Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

(Λουκάς ΙΕ : 11 – 32). Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ.






Η ΠΑΡΆΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΏΤΟΥ.

"Ο Θεός δε θα κρίνει κανέναν γιατί αμάρτησε, αλλά θα τον κρίνει γιατί δε μετανόησε". 

Ευαγγέλιον "κατά Λουκάν", κεφ.  ΙΕ/15, εδάφ. 11 – 32.

11 Είπε δέ Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς.
12 Και είπεν ο νεότερος αυτών προς τον πατέρα Πάτερ, δος μοι το ανήκον μέρος της περιουσίας. Και διεμοίρασεν εις αυτούς τα υπάρχοντα αυτού.
13 Και μετ' ολίγας ημέρας συνάξας πάντα ο νεώτερος υιός, απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόρπισε την περιουσίαν αυτού ζων ασώτως.
14 Αφού δε εδαπάνησε πάντα, έγεινε πείνα μεγάλη εν τη χώρα εκείνη, και αυτός ήρχισε να στερήται.
15 Τότε υπήγε και προσεκολλήθη εις ένα των πολιτών της χώρας εκείνης, όστις έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού διά να βόσκει χοίρους.
16 Και επεθύμει να γεμίση την κοιλίαν αυτού από των ξυλοκεράτων, τα οποία έτρωγον οι χοίροι, και ουδείς έδιδεν εις αυτόν.
17 Ελθών δε εις εαυτόν, είπε Πόσοι μισθωτοί του πατρός μου περισσεύουσιν άρτον, και εγώ χάνομαι υπό της πείνης.
18 Σηκωθείς θέλω υπάγει προς τον πατέρα μου και θέλω ειπεί προς αυτόν Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου
19 και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου κάμε με ως ένα των μισθωτών σου.
20 Και σηκωθείς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. Ενώ, δε απείχεν έτι μακράν, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν.
21 είπε δε προς αυτόν ο υιός Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου.
22 Και ο πατήρ είπε προς τους δούλους αυτού Φέρετε έξω την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτυλίδιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας,
23 και φέροντες τον μόσχον τον σιτευτόν σφάξατε, και φαγόντες ας ευφρανθώμεν,
24 διότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήτο και ανέζησε, και απολωλώς ήτο και ευρέθη. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται.
25 Ήτο δε ο πρεσβύτερος αυτού υιός εν τω αγρώ και καθώς ερχόμενος επλησίασεν εις την οικίαν, ήκουσε συμφωνίαν και χορούς,
26 και προσκαλέσας ένα των δούλων, ηρώτα τι είναι ταύτα.
27 Ο δε είπε προς αυτόν ότι ο αδελφός σου ήλθε και έσφαξεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, διότι απήλαυσεν αυτόν υγιαίνοντα.
28 Και ωργίσθη και δεν ήθελε να εισέλθη. Εξήλθε λοιπόν ο πατήρ αυτού και παρεκάλει αυτόν.
29 Ο δε αποκριθείς είπε προς τον πατέρα Ιδού, τόσα έτη σε δουλεύω, και ποτέ εντολήν σου δεν παρέβην, και εις εμέ ουδέ ερίφιον έδωκάς ποτέ διά να ευφρανθώ μετά των φίλων μου.
30 Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έσφαξας δι' αυτόν τον μόσχον τον σιτευτόν.
31 Ο δε είπε προς αυτόν Τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού είσαι, και πάντα τα εμά σα είναι
32 έπρεπε δε να ευφρανθώμεν και να χαρώμεν, διότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήτο και ανέζησε, και απολωλώς ήτο και ευρέθη.

                                                  ΜΕΡΟΣ  Α' .
        ΣΧΟΛΙΑ:
      Δύσκολες οι ώρες και οι στιγμές που ζει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Πόνος, πόλεμος, θλίψη, ανέχεια, πείνα, αγωνία, αρρώστια, θάνατος και αγωνία για το φόβο των "επερχομένων δεινών" (Λουκάς ΚΑ/21: 26) κυριαρχεί παντού. Ζούμε μέσα σ’ ένα κόσμο που στην κυριολεξία "χάνεται". Τόση προσπάθεια, τόσοι αγώνες, τόσες θυσίες δεν μπόρεσαν να «σηκώσουν λίγο ψηλότερα» τον άνθρωπο,  να τον απαλλάξουν από τον πόλεμο, τη μιζέρια, τη δυστυχία, τον πόνο. Καθημερινά γύρω μας μεγάλα δράματα συνθέτουν τη ζωή μας. Ο Λόγος του Θεού έρχεται να μας διαβεβαιώσει: «το καλύτερο τούτης της ζωής, είναι πόνος και θλίψη» (Ψαλμός 90: 10). Το ερώτημα που ορθώνεται είναι γιατί; Την απάντηση έρχεται να τη δώσει ο ίδιος ο Κύριος. "Διότι δύο κακά έπραξεν ο λαός μου, εμέ εγκατέλιπον, την πηγήν των ζώντων υδάτων, και έσκαψαν εις εαυτούς λάκκους συντετριμμένους, οίτινες δεν δύνανται να κρατήσωσιν ύδωρ" (Ιερεμίας Β/2: 13). Μην ψάξουμε κάπου αλλού, η αιτία όλων των ανθρώπινων δεινών είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Υπάρχει τρόπος, μπορεί να αλλάξει η κατάσταση; Η απάντηση είναι: Ναι. Η λύση είναι μία και μοναδική, η επιστροφή του ανθρώπου στο Θεό από τον οποίον, τόσο απερίσκεπτα, τόσο ανόητα, απομακρύνθηκε.

