Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ιούδας, ο Ισκαριώτης.

Ιούδας, ο Ισκαριώτης. 

 «κατά Ματθαίον», κεφ. ΚΣ/26, εδ. 47 - 50.
47 Και ενώ αυτός ελάλει έτι, ιδού, ο Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού. 
48 Ο δε παραδίδων αυτόν έδωκεν εις αυτούς σημείον, λέγων Όντινα φιλήσω, αυτός είναι πιάσατε αυτόν. 
49 Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν. 
50 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Φίλε, διά τι ήλθες; Τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και επίασαν αυτόν. 

 «κατά Μάρκον», κεφ. ΙΔ/14, εδ. 10-11.
Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, υπήγε προς τους αρχιερείς, διά να παραδώση αυτόν εις αυτούς. 11 Εκείνοι δε ακούσαντες εχάρησαν και υπεσχέθησαν να δώσωσιν εις αυτόν αργύρια και εζήτει πως να παραδώση αυτόν εν ευκαιρία. 

 «κατά Λουκάν», κεφ. ΚΒ/22, εδ. 47,48. 
47 Ενώ δε αυτός ελάλει έτι, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, εις των δώδεκα, ήρχετο προ αυτών και επλησίασεν εις τον Ιησούν, διά να φιλήση αυτόν. 
48 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου; 

 «κατά Ιωάννην», κεφ. ΙΗ /18, εδάφ. 1 – 9. 
1 Αφού είπε ταύτα ο Ιησούς, εξήλθε μετά των μαθητών αυτού πέραν του χειμάρρου των Κέδρων, όπου ήτο κήπος, εις τον οποίον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί αυτού. 
2 Ήξευρε δε τον τόπον και Ιούδας ο παραδίδων αυτόν διότι πολλάκις συνήλθεν εκεί ο Ιησούς μετά των μαθητών αυτού. 
3 Ο Ιούδας λοιπόν, λαβών το τάγμα και εκ των αρχιερέων και Φαρισαίων υπηρέτας, έρχεται εκεί μετά φανών και λαμπάδων και όπλων. 
4 Ο δε Ιησούς, εξεύρων πάντα τα ερχόμενα επ' αυτόν, εξήλθε και είπε προς αυτούς Τίνα ζητείτε; 
5 Απεκρίθησαν προς αυτόν Ιησούν τον Ναζωραίον. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς Εγώ είμαι. Ίστατο δε μετ' αυτών και Ιούδας ο παραδίδων αυτόν. 
6 Καθώς λοιπόν είπε προς αυτούς ότι εγώ είμαι, απεσύρθησαν εις τα οπίσω και έπεσον χαμαί. 
7 Πάλιν λοιπόν ηρώτησεν αυτούς Τίνα ζητείτε; Οι δε είπον Ιησούν τον Ναζωραίον. 
8 Απεκρίθη ο Ιησούς Σας είπον ότι εγώ είμαι. Εάν λοιπόν εμέ ζητήτε, αφήσατε τούτους να υπάγωσι 9 διά να πληρωθή ο λόγος, τον οποίον είπεν, Ότι εξ εκείνων τους οποίους μοι έδωκας, δεν απώλεσα ουδένα. 

       ΣΧΟΛΙΑ : 
     Ο Ιούδας, ο Ισκαριώτης, υπήρξε ένας από τους μαθητές του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Ο Κύριος τον εξέλεξε, τον εμπιστεύτηκε, του ανέθεσε την επιμέλεια του κοινού ταμείου της ομάδας, (Ιωάννης ΙΓ/13: 29), τον ευλόγησε όπως και τους άλλους μαθητές και του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει θαύματα, να θεραπεύει, να εκδιώκει δαιμόνια, να κηρύττει (Ματθαίος Ι : 1-4 & Λουκάς Θ:1-6). Στο ΙΓ/13 κεφ. του «κατά Ιωάννην» ευαγγελίου στη διάρκεια του «μυστικού δείπνου», παρατηρούμε τον Κύριο να πλένει τα πόδια των μαθητών και να προλέγει ότι ένας από αυτούς θα τον προδώσει, χωρίς να τον αποκαλύπτει και συνεχίζοντας να του συμπεριφέρεται ευγενικά και φιλικά. Ακόμα και κείνη την κρίσιμη ώρα της προδοσίας και της παράδοσης του Κυρίου, που οι στρατιώτες τον είχαν περικυκλώσει, ο Κύριος με πολλή αγάπη απευθύνεται στον Ιούδα και του λέει: «φίλε {εταίρε} γιατί ήλθες;» (Ματθαίος ΚΣ/26: 50). Είναι ο πόνος της ψυχής του Κυρίου για κάθε ψυχή που επιλέγει τους δικούς της δρόμους και παραμένει μακριά Του. Γνωρίζει τις προθέσεις του, γνωρίζει τους άνομους σκοπούς του και παρ’ όλα αυτά ο Κύριος τον αποκαλεί «φίλο Του» και θλίβεται για όλα όσα θα επακολουθήσουν στη ζωή του. Πόσο μεγάλη είναι η καρδιά του Κυρίου, πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο! 
      Βρισκόμαστε στο βράδυ της Μεγάλη Πέμπτης. Η νύχτα αυτή θα μείνει στην παγκόσμια ιστορία σαν η πιο σκοτεινή νύκτα. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Α΄ Κορινθίους», ΙΑ/11: 23 την αναφέρει ως «την νύκτα καθ' ην παρεδίδετο ο Ιησούς». Οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς και όλοι όσους τους ακολουθούσαν ήθελαν να συλλάβουν τον Ιησού, χωρίς όμως να προκαλέσουν αντιδράσεις από τον κόσμο που είχε πιστέψει σ’ Αυτόν και που είχε γνωρίσει τη δύναμή Του μέσα από τα θαύματα και τις άλλες πράξεις ευσπλαχνίας Του. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ως συγγραφέας των «Πράξεων των Αποστόλων», αναφέρει: «διήλθεν ευεργετών και θεραπεύων πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου, διότι ο Θεός ήτο μετ' αυτού». (Πράξεις Ι/10: 38). Οι διώκτες του Κυρίου στο πρόσωπο του Ιούδα, του μαθητή, βρήκαν τον κατάλληλο άνθρωπο, τον καλύτερο συνεργάτη που θα τους βοηθούσε στα άνομα σχέδιά τους. Έτσι ο Ιούδας με τη θέλησή του δέχτηκε να διαπράξει την πιο ανίερη πράξη όλων των αιώνων. Το όνομά του έχει πλέον συνδεθεί με τη χειρότερη προδοσία που έγινε ποτέ. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που έμεινε στην παγκόσμια ιστορία ως πρότυπο ενοχής, προδοσίας, άρνησης, αποστασίας, που ταυτίστηκε με την αχαριστία, την προδοσία, με την κακία του Κάϊν, (Γένεση Δ/4: 8) με τη μοχθηρία του Φαρισαίου που προσπαθούσε να εξοντώσει ηθικά έναν τελώνη, (Λουκάς ΙΗ/18: 11), με την ανταρσία και αυθάδεια του λεγόμενου "άσωτου υιού". (Λουκάς ΙΕ/15: 12).
