Ευαγγέλιον «κατά Μάρκον», κεφ. Ε/5, εδ. 22-24 & 35-43.
Ευαγγέλιον «κατά Λουκάν», κεφ. Η/8: 40-42 & 49-56.
41 Και ιδού, ήλθεν άνθρωπος ονομαζόμενος Ιάειρος, όστις ήτο άρχων της συναγωγής και πεσών εις τους πόδας του Ιησού, παρεκάλει αυτόν να εισέλθη εις τον οίκον αυτού,
42 διότι είχε θυγατέρα μονογενή ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Ενώ δε επορεύετο, οι όχλοι συνέθλιβον αυτόν.
43 Και γυνή τις έχουσα ρύσιν αίματος δώδεκα έτη, ήτις δαπανήσασα εις ιατρούς όλον τον βίον αυτής δεν ηδυνήθη να θεραπευθή υπ' ουδενός,
44 πλησιάσασα όπισθεν ήγγισε το άκρον του ιματίου αυτού, και παρευθύς εστάθη η ρύσις του αίματος αυτής.
45 Και είπεν ο Ιησούς Τις μου ήγγισε; και ενώ ηρνούντο πάντες, είπεν ο Πέτρος και οι μετ' αυτού· Επιστάτα, οι όχλοι σε συμπιέζουσι και σε συνθλίβουσι, και λέγεις· Τις μου ήγγισεν;
46 Ο δε Ιησούς είπε· Μου ήγγισέ τις· διότι εγώ ενόησα ότι εξήλθε δύναμις απ' εμού.
47 Ιδούσα δε η γυνή ότι δεν εκρύφθη, ήλθε τρέμουσα και προσπεσούσα εις αυτόν, απήγγειλε προς αυτόν ενώπιον παντός του λαού διά ποίαν αιτίαν ήγγισεν αυτόν, και ότι παρευθύς ιατρεύθη.
48 Ο δε είπε προς αυτήν· Θάρρει, θύγατερ, η πίστις σου σε έσωσεν· ύπαγε εις ειρήνην.
49 Ενώ δε ελάλει έτι, έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου, λέγων προς αυτόν ότι απέθανεν η θυγάτηρ σου μη ενόχλει τον Διδάσκαλον.
50 Ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη προς αυτόν, λέγων· Μη φοβού· μόνον πίστευε, και θέλει σωθή.
51 Και ότε εισήλθεν εις την οικίαν, δεν αφήκεν ουδένα να εισέλθη ειμή τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα.
52 Έκλαιον δε πάντες και εθρήνουν αυτήν. Ο δε είπε· Μη κλαίετε· δεν απέθανεν, αλλά κοιμάται.
53 Και κατεγέλων αυτόν, εξεύροντες ότι απέθανεν.
54 Αλλ' αυτός εκβαλών έξω πάντας και πιάσας την χείρα αυτής, εφώναξε λέγων· Κοράσιον, σηκώθητι.
55 Και υπέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παρευθύς, και προσέταξε να δοθή εις αυτήν να φάγη.
56 Και εξεπλάγησαν οι γονείς αυτής. Ο δε παρήγγειλεν εις αυτούς να μη είπωσιν εις μηδένα το γεγονός.
ΣΧΟΛΙΑ:
Ο Ιησούς επέστρεψε στην παραλία της θάλασσας της Γαλιλαίας και εκεί ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων τον υποδέχτηκε, καθώς περίμεναν τον ερχομό Του. Ο Ιάειρος [τ’ όνομα σημαίνει: «Ο Θεός εγείρει»], ο οποίος ήταν άρχοντας της συναγωγής των Ιουδαίων Τον περίμενε με ιδιαίτερη ανυπομονησία, γιατί είχε μια δωδεκάχρονη κόρη, που ήταν ετοιμοθάνατη. Η κατάσταση της υγείας της μοναχοκόρης του συνεχώς επιδεινωνόταν και πολύ σύντομα θα την οδηγούσε στο θάνατο. Ο Ιάειρος είχε ακούσει για τα θαύματα του Ιησού, είχε ακούσει και ίσως να είχε δει και με τα ίδια του τα μάτια κάποια από εκείνα τα οποία παραγγέλλει ο Κύριος να μεταφέρουν στον Ιωάννη το Βαπτιστή. «τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται» (Ματθαίος ΙΑ/11: 4).
