Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

ΜΕΤΑΝΟΙΑ.

      Ο Αχαάβ και ο Μανασσής ήταν δύο βασιλιάδες οι οποίοι, αν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά να επιδείξουν. Και οι δύο βασιλείς ήταν αρνητές και αποστάτες από τον αληθινό Θεό και υπήρξαν ακραία ασεβείς και προκλητικοί απέναντί Του. Με τη στάση τους αυτή οδήγησαν το λαό τους στην απιστία, την ειδωλολατρία, την αποστασία και τη διαφθορά. Κοινό τους σημείο ήταν ότι και οι δύο αυτοί ασεβείς βασιλείς μετάνιωσαν για την απιστία τους και επικαλέστηκαν το Έλεος του Θεού. Από τον τρόπο με τον οποίο μετανόησαν μπορούμε να βγάλουμε πολύτιμα πνευματικά συμπεράσματα: 

       Αχαάβ, βασιλιάς στο «Βόρειο βασίλειο» του Ισραήλ από το έτος 873 έως το 854 π.Χ
30 Και ο Αχαάβ, ο γιος τού Αμρί, έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο, περισσότερο από όλους όσοι ήσαν πριν απ' αυτόν. 
31 Και σαν να ήταν ένα μικρό πράγμα, το να περπατάει στις αμαρτίες τού Ιεροβοάμ, του γιου τού Ναβάτ, πήρε ακόμα για γυναίκα την Ιεζάβελ, τη θυγατέρα τού Εθβαάλ, του βασιλιά των Σιδωνίων, και πήγε και λάτρευσε τον Βάαλ, και τον προσκύνησε. 
32 Και ανέγειρε βωμό στον Βάαλ, μέσα στον οίκο τού Βάαλ, που είχε οικοδομήσει στη Σαμάρεια. 
33 Και ο Αχαάβ έκανε ένα άλσος και για να παροργίσει τον Κύριο τον Θεό τού Ισραήλ, ο Αχαάβ έπραξε περισσότερο από όλους τους βασιλιάδες τού Ισραήλ, όσοι στάθηκαν πριν απ' αυτόν (Α’ Βασιλέων ΙΣ/16: 30). 

         ΣΧΟΛΙΑ: 
    Ο Αχαάβ ήταν έβδομος βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ (βόρειο βασίλειο). Παντρεύτηκε την Ιεζάβελ, κόρη του βασιλιά της Σιδώνας, μιας πλούσιας πόλης βόρεια του Ισραήλ, που βρίσκεται στα όρια του Λιβάνου. Αυτός ο γάμος ίσως να έφερε πολύ πλούτο στη γη του Ισραήλ, αλλά έβλαψε πάρα πολύ τη σχέση του έθνους με το Θεό. Η Ιεζάβελ λάτρευε το Βάαλ και υποκίνησε τον Αχαάβ να προωθήσει αυτή την ψεύτικη θρησκεία, η οποία περιλάμβανε ιεροδουλία καθώς και θυσίες μικρών παιδιών. 
     Κανένας αληθινός προφήτης του Θεού δεν ήταν ασφαλής όσο είχε εξουσία η Ιεζάβελ, η οποία φρόντισε να θανατωθούν πολλοί από αυτούς (Α’ Βασιλέων ΙΗ/18: 13). Ο Αχαάβ ήταν χειρότερος στα μάτια του Θεού απ’ όλους τους προγενέστερούς του βασιλιάδες.  Στις προειδοποιήσεις του Θεού τόσο ο Αχαάβ όσο και η Ιεζάβελ αρνούνταν να υπακούσουν. Ο Θεός γνωρίζει τα έργα τους, το πάθος και την απιστία τους και παρ’ όλα αυτά δείχνοντας έλεος, έστειλε τον προφήτη Ηλία να προειδοποιήσει το βασιλιά να μετανοήσει και να στραφεί προς το Θεό, προτού να είναι πλέον πολύ αργά. 