    Αινιγματική φυσιογνωμία θα χαρακτηρίζαμε τον Ιούδα, το μαθητή του Κυρίου. Στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχουν πληροφορίες ως προς την καταγωγή του, την οικογένειά του, ακόμα και για τον τρόπο επιλογής του ως μαθητή του Κυρίου. Ως ταμίας έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στην αποφυγή κάθε περιττής, κατά τη γνώμη του, σπατάλης, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου που άλειψε τα πόδια του Ιησού με ένα πολύ ακριβό μύρο. (Ιωάννης ΙΒ/12: 3-5). Καθώς πληροφορείται το γεγονός αυτό, εκφράζει την έντονη αντίθεσή του λέγοντας πως, αν πουλούσαν το πανάκριβο αυτό μύρο, θα έβγαζαν τουλάχιστον τριακόσια δηνάρια, τα οποία θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες πολλών φτωχών ανθρώπων (Ιωάννης ΙΒ/12: 5). Το ποσό αντιστοιχούσε στα ημερομίσθια ενός εργάτη για ένα χρόνο. Ο Ιησούς του απαντάει πως για τους φτωχούς θα έχουν τη δυνατότητα να φροντίζουν για πάντα, για τον ίδιο όμως όχι. (ΙΒ/12: 8) και προσθέτει ότι «καλόν έργον έπραξεν» (Μάρκος ΙΔ/14: 6). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει σχετικά με την αγανάκτηση του Ιούδα. «Είπε δε τούτο ουχί διότι έμελεν αυτόν περί των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης και είχε το γλωσσόκομον και εβάσταζε τα βαλλόμενα εις αυτό» (Ιωάννης ΙΒ/12: 6). Ίσως να είναι σκληρός ο λόγος και βαθιά επηρεασμένος από την μετέπειτα πράξη του Ιούδα. Άλλωστε ο Ιούδας δε φαίνεται μέσα από τα βιβλικά κείμενα να είχε δείξει μέχρι τότε σημάδια κακού χαρακτήρα. Γι’ αυτό τόσο ο Ιωάννης, όσο και Λουκάς αναφέρουν πως ο διάβολος έβαλε στον Ιούδα την ιδέα της προδοσίας «και αφού έγεινε δείπνος, ο δε διάβολος είχεν ήδη βάλει εις την καρδίαν του Ιούδα Σίμωνος του Ισκαριώτου να παραδώση αυτόν» (Ιωάννης ΙΓ/13: 2). 
     Ας παρατηρήσουμε τα γεγονότα όπως τα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές: Ο Ιησούς προσεύχεται στον κήπο της Γεθσημανή το βράδυ μετά τον Μυστικό Δείπνο. Λίγο παραπέρα τον περιμένουν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι υπόλοιποι μαθητές έχουν πάει για ύπνο. Ξαφνικά ακούγεται φασαρία. Έρχεται ο Ιούδας ακολουθούμενος από όχλο πολύ. Ρωμαίοι στρατιώτες και άνθρωποι των αρχιερέων κρατάνε φανούς, ξίφη και ξύλα. Ο Ιούδας πλησιάζει τον Ιησού και του λέει: «Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθαίος ΚΣ/26: 49). Αυτό ήταν. Η προδοσία έχει συντελεστεί. 
     Η ιστορία όμως δε σταματάει εδώ. Ο Ιησούς απαντάει στον Ιούδα: “Με φίλημα ήρθες να προδώσεις τον Υιό του Ανθρώπου;” (Λουκάς ΚΒ/22: 48). Την ίδια στιγμή οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τον Ιησού και του δένουν τα χέρια. Ο Πέτρος αντιδρά. Βγάζει ένα μαχαίρι και κόβει το αυτί ενός δούλου του αρχιερέα που συνόδευε τους στρατιώτες. Ο Ιησούς τον επιπλήττει με τα λόγια: «Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιησούς Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής διότι πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν διά μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή» (Ματθαίος ΚΣ/26: 52). Ύστερα ρωτάει τους ανθρώπους που ήρθαν να τον συλλάβουν: «Γιατί ήρθατε με μαχαίρια και ξύλα να με συλλάβετε; Κάθε μέρα καθόμουν κοντά σας και δίδασκα στο ιερό. Γιατί δε με πιάσατε τότε». Εδώ τελειώνει η ιστορία της σύλληψης του Ιησού. Ακολούθως θα οδηγηθεί στον Άννα και στον Καϊάφα κι από εκεί στον Πόντιο Πιλάτο με τη γνωστή συνέχεια. 
    Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν στο ευαγγέλιο πως ο Ιούδας έκανε ό,τι έκανε αποκλειστικά για τα τριάντα αργύρια. «τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια». (Ματθαίος ΚΣ/26: 15). Τι ήταν αυτά τα αργύρια; Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ήταν τα λεγόμενα Σέκελ της Τύρου, που είχαν βάρος 15 γραμμάρια το καθένα. Το ποσό δεν φαίνεται σημαντικό για μια τόσο μεγάλη πράξη και δεν πείθει ότι έγινε αποκλειστικά και μόνον για τα χρήματα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διερευνήσουμε και άλλες πτυχές μέσα από τη ζωή του Ιούδα και να μην αρκεστούμε στη φιλαργυρία του, αλλά να εξετάσουμε πολύπλευρα τη ζωή του με σκοπό να εντοπίσουμε τα αίτια, τις αφορμές και κάθε τι άλλο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια τόσο μεγάλη πράξη προδοσίας. 
    Ερμηνευτές και ιστορικοί της Καινής Διαθήκης συμφωνούν ότι ο Ιούδας διατηρούσε στενές σχέσεις με το «κίνημα των Ζηλωτών». Τι ήταν οι Ζηλωτές; Ήταν ένα κίνημα που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των πτωχών τάξεων απέναντι στους πλούσιους, τους υπερέχοντες και τους δυνατούς. Οι σχέσεις τους με τους Ρωμαίους ήταν πάντα πολύ κακές, γιατί τους θεωρούσαν κατακτητές, τους μισούσαν και με κάθε τρόπο τους πολεμούσαν. Δεν παραδέχονταν καμία ανθρώπινη εξουσία παρά μόνο αυτήν του Θεού και προτιμούσαν να υποστούν τα φρικτότερα βασανιστήρια παρά να αναγνωρίσουν, πολύ περισσότερο να υποταχθούν σε κάποια ανθρώπινη εξουσία. Πίστευαν ότι πραγματοποίηση της μεσσιανικής λύτρωσής τους από τον ξένο Ρωμαϊκό ζυγό θα ερχόταν με την έλευση από το Θεό του αναμενόμενου Μεσσία, αλλά και αυτοί, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, δε θα έπρεπε να μείνουν απαθείς αλλά να συμμετέχουν με κάθε αντίδραση και εναντίωση, με επαναστάσεις και ένοπλους αγώνες κατά των κατακτητών. 
    Οι Ιουδαίοι και ιδιαίτερα η μερίδα των «Ζηλωτών» περίμεναν έναν Μεσσία – Βασιλιά περιβεβλημένο με κοσμική δύναμη και εξουσία που θα είχε ως κύρια αποστολή να καταλύσει με τα όπλα και με τη βία τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και την Ιουδαϊκή ολιγαρχία και να οδηγήσει τον Εβραϊκό λαό σε εθνική αποκατάσταση, σε ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και γενικά στην ικανοποίηση των κοινωνικών προσδοκιών τους. Περίμεναν ένα Μεσσία στα πρότυπα του Δαβίδ με βασιλικές ιδιότητες, ισχυρό και δυναμικό. Αυτές ήταν οι προσδοκίες τους και σε καμία περίπτωση δε θεωρούσαν ότι έχει προτεραιότητα η απελευθέρωση από την αμαρτία, η μετάνοια και άλλα παρόμοια που κήρυττε ο Ιησούς. Άμεση προτεραιότητα είχε η εθνική απελευθέρωση καθώς και η διατήρηση της θρησκευτικής παράδοσης του Ιουδαϊσμού. Ταύτιζαν την έλευση της βασιλείας του Μεσσία με την εθνική αποκατάσταση του Ισραήλ. Γι’ αυτό και η έννοια ενός πνευματικού Μεσσία χωρίς κοσμική δύναμη και χωρίς εμπλοκή στην εθνική υπόθεση απελευθέρωσης του Ισραήλ από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, ενός Μεσσία που κηρύττει μετάνοια, αγάπη, συγχώρηση των εχθρών και παρουσιάζει μια βασιλεία διαφορετική από τα άλλα βασίλεια, τους ήταν παντελώς ξένη, τελείως ακατανόητη και πολύ επικίνδυνη. 
