Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Το βιβλίο του Νόμου του Θεού.

         

            Βιβλίο   «B’  Χρονικών»,  κεφ.  ΛΔ / 34.   (Παλαιά Διαθήκη). 

       Το μικρό κράτος του Ιούδα, που βρισκόταν στο νότιο τμήμα της Παλαιστίνης, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα βρισκόταν σε μεγάλο πνευματικό λήθαργο. Η σχέση του με τον αληθινό Θεό του Ισραήλ είχε διαρραγεί και σχεδόν ήταν ανύπαρκτη. Ο λαός είχε ξεχάσει τον Θεό ο Οποίος «διά κραταιάς χειρός» (Έξοδος ΙΓ/13: 3) τον είχε βγάλει μέσα από την σκλαβιά της Αιγύπτου και τον είχε οδηγήσει μέσα από την έρημο στη γη της Επαγγελίας, στη γη τη «ρέουσα γάλα και μέλι», στη γη των υποσχέσεών Του (Έξοδος Γ/3: 17), 
    Μετά από 55 ολόκληρα χρόνια βασιλείας του Μανασσή (697- 642 π.Χ.), ενός από τους πιο διεφθαρμένους βασιλιάδες της ιστορίας του Ισραηλίτικού έθνους. Ο Λόγος του Θεού στο βιβλίο «Β’ Βασιλέων» (κεφ. ΚΑ/21, εδ. 1-18) αναφέρει τα εξής σχετικά με τη διακυβέρνησή του καθώς και για τη σχέση του με τον αληθινό Θεό: «Έχτισε θυσιαστήρια για τ’ αστέρια του ουρανού στις δύο αυλές του Ναού του Κυρίου. Πρόσφερε το γιό του ολοκαύτωμα, ασκούσε μαντεία και μαγεία, προσέλαβε στην υπηρεσία του νεκρομάντεις και μάγους…. Παρέσυρε στην αμαρτία του το λαό του Ιούδα, εξωθώντας τον να πράττει το κακό ενώπιον του Κυρίου. Και επιπλέον σκότωσε τόσους αθώους, ώστε γέμισε την Ιερουσαλήμ με αίμα από τη μία άκρη ως την άλλη». Τόσο μεγάλη διαφθορά υπήρξε επί των ημερών του. Επίσης στο βιβλίο (Β’ Χρονικών, ΛΓ/33: 6) αναφέρεται: «… έπραξε πολλά πονηρά πράγματα μπροστά στον Κύριο, για να τον παροργίσει». Ο Μανασσής «έχυσε πολύ αθώο αίμα» (Β’ Βασιλέων ΚΑ/21: 10-16). 
     Για την όλη συμπεριφορά του απέναντι στο Θεό αργότερα μετανόησε, όταν βρέθηκε αιχμάλωτος των Ασσυρίων στη Βαβυλώνα (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 12,13). Παρ’ ότι είχε διαπράξει πολύ σοβαρά αμαρτήματα, απέδειξε την ειλικρινή του μετάνοια του με το να καταστρέψει με ζήλο τα ειδωλολατρικά άλση. Ο Θεός δέχτηκε την μετάνοιά του και τον αποκατέστησε στο θρόνο. Γενικά η περίοδος της βασιλείας του υπήρξε ένα θλιβερό κεφάλαιο στην ιστορία του Ισραήλ. Αυτό που συνέβη στη ζωή του Μανασσή δίνει ελπίδα ακόμα και στους χειρότερους αμαρτωλούς. Ο Θεός είναι «αγαθός και πρόθυμος να συγχωρεί» (Ψαλμός ΠΣ/86: 5) όλους εκείνους που μετανοούν ειλικρινά. 
