους στην πνευματική πρόοδο, την αρετή, την αγιότητα και πάνω απ’ όλα στην υπακοή, τους έδωσε μία ρητή εντολή. Τους απαγόρευσε να φάνε από τον καρπό του «δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού». Αυτή ήταν η μόνη αξίωση του Θεού και η οποία αποτελεί και την πρώτη εντολή Του προς τον άνθρωπο. Μπορούσαν να φάνε απ’ όλους τους καρπούς των δένδρων που υπήρχαν μέσα στον παράδεισο, εκτός από τους καρπούς του δένδρου «της γνώσεως του καλού και του κακού». Αν παρέβαιναν αυτή την εντολή, θα υφίσταντο τις τραγικές συνέπειες της επιλογής τους και οπωσδήποτε θα πέθαιναν πνευματικά και βιολογικά.
    Η τήρηση της εντολής αυτής του Θεού ήταν εύκολη υπόθεση για τους πρωτοπλάστους, αφού ο,τιδήποτε άλλο υπήρχε μέσα στον παράδεισο ήταν στη διάθεσή τους και ταυτόχρονα υπήρχε και η παρουσία του Θεού που κάλυπτε αμέσως κάθε τυχόν ανάγκη τους. Στην επιστολή «Α’ Ιωάννου» (Ε/5: 3) αναφέρεται: «Διότι αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι»
     Μέσα σ’ εκείνο το ειδυλλιακό περιβάλλον του παραδείσου ο σατανάς παρουσιάστηκε στην Εύα με τη μορφή του φιδιού το οποίο, σύμφωνα με το λόγο του Θεού, ήταν το φρονιμότερο απ’ όλα τα ζώα που δημιούργησε ο Θεός και τη ρώτησε: «Αλήθεια ο Θεός δεν σας επιτρέπει να φάτε από κάθε δένδρο του παραδείσου;». Η Εύα αρχίζει να διαλέγεται με το σατανά, πραγματοποιώντας έτσι το πρώτο της λάθος. Ο σατανάς από την πρώτη στιγμή δείχνει να αμφιβάλλει για την αλήθεια του λόγου του Θεού. Είναι ο πατέρας του ψεύδους (Ιωάννης Η/8: 44) και η πάγια τακτική του είναι να διαστρεβλώνει και να συγχύζει το λόγο του Θεού, να τον αντιστρέφει και τελικά να τον αρνείται. Με μία ύπουλη ερώτηση προσπαθεί να της βάλει αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα του λόγου του Θεού: «δεν θέλεις βεβαίως αποθάνει». 
      Η Εύα εξηγεί στο φίδι τι ακριβώς είχε πει ο Θεός. Ο Θεός είπε «μηδέ εγγίσητε» αυτό (Β/2: 17). Τη φράση αυτή την προσέθεσε η Εύα, δεν την είχε πει ο Θεός και συνέχισε «δια να μη αποθάνητε» πάλι παραποιεί τα λόγια του Θεού, γιατί ο Θεός είχε πει: «εξάπαντος θέλεις αποθάνει». Ανάμεσα στους αιώνες στο ίδιο λάθος έπεσε και η λεγόμενη «Χριστιανοσύνη» η οποία πρόσθεσε στο λόγο του Θεού, αφαίρεσε και «συγκάλυψε» την αλήθεια της σωτήριας μοναδικότητας του Ιησού Χριστού, με τραγικά αποτελέσματα. 
    «εξεύρει ο Θεός ότι καθ’ ήν ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσι ανοιχθή οι οφθαλμοί σας και θέλετε είσθε ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν» (εδ.5). 
      Με έναν επιδέξιο τρόπο ο εχθρός προσπαθεί να την πείσει ότι θα προκύψει κάτι καλό αν φάνε απ’ αυτόν τον καρπό, το οποίο όμως καλό θέλει να τους το στερήσει ο Θεός. Ο εχθρός προσπαθεί με μισές αλήθειες (που ισοδυναμούν με ολόκληρα ψέματα) να συκοφαντήσει το Θεό και να πείσει την Εύα ότι με αυτούς τους περιορισμούς που τους βάζει δε μπορεί να τους αγαπάει ο Θεός τόσο πολύ και να θέλει την ευτυχία τους. Η προτροπή του εχθρού ήταν από την ημέρα που θα φάνε τον απαγορευμένο καρπό όχι μόνον δε θα πεθάνουν αλλά θ’ ανοίξουν τα μάτια τους και θα γίνουν σαν θεοί. Εκείνο που ισχυρίζεται είναι ότι ο Θεός τους έδωσε αυτήν την εντολή, γιατί άμα φάνε από τον καρπό αυτό, θα αποκτήσουν τη γνώση και τη σοφία που έχει ο Θεός και έτσι θα γίνουν και αυτοί θεοί. Τα όπλα του εχθρού, για να πετύχει τους σκοπούς του και να απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό, είναι πάντοτε η συγκάλυψη, η διαστρέβλωση, η πανουργία, ο δόλος, η συκοφαντία και πάνω απ’ όλα το ψέμα. 
     Με τον ίδιο τρόπο έρχεται και σήμερα ο σατανάς να συκοφαντήσει το Θεό σε κάθε άνθρωπο. Αρχίζει να του ψιθυρίζει: «Πρόσεξε θα σου στερήσει τη ζωή σου, δε θα μπορείς να απολαύσεις τίποτα, θα γίνεις καλόγερος, δε θα είσαι ελεύθερος, οι άνθρωποι που σε περιβάλουν θα σε περιγελούν, ίσως χάσεις τη δουλειά σου και μύριες άλλες συκοφαντίες». 
      Η Εύα, αντί να σταθεί στο «τάδε λέγει Κύριος», συνέχισε τη συζήτηση με τον εχθρό και καθώς παρατηρούσε τον καρπό, διαπίστωσε ότι ήταν "καλός εις βρώσιν" (η επιθυμία της σάρκας), ότι ήταν "αρεστός εις τους οφθαλμούς" (η επιθυμία των οφθαλμών) και επίσης ότι ήταν "επιθυμητός ως δίδον γνώσιν" (η αλαζονεία του βίου). Έτσι δε μπόρεσε να αντισταθεί στις επιβουλές του εχθρού και παρακούοντας την εντολή του Θεού έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό. Στην επιστολή «Α’ Ιωάννου» (κεφ. Β/2, εδ.16) αναφέρεται: «Η επιθυμία τής σάρκας και η επιθυμία των ματιών και η αλαζονεία τού βίου, δεν είναι από τον Πατέρα, αλλά είναι από τον κόσμο». 
      Ο εχθρός μπορεί να μας πείσει ν’ αμαρτήσουμε, αλλά δε μπορεί να μας εξαναγκάσει να το κάνουμε. Η επιλογή και η ευθύνη θα είναι πάντοτε δική μας, μέσα στα πλαίσια της ελευθερία που μας έχει δώσει ο Θεός και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα δώσουμε λόγο για τις επιλογές μας. Η ασφαλής οδηγία του λόγου του Θεού είναι: «Υποτάχθητε λοιπόν εις τον Θεόν. Αντιστάθητε εις τον διάβολον, και θέλει φύγει από σάς» (επ. Ιακώβου Δ/4: 7). Το δε «παράπονο» του Θεού προς τον άνθρωπο είναι: «Δεν αντισταθήκατε ακόμα μέχρις αίματος, αγωνιζόμενοι ενάντια στην αμαρτία» (Εβραίους ΙΒ/12: 4). 