      Η παρούσα μελέτη αφορά την παραβολή του λεγόμενου «ασώτου» υιού. Ίσως τη φράση «άσωτος» δε θα πρέπει να τη χρησιμοποιούμε, για να μην βάζουμε τούτον τον άνθρωπο μακριά από τον εαυτόν μας, θεωρώντας τον σαν κάποιο τρίτο πρόσωπο, κάποιον πολύ διεφθαρμένο, που δεν έχει καμία σχέση με μας. Η παραβολή μας δίνει όλη την εξέλιξη του δράματος και αποτελεί πιστή εικόνα τόσο της ιστορίας της ανθρωπότητας, όσο και του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
   Πίστεψε ο άνθρωπος την εισήγηση του εχθρού ότι μένοντας κοντά στο Θεό θα ζούσε "περιορισμένος" και ότι ο μόνος τρόπος για να προοδεύσει ήταν να ζήσει «ελεύθερος», δηλαδή μακριά από το Θεό, μακριά από κάθε ηθική ή πνευματική διάσταση. Πίστεψε ο άνθρωπος ότι οι νόμοι του Θεού θα τον δέσμευαν και θα τον εμπόδιζαν στην περαιτέρω πρόοδό του. Τ' αποτελέσματα υπήρξαν συντριπτικά, καταθλιπτικά, απελπιστικά, χρεοκοπία σε όλους τους τομείς, ταραχή, πόλεμοι, αρρώστιες, θάνατοι. Αυτά είναι τα αποτελέσματα μιας ζωής που τη χαρακτηρίζει η αποστασία, η άρνηση και η απομάκρυνση από το σπίτι του Πατέρα.
    Αφορμή για να πει τούτη την παραβολή ο Κύριος στάθηκε το παράπονο που εξέφρασαν οι Φαρισαίοι: "ούτος αμαρτωλούς δέχεται και συντρώγει μετ' αυτών" (Λουκάς ΙΕ/15: 2). Ο Κύριος με την παραβολή αυτή και με μία σειρά άλλων παραβολών, προσπαθεί να τους κάνει να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι ήρθε ανάμεσά μας με σκοπό να ψάξει και να βρει το "χαμένο πρόβατο", τη "χαμένη δραχμή", τον "χαμένο άνθρωπο". 
   Μέσα από την παραβολή που διαβάσαμε παρατηρούμε όλα τα σκαλοπάτια, τόσο προς την καταστροφή εξαιτίας της απομάκρυνσης από το Θεό, όσο και προς τη σωτηρία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο με τη μετάνοια και την επιστροφή στο Θεό.  Όλα ξεκίνησαν μετά από ένα διάλογο που έγινε μέσα στο σπίτι, όπου συγκατοικούσε ο Πατέρας με τα δύο παιδιά του. Ο διάλογος ήταν μεταξύ του Πατέρα και του νεότερου γιου. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό που έγινε δεν ήταν διάλογος, ήταν ένα μονόλογος. Ένα αίτημα πρόβαλε ο υιός προς τον πατέρα: 
     «πατέρα δός μοι το ανήκον μέρος της περιουσίας»
   Αυτά είπε και απαίτησε να γίνουν άμεσα πράξη. Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής ο πρωτότοκος γιός έπαιρνε διπλάσια μερίδα από την κληρονομιά, δηλ. τα 2/3, ενώ ο μικρότερος έπαιρνε το 1/3. Κάποιος ίσως πει: "Δεν μπορούσε ο πατέρας να αρνηθεί μπροστά σε τούτη την απαίτηση;" Δε θα μπορούσε ο πατέρας να κλείσει την πόρτα με μια διπλή κλειδαριά και έτσι να κάνει αδύνατη την αναχώρηση του παιδιού του; Βεβαίως και θα μπορούσε να το κάνει αυτό ο πατέρας, γιατί δικό του ήταν το σπίτι και αυτός είχε τα κλειδιά. Όμως τι αξία θα είχε γι’ αυτόν να ζει μ' ένα παιδί που τα μάτια του θα ήταν καρφωμένα πάνω σε μια κλειδαμπαρωμένη πόρτα; Τι συγκατοίκηση θα ήταν αυτή από την οποία θα έλειπε η αγάπη, η συμμόρφωση, η τρυφερή επικοινωνία; Ένα από τα πιο πολύτιμα, αλλά και πιο επικίνδυνα δώρα που έκανε ο Θεός είναι ότι έβαλε στο χέρι του ανθρώπου το κλειδί του σπιτιού.
       Στον άνθρωπο ο Θεός χάρισε το δικαίωμα επιλογής. Του έδωσε τη δυνατότητα, μέσα στην ελευθερία που Εκείνος του χάρισε, να επιλέξει αν θα μείνει ή θα αν θα φύγει από το πατρικό σπίτι. Τούτο το μεγάλο προνόμιο είναι που δίνει στη ζωή την ξεχωριστή της αξία. Ο Θεός δε θέλει να έχει μέσα στο σπίτι του μαριονέτες. Θέλει τα παιδιά Του να έχουν προσωπικότητα, να έχουν δική τους θέληση, ώστε να μπορούν να φύγουν ή να μείνουν. Μόνο με εκείνους που θα επιλέξουν να μείνουν μπορεί να έχει κοινωνία. Η πόρτα στο σπίτι του πατέρα δεν μπορεί να κλείσει ποτέ. Θα είναι πάντα ανοιχτή για εκείνους που θέλουν να φύγουν, αλλά και για εκείνους, που μέσα από τις πικρές εμπειρίες τους, μακριά από το σπίτι θέλουν να γυρίσουν και πάλι πίσω μετανιωμένοι.
      Συνεπώς ο Πατέρας, αν και μπορούσε να κάνει τα πάντα, δεν είχε πολλά περιθώρια αντίδρασης. Πόσες φορές αυτό δεν έχει επαναληφθεί μέσα στα ανθρώπινα σπιτικά! «Αποφασίζουν και διατάσσουν» τα παιδιά, απαιτώντας από τους γονείς να συμμορφωθούν με το θέλημά τους. Πώς να το κρατήσει ο πατέρας. "Παιδί μου …" λέει ο πατέρας, με πόνο, με αγάπη, με ενδιαφέρον, αλλά το παιδί δε θέλει να ακούσει. Ο εχθρός, ο οποίος "προσπαθεί να πλανήσει, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς" (Ματθαίος ΚΔ/24: 24) έρχεται να του "φουσκώσει" τα μυαλά και να το οδηγήσει στους δικούς του δρόμους.
     Στην παραβολή ο Πατέρας είναι ο αιώνιος Θεός, ο δημιουργός του σύμπαντος, ο Πατέρας μας που είναι στους ουρανούς (Ματθαίος Σ/6: 9). Ο νεότερος υιός αναμφισβήτητα είναι ο άνθρωπος και σε γενικότερη μορφή είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, ελεύθερος, με γνώμη, με κρίση, με λογική και αυτά είναι τα σημαντικότερα στοιχεία της ύπαρξής του. Ο Θεός δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, ακόμα και όταν ο άνθρωπος αποφασίζει να πάρει θέση αντίθετη απ' Αυτόν. Ο Πατέρας είχε και έχει την εξουσία και τη δύναμη να αρνηθεί τις επιλογές του υιού του, όμως δεν το έκανε. Λυπήθηκε  για τις επιλογές του υιού του, όμως σεβάστηκε την ελεύθερη βούλησή του. Τούτο το γεγονός αποτελεί την πλέον αποστομωτική απάντηση σε όλους εκείνους που λένε : "Κοντά στο Θεό, θα χάσεις την προσωπική σου ελευθερία, την ανεξαρτησία σου....".
