Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Η ΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΎ. 

Ευαγγέλιον «κατά Μάρκον», κεφ. ΙΣ/16, εδ. 1 – 6. 

1 Και αφού επέρασε το σάββατον, Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μήτηρ του Ιακώβου και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, διά να έλθωσι και αλείψωσιν αυτόν. 
2 Και πολλά πρωΐ της πρώτης ημέρας της εβδομάδος έρχονται εις το μνημείον, ότε ανέτειλεν ο ήλιος.
3 Και έλεγον προς εαυτάς Τις θέλει αποκυλίσει εις ημάς τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; 
4 Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι ο λίθος ήτο αποκεκυλισμένος διότι ήτο μέγας σφόδρα. 
5 Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εις τα δεξιά, ενδεδυμένον στολήν λευκήν, και ετρόμαξαν. 
6 Ο δε λέγει προς αυτάς Μη τρομάζετε Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ανέστη, δεν είναι εδώ ιδού ο τόπος, όπου έθεσαν αυτόν. 

        ΣΧΟΛΙΑ: 
     Αφού πέρασε το Σάββατο, πολύ πρωί της επόμενης μέρας ήρθαν στο μνήμα όπου είχαν θέσει το νεκρό Ιησού, η Μαρία η Μαγδαλινή, η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη, που ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη. O ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ακολουθούσαν και κάποιες άλλες γυναίκες (Λουκάς ΚΔ/24: 1). Σκοπός του ήταν ν’ αλείψουν με αρώματα το σώμα του Ιησού σύμφωνα με συνήθεια που υπήρχε την εποχή εκείνη. Γνώριζαν ότι στην είσοδο του μνήματος είχε κυλιστεί μια τεράστια πέτρα και ότι ο τάφος ήταν σφραγισμένος. Καθώς οδοιπορούσαν, συζητούσαν μεταξύ τους και έλεγαν: «Ποιος θα μας κυλίσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;». Πόσες φορές μέσα στη ζωή μια "μεγάλη πέτρα", ένα τεράστιο πρόβλημα δε μας έφερε σε αγωνία, σε στεναχώρια, σε αδιέξοδο;  
     Καθώς οι γυναίκες πλησίασαν στο μνημείο, διαπίστωσαν ότι η πέτρα είχε κυλιστεί και  όταν μπήκαν μέσα στο μνήμα, είδαν έναν άγγελο με μορφή λευκοντυμένου νεανίσκου και τρόμαξαν από την παρουσία του. Αμέσως ο άγγελος διέλυσε τους φόβους τους λέγοντάς τους ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, που είχαν σταυρώσει και είχαν θέσει σ’ αυτόν τον τάφο, είχε αναστηθεί. Ο τάφος ήταν άδειος. Η πέτρα είχε κυλιστεί, όχι για να βγει ο αναστημένος Χριστός, αλλά για να μπορέσουν οι γυναίκες εκείνες και μαζί μ’ αυτές και όλοι οι πιστοί, όλων των αιώνων, να βλέπουν τον άδειο τάφο. Μια μέρα οι τάφοι των πιστών ανθρώπων θα ανοιχτούν, καθώς «οι κοιμηθέντες εν Χριστώ αναστήσονται πρώτοι» (Α' Θεσσαλονικείς Δ/4: 16). 
    Ο Απ. Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής διακηρύττει προς τα παρευρισκόμενα πλήθη: «Θεός όμως ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών» (Πράξεις ΙΓ/13: 30). Όλοι όσοι είχαν πεθάνει είχαν φθαρεί, όμως ο Ιησούς Χριστός δεν είχε φθορά, το σώμα του δεν αποσυντέθηκε. Ο Θεός Tον ανάστησε από τους νεκρούς και πλέον ζει για πάντα στους ουρανούς και ανάμεσά μας. Μεγάλοι, διάσημοι, φιλόσοφοι, ιδρυτές διάφορων θρησκειών είναι νεκροί, μόνον ο Χριστός είναι ζωντανός και βρίσκεται στον ουρανό στα δεξιά του Πατέρα, «μεσιτεύων υπέρ ημών» (Ρωμαίους Η/8: 34). Εκεί στην παρουσία του Θεού δε ντρέπεται να ομολογεί το όνομα κάθε πιστού ανθρώπου και να τον αποκαλεί αδερφό Του (Εβραίους Β/2: 11). 
     Ο Απ. Πέτρος συνεχίζει: «Ότι δε ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, μη μέλλοντα πλέον να υποστρέψη εις την διαφθοράν, λέγει ούτως, ότι θέλω σας δώσει τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά. Διά τούτο και εν άλλω ψαλμώ λέγει Δεν θέλεις αφήσει τον όσιόν σου να ίδη διαφθοράν (Ψαλμός ΙΣ/16: 10). Διότι ο μεν Δαβίδ, αφού υπηρέτησε την βουλήν του Θεού εν τη γενεά αυτού, εκοιμήθη και προσετέθη εις τους πατέρας αυτού και είδε διαφθοράν εκείνος όμως, τον οποίον ο Θεός ανέστησε, δεν είδε διαφθοράν» (Πράξεις ΙΓ/13: 34-37). 
     Ο Θεός ανάστησε τον Κύριο Ιησού από τους νεκρούς και τώρα άφθαρτος ζει και βασιλεύει. Ο θάνατος μετά την ανάστασή Του δεν έχει καμία εξουσία πάνω Του. Ο Κύριος ζει και θα ζει εις τους αιώνες. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Σ/6, εδ. 9) αναφέρει: «γινώσκοντες ότι ο Χριστός αναστάς εκ νεκρών δεν αποθνήσκει πλέον, θάνατος αυτόν δεν κυριεύει πλέον». Η πίστη μας και η δύναμή μας βασίζεται στο γεγονός ότι ο αναστημένος Χριστός δε θα πεθάνει ποτέ ξανά. Θα ζει πάντοτε και θα είναι μαζί μας όλες τις ημέρες της ζωής μας. «ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθαίος ΚΗ/28: 20).Ο θάνατος που εξουσίασε πάνω Του για τρεις μέρες και τρεις νύχτες είναι νικημένος και δεν έχει πλέον καμία εξουσία πάνω σ’ Αυτόν. 
