Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.

                                                                             ΕΙΣΑΓΩΓΗ.        
      Η πόλη των Αθηνών, η οποία είχε λάβει το όνομά της από την προστάτιδά της «θεά Αθηνά», υπήρξε μία ανεπτυγμένη πολυπολιτισμική πόλη, ιδιαίτερα μετά τις μεταρρυθμίσεις του «Σόλωνος του Αθηναίου» (639 – 559 π.Χ) σε διάφορους κοινωνικούς, πολιτικούς, δικαστικούς, οικονομικούς και άλλους τομείς. Στην Αθήνα είχαν τεθεί οι βάσεις για τη λειτουργία ενός αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι την εποχή εκείνη η Δημοκρατία ήταν μόνο για τους ελεύθερους πολίτες, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της αποτελούνταν από δούλους, οι οποίοι δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα.  
       Μετά τις νίκες των Ελλήνων επί των Περσών τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα μια μικρής θα λέγαμε αυτοκρατορίας της οποίας το θαλάσσιο εμπόριο εκτεινόταν από την Ιταλία και τη Σικελία δυτικά και μέχρι την Κύπρο και τη Συρία στα ανατολικά. Στην πόλη αυτή κατά το παρελθόν είχαν διδάξει ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και άλλοι εξέχοντες φιλόσοφοι της εποχής. Στον κολοφώνα της δόξας της η πόλη των Αθηνών υπήρξε η πολιτιστική πρωτεύουσα του Αρχαίου κόσμου, αφού υπήρξε το πνευματικό και πολιτιστικό επίκεντρο, όπου μεγαλουργούσαν οι τέχνες, το θέατρο, η φιλοσοφία, η ρητορική και κάθε είδους επιστήμη της εποχής. 
       Πολλά δημόσια κτίρια και ναοί κοσμούσαν την πόλη των Αθηνών, ενώ στον ορίζοντα δέσποζε η Ακρόπολη, που ήταν ένας επιβλητικός λόφος πάνω στον οποίο υψωνόταν ο Παρθενώνας, όπου στεγαζόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, που είχε ύψος 12 μέτρων. Βορειοδυτικά της Ακρόπολης βρισκόταν η «αγορά», η οποία κάλυπτε έκταση 50 στρεμμάτων και αποτελούσε το κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, καθώς ήταν τόπος συζητήσεων, εμπορικών συναλλαγών και άλλων δραστηριοτήτων. Η πόλη σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία κατακτήθηκε πρώτα από τους Σπαρτιάτες (431 π.Χ.), μετά από τους Μακεδόνες (338 π.Χ.) και τελικά από τους Ρωμαίους (88-85 π.Χ.), οι οποίοι και την απογύμνωσαν από τον αμύθητο πλούτο της. 
      Σ’ αυτήν την πόλη των Αθηνών καταλήγει ο Απ. Παύλος το έτος 51 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της δεύτερης ιεραποστολικής του περιοδείας. Καθώς φεύγει διωκόμενος από τη Θεσσαλονίκη πηγαίνει στη Βέροια και από εκεί καταλήγει στην πόλη των Αθηνών. Κατά τη Ρωμαϊκή κατοχή στην Αθήνα είχε δοθεί ο τίτλος της «ελεύθερης πόλης» λόγω του μεγάλου θαυμασμού των Ρωμαίων για τον πολιτισμό της. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλείο της είχε πλέον παρέλθει, η Αθήνα παρέμενε μία ακαδημαϊκή πόλη, όπου στέλνονταν για σπουδές οι γιοι των πλέον εύπορων οικογενειών. 

       Βιβλίο «Πράξεων των Αποστόλων», κεφ. ΙΖ/17, εδ. 16 – 34. 

     16 Ενώ δε περιέμενεν αυτούς ο Παύλος εν ταις Αθήναις, το πνεύμα αυτού παρωξύνετο εν αυτώ, επειδή έβλεπε την πόλιν γέμουσαν ειδώλων. 