    Είναι βέβαιο ότι τούτος ο νέος φεύγοντας πήρε πολλά μαζί του, τα οποία όμως στη συνέχεια μακριά από το σπίτι του Πατέρα τα σπατάλησε. Πώς μπορούμε να συμπεράνουμε τι ακριβώς πήρε; Το συμπεραίνουμε απ' όλα εκείνα τα οποία πήρε, όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Τι παίρνει ο άνθρωπος όταν επιστρέφει στο Θεό; Πέρα από τα υλικά αγαθά παίρνει αγάπη, φως, γνώση, δύναμη, λαμβάνει τον καρπό του Αγίου Πνεύματος, που είναι: «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθοσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλάτας Ε/5: 22). Όλα τούτα μακριά από το Θεό χάνονται, οδηγώντας τον άνθρωπο στην απόλυτη φτώχεια και υποβιβάζοντάς τον στο επίπεδο του ζώου.
       … και έφυγεν εις χώραν μακράν….
    Ξετυλίγεται μπροστά μας η διαχρονική εικόνα του ανθρώπου που φεύγει μακριά από το Θεό νομίζοντας ότι θα γίνει κύριος του εαυτού του και έτσι θα ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του, τ' απατηλά όνειρά του. 
    Ο νέος της παραβολής μας ήταν μέσα στο σπίτι του Πατέρα, απολάμβανε την αγάπη του, είχε όλα τα αγαθά δικά του, είχε φως, γνώση, πνευματικά αγαθά, είχε αξιοπρεπή εργασία, είχε πλούτο και θα ρωτήσει κάποιος: "καλά τι τον έλλειπε, γιατί ήθελε και μάλιστα τόσο πολύ, να φύγει;" Γιατί δεν του αρκούσαν όλα αυτά που είχε; Τι ήταν τέλος πάντων εκείνο που έλειπε από το σπίτι του πατέρα; Γιατί βιαζόταν τόσο πολύ να βρεθεί μακριά από το σπίτι του; Τι ήταν εκείνο που του έλειπε και με τόσο μεγάλο πόθο εκζητούσε να βρεθεί μακριά από την παρουσία του Πατέρα του, για να το απολαύσει; Ήταν παιδική επιπολαιότητα; Ήταν εγωισμός; Σίγουρα υπήρχαν όλα αυτά, όμως η κύρια, η βασική αιτία, ήταν "η αμαρτία και οι επιθυμίες της". Μέσα στο σπίτι του πατέρα δεν υπήρχε αμαρτία, ακολασία και ήταν αυτή η ζωή την οποία επέλεξε να ζήσει, αυτή τη ζωή πόθησε. 
    Ο νέος της παραβολής ήθελε να ζήσει αυτόνομα, να εξουσιάζει τη ζωή του. Αυτό ακριβώς επιδίωξε και η Εύα, καθώς ζούσε μέσα στον Παράδεισο, αυτονομία από το Θεό, ανεξαρτησία. Διαχρονικά αυτό είναι και το πρόβλημα του ανθρώπου. Πιστεύει ο άνθρωπος ότι υπάρχει Θεός, όμως τη ζωή του θέλει να την ορίζει μόνος του, μακριά από το Θεό. Η ζωή δεν είναι ανθρώπινο απόκτημα, δόθηκε από το Θεό και υπάγεται στους νόμους Του.  
      Έτσι λοιπόν μετά από λίγο μια βαριά πόρτα κλείνει πίσω από τις πλάτες τούτου του νέου και πλέον από την ώρα εκείνη όλα είναι διαφορετικά. Ας τον παρατηρήσουμε, καθώς περπατάει προς τη χώρα των ονείρων του, καθώς χαίρεται την πρώτη μέρα της ελευθερίας του. Αγέρωχος, γελαστός, με πόθο, με αγωνία, δε βλέπει τη στιγμή που θα αρχίσει να γεύεται τις μεγάλες χαρές, τις ατέλειωτες ηδονές, που ο εχθρός του είχε υποσχεθεί.
      Αχ να βρισκόταν ένας άνθρωπος στο δρόμο του να έρθει κοντά του και να του ψιθυρίσει στ’ αυτί: «παιδί μου, τούτη δεν είναι η πρώτη μέρα της ελευθερίας σου, τούτη είναι η πρώτη μέρα μιας επαίσχυντης σκλαβιάς». Τρέχει, φεύγει, απομακρύνεται τούτος ο νέος, σε λίγο θα βρεθεί πολύ μακριά από τον πατέρα μέσα στον κόσμο. Μακάρι να βρισκόταν ένας άνθρωπος να του εξηγήσει πόσο σκληρά ο κόσμος επρόκειτο να του φερθεί, να τον εμπαίξει, να τον υποβιβάσει, να τον εξευτελίσει. Πόσο τραγικά επρόκειτο κάθε προσδοκία του να διαψευσθεί! Όμως όλα τούτα που θα εκπληρωθούν κατά γράμμα το άπειρο παιδί δεν μπορεί να τα υποπτευθεί. Καθώς απομακρύνεται, τα χείλη μια φράση ψιθυρίζουν: Επί τέλους ελεύθερος. "Viva la liberta" (ζήτω η ελευθερία). Πόσο παρεξηγημένη τούτη η φράση! Πόσοι νέοι σήμερα στο όνομα της "ελευθερίας" φεύγουν, επαναστατούν, γκρεμίζουν τα πάντα, αποστατούν, σκοτώνουν, κάνουν τα μεγαλύτερα αίσχη, για να καταλήξουν δούλοι στους ψεύτικους παραδείσους των ναρκωτικών, στην απόλυτη ταπείνωση, στην πλήρη αδυναμία, στον αιώνιο χαμό. Πόσοι νέοι αγνοούν τη μεγάλη αλήθεια, ότι μόνον "μέσα" στο Θεό υπάρχει η πραγματική ελευθερία (Ιωάννης Η/8: 32).