Καθώς αντίκρυσε τον Κύριο γεμάτος από απελπισία, απόγνωση, αγωνία, αλλά και έχοντας ελπίδα μέσα του, πλησιάζει τον Ιησού αψηφώντας το γεγονός ότι η θρησκευτική και θεολογική ηγεσία ήταν κατά του Ιησού και ότι κινδύνευε από «υψηλά ιστάμενος» να βρεθεί στο στόχαστρο της εναντίωσής τους και να γίνει αποσυνάγωγος. «…οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει, αν κάποιος Τον ομολογήσει ως Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος» (Ιωάννης Θ/9: 22). Γονάτισε ενώπιον του Κυρίου δείχνοντας έτσι όλο του το σεβασμό στο πρόσωπό Του, και απευθύνθηκε σ’ Αυτόν με τα ακόλουθα ιδιαιτέρως συγκινητικά λόγια: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της έλα Κύριε να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Ο Κύριος συμπονώντας το δυστυχισμένο πατέρα ανταποκρίθηκε με προθυμία στη δραματική έκκλησή του και ξεκίνησαν μαζί για να πάνε στο σπίτι, όπου βρισκόταν το άρρωστο παιδί.
Ο αρχισυνάγωγος ήταν ο προϊστάμενος της Εβραϊκής Συναγωγής και είχε την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία της κάθε Σάββατο και τις εορτές τις εορτές, καθώς διάβαζαν περικοπές της Βίβλου, ανέπεμπαν προσευχές και ερμήνευαν το Νόμο. Επίσης φρόντιζε τα σχετικά με την ευταξία και μεριμνούσε για τη συντήρηση του κτιρίου της συναγωγής. Πρόκειται για μία υψηλή θέση μέσα στην Ιουδαϊκή κοινωνία. Τι κι αν ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα, μπροστά στο θάνατο όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και αδύναμοι. Ο Ιάειρος αναγνωρίζει την εξουσία του Κυρίου, πιστεύει στη δύναμή Του και δε διστάζει να θυσιάσει την υπόληψή του και το κύρος του ελπίζοντας στη σωτηρία του παιδιού του.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που περιέβαλαν ασφυκτικά τον Κύριο ήταν και μία γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Η γυναίκα αυτή είχε ξοδέψει την περιουσία της στους γιατρούς, χωρίς να έχει δει καμία βελτίωση. Αντίθετα είχε γίνει χειρότερα.
[ανάλυση της περικοπής έχει δημοσιευθεί στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com στις 25-02-2017, με θέμα: «Η ΑΙΜΟΡΟΟΥΣΑ»].
Ενώ ακόμα ο Κύριος μιλούσε με την αιμορροούσα γυναίκα την οποία είχε θεραπεύσει, ήρθαν άνθρωποι από το σπίτι του Ιάειρου και του έφεραν πολύ δυσάρεστα νέα: «Η κόρη σου πέθανε» (Μάρκος Ε/5: 35) και επομένως δε θα χρειαζόταν πια η παρέμβαση του Ιησού. Η είδηση θα προκάλεσε οπωσδήποτε πολύ μεγάλο πόνο στον πατέρα. Είναι η πιο μεγάλη, η πιο τραγική στιγμή για κάθε άνθρωπο. Ο Ιάειρος, που κατέχει μια τόσο υψηλή θέση στην τοπική κοινωνία, τούτη την ώρα δε μπορεί να προσφέρει απολύτως τίποτα. Η μοναχοκόρη του ήταν πλέον νεκρή. Μέχρι εκείνη την ώρα διατηρούσε μέσα του κάποια ελπίδα θεραπείας, τώρα όμως όλα έχουν χαθεί. Εκεί που κάθε ελπίδα σβήνει, εκεί που το πλήρες αδιέξοδο έρχεται να σκεπάσει τα πάντα, ο Κύριος έρχεται να βάλει ελπίδα μέσα μας.