      «και έδωκε εις τον άνδρα αυτής» (κεφ. Γ/3, εδ. 6). 
      Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Α’ Τιμοθέου» (Β/2: 14) αναφέρει: «ο Αδάμ δεν ηπατήθη, αλλ' η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις». Η Εύα ενήργησε με εγωϊσμό και αλαζονεία και παράκουσε την εντολή του Θεού, ο Αδάμ υπάκουσε στην Εύα απ' αγάπη προς αυτή και με τον τρόπο αυτό ταυτίστηκε με την αμαρτία της. 

     «Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα» (Γένεση Γ/3: 7). 
      Τι ακολούθησε μετά από την παρακοή; Στο βιβλίο της «Γένεσης» (κεφ. Β/2, εδ. 25) αναφέρεται ότι ο Αδάμ και η Εύα εξ αρχής ήταν γυμνοί στον κήπο της Εδέμ και δεν αισθάνονταν ντροπή (δεν ησχύνοντο). Όταν έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό, άνοιξαν τα μάτια τους και γνώρισαν ότι ήταν γυμνοί. Στην προσπάθειά τους να ντυθούν έραψαν φύλλα συκιάς και έφτιαξαν καλύμματα, για να σκεπάσουν τη γύμνια τους. 
      Ακόμα κι εκείνη την κρίσιμη ώρα, αντί να στραφούν στο Θεό και μετανιωμένοι να ζητήσουν Έλεος και Χάρη και συγχώρηση για την παρακοή τους, ζήτησαν τη σωτηρία και την κάλυψη της αμαρτίας τους με δικής τους επινόησης έργα, τα οποία τελικά δε μπόρεσαν να τους προσφέρουν τίποτα. Ήταν μια ανώφελη προσπάθεια, ανεπαρκής και μάταια. Ο άνθρωπος και σήμερα αισθάνεται ότι είναι ένοχος απέναντι στο Θεό και προσπαθεί να εξιλεωθεί με τις διάφορες θρησκευτικές τελετουργίες και προσφορές, που είναι ανθρώπινα επινοήματα. Με τον τρόπο αυτό «ράβει φύλλα συκιάς» προσπαθώντας να καλύψει τη γύμνια του και να καθησυχάσει τη φωνή της συνείδησής του. Πίσω απ’ όλες αυτές τις προσπάθειες είναι όλες οι θρησκείες όλων των εποχών, οι οποίες με τα «θρησκευτικά τους έργα» δε μπόρεσαν να «ντύσουν» τον άνθρωπο, αλλά τον άφησαν «γυμνό» και «νεκρό» ανάμεσα στους αιώνες. Έτσι οδηγήθηκε από γύμνια σε γύμνια με αποτέλεσμα στις ημέρες μας ο άνθρωπος, «η κορωνίδα της κτίσεως του Θεού», να είναι πιο «γυμνός», πιο αποξενωμένος από το Θεό από κάθε άλλη φορά. 