    «Θεός όμως ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών». Τι παρηγοριά, τι ζωντανή ελπίδα! Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Α’ Κορινθίους» (κεφ. ΙΕ/15, εδ. 3-8) θέλοντας να εξαλείψει κάθε αμφιβολία για την Ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς, αναφέρει: «Διότι παρέδωκα εις εσάς εν πρώτοις εκείνο, το οποίον και παρέλαβον, ότι ο Χριστός απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι ανέστη την τρίτην ημέραν κατά τας γραφάς και ότι εφάνη εις τον Κηφάν, έπειτα εις τους δώδεκα μετά ταύτα εφάνη εις πεντακοσίους και επέκεινα αδελφούς δια μιας, εκ των οποίων οι πλειότεροι μένουσιν έως τώρα, τινές δε και εκοιμήθησαν έπειτα εφάνη εις τον Ιάκωβον, έπειτα εις πάντας τους αποστόλους τελευταίον δε πάντων εφάνη και εις εμέ ως εις έκτρωμα». Επίσης κάνοντας μια αναδρομή στα Ευαγγέλια θα δούμε ότι οι μαθητές είδαν πολλές φορές τον Κύριο μετά την Ανάστασή Του. 
     Η ανάσταση του σώματος του Χριστού από τον τάφο αποδεικνύει τη θεότητα του Κυρίου και τη δυνατότητα που πλέον Αυτός έχει να σώζει δια της πίστεως τον αμαρτωλό και άξιο θανάτου άνθρωπο. Αυτή θα λέγαμε ότι είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της ανάστασης του Κυρίου. Κάποτε ο Κύριος συνάντησε το Σαούλ (μετέπειτα Απόστολο Παύλο) καθώς αυτός βάδιζε προς τη Δαμασκό για να κακοποιήσει τους Χριστιανούς (Πράξεις ΚΣ/26: 9-15). Μετά από την Ανάστασή Του ο Κύριος εμφανίζεται στους δρόμους κάθε ανθρώπου, εκεί που επέλεξε ο καθένας για να περπατήσει και τον καλεί να έρθει κοντά Του. «Έλα Θωμά να βάλεις το δάκτυλό σου στις πληγές μου, έλα Γιώργη, Μαρία….. να με γνωρίσεις». Τι ωραία πρόσκληση και πόσο «μακάριος» είναι εκείνος που ανταποκρίνεται στην πρόσκλησή Του. Ο λόγος του Θεού μας λέει ότι: «Πας ο πιστεύων επ' αυτόν δεν θέλει καταισχυνθεί» (Ρωμαίους Ι/10: 11). Δε θα ντραπεί και δε θα μετανιώσει ποτέ κανένας άνθρωπος που θα πιστέψει στον Ιησού Χριστό, που θα ακολουθήσει τους δρόμους Του. 
     Στη μελέτη αυτή θα ήθελα να εξετάσουμε τις συνέπειες που έχει στη ζωή των πιστών ανθρώπων η ανάσταση του Κυρίου Ιησού. Κάθε γεγονός που συμβαίνει γύρω μας, όσο σημαντικό και αν είναι, σιγά – σιγά με την παρέλευση του χρόνου μειώνεται μέσα στη ζωή μας. Η ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς δε μπορεί να μειωθεί, γιατί έχει τα ίδια αποτελέσματα στην ζωή των ανθρώπων όπως είχε και πριν από 2.000 χρόνια. 
     Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Δ/4, εδ. 25) αναφέρει: «όστις παρεδόθη διά τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών». Tα λόγια τούτα ξεκάθαρα αναφέρουν ότι ο Ιησούς παραδόθηκε για τις αμαρτίες μας  και η ανάστασή Του από τους νεκρούς αποτελεί την απόδειξη της δικαίωσης ενώπιον του Θεού όλων εκείνων οι οποίοι Τον δέχονται Σωτήρα και Κύριό τους. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να θεωρηθεί δίκαιος από το Θεό; Ο προφήτης Ησαΐας (κεφ. ΞΔ/64, εδ. 6), αναφέρει ότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι «ως ρυπαρόν ιμάτιον». Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους», (κεφ. Γ/3, εδ. 10) «δεν υπάρχει δίκαιος ουδέ είς» και συνεχίζει στο εδ. 12: «Πάντες εξέκλιναν, ομού εξηχρειώθησαν δεν υπάρχει ο πράττων αγαθόν, δεν υπάρχει ουδέ εις». Η δικαίωση του πιστού ανθρώπου δεν οφείλεται στα έργα του, αλλά οφείλεται στο γεγονός του τέλειου και ολοκληρωμένου Έργου του Κυρίου Ιησού. Χωρίς την ανάσταση του Χριστού δε θα υπήρχε δικαίωση για τον άνθρωπο. Δίκαιος λοιπόν για το Θεό είναι εκείνος που πιστεύει στον εξιλεωτικό θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού, εκείνος που είναι ντυμένος με το «ιμάτιον σωτηρίας» του Ιησού Χριστού. Η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Ευαγγελίου της Χάρης του Θεού (Α'  Κορινθίους κεφ. ΙΕ/15).
    Συνεχίζει ο Απ. Παύλος: 
20 διότι εξ έργων νόμου δεν θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού επειδή διά του νόμου γίνεται η γνώρισις της αμαρτίας. 
21 Τώρα δε χωρίς νόμου η δικαιοσύνη του Θεού εφανερώθη, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών, 
22 δικαιοσύνη δε του Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας διότι δεν υπάρχει διαφορά 
23 επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, 
24 δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού, 
25 τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων διά της μακροθυμίας του Θεού, 
26 προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω παρόντι καιρώ, διά να ήναι αυτός δίκαιος και να δικαιόνη τον πιστεύοντα εις τον Ιησούν. 