Πολλές φορές μπορεί να παρουσιαζόμαστε παράλογοι στους άλλους, ακόμα και στον ίδιο τον εαυτόν μας με την επιμονή μας να ελπίζουμε και να περιμένουμε από το Θεό να συμβεί το απροσδόκητο, το αδύνατο, το φανταστικό, εκείνο που έρχεται ν’ αλλάξει τη σκληρή πραγματικότητα. Την αποφασιστική αυτή στάση της καρδιάς ο Θεός την εκτιμά, καθώς μέσα απ’ αυτήν την εμπειρία φαίνεται η πίστη μας, η απόλυτη εμπιστοσύνη μας σ’ Εκείνον. Κάποιος θα μπορούσε να κατακρίνει αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν κάλεσε νωρίτερα τον Ιησού, όταν η υγεία της κόρη του βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση, όμως ο Κύριος δε δίνει σημασία στις αδυναμίες και τα λάθη μας. Εκείνο που θέλει να διακρίνει μέσα στην καρδιά μας είναι η πίστη μας.
Ο Κύριος είχε δεχτεί τόσο πρόθυμα ν’ ακολουθήσει τον Ιάειρο στο σπίτι του και μόλις είχε δώσει ένα δείγμα της δυνάμεώς Του θεραπεύοντας την αιμορροούσα γυναίκα. Ο Ιάειρος πίστευε ότι ο Κύριος μπορούσε να θεραπεύσει ακόμα και τα πιο βαριά νοσήματα, όμως η πίστη του δεν ήταν τόση, ώστε να ελπίζει ακόμα και σε μια ανάσταση νεκρού. Είναι φανερό ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είχε τη μεγάλη εκείνη πίστη του εκατόνταρχου που είπε στον Κύριο: «δεν είμαι άξιος να εισέλθης υπό την στέγην μου· αλλά μόνον ειπέ λόγον, και θέλει ιατρευθή ο δούλός μου» (Ματθαίος Η/8: 8). Δεν είμαι άξιος, Κύριε, να έρθεις στο σπίτι μου και από μακριά με ένα σου Λόγο μπορείς να θεραπεύσεις το δούλο μου που είναι άρρωστος. Ο Ιάειρος φαίνεται να εκδηλώνει μικρή πίστη ως προς τη δύναμη του Κυρίου, όμως ο Χριστός δέχεται και το «λίγο» μέσα στη ζωή μας, φτάνει αυτό να είναι ειλικρινές, με σκοπό να το αυξήσει και να το γιγαντώσει. Ευαρεστείται στη μεγάλη πίστη και την επαινεί δημόσια, όμως δεν παραβλέπει και τη μικρή πίστη, αποκαλύπτοντας ότι: «Εάν είχατε πίστη σαν έναν κόκκο σιναπιού, θα λέγατε σε τούτη τη συκαμινιά: Ξεριζώσου και φυτέψου στη θάλασσα και θα σας υπάκουε» (Λουκάς ΙΖ/17: 6).
Πριν ο Ιάειρος προλάβει να εκφράσει το παράπονό του ότι, αν δεν καθυστερούσαν στο δρόμο ίσως να προλάβαιναν την κόρη του ζωντανή, ακούει τον Κύριο να του λέει: «μη φοβάσαι μόνο πίστευε» (Μάρκος Ε/5: 36) και ο Ευαγγελιστής «Λουκάς» (Η/8: 50) προσθέτει: «..και σωθήσεται». Ο Κύριος τον ενθαρρύνει και τον προτρέπει να μη χάσει την πίστη του τούτη την δύσκολη ώρα της δοκιμασίας. Ως εξουσιαστής του θανάτου και χορηγός της ζωής του απευθύνει λόγια ενθάρρυνσης. Τούτα τα λόγια διαχρονικά αφορούν όλους μας. Είναι γεγονός ότι η αληθινή πίστη προσελκύει τη Δύναμη και το Έλεος του Θεού και αυτό γίνεται φανερό σε πάρα πολλά περιστατικά της Βίβλου. Η πίστη της αιμορροούσας γυναίκας ήταν αυτή που πριν από λίγο της είχε χαρίσει τη θεραπεία από τη μάστιγά της. Όπου δεν υπάρχει πίστη ο Κύριος δε μπορεί να ενεργήσει και να κάνει θαυμάσια. Η απιστία μας είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο γι’ Αυτόν. Ο Κύριος στην πατρίδα Του τη Ναζαρέτ όπου μεγάλωσε δεν έκανε πολλά θαύματα εξαιτίας τής απιστίας των κατοίκων της (Ματθαίος ΙΓ/13: 58).