     Τον Μανασσή διαδέχτηκε στο θρόνο ο επίσης διεφθαρμένος Αμών, ο οποίος ήταν γιος του και πατέρας του Ιωσία (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 20). Σχετικά με την πολιτεία του Αμών στο βιβλίο («Β’ Χρονικών» ΛΓ/33: 23) αναφέρεται: «Αλλ’ αυτός ο Αμών ηνόμησε μάλλον και μάλλον». Ο βασιλιάς αυτός έπεσε θύμα συνομωσίας και δολοφονήθηκε κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του. Μετά την πράξη αυτή ο λαός πατάσσει τους συνωμότες που ήταν από τους ίδιους τους αυλικούς του και ανακηρύσσει βασιλιά το νεαρό Ιωσία (Β’ Βασιλέων ΚΑ/21: 24 & Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 25). Η πνευματική κατάσταση στη οποία βρίσκεται ο λαός δε μπορεί να χαρακτηριστεί με κανέναν τρόπο. Κανένας δε θυμόταν πλέον τον αληθινό Θεό και ως εκ τούτου καμία λατρεία δεν αποδίδονταν εις Αυτόν. 
      Ο Ιωσίας λοιπόν, γιός του Αμών και εγγονός του Μανασσή, σε ηλικία οκτώ ετών ανέβηκε στο θρόνο. Ο ερχομός του Ιωσία είχε προαναγγελθεί από το Θεό τριακόσια χρόνια πριν από τη γέννησή του (Α’ Βασιλέων ΙΓ/13: 2). Όταν έγινε βασιλιάς του Ιούδα, ο Θεός ήδη είχε μιλήσει για την κρίση που θα ερχόταν πάνω στο λαό Του εξαιτίας της ανυπακοής του. Και στις ημέρες μας έχει προαναγγελθεί κρίση πάνω σε μια αποστάτιδα και εξαχρειωμένη ανθρωπότητα και απομένει πολύ λίγος χρόνος μέχρι αυτή να πραγματοποιηθεί. 
        Ο βασιλιάς σε ηλικία 15 ετών βρίσκεται ήδη στο όγδοο έτος της βασιλείας του και καθώς μελετάει τα λόγια του προφήτη Σοφονία, αρχίζει να αναζητά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον αληθινό Θεό (Β’ Χρονικών ΛΓ/33: 21,22 & ΚΔ34: 3). Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη και πώς εξελίχθηκε η κατάσταση τον πρώτο καιρό της βασιλείας του, αλλά φαίνεται πως κάτι άρχιζε να αλλάζει προς το καλύτερο. Μετά λοιπόν από 18 χρόνια στο θρόνο ο νεαρός βασιλιάς έλαβε σταθερή απόφαση ν’ αποκαταστήσει επίσημα τη λατρεία του αληθινού Θεού στο κράτος του Ιούδα και με κάθε τρόπο αναζητούσε το θέλημα του Θεού και το εφάρμοζε στη ζωή του με πράξεις. 
      Θέλησε να βαδίσει πάνω στα βήματα του προγόνου του Δαβίδ, ο οποίος αποτελεί σημείο αναφοράς σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη. Ο Θεός είχε χαρακτηρίσει το Δαβίδ ως άνθρωπο «κατά την καρδίαν Του» (Πράξεις ΙΓ/13: 22). Το χαρακτηριστικό της ζωής του ήταν ότι μπορεί να έκανε μεγάλα και σοβαρά λάθη, όμως μέσα από την ειλικρινή μετάνοια ξανάβρισκε το δρόμο που τον έφερνε και πάλι κοντά στο Θεό Του. Ο Ιωσίας δεν ήταν άνθρωπος συμβιβασμών και δεν εξέκλινε «δεξιά ή αριστερά». Ο Θεός πάρα πολλές φορές είχε προτρέψει το λαό Του να παραμένει σταθερός στην πίστη του και «να μην εκκλίνει ούτε δεξιά, ούτε αριστερά» από το θέλημά Του (Δευτερονόμιο Ε/5: 33, ΙΖ/17: 11-20, ΚΗ/28: 14). 