27 Που λοιπόν η καύχησις; Εκλείσθη έξω. Διά ποίου νόμου; των έργων; Ουχί, αλλά διά του νόμου της πίστεως. 
28 Συμπεραίνομεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιούται διά της πίστεως χωρίς των έργων του νόμου. (Ρωμαίους Γ/3: 20-28). Ο Ιησούς Χριστός με το αίμα Του, με τη θυσία Του, μας έκανε δίκαιους μπροστά στο Θεό. 
     Ένα ακόμα αποτέλεσμα της ανάστασης του Κυρίου Ιησού από τους νεκρούς είναι η εκπλήρωση της επαγγελίας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή κάθε πιστού ανθρώπου. Στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» (κεφ. Β/2, εδ.22-23 & 32-33) αναφέρεται: 
22 Άνδρες Ισραηλίται, ακούσατε τους λόγους τούτους τον Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδρα αποδεδειγμένον προς εσάς από του Θεού διά θαυμάτων και τεραστίων και σημείων, τα οποία ο Θεός έκαμε δι' αυτού εν μέσω υμών, καθώς και σεις εξεύρετε, 
23 τούτον λαβόντες παραδεδομένον κατά την ωρισμένην βουλήν και πρόγνωσιν του Θεού, διά χειρών ανόμων σταυρώσαντες εθανατώσατε 

32 Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, του οποίου πάντες ημείς είμεθα μάρτυρες. 
33 Αφού λοιπόν υψώθη διά της δεξιάς του Θεού και έλαβε παρά του Πατρός την επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος, εξέχεε τούτο, το οποίον τώρα σεις βλέπετε και ακούετε. 
       Αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί δε θα μπορούσαμε να λάβουμε το Άγιο Πνεύμα. Ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος είναι μία ακόμα απόδειξη ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς. Για τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος είχε μιλήσει ο ίδιος ο Κύριος με τα λόγια: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν διότι δεν θέλει λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση θέλει λαλήσει, και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα». Αυτός είναι ο ρόλος και η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, να οδηγεί τον άνθρωπο «εν Χριστώ», να τον ελέγχει περί αμαρτίας, να του αποκαλύπτει τα μέλλοντα και να του χαρίζει δύναμη και βεβαιότητα για τη σωτηρία του, «να συμμαρτυρεί με το πνεύμα ημών ότι είμεθα τέκνα Θεού» (Ρωμαίους Η/8: 16). 
      Μέσα από την πίστη στο τέλειο Έργο του το Χριστού, το οποίο περιλαμβάνει τη σταυρική Του θυσία και την ένδοξη Ανάστασή Του από τους νεκρούς, ο άνθρωπος αναγεννιέται. Το έργο της αναγέννησης το διενεργεί ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο και είναι αναγκαία προϋπόθεση για να κληρονομήσει κανείς της βασιλεία των ουρανών (Ιωάννης Γ/3: 3). Ο Απ. Παύλος είναι κατηγορηματικός στην επιστολή «Α’ Κορινθίους» (κεφ. ΙΕ/15, εδ. 50): «λέω τούτο, αδελφοί, ότι σάρκα και αίμα δεν μπορούν να κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού ούτε η φθορά κληρονομεί την αφθαρσία». 
      Στην επιστολή "Α' Πέτρου" (κεφ. Α΄, εδ. 3) αναφέρεται: «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις κατά το πολύ έλεος αυτού ανεγέννησεν ημάς εις ελπίδα ζώσαν δια της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εκ νεκρών, εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον, πεφυλαγμένην εν τοις ουρανοίς δι' ημάς». 
     Συμπέρασμα: Αν ο Ιησούς δεν είχε αναστηθεί από τους νεκρούς, τότε δε θα υπήρχε αναγέννηση και συνεπώς η σωτηρία του ανθρώπου θα ήταν παντελώς αδύνατη. 
     Στην επιστολή «προς Εφεσίους» (κεφ. Β/2: 4-6), αναφέρεται: «ο Θεός όμως πλούσιος ων εις έλεος, δια την πολλήν αγάπην αυτού με την οποίαν ηγάπησεν ημάς και ενώ ήμεθα νεκροί δια τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι και συνανέστησε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις διά Ιησού Χριστού». 
     Σύμφωνα με τα λόγια αυτά του Απ. Παύλου ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς. Μαζί με τον αναστημένο Χριστό συναναστηθήκαμε και εμείς που πιστέψαμε σ’ Αυτόν. Καθώς ο Χριστός ήταν νεκρός και έγινε ζωντανός, γίναμε και εμείς, που είμαστε νεκροί για το Θεό εξαιτίας των παραβάσεων (Εφεσίους Β/2: 5) τις οποίες μας συγχώρησε, ζωντανοί. Ο Ιησούς μετά την ανάστασή Του κάθισε στα επουράνια εκεί μαζί Του κάθονται και όλοι οι πιστοί στο Χριστό (μας συνεκάθισε). Όλα αυτά θα υλοποιηθούν, όταν βρεθούμε μια μέρα στην παρουσία του Θεού. Εάν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί, καμία ελπίδα δε θα υπήρχε για τον πιστό άνθρωπο. Όμως «τώρα ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών, έγεινεν απαρχή των κεκοιμημένων» (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 20). Έγινε η αρχή όλων εκείνων που πέθαναν και μια μέρα θα αναστηθούν για να απολαμβάνουν αιώνια την  παρουσία Του. 