    Ο Απ. Παύλος, ενόσω περίμενε να έρθουν οι συνεργάτες του Σίλας και Τιμόθεος από τη Βέροια, περπατούσε στους δρόμους των Αθηνών και ήταν πάρα πολύ θλιμμένος, καθώς έβλεπε παντού να υπάρχουν είδωλα. Ήταν τόσα πολλά τα είδωλα, που πολλοί έλεγαν ότι «ήταν ευκολότερο να συναντούσες ένα θεό, παρά έναν άνθρωπο». Εάν σήμερα ο Απ. Παύλος έκανε το ίδιο ταξίδι, ασφαλώς και δε θα έβλεπε πέτρινα είδωλα, αλλά θα μας εύρισκε εξίσου ειδωλολάτρες, δοσμένους στα σύγχρονα είδωλα που είναι η λατρεία της ύλης, του χρήματος, του «εγώ», της καλοπέρασης και της καταξίωσης, τα οποία έχουν παραγκωνίσει τον αληθινό Θεό από τη ζωή μας. 
    17 Διελέγετο λοιπόν εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών και εν τη αγορά καθ' εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων. 
    Μπορεί ο Απ. Παύλος να βρισκόταν σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον εξαιτίας του οποίου «το πνεύμα του παροξύνετο εν αυτώ», όμως δε διστάζει να μιλήσει στους ανθρώπους αυτούς για τον αληθινό Θεό και να τους κηρύξει το Ευαγγέλιο. Δε θα πρέπει να επιζητούμε τις ιδανικές συνθήκες, για να μιλήσουμε για το Λόγο του Θεού, το Ευαγγέλιο της σωτήριας Χάρης του Θεού. Η προτροπή του Απ. Παύλου προς τον Τιμόθεο είναι: «κήρυξον τον λόγον, επίμενε εγκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον, μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής» (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 2). Και εδώ ακολουθεί την πάγια τακτική του «πρώτα στους Ιουδαίους» (Ρωμαίους Α/1: 16). Έτσι άρχισε το κήρυγμά του «εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών». “Θεοσεβείς” πιθανότατα ήταν άνθρωποι που είχαν δεχτεί την Ιουδαϊκή θρησκεία, αλλά δεν είχαν κάνει περιτομή (Γένεση ΙΖ/17: 11). Καθώς στους Αθηναίους άρεσε πολύ να συγκεντρώνονται και να επιδίδονται σε φιλοσοφικές συζητήσεις, ο Απόστολος δεν περιορίστηκε μόνον στη συναγωγή, αλλά επεκτάθηκε «και εν τη αγορά καθ’ εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων». Μιλούσε με οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος να τον ακούσει. Με τον τρόπο αυτό διαδόθηκε πολύ γρήγορα  ότι κάποιος ξένος έχει έρθει στην πόλη και κηρύττει μια νέα διδαχή. 
        18 Τινές δε των Επικουρίων και των Στωϊκών φιλοσόφων συνήρχοντο εις λόγους μετ' αυτού, και οι μεν έλεγον Τι θέλει τάχα ο σπερμολόγος ούτος να είπη; οι δέ Ξένων θεών κήρυξ φαίνεται ότι είναι διότι εκήρυττε προς αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν. 
        Ο Απ. Παύλος βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα δύσκολο ακροατήριο. Ανάμεσα στους συνομιλητές του ήταν και αρκετοί Επικούρειοι και Στωικοί (βλέπε υστερόγραφο), οι οποίοι ήταν μέλη αντίπαλων φιλοσοφικών σχολών της εποχής, έχοντας τελείως διαφορετική αντίληψη για το Θεό. Κάποιοι από τους ακροατές τον χαρακτήρισαν «φλύαρο» ή αλλιώς σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο «σπερμολόγο», λέξη που χρησιμοποιείτο μεταφορικά για οποιονδήποτε συνέλεγε διάφορες πληροφορίες τις οποίες μετέφερε σε άλλους κλπ. Κάποιοι από τους ακροατές του Αποστόλου αντέδρασαν διαφορετικά συμπεραίνοντας ότι «είναι κήρυκας ξένων θεοτήτων», επειδή μιλούσε για τον Ιησού και την ανάσταση. Η κατηγορία ήταν πολύ σοβαρή, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι κάποιους αιώνες νωρίτερα είχε καταδικαστεί σε θάνατο ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης με παρόμοια κατηγορία ότι: «διέφθειρε τους νέους, αμελούσε τα παραδοσιακά θρησκευτικά καθήκοντα και εισήγαγε θρησκευτικούς νεωτερισμούς». Ο Απόστολος δεν πτοήθηκε απ’ όλα αυτά που του καταμαρτυρούσαν, αλλά συνέχισε να κηρύττει για τον Ιησού και την ένδοξη ανάστασή Του από τους νεκρούς. 