     Καθώς λοιπόν ο βασιλιάς ξεκίνησε το έργο της αποκατάστασης της αληθινής λατρείας προς τον Θεό, γκρέμισε όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς, κατέστρεψε τα ειδωλολατρικά ιερά, τους ιερούς στύλους, τα θυσιαστήρια που χρησιμοποιούσαν για τη λατρεία του Βάαλ και κατέσφαξε όλους τους μάγους και τους νεκρομάντεις καθώς και τους προφήτες της Ασερά, του Χεμώς, του Μιλκώμ και των άλλων θεοτήτων. Οι υψηλοί τόποι που ανοικοδομήθηκαν στη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Σολομώντα αφανίστηκαν. Η εκκαθάριση περιλαμβάνει και την περιοχή του πρώην δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ (βόρειο βασίλειο), το οποίο είχε καταλυθεί πρωτύτερα από τους Ασσυρίους, το έτος 722 π. Χ. Σε εκπλήρωση των λόγων που είχαν ειπωθεί 300 χρόνια νωρίτερα από έναν ανώνυμο «άνθρωπο του αληθινού Θεού», ο Ιωσίας καίει τα κόκαλα των ιερέων του Βάαλ πάνω στο θυσιαστήριο που έστησε ο Βασιλιάς Ιεροβοάμ Α΄ στη Βαιθήλ. Οι υψηλοί τόποι αφαιρούνται τόσο εκεί όσο και στις υπόλοιπες πόλεις, και οι ειδωλολάτρες ιερείς θυσιάζονται πάνω στα ίδια εκείνα θυσιαστήρια, όπου ιερουργούσαν (Α’ Βασιλέων ΙΓ/13: 1- 4 & Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 4-20). 
        Μετά απ’ όλα αυτά ο βασιλιάς εκδίδει μία διαταγή στην οποία αναφέρει: «Τελέστε Πάσχα για τον Θεό, σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται στο βιβλίο της διαθήκης του Θεού», το οποίο είχε βρεθεί πρόσφατα (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 21). Έτσι διοργάνωσε τον εορτασμό του Πάσχα, μετά από μισό αιώνα πνευματικής νύχτας. Το Πάσχα που έγινε το μήνα Νισάν σε ανάμνηση της εξόδου του λαού από την Αίγυπτο, γιορτάστηκε «προς τον Κύριο» (Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 1). Η ανταπόκριση του λαού ήταν πολύ μεγάλη, γεγονός το οποίο χαροποίησε ιδιαίτερα το Βασιλιά. Σ’ αυτήν τη γιορτή ο ίδιος προσφέρει 30.000 ζώα για τις θυσίες και 3.000 βόδια. Επρόκειτο για ένα μεγαλειώδες Πάσχα που δεν είχε προηγούμενο και το οποίο είχε να πραγματοποιηθεί από τις ημέρες του προφήτη Σαμουήλ [έζησε 1102 – 1014 π.Χ] (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 22,23 – Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 1-19). 
       Όταν έφθασε στην ηλικία των 25 ετών και έχει κλείσει 18 χρόνια βασιλείας, μία μέρα φωνάζει το Σαφάν, το γραμματέα, και του λέει: «Πες στον Χελκία, τον αρχιερέα, να πάρει τα χρήματα που έχουν μαζέψει οι θυρωροί του ναού από το λαό και να τα δώσει στους εργάτες ώστε να επισκευάσουν τον οίκο του Θεού» (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 3-6 & Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 8). Μετά από αυτήν την εντολή άρχισαν οι επισκευαστές του Ναού να εργάζονται εντατικά για την ανακαίνισή του. Ο ευσεβής Ιωσίας ήταν ευγνώμων στο Θεό για το γεγονός ότι γινόταν αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκαλέσει στον οίκο του Θεού ορισμένοι από τους ασεβείς προγόνους του. 
      Καθώς οι εργασίες προχωρούσαν, οι ιερείς βρήκαν μέσα σ’ ένα παλιό σεντούκι ένα ξεχασμένο αντίγραφο του «βιβλίου του Νόμου του Θεού, που είχε δοθεί με το χέρι του Μωυσή» (Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 12-18). Επρόκειτο μάλλον για το κύριο σώμα του βιβλίου του «Δευτερονομίου» (κατ’ άλλους ήταν η Πεντάτευχος). Δε γίνεται λόγος για ένα έντυπο, όπως το εννοούμε σήμερα, αλλά για ένα χειρόγραφο ρολό. Το ξετύλιξαν λοιπόν από τα προστατευτικά του καλύμματα, το ξεσκόνισαν και καθώς το αναγνώρισαν ότι επρόκειτο για το βιβλίο του Θεού, έτρεξαν να το δώσουν στον αρχιερέα Χελκία. Αυτός με τη σειρά του το παρουσίασε και το διάβασε στο βασιλιά. Ο Θεός στο βιβλίο του «Δευτερονομίου» (ΙΖ/17: 18) είχε πει ότι κάθε βασιλιάς θα έπρεπε να κάνει ένα αντίγραφο του Νόμου για τον εαυτόν του, προκειμένου να τον έχει και να τον μελετάει, όμως εδώ ο βασιλιάς έχει πλήρη άγνοια του Λόγου του Θεού. Μπορεί να ήταν ευσεβής άνθρωπος και ν’ αγαπούσε το Θεό, όμως δε γνώριζε το Λόγο Του. 