        Ο Λόγος του Θεού αναφέρει σχετικά: 
21 Δες, λέει ο Κύριος: Εγώ θα φέρω κακό επάνω σου, και θα σαρώσω πίσω σου, και θα εξολοθρεύσω από τον Αχαάβ εκείνον που ουρεί προς τον τοίχο, και τον δούλο και τον ελεύθερο ανάμεσα στον Ισραήλ 
22 και θα κάνω την οικογένειά σου όπως την οικογένεια του Ιεροβοάμ, του γιου τού Ναβάτ, και καθώς την οικογένεια του Βαασά, του γιου τού Αχιά, εξαιτίας τού παροργισμού με τον οποίο με παρόργισες, και έκανες τον Ισραήλ να αμαρτήσει. 
23 Και για την Ιεζάβελ, ακόμα, μίλησε ο Κύριος, λέγοντας: Τα σκυλιά θα καταφάνε την Ιεζάβελ κοντά στο περιτείχισμα της Ιεζραέλ· 
24 όποιος από τον Αχαάβ πεθάνει στην πόλη, τα σκυλιά θα τον καταφάνε· και όποιος πεθάνει στο χωράφι, τα πουλιά τού ουρανού θα τον καταφάνε. 
25 Πραγματικά, κανένας δεν στάθηκε όμοιος με τον Αχαάβ, που πούλησε τον εαυτό του στο να πράττει πονηρά μπροστά στον Κύριο, όπως τον κινούσε η γυναίκα του η Ιεζάβελ. 
26 Και έπραξε με βδελυρό τρόπο σε υπερβολικό βαθμό, ακολουθώντας τα είδωλα, σύμφωνα με όλα όσα έπρατταν οι Αμορραίοι, που ο Κύριος είχε εκδιώξει μπροστά από τους γιους Ισραήλ) (Α’ Βασιλέων ΚΑ/21: 21-26). 
        Ακούγοντας αυτά το φοβερά και τρομερά λόγια ο Αχαάβ μετανόησε για την αμαρτωλή ζωή του και ταπεινώθηκε μπροστά στο Θεό
 27 Και καθώς ο Αχαάβ άκουσε τα λόγια αυτά, έσχισε τα ιμάτιά του και έβαλε σάκο επάνω στη σάρκα του, και νήστευσε, και ήταν πλαγιασμένος, περιτυλιγμένος με σάκο, και περπατούσε σκυμμένος (Α’ Βασιλέων ΚΑ/21: 27). 
       Ο Αχαάβ μετανόησε μπροστά στο Θεό για τη συμπεριφορά του, όμως η μετάνοιά του αυτή, όπως φάνηκε από την μετέπειτα ζωή του, δεν ήταν αληθινή. Δεν προώθησε την αληθινή λατρεία του Θεού στο λαό του και δεν έκανε καμία ενέργεια, για να εξαλείψει τη λατρεία του Βάαλ. Μετά την ομολογία της μετάνοιας τίποτα απολύτως δεν άλλαξε μέσα στη ζωή του. Ας δούμε πώς ενήργησε μετά την μετάνοιά του. 
     Μετά απ’ όλα αυτά ο Αχαάβ προσκάλεσε τον Ιωσαφάτ, που ήταν πιστός βασιλιά στο «νότιο βασίλειο» του Ιούδα, να συνασπισθούν για να πολεμήσουν τους Σύριους προκειμένου να πάρουν πίσω την πόλη Ρεμμάθ. Μάλιστα για το σκοπό αυτό συμβουλεύθηκε και 400 δικούς του προφήτες, οι οποίοι τον ενεθάρρυναν να επιτεθεί στους Σύριους (Α’ Βασιλέων ΚΒ/22: 6). Ο Ιωσαφάτ, πριν ξεκινήσουν την εκστρατεία, είπε στο βασιλιά: «Δεν υπάρχει άλλος ένας προφήτης μέσω του οποίου μπορούμε να ρωτήσουμε τον Θεό;» Η απάντηση του Αχαάβ ήταν: «Υπάρχει, αλλά εγώ αυτόν τον μισώ, γιατί δεν προφητεύει ποτέ καλά πράγματα για εμένα, παρά μόνον άσχημα». Παρ’ όλα αυτά συμβουλεύτηκε τον προφήτη του Θεού Μιχαϊα ο γιος τού Ιεμβλά (δεν πρόκειται για το προφήτη Μιχαία, γιό του Μωρασθεί [Μιχαίας Α/1: 1], ο οποίος έζησε 100 περίπου χρόνια αργότερα). Ο Ιωσαφάτ επέμενε και του είπε να μη μιλάει έτσι για τον προφήτη του Θεού. 
     Μετά απ’ αυτά ο Αχαάβ κάλεσε έναν ευνούχο και του είπε να φέρει γρήγορα τον Μιχαϊα στο ανάκτορο (εδ. 9). Εν τω μεταξύ ένας αγγελιοφόρος του Αχαάβ είπε στον προφήτη Μιχαία πως όλοι προφήτευσαν ευχάριστα για την εκστρατεία του βασιλιά και του συνέστησε να προφητεύσει και αυτός ευνοϊκά. Ο Μιχαϊας του απάντησε πως ό,τι του αποκαλύψει ο Κύριος, αυτό θ’ αναγγείλει. Η αναγγελία λοιπόν που του έδωσε ο Κύριος ήταν ότι θα έρθει μεγάλη συμφορά τόσο στον Αχαάβ και τη γυναίκα του, όσο και σε ολόκληρη τη συγγένειά τους. Ο πονηρός Αχαάβ, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, αντί να ζητήσει μετανοημένος συγχώρηση από το Θεό, έδωσε εντολή και συνέλαβαν τον προφήτη του Θεού και τον έβαλαν στη φυλακή. «Έτσι λέει ο βασιλιάς: Τούτον βάλτε τον στη φυλακή, και τρέφετέ τον με ψωμί θλίψης, και με νερό θλίψης, μέχρις ότου γυρίσω με ειρήνη» (Α’ Βασιλέων ΚΒ/22: 27). Ο πρ. Μιχαϊας απάντησε: «Αν επιστρέψεις σώος και ασφαλής τότε δε μίλησε μέσω εμού ο Κύριος»
      Η προφητεία του εκπληρώθηκε κατά γράμμα. Στη μάχη που ακολούθησε ο Αχαάβ σκοτώθηκε (Α’ Βασιλέων ΚΒ/22: 34-38). Όταν ο Ιωσαφάτ γύρισε πίσω μετά τη μάχη, ο Κύριος μέσω του προφήτη Ιηού τον επέπληξε για τη συμμαχία του με τον Αχαάβ με τα λόγια: «Είναι σωστό να βοηθάς τους πονηρούς και ν’ αγαπάς εκείνους που μισούν τον Θεό;» (Β’ Χρονικών ΙΘ/19: 1,2). Αν η μετάνοια του Αχαάβ ήταν γνήσια, δε θα προέβαινε σε όλες αυτές τις ενέργειες που ακολούθησαν και ο προφήτης του Θεού δε θα τον χαρακτήριζε πονηρό άνθρωπο που μισούσε το Θεό. 
     Είναι φανερό ότι ο Αχαάβ μπορεί αρχικά να ταπείνωσε τον εαυτόν του, όμως η μετάνοιά του δεν ήταν γνήσια, αλλά ήταν προσωρινή, εφήμερη, υποκριτική. Οι μετέπειτα πράξεις του έδειξαν ότι δεν είχε μετανοήσει μέσα από την καρδιά του. Δεν είχε εκζητήσει ειλικρινά τον αληθινό Θεό. --

        Ας εξετάσουμε ένα άλλο παράδειγμα το οποίο θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι περιλαμβάνει η αληθινή μετάνοια. 

      Ο Μανασσής υπήρξε βασιλιάς στο «νότιο βασίλειο» του Ιούδα, από το έτος 697 έως το 642 π.Χ. 
1 Δώδεκα ετών ηλικίας ήτο ο Μανασσής ότε εβασίλευσε, και εβασίλευσε πεντήκοντα πέντε έτη εν Ιερουσαλήμ. 
2 Και έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, κατά τα βδελύγματα των εθνών, τα οποία εξεδίωξεν ο Κύριος απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ 
3 και ανωκοδόμησε τους υψηλούς τόπους, τους οποίους Εζεκίας ο πατήρ αυτού κατέστρεψε, και ανήγειρε θυσιαστήρια εις τους Βααλείμ, και έκαμεν άλση και προσεκύνησε πάσαν την στρατιάν του ουρανού και ελάτρευσεν αυτά. 
4 Και ωκοδόμησε θυσιαστήρια εν τω οίκω του Κυρίου, περί του οποίου ο Κύριος είπεν, Εν Ιερουσαλήμ θέλει είσθαι το όνομά μου εις τον αιώνα. 
5 Και ωκοδόμησε θυσιαστήρια εις πάσαν την στρατιάν του ουρανού εντός των δύο αυλών του οίκου του Κυρίου. 
6 Και αυτός διεβίβασε τους υιούς αυτού διά του πυρός εν τη κοιλάδι του υιού του Εννόμ· και προεμάντευε καιρούς και έκαμνεν οιωνισμούς και μαγείας και εσύστησεν ανταποκριτάς δαιμονίων και επαοιδούς· πολλά πονηρά έπραξεν ενώπιον του Κυρίου, διά να παροργίση αυτόν. 
7 Και έστησε το γλυπτόν, την εικόνα την οποίαν έκαμεν, εν τω οίκω του Θεού, περί του οποίου ο Θεός είπε προς τον Δαβίδ και προς τον Σολομώντα τον υιόν αυτού, Εν τω οίκω τούτω και εν Ιερουσαλήμ, την οποίαν εξέλεξα από πασών των φυλών του Ισραήλ, θέλω θέσει το όνομά μου εις τον αιώνα· 
8 και δεν θέλω μετασαλεύσει τον πόδα του Ισραήλ από της γης, την οποίαν παρέδωκα εις τους πατέρας σας εάν μόνον προσέξωσι να κάμνωσι πάντα όσα προσέταξα εις αυτούς, κατά πάντα τον νόμον και τα διατάγματα και τας κρίσεις τας δοθείσας διά του Μωϋσέως. 
9 Και επλάνησεν ο Μανασσής τον Ιούδαν και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώστε να πράττωσι πονηρότερα παρά τα έθνη, τα οποία ο Κύριος ηφάνισεν απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ 
10 Και ελάλησε Κύριος προς τον Μανασσήν και προς τον λαόν αυτού πλην δεν έδωκαν ακρόασιν. 
11 Διά τούτο έφερε κατ' αυτών ο Κύριος τους άρχοντας του στρατεύματος του βασιλέως της Ασσυρίας, και επίασαν τον Μανασσήν μεταξύ των θάμνων και δέσαντες αυτόν με αλύσεις, έφεραν αυτόν εις Βαβυλώνα. 
12 Και ενώ ήτο εν θλίψει, ικέτευσε Κύριον τον Θεόν αυτού και εταπεινώθη σφόδρα ενώπιον του Θεού των πατέρων αυτού, 
13 και προσηυχήθη εις αυτόν τότε ηλέησεν αυτόν και επήκουσε της δεήσεως αυτού και επανέφερεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ, εις το βασίλειον αυτού. Τότε εγνώρισεν ο Μανασσής έτι ο Κύριος αυτός είναι ο Θεός (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 1-13). 