     19 Και πιάσαντες αυτόν έφεραν εις τον Άρειον Πάγον, λέγοντες Δυνάμεθα να μάθωμεν τις αύτη η νέα διδαχή, ήτις κηρύττεται υπό σου; 
     20 διότι φέρεις εις τας ακοάς ημών παράδοξά τινα θέλομεν λοιπόν να μάθωμεν τι σημαίνουσι ταύτα.
    21 Πάντες δε οι Αθηναίοι και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν άλλο ηυκαίρουν παρά εις το να λέγωσι και να ακούωσι τι νεώτερον. 
     Οι Αθηναίοι έχοντας μία συνεχή διάθεση για γνώση και μάθηση επιθυμούσαν να ενημερώνονται για κάθε τι νεότερο που συνέβαινε. Έτσι, θέλοντας να διευκρινίσουν τη «νέα διδαχή», πήραν τον Απόστολο και τον έφεραν στον «Άρειο Πάγο», που συνεδρίαζε το ανώτατο δικαστήριο και του οποίου μέσα στις αρμοδιότητές του ήταν και η προάσπιση της θρησκείας και των χρηστών ηθών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για δίκη, αλλά για μία ακροαματική διαδικασία κατά την οποία ο Απ. Παύλος θα είχε την ευκαιρία να εκθέσει τη διδασκαλία του στα μέλη του δικαστηρίου καθώς και στα πλήθη, προκειμένου να κρίνουν αν το κήρυγμά του εγκυμονούσε κάποιους πνευματικούς κινδύνους ή προσέλαβε τα χρηστά ήθη των Αθηναίων. 
      22 Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου, είπεν Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας. 
   Ο Απ. Παύλος, αν και ήταν πολύ αναστατωμένος απ’ όλα αυτά τα αγάλματα και τα άλλα ειδωλολατρικά κτίσματα που είχε δει στους δρόμους και σε άλλους δημόσιους χώρους της Αθήνας, συγκρατεί την ψυχραιμία του και με πολύ μεγάλη λεπτότητα τους επαινεί για το ενδιαφέρον που είχαν για τη θρησκεία τους, χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα ως «θεολάτρες», δηλαδή θρησκευόμενους, ανθρώπους που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για το θεό στη ζωή τους. 
     23 Διότι ενώ διηρχόμην και ανεθεώρουν τα σεβάσματά σας, εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον, Αγνώστω Θεώ. Εκείνον λοιπόν, τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς. 
     Ενώ περιερχόμουν την πόλη σας έβλεπα τα «σεβάσματά σας». Ο Απ. Παύλος με πολλή σοφία και μεγάλη λεπτότητα δε χαρακτηρίζει «είδωλα» ή «ψεύτικους θεούς» όλα αυτά τα ανθρώπινα κατασκευάσματα, τα οποία σέβονταν και προσκυνούσαν μέσα στην άγνοιά τους οι Αθηναίοι. Ας είναι αυτό ένα πολύτιμο μάθημα για όλους εμάς, όταν μιλάμε σε ανθρώπους που δε γνωρίζουν το Λόγο του Θεού να μην προσβάλουμε ή υποτιμούμε αυτά που μέσα στην άγνοιά τους σέβονται και λατρεύουν. Στόχος μας δε θα πρέπει να είναι να κρίνουμε τους άλλους με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ούτε να αντιπαρατιθέμεθα υποτιμώντας τους, αλλά ν’ αποκαλύψουμε σ’ αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου επειδή εκείνο που προέχει είναι η σωτηρία τους και η αιώνια κατάληξή τους. 
      Ανάμεσα στα «σεβάσματα» των αρχαίων Αθηναίων, ο Απ. Παύλος παρατήρησε ότι υπήρχε και ένας βωμός αφιερωμένος στον «Άγνωστο Θεό». Εμμέσως πλην σαφώς η παρουσία ενός τέτοιου κατασκευάσματος (βωμού) υποδήλωνε ότι οι Αθηναίοι παραδέχονταν την ύπαρξη και κάποιου άλλου θεού, που γι’ αυτούς παρέμενε άγνωστος. Ήταν συνήθεια των Ελλήνων και άλλων λαών την εποχή εκείνη ν’ αφιερώνουν βωμούς σε «άγνωστους θεούς» για το ενδεχόμενο να είχαν παραλείψει στη λατρεία τους κάποιον θεό που θα μπορούσε ως εκ τούτου να προσβληθεί ή και να τους τιμωρήσει. 