       Τούτος ο νέος ήθελε, όπως λέμε σήμερα, να κάνει "τη ζωή του"! Γι’ αυτό ήθελε να φύγει από το σπίτι του πατέρα. Ήθελε να ζήσει μια ζωή χωρίς έλεγχο, χωρίς περιορισμούς. Ποθούσε μια ζωή χωρίς όρους και όρια,  χωρίς ντροπή, να εκτελεί τους άγριους πόθους των ενστίκτων του, χωρίς να έχει επάνω του τον έλεγχο του Πατέρα. Τούτος ο τρόπος ζωής τι κακό έχει; Είναι έξω από τις προδιαγραφές που ο Θεός έχει βάλει στη ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και τον οδηγεί κατ’ ευθείαν στη δυστυχία, στην απομάκρυνση από το Θεό και το φυσικό επακόλουθο είναι αιώνιος θάνατος (Α' Κορινθίους Θ/9: 18). Ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό να ζει και να προοδεύει σε κοινωνία και σε εξάρτηση από Εκείνον που είναι η πηγή της ζωής, της δυνάμεως και της γνώσης. Όταν μένει κοντά στο Θεό με πίστη και υπακοή σ’ Αυτόν, τότε μόνον μπορεί να προοδεύσει και ν' ανέβει ψηλότερα, ηθικά, πνευματικά κλπ. Μακριά από το Θεό ο άνθρωπος "κατεβαίνει" όλο και πιο πολύ, μέχρι να φθάσει στην πλήρη αποτυχία και τον αιώνιο θάνατο.
       «… και διεσκόρπισε την περιουσίαν αυτού ζων ασώτως».
    Ας συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την πορεία του νέου της παραβολής μας. Με γεμάτα τα στήθη του και το μυαλό του από ψεύτικες ελπίδες, από απατηλά όνειρα, με πολύ μεγάλα σχέδια μέσα στο μυαλό του, τον είδαμε να εγκαταλείπει το σπίτι του πατέρα και να κατευθύνεται προς μία άλλη μακρινή χώρα. Εκεί πίστευε ότι θα μπορούσε να φτιάξει τη ζωή του, όπως αυτός ήθελε, χωρίς φραγμούς και όρια, χωρίς το άγρυπνο πατρικό μάτι, χωρίς τον αδελφικό έλεγχο. Από την ώρα που έκλεισε η πόρτα του πατρικού σπιτιού πίσω του ένας τραγικός κατήφορος ξεκίνησε. Καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια, όλο και πιο πολύ αισθανόταν βαριές τις συνέπειες πάνω του.
     Η πρώτη τραγική συνέπεια ήταν η "απογύμνωση από τα αγαθά". Η απογύμνωση απ' όλα τα στοιχεία εκείνα τα οποία πήρε από το σπίτι του πατέρα, υλικά και πνευματικά. Χάθηκαν οι πνευματικοί θησαυροί, οι μεγάλες αλήθειες του Λόγου του Θεού, οι αποκαλύψεις, τα δικαιώματα, η εξουσία την οποία είχε ως "παιδί του Θεού" (Ιωάννης Α/1: 12), η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η ασφάλεια. Χάθηκαν όλα τα «δώρα» και οι πνευματικοί θησαυροί που ο Θεός προσφέρει σε κάθε δικό Του παιδί. Ο άνθρωπος που απομακρύνεται από το Θεό τα χάνει όλα. Τούτα τ' αγαθά δεν μπορούν να κρατηθούν στην "ξένη γη" στη γη της αμαρτίας και της αποστασίας. Να γιατί ο άνθρωπος είναι τόσο απογυμνωμένος στις ημέρες μας. Καθώς η αποστασία του ανθρώπου και η απομάκρυνσή του από το Θεό κορυφώνεται, παρατηρούμε τον άνθρωπο να είναι περισσότερο "γυμνός" (εσωτερικά και εξωτερικά) από κάθε άλλη φορά, από κάθε άλλη εποχή.
     Η δεύτερη τραγική συνέπεια ήταν ότι στην ξένη γη που πήγε "έζησε ασώτως". Η φράση αυτή έμεινε σαν "παρατσούκλι" επάνω του και χωρίς αυτή δεν μπορούμε να τον ξεχωρίσουμε. Αυτή η φράση κάνει το νου μας να πηγαίνει πολύ μακριά και μέσα μας ξεπροβάλει μια σκοτεινή ζωή πνιγμένη στη διαφθορά και την απάτη. Μ’ αυτό το πνεύμα θα τον κατηγορήσει και ο μεγαλύτερος αδελφός του αργότερα λέγοντας ότι «μετά πορνών ……» κατασπατάλησε την περιουσία του. Δεν αποκλείεται να είναι έτσι, όμως ας προσέξουμε μήπως βάζοντας ψιλά τον πήχη, βάζοντας πολύ μαύρο χρώμα στη ζωή του νέου αυτού, τον απομακρύνουμε πολύ από τον εαυτόν μας και τον δούμε σαν κάτι ξένο και άσχετο με μας. 
     Πολλοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτή η παραβολή δεν τους αφορά και ότι δεν έχει απολύτως κανένα κοινό σημείο μ' αυτούς. Αυτοί είναι πιστοί, υπάκουοι, εργατικοί μέσα στο σπίτι του πατέρα (εκκλησία) και θεωρούν ότι αφορά αποκλειστικά εκείνους τους ανθρώπους που έχουν απομακρυνθεί από το Θεό και ζουν μακριά απ' Αυτόν μέσα στην αμαρτία. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν ο νέος αυτός ήταν βουτηγμένος στη λάσπη μέχρι το γόνατο ή μέχρι τη μέση ή μέχρι το κεφάλι. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ζωής. Σωστός είναι μόνον ένας, η ζωή "κατά Χριστόν", όλοι οι άλλοι τρόποι είναι «άσωτοι». «όμοιοι γίνεσθε καθώς και εγώ του Χριστού», «καθώς είναι άγιος εκείνος, όστις σας εκάλεσεν, ούτω και σεις γίνεσθε άγιοι εν πάση διαγωγή» (επιστολή Α΄ Πέτρου  Α/1: 15).
       … και έγεινε πείνα μεγάλη εν τη χώρα εκείνη και αυτός ήρχισε να στερείται….