     Απ’ αυτές τις Μεσσιανικές αντιλήψεις φαίνεται να ήταν επηρεασμένος ο Ιούδας. Η άρνηση του Κυρίου να αναλάβει ένα ρόλο κοσμικού βασιλιά και εθνικού απελευθερωτή των Ιουδαίων έφερε μεγάλο προβληματισμό στη σκέψη του Ιούδα, μείωσε τον αρχικό ενθουσιασμό που είχε για τον Κύριο και τον απογοήτευσε. Τα λόγια Κυρίου: «η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθαι, διά να μη παραδωθώ εις τους Ιουδαίους τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν». (Ιωάννης ΙΗ/18: 36) ήταν ακατανόητα γι’ αυτόν και τους ακολούθους του. 
     Είναι πολύ μπερδεμένος με τον Κύριο. Αντί ο Ιησούς να αξιοποιήσει το κύρος του και τη μεγάλη λαϊκή αποδοχή, που του είχαν χαρίσει οι θεραπείες των ασθενών και τα θαύματα και να προχωρήσει στην ανατροπή και την εξόντωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όχι μόνον αρνείται να τα κάνει όλα αυτά, αλλά κηρύσσει ένα Μεσσία πνευματικό, χωρίς κοσμική δύναμη και εξουσία που θα διωχθεί και θα απορριφθεί από τους ανθρώπους. Βλέπει ένα Μεσσία που ήρθε, για να συγχωρήσει τις αμαρτίες των ανθρώπων και να εγκαινιάσει μια ουράνια βασιλεία επί της γης, η οποία βασιλεία αυτή δε θα ασχολείται με τα προβλήματα της φυλής και του έθνους, δε θα έρθει σε καμία κόντρα με τους Ρωμαίους, αλλά που θα τους συγχωρήσει (συγχωρείτε τους εχθρούς σας Μάρκος ΙΑ/11: 25) και θα υποταχθεί πλήρως σ’ αυτούς. «Υπενθύμιζε αυτούς να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι, να ήναι έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν». (Τίτος Γ/3: 1). Η καινούργια βασιλεία του Ιησού όχι μόνον διαφοροποιείται από τη θρησκευτική παράδοση αλλά και επικρίνει τη θρησκευτική ηγεσία, που αποτελεί τον θεματοφύλακα των ιερών και των οσίων της πίστεως και των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Όλα αυτά ο Ιούδας τα θεωρεί αδιανόητα και δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του. 
      Καθώς παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, θεωρεί ότι είναι προδομένος από τον Κύριο, ότι ο Διδάσκαλος δε δικαίωσε τις προσδοκίες του και ότι δεν μπορεί να περιμένει τίποτα απ’ Αυτόν πλέον, καθώς υπάρχει μεγάλη διάσταση αντιλήψεων σε κύρια και βασικά θέματα. Έτσι λοιπόν για λόγους θρησκευτικής συνέπειας αλλά και ιδεολογικής πιστότητας στις καθιερωμένες κοσμικές αντιλήψεις αποφάσισε να παρέμβει αναλαμβάνοντας ένα βαρύ χρέος έναντι της παράδοσης και της μακράς ιστορίας του Ισραηλιτικού έθνους, συμμαχώντας μυστικά με τη θρησκευτική ηγεσία, τη μόνη αρχή διαφύλαξης της παράδοσης και των ιερών και οσίων του έθνους. Από δω και πέρα ενεργεί σαν απογοητευμένος ζηλωτής ιδεολόγος μέσα σ’ ένα εθνικιστικό πλαίσιο, προχωρεί σε συμμαχία με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και προδίδει τον Κύριο. 