Ας είμαστε προσεκτικοί, καθώς πολλές φορές ο φόβος, η αμφιβολία, η απιστία μας έρχονται να μας τρομοκρατήσουν και να μας καταβάλουν. Τη δύσκολη εκείνη ώρα θα πρέπει να σταθούμε με αληθινή πίστη στη δύναμη, την άπειρη Αγάπη και το Έλεος του Θεού, να εμπιστευόμαστε απόλυτα τον Κύριο και είναι βέβαιο, όπως αναφέρει και ένας ύμνος, «όπου Αυτός με οδηγήσει, θα υπάγω ασφαλώς…..». Να θυμόμαστε το Δαβίδ, που μετά από ένα ακόμα λάθος του, που ήταν «η απογραφή του στρατεύματος», προκειμένου να τιμωρηθεί επέλεξε να γίνει αυτό από το Θεό, όχι από τους ανθρώπους. «Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Γαδ, Στενά μοι πανταχόθεν σφόδρα· ας πέσω λοιπόν εις την χείρα του Κυρίου, διότι είναι πολλοί οι οικτιρμοί αυτού» (Β’ Βασιλέων ΚΔ/24: 14).
Όλοι αισθανόμαστε το φόβο, όμως νικητής βγαίνει πάντοτε εκείνος που τη δύσκολη ώρα γνωρίζει να κάνει το σωστό, που δεν είναι άλλο από το να εμπιστευτεί τις αστείρευτες δυνάμεις του Θεού και Δημιουργού μας. Ο Ιάειρος σε λίγο, χάρη στη δύναμη του Ιησού Χριστού, και θα λάβει πίσω την αγαπημένη του κόρη. Η ζωοποιός εξουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού νικά το θάνατο.
Καθώς ο Κύριος εισήλθε στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν άλλον να εισέλθει παρά μόνον τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη (αδελφός του του Ιακώβου), τον πατέρα και τη μητέρα της κόρης, ώστε να γίνουν μάρτυρες του θαύματος που θα συντελείτο. Εάν ο Κύριος έμενε μόνος στην οικία, όλοι εκείνοι που δεν πίστευαν στη δύναμη του Θεού, θα δίσταζαν να πιστέψουν ότι μ’ έναν Του μόνον λόγο ανέστησε το κορίτσι. Άλλωστε το εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής προσπαθούσε να παρουσιάσει τον Κύριο ως «θαυματοποιό» και ότι «διά του Βεελζεβούλ του άρχοντος των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Λουκάς ΙΑ/11: 15), ώστε να μην εκλάβουν οι άνθρωποι τα θαύματα ως πράξεις που φανέρωναν τη Χάρη και την Ευσπλαχνία του Θεού για τον άνθρωπο.
Καθώς έφθασαν στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής διαπίστωσαν ότι υπήρχε πολύ μεγάλη αναστάτωση, ένας απερίγραπτος σπαραγμός γινόταν, καθώς οι άνθρωποι έκλαιγαν και οδύρονταν δυνατά. Ο Κύριος, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι και βλέποντας όλα αυτά, τους είπε: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται» (Μάρκος Ε/5: 39). Τα ίδια λόγια είχε πει ο Κύριος και στην περίπτωση της ανάστασης του Λαζάρου: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται» (Ιωάννης ΙΑ/11: 11). Τα λόγια του Χριστού φιλάνθρωπα, ενθαρρυντικά, στηρικτικά, διαχρονικής αξίας και ποιότητας αφορούν κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε αδιέξοδο, σε πολύ μεγάλη ανάγκη.