   Δε γνωρίζουμε τα χρονικά όρια, που στο βωμό της «ελεύθερης ζωής» του, στο βωμό της αμαρτίας, κατασπατάλησε την περιουσία του τούτος ο νέος. Σίγουρα αυτό θα έγινε σταδιακά. Μεθυσμένος από τη ζωή της αμαρτίας, δεν μπόρεσε να καταλάβει τη σταδιακή απογύμνωσή του. Το κατάλαβε, όταν έφτασε πλέον "ο κόμπος στο χτένι", όταν δεν του είχε απομείνει τίποτα, όταν έμεινε τελείως γυμνός. Τότε ένας άγνωστος και απρόσκλητος επισκέπτης που τ' όνομά του ήταν «πείνα», τον ακούμπησε. Στο σπίτι του πατέρα αυτή η φράση ήταν άγνωστη. Όμως στην «ξένη γη» ήταν αναμενόμενη, ήταν φυσικό επακόλουθο. Στην ξένη γη υπάρχει πολλή "πείνα". Βλέπουμε καθημερινά την κακοσμία που βγαίνει από το στόμα των πεινασμένων. Τα λόγια τους, τα αστεία τους τ' ακούμε καθημερινά γύρω μας και βλέπουμε πόσο άσχημα «μυρίζουν».
      Σ΄ αυτήν την κατάσταση ο νέος τούτος της παραβολή άρχισε να στερείται. Αποτελεί μια μεγάλη αλήθεια ότι οι άνθρωποι που ζουν μακριά από το Θεό έχουν μια στερημένη ζωή. Η ανθρώπινη ψυχή είναι πλασμένη να τρέφεται και να απολαμβάνει το Πρόσωπο του Θεού. Ο Δαβίδ αναφέρει: «Χορτασμός ευφροσύνης είναι το πρόσωπό Σου» (Ψαλμός ΙΣ/16: 11). Τούτος ο νέος άρχισε να στερείται. Κάθε άνθρωπος μακριά από το Θεό βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στέρησης, ανέχειας, υποτίμησης.
      «και υπήγε και προσεκολλήθη εις ένα των πολιτών της χώρας εκείνης».
    Όπως είπαμε και πιο πάνω, όλα έγιναν στο όνομα της ελευθερίας. Ο νέος τούτος ήθελε να ζήσει ελεύθερος, χωρίς κανένα φραγμό, χωρίς κανένα περιορισμό, ήθελε να τα δει όλα, να τα γνωρίσει όλα. Νόμιζε ότι μπορούσε να χρησιμοποιεί την ελευθερία του και να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες των επιλογών του. Αγνοούσε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου «τα πάντα είναι στην εξουσία μου, αλλά πάντα δεν συμφέρουσι» (Α΄ Κορινθίους Ι/10: 23). Όμως πόσο κράτησε τούτη η ελευθερία, για χάρη της οποία θυσίασε τα πάντα; Ούτε μια στιγμή. Στην αρχή στάθηκε δούλος των ονείρων του, στη συνέχεια στάθηκε έρμαιο στα χέρια των πονηρών φίλων του, που τον οδήγησαν πιο βαθιά μέσα στο κακό. Τελικά μη έχοντας τα μέσα να επιβιώσει και μη έχοντας άλλη λύση πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν πολίτη της ξένη χώρας. Προσκολλήθηκε σ' έναν ξένο άνθρωπο. Ένα παλιό λαϊκό τραγούδι έλεγε: "Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια….". Έπεσε σε ξένα χέρια, χωρίς αγάπη, χωρίς έλεος. Το πολύ – πολύ που μπορούν να προσφέρουν τα ξένα χέρια είναι σκληρή δουλειά όλη την ημέρα και μια κρύα γωνιά σε ένα στάβλο για το βράδυ. Ο ξένος ένα στόχο έχει, το ατομικό του συμφέρον και μόνον. Όχι μόνον δεν είχε σκοπό να προσφέρει κάτι σε τούτον τον ταλαίπωρο νέο, αλλά ο σκοπός του ήταν να πάρει απ’ αυτόν ό,τι του είχε απομείνει. Τι τραγική υποβάθμιση! Ξένος, ανάμεσα σε ξένους, χωρίς αγάπη, χωρίς έλεος! Στο σπίτι του πατέρα απολάμβανε την αγάπη, την άνεση, την αξιοπρέπεια, τη σοβαρότητα, χωρίς μέτρο. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει εντελώς. Το ερώτημα είναι πότε τούτος ο νέος ήταν "ελεύθερος", πριν φύγει από το πατρικό σπίτι ή τώρα που είναι στην ξένη γη υπόδουλος σ' έναν ξένο άνθρωπο; Έφυγε, για να ζήσει ελεύθερος και κατέληξε να γίνει σκλάβος.
      Το θέμα της ελευθερίας είναι πολύ μεγάλο και ιδιαίτερα σοβαρό, καθώς υπάρχει μια σύγχυση γύρω από το πραγματικό της περιεχόμενο και για τον τρόπο με τον οποίον μπορεί να την αποκτήσει ο άνθρωπος.  Άνθρωποι κάθε λογής γύρω μας μέσα στην ελευθερία που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, βλέπουμε ν' απομακρύνονται από το Θεό, γιατί θέλουν να ζήσουν ελεύθεροι και στην προσπάθειά τους αυτή τους καταλήγουν σκλάβοι σε χίλιους δυο "αφέντες". Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός : "Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύει διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει, ή εις τον ένα θέλει προσκολληθεί και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύετε Θεόν και μαμμωνά".  (Ματθαίος Σ/6: 24), ή τον έναν Κύριο, ή τον άλλο, θ' ακολουθήσεις, είτε το θέλεις, είτε όχι, είτε το ξέρεις, είτε δεν το ξέρεις. Η διαφορά είναι η εξής: Ποιον Κύριο αξίζει να ακολουθήσεις; Ποιος είναι εκείνος ο Κύριος, που αξίζει να αφιερώσεις τη ζωή σου, χωρίς να χάσεις την ελευθερία σου;
     Και εδώ ο Ιησούς ήταν σαφής: "Εάν ο υιός σας ελευθερώσει, όντως ελεύθεροι είσθε"  (Ιωάννης Η/8: 36). Την πρώτη φορά που μίλησε ο Κύριος στη Συναγωγή της Ναζαρέτ διακήρυξε: «Πνεύμα Κυρίου του Θεού είναι επ' εμέ διότι ο Κύριος με έχρισε δια να ευαγγελίζομαι εις τους πτωχούς με απέστειλε δια να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις τους δεσμίους» (Ησαΐας ΞΑ/61: 1). Την πραγματική, την αληθινή ελευθερία την προσφέρει μόνον ο Χριστός. Δεν είναι πολιτική, ή κοινωνική, η ελευθερία του Χριστού είναι απελευθέρωση από "σουδάρια", "δεσμά", "αλυσίδες", είναι απελευθέρωση από τις παγίδες του εχθρού και δε θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ποτέ αυτό που ο Λόγος του Θεού αναφέρει: «διότι δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσίους Σ/6: 12).