     Για την πράξη του αυτή θα συναισθανθεί το λάθος του, αλλά δε θα μετανοήσει ειλικρινά. Η καταδίκη του Ιησού θα πετύχει ό,τι δεν πέτυχε η καλοσύνη και η ευγένειά του. «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» ομολογεί. Αναγνωρίζει την αθωότητα του Ιησού, αλλά δεν ζητά συγγνώμη για τις πράξεις του. Την αθωότητα του Χριστού αναγνωρίζουν επίσης ο Πιλάτος (Ματθαίος ΚΖ/27: 18-24), η γυναίκα του Πιλάτου (Ματθαίος ΚΖ : 19), ο Ηρώδης Αντίπας (Λουκάς ΚΓ/23: 15), ο ληστής (Λουκάς ΚΓ/23: 41), ο εκατόνταρχος και πάντες «οι συμπαραγενόμενοι όχλοι» (Λουκάς ΚΓ/23: 48), αφού είδαν βέβαια -οι τελευταίοι- τα σημεία που ακολούθησαν το θάνατο του Ιησού. 
     Η εγωιστική αναγνώριση του λάθους μας χωρίς να συνοδεύεται από συντριβή και εκζήτηση του Θείου Ελέους δε σώζει τον άνθρωπο. Αντίθετα τον οδηγεί στην απελπισία και την αιώνια καταδίκη. Έτσι ο ληστής που έζησε μακριά από το Χριστό, μέσα από τη μετάνοιά του κερδίζει τον παράδεισο, ενώ ο Ιούδας που ήταν κοντά στο Χριστό οδηγείται στην κόλαση. Η αναγνώριση του εγκλήματός του δε συγκινεί κανένα. Οι φίλοι του, οι συνεργάτες του στους οποίους στήριξε τις εθνικιστικές του ελπίδες, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, όταν θα πει «ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον», θα του απαντήσουν· «Τι προς ημάς; συ όψει». Γιατί το λες σε μας; Δικό σου θέμα είναι και δική σου ευθύνη, κανένας δε σε ανάγκασε να το κάνεις. (Ματθαίος ΚΖ/27: 3-4). Ό,τι κακό σκέφτηκε να κάνει έρχεται να ξεσπάσει πάνω του. Το αποτέλεσμα των ενεργειών του ήταν να χάσει και τούτη τη ζωή αλλά και τη μέλλουσα. 
    Τα χρήματα τα οποία τόσο πολύ αγάπησε τώρα τον καίνε. Πηγαίνει να τα επιστρέψει στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους, καίνε όμως κι αυτούς και γι’ αυτό δεν τα θέλουν. Επειδή είναι αποκτημένα με αίμα, οι υποκριτές αρχιερείς λένε ότι δε μπορούν να μπουν στο ταμείο του ναού. Δε σκέπτονται όμως ότι κι αυτοί που τα έδωσαν δεν μπορούν πλέον να παραμένουν στο ναό και να ηγούνται των πιστών του Ισραήλ. Ο Ιούδας τα πέταξε στο δάπεδο του ναού, όμως ούτε ο ναός τα θέλει. Στο τέλος γίνονται νεκροταφείο, αλλά και το νεκροταφείο καταντά "σιχαμερό". Χαρακτηρίστηκε κείνος ο τόπος "αγρός αίματος"! Είναι σίγουρο ότι οι νεκροί, αν μπορούσαν να μιλήσουν, δε θα δεχόταν να ταφούν εκεί. Ένας αγρός που με το όνομά του θα διαλαλεί κι αυτός εις τους αιώνες των αιώνων τη μεγάλη προδοσία. 
     Ο Ιούδας πέθανε την ίδια μέρα λίγο νωρίτερα από το Χριστό, αφού πήγε και κρεμάστηκε από μόνος του (Ματθαίος ΚΖ/27: 5). Όταν έπεσε κάτω, άνοιξαν τα σπλάχνα του (Πράξεις Α: 18), αφού προφανώς έσπασε κάποια στιγμή το σχοινί από το οποίο κρεμόταν. Το Χριστό το σταύρωσαν άλλοι, ο Ιούδας κρεμάστηκε μόνος του. Το κακό πάντοτε τιμωρείται και πολλές φορές αυτός που το διαπράττει αυτοτιμωρείται. Αυτός που αδικείται και υπομένει την αδικία «κατά Θεόν» είναι στα χέρια του Κυρίου, όμως αυτός που αδικεί και δεν μετανοεί προορίζει τον εαυτόν του για αιώνια απώλεια, την αιώνια καταδίκη. Μετά απ’ όλα αυτά πιθανολογείται ότι τα κίνητρα του Ιούδα, για μια τόσο μεγάλη πράξη προδοσίας ήταν κυρίως ιδεολογικά και λιγότερο η υπερβολική του αγάπη προς το χρήμα. 
   Οι λανθασμένες επιλογές του Ιούδα παρατηρούμε να εφαρμόζονται διαχρονικά και να επεκτείνονται και στις ημέρες μας. Πολλές φορές βλέπουμε ανθρώπους να κινούνται στο ίδιο πνεύμα, να έχουν την ίδια νοοτροπία και να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη που έκανε ο Ιούδας, καθώς μέσα σ’ ένα πνεύμα πατριωτικού εθνικισμού βλέπουμε να παρακάμπτουν του σκοπό τους, που λογικά θα πρέπει να είναι η  πίστη και η σωτηρία διά Ιησού Χριστού, που ο Θεός προσφέρει σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει σ’ Αυτόν (Ιωάννης Σ/6: 47). Αντί αυτού βλέπουμε να ταυτίζουν τις επιδιώξεις τους με τις κρατικές - εθνικές – υποθέσεις και να δίνουν προτεραιότητα σ’ αυτές, να αγωνίζονται για τα πεπρωμένα της φυλής και του Έθνους και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να γίνουν θεματοφύλακες αυτών κάτω από πύρινα κηρύγματα εθνικής σωτηρίας και διαφύλαξης του ενδόξου εθνο θρησκευτικού παρελθόντος.  
        Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς θα μπορέσει να σταθεί στις ημέρες μας ο άνθρωπος του Θεού και να νικήσει; Ένας είναι ο δρόμος. Ο Κύριος δια του Ιωάννη, του ευαγγελιστή, με στεντόρεια φωνή διακηρύττει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού» (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους», κεφ. ΙΒ/12, εδ. 2 αναφέρει: «αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού». Επίσης στο βιβλίο της "Αποκάλυψης", κεφ. ΚΒ, εδ. 11 αναφέρεται: «Όστις αδικεί ας αδικήση έτι, και όστις είναι μεμολυσμένος ας μολυνθή έτι, και ο δίκαιος ας γείνη έτι δίκαιος, και ο άγιος ας γείνη έτι άγιος». 
    Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του Ιούδα του Ισκαριώτη. Προσπάθησε και, όπως ήταν φυσικό απέτυχε, να ισορροπήσει πάνω σε δύο βάρκες. Αγνόησε τη συμβουλή του Λόγου του Θεού : «Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύη δύο κυρίους διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά» (Λουκάς ΙΣ/16: 13). 
    Από τη μία πλευρά έπεσε στη μεγάλη αμαρτία της φιλαργυρίας, για την οποία ο Απ. Παύλος προτρέπει το μαθητή του τον Τιμόθεο να προσέχει: «Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία, την οποίαν τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς» (Α΄ Τιμοθέου Σ/6: 10). Από την άλλη συνδύασε τα πράγματα του Θεού με την πολιτική του ιδεολογία και τα εθνικοπατριωτικά του αισθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Ο παράνομος, ο ληστής, ο κακούργος παίρνει άφεση των αμαρτιών του και οδηγείται κατευθείαν στον παράδεισο του Θεού, ενώ ο μαθητής, ο συνεργάτης, ο άνθρωπος που έζησε δίπλα στο Χριστό οδηγείται στην απώλεια, στη κόλαση, στην αιώνια τιμωρία! 
     Ο Απ. Παύλος επισημαίνει στους Κορίνθιους χριστιανούς και διαχρονικά προς όλους μας: «Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών, εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν». (Α΄ Κορινθίους Ι/10: 11). ---

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου