Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Τον αγώνα τον καλό αγωνίστηκα.

Επιστολή «B΄ TΙΜΟΘΕΟΥ»,   κεφ. Δ/4,   εδ. 6 – 14. 

6 Διότι εγώ γίνομαι ήδη σπονδή και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου έφθασε. 
7 Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα· 
8 του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού. 
9 Σπούδασον να έλθης προς εμέ ταχέως·
10 διότι ο Δημάς με εγκατέλιπεν, αγαπήσας τον παρόντα κόσμον, και απήλθεν εις θεσσαλονίκην, ο Κρήσκης εις Γαλατίαν, ο Τίτος εις Δαλματίαν
11 ο Λουκάς είναι μόνος μετ' εμού. Τον Μάρκον παραλαβών φέρε μετά σού· διότι μοι είναι χρήσιμος εις την διακονίαν.
12 Τον δε Τυχικόν απέστειλα εις Έφεσον.
13 Τον φελόνην, τον οποίον αφήκα εν Τρωάδι παρά τω Κάρπω, ερχόμενος φέρε, και τα βιβλία, μάλιστα τας μεμβράνας.
14 Ο Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά κακά μοι έκαμεν· ο Κύριος να αποδώση εις αυτόν κατά τα έργα αυτού·

         ΣΧΟΛΙΑ:
       Γίνομαι σπονδή, μια εικόνα από τις θυσίες είναι τούτη. Η ώρα της αναχώρησής μου έφθασε. Η εικόνα αυτή είναι παρμένη από τα πλοία, που αναχωρούσαν από τα λιμάνια για να μεταβούν σ’ άλλους μακρινούς τόπους. Ο καιρός της παροικίας του τελειώνει. Η άγκυρα έχει σηκωθεί, τα σχοινιά έχουν λυθεί και το καράβι του Απ. Παύλου είναι έτοιμο να αναχωρήσει για την Πατρίδα, για την ουράνια πόλη "της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός" (Εβραίους ΙΑ/11: 10). Καθώς ο Απ. Παύλος ρίχνει μια τελευταία φευγαλέα ματιά προς τα πίσω, ένα πράγμα έχει να πει: "Αγωνίστηκα και νίκησα". Θέλοντας να περιγράψει τη ζωή του χρησιμοποιεί τούτες τις απλές, αλλά τόσο συγκλονιστικές σκέψεις. 
      1/ «Αγωνίστηκα τον καλό αγώνα». Ο Απ. Παύλος διευκρινίζει στον Τιμόθεο ότι: «Αν και αγωνίζεται κάποιος, δεν στεφανώνεται, αν δεν αγωνιστεί νόμιμα» (Β’ Τιμοθέου Β/2: 5). Δεν αρκεί κάποιος ν’ αγωνίζεται, αλλά θα πρέπει και ν’ αγωνιστεί νόμιμα. Η ζωή αναμφισβήτητα είναι αγώνας, όμως το ερώτημα είναι, για ποιόν αγωνίζεσαι; Ποιόν υπηρετείς; Ποιος τελικά είναι ο «καλός αγώνας»; Ποιος είναι εκείνος ο αγώνας που θα οδηγήσει κατευθείαν στη δόξα και στον ουρανό μια ψυχή; Αναμφισβήτητα είναι ο αγώνας της πίστεως. «Χωρίς, μάλιστα, πίστη είναι αδύνατον κάποιος να Τον ευαρεστήσει» (Εβραίους ΙΑ/11: 6). Μαζί με την πίστη πηγαίνει και η ομολογία. Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: «Ότι εάν ομολογήσης διά του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθή» (Ρωμαίους Ι/10: 9). 
       2/ «τον δρόμο τον τελείωσα». Λίγα χρόνια πριν μιλώντας προς την Εκκλησία της Εφέσου, της οποίας υπεύθυνος είναι τώρα πλέον ο Τιμόθεος, είχε πει ο Απ. Παύλος: «αλλά τίποτα απ΄ αυτά δεν υπολογίζω, ούτε θεωρώ τη ζωή μου τόσο πολύτιμη για μένα, όσο το να τελειώσω το δρόμο μου και το έργο που ανέλαβα από τον κ. Ιησού Χριστό» (Πράξεις Κ/20: 24). Τώρα μπορεί να πει ότι τα κατάφερε. Το δρόμο τον τελείωσα. Ένας δρόμος «στενός και τεθλιμμένος» είναι η χριστιανική ζωή, που οδηγεί όμως κατευθείαν στη δόξα και τον Πατέρα. Στο Ευαγγέλιο «κατά Ματθαίον» (κεφ. Ζ/7, εδ. 14) αναφέρεται: «Επειδή στενή είναι η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η φέρουσα εις την ζωήν, και ολίγοι είναι οι ευρίσκοντες αυτήν»
      3/ «διατήρησα την πίστη».  Η χριστιανική ζωή είναι ένας αγώνας, ένας δύσβατος δρόμος, στον οποίο τρέχει κανείς "αποβλέποντας εις τον Ιησούν" (Εβραίους ΙΒ/12: 2). Η πίστη είναι κάτι που χρειάζεται διατήρηση και για αυτό ο Λόγος τους Θεού μας προτρέπει: "Εαυτούς εξετάζετε αν ήσθε εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε" (Β' Κορινθίου ΙΓ/13: 5). Εκεί που ο Απ. Παύλος διατήρησε την πίστη του κάποιοι άλλοι  είχαν «ναυαγήσει» γιατί «δεν ενεργούσαν με πίστη και αγαθή συνείδηση» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 19). Με άλλα λόγια δεν είχαν μείνει πιστοί, μέχρι τέλους στη σχέση τους με το Θεό. Ο Απ. Παύλος έμεινε πιστός στο Θεό και στη διακονία του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο συγγραφέας της Επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Γ/3, εδ. 14) αναφέρει: «διότι μέτοχοι εγείναμεν του Χριστού, εάν κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την αρχήν της πεποιθήσεως».
       Μετά από μια τέτοια ζωή συνέπειας και συνέχειας τι απομένει για τον Απ. Παύλο; Απομένει να του αποδοθεί το βραβείο, το οποίο το ονομάζει «στεφάνι της δικαιοσύνης», (δικαίωσης), το οποίο είναι φυλαγμένο γι’ αυτόν στον ουρανό και θα του αποδοθεί εκείνη την ημέρα από τον δίκαιο Κριτή. Μπορεί ο Νέρωνας να τον κατηγόρησε άδικα για αξιόποινες πράξεις και να τον καταδίκασε σε θάνατο, όμως θα έρθει σύντομα η μεγαλειώδεις ανατροπή όταν ο ίδιος ο Κύριος θα του αποδώσει το στεφάνι της δικαιοσύνης. Η ίδια δικαίωση περιμένει όλους εκείνους που πιστεύουν στον Ιησού Χριστό και περιμένουν τον ερχομό Του. Μάλιστα η Αγία Γραφή μιλάει για «τὸν ἀμαράντινον στέφανον τῆς δόξης» (Α’ Πέτρου Ε/5: 4) για τον «ἄφθαρτον στέφανον» (Α’ Κορινθίους Θ/9: 25), για τον «στέφανον τῆς ζωῆς» (Ιακώβου Α/1: 12) και για άλλες τιμές οι οποίες θα δοθούν στους πιστούς, τους λυτρωμένους με το αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. 
        Αυτός είναι ο Απ. Παύλος. Αγωνίστηκε τον καλό αγώνα, τελείωσε το δρόμο, διατήρησε την πίστη και τώρα το μικρό καράβι, αδύναμο στα μάτια των ανθρώπων, είναι έτοιμο να σαλπάρει για τον έναν και μοναδικό «καλό λιμένα», που υπήρξε ο στόχος μιας ζωής, στον οποίον πάντα ήταν προσκολλημένος ο νους του Απ. Παύλου. 
      "μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος". Ο Κύριος, ο δίκαιος Κριτής, θα ανταμείψει με το αμαράντινο στεφάνι της δικαιοσύνης κατά την ένδοξη εκείνη ημέρα της κρίσεως τους αγώνες και τους κόπους του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών. Η αγάπη του Απόστολου για όλους τους αγωνιζομένους πιστούς και η επιθυμία του να στηρίξει τον αγαπημένο μαθητή του τον Τιμόθεο τον παρακινούν να βεβαιώσει στη συνέχεια ότι ο «στέφανος της δικαιοσύνης» θα δοθεί όχι μόνο στον ίδιο, αλλά και σ' όλους εκείνους που θα έχουν αγαπήσει τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του Χριστού (Β' Τιμοθέου Δ/4: 8). 
    "Σπούδασε να έρθεις κοντά μου ταχέως" (Β' Τιμοθέου Δ/4: 9). Είναι άνθρωπος και ο Απ. Παύλος, "ομοιοπαθής με ημάς" (Ιακώβου Ε/5: 17) αποζητά την ανθρώπινη συντροφιά. Ζητά τη συναναστροφή αγαπημένων του προσώπων, τούτες τις στερνές ώρες. Είναι αποκομμένος, εγκαταλελειμμένος απ’ όλους εκείνους τους οποίους αγάπησε, συνεργάστηκε και μαθήτευσε μέσω της διακονίας του. Ιδιαίτερα οδυνηρή φαίνεται να είναι η εγκατάλειψή του από τον Δημά, ο οποίος υπήρξε πολύ στενός συνεργάτης του. Όμως ο Δημάς, παρά το έργο που πρόσφερε, δεν διατήρησε την πίστη μέχρι το τέλος. Αγάπησε τον παρόντα κόσμο (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 10). Πρόκειται να ένα πνευματικό ναυάγιο, για μια τραγωδία. Οι άλλοι τρεις δεν επικρίνονται για την αποχώρησή τους. Ο Κρήσκης, το όνομα του οποίου μια φορά αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, πήγε στη Γαλατία. Ο Τίτος, ο οποίος θα πρέπει να είχε τελειώσει το έργο του στην Κρήτη, πήγε στη Δαλματία. Τον Τυχικό τον είχε στείλει ο Παύλος στην Έφεσο. Τρία πράγματα αποζητά ο Παύλος μέσα από τις φυλακές της Ρώμης, καθώς περνά τις τελευταίες ώρες της ζωής του.
     1/ Κάποιους πιστούς ανθρώπους για συντροφιά. Πάρε μαζί σου τον Μάρκο. Ο Μάρκος είχε εγκαταλείψει τον πνευματικό αγώνα, αλλά είχε επανέλθει και συνέχισε να αγωνίζεται. Ξεχωριστή λαχτάρα έχει ο Παύλος να δει κοντά του τον Τιμόθεο. «Φρόντισε να έρθεις κοντά μου το ταχύτερο» (Α’ Τιμοθέου Γ/3: 14). "Φρόντισε να έρθεις πριν το χειμώνα" (Β' Τιμοθέου Δ/4: 21). Θα έλεγε κανείς, αφού είχε το Θεό μαζί του, γιατί αποζητά με τόσο πάθος τη συντροφιά ανθρώπων. Από αγάπη ασφαλώς, από ειλικρινή φιλία, άλλωστε ο ίδιος ο Θεός είχε πει κάποτε ότι δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος, γι’ αυτό έφτιαξε τη σύντροφο, γι’ αυτό έδωσε τη φιλία. 
      2/ Το μοναδικό πανωφόρι (φελόνην) που έχει και το οποίο φαίνεται δεν πρόλαβε, ίσως λόγω της βίαιης σύλληψης του να πάρει μαζί του από την Τρωάδα (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 13).  
    3/ Τα βιβλία και τις μεμβράνες που του κρατούσαν συντροφιά. Τα βιβλία ήταν φτιαγμένα από πάπυρο. Ήταν κάποια συγγράμματα, η αλληλογραφία του Απ. Παύλου με άτομα και με Εκκλησίες, στις μεμβράνες, πολύ πιθανόν, ήταν γραμμένη η Παλαιά Διαθήκη. Αυτές ήταν οι μεγάλες ανάγκες του Απ. Παύλου, μέσα στη φυλακή. 
    «Ο Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά κακά μοι έκαμεν». Ερμηνευτές υποστηρίζουν ότι η ακριβής μετάφραση αυτού του χωρίου είναι: «ο Αλέξανδρος κατήγγειλε πολλά κακά εναντίον μου». Για τον Αλέξανδρο δεν έχουμε πολλά στοιχεία. Ήταν χαλκιάς δηλ. τεχνίτης μετάλλων, πιθανόν επεξεργαστής του μπρούτζου, από τον οποίο έφτιαχνα πολλά ομοιώματα τα οποία λάτρευαν. Μελετητές υποστηρίζουν ότι ήταν εκείνος που είχε καταγγείλει τον Απ. Παύλο στις Ρωμαϊκές αρχές και εξαιτίας αυτής της καταγγελίας είχε συλληφθεί και ήταν στην φυλακή. Ο Απ. Παύλος συμβουλεύει τον Τιμόθεο, να φυλάγεται απ’ αυτόν.
      Στην πρώτη μου απολογία (θα λέγαμε στην προανάκριση), δεν μου παραστάθηκε κανένας, αλλά "πάντες με εγκατέλειπον" (Β' Τιμοθέου Δ/4: 16). Είναι η Γεσθημανή του Απ. Παύλου, ο οποίος είναι μια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ανάμεσα σε όλους τους Χριστιανούς της Ρώμης δεν υπήρξε, ούτε ένας να σταθεί δίπλα του, να τον υπερασπιστεί. Δεν υπήρξε ένας να του πάει ένα παλτό για να μην κρυώνει. Βεβαίως και οφείλουμε να το ομολογήσουμε ότι αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο εκείνη την εποχή καθώς γενικά οι κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών ήταν πολύ σοβαρές και ο φόβος των αρχών πολύ μεγάλος, όμως να μην ξεχνάμε ποτέ και το παράδειγμα του Ονησιφόρου ο οποίος με τα μέσα της εποχής εκείνης πήγε από την Έφεσο στη Ρώμη, για να συναντήσει τον φυλακισμένο Απ. Παύλο. Ο ίδιος ο Απόστολος αναφέρει: "ότε ήλθεν εις την Ρώμην, με εζήτησε μετά σπουδής πολλής και με εύρεν". Ας μη λείψει αυτή η "σπουδή", αυτό το ενδιαφέρον για τον αδελφό μας; --- 