      «και  υπήγε  και  προσεκολλήθη εις ένα των πολιτών της χώρας εκείνης, ο οποίος τον έστειλε  στα χωράφια του για να βόσκει χοίρους».
      Ραγδαίες θα λέγαμε ήταν οι εξελίξεις στην ξένη γη, στέρηση, πείνα, προσκόλληση σε έναν ξένο χωρίς καμία ελευθερία επιλογής. Όμως τα πράγματα δε σταματούν εδώ. Ο ξένος τον έστειλε στα χωράφια του, για να βόσκει χοίρους, βιώνοντας έτσι την πλήρη υποβάθμιση, τον έσχατο εξευτελισμό. Το κρέας του χοίρου για το λαό Ισραήλ θεωρείτο ακάθαρτο και ήταν απαγορευμένο να το τρώνε. Όταν εξέθρευαν χοίρους, το έκαναν υποκριτικά, για να τους πουλήσουν σε ξένους. Η κατάληξη λοιπόν τούτου του νέου με τα τόσο μεγάλα όνειρα ήταν χοιροβοσκός. Το αρχοντόπουλο, που είχε μέσα στο σπίτι του πατέρα ένα πλούσιο παρόν και ένα ακόμα πλουσιότερο μέλλον, κατάντησε να βόσκει χοίρους, να ζει με χοίρους, να τρώει με χοίρους, να λούζεται τη βρωμιά των χοίρων και όπως θα δούμε παρακάτω, να ζηλεύει την τύχη των χοίρων και να τσακώνεται μαζί τους για να τους αποσπάσει μερικά ξυλοκέρατα, για να ξεγελάσει την πείνα του. Γυμνός, βρώμικος, πεινασμένος ήταν το αποτέλεσμα μίας τραγικής απόφασης: "να φύγει από το σπίτι του πατέρα".
     Ο άνθρωπος μακριά από το Θεό δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πού μπορεί να φθάσει, πόσο χαμηλά μπορεί να κατέβει. Δεν υπάρχει τέλος, καθώς όσο χαμηλά και αν βρίσκεται, ο εχθρός της ψυχής πάντα θα θέλει να τον κατεβάσει ακόμα χαμηλότερα. Βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους «μεγάλους», που τους θαυμάζουν πολλοί και τους έχουν για ίνδαλμά τους, ζώντας μια ζωή αμαρτίας, να έχουν φτάσει στο κατώτερο σημείο της εξάρτησης και της εξαθλίωσης, ανθρώπινα ράκη, τραγικές φιγούρες.
       «ελθών δε εις εαυτόν, είπεν».
     Όταν έμεινε μόνος μέσα στην αμαρτία, όταν ξόδεψε και το τελευταίο λεπτό, όταν οι φίλοι με τους οποίους είχε φάει την περιουσία του, ο ένα μετά τον άλλον άρχισαν να τον εγκαταλείπουν, όταν είδε τα γυμνά του πόδια, όταν γύρισε τα μάτι γύρω του και είδε τους χοίρους ως τη μοναδική συντροφιά του, όταν ένιωσε την πείνα να τον θερίζει και να τον φτάνει στο έσχατο σημείο εξευτελισμού, να τσακώνεται με τα γουρούνια για να τους πάρει κάποια ξυλοκέρατα, τότε κάτι τρομερό συνέβη μέσα του που τον συγκλόνισε. Μέσα στην απελπισία του παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του η εικόνα του Πατέρα του. Θυμήθηκε τις παλιές ευλογημένες ημέρες στο πατρικό του σπίτι, θυμήθηκε το χαρακτήρα του πατέρα του. Ήταν η ευλογημένη στιγμή κατά την οποίαν «ελθών δε εις εαυτόν, είπεν». Για πρώτη φορά μπόρεσε να δει τον εαυτόν του, να συλλάβει το δράμα του, να αναγνωρίσει το κατάντημά του.
    Επιτρέπει ο Θεός να έρθουν δυσάρεστες καταστάσεις στη ζωή του ανθρώπου. Επιτρέπει ο αποστάτης άνθρωπος να κατρακυλήσει μακριά, να πέσει χαμηλά με μία μόνη ελπίδα, να αφυπνιστεί ο άνθρωπος. Πόσες ομολογίες έχουμε ακούσει, πόσα έχουμε δει! Άλλος μέσα στο νοσοκομείο με κατεστραμμένη την υγεία του και με το θάνατο να τον πλησιάζει και να τον σφίγγει όλο και πιο πολύ, να συνέρχεται και να ζητάει τη σωτηρία και άλλος μέσα στη φυλακή, άλλος χρεοκοπημένος να έχει φτάσει στο τέλος του εαυτού του και να επικαλείται το Έλεος του Θεού.
     «ελθών δε εις εαυτόν»:  Τι τραγικό να κοιμάσαι, να τρως με τα γουρούνια και ποτέ να μην ξυπνήσεις και να συνεχίζεις να τρως και να κοιμάσαι μ' αυτά. Όπου γουρούνια ο σατανάς, η ανηθικότητα, η βρωμιά. Πόσοι άνθρωποι γύρω μας δεν έρχονται στον εαυτόν τους και συνεχίζουν να αγωνίζονται μέσα στα "γουρούνια" της αμαρτίας και τα ξυλοκέρατα τούτης της ζωής; Πόσοι νέοι και νέες στις ημέρες μας δεν έρχονται «εις εαυτόν» και χάνονται μακριά από το Θεό; Όμως τούτος ο νέος της παραβολής μας, όταν έμεινε μόνος, πρόσωπο προς πρόσωπο με την αμαρτία του και με το Θεό, ανακάλυψε τον εαυτόν του, αισθάνθηκε τη ντροπή του, κατάλαβε την ενοχή του και μετανόησε. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε ούτε να κρύψει, ούτε να παρακάμψει, ούτε να επανορθώσει το κακό που είχε κάνει. Κατάλαβε ότι μόνον ένας τρόπος υπήρχε, για να θεραπεύσει την κατάσταση, στην οποία με δική του ευθύνη βρέθηκε και αυτός ο τρόπος ήταν να αναγνωρίσει το κακό που έκανε, να μετανοήσει για την αποστατημένη ζωή του και την απαράδεκτη συμπεριφορά του και να επιστρέψει. Αυτό και έκανε. Κάτω από το βάρος της συσσωρευμένης αθλιότητάς του ξύπνησε και για πρώτη φορά συνέλαβε το βάρος και το μέτρο του ξεπεσμού του. Ήταν μια σωτήρια, μια ευλογημένη στιγμή, που αποτέλεσε την αρχή μιας καινούργιας ζωής.
     Τι είναι μετάνοια; Και αυτή θα λέγαμε ότι είναι μια λέξη κακοποιημένη από τους διάφορους "θεολόγους". Ένας πιστός Χριστιανός και συγγραφέας δίνει τον εξής ορισμό: Όταν ο νέος θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα του, όταν η ντροπή σκέπασε το πρόσωπό του, όταν αισθάνθηκε την ενοχή του, όταν αντιλήφθηκε την κατάστασή του, τότε ένα δάκρυ κατέβηκε από το μάγουλό του. Αυτό είναι μετάνοια. Εκείνο το δάκρυ ήταν το σύνορο δύο τελείως διαφορετικών κόσμων, του κόσμου της αμαρτίας και της σκλαβιάς και του κόσμου της λύτρωσης και της ελευθερίας.
       «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου περισσεύσουσιν άρτον, και εγώ χάνομαι υπό της πείνης».
      Τούτος ο νέος μόνος και έρημος, μην έχοντας κάποιον να μιλήσει μαζί του, άρχισε να μιλάει μόνος του. Τούτη η κουβέντα, τούτος ο μονόλογος είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός. Μέσα σ’ αυτόν βρίσκουμε το κύριο στοιχείο που τον έσπρωξε να πάρει την απόφαση της επιστροφής. Εκείνο που τον έσπρωξε ήταν «η πείνα». Αυτή ήταν η κύρια αιτία που τον ανάγκασε να «έλθει στον εαυτόν του», που τον έσπρωξε να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Ο Κύριος είπε: «μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες την δικαιοσύνην του Θεού» (Ματθαίος Ε/5: 6). Τούτος ο νέος έκρινε ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να βρίσκεται στο πατρικό του σπίτι, από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ανάμεσα στους χοίρους. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του πατέρα του. Κάπως έτσι επιστρέψαμε και εμείς στο Χριστό. Γιατί είδαμε ότι αυτό είναι το συμφέρον μας, γιατί διαπιστώσαμε μέσα στο ανικανοποίητο της ζωής μας ότι Αυτός και μόνον είναι η ανάγκη της ζωής μας.
      "θέλω υπάγει προς τον πατέρα μου".
      Υπάρχει Πατέρας στον Ουρανό και προς Αυτόν θα πρέπει να κατευθύνεται "πάσα σάρξ" (ψαλμός ΞΕ/65: 2). Οι άνθρωποι  απευθύνονται σε νεκρούς ανθρώπους, πολλούς από τους οποίους έχουν χαρακτηρίσει  "αγίους" και ζητούν απ' αυτούς τη σωτηρία τους. Ο Δαβίδ αναφέρει στον "ψαλμό" (ΚΗ/28: 1) "Προς σε θέλω κράξει, Κύριε φρούριόν μου, μη σιωπήσης προς εμέ". Ο Λόγος του Θεού μας διαβεβαιώνει: "Και πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου, θέλει σωθή" (Πράξεις Β/2: 21). 
      «Πάτερ,  ήμαρτον  εις  τον  ουρανόν  και  ενώπιόν  σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομαστώ υιός σου, κάμε με ως ένα των μισθωτών σου».
     Τι συγκλονιστικά τούτα τα λόγια! Δείχνουν πραγματικά μια μεγάλη μετάνοια, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή και συγχώρηση από το Θεό. Ας δούμε κάποια βασικά στοιχεία αυτής της ομολογίας: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν». Κάθε αμαρτία, κάθε παράβαση ενώπιον του Θεού αποτελεί πρώτα απ' όλα προσβολή προς τον ίδιο το Θεό και δημιουργό μας. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Ιωσήφ στις προκλήσεις της γυναίκας του Πεντεφρή. "πως να πράξω τούτο το μέγα κακόν, και να αμαρτήσω εναντίον του Θεού;" (Γένεση ΛΘ/39: 9). Ο Δαβίδ με πολύ αγωνία κράζει: "Εις σε, εις σε μόνον ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου έπραξα" (ψαλμός ΝΑ/51: 4). Επίσης κάθε παράβαση αποτελεί και προσβολή προς το συνάνθρωπό μας τον οποίο βλάψαμε.
      Αυτή είναι η πλήρης αναγνώριση της αποτυχίας του ανθρώπου. Πρέπει ο άνθρωπος να αναγνωρίσει τα λάθη του. Να αναγνωρίσει ο καθένας τις λανθασμένες του επιλογές, δηλαδή την αμαρτία του που τον απομάκρυνε από το Θεό και τον οδήγησε σε μια τραγική και αδιέξοδη ζωή. Πρέπει ο άνθρωπος να αναγνωρίσει την προσβολή που διέπραξε μπροστά στο Θεό καθώς και τη ζημιά που προκάλεσε στον εαυτόν του, στο οικογενειακό του περιβάλλον, στους γύρω του, καθώς αποτέλεσε ένα πολύ κακό παράδειγμα για όλους. Το στοιχείο της ομολογίας είναι βασικό. Θα πρέπει να υπάρχει μετάνοια και δημόσια ομολογία. "Πας λοιπόν όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω ομολογήσει και εγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς" (Ματθαίος Ι/10: 32). 
      Τα παραπάνω λόγια του υιού ενέχουν τη συναίσθηση της ανάγκης τιμωρίας, για τη μεγάλη ζημιά που έγινε τόσο στους ανθρώπους, όσο και στο Θεό. Αναγνωρίζει ότι είναι άξιος ποινής και τιμωρίας. Ζητάει να τιμωρηθεί για τις άστοχες επιλογές του. Κάνε με, εμένα που είμαι γιος σου, τον τελευταίο υπηρέτη σου, δεν μπορώ να ονομάζομαι πια γιος σου. Τέλος τούτος ο υιός δεν προβάλει δικαιώματα, αφήνεται με εμπιστοσύνη στο Έλεος του Πατέρα. Τι σημαίνει Έλεος; Σημαίνει αγάπη για ανάξιους. Δε διεκδικεί, δεν απαιτεί, όπως, όταν ξεκίνησε να φύγει από το πατρικό του σπίτι. Μόνο στο θαυματουργικό Έλεος του πατέρα του στηρίζεται και περιμένει. 