      «Και ο Κύριος ο Θεός κάλεσε τον Αδάμ, και του είπε: Πού είσαι; Κι εκείνος είπε: Άκουσα τη φωνή σου στον παράδεισο, και φοβήθηκα, επειδή είμαι γυμνός και κρύφτηκα. Και ο Θεός τού είπε: Ποιος σου φανέρωσε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το δέντρο, από το οποίο σε πρόσταξα να μη φας; Και ο Αδάμ είπε: Η γυναίκα που μου έδωσες για να είναι μαζί μου, αυτή μου έδωσε από το δέντρο και έφαγα. Και ο Κύριος ο Θεός είπε στη γυναίκα: Τι είναι τούτο που έκανες; Και η γυναίκα είπε: Το φίδι με εξαπάτησε, και έφαγα» (Γένεση Γ/3: 7-13). 
     «Που είσαι;»  Ο Θεός δε ζητάει να μάθει τη γεωγραφική θέση στην οποία βρίσκεται ο Αδάμ, αλλά την κατάσταση της καρδιά του. Πρόκειται για ένα διαχρονικό ερώτημα του Θεού σε κάθε άνθρωπο, το οποίο έρχεται ν' αναδείξει δύο πράγματα: 
1/ Ότι ο άνθρωπος είναι χαμένος εξαιτίας της αμαρτίας. 
2/ Ότι ο Θεός αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να τον αναζητήσει και να τον σώσει. 
      Το να προσπαθεί ο άνθρωπος ν' αποφύγει το Θεό δεν είναι λύση καθώς κάποια μέρα αναπόφευκτα θα παρουσιαστεί μπροστά Του και θα πρέπει ν' απαντήσει για τις επιλογές που έκανε στη διάρκεια της ζωής του. Σήμερα ο Θεός προσπαθεί να μας συναντήσει σ' όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Ας τον αφήσουμε να μας φωτίσει με το φως Του και ας μην προσπαθήσουμε να κρύψουμε τίποτα απ' Αυτόν.
      Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να ζει κοντά στο Θεό και να είναι σε κοινωνία μαζί Του. Μετά την παρακοή στη ζωή των πρωτοπλάστων μπήκε μέσα τους η συνείδηση της αμαρτίας, η οποία έφερε το φόβο στη ζωή τους. Έτσι για πρώτη φορά ο άνθρωπος προσπαθεί να κρυφτεί από το Θεό. Η αμαρτία απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό, όμως ο Θεός δείχνει το Έλεός Του, καθώς αναζητεί τον άνθρωπο, για να τον σώσει και να τον επαναφέρει από εκεί που έφυγε. Από τη μία βλέπουμε τις συνέπειες της αμαρτίας και από την άλλη τη Χάρη του Θεού που δε σταματάει να αναζητεί τον αμαρτωλό άνθρωπο. Αντί οι πρωτόπλαστοι να ταπεινωθούν μπροστά στο Θεό και να ομολογήσουν το λάθος τους, φεύγουν μακριά απ’ Αυτόν προσπαθώντας να κρύψουν την αμαρτία τους. Στο βιβλίο των «Παροιμιών» (κεφ. ΚΗ/28: 13) αναφέρεται: «Ο κρύπτων τας αμαρτίας αυτού δεν θέλει ευοδωθή ο δε εξομολογούμενος και παραιτών αυτάς θέλει ελεηθή». Έτσι διαχρονικά ο άνθρωπος προσπαθεί να κρυφτεί από το Θεό, όμως ο Θεός "επειδή δε θέλει το θάνατο του αμαρτωλού" (Ιεζεκιήλ ΛΓ/33: 11)  παίρνει την πρωτοβουλία και τον αναζητεί, για να τον σώσει, προβάλλοντας την αγάπη Του, την οποία ο εχθρός αμφισβήτησε κατά τη συζήτησή του με την Εύα. Ο Θεός έστειλε στη γη το Χριστό, για να «ζητήσει και να σώσει το απολωλός» (Λουκάς ΙΘ/19: 10). 
     Ο άνθρωπος μετά από την αμαρτία του ένιωσε γυμνός. Η ντροπή που διαχρονικά αισθάνεται, είναι δοσμένη από το Θεό, για να συναισθάνεται την αμαρτία του ώστε να μετανοήσει γι’ αυτήν. Ο διάβολος και εδώ διέστρεψε τα πράγματα και αφαίρεσε από τον άνθρωπο την ντροπή και έτσι έκανε τον γυμνό να νομίζει ότι είναι ντυμένος. Θα λέγαμε στις ημέρες μας ότι ζούμε "στη βασιλεία της γύμνιας", καθώς ο άνθρωπος έμεινε εντελώς γυμνός: πνευματικά, ηθικά, σωματικά. 

         Τρεις κατάρες δόθηκαν από το Θεό εξαιτίας της πτώσης του ανθρώπου. 
      --Στο φίδι: «Επικατάρατος να είσαι μεταξύ πάντων των κτηνών και πάντων των ζώων του αγρού. Επί της κοιλίας σου θέλεις περιπατεί και χώμα θέλεις τρώγει πάσας τας ημέρας της ζωής σου» (Γένεση Γ/3: 14). Ο Κύριος καταράστηκε το φίδι να είναι πάντοτε υποβαθμισμένο, απαξιωμένο και νικημένο. 
     --Στη γυναίκα: «Θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου. Με λύπας θέλεις γεννά τέκνα και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου και αυτός θέλει σε εξουσιάζει"  (Γένεση Γ/3:16). 
      Πλέον η γυναίκα, η οποία πρωτοστάτησε στην αμαρτία και παρακοή του Λόγου του Θεού θα γεννάει τα παιδιά της με πόνους. Η κατάρα δεν αφορά στην κυοφορία, αλλά στους πόνους και θα είναι  υποταγμένη στον άνδρα της. Ο άνδρας θα είναι ο αρχηγός της οικογένειας και θα είναι «η κεφαλή της γυναικός» (Εφεσίους Ε/5: 23), θα την κυβερνά και σε αυτόν θα είναι η επιθυμία της. Σύμφωνα με το Λόγο του Θεού η γυναίκα έχει θέση βοηθού του άνδρα και μάλιστα σε στάση υποταγής προς αυτόν (Γένεση Β/2: 18 & Γ/3: 16). 
      --Στον Αδάμ. Ύστερα ο Θεός καταράστηκε τη γη εξαιτίας του Αδάμ: «Με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου, και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε, και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού, εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψεις εις την γήν, εκ της οποίας ελήφθης. Επειδή γη είσαι και εις την γην θέλεις επιστρέψει» (Γένεση Γ/3: 17-19). Ο άνδρας καταδικάστηκε να εξασφαλίζει την τροφή του καλλιεργώντας με μόχθο τη γη σ’ όλη του τη ζωή, μια γη που κι αυτή ήταν καταραμένη να βλαστάνει αγκάθια και τριβόλια. Αυτό θα σήμαινε κόπο και ιδρώτα γι’ αυτόν. Στο τέλος της ζωής του ο ίδιος θα ξαναγυρνούσε στο χώμα. 

    «Διά τούτο καθώς δι' ενός ανθρώπου (Αδάμ) η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον» (Ρωμαίους Ε/5: 12). 
     Με την παρακίνηση της γυναίκας του ο Αδάμ έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό παρακούοντας έτσι και αυτός την εντολή του Θεού. Παρατηρώντας την ουσία της αμαρτίας του ανθρώπου διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για μία απλή παρακοή, αλλά για μια ενέργεια ανταρσίας και ανυπακοής κατά του Θεού. Η βαθύτερη σημασία του προπατορικού αμαρτήματος είναι η αποστροφή του ανθρώπου προς το Θεό και η προσκόλλησή του στον εαυτόν του, στο «εγώ» του. Όλα αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο από μία προσπάθεια αποτίναξης της κηδεμονίας και της εξάρτησής του από το Θεό. Υπακούοντας το διάβολο και τις υποδείξεις του ήταν σαν να έλεγε στο Θεό: «Δεν έχω την ανάγκη Σου. Μπορώ να ζήσω μόνος μου, χωρίς την καθοδήγηση και την προστασία τη δική Σου. Δεν μου χρειάζεται σε κάτι η παρουσία Σου, αφού είμαι ικανός και μπορώ να ζήσω και να μεγαλουργήσω, χωρίς Εσένα». Με τη στάση του αυτή ο άνθρωπος έκανε κέντρο της ζωής του και της συμπεριφοράς του τον εαυτό του παρακάμπτοντας το θέλημα του Θεού. Θα λέγαμε ότι η ουσία της αμαρτίας είναι ο εγωισμός, η επηρμένη και αμετανόητη στάση του ανθρώπου απέναντι στον Πλάστη και Δημιουργό του. 
      Ο άνθρωπος μέσα στην ελευθερία που του έχει χαρίσει ο Θεός προέβη σε μία ενέργεια εναντίωσης, ανεξαρτησίας, από το δημιουργό του. Με τον τρόπο αυτό οι πρωτόπλαστοι επέλεξαν να περιφρονήσουν το Θεό και να απορρίψουν κάθε εξουσία Του επάνω τους, διακηρύσσοντας την ανεξαρτητοποίησής τους και την επιθυμία τους να ζήσουν χωρίς το Θεό, που τους χάρισε τη ζωή και που τους κρατούσε στην ύπαρξη. Έτσι ο άνθρωπος με την παρακοή του «έσπασε» κάθε δεσμό που τον συνέδεε με το Θεό και απομακρύνθηκε απ’ Αυτόν στηριζόμενος πλέον "στη γνώση του καλού και του κακού", σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Μετά την παρακοή του ανθρώπου η σχέση του με το δημιουργό του διερράγη και έτσι η σύνδεση του ανθρώπους με την πηγή της ζωής διακόπηκε. Το γεγονός της παρακοής των πρωτόπλαστων στο θέλημα του Θεού είχε τραγικά αποτελέσματα, αφού μέσω της αμαρτίας τους ολόκληρο το ανθρώπινο γένος οδηγήθηκε στην πτώση και το θάνατο. 