      Ο Απ. Παύλος χρησιμοποίησε την ύπαρξη αυτού του βωμού, για να μιλήσει για τα «καλά νέα» του Ευαγγελίου και να τους εξηγήσει: «Αυτό στο οποίο εν αγνοία σας δείχνετε θεοσεβή αφοσίωση, αυτό διαγγέλω σε σας». Δεν κήρυττε κάποιον καινούργιο ή ξένο θεό, όπως τον είχαν αρχικά κατηγορήσει, αλλά θέλησε να τους εξηγήσει για τον αληθινό Θεό, που τους ήταν άγνωστος, πιστεύοντας ότι ανάμεσά τους υπήρχαν και άνθρωποι με καλή προαίρεση και ειλικρινή καρδιά. Ο ίδιος δεν ξεχνάει ότι και αυτός ήταν κάποτε σ’ αυτήν τη θλιβερή κατάσταση, βλάσφημος, διώκτης και υβριστής του Αληθινού Θεού, «ηλεήθην όμως, διότι αγνοών έπραξα εν απιστία» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 13). 
      24 Ο Θεός, όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ων του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, 
      25 ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων ως έχων χρείαν τινός, επειδή αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα. 
     Ο Απόστολος θέλει να τονίσει τέσσερις βασικές ιδιότητες που διακρίνουν τον αληθινό Θεό: 
     1/ «Είναι ο δημιουργός». Δημιούργησε ολόκληρο το σύμπαν και είναι Εκείνος που δίνει «ζωή και πνοή και τα πάντα». Δίνει τον ήλιο, τη βροχή και το εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια όλων εκείνων που έχουμε ανάγκη, για να ζήσουμε. Είναι ο υπέρτατος Κύριος του ουρανού και της γης και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να χωρέσει «εν χειροποιήτοις ναοίς», δηλ. σε ναούς που είναι κτισμένοι από ανθρώπινα χέρια. Με άλλα λόγια ο Απ. Παύλος διακηρύττει με παρρησία ότι «υπάρχει ένας Θεός» και αυτός ο Θεός δημιούργησε «τα πάντα». Δημιούργησε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και όλα όσα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν. Καθώς είναι Παντοδύναμος και Δημιουργός δεν έχει καμία ανάγκη, για να λάβει κάτι από τους ανθρώπους. 
      2/ «Είναι Κύριος». Δηλαδή Κυρίαρχος πάνω σε όλα όσα είχε δημιουργήσει και είναι Αυτός ο Θεός που ελέγχει κάθε τι που συμβαίνει πάνω στον κόσμο. 
     3/ «Είναι πανταχού παρών». Ως εκ τούτου η παρουσία του Θεού δεν περιορίζεται σε κάποιο ναό ή κάποιο τόπο. Ο αληθινός Θεός είναι πολύ μεγαλύτερος από οποιαδήποτε ανθρώπινα είδωλα που βρίσκονται τοπικά και χρονικά περιορισμένα μέσα σε ναούς που κατασκεύασαν οι άνθρωποι. Ο Βασιλιάς Σολομώντας κατά τα εγκαίνια του Ναού διερωτάται: «Αλλά θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός επί της γης; ιδού, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος, τον οποίον ωκοδόμησα» (Α’ Βασιλέων Η/8: 27). 
      4/ «Είναι ζωοδότης». Ο Ίδιος είναι η πηγή της ζωής και ο χορηγός όλων των αγαθών. Ο Ίδιος δεν έχει ανάγκη από τίποτα και πολύ περισσότερο από τις θυσίες που πρόσφεραν οι ειδωλολάτρες στους θεούς τους. Δια στόματος του «πρ. Ησαΐα» (Α/1: 11) ο ίδιος ο Κύριος διερωτάται: «Τίνα χρείαν έχω του πλήθους των θυσιών σας; λέγει Κύριος κεχορτασμένος είμαι από ολοκαυτωμάτων κριών και από πάχους των σιτευτών και δεν ευαρεστούμαι εις αίμα ταύρων ή αρνίων ή τράγων». Αντίθετα με όλα αυτά οι άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουν ανάγκη το Θεό και εξαρτώνται απ’ Αυτόν, καθώς Αυτός δίνει σε όλα ζωή και πνοή και τα πάντα. 
     26 και έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, διά να κατοικώσιν εφ' όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών, 
    27 διά να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν, αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών. 