Οι άνθρωποι που παραβρίσκονταν και γνώριζαν την οικογένεια του Ιάειρου, ακούγοντας τα λόγια του Χριστού, περιγέλασαν, γιατί ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι ήταν νεκρό και ότι δεν υπήρχε πλέον καμία ελπίδα για να ζήσει. Να μην ξεχνάμε ότι ο Θεός ενεργεί μέσα στη ζωή μας και κάνει πολύ περισσότερα από όσα εμείς ζητούμε ή νοούμε, πάντοτε κατά τη δύναμη της πίστης που ενεργεί μέσα μας (Εφεσίους Γ/3: 20,21). Σε λίγο όλοι αυτοί που περιγελούσαν τον Κύριο θα καταλαμβάνονταν από μεγάλο τρόμο, έκσταση και θαυμασμό, καθώς θα έβλεπαν το νεκρό κορίτσι χάρη στη δύναμη του Θεού να επανέρχεται στη ζωή. Ακόμα και αυτή τη λοιδορία των ανθρώπων ο Θεός το μετέτρεψε την σε ευλογία, καθώς όλοι εκείνοι που ήταν σίγουροι για το θάνατο του κοριτσιού έγιναν μάρτυρες της ανάστασής του από τους νεκρούς.
Εκεί που κάθε πιθανότητα είχε σβήσει, έρχεται ο Ιησούς να δώσει καινούργια ελπίδα για ζωή. Έτσι λοιπόν ο Κυρίαρχος της ζωής και του θανάτου, καθώς πιάνει το κοριτσάκι από το χέρι δίνει την εντολή: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει: «κορίτσι σε διατάζω να σηκωθείς». Η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη (Πράξεις Ζ/7: 59) και μπορεί ν’ ανακληθεί με τη ζωοποιό δύναμη του Θεού. Ο προφήτης Ηλίας ανέστησε το νεκρό παιδί της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδώνας, λέγοντας: «Κύριε Θεέ μου, κάνε σε παρακαλώ να επιστρέψει η ψυχή του παιδιού μέσα του» (Α’ Βασιλέων ΙΖ/17: 21). Το ίδιο θα συμβεί και κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου «εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι διότι θέλει σαλπίσει, και οι νεκροί θέλουσιν αναστηθή άφθαρτοι, και ημείς θέλομεν μεταμορφωθή» (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 52).
Αμέσως το κορίτσι σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει. Όπως μ’ ένα απλό άγγιγμα ο Κύριος αποκατέστησε την υγεία της αιμορροούσας γυναίκας έτσι και τώρα, ο Κύριος άγγιξε το νεκρό κοριτσάκι, το έπιασε από το χέρι και το κάλεσε με τ’ όνομά του. Το άγγιγμα εκείνο έδωσε στο νεκρό σώμα και πάλι ζωή. Πάντα το θαυματουργό άγγιγμα του Χριστού φέρνει ζωή, δύναμη, χαρά. Το ερώτημα είναι τη δική σου τη ζωή την έχει αγγίξει Εκείνος;
Ας φανταστούμε για λίγο την απερίγραπτη χαρά που κατέλαβε αυτούς τους τόσο βασανισμένους γονείς του παιδιού, καθώς είδαν να είναι και πάλι ζωντανό. Όλοι όσοι είδαν τούτο το θαύμα να γίνεται μπροστά στα μάτια τους κυριεύτηκαν από πολύ μεγάλη έκπληξη. Οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ακολουθούσαν τον Κύριο, όχι να διδαχτούν από τη διδασκαλία Του, αλλά για να βρουν κάποια πρόφαση, ώστε να τον κατηγορήσουν και να τον οδηγήσουν στο σταυρό, αποστομώθηκαν ακόμα περισσότερο.
Σε προηγούμενες περιπτώσεις ο Ιησούς ζητούσε από τους ανθρώπους που θεράπευε να μη διαδώσουν το γεγονός σε άλλους ανθρώπους. Ο Κύριος δεν ενδιαφερόταν για την προβολή Του, ούτε για την ευμετάβλητη επευφημία των ανθρώπων. Το ίδιο ακριβώς λέει και τώρα στους γονείς του κοριτσιού. Από τη μεγάλη τους χαρά όμως οι γονείς, καθώς και οι άλλοι παρευρισκόμενοι διαδίδουν τα νέα «σε ολόκληρη την περιοχή» (Ματθαίος Θ/9: 26). Το περιστατικό κλείνει με την εντολή του Ιησού να δώσουν στο αναστημένο κοριτσάκι κάτι για να φάει, έτσι ώστε να φανεί ακόμα πιο καθαρά ότι η επάνοδός της στη ζωή είναι αληθινή.