           ΣΧΟΛΙΑ: 
     Περίπου δύο αιώνες αργότερα έγινε βασιλιάς στο βασίλειο του Ιούδα (νότιο βασίλειο) ο Μανασσής. Ο βασιλιάς αυτός, του οποίου η βασιλεία διήρκησε 55 χρόνια, ίσως να ήταν ακόμα πιο ασεβής από τον Αχαάβ. Ήταν ο νεότερος και πιο αγαπημένος γιός του ευσεβούς βασιλιά Εζεκία (739 – 687 π.Χ.) τον οποίο απέκτησε σε μεγάλη ηλικία, αφού ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές του και παράτεινε τη ζωή του κατά 15 χρόνια (Β’ Βασιλέων Κ/20: 6). Η μητέρα του Μανασσή καταγόταν από την Φοινίκη, περιοχή του Λιβάνου και ήταν ειδωλολάτρισσα. Και ενώ όλοι θα περίμεναν από ένα τόσο ευσεβή βασιλιά να βγει ένας πιστός άνθρωπος, η επιρροή της άπιστης μητέρας του αποδείχτηκε εξαιρετικά ολέθρια για τον Μανασσή. «Και ο Μανασσής, ο βασιλιάς των Ιουδαίων, έκανε βδελύγματα χειρότερα από όλα όσα έκαναν οι Αμορραίοι, που ήταν πριν και οδήγησε τον Ιούδα στην αμαρτία με τα είδωλά του» (Β' Βασιλέων ΚΑ/21: 11). 
     Έτσι ο Μανασσής δε βάδισε στ’ αχνάρια του πατέρα του και ως βασιλιάς έκανε κακό σε μεγάλη κλίμακα με σκοπό να προκαλέσει και να προσβάλει τον Θεό (Β’ Χρονικών, ΛΓ/33: 1-9). Για το σκοπό αυτό έχτισε θυσιαστήρια για ειδωλολατρικούς θεούς και μάλιστα τοποθέτησε μια γλυπτή εικόνα του ιερού στύλου μέσα στον άγιο Ναό του Θεού. Ασκούσε μαγεία, μαντεία και μαγγανεία (μάγια). Επίσης «έχυσε πάρα πολύ αθώο αίμα». Ανάμεσα στους φρικτούς του φόνους ήταν και το ότι «έκαψε τους ίδιους του τους γιούς ως θυσία» στους ψεύτικους θεούς (Β’ Βασιλέων ΚΑ/21: 6-16) και διέταξε να θανατώσουν τον ηλικιωμένο συγγενή του, τον πνευματικό ηγέτη του πατέρα του, το μεγάλο προφήτη του Θεού «Ησαΐα» (766 – 686 π.Χ.). 
     Όπως ο Αχαάβ που προαναφέραμε έτσι και ο Μανασσής αγνοούσε πεισματικά και επιδεικτικά τις προειδοποιήσεις που του έδινε ο Θεός μέσω των προφητών Του. Τελικά ο Θεός έφερε εναντίον του «βασιλείου του Ιούδα» τους αρχιστράτηγους του βασιλιά της Ασσυρίας και αυτοί έπιασαν τον Μανασσή με άγκιστρα και τον έδεσαν με δύο χάλκινα δεσμά και τον πήραν αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα (Β’ Χρονικών ΚΓ/33: 11). Εκεί σύμφωνα με την παράδοση αλυσοδεμένο τον πέταξαν σ’ ένα μικροσκοπικό κλουβί στο οποίο δε μπορούσε να ισώσει το κορμί του. Σ’ αυτή την κατάσταση έζησε επτά χρόνια. Ένας υπηρέτης του έδινε φαγητό δύο φορές την εβδομάδα. Στην κατάσταση αυτή ο Μανασσής δεμένος και φυλακισμένος, μόνος σε ξένο τόπο, χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής «ήρθε εις εαυτόν». Μετανόησε για τη ζωή του και ταπείνωνε τον εαυτόν του ενώπιον του Θεού των προπατόρων του και είπε: "Ο Θεός έφερε αυτό το μαρτύριο και την τιμωρία σε μένα επειδή απομακρύνθηκα απ’ αυτόν και ανάγκασα το λαό του Θεού να θυσιάσει στα είδωλα. Αν ο Θεός με κράτησε ζωντανό μέχρι τώρα, τότε τι θέλει από μένα; Φυσικά θέλει τη σωτηρία μου». Τότε φώναξε από τα βάθη της ψυχής του και μέσα από δάκρυα μετάνοιας άρχισε να προσεύχεται θερμά στον αληθινό Θεό. 