     Τα αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος στον άνθρωπο ήταν: 
     1/ Πνευματικός θάνατος. Πρόκειται για τη διακοπή της εσωτερικής πνευματικής σχέσης με το Θεό, που οδήγησε στην αποξένωσή του από την πηγή της ζωής και την απογύμνωσή του από όλες τις αρετές του Θεού, που είναι η αγάπη, η αγιότητα, η ειρήνη, η ευθύτητα και άλλα. 
   2/ Σωματικός θάνατος. Οι πρωτόπλαστοι δε δημιουργήθηκαν από το Θεό για να πεθάνουν. Ο θάνατος ήρθε στην πορεία της ζωής τους σαν συνέπεια της ανυπακοής τους προς το Θεό. Τον πνευματικό θάνατο ακολούθησε ο σωματικός, δηλ. ο διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η διάλυση του σώματος. Αυτός ο θάνατος δεν επήλθε ευθύς αμέσως με την πτώση του ανθρώπου, αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. 
    3/ Ο σκοτισμός του νου, η διαφθορά και η εξαχρείωση της καρδιάς. Στο βιβλίο της «Γένεσης» (κεφ. Γ/3, εδ. 7) αναφέρεται: «ο λογισμός της καρδιάς τού ανθρώπου είναι κακός από τη νηπιότητά του».
  
     «Και είπε Κύριος ο Θεός προς τον όφιν, Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να είσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού επί της κοιλίας σου θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού» (Γένεση Γ/3: 14, 15). 
    Το εδάφιο αυτό αποτελεί μία μεγάλη υπόσχεση του Θεού, μια μεσσιανική προφητεία. Ο Θεός απευθύνεται στο φίδι (Γένεση Γ/3: 15) και προαναγγέλλει την έλευση του «σπέρματος της γυναικός» που θα συντρίψει το κεφάλι του. Η γυναίκα δεν έχει σπέρμα. Όταν ο λόγος του Θεού αναφέρει «το σπέρμα της γυναικός» εννοεί Εκείνον ο Οποίος θα ερχόταν μια μέρα, θα γεννιόταν από παρθένο, χωρίς τη μεσολάβηση ανδρός, για να σώσει τον άνθρωπο από τις συνέπειες της παρακοής του. Εδώ το Πνεύμα του Θεού μιλάει για τον Κύριο Ιησού Χριστό, που δε συνελήφθη μέσα στη μήτρα της Μαριάμ από σπέρμα ανδρός, αλλά κατ’ ευθείαν από τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού (Λουκάς Α/1: 35).
    Πολλοί προφήτες σε διάφορους χρόνους και τόπους προφήτευσαν με θαυμαστή ακρίβεια για τον ερχομό, για τον τόπο και το χρόνο της γέννησης του Σωτήρα Χριστού, τη σταύρωσή Του, την ανάστασή Του. Ο προφήτης «Ησαΐας» (κεφ. Ζ/7, εδ. 14) 750 χρόνια πριν από τον ερχομό του Χριστού αναφέρει: «Ιδού η παρθένος θέλει συλλάβει και γεννήσει Υιό και θέλει καλεστεί τ’ όνομα αυτού Εμμανουήλ». 
     «θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν». Ο Χριστός πάνω στο σταυρό του Γολγοθά συνέτριψε το σατανά και τα ανθρωποκτόνα σχέδιά του. Το έργο της εξόντωσης του Χριστού, μέσω του σταυρικού θανάτου, το οποίο προσπάθησε να κάνει ο εχθρός, ο Θεός το μετέτρεψε σε μια μεγάλη ευλογία για όλους τους ανθρώπους που θα πιστέψουν σ’ Αυτόν. Ο Θεός ανέστησε τον Ιησού Χριστό από τους νεκρούς (Πράξεις Β/2: 24) θριάμβευσας κατά του εχθρού και των ανθρωποκτόνων σχεδίων του (Κολοσσαείς Β/2: 15). 
    «θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού». Η πτέρνα είναι ένα μέρος του σώματος που θεραπεύεται εύκολα. Το κέντημα που έκανε ο σατανάς στην πτέρνα του Χριστού θεραπεύτηκε εύκολα. Ο διάβολος πάνω στο σταυρό κέντησε την πτέρνα του Κυρίου, όμως ο Κύριος με την ένδοξη ανάστασή Του από τους νεκρούς νίκησε και συνέτριψε την κεφαλή του εχθρού. 