Αυτό είναι το δεύτερο καταγεγραμμένο θαύμα ανάστασης νεκρού ανθρώπου από τον Κύριο Ιησού. Το πρώτο θαύμα ήταν η ανάσταση του γιου μιας χήρας γυναίκας που ζούσε στην πόλη Ναϊν.
[ανάλυση της περικοπής έχει δημοσιευθεί στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com στις 08-10-2024, με θέμα: «Η ανάσταση του γιού της χήρας στη Ναϊν»].
Θ’ ακολουθήσει η ανάσταση του Λαζάρου, που καταγόταν από τη Βηθανία και είχε αδελφή τη Μάρθα και τη Μαρία (Ιωάννης ΙΑ/11: 43). Μέσα από τις αναστάσεις αυτές ο Ιησούς φανερώνεται ως ο Αρχηγός της ζωής. Τα λόγια Του προς τη Μάρθα είναι διαχρονικά, καθοριστικά για κάθε ψυχή που θα τον επικαλεστεί «εν πνεύματι και αληθεία»: «Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσειν και πας όστις ζη και πιστεύει εις εμέ δεν θέλει αποθάνει εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (Ιωάννης ΙΑ/11: 24-26).
Ο Κύριος μέσα από το Λόγο Του προαναγγέλλει τη δική Του Ανάσταση από τους νεκρούς και προφητεύει τον μέλλοντα και κυριολεκτικό αφανισμό της εξουσίας του θανάτου κατά τη δεύτερή Του Παρουσία. Μια μέρα ο Κύριος θ’ αναστήσει κάθε δικό Του παιδί και μαζί με τους πιστούς που θα βρίσκονται στη ζωή, θα τους οδηγήσει στην αιώνια δόξα, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του (Α’ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18). Ας προσέξουμε να μη φανούμε ανάξιοι της αγάπης του Θεού και καταλήξουμε αιώνια χωρισμένοι απ’ Αυτόν. Ας προσέξουμε, «Διότι εάν ο λόγος ο λαληθείς δι' αγγέλων έγεινε βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβε δικαίαν μισθαποδοσίαν, πως ημείς θέλομεν εκφύγει, εάν αμελήσωμεν τόσον μεγάλην σωτηρίαν;» (Εβραίους Β/2: 2,3).
Στο νέο κόσμο που έχει υποσχεθεί ο Θεός σε όλους εκείνους που θα Τον εμπιστευτούν, ο θάνατος δε θα έχει πλέον θέση. «και θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον· διότι τα πρώτα παρήλθον» (Αποκάλυψη ΚΑ/21: 4). ---
Υστ/φο:
*1. Αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν την εποχή εκείνη ο πρόωρος θάνατος ενός τέκνου ή μία μεγάλη συμφορά που θα συνέβαινε στην οικογένεια εκλαμβάνονταν ως συνέπεια δυσμένειας του Θεού για κάποιο βαρύ αμάρτημα της οικογένειας και κυρίως του πατέρα. Γι’ αυτό άλλωστε και στην περίπτωση του «εκ γενετούς τυφλού» οι μαθητές ρωτούσαν τον Κύριο: «Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;» (Ιωάννης Θ/9: 2). Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη ζωή του πολύπαθου Ιώβ, όταν τον επισκέφτηκαν κάποιοι “φίλοι” για να τον παρηγορήσουν.
*2. Με βάση τη φράση του Κυρίου «καθεύδει – κοιμάται» οι ευλαβείς Χριστιανοί αντί για θάνατο κάνουν λόγο για «κοίμηση» και αντί για νεκροταφείο λένε «κοιμητήριο», αντί για πέθανε «εκοιμήθη». Αυτούς που έχουν πεθάνει τους αποκαλούν «κοιμηθέντες».