      Η ανακάλυψη του Νόμου του Θεού ήταν ένα αποφασιστικό γεγονός στη ζωή του Ιωσία, που τον έκανε να υποταχθεί χωρίς όρους στο θέλημά Του. Καθώς ο Σαφάν, ο γραμματέας, διαβάζει τα λόγια του Θεού, ο βασιλιάς προσπαθεί να δει πώς μπορεί να εφαρμόσει την κάθε εντολή του Θεού, τόσο στον εαυτόν του όσο και στο λαό. Εκείνο που τον εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι η έμφαση που δίνει το βιβλίο στην αληθινή λατρεία, καθώς και στο ότι προλέγει τις πληγές και την εξορία που θα υφίστατο ο λαός, αν ενέμενε στην ψεύτικη ειδωλολατρική θρησκεία. Καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ζωή τους δεν ήταν σύμφωνη με τις εντολές του Θεού, δεν προσπαθεί να φορτώσει την αμαρτία στους άλλους και ν’ αθωώσει τον εαυτόν του, αλλά ταπεινώνεται μπροστά στο Θεό και καταβάλλεται από φόβο και πανικό. Πόσο συναρπαστικά είναι τα λόγια που ακολουθούν: «Και καθώς ο βασιλιάς άκουσε τα λόγια τού νόμου, έσχισε τα ιμάτιά του» (Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 19). 
        Καθώς ήρθε «εις εαυτόν» κατάλαβε πόσο είχε ξεμακρύνει τόσο ο ίδιος, όσο και ο λαός του από τις εντολές του ιερού βιβλίου και έστειλε να ρωτήσει τον Κύριο για το τι θα πρέπει να κάνει. Έτσι έδωσε στο Χελκία, στο Σαφάν και σε άλλους την εντολή: «Ρωτήστε τον Θεό σχετικά με τα λόγια αυτού του βιβλίου διότι μεγάλη είναι η οργή του Θεού η οποία άναψε εναντίον μας επειδή οι προπάτορές μας δεν άκουσαν τα λόγια αυτού του βιβλίου» (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 11-13 & Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 19-21).
       Έτσι ξεκίνησε τη μεγάλη μεταρρύθμιση, που δυστυχώς κράτησε μόνο κάπου δώδεκα χρόνια, γιατί οι διάδοχοι του Ιωσία δεν ακολούθησαν το παράδειγμά του και ξαναγύρισαν στην ειδωλολατρία. Ο Θεός επέτρεψε στο έθνος της Βαβυλώνας να κατακτήσει το «βασίλειο του Ιούδα» καταστρέφοντας την Ιερουσαλήμ καθώς και το Ναό, οδηγώντας το λαό του Ιούδα στην (πρώτη) αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, το έτος 597 π.Χ. Ο Θεός είχε πει ότι η εξορία θα διαρκούσε 70 χρόνια. Όλο εκείνο το διάστημα το βασίλειο του Ιούδα παρέμενε ερημωμένο, μέχρις ότου, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δοθεί, επιτράπηκε στο έθνος να επιστρέψει στη γη του. 
      Μετά απ’ όλα αυτά που προηγήθηκαν ο Ιωσίας συγκεντρώνει το λαό της Ιερουσαλήμ στο Ναό και τους διαβάζει «όλα τα λόγια του βιβλίου της διαθήκης» το οποίο είχε βρεθεί στον οίκο του Θεού. Κατόπιν συνάπτει διαθήκη «να βαδίζει ακολουθώντας τον Θεού και να τηρεί τις εντολές του και τις μαρτυρίες του και τα νομοθετήματά του, με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή, εκτελώντας τα λόγια αυτής της διαθήκης που ήταν γραμμένα σε αυτό το βιβλίο». Όλος ο λαός με μια φωνή παίρνει θέση υπέρ της τήρησης της διαθήκης (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 1-3). 
      Ο Ιωσίας, αφού ταπεινώθηκε μπροστά στο Θεό και αναγνώρισε τα σφάλματα του λαού του, έκανε δική του τη συλλογική αμαρτία του λαού και ζήτησε την οδηγία του Θεού μέσω της προφήτισσας Ολδά. Με κάθε τρόπο προέτρεπε τους υπηκόους του να τηρούν τις εντολές του Θεού. Όταν οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν, μετέφεραν ένα μήνυμα από την προφήτισσα, το οποίο έλεγε ότι το αποστατημένο έθνος θα πληγεί από τις συμφορές που καταγράφονται στο βιβλίο, που μόλις είχε βρεθεί. Επειδή όμως ο Ιωσίας ταπείνωσε τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, δε θα δει την επερχόμενη συμφορά. Θα συναχθεί στους προπάτορές του και θα οδηγηθεί στον τάφο με ειρήνη (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 14-20 – Β’ Χρονικών ΛΔ/34: 22-28). 
      Άραγε αποδείχτηκε ακριβής η προφητεία της Όλδας, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ιωσίας πέθανε σε μάχη; (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 28-30). Ναι, διότι τάφηκε με «ειρήνη» και δε γνώρισε όλη εκείνη τη συμφορά, που μετά από λίγο καιρό έπληξε τον Ιούδα (Β’ Βασιλέων ΚΒ/22: 20 – Β’ Χρονικών ΚΔ/34: 28). Ο Ιωσίας πέθανε πριν από τη συμφορά που ήρθε στο βασίλειο του Ιούδα, όταν οι Βαβυλώνιοι πολιόρκησαν και κατέστρεψαν την Ιερουσαλήμ το έτος 587 π.Χ. Η φράση: «το να συναχθεί κάποιος στους προπάτορές του» δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το βίαιο θάνατο. 
      Εξετάζοντας αυτό το σημαντικό γεγονός της εύρεσης του χαμένου και ξεχασμένου «βιβλίου του Νόμου του Θεού» καθώς και τις μετέπειτα ενέργειες του Βασιλιά Ιωσία, που οδήγησαν στην αφύπνιση των κατοίκων του Ιούδα, θα διαπιστώσουμε ότι τα φαινόμενα της εποχής εκείνης είναι φαινόμενα που συμβαίνουν και στις ημέρες μας. Μία ιδιαίτερη χαλαρότητα παρατηρείται ακόμα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, ένας βαθύς πνευματικός ύπνος, μία συνεχής απομάκρυνση από τις αλήθειες του Ευαγγελίου. Τα γεγονότα που διαβάσαμε ότι συνέβησαν στην εποχή του Ιωσία μας δείχνουν το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, για να σταθούμε όπως πρέπει και να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της εποχής μας: 
        1/ Το πρώτο βήμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε το σκονισμένο Βιβλίο του Θεού, που υπάρχει μέσα στο σπίτι μας, το γραφείο, στο εικονοστάσι, στο αυτοκίνητο καθώς και όπου αλλού βρίσκεται. Κάπου είναι ξεχασμένο, παραπεταμένο και θα πρέπει να το εντοπίσουμε και να το ξεσκονίσουμε, να το διαβάσουμε! Είναι μεγάλο προνόμιο που έχουμε το Λόγο του Θεού διαθέσιμο. Όλα τα βιβλία μπορούν να μορφώσουν τον άνθρωπο, αλλά το «Βιβλίο του Θεού» δηλ. η Βίβλος (Καινή & Παλαιά Διαθήκη) μπορεί να τον μεταμορφώσει, καθώς μας αποκαλύπτει τον Κύριο Ιησού Χριστό και το Έργο που έκανε πάνω στο σταυρό για τη σωτηρία των αμαρτωλών. Έχει τη δύναμη να τον κάνει «νέον κτίσμα». «αν κάποιος είναι εν Χριστώ, είναι καινούργιο κτίσμα τα αρχαία πέρασαν, δέστε, τα πάντα έγιναν καινούργια» (Β’ Κορινθίους Ε/5: 17). Την ίδια ώρα που μιλάμε υπάρχουν λαοί που στερούνται το Βιβλίο του Θεού. Υπάρχουν άνθρωποι σε ανελεύθερα κράτη που με κίνδυνο της ζωής τους προσπαθούν να διαφυλάξουν ή και να διαδώσουν τον Λόγο του Θεού (Κίνα, βόρεια Κορέα, κ.ά.). 