     Ο Απόστολος κάνει λόγο για τις κοινές ρίζες του ανθρώπινου γένους. Όλα τα έθνη της γης έχουν έναν κοινό προπάτορα τον Αδάμ. Με τον τρόπο αυτό αντικρούει την αντίληψη την οποία είχαν οι Αθηναίοι ότι, επειδή κατάγονταν από την ένδοξη Ελληνική γη, ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τους πληροφορεί ότι ο Ένας και Αληθινός Θεός έκανε όλους τους ανθρώπους «εξ ενός αίματος» και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καμία φυλή δε δικαιούται να λέγει ότι είναι ανώτερη από κάποια άλλη. Επιπλέον διευκρινίζει ότι είναι Αυτός που ορίζει την ιστορία και δεν υπάρχει κάποιο «πεπρωμένο» ή τύχη ή ανθρώπινες προσπάθειες, όπως πολλοί υποστηρίζουν ακόμα και στις ημέρες μας. Ο Θεός που δημιούργησε όλα τα έθνη όρισε πόσον καιρό θα υπάρχουν και μέσα σε ποια σύνορα θα κατοικούν αυτά. 
     Τέλος τους διευκρινίζει ότι ο Θεός επιθυμεί να ψάξουν οι άνθρωποι, για να Τον βρουν, αφού ως πανταχού παρών, «δεν είναι μακριά από ενός εκάστου ημών». Ο καθένας που ειλικρινά θα Τον εκζητήσει στη ζωή του θα μπορέσει να βρει το Θεό και να συνάψει μέσα από την πίστη του μια αιώνια σχέση αγάπης και κοινωνίας μαζί Του. Ο πρ. «Ιερεμίας» (κεφ. ΚΓ/23, εδ. 23,24) αναφέρει: «Θεός που βρίσκομαι κοντά σας είμαι εγώ, λέει ο Κύριος, και όχι Θεός που βρίσκομαι μακριά σας; Μπορεί κάποιος να κρυφτεί σε κρυφούς τόπους, και εγώ να μη τον δω; λέει ο Κύριος. Δεν γεμίζω εγώ τον ουρανό και τη γη;» 
      28 Διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, καθώς και τινές των ποιητών σας είπον Διότι και γένος είμεθα τούτου. 
      Μέσα σ’ Αυτόν τον αληθινό Θεό «ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Ο Θεός δεν είναι μόνον ο Δημιουργός μας, αλλά ολόκληρο το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε. Για να τονίσει ακόμα περισσότερο τη σχέση του ανθρώπου με το δημιουργό Του, αναφέρεται σε μερικούς από τους Αρχαίους ποιητές, τον Επιμενίδη (600 π.Χ.) και τον Άρατο (300 π.Χ.), για να δείξει ότι ορισμένα από  αυτά που δίδασκε περιέχονταν και στα δικά τους λογοτεχνικά συγγράμματα. 
      Είμαστε όλοι κτίσματα του ενός και μοναδικού Θεού και μπορούμε να γίνουμε δικά Του παιδιά με την πίστη μας και την αγάπη μας σ’ Αυτόν (Ιωάννης Α/1: 12). Ο Απόστολος χρησιμοποιεί αυτούς τους στίχους από Ελληνικά ποιήματα, για να καταλάβουν οι αναγνώστες ότι ήταν γνώστης της κουλτούρας τους και ότι δεν ήταν κάποιος άσχετος που δε θα μπορούσε να τους αντιληφθεί τις σκέψεις τους. Σε όλη την ομιλία του δε χρησιμοποίησε ούτε ένα χωρίο από την Παλαιά Διαθήκη, αφού οι ακροατές του δεν την θεωρούσαν ως ιερό κείμενο και ούτε καν τη γνώριζαν. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει πως πρέπει να σταθούμε και να μιλήσουμε σε όλους εκείνους που δε γνωρίζουν την αλήθεια του Ευαγγελίου. «αγιάστε τον Κύριο τον Θεό μέσα στις καρδιές σας και να είστε πάντοτε έτοιμοι σε απολογία με πραότητα και φόβο, προς καθέναν που ζητάει από σας λόγο για την ελπίδα που είναι μέσα σας» (Α’ Πέτρου Γ/3: 15). 
      29 Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα διά τέχνης και επινοίας ανθρώπου. 
      Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Απόστολος αναφέρει: Αφού οι άνθρωποι είναι γενιά του Θεού, είναι αδιανόητο να θεωρούν το Θεό όμοιο με είδωλο από χρυσάφι ή ασήμι ή από κάποιες πολύτιμες πέτρες. Όλα αυτά είναι δημιουργήματα της τέχνης και της ανθρώπινη φαντασίας. Στη θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων είχε σημαντική θέση η κατασκευή και λατρεία ειδώλων. Ο Απ. Παύλος ουσιαστικά τους υποβάλει ένα ερώτημα: «Πως είναι δυνατόν εσείς που είστε δημιουργήματα του Θεού, να έχετε τη δυνατότητα να δημιουργείτε με τα χέρια σας και με την τέχνη σας, άλλους θεούς;». Με τα λόγια αυτά αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ειδωλολατρίας. 
    30 Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι
     Ο Θεός για πολλούς αιώνες παρέβλεψε την άγνοια των ανθρώπων, όμως τώρα που έχει δοθεί η αποκάλυψη του Ευαγγελίου, τώρα που έχει αποκαλυφθεί ολόκληρη η αλήθεια, ζητά από όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω σε κάθε τόπο της γης να μετανοήσουν για την προηγούμενη αμαρτωλή τους ζωή, ν’ αλλάξουν πορεία στη ζωή τους και να ζουν πλέον σύμφωνα με το θέλημά Του. Τούτη την επείγουσα πρόσκληση ο Θεός τη στέλνει σε κάθε άνθρωπο με την προτροπή: «τώρα καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού, τώρα ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορινθίους Σ/6: 2). 
      31 διότι προσδιώρισεν ημέραν εν ή μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, διά ανδρός τον οποίον διόρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.
    Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Απόστολος αναφέρει δύο ακόμα βασικές ιδιότητες του αληθινού Θεού. Είναι Κριτής και είναι Δίκαιος. Εφόσον είναι ο δημιουργός μας και είναι κυρίαρχος πάνω μας, λογικά γνωρίζει όλα όσα κάνουμε, άρα έχει και το δικαίωμα και την απόλυτη δυνατότητα για να μας κρίνει. Και θα το κάνει, θα κρίνει έθνη και λαούς με δικαιοσύνη και ευθύτητα! Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (Θ/9: 27) αναφέρει: «είναι αποφασισμένον εις τους ανθρώπους άπαξ να αποθάνωσι, μετά δε τούτο είναι κρίσις». Η δικαιοσύνη Του θα είναι αμείλικτη πάνω σε κάθε αμετανόητο αμαρτωλό, ο οποίος προσπερνά το δώρο της σωτηρίας το οποίο προσφέρει ο Θεός. Η δικαιοσύνη Του είναι άγια και η κρίση του δίκαια, δεν δωροδοκείται και δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε για να Τον εξαγοράσουμε. 
      Το μήνυμα του Θεού είναι «επείγον», γιατί ο Θεός προσδιόρισε ημέρα κατά την οποία θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού του ορισμένου απ’ Αυτόν ανδρός κριτή (Ιωάννης Ε/5: 22). Η μεγάλη επιβεβαίωση γι’ αυτό δίνεται από το γεγονός ότι ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς (Πράξεις Δ/4: 10). Με τα λόγια αυτά ο Απ. Παύλος αναφέρεται ευθέως στην «ανάσταση των νεκρών». Ο Λόγος του Θεού μας διευκρινίζει: «καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ. Έκαστος όμως κατά την ιδίαν αυτού τάξιν, ο Χριστός είναι η απαρχή, έπειτα όσοι είναι του Χριστού εν τη παρουσία αυτού» (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 22,23). 
    32 Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά. 
     33 Και έτσι ο Παύλος βγήκε από ανάμεσά τους. 
     34 Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ' αυτόν, και πίστεψαν ανάμεσα στους οποίους και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ' αυτούς. 
     Τρεις εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις προκάλεσε η ομιλία του Απ. Παύλου προς τους Αθηναίους πολίτες. Οι ίδιες διαχρονικά αντιδράσεις εκδηλώνονται κάθε φορά που κηρύττεται το Ευαγγέλιο: 
   1/ «Οι μεν εχλεύαζον». Μία ομάδα ανθρώπων, συνήθως είναι η πλειοψηφία, απέρριψαν το Αποστολικό κήρυγμα, γέλασαν με όλα αυτού που άκουσαν, ειρωνεύτηκαν τον ομιλούντα και παρέμειναν αδιάφοροι. 