     Μια μέρα, που μόνον ο Κύριος γνωρίζει, θα γίνει η ανάσταση των πιστών ανθρώπων που έχουν πεθάνει και θα ενωθούν με τους πιστούς του Χριστού που θα βρίσκονται στη ζωή (Α’ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18). Τότε θα βρεθούμε στην παρουσία Εκείνου έχοντας λάβει το αναστημένο σώμα του Κυρίου Ιησού. Ο Ιωάννης στην πρώτη επιστολή του αναφέρει: «Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού, και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι εξεύρομεν όμως ότι όταν φανερωθή, θέλομεν είσθαι όμοιοι με αυτόν, διότι θέλομεν ιδεί αυτόν καθώς είναι» (Α’ Ιωάννου Γ/3: 2). 
     Αλήθεια ποιο μπορεί να είναι το μήνυμα της ανάστασης για τον κάθε άνθρωπο; Το μήνυμα είναι ότι στο Γολγοθά πληρώθηκε η τιμή για τη σωτηρία μας. Τούτο το αδιαμφισβήτητο γεγονός βεβαιώθηκε με την Ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς. Μπορεί μία επιταγή να είναι σωστά συμπληρωμένη με όλα τα στοιχεία, ακόμα και να υπάρχει ρευστό αντίκρισμα που να την καλύπτει, άμα δεν έχει όμως την υπογραφή αυτού που την εξέδωσε, σε τίποτα δεν ισχύει. Η ανάσταση του Ιησού Χριστού φέρει την υπογραφή του Θεού και για τη δική μας ανάσταση και για τη δική μας αιώνια σωτηρία. Επειδή Αυτός ζει και εμείς θα ζήσουμε δι’ Αυτού. 
     Μετά απ’ όλα αυτά αγαπητοί και «Έχοντες αρχιερέα μέγαν, όστις διήλθε τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού, ας κρατώμεν την ομολογίαν. Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ' ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας. Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος και να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας» (Εβραίους Δ/4: 14). 

     Με τις σκέψεις αυτές θα ήθελα να ευχηθώ σε κάθε φίλη και κάθε φίλο του blog: «Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη, υγεία και οικογενειακή ευτυχία». ---

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ιούδας, ο Ισκαριώτης.

Ιούδας, ο Ισκαριώτης. 

 «κατά Ματθαίον», κεφ. ΚΣ/26, εδ. 47 - 50.
47 Και ενώ αυτός ελάλει έτι, ιδού, ο Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού. 
48 Ο δε παραδίδων αυτόν έδωκεν εις αυτούς σημείον, λέγων Όντινα φιλήσω, αυτός είναι πιάσατε αυτόν. 
49 Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν. 
50 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Φίλε, διά τι ήλθες; Τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και επίασαν αυτόν. 

 «κατά Μάρκον», κεφ. ΙΔ/14, εδ. 10-11.
Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, υπήγε προς τους αρχιερείς, διά να παραδώση αυτόν εις αυτούς. 11 Εκείνοι δε ακούσαντες εχάρησαν και υπεσχέθησαν να δώσωσιν εις αυτόν αργύρια και εζήτει πως να παραδώση αυτόν εν ευκαιρία. 

 «κατά Λουκάν», κεφ. ΚΒ/22, εδ. 47,48. 
47 Ενώ δε αυτός ελάλει έτι, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, εις των δώδεκα, ήρχετο προ αυτών και επλησίασεν εις τον Ιησούν, διά να φιλήση αυτόν. 
48 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου; 

 «κατά Ιωάννην», κεφ. ΙΗ /18, εδάφ. 1 – 9. 
1 Αφού είπε ταύτα ο Ιησούς, εξήλθε μετά των μαθητών αυτού πέραν του χειμάρρου των Κέδρων, όπου ήτο κήπος, εις τον οποίον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί αυτού. 
2 Ήξευρε δε τον τόπον και Ιούδας ο παραδίδων αυτόν διότι πολλάκις συνήλθεν εκεί ο Ιησούς μετά των μαθητών αυτού. 
3 Ο Ιούδας λοιπόν, λαβών το τάγμα και εκ των αρχιερέων και Φαρισαίων υπηρέτας, έρχεται εκεί μετά φανών και λαμπάδων και όπλων. 
4 Ο δε Ιησούς, εξεύρων πάντα τα ερχόμενα επ' αυτόν, εξήλθε και είπε προς αυτούς Τίνα ζητείτε; 
5 Απεκρίθησαν προς αυτόν Ιησούν τον Ναζωραίον. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς Εγώ είμαι. Ίστατο δε μετ' αυτών και Ιούδας ο παραδίδων αυτόν. 
6 Καθώς λοιπόν είπε προς αυτούς ότι εγώ είμαι, απεσύρθησαν εις τα οπίσω και έπεσον χαμαί. 
7 Πάλιν λοιπόν ηρώτησεν αυτούς Τίνα ζητείτε; Οι δε είπον Ιησούν τον Ναζωραίον. 
8 Απεκρίθη ο Ιησούς Σας είπον ότι εγώ είμαι. Εάν λοιπόν εμέ ζητήτε, αφήσατε τούτους να υπάγωσι 9 διά να πληρωθή ο λόγος, τον οποίον είπεν, Ότι εξ εκείνων τους οποίους μοι έδωκας, δεν απώλεσα ουδένα. 

       ΣΧΟΛΙΑ : 
     Ο Ιούδας, ο Ισκαριώτης, υπήρξε ένας από τους μαθητές του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Ο Κύριος τον εξέλεξε, τον εμπιστεύτηκε, του ανέθεσε την επιμέλεια του κοινού ταμείου της ομάδας, (Ιωάννης ΙΓ/13: 29), τον ευλόγησε όπως και τους άλλους μαθητές και του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει θαύματα, να θεραπεύει, να εκδιώκει δαιμόνια, να κηρύττει (Ματθαίος Ι : 1-4 & Λουκάς Θ:1-6). Στο ΙΓ/13 κεφ. του «κατά Ιωάννην» ευαγγελίου στη διάρκεια του «μυστικού δείπνου», παρατηρούμε τον Κύριο να πλένει τα πόδια των μαθητών και να προλέγει ότι ένας από αυτούς θα τον προδώσει, χωρίς να τον αποκαλύπτει και συνεχίζοντας να του συμπεριφέρεται ευγενικά και φιλικά. Ακόμα και κείνη την κρίσιμη ώρα της προδοσίας και της παράδοσης του Κυρίου, που οι στρατιώτες τον είχαν περικυκλώσει, ο Κύριος με πολλή αγάπη απευθύνεται στον Ιούδα και του λέει: «φίλε {εταίρε} γιατί ήλθες;» (Ματθαίος ΚΣ/26: 50). Είναι ο πόνος της ψυχής του Κυρίου για κάθε ψυχή που επιλέγει τους δικούς της δρόμους και παραμένει μακριά Του. Γνωρίζει τις προθέσεις του, γνωρίζει τους άνομους σκοπούς του και παρ’ όλα αυτά ο Κύριος τον αποκαλεί «φίλο Του» και θλίβεται για όλα όσα θα επακολουθήσουν στη ζωή του. Πόσο μεγάλη είναι η καρδιά του Κυρίου, πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο! 
      Βρισκόμαστε στο βράδυ της Μεγάλη Πέμπτης. Η νύχτα αυτή θα μείνει στην παγκόσμια ιστορία σαν η πιο σκοτεινή νύκτα. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Α΄ Κορινθίους», ΙΑ/11: 23 την αναφέρει ως «την νύκτα καθ' ην παρεδίδετο ο Ιησούς». Οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς και όλοι όσους τους ακολουθούσαν ήθελαν να συλλάβουν τον Ιησού, χωρίς όμως να προκαλέσουν αντιδράσεις από τον κόσμο που είχε πιστέψει σ’ Αυτόν και που είχε γνωρίσει τη δύναμή Του μέσα από τα θαύματα και τις άλλες πράξεις ευσπλαχνίας Του. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ως συγγραφέας των «Πράξεων των Αποστόλων», αναφέρει: «διήλθεν ευεργετών και θεραπεύων πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου, διότι ο Θεός ήτο μετ' αυτού». (Πράξεις Ι/10: 38). Οι διώκτες του Κυρίου στο πρόσωπο του Ιούδα, του μαθητή, βρήκαν τον κατάλληλο άνθρωπο, τον καλύτερο συνεργάτη που θα τους βοηθούσε στα άνομα σχέδιά τους. Έτσι ο Ιούδας με τη θέλησή του δέχτηκε να διαπράξει την πιο ανίερη πράξη όλων των αιώνων. Το όνομά του έχει πλέον συνδεθεί με τη χειρότερη προδοσία που έγινε ποτέ. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που έμεινε στην παγκόσμια ιστορία ως πρότυπο ενοχής, προδοσίας, άρνησης, αποστασίας, που ταυτίστηκε με την αχαριστία, την προδοσία, με την κακία του Κάϊν, (Γένεση Δ/4: 8) με τη μοχθηρία του Φαρισαίου που προσπαθούσε να εξοντώσει ηθικά έναν τελώνη, (Λουκάς ΙΗ/18: 11), με την ανταρσία και αυθάδεια του λεγόμενου "άσωτου υιού". (Λουκάς ΙΕ/15: 12).
    Αινιγματική φυσιογνωμία θα χαρακτηρίζαμε τον Ιούδα, το μαθητή του Κυρίου. Στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχουν πληροφορίες ως προς την καταγωγή του, την οικογένειά του, ακόμα και για τον τρόπο επιλογής του ως μαθητή του Κυρίου. Ως ταμίας έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στην αποφυγή κάθε περιττής, κατά τη γνώμη του, σπατάλης, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου που άλειψε τα πόδια του Ιησού με ένα πολύ ακριβό μύρο. (Ιωάννης ΙΒ/12: 3-5). Καθώς πληροφορείται το γεγονός αυτό, εκφράζει την έντονη αντίθεσή του λέγοντας πως, αν πουλούσαν το πανάκριβο αυτό μύρο, θα έβγαζαν τουλάχιστον τριακόσια δηνάρια, τα οποία θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες πολλών φτωχών ανθρώπων (Ιωάννης ΙΒ/12: 5). Το ποσό αντιστοιχούσε στα ημερομίσθια ενός εργάτη για ένα χρόνο. Ο Ιησούς του απαντάει πως για τους φτωχούς θα έχουν τη δυνατότητα να φροντίζουν για πάντα, για τον ίδιο όμως όχι. (ΙΒ/12: 8) και προσθέτει ότι «καλόν έργον έπραξεν» (Μάρκος ΙΔ/14: 6). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει σχετικά με την αγανάκτηση του Ιούδα. «Είπε δε τούτο ουχί διότι έμελεν αυτόν περί των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης και είχε το γλωσσόκομον και εβάσταζε τα βαλλόμενα εις αυτό» (Ιωάννης ΙΒ/12: 6). Ίσως να είναι σκληρός ο λόγος και βαθιά επηρεασμένος από την μετέπειτα πράξη του Ιούδα. Άλλωστε ο Ιούδας δε φαίνεται μέσα από τα βιβλικά κείμενα να είχε δείξει μέχρι τότε σημάδια κακού χαρακτήρα. Γι’ αυτό τόσο ο Ιωάννης, όσο και Λουκάς αναφέρουν πως ο διάβολος έβαλε στον Ιούδα την ιδέα της προδοσίας «και αφού έγεινε δείπνος, ο δε διάβολος είχεν ήδη βάλει εις την καρδίαν του Ιούδα Σίμωνος του Ισκαριώτου να παραδώση αυτόν» (Ιωάννης ΙΓ/13: 2). 
     Ας παρατηρήσουμε τα γεγονότα όπως τα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές: Ο Ιησούς προσεύχεται στον κήπο της Γεθσημανή το βράδυ μετά τον Μυστικό Δείπνο. Λίγο παραπέρα τον περιμένουν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι υπόλοιποι μαθητές έχουν πάει για ύπνο. Ξαφνικά ακούγεται φασαρία. Έρχεται ο Ιούδας ακολουθούμενος από όχλο πολύ. Ρωμαίοι στρατιώτες και άνθρωποι των αρχιερέων κρατάνε φανούς, ξίφη και ξύλα. Ο Ιούδας πλησιάζει τον Ιησού και του λέει: «Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθαίος ΚΣ/26: 49). Αυτό ήταν. Η προδοσία έχει συντελεστεί. 
     Η ιστορία όμως δε σταματάει εδώ. Ο Ιησούς απαντάει στον Ιούδα: “Με φίλημα ήρθες να προδώσεις τον Υιό του Ανθρώπου;” (Λουκάς ΚΒ/22: 48). Την ίδια στιγμή οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τον Ιησού και του δένουν τα χέρια. Ο Πέτρος αντιδρά. Βγάζει ένα μαχαίρι και κόβει το αυτί ενός δούλου του αρχιερέα που συνόδευε τους στρατιώτες. Ο Ιησούς τον επιπλήττει με τα λόγια: «Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιησούς Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής διότι πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν διά μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή» (Ματθαίος ΚΣ/26: 52). Ύστερα ρωτάει τους ανθρώπους που ήρθαν να τον συλλάβουν: «Γιατί ήρθατε με μαχαίρια και ξύλα να με συλλάβετε; Κάθε μέρα καθόμουν κοντά σας και δίδασκα στο ιερό. Γιατί δε με πιάσατε τότε». Εδώ τελειώνει η ιστορία της σύλληψης του Ιησού. Ακολούθως θα οδηγηθεί στον Άννα και στον Καϊάφα κι από εκεί στον Πόντιο Πιλάτο με τη γνωστή συνέχεια. 
    Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν στο ευαγγέλιο πως ο Ιούδας έκανε ό,τι έκανε αποκλειστικά για τα τριάντα αργύρια. «τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια». (Ματθαίος ΚΣ/26: 15). Τι ήταν αυτά τα αργύρια; Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ήταν τα λεγόμενα Σέκελ της Τύρου, που είχαν βάρος 15 γραμμάρια το καθένα. Το ποσό δεν φαίνεται σημαντικό για μια τόσο μεγάλη πράξη και δεν πείθει ότι έγινε αποκλειστικά και μόνον για τα χρήματα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διερευνήσουμε και άλλες πτυχές μέσα από τη ζωή του Ιούδα και να μην αρκεστούμε στη φιλαργυρία του, αλλά να εξετάσουμε πολύπλευρα τη ζωή του με σκοπό να εντοπίσουμε τα αίτια, τις αφορμές και κάθε τι άλλο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια τόσο μεγάλη πράξη προδοσίας. 
    Ερμηνευτές και ιστορικοί της Καινής Διαθήκης συμφωνούν ότι ο Ιούδας διατηρούσε στενές σχέσεις με το «κίνημα των Ζηλωτών». Τι ήταν οι Ζηλωτές; Ήταν ένα κίνημα που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των πτωχών τάξεων απέναντι στους πλούσιους, τους υπερέχοντες και τους δυνατούς. Οι σχέσεις τους με τους Ρωμαίους ήταν πάντα πολύ κακές, γιατί τους θεωρούσαν κατακτητές, τους μισούσαν και με κάθε τρόπο τους πολεμούσαν. Δεν παραδέχονταν καμία ανθρώπινη εξουσία παρά μόνο αυτήν του Θεού και προτιμούσαν να υποστούν τα φρικτότερα βασανιστήρια παρά να αναγνωρίσουν, πολύ περισσότερο να υποταχθούν σε κάποια ανθρώπινη εξουσία. Πίστευαν ότι πραγματοποίηση της μεσσιανικής λύτρωσής τους από τον ξένο Ρωμαϊκό ζυγό θα ερχόταν με την έλευση από το Θεό του αναμενόμενου Μεσσία, αλλά και αυτοί, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, δε θα έπρεπε να μείνουν απαθείς αλλά να συμμετέχουν με κάθε αντίδραση και εναντίωση, με επαναστάσεις και ένοπλους αγώνες κατά των κατακτητών. 
    Οι Ιουδαίοι και ιδιαίτερα η μερίδα των «Ζηλωτών» περίμεναν έναν Μεσσία – Βασιλιά περιβεβλημένο με κοσμική δύναμη και εξουσία που θα είχε ως κύρια αποστολή να καταλύσει με τα όπλα και με τη βία τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και την Ιουδαϊκή ολιγαρχία και να οδηγήσει τον Εβραϊκό λαό σε εθνική αποκατάσταση, σε ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και γενικά στην ικανοποίηση των κοινωνικών προσδοκιών τους. Περίμεναν ένα Μεσσία στα πρότυπα του Δαβίδ με βασιλικές ιδιότητες, ισχυρό και δυναμικό. Αυτές ήταν οι προσδοκίες τους και σε καμία περίπτωση δε θεωρούσαν ότι έχει προτεραιότητα η απελευθέρωση από την αμαρτία, η μετάνοια και άλλα παρόμοια που κήρυττε ο Ιησούς. Άμεση προτεραιότητα είχε η εθνική απελευθέρωση καθώς και η διατήρηση της θρησκευτικής παράδοσης του Ιουδαϊσμού. Ταύτιζαν την έλευση της βασιλείας του Μεσσία με την εθνική αποκατάσταση του Ισραήλ. Γι’ αυτό και η έννοια ενός πνευματικού Μεσσία χωρίς κοσμική δύναμη και χωρίς εμπλοκή στην εθνική υπόθεση απελευθέρωσης του Ισραήλ από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, ενός Μεσσία που κηρύττει μετάνοια, αγάπη, συγχώρηση των εχθρών και παρουσιάζει μια βασιλεία διαφορετική από τα άλλα βασίλεια, τους ήταν παντελώς ξένη, τελείως ακατανόητη και πολύ επικίνδυνη. 
     Απ’ αυτές τις Μεσσιανικές αντιλήψεις φαίνεται να ήταν επηρεασμένος ο Ιούδας. Η άρνηση του Κυρίου να αναλάβει ένα ρόλο κοσμικού βασιλιά και εθνικού απελευθερωτή των Ιουδαίων έφερε μεγάλο προβληματισμό στη σκέψη του Ιούδα, μείωσε τον αρχικό ενθουσιασμό που είχε για τον Κύριο και τον απογοήτευσε. Τα λόγια Κυρίου: «η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθαι, διά να μη παραδωθώ εις τους Ιουδαίους τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν». (Ιωάννης ΙΗ/18: 36) ήταν ακατανόητα γι’ αυτόν και τους ακολούθους του. 
     Είναι πολύ μπερδεμένος με τον Κύριο. Αντί ο Ιησούς να αξιοποιήσει το κύρος του και τη μεγάλη λαϊκή αποδοχή, που του είχαν χαρίσει οι θεραπείες των ασθενών και τα θαύματα και να προχωρήσει στην ανατροπή και την εξόντωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όχι μόνον αρνείται να τα κάνει όλα αυτά, αλλά κηρύσσει ένα Μεσσία πνευματικό, χωρίς κοσμική δύναμη και εξουσία που θα διωχθεί και θα απορριφθεί από τους ανθρώπους. Βλέπει ένα Μεσσία που ήρθε, για να συγχωρήσει τις αμαρτίες των ανθρώπων και να εγκαινιάσει μια ουράνια βασιλεία επί της γης, η οποία βασιλεία αυτή δε θα ασχολείται με τα προβλήματα της φυλής και του έθνους, δε θα έρθει σε καμία κόντρα με τους Ρωμαίους, αλλά που θα τους συγχωρήσει (συγχωρείτε τους εχθρούς σας Μάρκος ΙΑ/11: 25) και θα υποταχθεί πλήρως σ’ αυτούς. «Υπενθύμιζε αυτούς να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι, να ήναι έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν». (Τίτος Γ/3: 1). Η καινούργια βασιλεία του Ιησού όχι μόνον διαφοροποιείται από τη θρησκευτική παράδοση αλλά και επικρίνει τη θρησκευτική ηγεσία, που αποτελεί τον θεματοφύλακα των ιερών και των οσίων της πίστεως και των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Όλα αυτά ο Ιούδας τα θεωρεί αδιανόητα και δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του. 
      Καθώς παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, θεωρεί ότι είναι προδομένος από τον Κύριο, ότι ο Διδάσκαλος δε δικαίωσε τις προσδοκίες του και ότι δεν μπορεί να περιμένει τίποτα απ’ Αυτόν πλέον, καθώς υπάρχει μεγάλη διάσταση αντιλήψεων σε κύρια και βασικά θέματα. Έτσι λοιπόν για λόγους θρησκευτικής συνέπειας αλλά και ιδεολογικής πιστότητας στις καθιερωμένες κοσμικές αντιλήψεις αποφάσισε να παρέμβει αναλαμβάνοντας ένα βαρύ χρέος έναντι της παράδοσης και της μακράς ιστορίας του Ισραηλιτικού έθνους, συμμαχώντας μυστικά με τη θρησκευτική ηγεσία, τη μόνη αρχή διαφύλαξης της παράδοσης και των ιερών και οσίων του έθνους. Από δω και πέρα ενεργεί σαν απογοητευμένος ζηλωτής ιδεολόγος μέσα σ’ ένα εθνικιστικό πλαίσιο, προχωρεί σε συμμαχία με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και προδίδει τον Κύριο. 
     Για την πράξη του αυτή θα συναισθανθεί το λάθος του, αλλά δε θα μετανοήσει ειλικρινά. Η καταδίκη του Ιησού θα πετύχει ό,τι δεν πέτυχε η καλοσύνη και η ευγένειά του. «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» ομολογεί. Αναγνωρίζει την αθωότητα του Ιησού, αλλά δεν ζητά συγγνώμη για τις πράξεις του. Την αθωότητα του Χριστού αναγνωρίζουν επίσης ο Πιλάτος (Ματθαίος ΚΖ/27: 18-24), η γυναίκα του Πιλάτου (Ματθαίος ΚΖ : 19), ο Ηρώδης Αντίπας (Λουκάς ΚΓ/23: 15), ο ληστής (Λουκάς ΚΓ/23: 41), ο εκατόνταρχος και πάντες «οι συμπαραγενόμενοι όχλοι» (Λουκάς ΚΓ/23: 48), αφού είδαν βέβαια -οι τελευταίοι- τα σημεία που ακολούθησαν το θάνατο του Ιησού. 
     Η εγωιστική αναγνώριση του λάθους μας χωρίς να συνοδεύεται από συντριβή και εκζήτηση του Θείου Ελέους δε σώζει τον άνθρωπο. Αντίθετα τον οδηγεί στην απελπισία και την αιώνια καταδίκη. Έτσι ο ληστής που έζησε μακριά από το Χριστό, μέσα από τη μετάνοιά του κερδίζει τον παράδεισο, ενώ ο Ιούδας που ήταν κοντά στο Χριστό οδηγείται στην κόλαση. Η αναγνώριση του εγκλήματός του δε συγκινεί κανένα. Οι φίλοι του, οι συνεργάτες του στους οποίους στήριξε τις εθνικιστικές του ελπίδες, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, όταν θα πει «ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον», θα του απαντήσουν· «Τι προς ημάς; συ όψει». Γιατί το λες σε μας; Δικό σου θέμα είναι και δική σου ευθύνη, κανένας δε σε ανάγκασε να το κάνεις. (Ματθαίος ΚΖ/27: 3-4). Ό,τι κακό σκέφτηκε να κάνει έρχεται να ξεσπάσει πάνω του. Το αποτέλεσμα των ενεργειών του ήταν να χάσει και τούτη τη ζωή αλλά και τη μέλλουσα. 
    Τα χρήματα τα οποία τόσο πολύ αγάπησε τώρα τον καίνε. Πηγαίνει να τα επιστρέψει στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους, καίνε όμως κι αυτούς και γι’ αυτό δεν τα θέλουν. Επειδή είναι αποκτημένα με αίμα, οι υποκριτές αρχιερείς λένε ότι δε μπορούν να μπουν στο ταμείο του ναού. Δε σκέπτονται όμως ότι κι αυτοί που τα έδωσαν δεν μπορούν πλέον να παραμένουν στο ναό και να ηγούνται των πιστών του Ισραήλ. Ο Ιούδας τα πέταξε στο δάπεδο του ναού, όμως ούτε ο ναός τα θέλει. Στο τέλος γίνονται νεκροταφείο, αλλά και το νεκροταφείο καταντά "σιχαμερό". Χαρακτηρίστηκε κείνος ο τόπος "αγρός αίματος"! Είναι σίγουρο ότι οι νεκροί, αν μπορούσαν να μιλήσουν, δε θα δεχόταν να ταφούν εκεί. Ένας αγρός που με το όνομά του θα διαλαλεί κι αυτός εις τους αιώνες των αιώνων τη μεγάλη προδοσία. 
     Ο Ιούδας πέθανε την ίδια μέρα λίγο νωρίτερα από το Χριστό, αφού πήγε και κρεμάστηκε από μόνος του (Ματθαίος ΚΖ/27: 5). Όταν έπεσε κάτω, άνοιξαν τα σπλάχνα του (Πράξεις Α: 18), αφού προφανώς έσπασε κάποια στιγμή το σχοινί από το οποίο κρεμόταν. Το Χριστό το σταύρωσαν άλλοι, ο Ιούδας κρεμάστηκε μόνος του. Το κακό πάντοτε τιμωρείται και πολλές φορές αυτός που το διαπράττει αυτοτιμωρείται. Αυτός που αδικείται και υπομένει την αδικία «κατά Θεόν» είναι στα χέρια του Κυρίου, όμως αυτός που αδικεί και δεν μετανοεί προορίζει τον εαυτόν του για αιώνια απώλεια, την αιώνια καταδίκη. Μετά απ’ όλα αυτά πιθανολογείται ότι τα κίνητρα του Ιούδα, για μια τόσο μεγάλη πράξη προδοσίας ήταν κυρίως ιδεολογικά και λιγότερο η υπερβολική του αγάπη προς το χρήμα. 
   Οι λανθασμένες επιλογές του Ιούδα παρατηρούμε να εφαρμόζονται διαχρονικά και να επεκτείνονται και στις ημέρες μας. Πολλές φορές βλέπουμε ανθρώπους να κινούνται στο ίδιο πνεύμα, να έχουν την ίδια νοοτροπία και να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη που έκανε ο Ιούδας, καθώς μέσα σ’ ένα πνεύμα πατριωτικού εθνικισμού βλέπουμε να παρακάμπτουν του σκοπό τους, που λογικά θα πρέπει να είναι η  πίστη και η σωτηρία διά Ιησού Χριστού, που ο Θεός προσφέρει σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει σ’ Αυτόν (Ιωάννης Σ/6: 47). Αντί αυτού βλέπουμε να ταυτίζουν τις επιδιώξεις τους με τις κρατικές - εθνικές – υποθέσεις και να δίνουν προτεραιότητα σ’ αυτές, να αγωνίζονται για τα πεπρωμένα της φυλής και του Έθνους και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να γίνουν θεματοφύλακες αυτών κάτω από πύρινα κηρύγματα εθνικής σωτηρίας και διαφύλαξης του ενδόξου εθνο θρησκευτικού παρελθόντος.  
        Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς θα μπορέσει να σταθεί στις ημέρες μας ο άνθρωπος του Θεού και να νικήσει; Ένας είναι ο δρόμος. Ο Κύριος δια του Ιωάννη, του ευαγγελιστή, με στεντόρεια φωνή διακηρύττει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού» (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους», κεφ. ΙΒ/12, εδ. 2 αναφέρει: «αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού». Επίσης στο βιβλίο της "Αποκάλυψης", κεφ. ΚΒ, εδ. 11 αναφέρεται: «Όστις αδικεί ας αδικήση έτι, και όστις είναι μεμολυσμένος ας μολυνθή έτι, και ο δίκαιος ας γείνη έτι δίκαιος, και ο άγιος ας γείνη έτι άγιος». 
    Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του Ιούδα του Ισκαριώτη. Προσπάθησε και, όπως ήταν φυσικό απέτυχε, να ισορροπήσει πάνω σε δύο βάρκες. Αγνόησε τη συμβουλή του Λόγου του Θεού : «Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύη δύο κυρίους διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά» (Λουκάς ΙΣ/16: 13). 
    Από τη μία πλευρά έπεσε στη μεγάλη αμαρτία της φιλαργυρίας, για την οποία ο Απ. Παύλος προτρέπει το μαθητή του τον Τιμόθεο να προσέχει: «Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία, την οποίαν τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς» (Α΄ Τιμοθέου Σ/6: 10). Από την άλλη συνδύασε τα πράγματα του Θεού με την πολιτική του ιδεολογία και τα εθνικοπατριωτικά του αισθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Ο παράνομος, ο ληστής, ο κακούργος παίρνει άφεση των αμαρτιών του και οδηγείται κατευθείαν στον παράδεισο του Θεού, ενώ ο μαθητής, ο συνεργάτης, ο άνθρωπος που έζησε δίπλα στο Χριστό οδηγείται στην απώλεια, στη κόλαση, στην αιώνια τιμωρία! 
     Ο Απ. Παύλος επισημαίνει στους Κορίνθιους χριστιανούς και διαχρονικά προς όλους μας: «Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών, εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν». (Α΄ Κορινθίους Ι/10: 11). ---