 

ΕΓΓΥΣ – ΜΑΚΡΟΘΕΝ.

        Ευαγγέλιον  «κατά ΜΑΡΚΟΝ»,   κεφ. ΙΒ/12,   εδ. 28 – 34. 

28 Και προσελθών εις των γραμματέων, όστις ήκουσεν αυτούς συζητούντας, γνωρίζων ότι καλώς απεκρίθη προς αυτούς, ηρώτησεν αυτόν· Ποία εντολή είναι πρώτη πασών; 
29 Ο δε Ιησούς απεκρίθη προς αυτόν ότι πρώτη πασών των εντολών είναι· Άκουε Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος· 
30 και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου αύτη είναι η πρώτη εντολή. 
31 Και δευτέρα ομοία, αύτη· Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Μεγαλητέρα τούτων άλλη εντολή δεν είναι. 
32 Και είπε προς αυτόν ο γραμματεύς· Καλώς, Διδάσκαλε, αληθώς είπας ότι είναι εις Θεός, και δεν είναι άλλος εκτός αυτού· 
33 και το να αγαπά τις αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της συνέσεως και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της δυνάμεως, και το να αγαπά τον πλησίον ως εαυτόν, είναι πλειότερον πάντων των ολοκαυτωμάτων και των θυσιών. 
34 Και ο Ιησούς, ιδών αυτόν ότι φρονίμως απεκρίθη, είπε προς αυτόν· Δεν είσαι μακράν από της βασιλείας του Θεού. Και ουδείς πλέον ετόλμα να ερωτήση αυτόν. 

         ΣΧΟΛΙΑ:
         Μύριες ήταν οι παγίδες τις οποίες οι Ιουδαίοι αρνητές θρησκευόμενοι προσπαθούσαν να στήσουν στον Κύριο, προκειμένου να ανατρέψουν εκείνα τα οποία έλεγε, καθώς επίσης και για να βρουν αιτίες κατηγορίας εναντίον Του, ώστε να Τον οδηγήσουν στο Συνέδριο και να Τον καταδικάσουν σε θάνατο. Όμως κάθε φορά που απευθύνονταν σ’ Αυτόν απιστούντες, ο Κύριος ήταν αποστομωτικός. Ας θυμηθούμε την περίπτωση με τη γυναίκα εκείνη που συνελήφθη «εν μοιχεία» (Ιωάννης Η/8: 3-11), «το βάπτισμα του Ιωάννη» (Ματθαίος ΚΑ/21: 25), την «ανάσταση των νεκρών» (Μάρκος ΙΒ/12: 18-27) και άλλες πολλές. Αποστομωτικός ο Κύριος. Κάποτε έστειλαν ανθρώπους, για να Τον συλλάβουν, αλλά γύρισαν άπρακτοι. Απολογούμενοι είπαν: «ουδέποτε εμίλησεν άνθρωπος, ως ούτος το άνθρωπος» (Ιωάννης Ζ/7: 46). 
      Παρατηρώντας τις ερωτήσεις που του έκαναν κάθε φορά και τις απαντήσεις που έδινε ο Κύριος, βλέπουμε πως μπορεί ο Θεός μέσα από το κακό που προσπαθούν να επιβάλουν οι άνθρωποι, να βγάλει καλό. Βλέπουμε μέσα και από τις πλέον κακεντρεχείς επιθέσεις των εχθρών του ο Κύριος να βγάζει καλό και αγαθό για την Εκκλησία Του, για τους δικούς Του. Πόσες μεγάλες αλήθειες δεν μας αποκάλυψε ο Κύριος μέσα από τις απαντήσεις του αυτές προς του εχθρούς Του; Ποτέ δε θα μπορούσαν να φανταστούν τούτοι οι αισχροί συκοφάντες πόσο βοήθησαν την Εκκλησία του Χριστού ανά τους αιώνες, με τούτες τις ερωτήσεις που Του έκαναν. 
       Αυτή τη φορά η ερώτηση προέρχεται από έναν εκ των γραμματέων. Διδάσκαλε «Ποία εντολή είναι πρώτη πασών;». Ο Κύριος για μία ακόμη φορά, και θα πρέπει κατά ιδιαίτερο τρόπο να το προσέξουμε αυτό, απαντά με το «τι είναι γεγραμμένον». Η απάντησή του είναι μέσα από το Λόγο του Θεού (την Παλαιά Διαθήκη). «Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν εξ’ όλης της καρδίας σου, και εξ’ όλης της ψυχής σου, και εξ’ όλης της διανοίας σου, και εξ’ όλης της δυνάμεώς σου». Αυτή είναι η πρώτη εντολή και η δεύτερη: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου, ως σεαυτόν» (Λουκάς Ι/10: 27). Κατηγορηματικός ο Κύριος για το πώς οφείλουμε να βλέπουμε το Θεό αλλά και το συνάνθρωπό μας. Με την ευκαιρία αυτή πραγματικά μας δίδεται το μέτρο με το οποίο θα πρέπει να αγαπάμε το Θεό και τον πλησίον μας. Χριστιανική ζωή θα πει αγάπη προς το Θεό, αλλά και αγάπη για τον συνάνθρωπό μας. Αυτά τα δύο θεωρούνται αλληλένδετα μεταξύ τους. Δεν μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει, δεν μπορείς να δεχθείς το πρώτο και να απορρίψεις το δεύτερο ή αντίστροφα. Δεν μπορείς να λες: «Αγαπάω το Θεό, αλλά μισώ τον αδελφό μου» (Α’ Ιωάννου Δ/4: 21). Ο ίδιος ο Κύριος έδειξε με τη θυσία Του το μέτρο της αγάπης και υπακοής προς τον Πατέρα και το μέτρο της αγάπης προς τον πληγωμένο και κουρασμένο και απολωλότα, εξαιτίας της αμαρτίας του άνθρωπο. 
   Τούτος ο άνθρωπος ήταν μορφωμένος και ερμήνευε το Νόμο του Θεού στους υπόλοιπους ανθρώπους. Η γνώση του τον οδηγεί να συμφωνήσει με τον Κύριο: «Διδάσκαλε αληθώς είπας!» ήταν η απάντησή του. Μας δίδεται όμως η ευκαιρία να παρατηρήσουμε για άλλη μία φορά ότι παρά τις μεγάλες θρησκευτικές του γνώσεις δεν είναι αληθινός μαθητής του Χριστού. Πόσοι άνθρωποι ανάμεσα στους αιώνες δε στηρίχθηκαν στις γνώσεις τους, στις δυνάμεις τους και είπαν: «Α! αυτά τα ξέρω εγώ και μάλιστα εκ νεότητός μου». Έτσι βλέπουμε ανθρώπους που γνώριζαν και γνωρίζουν πολλά να φεύγουν από τη ζωή, χωρίς μετάνοια, χωρίς σωτηρία. Βλέπουμε να μην επιστρέφουν το Χριστό και να χάνονται αιωνίως, επειδή νομίζουν πως ξέρουν. 
     Για άλλη μια φορά γίνεται φανερό ότι δεν αρκεί η γνώση στα πνευματικά πράγματα, αλλά χρειάζεται επίγνωση του Λόγου του Θεού. Είναι απόλυτη ανάγκη η γνώση να μη μένει μέσα στο νου, αλλά να κατεβαίνει στη καρδιά και να γίνεται διά της πίστεως βίωμα και πράξη. Έτσι θα υπάρξει συναίσθηση, μετάνοια, εκζήτηση του μοναδικού προσώπου που ο ουρανός έδωσε για τη σωτηρία των ανθρώπων (Πράξεις Δ/4: 12). Μόνον έτσι θα υπάρξει τακτοποίηση με το Θεό και αιώνια σωτηρία. Και ο Νικόδημος τον οποίον ο Κύριος αποκάλεσε «διδάσκαλο του Ισραήλ» (Ιωάννης Γ/3: 10) είχε πολλές θρησκευτικές γνώσεις αλλά δεν ήταν αναγεννημένος και ως εκ τούτου δεν ήταν σωσμένος Χριστιανός.
      Ο Κύριος βλέποντας «έξωθεν» και «έσωθεν» τούτο τον άνθρωπο, κάνει μια διαπίστωση: «Δεν είσαι μακράν από τη Βασιλεία του Θεού». Τούτη την πνευματική θέση δεν ξέρω αν πρέπει να τη ζηλέψει κανείς ή να την αποφύγει, αν είναι προνόμιο ή παγίδα του εχθρού, αν είναι ένα μεγάλο βήμα προς την αιώνια απώλεια. 
     Δύο θέσεις οριοθετεί ο Λόγος του Θεού. «το ΕΓΓΥΣ» & «το ΜΑΚΡΟΘΕΝ». Δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση! Ή «κοντά» είσαι (στην εν Χριστώ κατάσταση / σωσμένος) ή είσαι «μακριά» (στην εν τω πονηρώ κατάσταση / χαμένος)! Ο Απ. Παύλος στην επιστολή προς «Εφεσίους» (Β/2: 13) αναφέρει: «Οι ποτέ μακράν εγίνατε πλησίον». Κάποτε όλοι μας είμαστε "μακριά". Όλοι μας βρισκόμαστε «εις χώραν μακράν» (Λουκάς ΙΕ/15: 13). Ο καθένας βάδιζε στους δικούς του δρόμους. Τώρα δια του Έργου του Ιησού Χριστού έγινε αποκατάσταση και γίναμε «πλησίον». Πόσο πλησίον μας το αποκαλύπτει ο Λόγος του Θεού. Γίναμε «Συμπολίτες των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσίους Β/2: 19). Ήρθε ανάμεσά μας ο «καλός Ποιμένας» και έβαλε την ψυχή Αυτού υπέρ των προβάτων Του (Ιωάννης Ι/10: 11). 
    Ο Θεός από την Παλαιά Διαθήκη διαβεβαιώνει τον άνθρωπο. Είμαι Θεός «εγγύθεν και όχι μακροθεν» (Ιερεμίας ΚΓ/23: 23). Έζησε ο άνθρωπος κοντά στο Θεό όταν ήταν μέσα στον κήπο της Εδέμ, όμως ήρθε η αμαρτία και άλλαξε τα πράγματα. Έτσι ο άνθρωπος βρέθηκε μακριά από το Θεό, όμως ο Θεός δεν τον άφησε, δεν τον εγκατέλειψε στη μοίρα του, αλλά από αγάπη έδωκε τον Υιόν του, ο Οποίος έκανε ένα τέλειο και ολοκληρωμένο Έργο αποκατάστασης, σωτηρίας του αμαρτωλού και έτσι ο Θεός έγινε και πάλι «εγγύθεν», έγινε κοντινός για τον άνθρωπο. Στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (Ι/10: 8) ο Απ. Παύλος αναφέρει: «Εγγύς είναι ο λόγος Του, εν τω στώματί σου, εν τη καρδία σου» και καθώς μιλάει στον Άρειο Πάγο προς τους Αθηναίους πολίτες, τους αποκαλύπτει: «Αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών» (Πράξεις ΙΖ/17: 27). 
      Πόσο κοντά στον άνθρωπο είναι ο Θεός το βλέπουμε στην καθημερινή μας ζωή. Κοντά στον δίκαιο, αλλά και κοντά στον πλανεμένο τον οποίον αναζητεί και εφευρίσκει τρόπους, για να τον φέρει κοντά Του (Β’ Σαμουήλ ΙΔ/14: 14). Έτσι βρέχει «επί δικαίων και αδίκων» (Ματθαίος Ε/5: 45) παρατείνοντας το Έλεός Του μέσα στη ζωή μας. Ανατέλλει τον ήλιο Του και περιμένει μία ψυχή να έλθει «εις εαυτόν» (Λουκάς ΙΕ/15: 17). 
      Σε αντίθεση με το Θεό ο άνθρωπος μέσα στην αποστασία του, αρνείται την προσφορά του ουρανού, αρνείται τη σωτηρία που προσφέρει ο Θεός διά του Κυρίου Ιησού Χριστού. Μέσα στο πλήθος των αρνητών υπάρχει και μία ομάδα, η πιο τραγική ίσως, που δεν απορρίπτει τον Κύριο, αλλά Τον ακολουθεί από «μακρόθεν». Θυμηθείτε τον Απ. Πέτρο, όταν οδηγούσαν τον Κύριο στο Πραιτόριο. Θυμηθείτε τα λάθη στα οποία έπεσε εξαιτίας της απομακρυσμένης αυτής του πορείας (Λουκάς ΚΒ/22: 54). 
       «Μακρόθεν». Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μακριά από το Χριστό, δεν Tον αρνούνται αλλά και δεν Tον ακολουθούν εκ του σύνεγγυς. Δεν μπορείς να τους πεις απίστους, όταν μάλιστα οι ίδιοι ομολογούν ότι είναι πιστοί του Χριστού. Αυτήν την κατάσταση θα την αποκαλύψει και θα την κρίνει ο Κύριος την ημέρα εκείνη. Ας θυμηθούμε την παραβολή των «δέκα παρθένων» (Ματθαίος ΚΕ/25: 13). Οι πέντε από αυτές ήταν «φρόνιμες» και οι πέντε ήταν «μωρές». Πήγαιναν στην ίδια Εκκλησία, είχαν την ίδια πίστη, συμμετείχαν στις ίδιες εκδηλώσεις, είχαν τις ίδιες προσδοκίες και ίσως να είχαν και περισσότερες γνώσεις στο Λόγο του Θεού από τους υπολοίπους. 
      Όταν ακολουθεί κανείς από «μακρόθεν», δεν είναι δυνατόν να έχει επίγνωση των πραγμάτων του Θεού με αποτέλεσμα πολλές φορές να κρίνει, να επικρίνει και να έχει με όλους κάποια παράπονα. Όταν είσαι μακριά, δεν νιώθεις καλά, δε νιώθεις ολοκληρωμένα. Έρχεται μια παγωνιά πνευματική να σε καλύψει. Δεν μπορείς να προσφέρεις αλλά και δεν μπορείς και να δεχθείς την προσφορά των άλλων. Δεν ακούς καλά, γιατί τα λόγια του Κυρίου μπερδεύονται με τα λόγια του κόσμου και έτσι επέρχεται σύγχυση και αμφιβολία στη σκέψη και στην καρδιά σου. Από μακριά δεν μπορείς να πιάσεις και να σφίξεις το χέρι του Κυρίου, γι’ αυτό άλλωστε και ενώ προσπαθεί να ζήσει ο άνθρωπος που βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση τη Χριστιανική ζωή, δεν τα καταφέρνει. Αν εκείνη η "αιμορροούσα" ψυχή δεν ακούμπαγε πάνω στον Ιησού Χριστό, ποτέ δε θα γινόταν καλά. Ποτέ δεν θα έπαιρνε τη σωτηρία της (Μάρκος Ε/5: 25 & Λουκάς Η/8: 43), όσο κοντά και αν βρισκόταν. 
     Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να βάλει έλεγχο στις καρδιές όλων μας. Να εξετάσουμε που βρισκόμαστε, που είμαστε απέναντι στον ερχόμενο Κύριο. «Ετοιμάσθητι να συναντίσεις το Θεό σου», κράζει ο Προφήτης εδώ και χιλιάδες χρόνια (Αμώς Δ/4: 12). Η φωνή του Θεού και σήμερα έρχεται να ακουστεί σε κάθε ψυχή: «Αδάμ που είσαι;» (Γένεση Γ/3: 9). Είσαι «κοντά», είσαι «μακριά», είσαι έξω, είσαι μέσα. Όπου και αν είσαι ο Κύριος σε ψάχνει. Άγγιξε Τον με την πίστη σου, καθώς είναι πολύ κοντά σου. Κάνε το τώρα που είναι «καιρός ευπρόσδεκτος, που είναι καιρός σωτηρίας» (Β’ Κορινθίους Σ/6: 2). Εάν ακουμπάς επάνω Του, είσαι δικός Του. Στις δύσκολες μέρες που περνάμε και στις οποίες ο εχθρός προσπαθεί «να πλανήσει ακόμα και τους εκλεκτούς» (Μάρκος ΙΓ/13: 22), ας προσέξουμε ιδιαίτερα την προτροπή του Λόγου του Θεού: «Κράτει εκείνο το οποίον έχεις, διά να μη λάβει μηδείς τον στέφανόν σου» (Αποκάλυψη Γ/3: 11). ---

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.

                                                                             ΕΙΣΑΓΩΓΗ.        
      Η πόλη των Αθηνών, η οποία είχε λάβει το όνομά της από την προστάτιδά της «θεά Αθηνά», υπήρξε μία ανεπτυγμένη πολυπολιτισμική πόλη, ιδιαίτερα μετά τις μεταρρυθμίσεις του «Σόλωνος του Αθηναίου» (639 – 559 π.Χ) σε διάφορους κοινωνικούς, πολιτικούς, δικαστικούς, οικονομικούς και άλλους τομείς. Στην Αθήνα είχαν τεθεί οι βάσεις για τη λειτουργία ενός αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι την εποχή εκείνη η Δημοκρατία ήταν μόνο για τους ελεύθερους πολίτες, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της αποτελούνταν από δούλους, οι οποίοι δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα.  
       Μετά τις νίκες των Ελλήνων επί των Περσών τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα μια μικρής θα λέγαμε αυτοκρατορίας της οποίας το θαλάσσιο εμπόριο εκτεινόταν από την Ιταλία και τη Σικελία δυτικά και μέχρι την Κύπρο και τη Συρία στα ανατολικά. Στην πόλη αυτή κατά το παρελθόν είχαν διδάξει ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και άλλοι εξέχοντες φιλόσοφοι της εποχής. Στον κολοφώνα της δόξας της η πόλη των Αθηνών υπήρξε η πολιτιστική πρωτεύουσα του Αρχαίου κόσμου, αφού υπήρξε το πνευματικό και πολιτιστικό επίκεντρο, όπου μεγαλουργούσαν οι τέχνες, το θέατρο, η φιλοσοφία, η ρητορική και κάθε είδους επιστήμη της εποχής. 
       Πολλά δημόσια κτίρια και ναοί κοσμούσαν την πόλη των Αθηνών, ενώ στον ορίζοντα δέσποζε η Ακρόπολη, που ήταν ένας επιβλητικός λόφος πάνω στον οποίο υψωνόταν ο Παρθενώνας, όπου στεγαζόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, που είχε ύψος 12 μέτρων. Βορειοδυτικά της Ακρόπολης βρισκόταν η «αγορά», η οποία κάλυπτε έκταση 50 στρεμμάτων και αποτελούσε το κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, καθώς ήταν τόπος συζητήσεων, εμπορικών συναλλαγών και άλλων δραστηριοτήτων. Η πόλη σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία κατακτήθηκε πρώτα από τους Σπαρτιάτες (431 π.Χ.), μετά από τους Μακεδόνες (338 π.Χ.) και τελικά από τους Ρωμαίους (88-85 π.Χ.), οι οποίοι και την απογύμνωσαν από τον αμύθητο πλούτο της. 
      Σ’ αυτήν την πόλη των Αθηνών καταλήγει ο Απ. Παύλος το έτος 51 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της δεύτερης ιεραποστολικής του περιοδείας. Καθώς φεύγει διωκόμενος από τη Θεσσαλονίκη πηγαίνει στη Βέροια και από εκεί καταλήγει στην πόλη των Αθηνών. Κατά τη Ρωμαϊκή κατοχή στην Αθήνα είχε δοθεί ο τίτλος της «ελεύθερης πόλης» λόγω του μεγάλου θαυμασμού των Ρωμαίων για τον πολιτισμό της. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλείο της είχε πλέον παρέλθει, η Αθήνα παρέμενε μία ακαδημαϊκή πόλη, όπου στέλνονταν για σπουδές οι γιοι των πλέον εύπορων οικογενειών. 

       Βιβλίο «Πράξεων των Αποστόλων», κεφ. ΙΖ/17, εδ. 16 – 34. 

     16 Ενώ δε περιέμενεν αυτούς ο Παύλος εν ταις Αθήναις, το πνεύμα αυτού παρωξύνετο εν αυτώ, επειδή έβλεπε την πόλιν γέμουσαν ειδώλων. 
    Ο Απ. Παύλος, ενόσω περίμενε να έρθουν οι συνεργάτες του Σίλας και Τιμόθεος από τη Βέροια, περπατούσε στους δρόμους των Αθηνών και ήταν πάρα πολύ θλιμμένος, καθώς έβλεπε παντού να υπάρχουν είδωλα. Ήταν τόσα πολλά τα είδωλα, που πολλοί έλεγαν ότι «ήταν ευκολότερο να συναντούσες ένα θεό, παρά έναν άνθρωπο». Εάν σήμερα ο Απ. Παύλος έκανε το ίδιο ταξίδι, ασφαλώς και δε θα έβλεπε πέτρινα είδωλα, αλλά θα μας εύρισκε εξίσου ειδωλολάτρες, δοσμένους στα σύγχρονα είδωλα που είναι η λατρεία της ύλης, του χρήματος, του «εγώ», της καλοπέρασης και της καταξίωσης, τα οποία έχουν παραγκωνίσει τον αληθινό Θεό από τη ζωή μας. 
    17 Διελέγετο λοιπόν εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών και εν τη αγορά καθ' εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων. 
    Μπορεί ο Απ. Παύλος να βρισκόταν σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον εξαιτίας του οποίου «το πνεύμα του παροξύνετο εν αυτώ», όμως δε διστάζει να μιλήσει στους ανθρώπους αυτούς για τον αληθινό Θεό και να τους κηρύξει το Ευαγγέλιο. Δε θα πρέπει να επιζητούμε τις ιδανικές συνθήκες, για να μιλήσουμε για το Λόγο του Θεού, το Ευαγγέλιο της σωτήριας Χάρης του Θεού. Η προτροπή του Απ. Παύλου προς τον Τιμόθεο είναι: «κήρυξον τον λόγον, επίμενε εγκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον, μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής» (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 2). Και εδώ ακολουθεί την πάγια τακτική του «πρώτα στους Ιουδαίους» (Ρωμαίους Α/1: 16). Έτσι άρχισε το κήρυγμά του «εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών». “Θεοσεβείς” πιθανότατα ήταν άνθρωποι που είχαν δεχτεί την Ιουδαϊκή θρησκεία, αλλά δεν είχαν κάνει περιτομή (Γένεση ΙΖ/17: 11). Καθώς στους Αθηναίους άρεσε πολύ να συγκεντρώνονται και να επιδίδονται σε φιλοσοφικές συζητήσεις, ο Απόστολος δεν περιορίστηκε μόνον στη συναγωγή, αλλά επεκτάθηκε «και εν τη αγορά καθ’ εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων». Μιλούσε με οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος να τον ακούσει. Με τον τρόπο αυτό διαδόθηκε πολύ γρήγορα  ότι κάποιος ξένος έχει έρθει στην πόλη και κηρύττει μια νέα διδαχή. 
        18 Τινές δε των Επικουρίων και των Στωϊκών φιλοσόφων συνήρχοντο εις λόγους μετ' αυτού, και οι μεν έλεγον Τι θέλει τάχα ο σπερμολόγος ούτος να είπη; οι δέ Ξένων θεών κήρυξ φαίνεται ότι είναι διότι εκήρυττε προς αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν. 
        Ο Απ. Παύλος βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα δύσκολο ακροατήριο. Ανάμεσα στους συνομιλητές του ήταν και αρκετοί Επικούρειοι και Στωικοί (βλέπε υστερόγραφο), οι οποίοι ήταν μέλη αντίπαλων φιλοσοφικών σχολών της εποχής, έχοντας τελείως διαφορετική αντίληψη για το Θεό. Κάποιοι από τους ακροατές τον χαρακτήρισαν «φλύαρο» ή αλλιώς σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο «σπερμολόγο», λέξη που χρησιμοποιείτο μεταφορικά για οποιονδήποτε συνέλεγε διάφορες πληροφορίες τις οποίες μετέφερε σε άλλους κλπ. Κάποιοι από τους ακροατές του Αποστόλου αντέδρασαν διαφορετικά συμπεραίνοντας ότι «είναι κήρυκας ξένων θεοτήτων», επειδή μιλούσε για τον Ιησού και την ανάσταση. Η κατηγορία ήταν πολύ σοβαρή, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι κάποιους αιώνες νωρίτερα είχε καταδικαστεί σε θάνατο ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης με παρόμοια κατηγορία ότι: «διέφθειρε τους νέους, αμελούσε τα παραδοσιακά θρησκευτικά καθήκοντα και εισήγαγε θρησκευτικούς νεωτερισμούς». Ο Απόστολος δεν πτοήθηκε απ’ όλα αυτά που του καταμαρτυρούσαν, αλλά συνέχισε να κηρύττει για τον Ιησού και την ένδοξη ανάστασή Του από τους νεκρούς. 
     19 Και πιάσαντες αυτόν έφεραν εις τον Άρειον Πάγον, λέγοντες Δυνάμεθα να μάθωμεν τις αύτη η νέα διδαχή, ήτις κηρύττεται υπό σου; 
     20 διότι φέρεις εις τας ακοάς ημών παράδοξά τινα θέλομεν λοιπόν να μάθωμεν τι σημαίνουσι ταύτα.
    21 Πάντες δε οι Αθηναίοι και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν άλλο ηυκαίρουν παρά εις το να λέγωσι και να ακούωσι τι νεώτερον. 
     Οι Αθηναίοι έχοντας μία συνεχή διάθεση για γνώση και μάθηση επιθυμούσαν να ενημερώνονται για κάθε τι νεότερο που συνέβαινε. Έτσι, θέλοντας να διευκρινίσουν τη «νέα διδαχή», πήραν τον Απόστολο και τον έφεραν στον «Άρειο Πάγο», που συνεδρίαζε το ανώτατο δικαστήριο και του οποίου μέσα στις αρμοδιότητές του ήταν και η προάσπιση της θρησκείας και των χρηστών ηθών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για δίκη, αλλά για μία ακροαματική διαδικασία κατά την οποία ο Απ. Παύλος θα είχε την ευκαιρία να εκθέσει τη διδασκαλία του στα μέλη του δικαστηρίου καθώς και στα πλήθη, προκειμένου να κρίνουν αν το κήρυγμά του εγκυμονούσε κάποιους πνευματικούς κινδύνους ή προσέλαβε τα χρηστά ήθη των Αθηναίων. 
      22 Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου, είπεν Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας. 
   Ο Απ. Παύλος, αν και ήταν πολύ αναστατωμένος απ’ όλα αυτά τα αγάλματα και τα άλλα ειδωλολατρικά κτίσματα που είχε δει στους δρόμους και σε άλλους δημόσιους χώρους της Αθήνας, συγκρατεί την ψυχραιμία του και με πολύ μεγάλη λεπτότητα τους επαινεί για το ενδιαφέρον που είχαν για τη θρησκεία τους, χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα ως «θεολάτρες», δηλαδή θρησκευόμενους, ανθρώπους που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για το θεό στη ζωή τους. 
     23 Διότι ενώ διηρχόμην και ανεθεώρουν τα σεβάσματά σας, εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον, Αγνώστω Θεώ. Εκείνον λοιπόν, τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς. 
     Ενώ περιερχόμουν την πόλη σας έβλεπα τα «σεβάσματά σας». Ο Απ. Παύλος με πολλή σοφία και μεγάλη λεπτότητα δε χαρακτηρίζει «είδωλα» ή «ψεύτικους θεούς» όλα αυτά τα ανθρώπινα κατασκευάσματα, τα οποία σέβονταν και προσκυνούσαν μέσα στην άγνοιά τους οι Αθηναίοι. Ας είναι αυτό ένα πολύτιμο μάθημα για όλους εμάς, όταν μιλάμε σε ανθρώπους που δε γνωρίζουν το Λόγο του Θεού να μην προσβάλουμε ή υποτιμούμε αυτά που μέσα στην άγνοιά τους σέβονται και λατρεύουν. Στόχος μας δε θα πρέπει να είναι να κρίνουμε τους άλλους με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ούτε να αντιπαρατιθέμεθα υποτιμώντας τους, αλλά ν’ αποκαλύψουμε σ’ αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου επειδή εκείνο που προέχει είναι η σωτηρία τους και η αιώνια κατάληξή τους. 
      Ανάμεσα στα «σεβάσματα» των αρχαίων Αθηναίων, ο Απ. Παύλος παρατήρησε ότι υπήρχε και ένας βωμός αφιερωμένος στον «Άγνωστο Θεό». Εμμέσως πλην σαφώς η παρουσία ενός τέτοιου κατασκευάσματος (βωμού) υποδήλωνε ότι οι Αθηναίοι παραδέχονταν την ύπαρξη και κάποιου άλλου θεού, που γι’ αυτούς παρέμενε άγνωστος. Ήταν συνήθεια των Ελλήνων και άλλων λαών την εποχή εκείνη ν’ αφιερώνουν βωμούς σε «άγνωστους θεούς» για το ενδεχόμενο να είχαν παραλείψει στη λατρεία τους κάποιον θεό που θα μπορούσε ως εκ τούτου να προσβληθεί ή και να τους τιμωρήσει. 
      Ο Απ. Παύλος χρησιμοποίησε την ύπαρξη αυτού του βωμού, για να μιλήσει για τα «καλά νέα» του Ευαγγελίου και να τους εξηγήσει: «Αυτό στο οποίο εν αγνοία σας δείχνετε θεοσεβή αφοσίωση, αυτό διαγγέλω σε σας». Δεν κήρυττε κάποιον καινούργιο ή ξένο θεό, όπως τον είχαν αρχικά κατηγορήσει, αλλά θέλησε να τους εξηγήσει για τον αληθινό Θεό, που τους ήταν άγνωστος, πιστεύοντας ότι ανάμεσά τους υπήρχαν και άνθρωποι με καλή προαίρεση και ειλικρινή καρδιά. Ο ίδιος δεν ξεχνάει ότι και αυτός ήταν κάποτε σ’ αυτήν τη θλιβερή κατάσταση, βλάσφημος, διώκτης και υβριστής του Αληθινού Θεού, «ηλεήθην όμως, διότι αγνοών έπραξα εν απιστία» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 13). 
      24 Ο Θεός, όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ων του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, 
      25 ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων ως έχων χρείαν τινός, επειδή αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα. 
     Ο Απόστολος θέλει να τονίσει τέσσερις βασικές ιδιότητες που διακρίνουν τον αληθινό Θεό: 
     1/ «Είναι ο δημιουργός». Δημιούργησε ολόκληρο το σύμπαν και είναι Εκείνος που δίνει «ζωή και πνοή και τα πάντα». Δίνει τον ήλιο, τη βροχή και το εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια όλων εκείνων που έχουμε ανάγκη, για να ζήσουμε. Είναι ο υπέρτατος Κύριος του ουρανού και της γης και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να χωρέσει «εν χειροποιήτοις ναοίς», δηλ. σε ναούς που είναι κτισμένοι από ανθρώπινα χέρια. Με άλλα λόγια ο Απ. Παύλος διακηρύττει με παρρησία ότι «υπάρχει ένας Θεός» και αυτός ο Θεός δημιούργησε «τα πάντα». Δημιούργησε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και όλα όσα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν. Καθώς είναι Παντοδύναμος και Δημιουργός δεν έχει καμία ανάγκη, για να λάβει κάτι από τους ανθρώπους. 
      2/ «Είναι Κύριος». Δηλαδή Κυρίαρχος πάνω σε όλα όσα είχε δημιουργήσει και είναι Αυτός ο Θεός που ελέγχει κάθε τι που συμβαίνει πάνω στον κόσμο. 
     3/ «Είναι πανταχού παρών». Ως εκ τούτου η παρουσία του Θεού δεν περιορίζεται σε κάποιο ναό ή κάποιο τόπο. Ο αληθινός Θεός είναι πολύ μεγαλύτερος από οποιαδήποτε ανθρώπινα είδωλα που βρίσκονται τοπικά και χρονικά περιορισμένα μέσα σε ναούς που κατασκεύασαν οι άνθρωποι. Ο Βασιλιάς Σολομώντας κατά τα εγκαίνια του Ναού διερωτάται: «Αλλά θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός επί της γης; ιδού, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος, τον οποίον ωκοδόμησα» (Α’ Βασιλέων Η/8: 27). 
      4/ «Είναι ζωοδότης». Ο Ίδιος είναι η πηγή της ζωής και ο χορηγός όλων των αγαθών. Ο Ίδιος δεν έχει ανάγκη από τίποτα και πολύ περισσότερο από τις θυσίες που πρόσφεραν οι ειδωλολάτρες στους θεούς τους. Δια στόματος του «πρ. Ησαΐα» (Α/1: 11) ο ίδιος ο Κύριος διερωτάται: «Τίνα χρείαν έχω του πλήθους των θυσιών σας; λέγει Κύριος κεχορτασμένος είμαι από ολοκαυτωμάτων κριών και από πάχους των σιτευτών και δεν ευαρεστούμαι εις αίμα ταύρων ή αρνίων ή τράγων». Αντίθετα με όλα αυτά οι άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουν ανάγκη το Θεό και εξαρτώνται απ’ Αυτόν, καθώς Αυτός δίνει σε όλα ζωή και πνοή και τα πάντα. 
     26 και έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, διά να κατοικώσιν εφ' όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών, 
    27 διά να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν, αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών. 
     Ο Απόστολος κάνει λόγο για τις κοινές ρίζες του ανθρώπινου γένους. Όλα τα έθνη της γης έχουν έναν κοινό προπάτορα τον Αδάμ. Με τον τρόπο αυτό αντικρούει την αντίληψη την οποία είχαν οι Αθηναίοι ότι, επειδή κατάγονταν από την ένδοξη Ελληνική γη, ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τους πληροφορεί ότι ο Ένας και Αληθινός Θεός έκανε όλους τους ανθρώπους «εξ ενός αίματος» και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καμία φυλή δε δικαιούται να λέγει ότι είναι ανώτερη από κάποια άλλη. Επιπλέον διευκρινίζει ότι είναι Αυτός που ορίζει την ιστορία και δεν υπάρχει κάποιο «πεπρωμένο» ή τύχη ή ανθρώπινες προσπάθειες, όπως πολλοί υποστηρίζουν ακόμα και στις ημέρες μας. Ο Θεός που δημιούργησε όλα τα έθνη όρισε πόσον καιρό θα υπάρχουν και μέσα σε ποια σύνορα θα κατοικούν αυτά. 
     Τέλος τους διευκρινίζει ότι ο Θεός επιθυμεί να ψάξουν οι άνθρωποι, για να Τον βρουν, αφού ως πανταχού παρών, «δεν είναι μακριά από ενός εκάστου ημών». Ο καθένας που ειλικρινά θα Τον εκζητήσει στη ζωή του θα μπορέσει να βρει το Θεό και να συνάψει μέσα από την πίστη του μια αιώνια σχέση αγάπης και κοινωνίας μαζί Του. Ο πρ. «Ιερεμίας» (κεφ. ΚΓ/23, εδ. 23,24) αναφέρει: «Θεός που βρίσκομαι κοντά σας είμαι εγώ, λέει ο Κύριος, και όχι Θεός που βρίσκομαι μακριά σας; Μπορεί κάποιος να κρυφτεί σε κρυφούς τόπους, και εγώ να μη τον δω; λέει ο Κύριος. Δεν γεμίζω εγώ τον ουρανό και τη γη;» 
      28 Διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, καθώς και τινές των ποιητών σας είπον Διότι και γένος είμεθα τούτου. 
      Μέσα σ’ Αυτόν τον αληθινό Θεό «ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Ο Θεός δεν είναι μόνον ο Δημιουργός μας, αλλά ολόκληρο το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε. Για να τονίσει ακόμα περισσότερο τη σχέση του ανθρώπου με το δημιουργό Του, αναφέρεται σε μερικούς από τους Αρχαίους ποιητές, τον Επιμενίδη (600 π.Χ.) και τον Άρατο (300 π.Χ.), για να δείξει ότι ορισμένα από  αυτά που δίδασκε περιέχονταν και στα δικά τους λογοτεχνικά συγγράμματα. 
      Είμαστε όλοι κτίσματα του ενός και μοναδικού Θεού και μπορούμε να γίνουμε δικά Του παιδιά με την πίστη μας και την αγάπη μας σ’ Αυτόν (Ιωάννης Α/1: 12). Ο Απόστολος χρησιμοποιεί αυτούς τους στίχους από Ελληνικά ποιήματα, για να καταλάβουν οι αναγνώστες ότι ήταν γνώστης της κουλτούρας τους και ότι δεν ήταν κάποιος άσχετος που δε θα μπορούσε να τους αντιληφθεί τις σκέψεις τους. Σε όλη την ομιλία του δε χρησιμοποίησε ούτε ένα χωρίο από την Παλαιά Διαθήκη, αφού οι ακροατές του δεν την θεωρούσαν ως ιερό κείμενο και ούτε καν τη γνώριζαν. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει πως πρέπει να σταθούμε και να μιλήσουμε σε όλους εκείνους που δε γνωρίζουν την αλήθεια του Ευαγγελίου. «αγιάστε τον Κύριο τον Θεό μέσα στις καρδιές σας και να είστε πάντοτε έτοιμοι σε απολογία με πραότητα και φόβο, προς καθέναν που ζητάει από σας λόγο για την ελπίδα που είναι μέσα σας» (Α’ Πέτρου Γ/3: 15). 
      29 Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα διά τέχνης και επινοίας ανθρώπου. 
      Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Απόστολος αναφέρει: Αφού οι άνθρωποι είναι γενιά του Θεού, είναι αδιανόητο να θεωρούν το Θεό όμοιο με είδωλο από χρυσάφι ή ασήμι ή από κάποιες πολύτιμες πέτρες. Όλα αυτά είναι δημιουργήματα της τέχνης και της ανθρώπινη φαντασίας. Στη θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων είχε σημαντική θέση η κατασκευή και λατρεία ειδώλων. Ο Απ. Παύλος ουσιαστικά τους υποβάλει ένα ερώτημα: «Πως είναι δυνατόν εσείς που είστε δημιουργήματα του Θεού, να έχετε τη δυνατότητα να δημιουργείτε με τα χέρια σας και με την τέχνη σας, άλλους θεούς;». Με τα λόγια αυτά αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ειδωλολατρίας. 
    30 Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι
     Ο Θεός για πολλούς αιώνες παρέβλεψε την άγνοια των ανθρώπων, όμως τώρα που έχει δοθεί η αποκάλυψη του Ευαγγελίου, τώρα που έχει αποκαλυφθεί ολόκληρη η αλήθεια, ζητά από όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω σε κάθε τόπο της γης να μετανοήσουν για την προηγούμενη αμαρτωλή τους ζωή, ν’ αλλάξουν πορεία στη ζωή τους και να ζουν πλέον σύμφωνα με το θέλημά Του. Τούτη την επείγουσα πρόσκληση ο Θεός τη στέλνει σε κάθε άνθρωπο με την προτροπή: «τώρα καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού, τώρα ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορινθίους Σ/6: 2). 
      31 διότι προσδιώρισεν ημέραν εν ή μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, διά ανδρός τον οποίον διόρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.
    Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Απόστολος αναφέρει δύο ακόμα βασικές ιδιότητες του αληθινού Θεού. Είναι Κριτής και είναι Δίκαιος. Εφόσον είναι ο δημιουργός μας και είναι κυρίαρχος πάνω μας, λογικά γνωρίζει όλα όσα κάνουμε, άρα έχει και το δικαίωμα και την απόλυτη δυνατότητα για να μας κρίνει. Και θα το κάνει, θα κρίνει έθνη και λαούς με δικαιοσύνη και ευθύτητα! Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (Θ/9: 27) αναφέρει: «είναι αποφασισμένον εις τους ανθρώπους άπαξ να αποθάνωσι, μετά δε τούτο είναι κρίσις». Η δικαιοσύνη Του θα είναι αμείλικτη πάνω σε κάθε αμετανόητο αμαρτωλό, ο οποίος προσπερνά το δώρο της σωτηρίας το οποίο προσφέρει ο Θεός. Η δικαιοσύνη Του είναι άγια και η κρίση του δίκαια, δεν δωροδοκείται και δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε για να Τον εξαγοράσουμε. 
      Το μήνυμα του Θεού είναι «επείγον», γιατί ο Θεός προσδιόρισε ημέρα κατά την οποία θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού του ορισμένου απ’ Αυτόν ανδρός κριτή (Ιωάννης Ε/5: 22). Η μεγάλη επιβεβαίωση γι’ αυτό δίνεται από το γεγονός ότι ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς (Πράξεις Δ/4: 10). Με τα λόγια αυτά ο Απ. Παύλος αναφέρεται ευθέως στην «ανάσταση των νεκρών». Ο Λόγος του Θεού μας διευκρινίζει: «καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ. Έκαστος όμως κατά την ιδίαν αυτού τάξιν, ο Χριστός είναι η απαρχή, έπειτα όσοι είναι του Χριστού εν τη παρουσία αυτού» (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 22,23). 
    32 Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά. 
     33 Και έτσι ο Παύλος βγήκε από ανάμεσά τους. 
     34 Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ' αυτόν, και πίστεψαν ανάμεσα στους οποίους και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ' αυτούς. 
     Τρεις εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις προκάλεσε η ομιλία του Απ. Παύλου προς τους Αθηναίους πολίτες. Οι ίδιες διαχρονικά αντιδράσεις εκδηλώνονται κάθε φορά που κηρύττεται το Ευαγγέλιο: 
   1/ «Οι μεν εχλεύαζον». Μία ομάδα ανθρώπων, συνήθως είναι η πλειοψηφία, απέρριψαν το Αποστολικό κήρυγμα, γέλασαν με όλα αυτού που άκουσαν, ειρωνεύτηκαν τον ομιλούντα και παρέμειναν αδιάφοροι. 
    2/ «θα σε ακούσουμε ξανά». Κάποιοι από τους παρευρισκόμενος εξέφρασαν την επιθυμία να ακούσουν και πάλι τα λόγια του Αποστόλου μια άλλη φορά, που όμως δεν ήρθε ποτέ μέσα στη ζωή τους. Ουσιαστικά δεν απέρριψαν το Ευαγγέλιο, αλλά ανέβαλλαν, χωρίς να έχουν καμία διάθεση να το δεχτούν. Τώρα είναι ημέρα σωτηρίας, διαβεβαιώνει η Γραφή. Το αύριο δεν είναι δικό μας. 
    3/ «Τινές δε προσκολλήθηκαν εις αυτόν και επίστευσαν». Αυτοί πάντοτε θα είναι μια μικρή μειοψηφία τους οποίους ο Λόγος του Θεού προτρέπει: «Μη φοβού, μικρόν ποίμνιον διότι ο Πατήρ σας ηυδόκησε να σας δώση την βασιλείαν» (Λουκάς ΙΒ/12: 32). Στο κήρυγμα του Απ. Παύλου πίστεψε ο Διονύσιος, ο Αρεοπαγίτης, μέλος του δικαστηρίου, πίστεψε μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις και άλλοι των οποίων τα ονόματα δε γνωρίζουμε. 

     Τελικά το κήρυγμα του Απ. Παύλου στην Αθήνα είχε αποτέλεσμα; Η ιστορία ασφαλώς το έχει κρίνει θετικά. Εμείς σήμερα ακολουθώντας τα ίχνη του Απ. Παύλου θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι κάθε στιγμή, για να κηρύττουμε το Ευαγγέλιο στους συνανθρώπους μας, επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι γύρω μας που ψάχνουν για τον «άγνωστο Θεό» χαμένοι μέσα σ’ έναν μπερδεμένο και αλληλοσπαρασσόμενο κόσμο. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι έτοιμοι ν’ ακούσουν και να πιστέψουν. Κάποιοι άλλοι, αφού ακούσουν θ' αναβάλλουν την απόφασή τους για μια άλλη στιγμή. Βέβαιο είναι ότι ορισμένοι άλλοι θα παραμείνουν αδιόρθωτοι «χλευαστές». Ας μη πτοούμαστε, το Έργο είναι του Κυρίου, το μέρος το δικό μας είναι να μη διστάσουμε να διακηρύξουμε την αλήθεια του Ευαγγελίου. Γιατί «πώς θα πιστέψουν σ' εκείνον, για τον οποίο δεν άκουσαν; Και πώς θα ακούσουν, χωρίς να υπάρχει εκείνος που κηρύττει;» (Ρωμαίους Ι/10: 14). 


      --- Υ/φο. 
   Επικούρειοι -- Στωικοί: Δύο διαφορετικές σχολές φιλοσοφίας. Και οι δύο δεν πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών. 

      1. Οι Επικούρειοι πίστευαν στην ύπαρξη θεών, αλλά θεωρούσαν ότι οι θεοί μένουν αδιάφοροι για τους ανθρώπους και ότι δεν επρόκειτο να τους ανταμείψουν, ούτε να τους τιμωρήσουν, άρα κάθε είδους λατρεία ήταν ανώφελη γι’ αυτούς. Υποστήριζαν ότι υπέρτατο αγαθό στη ζωή ήταν η ηδονή. Η νοοτροπία και οι πράξεις τους στερούνταν ηθικών αρχών. Το σύνθημά τους ήταν: «Ας φάγωμεν και ας πίμωεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν». Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι και σήμερα με τις ίδιες αντιλήψεις που είναι «φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι» (Β’ Τιμοθέου Γ/3: 4). 

    2. Οι Στωικοί πίστευαν ότι η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμια φύσης η οποία κυβερνάται από το νόμο της λογικής. Είχαν πανθεϊστικές απόψεις και ήταν μοιρολάτρες. Θεωρούσαν την απάθεια σαν το υψηλότερο ηθικό επίτευγμα. Γι’ αυτούς ο άνθρωπος ο ίδιος είναι θεός. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία όλων των πνευματιστικών λατρειών. Σύμφωνα με τους Στωικούς φιλοσόφους, για να βρει κάποιος την ευτυχία έπρεπε να ζει σε αρμονία με το σύμπαν. ---

Το Κύκνειο Άσμα του Αποστόλου Παύλου.

Eπιστολή «προς ΤΙΜΟΘΕΟΝ Β’», κεφ. Δ/4, εδ. 1 – 22. 

1 Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς εν τη επιφανεία αυτού και τη βασιλεία αυτού, 
2 κήρυξον τον λόγον, επίμενε εγκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον, μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής. 
3 Διότι θέλει ελθεί καιρός ότε δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν, αλλά θέλουσιν επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας, γαργαλιζόμενοι την ακοήν, 
4 και από μεν της αληθείας θέλουσιν αποστρέψει την ακοήν αυτών, εις δε τους μύθους θέλουσιν εκτραπή. 
5 Συ δε αγρύπνει εις πάντα, κακοπάθησον, εργάσθητι έργον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου κάμε πλήρη. 
6 Διότι εγώ γίνομαι ήδη σπονδή και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου έφθασε. 
7 Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα 
8 του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού. 
9 Σπούδασον να έλθης προς εμέ ταχέως 
10 διότι ο Δημάς με εγκατέλιπεν, αγαπήσας τον παρόντα κόσμον, και απήλθεν εις θεσσαλονίκην, ο Κρήσκης εις Γαλατίαν, ο Τίτος εις Δαλματίαν 
11 ο Λουκάς είναι μόνος μετ' εμού. Τον Μάρκον παραλαβών φέρε μετά σού διότι μοι είναι χρήσιμος εις την διακονίαν. 
12 Τον δε Τυχικόν απέστειλα εις Έφεσον. 
13 Τον φελόνην, τον οποίον αφήκα εν Τρωάδι παρά τω Κάρπω, ερχόμενος φέρε, και τα βιβλία, μάλιστα τας μεμβράνας. 
14 Ο Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά κακά μοι έκαμεν ο Κύριος να αποδώση εις αυτόν κατά τα έργα αυτού· 
15 τον οποίον και συ φυλάττου διότι πολύ ανθίσταται εις τους λόγους ημών. 
16 Εν τη πρώτη απολογία μου δεν με παρεστάθη ουδείς, αλλά πάντες με εγκατέλιπον είθε να μη λογαριασθή εις αυτούς 
17 αλλ' ο Κύριος με παρεστάθη και με ενεδυνάμωσε, διά να πληρωθή δι' εμού το κήρυγμα και να ακούσωσι πάντα τα έθνη· και ηλευθερώθην εκ του στόματος του λέοντος. 
18 Και θέλει με ελευθερώσει ο Κύριος από παντός έργου πονηρού και θέλει με διασώσει διά την επουράνιον βασιλείαν αυτού· εις τον οποίον έστω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν. 
19 Ασπάσθητι την Πρίσκαν και τον Ακύλαν και τον οίκον του Ονησιφόρου. 
20 Ο Έραστος έμεινεν εν Κορίνθω, τον δε Τρόφιμον αφήκα εν Μιλήτω ασθενή. 
21 Σπούδασον να έλθης προ του χειμώνος. Ασπάζεταί σε ο Εύβουλος και Πούδης και Λίνος και η Κλαυδία και οι αδελφοί πάντες. 
22 Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είη μετά του πνεύματός σου. Η χάρις μεθ' υμών· αμήν. 

          ΣΧΟΛΙΑ: 
      Ο αποχαιρετισμός του Απ. Παύλου. Η επιστολή «προς Τιμόθεον  B'» αποτελεί το «Κύκνειο Άσμα» του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών. Πρόκειται για τα τελευταία λόγια του πιο μεγάλου θνητού που πέρασε ποτέ από τη ζωή αυτή. Εκείνου που από την εκκλησιαστική ιστορία χαρακτηρίστηκε «ο πρώτος μετά τον Έναν». Γνώριζε καλά ο Απ. Παύλος ότι πλησίαζε η μέρα της αναχωρήσεώς του για τον ουρανό. Ήξερε ότι ούτε τον Τιμόθεο θα έβλεπε ξανά με τα σαρκικά του μάτια, ούτε άλλες ευκαιρίες για να γράψει και να νουθετήσει τις εκκλησίες θα είχε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες συμβουλεύει τον νεαρό μαθητή και συνεργάτη του τον Τιμόθεο να εστιάσει όλη του την προσοχή, αφ’ ενός μεν στην προσμονή της επιφάνειας του Κυρίου και αφ’ ετέρου δε να κηρύττει το Ευαγγέλιο της σωτήριας χάρης του Χριστού, ακούραστα και με ζήλο. 
     «Διαμαρτύρομαι ενώπιον του Θεού» που σημαίνει σε ορκίζω ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος πρόκειται να κρίνει και τους ζωντανούς και τους νεκρούς (Εβραίους Ι/10: 30) την ημέρα της παρουσίας αυτού και της βασιλείας Αυτού. Γνωρίζει ο Απ. Παύλος τον σωματικά αδύναμο και ασθενικό χαρακτήρα του Τιμόθεου και προσπαθεί να τον ενισχύσει στο έργο του, στη διακονία που επιτελεί, γι’ αυτό εφιστά την προσοχή του στις ακόλουθες τρεις μεγάλες αλήθειες που αναφέρονται το 1ο εδάφιο και οι οποίες είναι: 
 Ο ερχομός του Χριστού   --   Η κρίση που θ’ ακολουθήσει   --    Η Βασιλεία του Χριστού. 
       Τούτες οι αλήθειες θα πρέπει να απασχολούν όλους μας. Σε πολλά σημεία η Βίβλος διακηρύττει ότι «ο Χριστός θα έλθει και πάλι». Θα επιστρέψει σύμφωνα με τις διακηρύξεις του Λόγου Του (Ιωάννης ΙΔ/14: 2). Κατά την Ανάληψή Του, καθώς ο Κύριος αναλαμβανόταν με νεφέλη στους ουρανούς, δύο άνδρες με λευκά ιμάτια παρουσιάστηκαν και είπαν στους μαθητές Του: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι κάθεστε και βλέπεται εις τον ουρανό. Αυτός ο Ιησούς ο οποίος αναλήφθη εις τον ουρανό, θα έρθει με τον ίδιο τρόπο που τον είδατε να φεύγει στον ουρανό» (Πράξεις Α/1: 10,11). 
       Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος» (Αποκάλυψη Α/1: 4). Στην επιστολή του «Ιούδα» (Α/1: 14) μεταφέρονται τα λόγια του Ενώχ, έβδομου από Αδάμ, ο οποίος προφήτευσε λέγοντας: «Ιδού ήλθεν ο Κύριος με μυριάδες αγίων αυτού, δια να κάμει κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξει πάντας τους ασεβείς, εξ αυτών, δια πάντα τα έργα της ασέβειας αυτών τα οποία έπραξαν και δια πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ’ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς». 
      Εκείνο στο οποίο θέλει να καταλήξει ο Απ. Παύλος και το οποίο επιθυμεί να επισημάνει ιδιαίτερα στον Τιμόθεο είναι το: «Κήρυξον τον Λόγον». Είναι μεγίστη τιμή για έναν άνθρωπο να κηρύττει το Λόγο του Θεού, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Α/1, εδάφ. 16,17) διακηρύττει: 
16 Διότι δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού επειδή είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα Ιουδαίόν τε, πρώτον και Έλληνα. 
17 Διότι δι' αυτού αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη του Θεού εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς είναι γεγραμμένον Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως. 
     Καθώς οι μαθητές άκουγαν τον Κύριο να τους μιλάει για τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης σωτηρίας, είπαν μεταξύ τους: «σκληρός ο λόγος» (κατά Ιωάννην, κεφ. Σ/6, εδ. 60) και ήταν αυτό που έκανε κάποιους από τους μαθητές του ευρύτερου κύκλου να στραφούν προς τα πίσω. 
67 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τους δώδεκα· Μήπως και σεις θέλετε να υπάγητε; 
68 Απεκρίθη λοιπόν προς αυτόν ο Σίμων Πέτρος Κύριε, προς τίνα θέλομεν υπάγει; λόγους ζωής αιωνίου έχεις (Ιωάννης Σ/6: 67,68). 
      Αυτό είναι το Ευαγγέλιο του Θεού, είναι «λόγοι αιώνιας ζωής» (Ιωάννης Σ/6: 68). Είναι «δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα Ιουδαίον τε, πρώτον και Έλληνα» (Ρωμαίους Α/1: 16). Αυτό το Ευαγγέλιο καλείται ο Τιμόθεος να κηρύξει, να μεταδώσει το Λόγο του Θεού και σε άλλους ανθρώπους, για να πιστέψουν και να σωθούν αιωνίως. H κήρυξη του Λόγου του Θεού αποτελεί ηθική υποχρέωση για τον πιστό άνθρωπο. Καθώς οι άνθρωποι γύρω μας χάνονται αιώνια από «έλλειψη γνώσεως» (Ωσηέ Δ/4: 6), καθώς είναι δεμένοι και αιχμαλωτισμένοι από τον εχθρό, δε μπορούν ν’ απελευθερωθούν με τα έργα τους ή τις δικές τους προσπάθειες. Ο άνθρωπος είναι δέσμιος του εχθρού της ψυχής του και πολλές φορές δεν το αντιλαμβάνεται, δεν το συνειδητοποιεί. Οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού νόμιζαν ότι ήταν ελεύθεροι, αλλά ο Χριστός τους απέδειξε ότι ήταν δούλοι της αμαρτίας και του διαβόλου. 
31 Ο Ιησούς, λοιπόν, έλεγε στους Ιουδαίους, που είχαν πιστέψει σ' αυτόν: Αν εσείς μείνετε στον δικό μου λόγο, είστε αληθινά μαθητές μου 
32 και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει. 
33 Του αποκρίθηκαν: Σπέρμα τού Αβραάμ είμαστε, και ποτέ δεν γίναμε δούλοι σε κανέναν· πώς εσύ λες ότι: Θα γίνετε ελεύθεροι; 
34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι: Καθένας που πράττει την αμαρτία, είναι δούλος της αμαρτίας. 
35 Και ο δούλος δεν μένει πάντοτε μέσα στο σπίτι· ο γιος μένει πάντοτε. 
36 Αν, λοιπόν, ο Υιός σάς ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι (Ιωάννης Η/8: 31-36). 
      Η μόνη δύναμη που μπορεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο, είναι να γνωρίσει την Αλήθεια του Λόγου του Θεού (εδ. 32). Γι’ αυτό ακριβώς η κήρυξη του Ευαγγελίου θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και να διακρίνεται από κάποια στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα και τα οποία θα πρέπει να διακρίνουν τον κάθε κήρυκα του Ευαγγελίου. Αυτά τα στοιχεία είναι: «ανόθευτη διδαχή» (3), «αλήθεια» (4), «πίστη» (7). 
      Ο Τιμόθεος και στο πρόσωπό του ο κάθε εργάτης του Θεού καλείται όχι μόνον να γνωρίζει το Λόγο, αλλά και να κηρύττει αυτόν. Ο εργάτης δεν έχει περιθώρια να επινοήσει δικά του πράγματα, να πει ό,τι νομίζει ή ό,τι του αρέσει. Όχι. Ο σκοπός του είναι ένας και μόνον: Να μεταδώσει το Λόγο του Θεού, έτσι όπως τον παρέλαβε, έτσι όπως αυτός είναι γραμμένος, δια πνεύματος Αγίου, χωρίς προσθέσεις ή αφαιρέσεις, χωρίς κρίσεις ή επικρίσεις. Θα πρέπει να κηρύττει με παρρησία, με δύναμη, με θάρρος (Α’ Ιωάννου Γ/3: 21). 
      Ο εργάτης του Θεού θα πρέπει να έχει πάντοτε επίγνωση ότι μεταφέρει ένα μήνυμα ζωής ή θανάτου. Το κέντρο της διδαχής θα πρέπει να είναι η τραγική κατάσταση στην οποία ευρίσκεται ο άνθρωπος μακριά από το Θεό. Εάν φύγει από την πρόσκαιρη απ’ αυτήν τη ζωή αμετανόητος και αλύτρωτος τον περιμένει αιώνιος θάνατος, εξαιτίας της αμαρτίας του (Ρωμαίους Σ/6: 23). Όμως ο Θεός από αγάπη (Ιωάννης Γ/3: 16) δεν άφησε τον άνθρωπο να χαθεί. Επενέβη μέσα στην ιστορία και έστειλε τον Υιόν Του και πέθανε πάνω στο σταυρό, παίρνοντας τη θέση του κάθε υπόδικου ανθρώπου, εξαιτίας της αμαρτίας του. Ο Χριστός πέθανε και ο Πατέρας Θεός, ευαρεστημένος «κατά πάντα» από το τέλειο Έργο του Υιού, ανέστησε Αυτόν από τους νεκρούς (Πράξεις Β/2: 32). 
       Αυτό λέει ο Απ. Παύλος, είναι ένα επείγον μήνυμα και σαν τέτοιο θα πρέπει να μεταδίδεται σε κάθε περίσταση, σε κάθε κατάσταση, είτε σε κατάλληλο καιρό, είτε και σε ακατάλληλο ακόμα «εγκαίρως ακαίρως» (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 2). Ο πιστός άνθρωπος θα πρέπει να είναι σε δράση κάθε στιγμή. Σε καμία περίπτωση δεν εννοεί εδώ ότι θα μπορούμε να διακόπτουμε τις προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων κλπ και να επεμβαίνουμε, για να τους πούμε το Λόγο του Θεού. Πάντοτε θα είμαστε ευγενικοί και διακριτικοί. Τούτα τα λόγια έχουν σχέση με τη δική μας νωχέλεια, που πολλές φορές επιδεικνύουμε και λέμε: «όχι τώρα, θα δημιουργηθούν καταλληλότερες συνθήκες κλπ»
     Ένας χριστιανός (πρόκειται για πραγματικό γεγονός) είναι βαριά τραυματίας, μπαίνει μέσα στο χειρουργείο και καθώς ετοιμάζονται να τον ναρκώσουν, ρίχνει μια ματιά και ψελλίζει: «Τα πάντα συνεργούν εις το αγαθό, για όσους αγαπούν το Θεό» (Ρωμαίους Η/8: 28). Μία ψυχή πίστεψε απ’ αυτόν τον λόγο και μόνον. Ένας πιστός γέροντας πριν από πολλά χρόνια, γύρναγε και πούλαγε κάρβουνα με το γάιδαρό του. Μια γυναίκα του λέει : «Α! πρέπει να τα βρέχεις τα κάρβουνα και σηκώνουν βάρος». «Όχι» της λέει ο άνθρωπος του Θεού, «εγώ είμαι του Χριστού δεν κάνω τέτοια πράγματα». Ένας άνθρωπος συγκράτησε τούτα τα λόγια και μια μέρα, καθώς τον συνάντησε, του είπε: «Τι εννοούσες εκείνη την ημέρα, όταν είπες, εγώ είμαι του Χριστού, δεν κάνω τέτοια πράγματα». Ο πιστός άνθρωπος του εξήγησε και η ομολογία αυτή ήταν αιτία όχι μόνον να πιστέψει ένας άνθρωπος, αλλά να δημιουργηθεί μια ολόκληρη εκκλησία πιστών, βάσει της μαρτυρίας του πιστού αυτού ανθρώπου. 
      Ο άνθρωπος του Θεού, που έχει αναλάβει να κηρύττει το Λόγο και σε άλλους ανθρώπους, θα πρέπει να ελέγχει, να εμψυχώνει και να επιπλήττει, εάν και όπου χρειαστεί. Όλα αυτά είναι αναγκαία, καθώς ένα κήρυγμα απευθύνεται σε διαφορετικού πνευματικού επιπέδου άτομα. Κάποιοι που περιπατούν «ατάκτως» διαπράττουν εσκεμμένα αμαρτίες που εκθέτουν την Εκκλησία του Χριστού και θα πρέπει να υπάρξει επίπληξη γι’ αυτό. Κάποιοι άλλοι έχουν αμφιβολίες και θα πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα επιχειρήματα μέσα από το Λόγο του Θεού, ώστε να πειστούν και να εννοήσουν τις αλήθειες του Λόγου του Θεού. Κάποιοι ζουν ακόμα με τους φόβους των προηγούμενων αμαρτημάτων τους ή διακατέχονται από φόβους μέσα στην Εκκλησία, αυτοί έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση. 
       Όλα αυτά θα πρέπει να γίνονται με αγάπη, με μακροθυμία, με υπομονή. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να είμαστε ενοχλητικοί ή καταπιεστικοί. Η δική μας ευθύνη είναι στο να παραμείνουμε πιστοί στο Λόγο του Θεού και να Τον μεταδίδουμε σωστά χωρίς παρεκκλίσεις ή ταλαντεύσεις. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά του Αγίου Πνεύματος. Ο Θεός είναι εκείνος που θα προσθέσει τους σωζόμενους στην Εκκλησία Του (Πράξεις Β/2: 47). Συμπέρασμα: Όταν μεταφέρουμε το χαρμόσυνο μήνυμα του Θεού, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. 
     Επίσης όλα τα παραπάνω είναι αναγκαία και θα πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη προσοχή και πληροφορία του Αγίου Πνεύματος στον πιστό άνθρωπο, καθώς θα μιλάει για το Λόγο του Θεού, διότι θα έλθουν «καιροί κακοί» κατά τους οποίους «οι άνθρωποι δεν θα ανέχονται την ανόθευτη διδασκαλία, δεν θα ανέχονται την αλήθεια του Λόγου του Θεού, αλλά θα ακολουθούν διδασκάλους που αυτά που θα τους διδάσκουν θα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες της καρδιάς τους και αυτά θα τους ευχαριστούν ιδιαίτερα και θα είναι ευχάριστα στην ακοή τους» (Β΄ Τιμοθέου Δ/4: 3). 
        Σκοπός του εχθρού που βρίσκεται πίσω απ’ όλα αυτά είναι ν’ αποσπάσει τους ανθρώπους από την Αλήθεια του Ευαγγελίου και να τους κάνει να πιστέψουν σε ανθρώπινα μυθεύματα. Ο Λόγος του Θεού μας εφιστά ιδιαίτερα την προσοχή: «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν» (Κολοσσαείς Β/2: 8). Σκοπός του εχθρού της ψυχής μας είναι η παραπλάνηση, η συσκότιση, η σύγχυση και η μυθοποίηση της αλήθειας επειδή είναι «ο πατέρας του ψεύδους» (Ιωάννης Η/8: 44). Η «αλήθεια» που θα διακηρύττουν ορισμένοι πλάνοι, που εμπνέονται από τις εισηγήσεις του εχθρού θα είναι κριμένη πίσω από εντυπωσιακά λόγια, ορθολογισμούς και ρητορείες, που θα τους ευχαριστούν και θα τους γαργαλίζουν την ακοή των ακροατών τους. Δε θα ισχύει ως γνώμονας καταλληλότητας των διδασκάλων η ορθοτόμηση του Λόγου της αληθείας, αλλά η δική τους υποκειμενική εκτίμηση. Πρώτα οι άνθρωποι θα επιλέγουν τι θα θέλουν ν’ ακούσουν και ύστερα θα επιλέγουν τους κατ’ αυτούς κατάλληλους διδασκάλους, που θα τους λένε αυτά που οι απατηλές καρδιές τους επιθυμούν να ακούσουν. 
        Μέσα σ’ αυτήν την άρνηση, μέσα σ’ αυτήν την αντιλογία, πώς πρέπει να σταθεί ο Τιμόθεος; Πως πρέπει να σταθεί ο κάθε πιστός άνθρωπος; Να απογοητευθεί, να στραφεί προς τα οπίσω, να σιωπήσει; Όχι. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, μένουν οι ίδιοι στην άγνοια και την απάθειά τους. «Συ όμως Τιμόθεε, να είσαι διαφορετικός». Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο. Ο πιστός άνθρωπος δε θα πρέπει να μετέχει των «εδεσμάτων του κόσμου» (Δανιήλ Α/1: 8). Στην επιστολή «Ιακώβου» (κεφ. Δ/4, εδ. 4) αναφέρεται: «Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; όστις λοιπόν θελήση να ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται». Δεν θα πρέπει να μετέχει στον τρόπο ζωής του κόσμου, στον τρόπο σκέψης εκείνων που χάνονται χωρίς Χριστό, δε θα πρέπει να ενεργεί με τον ίδιο τρόπο. Όλα θα πρέπει να είναι διαφορετικά για τον γνήσιο Χριστιανό. Απαιτείται άλλος τρόπος ζωής, που θα εμπνέεται και η ζωή του οποίου θα διέπεται από την αλήθεια του Λόγου του Θεού, μια ζωή σταθερά Χριστιανική, μια άλλη ζωή που θα διακρίνεται από ένα στοιχείο: «Κακοπάθησον». Πουθενά ο Λόγος του Θεού δεν αναφέρεται σε καλοπέραση στη ζωή αυτή. Αντίθετα, τονίζει ότι είναι «στενή και τεθλιμμένη η οδός» (Ματθαίος Ζ/7: 14). Ο άνθρωπος που θα υποστηρίξει την αλήθεια του Ευαγγελίου θα κακοπαθήσει, γιατί η αλήθεια δεν παίρνει συμβιβασμούς, ο λαός λέει είναι «πικρή», δε γαργαλίζει την ακοή των ακροατών. 
      Συμπέρασμα. Θα πρέπει στη ζωή μας να υπάρχει, γνώση, συνέπεια και συνέχεια στο Λόγο του Θεού, σε πείσμα των δύσκολων καιρών στους οποίους ζούμε, σε πείσμα των ανθρώπων που αντιστέκονται στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Η κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο ο οποίος μας περιβάλει δε θα πρέπει να αποθαρρύνουν τον πιστό άνθρωπο και να τον απομακρύνουν από τη διακονία του και από τον προορισμό του να δίνει μαρτυρία πίστης, όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Ούτε οι συνθήκες και οι καταστάσεις αυτές θα πρέπει να οδηγούν τον πιστό άνθρωπο σε συμβιβασμούς, ώστε να είναι αρεστός στο ακροατήριο. Αντίθετα όλες αυτές οι δύσκολες περιστάσεις θα πρέπει να γίνουν αιτία να είναι ο άνθρωπος, πιο προσεκτικός αλλά και αποφασιστικός στη διακονία του. 
        Όσο οι καιροί θα δυσκολεύουν και όσο οι άνθρωποι θα γίνονται πιο αδιάφοροι για την αλήθεια του Λόγου του Θεού, τόσο πιο σαφής, πιο πειστική και πιο σταθερή θα πρέπει να είναι η δική μας στάση απέναντι στην Αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο μεγάλος μεταρρυθμιστής Ιωάννης Καλβίνος (1509 – 1564) έλεγε: «Όσο πιο αποφασιστικοί γίνονται οι άνθρωποι στο να καταφρονούν τη διδασκαλία του Χριστού, τόσο πιο ένθερμοι πρέπει να είναι οι πιστοί διάκονοι στη διακήρυξή της, τόσο πιο επίπονες οι προσπάθειές τους για τη διατήρησή της σε ολότητα και ακόμη περισσότερο, σκληρότερος ο αγώνας τους να αμυνθούν στις επιθέσεις του εχθρού».---