      Ο Λόγος του Θεού, τον οποίο πολλές φορές αμελούμε να μελετήσουμε, είναι «η μάχαιρα του Πνεύματος» (Εφεσίους Σ/6: 17). Είναι «το μαχαίρι του Χριστιανού», είναι το μόνο επιθετικό όπλο με το οποίο μας έχει εφοδιάσει ο Θεός, για να πολεμήσουμε μέσα σ’ ένα αρνησίθεο κόσμο που ζει στην άγνοια και βαδίζει ολοταχώς προς την αιώνια απώλεια. Δεν είναι απλά λόγια τα οποία κάποτε έγραψαν οι άνθρωποι, αλλά είναι Λόγος Θεού, εμπνευσμένα από το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο. Ο Απ. Παύλος τονίζει προς τον Τιμόθεο: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης» (Β’ Τιμοθέους Γ/3: 16). Είναι, «λόγοι ζωής αιωνίου» (Ιωάννης Σ/6: 68), είναι, «είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα» (Ρωμαίους Α/1: 16). 
       2/ Δεύτερο βήμα. Καθώς θα βρούμε σκονισμένο το Βιβλίο του Θεού, θα πρέπει να το διαβάσουμε. Να μην ξεχνάμε ποτέ την οδηγία του Θεού προς τον υπηρέτη Του τον «Ιησού τ. Ναυή» (κεφ. Α/1, εδ. 8): «Δεν θέλει απομακρυνθή τούτο το βιβλίον του νόμου από του στόματός σου, αλλ' εν αυτώ θέλεις μελετά ημέραν και νύκτα, διά να προσέχης να κάμνης κατά πάντα όσα είναι γεγραμμένα εν αυτώ διότι τότε θέλεις ευοδούσθαι εις την οδόν σου, και τότε θέλεις φέρεσθαι μετά συνέσεως». Γιατί ο κόσμος γύρω μας είναι ασύνετος, γιατί πηγαίνει καθημερινά από το κακό στο χειρότερο; Γιατί αγνοεί, παραβλέπει, υποτιμά και αδιαφορεί, για το Λόγο του Θεού; 
     3/ Τρίτο βήμα. Ενώ έχουμε τόσες πολλές μεταφράσεις, που κυκλοφορούν σε τόσα πολλά αντίγραφα, παρατηρούμε ακόμα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας να μην υπάρχει το ανάλογο πνευματικό αποτέλεσμα από αυτούς που διαβάζουν το Λόγο του Θεού. Για να υπάρξει αποτέλεσμα, χρειάζεται να κάνουμε ένα ακόμα σταθερό και αποφασιστικό βήμα. Να υπακούσουμε στο Λόγο του Θεού. 
        Πόσο εντυπωσιακό, ζηλευτό είναι αυτό που έκανε ο βασιλιάς Ιωσίας, όταν πήρε στα χέρια του το Βιβλίο του Θεού. Δεν είπε: "Α! τι ωραίο βιβλίο, βάλτε το στα Άγια των Αγίων, γιατί εκεί είναι η θέση του". Δεν είπε: «βάλτε το βιβλίο στη βιβλιοθήκη του παλατιού, για να μπορώ να το βρίσκω και να το διαβάζω, ώστε να ενημερώνουμε για το θέλημα του Θεού». Την ώρα που ο Ιωσίας πήρε στα χέρια του το Βιβλίο του Θεού δεν είπε απολύτως τίποτα. Δεν μπόρεσε να μιλήσει, γιατί, καθώς αντίκρυσε το Βιβλίο του Θεού, πανικοβλήθηκε. Τον κατέλαβε πανικός, απόγνωσή, συντριβή και μετάνοια.
       Αναντίρρητα είναι καλό να έχει κανείς το Λόγο του Θεού στο σπίτι του, να τον μελετάει και να εμβαθύνει στα νοήματά του, όμως το βιβλίο αυτό δε θα εκπληρώσει το σκοπό του στη ζωή του ανθρώπου, αν δεν αποφασίσει ο άνθρωπος να επικαλεστεί τον Θεό για να τον σώσει και να ζήσει υπακούοντας σ’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα αυτό θέλει ο Θεός στη ζωή μας. Με άλλα λόγια δεν αρκεί να βρούμε τη σκονισμένη μας Βίβλο, δεν αρκεί ν’ αρχίσουμε να την διαβάζουμε, χρειάζεται οπωσδήποτε να υπακούμε σ’ αυτή στην καθημερινή πορεία της ζωής μας. Εκείνο που θέλει ο Θεός είναι να βάλουμε το γραπτό Του Λόγο κυρίαρχο μέσα στην καθημερινή μας ζωή μας. Στα μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα που καθημερινά αντιμετωπίζουμε ας αφήσουμε το Λόγο του Θεού να μας δείχνει το δρόμο. 
       Η αντίστροφη μέτρηση στη ζωή του Ιωσία ξεκινάει με τη φράση του Λόγου του Θεού: «Μετά δε ταύτα πάντα» (Β’ Χρονικών», ΛΕ/35: 20). Η βασιλεία του διήρκεσε 31 χρόνια (639 – 608 π.Χ.) και πέθανε σε ηλικία 39 ετών. Ως νέος αναζήτησε το Θεό και έζησε μια πρακτική ζωή πίστης και εφαρμογής του θελήματος του Θεού στη ζωή του παρακινώντας και άλλους να πράξουν το ίδιο. Αναμφισβήτητα υπήρξε ένας από τους καλούς βασιλιάδες του βασιλείου του Ιούδα (ο τελευταίος καλός βασιλιάς). 
    Παρατηρώντας τη διεθνή αστάθεια που υπήρχε την εποχή εκείνη θα διαπιστώσουμε ότι ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική, γεγονός που είχε σοβαρές επιπτώσεις και στο μικρό κράτος του Ιούδα. Καθώς οι αντιμαχόμενες δυνάμεις Αίγυπτος, Ασσυρία και Βαβυλώνα, ανταγωνίζονταν για την έλεγχο της περιοχής, το έτος 632 π.Χ. συνασπισμένες δυνάμεις των Βαβυλωνίων και των Μήδων κατέκτησαν τη Νινευή, την πρωτεύουσα της Ασσυρίας. Τρία χρόνια αργότερα ο Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου οδήγησε το στρατό του προς τα βόρεια, για να βοηθήσει τους Ασσυρίους, οι οποίοι βρίσκονταν σε παρακμή, πολεμώντας τους Βαβυλώνιους, που είχαν αρχίσει ν’ ανέρχονται και να επικρατούν στην περιοχή. Η μάχη έγινε στην πόλη Χαρκεμίς, πλησίον του Ευφράτη ποταμού. 
      Όπως και αν έχουν τα γεγονότα, ο Ιωσίας αποφασίζει να εμπλακεί σ’ αυτή τη μάχη χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος και κυρίως χωρίς να προσευχηθεί και να ζητήσει την οδηγία του Θεού. Είχε αρχίσει να ζει μια ζωή ανεξαρτησίας και ανυπακοής προς το Θεό. Ο Θεός δεν παύει να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν και μέσω του ειδωλολάτρη Φαραώ Νεχώ στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον Ιωσία, το οποίο ο βασιλιάς αγνοεί εντελώς: «Τι είναι μεταξύ εμού και σου, βασιλιά του Ιούδα; μείνε μακριά για το καλό σου, εμείς δεν έχουμε καμία διαφορά μαζί σου και κανένα λόγο να πολεμήσουμε, ο Θεός σ’ αυτή τη μάχη είναι μαζί μου, μη συμμετέχεις και σε καταστρέψει». Ο Ιωσίας, αγνοώντας την προειδοποίηση καθώς και το θέλημα του Θεού και ικανοποιώντας τις προσωπικές του επιλογές, συμμετέχει στην πιο άσκοπη και αχρείαστη μάχη που έδωσε ποτέ ο Ισραήλ. Δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, μεταμφιέζεται για να μην αναγνωριστεί από τους εχθρούς του και συγκρούεται με τους Αιγύπτιους στην πόλη Μεγιδδώ προσπαθώντας να τους απωθήσει (Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 20-22). 
     Τ' αποτελέσματα των αυθαίρετων ενεργειών του και της ανυπακοής του προς τον Θεό υπήρξαν τραγικά για το βασιλιά Ιωσία. Καθώς πολεμούσε πάνω σ’ ένα πολεμικό άρμα, οι τοξότες του εχθρού τον κτυπήσαν με τα βέλη τους και τον τραυμάτισαν σοβαρά. Χτυπημένος όπως ήταν ο Ιωσίας λέει στους υπηρέτες του: «κατεβάστε με, γιατί τραυματίστηκα πολύ σοβαρά». Εκείνοι τον κατεβάζουν από το πολεμικό του άρμα τον βάζουν σ’ ένα άλλο και ξεκινούν για την Ιερουσαλήμ. Ενώ ευρίσκονταν καθοδόν προς την πόλη ο Ιωσίας εξέπνευσε. «Έτσι λοιπόν, πέθανε και θάφτηκε στο νεκροταφείο των προπατόρων του», λέει η θεόπνευστη αφήγηση «και όλος ο Ιούδας και η Ιερουσαλήμ έκανα μέγα θρήνο και πένθησαν για τον Ιωσία». Ο προφήτης Ιερεμίας έψαλε πένθιμα γι’ αυτόν και έκτοτε κάποιες θρηνωδίες που ψάλλονταν σε ειδικές περιστάσεις είχαν το βασιλιά ως βασικό τους θέμα (Β’ Χρονικών ΛΕ/35: 23-25). Η συμμετοχή του Ιωσία στον πόλεμο χωρίς ουσιαστικό λόγο και χωρίς την υπόδειξη του Θεού, ήταν ένα μεγάλο λάθος του (Ψαλμός ΡΛ/130: 3). Η ταπεινοφροσύνη του καθώς και η σταθερή του προσκόλληση στην αληθινή λατρεία έφεραν στη ζωή του την επιδοκιμασία του Θεού (Παροιμίες Γ/3: 34 - Ιακώβου Δ/4: 6). Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε με δυο λόγια τη ζωή του θα λέγαμε: «Μια καλή αρχή, ένα καλό ξεκίνημα, μια καλή πορεία, όμως ένα τραγικό τέλος». 
        Παρά το γεγονός ότι βασίλευσαν στον Ιούδα τρεις από τους γιους του Ιωσία και ένας εγγονός του κανείς τους δεν ακολούθησε το παράδειγμά του, καθώς στράφηκε προς τον Θεό με όλη του την καρδιά, με όλο του το «είναι» (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23: 24,25,31,32,36 – ΚΔ/24: 8,9,18,19). Αυτό δείχνει ότι παρά τις προσπάθειες του Ιωσία να καταδικάσει και ν’ απομακρύνει ό,τι είχε σχέση με την ειδωλατρεία, ο λαός δεν είχε επιστρέψει στο Θεό με πλήρη καρδία. Στα λόγια, στις τελετές και τις "θυσίες" ήταν πρώτοι, η καρδιά τους όμως σερνόταν πίσω από τα άφωνα είδωλα και τις επιθυμίες της καρδιάς τους. Μετά απ’ αυτά ήταν βέβαιο ότι η μεγάλη συμφορά πάνω στο έθνος θα ερχόταν πολύ σύντομα (Β’ Βασιλέων ΚΓ/23:26,27 – Ιερεμίας ΛΕ/35: 1 & 13-17 & ΜΔ/44: 15-18). ---