12 Και ενώ ήταν μέσα σε θλίψη, ικέτευσε τον Κύριο τον Θεό του, και ταπεινώθηκε υπερβολικά μπροστά στον Θεό των πατέρων του, 
13 και προσευχήθηκε σ' αυτόν τότε, ο Θεός τον ελέησε, και άκουσε τη δέησή του, και τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, στο βασίλειό του. Τότε, γνώρισε ο Μανασσής ότι ο Κύριος αυτός είναι ο Θεός (Β’ Χρονικών, κεφ. ΛΓ/33, εδ. 12,13). 
      Ο Θεός ακούγοντας τις θερμές προσευχές του τον συγχώρησε και έβαλε στην καρδιά του βασιλιά των Ασσυρίων να τον ελευθερώσει. Λογικά θα πρέπει να υπάρχει ένα όριο ακόμα και στη συχωρητικότητα, όμως στη συγχώρηση του Θεού δεν υπάρχουν όρια. Ο Θεός ως καρδιογνώστης, καθώς είδε την ειλικρινή του μετάνοια, όχι μόνον τον ελευθέρωσε αλλά τον αποκατέστησε και πάλι στη βασιλεία του. Αμέσως ο Μανασσής ξεκίνησε έναν πόλεμο κατά της ψεύτικης ειδωλολατρικής θρησκείας. Δείχνοντας το βάθος της ειλικρινούς μετάνοιάς του άλλαξε εντελώς τη διαγωγή του και προσπάθησε να διορθώσει, όσο ήταν δυνατόν, το κακό που είχε κάνει. Πολέμησε δραστήρια την ψεύτικη λατρεία προωθώντας με κάθε τρόπο την αληθινή, εκείνη που ήταν σύμφωνη με το θέλημα του Θεού 
15 Και αφαίρεσε τους ξένους θεούς, και την εικόνα από τον οίκο τού Κυρίου, και όλα τα θυσιαστήρια, που είχε οικοδομήσει επάνω στο βουνό τού Κυρίου, και στην Ιερουσαλήμ· και τα έρριξε έξω από την πόλη. 
16 Και ανόρθωσε το θυσιαστήριο του Κυρίου, και θυσίασε επάνω σ' αυτό θυσίες ειρηνικές και ευχαριστήριες, και πρόσταξε τον Ιούδα να λατρεύει τον Κύριο τον Θεό τού Ισραήλ (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 15,16). 
       Πέραν αυτού βοήθησε και άλλους ανθρώπους να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό και να κάνουν και αυτοί το ίδιο. Η μεγάλη αυτή αλλαγή απαιτούσε θάρρος και πάνω απ’ όλα μεγάλη και σταθερή πίστη, αφού επί ολόκληρες δεκαετίες ο Μανασσής υπήρξε ένα κακό πρότυπο για το λαό του. Η μετάνοιά του πιθανότατα αποτέλεσε μία καλή επιρροή και για τον μικρότερο εγγονό του τον Ιωσία, ο οποίος αργότερα έγινε ένας πολύ καλός και ευσεβής βασιλιάς (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 1,2). 

      Το παράδειγμα του Μανασσή δίνει ελπίδα ακόμα και στους χειρότερους αμαρτωλούς και έρχεται να μας υπενθυμίσει για άλλη μία φορά ότι ο Θεός είναι «αγαθός και πρόθυμος να συγχωρεί» (Ψαλμός ΠΣ/86: 5) όλους εκείνους που ειλικρινά μετανοούν. Επίσης μέσα από τη μελέτη αυτή φαίνεται ότι η αληθινή μετάνοια περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα από το να λέμε ότι λυπούμαστε για την αμαρτία μας και ζητάμε συγνώμη. Θα πρέπει να βαδίσουμε στο δρόμο της επιστροφής και να εργαστούμε για να αποκαταστήσουμε τη ζημιά που έχουμε κάνει. 
    Πόσο χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του τελώνη "Ζακχαίου" προς τον Κύριο, που πέρα από τη μετάνοια δείχνουν και τον τρόπο της αποκατάστασης. Τα λόγια αυτά αποτελούν διαχρονικά τον «ύμνο της μετάνοιας»
8 Σταθείς δε ο Ζακχαίος, είπε προς τον Κύριον Ιδού, τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδω εις τους πτωχούς, και εάν εσυκοφάντησά τινά εις τι, αποδίδω τετραπλούν. 
9 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς ότι, Σήμερον έγινε σωτηρία εις τον οίκον τούτον, καθότι και αυτός υιός του Αβραάμ είναι (Λουκάς ΙΘ/19: 8,9). 
      Ο Κύριος είπε ότι, όταν ένα άτομο μετανοεί, θα πρέπει να παράγει «καρπούς άξιους της μετανοίας» (Ματθαίος Γ/3: 8). Αυτό αποτελεί απαράβατο πνευματικό νόμο. Αυτούς που θα μετανοήσουν ειλικρινά, λέγει Κύριος, θα τους γνωρίσετε από τους καρπούς τους «δεν μαζεύουν σταφύλια από αγκάθια ούτε σύκα από τριβόλια» (Ματθαίος Ζ/7: 16). Η ειλικρινής μετάνοια ανοίγει το δρόμο, για να πλησιάσει κανείς τον ουράνιο Πατέρα και γεμίζει τον άνθρωπο με τη βεβαιότητα ότι ο Θεός τον ακούει, καθώς προσεύχεται. Ο Απ. Ιωάννης αναφέρει: «Αγαπητοί, αν η καρδιά μας δεν μας κατακρίνει, έχουμε παρρησία προς τον Θεό και ό,τι αν ζητάμε το παίρνουμε απ' αυτόν, επειδή τηρούμε τις εντολές του και πράττουμε τα αρεστά μπροστά του» (Α’ Ιωάννου Γ/3: 21,22). 
    Πάντοτε μέσα μας θα υπάρχει η τάση επιστροφής στα παλιά και γι’ αυτό χρειάζεται αγώνας πνευματικός, εσωτερικός, για να διατηρήσουμε καθαρή τη συνείδησή μας ενώπιον του Θεού. Πώς μπορούμε να τα πετύχουμε όλα αυτά; Ο Απ. Παύλος αναφέρει: «Ευχαριστώ τον Θεό διαμέσου τού Ιησού Χριστού τού Κυρίου μας» (Ρωμαίους Ζ/7: 25). Ελευθερώθηκε και πλέον έχει καθαρή συνείδηση μπροστά στο Θεό, όχι με τις δικές του δυνάμεις, αλλά με τη δύναμη της εξιλαστήριας θυσίας του Ιησού Χριστού. Έτσι μπορούσε να γράφει προς τους χριστιανούς της πόλεως των Φιλίππων: «τα πάντα δύναμαι διά του ενδυναμούντός με Χριστού» (Φιλιππησίους Δ/4: 13). 
      Ο Θεός «δεν εμπαίζεται» (Γαλάτας Σ/6: 7) και καθώς "ερευνά νεφρούς και καρδίας", περιμένει από τον άνθρωπο την ειλικρινή μετάνοια στη ζωή του. Μια μετάνοια που θα φανεί μέσα από την αλλαγή, μέσα από τη μεταστροφή του ανθρώπου, μέσα από τη βαθιά λύπη για το αμαρτωλό παρελθόν του, μέσα από τα έργα αγάπης και ελέους που θα ακολουθήσουν. Μόνον έτσι μπορεί να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με το Θεό και να συνεχίσει πλέον «να βαδίζει την οδόν αυτού χαίρων» (Πράξεις Η/8: 39). ---