    2/ «θα σε ακούσουμε ξανά». Κάποιοι από τους παρευρισκόμενος εξέφρασαν την επιθυμία να ακούσουν και πάλι τα λόγια του Αποστόλου μια άλλη φορά, που όμως δεν ήρθε ποτέ μέσα στη ζωή τους. Ουσιαστικά δεν απέρριψαν το Ευαγγέλιο, αλλά ανέβαλλαν, χωρίς να έχουν καμία διάθεση να το δεχτούν. Τώρα είναι ημέρα σωτηρίας, διαβεβαιώνει η Γραφή. Το αύριο δεν είναι δικό μας. 
    3/ «Τινές δε προσκολλήθηκαν εις αυτόν και επίστευσαν». Αυτοί πάντοτε θα είναι μια μικρή μειοψηφία τους οποίους ο Λόγος του Θεού προτρέπει: «Μη φοβού, μικρόν ποίμνιον διότι ο Πατήρ σας ηυδόκησε να σας δώση την βασιλείαν» (Λουκάς ΙΒ/12: 32). Στο κήρυγμα του Απ. Παύλου πίστεψε ο Διονύσιος, ο Αρεοπαγίτης, μέλος του δικαστηρίου, πίστεψε μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις και άλλοι των οποίων τα ονόματα δε γνωρίζουμε. 

     Τελικά το κήρυγμα του Απ. Παύλου στην Αθήνα είχε αποτέλεσμα; Η ιστορία ασφαλώς το έχει κρίνει θετικά. Εμείς σήμερα ακολουθώντας τα ίχνη του Απ. Παύλου θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι κάθε στιγμή, για να κηρύττουμε το Ευαγγέλιο στους συνανθρώπους μας, επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι γύρω μας που ψάχνουν για τον «άγνωστο Θεό» χαμένοι μέσα σ’ έναν μπερδεμένο και αλληλοσπαρασσόμενο κόσμο. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι έτοιμοι ν’ ακούσουν και να πιστέψουν. Κάποιοι άλλοι, αφού ακούσουν θ' αναβάλλουν την απόφασή τους για μια άλλη στιγμή. Βέβαιο είναι ότι ορισμένοι άλλοι θα παραμείνουν αδιόρθωτοι «χλευαστές». Ας μη πτοούμαστε, το Έργο είναι του Κυρίου, το μέρος το δικό μας είναι να μη διστάσουμε να διακηρύξουμε την αλήθεια του Ευαγγελίου. Γιατί «πώς θα πιστέψουν σ' εκείνον, για τον οποίο δεν άκουσαν; Και πώς θα ακούσουν, χωρίς να υπάρχει εκείνος που κηρύττει;» (Ρωμαίους Ι/10: 14). 


      --- Υ/φο. 
   Επικούρειοι -- Στωικοί: Δύο διαφορετικές σχολές φιλοσοφίας. Και οι δύο δεν πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών. 

      1. Οι Επικούρειοι πίστευαν στην ύπαρξη θεών, αλλά θεωρούσαν ότι οι θεοί μένουν αδιάφοροι για τους ανθρώπους και ότι δεν επρόκειτο να τους ανταμείψουν, ούτε να τους τιμωρήσουν, άρα κάθε είδους λατρεία ήταν ανώφελη γι’ αυτούς. Υποστήριζαν ότι υπέρτατο αγαθό στη ζωή ήταν η ηδονή. Η νοοτροπία και οι πράξεις τους στερούνταν ηθικών αρχών. Το σύνθημά τους ήταν: «Ας φάγωμεν και ας πίμωεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν». Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι και σήμερα με τις ίδιες αντιλήψεις που είναι «φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι» (Β’ Τιμοθέου Γ/3: 4). 

    2. Οι Στωικοί πίστευαν ότι η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμια φύσης η οποία κυβερνάται από το νόμο της λογικής. Είχαν πανθεϊστικές απόψεις και ήταν μοιρολάτρες. Θεωρούσαν την απάθεια σαν το υψηλότερο ηθικό επίτευγμα. Γι’ αυτούς ο άνθρωπος ο ίδιος είναι θεός. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία όλων των πνευματιστικών λατρειών. Σύμφωνα με τους Στωικούς φιλοσόφους, για να βρει κάποιος την ευτυχία έπρεπε να ζει σε αρμονία με το σύμπαν. ---

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου