Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΔΥΟ ΥΙΟΊ.

Ευαγγέλιον "κατά ΜΑΤΘΑΙΟΝ", κεφ. ΚΑ/21, εδ. 28-31.

28 Αλλά τι σας φαίνεται; Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και ελθών προς τον πρώτον είπε Τέκνον, ύπαγε σήμερον εργάζου εν τω αμπελώνι μου. 
29 Ο δε αποκριθείς είπε Δεν θέλω ύστερον όμως μετανοήσας υπήγε. 
30 Και ελθών προς τον δεύτερον είπεν ωσαύτως. Και εκείνος αποκριθείς είπεν Εγώ υπάγω, κύριε και δεν υπήγε. 
31 Τις εκ των δύο έκαμε το θέλημα του πατρός; Λέγουσι προς αυτόν Ο πρώτος. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς Αληθώς σας λέγω ότι οι τελώναι και αι πόρναι υπάγουσι πρότερον υμών εις την βασιλείαν του Θεού. 

      ΣΧΟΛΙΑ:
     Μεγάλη υπήρξε η μανία του εχθρού, του εχθρού για να εξοντώσει τον Κύριο. Όργανό του για την επίτευξη αυτού του σκοπού στάθηκε ο ιερατείο της εποχής εκείνης, οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι, αν και μελετούσαν τον λόγο του Θεού, δεν πίστευαν σ’ αυτόν. Ενώ κήρυτταν ότι ευαρεστούσαν το Θεό με τα έργα τους, όταν ήλθε Εκείνος για τον οποίον έγραφε ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, ο κεχρησμένος Σωτήρας του ουρανού, δεν τον αναγνώρισαν. Ο λόγος του Θεού μας αναφέρει χαρακτηριστικά: «εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι δεν γνώρισαν αυτόν» (Ιωάννης Α/1: 11). Μισούσαν το Χριστό και με κάθε τρόπο επιδίωκαν να Του στήσουν παγίδα προσπαθώντας να βρουν κάποια δικαιολογία, για να Τον συκοφαντήσουν. 
    Για να διαψεύσουν και να διαπομπεύσουν τον Κύριο που μιλούσε για ανάσταση νεκρών, του υπέβαλαν ένα αίνιγμα: Μια γυναίκα πέθανε ο άντρας της, στη συνέχεια την παντρεύτηκε ο αδελφός του και το ίδιο συνέβη και με τους επτά αδελφούς, οι οποίοι πέθαναν ο ένας μετά τον άλλον. Στο τέλος πέθανε και η γυναίκα. Το αίνιγμά τους ήταν σε ποιόν από τους επτά άνδρες θα ανήκει η γυναίκα αυτή όταν θα αναστηθούν οι νεκροί; Με το ερώτημα αυτό ήθελαν να αποδείξουν ότι το δόγμα της ανάστασης των νεκρών δημιουργούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες και δεν είχε καμία λογική, συνεπώς δεν ήταν αλήθεια. «Αποκριθείς δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς Πλανάσθε μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού» (Ματθαίος ΚΒ/22: 29). Ούτε τις γραφές γνώριζαν και ασφαλώς ούτε και τη δύναμη του Θεού μπορούσαν να καταλάβουν. 
     Μια άλλη φορά παρουσίασαν μια γυναίκα στον Κύριο η οποία είχε συλληφθεί για μοιχεία. Το σχέδιό τους ήταν: Αν ο Κύριος έλεγε: «λιθοβολείστε την», αυτοί θα Του έλεγαν που είναι η αγάπη που διακηρύττεις. Αν ο Κύριος έλεγε «μην τη λιθοβολείτε», αυτοί θα Του έλεγαν ότι παραβαίνει το Μωσαϊκό νόμο. Σε κάθε περίπτωση ήταν έτοιμοι να ενοχοποιήσουν τον Κύριο. Καθώς ο Κύριος σήκωσε το βλέμμα Του και τους είδε να κρατάνε ξύλα και λιθάρια για να την λιθοβολήσουν τους είπε: «Ο αναμάρτητος να βάλει πρώτος τον λίθο». Σε λίγο κανένας δεν κατηγορούσε τη γυναίκα αυτή, γιατί όλοι ελεγχόμενοι από τη συνείδησή τους είχαν εξαφανιστεί. (Ιωάννης Η/8: 3-11). 
    Σε μια άλλη περίπτωση, καθώς ο Κύριος δίδασκε στο Ναό, τον διέκοψαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και τον ρωτούσαν: «ποιος σου έδωσε την εξουσία να διδάσκεις και να κάνεις θαύματα;» (Ματθαίος ΚΑ/21: 23). Σκοπός τους ήταν και εδώ να παγιδεύσουν τον Κύριο. Αν έλεγε ότι έχει εξουσία από το Θεό, θα Τον κατηγορούσαν για βλασφημία και θα Τον αμφισβητούσαν, γιατί πίστευαν ότι αυτοί ήταν οι αντιπρόσωποι του Θεού και οι θεματοφύλακες της πίστεως. Αν έλεγε ότι την εξουσία την έχει από τους ανθρώπους, θα τον χλεύαζαν. 
     Είχαν βυθιστεί πραγματικά μέσα στις προκαταλήψεις τους, στις ανθρώπινες παραδόσεις τους, στη θρησκεία τους που είχαν φτιάξει στα μέτρα τους και με τον τρόπο αυτό ακύρωναν το λόγο του Θεού. «αφήσατε την εντολή τού Θεού, κρατάτε την παράδοση των ανθρώπων» (Μάρκος Η/7: 8). Απέβλεπαν στη σάρκα και όχι στο πνεύμα. Περίμεναν ένα Χριστό αρχιστράτηγο που θα απελευθερώσει την Παλαιστίνη από τους Ρωμαίους και στη συνέχεια θα καταλάβει όλη τη γη και όχι ένα Χριστό που θα τους ελευθέρωνε από τα δεσμά της αμαρτίας και τον αιώνιο θάνατο. 
   Ο Κύριος βλέποντας την ανυπακοή τους, την παροιμιώδη υποκρισία τους και την ακραία συκοφαντία των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων που παρέσυραν όλο το λαό, πολλές φορές τους έλεγχε και τους έλεγε λόγια στα οποία δεν μπορούσαν να απαντήσουν. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε και στο σημερινό μας μάθημα. Για να τους αποδείξει την πλάνη και διαστροφή τους, τους ανέφερε αυτή την παραβολή με την οποία γίνεται φανερό ότι μόνοι ξέφυγαν από το θέλημα του Θεού και θα είναι αυτοί οι ίδιοι η αιτία της αιώνιας καταδίκης τους. 
    Λέει λοιπόν η παραβολή. Ένας πατέρα είχε δύο υιούς και τους είπε: «Πηγαίνετε παιδιά μου να εργαστείτε στον αμπελώνα μου». Τα ίδια λόγια είπε και στους δύο ο Πατέρας, γιατί δεν ξεχωρίζει κανένα παιδί του. Αγαπάει το ίδιο τα παιδιά του. Αγαπάει το ίδιο όλους τους ανθρώπους από κάθε φυλή και κάθε έθνος και θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση του θελήματός του (Α’ Τιμοθέου Β/2: 4). 
     Πολύ λογική ήταν η απαίτηση του Πατέρα. Ο άνθρωπος γεννήθηκε, για να εργάζεται. Ακόμα και πριν από την πτώση μέσα στον Παράδεισο ο άνθρωπος εργαζόταν. Η οκνηρία, η τεμπελιά, η απραξία είναι έξω από το θέλημα του Θεού. Ο ίδιος ο Θεός εργάστηκε έξι ημέρες για τη δημιουργία του κόσμου και εργάζεται μέχρι σήμερα για τη σωτηρία του. Ο Θεός ποτέ δεν έπαψε να καλεί τον άνθρωπο να έλθει κοντά Του και να εργασθεί στον «αμπελώνα» Του για τη σωτηρία του και για τη σωτηρία και άλλων πολυτίμων ψυχών. Η κλήση του Θεού στον άνθρωπο είναι να πιστέψει σ’ Αυτόν και να εφαρμόσει στην πράξη εκείνα τα οποία πιστεύει, γιατί όπως λέει και ο Ιάκωβος, «πίστη χωρίς έργα είναι νεκρά» (Ιακώβου Β/2: 20). Πρώτα πίστη και μετά έργα. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ισχύει το αντίθετο. 
     «Υπαγε σήμερον εργάσου …». Τούτη η εντολή αφορά όλους μας και θα πρέπει να εργαστούμε τώρα που είναι ακόμα ημέρα, που υπάρχει ακόμα φως, που υπάρχει δυνατότητα πνευματικής δράσης. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα του πέμψαντός με, εωσού είναι ημέρα. Ερχεται νύξ και ουδείς δύναται να εργάζεται». (Ιωάννης Θ/9: 4). Καλείται και σήμερα ο άνθρωπος να εργαστεί και μάλιστα όσο είναι ημέρα, να ενδιαφερθεί για την ψυχή του, για το αιώνιο μέλλον του, να επιλέξει πού θα ζήσει αιώνια, κοντά στο Θεό, που είναι ο παράδεισος ή μακριά απ’ Αυτόν, που είναι η κόλαση. 
    Ο αμπελώνας του Θεού είναι η Εκκλησία του Θεού, εν Χριστώ Ιησού. Ο Κύριος μας κάλεσε κάποια μέρα τον καθένα από μας να μπούμε στην εκκλησία Του που είναι το Πανδοχείο του Θεού. (Λουκάς Ι/10: 34). Εκεί ο πληγωμένος, ο τραυματισμένος, ο ημιθανής εξαιτίας της αμαρτίας άνθρωπος, θα βρει τη γιατριά του. Εκεί θα πάρει δυνάμεις, θα αυξηθεί πνευματικά και θα τελειοποιηθεί για τον ουρανό. Εκεί ο κάθε καλεσμένος θα χρησιμοποιήσει τα τάλαντά του για τη δόξα Εκείνου. Ω! πόσο μεγάλο ενδιαφέρον θα πρέπει να έχει ο κάθε υιός για τον «αμπελώνα» του Θεού. 
     «Ύπαγε σήμερον εργάσου …». Αλήθεια πόσα θα μπορούσαμε να πούμε για αυτό το σήμερα. Είναι το μόνο που μας ανήκει. Το αύριο δεν είναι δικό μας. Η αναβολή για τα πράγματα του Θεού δεν είναι τίποτα άλλο από μια καλοστημένη παγίδα του εχθρού. Τούτο το σήμερα είναι τόσο φευγαλέο μέσα στη ζωή μας περνάει τόσο γρήγορα και φεύγει, χωρίς να το καταλάβουμε. Βλέπουμε εδώ έναν Πατέρα να μιλάει με εξουσία, όχι εξουσία τυράννου αλλά εξουσία πατρική. Αλήθεια πόσο σεβασμό και πόση υπακοή θα πρέπει να δείχνουμε σε κάθε κάλεσμα του Πατέρα μας και Δημιουργού μας! Μας προσφέρει καθημερινά τα πάντα. Μας δημιούργησε, μας διατηρεί στη ζωή, μας έσωσε αιώνια δια του Έργου του σταυρού του Χριστού. Έχει κάνει τα πάντα για μας και καθώς παρατηρεί τη ζωή μας ένα παράπονο εκφράζει: «Τι ήτο δυνατόν να κάμω έτι εις τον αμπελώνα μου και δεν έκαμον εις αυτόν; δια τι λοιπόν, ενώ περιέμενον να κάμη σταφύλια, έκαμεν αγριοστάφυλα;» (Ησαΐας Ε/5: 4). 
    Το αποκορύφωμα της ευεργεσίας του Θεού μέσα στην ζωή μας είναι η ελευθερία της βούλησης την οποία μας έδωσε και που συστηματικά σέβεται μέσα στη ζωή μας. Ποτέ ο Θεός δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου. Η διαχρονική πρόσκλησή Του είναι: «Όστις θέλει να έλθει οπίσω μου…» (Μάρκος Η/8: 34). Από μας αποκλειστικά εξαρτάται αν θα πούμε ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην πρόσκληση του Θεού. Ο Θεός απλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις δείχνοντάς μας την αγάπη Του, τη χάρη Του, το έλεός Του. Εκείνο το οποίο περιμένει από μας να ακούσει ελεύθερα και αβίαστα είναι: «Ναι Κύριε θα σε ακολουθήσω». 
   Καθώς ο Κύριος βαδίζει προς την Ιερουσαλήμ πάνω σε ένα γαϊδουράκι κλαίγοντας, επειδή γνωρίζει τι θα ακολουθήσει, εκφράζει ένα παράπονο προς τους κατοίκους της πόλης: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ' ον τρόπον η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε, Ιδού, σας αφίνεται ο οίκός σας έρημος» (Λουκάς ΙΓ/13: 34). Άραγε υπάρχουν πιο τραγικά λόγια απ’ αυτά; Ο Κύριος ήθελε να μαζέψει τα παιδιά Του, αλλά αυτοί δε θέλησαν. Έτσι λοιπόν ο Θεός δεν προορίζει άλλους ανθρώπους για σωτηρία και άλλους για καταστροφή, ο άνθρωπος μόνος του λαμβάνει την απόφασή του και παίρνει θέση απέναντι στο Θεό. Είναι γεγονός ότι κανένας δε θα ζήσει στην άλλη ζωή μακριά από το Θεό, μόνον αν ο ίδιος το θελήσει μέσα στην ελευθερία του σε τούτη τη ζωή. 
     Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αντέδρασαν τούτα τα παιδιά στο κάλεσμα του Πατέρα. 
  Ο πρώτος υιός είπε: «Πατέρα δεν θέλω να πάω να εργασθώ». Μα παιδί μου …. εξηγεί ο Πατέρας…. Ανένδοτος ο γιος: «Δεν θέλω». Τούτος ο γιος δείχνει πράγματι όλη την αχαριστία, όλη την αυθάδεια, όλη την ανυπακοή. Ο καθένας που είναι γονιός μπορεί να αντιληφθεί την πικρία, τη στεναχώρια που αισθάνεται κανείς, όταν βλέπει το παιδί του να γίνεται ανυπάκουο να απομακρύνεται από τα θέλημά του, να παίρνει δικούς του δρόμους, που θα το οδηγήσουν μακριά σε δύσκολες και περιπετειώδη καταστάσεις. «Δεν θέλω». Πόσο πίκρανε τον Πατέρα του τούτο το παιδί με την αρνητική αυτή στάση του! 
   Ο δεύτερος υιός είπε: «εγώ θα πάω να εργαστώ». Εγώ πατέρα δε θα σου αρνηθώ, όπως σου αρνήθηκε ο αδελφός μου, εγώ θα πάω και θα εργασθώ, σύμφωνα με τις εντολές Σου, ακολουθώντας κατά πάντα το θέλημά Σου. Τι ωραία λόγια, πόσο ευαρεστείται ένας πατέρας από τούτα τα λόγια. Θα έλεγε κανείς παρατηρώντας τη στάση της υπακοής αυτού του παιδιού ότι είναι άλλο παιδί τούτο. Πάνω απ’ όλα έχει σεβασμό και δείχνει υπακοή στην εντολή του Πατέρα του. Είναι έτοιμος να ακούσει και να υπακούσει. Τι μεγάλη χαρά για τον πατέρα, καθώς βλέπει την υπακοή του παιδιού του! 
    Ας παρατηρήσουμε όμως και τη συνέχεια. Τούτα τα δύο παιδιά, που εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους, άλλα είπαν στον Πατέρα και άλλα έπραξαν. 
     Ο πρώτος υιός είχε πει ορθά κοφτά στον Πατέρα: «Δεν πάω», αλλά στην πορεία της ζωής του άλλαξε γνώμη. Μετανόησε για την άρνησή του, για την ανταρσία του ενάντια στο θέλημα του Πατέρα και υπάκουσε σ’ αυτό. Τέτοιοι ήσαν οι Τελώνες, οι πόρνες, εσύ, εγώ, όλοι οι αμαρτωλοί, προς τους οποίους αρχικά ο Ιωάννης κήρυξε: «Μετανοείτε». Σ’ αυτούς απευθύνθηκε ο Κύριος. Είχαν καταφρονήσει το Θεό στη ζωή τους. Ήταν άνθρωποι ανήθικοι, αποστάτες, αμαρτωλοί, εχθροί του Θεού, οι οποίοι όμως κάποια στιγμή μέσα στη ζωή τους ήρθαν στον εαυτόν τους, μετανόησαν και δέχτηκαν το Χριστό και τη σωτηρία που μόνον Αυτός προσφέρει (Πράξεις Δ/4: 12) σε κάθε αποστάτη άνθρωπο που θα μετανοήσει ειλικρινά για το παρελθόν της άρνησης και της ανυπακοής του και θα ζητήσει το πρόσωπό Του. Άνθρωποι της αμαρτίας και της αποστασίας μετανόησαν μέσα στη ζωή τους για το αμαρτωλό και αποστατημένο παρελθόν τους και οδηγήθηκαν στο Χριστό. Ένας τέτοιος, σφόδρα αμαρτωλός ήταν ο Σαύλος, μετέπειτα Απ. Παύλος, ο Ζακχαίος, ο τελώνης, ήταν ο μετανοημένος ληστής πάνω στο σταυρό και πάρα πολλοί άλλοι. Ήσουν εσύ, εγώ, ήσαν εκατομμύρια ψυχές ανάμεσα στους αιώνες από «κάθε φυλή και κάθε έθνος» (Αποκάλυψη Ε/5: 9). 
   Ο δεύτερος υιός, που φαινομενικά ήταν τόσο πρόθυμος να εργαστεί, αποδείχτηκε πονηρός, οκνηρός και ανυπάκουος στο θέλημα του πατέρα. Ό,τι είπε το είπε από υποκριτική διάθεση, για να φανεί καλός και να ξεγελάσει τον Πατέρα του. Το αποτέλεσμα: «Και δεν υπήγε…». Αυτοί ήσαν οι Γραμματείς, οι Φαρισαίοι, οι Σαδουκαίοι και ολόκληρο το ιερατείο της εποχής εκείνης. Αυτοί είχαν μεγάλες απαιτήσεις. Πολλά έλεγαν, πολλά κήρυτταν, αλλά στην πράξη τα έργα τους ήταν αντίθετα με τα λόγια τους και με το θέλημα του πατέρα Θεού. Ο Κύριος αγανακτώντας κάποτε μαζί τους τους είπε: «Είσθε τάφοι κεκονιαμένοι» (Ματθαίος ΚΓ/23: 27). Απ’ έξω λευκοί και περιποιημένοι από μέσα βρωμιά. Στους μαθητές του δε είπε ο Κύριος: «Πάντα λοιπόν όσα αν είπωσι προς εσάς να φυλάττητε, φυλάττετε και πράττετε, κατά δε τα έργα αυτών μη πράττετε επειδή λέγουσι και δεν πράττουσι» (Ματθαίος ΚΓ/23: 3) Τα λόγια τους ήταν: «Κύριε, Κύριε», όμως τα έργα τους μακράν απείχαν από το θέλημα του Κυρίου. Σύμφωνα με το θέλημα του Θεού μιλούσαν, αλλά δεν έπρατταν στη ζωή τους εκείνα τα οποία έλεγαν. Και το πιο σοβαρό και καθοριστικό γι’ αυτούς ήταν ότι δε συναισθάνονταν την αμαρτία τους και δε μετανοούσαν γι’ αυτήν. Δε μετάνιωσαν, δεν πίστεψαν στο Χριστό. «έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής. Και τούτους φεύγε» (Β΄ Τιμοθέου Γ/3: 5). Με πόση τραγικότητα εφαρμόζεται τούτο το φαινόμενο και στις ημέρες μας. κηρύττω 
     Βλέπουμε τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας, ανθρώπους καθημερινά γύρω μας να λένε: «Εσείς κηρύττετε την αλήθεια», συμφωνούν σε όλα, αλλά δεν ακολουθούν και τραβούν το δικό τους δρόμο. Βλέπουμε πολλούς να είναι τακτικοί στον οίκον του Θεού και να αναλώνονται σε κάθε είδους υπηρεσία, αλλά να μην προχωρούν στο δρόμο της μετάνοιας και του Αγιασμού, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει το Θεό (Εβραίους ΙΒ/12: 14). 
    Στην παραπάνω κατηγορία ανήκουν όλοι εκείνοι που μένουν στις παραδόσεις τους, που αρκούνται στη θρησκεία τους και τα θρησκευτικά τους έργα. Όλες οι θρησκείες ως ανθρώπινα δημιουργήματα δεν μπορούν να προσφέρουν πνευματικότητα στον άνθρωπο. Είναι τα φύλλα της συκής με τα οποία προσπάθησε να «ντυθεί» ο άνθρωπος αλλά δε μπόρεσε και έμεινε γυμνός. Για να τον ντύσει ο Θεός τον άνθρωπο έσφαξε δύο αθώα ζώα και με το δέρμα τους έφτιαξε χιτώνες (Γένεση Γ/3: 21). Μόνον ο Θεός μπορεί να «ντύσει» τον άνθρωπο, δια Ιησού Χριστού. Μέσα στην καταρροή τους οι θρησκείες του κόσμου προβαίνουν σε μια απεγνωσμένη κίνηση προσπαθώντας να δημιουργήσουν στις μέρες μας την πανθρησκεία, που θα αποτελέσει το επιστέγασμα όλων των βδελυγμάτων της γης και την αιχμή του δόρατος της αποστασίας του ανθρώπου από το Θεό. 
      Οι άνθρωποι εφησυχάζουν και έτσι αρνούνται να εισέλθουν και να εργαστούν στον αμπελώνα του Θεού. Έτσι μοιάζουν με δένδρα πανύψηλα που έχουν μεγάλα κλαδιά, πολύ πλούσιο φύλλωμα, όμως χωρίς καρπό. «νεφέλαι άνυδροι υπό ανέμων περιφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά άκαρπα, δις αποθανόντα, εκριζωθέντα» (Ιούδας Α/1: 12). 
      Τι μένει λοιπόν για τον άνθρωπο; Εκείνος που μετανόησε και ήρθε και εργάζεται στον αμπελώνα να ευχαριστήσει το Θεό για τη Χάρη Του, για το Έλεός Του και να εργαστεί με συνέπεια, περισσότερο και περισσότερο, καθώς ο Κύριος έρχεται, τα βήματά Του ακούγονται. Έρχεται και μαζί Του φέρνει το μισθό για τον καθένα (Αποκάλυψη ΙΑ/11; 18). 
    Για όλους εκείνους που αρκούνται στα θρησκευτικά τους έργα, που δε μετανόησαν, αλλά νομίζουν ότι «ίστανται, ενώ είναι τοίχος κεκλιμένος και φραγμός ετοιμόρροπος» (Ψαλμός ΞΒ/62: 3) ο Κύριος περιμένει να μετανοήσουν ειλικρινά και έμπρακτα στη ζωή τους, ώστε να μη λένε άλλα στον Κύριο και πράττουν άλλα, γιατί «ο Θεός δεν εμπαίζεται επειδή ό,τι αν σπείρει ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει» (Γαλάτας Σ/6: 7). ---