     «Και έκαμε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ και εις την γυναίκα αυτού χιτώνας δερματίνους, και ενέδυσεν αυτούς» (Γένεση Γ/3: 21).
     Όταν ο άνθρωπος συναισθάνθηκε ότι ήταν γυμνός, προσπάθησε να καλυφθεί αλλά απέτυχε. Τα φύλλα συκιάς τα οποία χρησιμοποίησαν οι πρωτόπλαστοι για να καλύψουν τη γύμνια τους, αντί να την καλύψουν την αποκάλυπταν περισσότερο. Έτσι ο Θεός έσφαξε δύο ζώα, πραγματοποιώντας με τον τρόπο αυτό την πρώτη αιματηρή θυσία, που προεικόνιζε τη θυσία του Χριστού, που θα γινόταν μια μέρα πάνω στο σταυρό του Γολγοθά, για να «ντύσει» τον αμαρτωλό άνθρωπο με την τέλεια δικαιοσύνη του Ιησού Χριστού. Με τα δέρματα των ζώων, που έσφαξε ο Θεός, έφτιαξε χιτώνες και έντυσε μ’ αυτούς τους πρωτόπλαστους. Με τον τρόπο αυτό ο Θεός θέλησε να διδάξει στον Αδάμ και στην Εύα ότι με τα έργα τους δε μπορούν να καλύψουν τη γύμνια τους. Για το λόγο αυτό τους έκανε καλύμματα από δέρματα ζώων, θέλοντας να τους διδάξει τρία βασικά πράγματα σχετικά με τη σωτηρία τους: 
    1/ Ότι είναι δώρο του Θεού και δεν αποκτάται με ανθρώπινα έργα. 
   2/ Ότι περνάει μέσα από το θάνατο κάποιου αθώου αντικαταστάτη. Μόλις αμάρτησε ο Αδάμ και η Εύα, αμέσως βλέπουμε την εισαγωγή της θυσίας στον τρόπο λατρείας. 
    3/ Ότι «χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις» (Εβραίους Θ/9: 22). 

     Και είπε Κύριος ο Θεός, Ιδού, έγεινεν ο Αδάμ ως εις εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν και τώρα μήπως εκτείνει την χείρα αυτού, και λάβει και από του ξύλου της ζωής, και φάγει, και ζήση αιωνίως Όθεν Κύριος ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ, διά να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη (Γένεση Γ/3: 22-23). 
     Μέσα από την πιο σκληρή εμπειρία έμαθαν οι πρωτόπλαστοι να γνωρίζουν το καλό και το κακό. Όντες μέσα στην αμαρτία τους υπήρχε το ενδεχόμενο να έτρωγαν από το δένδρο της ζωής και να ζούσαν αιώνια μακριά από το Θεό, μέσα σ’ ένα σώμα φθοράς και αδυναμίας. Θα ήταν μεγάλη δυστυχία και κατάρα να ζει ο άνθρωπος αιώνια μέσα στην αμαρτία αποχωρισμένος από το Θεό. Ο Θεός τους έδιωξε από τον παράδεισο εμποδίζοντάς τους να γυρίσουν σ’ αυτόν και τους έστειλε να εργάζονται τη γη από την οποία πάρθηκαν. Αφού τους έδιωξε ανατολικά του παραδείσου, έθεσε τα Χερουβείμ και την ρομφαία τη φλογερή και περιστρεφόμενη, για να φυλάνε την οδόν του ξύλου της ζωής (εδ. 24).

     Επίλογος 
   1/ Η Βίβλος είναι η μοναδική πηγή που δίνει τη σωστή εξήγηση για την ύπαρξη του ανθρώπου και την τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Ο σατανάς προσπαθεί να κάνει τον άνθρωπο να πιστέψει ότι είναι δημιούργημα εξέλιξης και ότι δεν υπάρχει Θεός, ούτε αμαρτία και ως εκ τούτου δε θα δώσει λόγο για τη ζωή του. Μέσα σ’ αυτό το αποστατημένο πνεύμα πολλοί λένε: «εμείς ορίζουμε το καλό και το κακό». 
    2/ Το βιβλίο της «Γένεσης» μας φανερώνει την αληθινή αιτία του θανάτου και των δεινών που υπάρχουν πάνω στον κόσμο, ως αποτέλεσμα της αμαρτίας και της αποστασίας του ανθρώπου. Ο Θεός μέσα στο Έλεός Του επέτρεψε το σωματικό θάνατο του ανθρώπου. 
   3/ Ο αιώνιος σκοπός του εχθρού είναι να αποκόψει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής που είναι ο Θεός. Ο Θεός με πολλή αγάπη περιμένει τον άνθρωπο και προσπαθεί να βρει τρόπους, για να μπει στη ζωή του, να φυτέψει το σπόρο της ζωής μέσα του, για να τον επαναφέρει στην αρχική του κατάσταση της Εδέμ και να ζήσει αιώνια κοντά Του.                                                             (συνεχίζεται)

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Β' ΜΕΡΟΣ).

        ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.    (Β΄ ΜΕΡΟΣ). 

        Επιστολή "προς Εβραίους", κεφ. Θ/9, εδ. 11 - 15.

11 Ελθών δε ο Χριστός αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μεγαλητέρας και τελειοτέρας σκηνής, ουχί χειροποιήτου, τουτέστιν ουχί ταύτης της κατασκευής, 
12 ουδέ δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά διά του ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν. 
13 Διότι εάν το αίμα των ταύρων και τράγων και η σποδός της δαμάλεως ραντίζουσα τους μεμολυσμένους αγιάζη προς την καθαρότητα της σαρκός, 
14 πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, όστις διά του Πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν άμωμον εις τον Θεόν, θέλει καθαρίσει την συνείδησίν σας από νεκρών έργων εις το να λατρεύητε τον ζώντα Θεόν; 
15 Και διά τούτο είναι μεσίτης διαθήκης καινής, ίνα διά του θανάτου, όστις έγεινε προς απολύτρωσιν των επί της πρώτης διαθήκης παραβάσεων, λάβωσιν οι κεκλημένοι την επαγγελίαν της αιωνίου κληρονομίας  

       ΣΧΟΛΙΑ:
      Καθώς ολόκληρο το «είναι» του ανθρώπου, πνεύμα, ψυχή και σώμα είχαν επηρεαστεί από την πτώση και την αρχική παράβαση, ο άνθρωπος είχε ανάγκη από λύτρωση, από ένα Λυτρωτή που θα έπιανε το χέρι του Θεού και το χέρι του ανθρώπου και θα αποκαθιστούσε τη διαταραγμένη σχέση τους εξαιτίας της αμαρτίας, γεφυρώνοντας έτσι το χάσμα που είχε δημιουργηθεί και αποκαθιστώντας τη χαμένη κοινωνία του ανθρώπου με το δημιουργό Του. Στη δύσκολη κατάσταση της αμαρτίας και της αποστασίας στην οποία βρέθηκε ο άνθρωπος, ο Θεός δεν έπαψε να τον αγαπά και να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. 
      Ο Θεός ένιωσε αγάπη και έλεος για τον αμαρτωλό άνθρωπο, ωστόσο οι κανόνες δικαιοσύνης Του και η ίδια η φύση Του (είναι Θεός δίκαιος) απαιτούσαν να μην  παραβλέψει, ούτε να συγχωρήσει την αμαρτία του ανθρώπου, προκειμένου να μην καταλυθεί η Θεία δικαιοσύνη Του. Ο λόγος του Θεού κατηγορηματικά αναφέρει: «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος, το δε χάρισμα του Θεού, ζωή αιώνιος διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμαίους Σ/6: 23). Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει έτσι, ώστε να μην απολεσθεί αιωνίως ο αμαρτωλός άνθρωπος, ήταν στη θέση του ανθρώπου να πεθάνει κάποιος άλλος, κάποιος αθώος, που δε θα είχε κάνει αμαρτία, ως αντικαταστάτης του. Το μέτρο της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο μας το δίνει στο Ευαγγέλιό του ο μαθητής της αγάπης ο «Ιωάννης» (κεφ. Γ/3, εδ. 16): «τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον» 
       Ο αθώος αυτός, που θα έμπαινε ανάμεσα στο δίκαιο Θεό και τον αμαρτωλό άνθρωπο, για να τους ενώσει, θα έπρεπε να πεθάνει, διότι «άνευ χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις» (Εβραίους Θ/9: 22). Ένα τέτοιο Πρόσωπο δε θα μπορούσε να βρεθεί πάνω στη γη, γιατί ο λόγος του Θεού μας λέει: «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμαίους Γ/3: 23). Μπροστά στο πλήρες αδιέξοδο ο Παντοδύναμος Θεός έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο, το οποίο μέσα στην πανσοφία Του είχε συλλάβει «προ καταβολής κόσμου» για το ενδεχόμενο της πτώσεως του ανθρώπου (Α΄ Πέτρου Α/1: 20). Έτσι λοιπόν ο Θεός από αγάπη έδωσε τον Άγιο, τον αναμάρτητο Υιόν Του, το μονογενή και πέθανε Αυτός πάνω στο σταυρό παίρνοντας τη θέση τη δική μας. 
     Η κρίση της αμαρτίας είναι θάνατος (Ρωμαίους Σ/6: 23). Επειδή "η ζωή είναι στο αίμα" (Δευτερονόμιο ΙΒ/12: 23), όταν χύνεται το αίμα, προσφέρεται ζωή, ήταν ανάγκη να χυθεί αίμα για την άφεση των αμαρτιών. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Θ/9, εδ. 22) αναφέρει: «με αίμα καθαρίζονται πάντα κατά τον νόμον, και χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις». Ο Θεός μέσα στην Πανσοφία Του συνέλαβε ένα σχέδιο το οποίο επέτρεπε οι αμαρτίες του ανθρώπου όχι μόνον να συγχωρεθούν, αλλά και να εξαλειφθούν, για να μην πεθάνει αιώνια ο αμαρτωλός άνθρωπος. 
      Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (Ε/5: 6-8) αναφέρει: «Επειδή ο Χριστός, ότε ήμεθα έτι ασθενείς, απέθανε κατά τον ωρισμένον καιρόν υπέρ των ασεβών. Διότι μόλις υπέρ δικαίου θέλει αποθάνει τις επειδή υπέρ του αγαθού ίσως και τολμά τις να αποθάνει αλλ' ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών». 
     Η φράση «το αίμα του Χριστού» συναντάται σε πολλά εδάφια της Καινής Διαθήκης και αναφέρεται στη θυσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, που είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατό Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Με τη θυσία Του αυτή ο Κύριος πραγματοποίησε ένα πλήρες Έργο αντικατάστασης και εξιλασμού της αμαρτίας, το οποίο έγινε για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων που θα το αποδεχτούν και θα πιστέψουν σ’ Αυτόν, θα εμπιστευτούν δηλαδή το Χριστό για να τους σώσει και όχι τις δικές τους προσπάθειες. Με τον τρόπο αυτό ο Θεός καθιέρωσε μια «Καινούργια Διαθήκη» (Εβραίους Θ/9: 15) με τον άνθρωπο, στην οποία διακρίνονται καθαρά δύο νέα στοιχεία: Χάρης και Έλεος. Στην Καινή Διαθήκη υπάρχει Έλεος και συμπάθεια από το Θεό. 
      Η πραγματικότητα του αίματος του Χριστού, ως μοναδικό μέσον εξιλέωσης της αμαρτίας, έχει τις καταβολές της στον Μωσαϊκό Νόμο και συγκεκριμένα στην «Πεντάτευχο». [πρόκειται για τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, που έγραψε ο Μωυσής]. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Θεού, οι Ισραηλίτες έπρεπε να προσφέρουν θυσίες, ως προσφορές για τις αμαρτίες τους, προκειμένου να κάνουν εξιλέωση των αμαρτιών τους (Έξοδος ΚΘ/29: 36 – Λευιτικό Δ/4: 20). Η λέξη «εξιλέωση» σημαίνει «κάλυψη, εξευμένιση, κατευνασμό». Η έννοια που έχει στο λόγο του Θεού είναι η κάλυψη των αμαρτιών. Η ανάγκη του ανθρώπου για εξιλέωση δημιουργήθηκε εξαιτίας της αμαρτίας την οποία είχε κληρονομήσει από τους προπάτορές του (Α’ Βασιλέων Η/8: 46 – Ρωμαίους Γ/3: 23). Ο άνθρωπος μετά από την αμαρτία του απομακρύνθηκε από το Θεό και βρέθηκε κάτω από θανατική καταδίκη. Προκειμένου να επανακτήσει την κοινωνία του με το Θεό και να απολαύσει την αιώνια ζωή για την οποίαν απ’ αρχής τον είχε προορίσει ο Θεός, θα έπρεπε να λάβει χώρα η εξιλέωση, η κάλυψη των αμαρτιών του. 
    Στον Ισραήλ ιδιαίτερη σημασία είχε η ετήσια "Ημέρα του Εξιλασμού" ή "Ημέρα των καλύψεων" του λαού, όταν ο αρχιερέας μία φορά το χρόνο έμπαινε στα "Άγια των Αγίων" για να κάνει ετήσια απολύτρωση του λαού και ράντιζε με αίμα το σκέπαστρο (το ιλαστήριον) της Κιβωτού της Διαθήκης. Πριν την είσοδό του στα "Άγια των Αγίων" ο ιερέας προσέφερε θυσίες ζώων και έκανε εξιλέωση για τον εαυτόν του, για το ιερατείο και για ολόκληρο το λαό (Λευιτικό ΙΣ/16). 
      Ο αιώνιος και αψευδής λόγος του Θεού συνδέει ξεκάθαρα την εξιλέωση της ανθρώπινης αμαρτίας με το Έργο της θυσίας του Ιησού Χριστού. Στο Πρόσωπό Του εκπληρώνονται όλοι οι τύποι και οι τελετουργίες του Μωσαϊκού Νόμου, αφού οι διάφορες θυσίες ζώων που ορίζονταν σ’ αυτόν, δεν ήταν παρά μία προεικόνιση του σταυρικού Έργου του Χριστού. Ο Αρχιερέας της "Παλαιάς Οικονομίας" πρόσφερε αίμα ζώων, ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε το ίδιο Του το αίμα και πέτυχε για μας αιώνια απολύτρωση. Ο Χριστός προσφέρθηκε «μία φορά» για να σηκώσει τις αμαρτίες πολλών. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Ι/10) κατηγορηματικά αναφέρει ότι έγινε, «μία θυσία» (εδ.12), «μία προσφορά» (εδ.14), «διαπαντός» (εδ.14). Ο πιστός άνθρωπος, διά του "αθώου αίματος" του Ιησού Χριστού, μπορεί πλέον να  εισέρχεται στα επουράνια «Άγια των Αγίων», όπου είναι η παρουσία του Θεού. O Θεός μέσα από τις θυσίες και τα ολοκαυτώματα ήθελε να διδάξει στο λαό Του ότι η ποινή του θανάτου που απαιτείτο για τον αμαρτωλό άνθρωπο δε θα πληρωνόταν απ’ αυτόν. Η ποινή θα πληρωνόταν από κάποιον αθώο που θα πέθαινε στη θέση του. Με τον τρόπο αυτό η δικαιοσύνη του Θεού θα ικανοποιείτο και ο αμαρτωλός άνθρωπος θα σωζόταν αιωνίως, κατά χάριν, διά της πίστεως στο σωτήριο Έργο του Χριστού  (Εφεσίους Β/2: 8).
     Ως τέλειος και αναμάρτητος ο Ιησούς θυσιάστηκε γενόμενος "θυσία ολοκαυτώματος" πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Διά πίστεως στην τέλεια και απόλυτα επαρκή θυσία Του ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την αμαρτία και τον αιώνιο θάνατο (Β’ Κορινθίους Ε/5: 21) και λαμβάνει αιώνια ζωή. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Ι/10, εδ. 12) αναφέρει: «Αυτός αφού προσέφερε μίαν θυσίαν υπέρ αμαρτιών, κάθισε διαπαντός εν δεξιά του Θεού». Με τη θυσία Του έγινε «ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάννης Α/1: 29 & Α’ Κορινθίους Ε/5: 7 & Αποκάλυψη Ε/5: 12). Έγινε το άμωμο αρνί του Θεού το οποίο αφαιρεί την αμαρτία των ανθρώπων, αφού «με αίμα καθαρίζονται πάντα κατά τον νόμον, και χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις» (Εβραίους Θ/9: 22). Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι: «το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α’ Ιωάννου Α/1: 7 – Εβραίους Θ/9: 13,14 – Αποκάλυψη Α/1: 5). 
     Η αμαρτία δημιούργησε «χάσμα μέγα» ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Για να γεφυρωθεί το απροσπέλαστο αυτό χάσμα, ενώ είχαμε γίνει «εκ φύσεως τέκνα οργής του Θεού» (Εφεσίους Β/2: 3), θα έπρεπε να υπάρξει «κάλυψη», δηλ. εξιλέωση της αμαρτίας μας. Με την αντικαταστατική θυσία του Ιησού Χριστού επιτεύχθηκε η εξιλέωση του ανθρώπου από την αμαρτία και η συμφιλίωσή του με το Θεό (Εφεσίους Α/1: 7). Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (Ε/5: 11) αναφέρει: «Διότι εάν εχθροί όντες εφιλιώθημεν με τον Θεόν διά του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ, μάλλον φιλιωθέντες θέλομεν σωθή διά της ζωής αυτού και ουχί μόνον τούτο, αλλά και καυχώμενοι εις τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διά του οποίου ελάβομεν τώρα την φιλίωσιν»
     «Ικανοποίηση της δικαιοσύνης του Θεού, μέσω του εξιλασμού». 
    Μπορεί η Θεία δικαιοσύνη και η πιστότητα του Θεού να απαιτούσαν το θάνατο του αμαρτωλού, όμως ο Θεός, που δε θέλει το θάνατο του αμαρτωλού (Ιεζεκιήλ ΛΓ/33: 11) από αγάπη άνοιξε τους ουρανούς και «έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθεί πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης Γ/3: 16). Έτσι λοιπόν με το θάνατο του Υιού πάνω στο σταυρό του Γολγοθά, ως αντικαταστάτη μιας ολόκληρης αμαρτωλής ανθρωπότητας, θα ικανοποιούνταν η Θεία δικαιοσύνη και θα μπορούσαν να συγχωρεθούν για τις αμαρτίες τους όλοι οι μετανοημένοι αμαρτωλοί, αποκαθιστώντας πλήρως τη σχέση τους με το Θεό. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος θα ερχόταν σε ειρήνη με το Θεό, χωρίς να παραβιαζόταν η Θεία δικαιοσύνη (Κολοσσαείς Α/1: 19-23). Ο "Ιωάννης", ο μαθητής της αγάπης, στην πρώτη του επιστολή (κεφ. Δ/4, εδ. 10) αναφέρει: «Εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών». 
    Δια της εξιλαστήριας θυσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού κάθε τοίχος που όρθωσε η αμαρτία γκρεμίζεται και ανοίγεται ο δρόμος για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με το Θεό. Έτσι τακτοποιείται ολοκληρωτικά το παρελθόν, το παρόν, αλλά και το μέλλον του ανθρώπου. Πλέον για τυχόν ακούσιες αμαρτίες στη ζωή μας «έχομεν παράκλητον προς τον Πατέρα, τον Ιησούν Χριστόν τον δίκαιον» (Α’ Ιωάννου Β/2: 1). Σ’ Αυτόν θα εξομολογηθούμε, σ’ Αυτόν θα τα πούμε όλα, γιατί μόνον «ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία επί της γης να συγχωρεί αμαρτίες» (Λουκάς Ε/5: 24). 
    Για τις τυχόν εκούσιες αμαρτίες μας δεν ισχύουν όλα αυτά. Ο λόγος του Θεού μας αναφέρει επακριβώς τι ισχύει: «Διότι εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας, δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών, αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως και έξαψις πυρός, το οποίον μέλλει να κατατρώγη τους εναντίους» (Εβραίους Ι/10: 26,27). Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Α’ Κορινθίους» (κεφ. ΙΕ/15: εδ. 3), αναφέρει: «Διότι παρέδωκα εις εσάς εν πρώτοις εκείνο, το οποίον και παρέλαβον, ότι ο Χριστός απέθανε διά τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς». 
      Ο Απ. Πέτρος στην πρώτη επιστολή του (κεφ. Β/2, εδ. 24) γράφει: «όστις τας αμαρτίας ημών αυτός εβάστασεν εν τω σώματι αυτού επί του ξύλου, διά να ζήσωμεν εν τη δικαιοσύνη, αποθανόντες κατά τας αμαρτίας με του οποίου την πληγήν ιατρεύθητε». Επίσης «Επειδή και ο Χριστός άπαξ έπαθε διά τας αμαρτίας, ο δίκαιος υπέρ των αδίκων, διά να φέρει ημάς προς τον Θεόν, θανατωθείς μεν κατά την σάρκα, ζωοποιηθείς δε διά του πνεύματος» (Α’ Πέτρου Γ/3: 18). 
   Για να ωφεληθεί ο άνθρωπος από αυτήν την μοναδική προσφορά του Θεού, για να έχει αποτελέσματα το σωτήριο Έργο του σταυρού του Χριστού στη ζωή του, θα πρέπει να μετανοήσει ειλικρινά για το αμαρτωλό παρελθόν του και να πιστέψει ειλικρινά στο Λόγο και τις υποσχέσεις του Θεού. Ο Θεός δεν ευαρεστείτο με τις θυσίες της φυλής του Ιούδα γιατί δεν προσφέρονταν σ’ Αυτόν με πίστη και με εσωτερική διάθεση καρδιάς (Ησαΐας Α/1: 10-17). Ο Θεός προσέφερε το Χριστό για εξιλασμό μέσω της πίστης στο αίμα Του. Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: «Τώρα δε χωρίς νόμου η δικαιοσύνη του Θεού εφανερώθη, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών, δικαιοσύνη δε του Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας διότι δεν υπάρχει διαφορά επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού, τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων διά της μακροθυμίας του Θεού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω παρόντι καιρώ, διά να είναι αυτός δίκαιος και να δικαιόνη τον πιστεύοντα εις τον Ιησούν» (Ρωμαίους Γ/3: 21-26). 

      Επίλογος 
    1/ Η σωτηρία είναι έργο του Θεού και προσφέρεται στον άνθρωπο δωρεάν, κατά χάριν (Εφεσίους Β/2: 8). Μόνον ο Θεός μπορεί να "ντύσει" τον άνθρωπο, δε μπορεί ο άνθρωπος με τα έργα του να "ντυθεί" και να δικαιωθεί μπροστά στον δίκαιο Κριτή.
    2/ Η εξιλέωση θα έπρεπε να γίνει με το θάνατο ενός αθώου αντικαταστάτη. Ο Χριστός εκπλήρωσε αυτόν τον όρο γιατί ήταν αθώος. Κανένα ψεγάδι δε βρέθηκε σ’ Αυτόν. Δε γνώρισε αμαρτία κι όμως έγινε αμαρτία για μας σηκώνοντας τις αμαρτίες μας στο Σώμα Του πάνω στο Σταυρό. Ο Απ. Πέτρος αναφέρει: «όστις αμαρτίαν δεν έκαμεν, ουδέ ευθέθη δόλος εν των στόματι αυτού» (Α’ Πέτρου Β/2: 22). 
    3/ Έπρεπε να γίνει με το χύσιμο του αίματος ενός αθώου αντικαταστάτη. Ο Χριστός έχυσε το αίμα Του για να μας λυτρώσει και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. 

      Κάθε προσφορά, προσευχή ή θυσία που δεν ανταποκρίνεται στους παραπάνω τρεις βασικούς όρους ο Θεός δεν τη δέχεται και δε μπορεί να γίνει εξιλέωση της αμαρτίας. Αυτό το βλέπουμε στη θυσία του Κάιν και του Άβελ (Γένεση Δ/4: 3-12), το βλέπουμε και στο Πασχαλινό Αρνί (Έξοδος ΙΒ/12: 1-14) καθώς και στις τελετουργικές θυσίες του λαού Ισραήλ (Λευιτικό κεφ. Α/1 & Β/2). Ιδιαίτερα το παρατηρούμε στον Ιησού Χριστό, τον «τέλειο Αμνό» που ο Θεός έστειλε από τον ουρανό και έγινε ζωντανή θυσία πάνω στο σταυρό. Ο Απ. Πέτρος γράφει: «δεν ελυτρώθητε από της ματαίας πατροπαραδότου διαγωγής υμών διά φθαρτών, αργυρίου ή χρυσίου, αλλά διά του τιμίου αίματος του Χριστού, ως αμνού αμώμου και ασπίλου» (Α' Πέτρου Α/1 :18,19) και ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Α/1, εδ. 3β) συμπληρώνει: «…αφού δι' εαυτού έκαμε καθαρισμόν των αμαρτιών ημών, εκάθησεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς». 
    Από εκείνο ο λαμπρό και εξαίσιο θρόνο θα σηκωθεί μία μέρα ο Χριστός και θα έρθει στο μεσουράνημα (εν νεφέλαις) για να παραλάβει «…τους προσμένοντας Αυτόν διά σωτηρίαν» (Εβραίους Θ/9: 28). ---