        «και σηκωθείς ήλθε προς τον πατέρα αυτού».
     «Σηκωθείς». Ήταν μια αναγκαία και βασική κίνηση. Εάν δεν σηκωνόταν και καθόταν εκεί και "έκλαιγε τη μοίρα του" και έλεγε: πω, πω τι έπαθα, πως κατάντησα, τι μου συνέβη……., ακόμα εκεί θα ήταν και δε θα είχε γνωρίσει τη σωτηρία. «Σηκωθείς ήλθε...». Για να φτάσεις εκεί που θέλεις πρέπει να φύγεις από εκεί που είσαι. Με αυτήν του την πράξη αποδοκίμασε την κατάστασή του και έκοψε κάθε δεσμό που τον έδενε μ’ αυτή. Εμπιστεύτηκε τον Πατέρα του. Μια ιστορία λέει ότι κάποτε ένα σπίτι είχε πιάσει φωτιά και ένα μικρό παιδί είχε βγει στο μπαλκόνι για να γλυτώσει. Οι πυροσβέστες είχαν από κάτω στήσει μια τέντα και μαζί με άλλους ανθρώπους του φώναζαν: "Πήδα παιδί μου για να γλυτώσεις". Το παιδάκι φοβόταν και δεν πήδαγε. Κάποια στιγμή ήρθε ο πατέρας και του φώναξε και αυτός "πήδα παιδί μου'". Το παιδάκι όταν άκουσε τη φωνή του πατέρα του ανέβηκε πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού πήδηξε κάτω και έτσι σώθηκε. Εμπιστεύθηκε τον πατέρα του. Υπάρχει Πατέρας στον ουρανό Τον οποίο θα πρέπει να εμπιστευόμαστε, γιατί είναι: "πιστός και δίκαιος" (Α' Ιωάννου Α/1: 9), γιατί έχει Αγάπη, Έλεος και Οικτιρμούς, για τον καθένα που ειλικρινά Τον εκζητεί στη ζωή του (ψαλμός ΡΓ/103: 4).
      «Ήλθε». Έλαβε το σωστό προσανατολισμό για το πατρικό του σπίτι, ξεκίνησε, περπάτησε και κάποια στιγμή έφτασε. Ας προσέξουμε μην πάρουμε κάποιο λάθος δρόμο στην επιστροφή. Μόνον ο Χριστός συγχωρεί αμαρτίες. Ο Λόγος του Θεού μας πληροφορεί ότι: «…. διά να γνωρίσετε ότι έξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου, επί της γης να συγχωρεί αμαρτίας, λέγει προς τον παραλυτικόν….» (Μάρκος Β/2: 10). Μόνον ο Χριστός έχει εξουσία από το Θεό να συγχωρεί αμαρτίες και μόνον "επί της γης". Όταν φύγει ο άνθρωπος απ' αυτή τη ζωή, χωρίς να έχει επικαλεστεί τη συγχώρηση του Χριστού, η αμαρτία του μένει. Κανείς δεν μπορεί να τον συγχωρήσει στον ουρανό. Η επιστροφή είναι εκείνη που σφραγίζει την αλλαγή. Αυτή είναι εκείνη που μεταφέρει τον άνθρωπο από την ξένη γη στο πατρικό σπίτι.
      Ας φανταστούμε την πορεία της επιστροφής του. Θα ήταν φοβισμένος, διστακτικός, γεμάτος με τύψεις συνείδησης για την άδικη συμπεριφορά του και με τον εχθρό από κοντά να του ψιθυρίζει! "Άδικα πήρες το δρόμο της επιστροφής, δε θα σε δεχτούν στο σπίτι, θα τη βρεις κλειστή την πόρτα, δεν πρόκειται να σου ανοίξει κανένας. Γύρνα πίσω".
      «Ενώ δε απείχεν έτι μακράν, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού».
     Θεωρώ ότι αυτές οι φράσεις αποτελούν τον τέλειο και ολοκληρωμένο ορισμό της αγάπης του Θεού. Τέτοια είναι η αγάπη του Θεού. Είναι έτοιμη να τρέξει, για να υποδεχτεί τον αμαρτωλό, που έχει μετανοήσει και επιστρέφει, έτοιμη να πάει στη μακρινή χώρα, για να αναζητήσει το χαμένο παιδί του. Αυτό δεν έκανε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός; Δεν άφησε τη δόξα, τον ουρανό, το θρόνο, τον Πατέρα και αφού έλαβε "δούλου μορφή" και αφού έγινε όμοιος με ημάς, παρ’ εκτός αμαρτίας, ήρθε ανάμεσά μας, ήρθε, για να ζητήσει και να σώσει το απολωλός (Λουκάς ΙΘ/19: 10). Ο Θεός ήρθε και μας βρήκε στη γη της αμαρτίας και της αποστασίας που ζούμε. Θυσιάστηκε πάνω στο σταυρό του Γολγοθά και εκει έχυσε το πολύτιμο αίμα Του, για να εξαγοράσει τον κάθε αμαρτωλό άνθρωπο και να του χαρίσει αιώνια ζωή (Ιωάννης Σ/6: 40).
       «Ενώ δε απείχεν έτι μακράν, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού». Μέσα σε τούτα τα λίγα, τα απλά λόγια κρύβεται το δράμα μιας ολόκληρης ζωής. Τι παράδειγμα να βρεις, για να το παρομοιάσεις; Κάποτε ένα παιδί έλειπε πολλά χρόνια στα καράβια. Όταν επέστρεψε και πήγε να συναντήσει τη γριά μάνα του, ήθελε να της κάνει έκπληξη και γι’ αυτό μεταμορφώθηκε, έβαλε γένια, μαλλιά, παλιά ρούχα και παρίστανε ότι πούλαγε κουβέρτες. Καθώς αντικρίζει τη μητέρα του της λέει: "Έλα γιαγιά να αγοράσεις κουβέρτες". Η γιαγιά τον κοιτάζει καλά και του λέει: "Για ξαναμίλησε" και καθώς ο ξένος μίλησε και πάλι, έτρεξε και τον αγκάλιασε. "Παιδί μου", του λέει. "Εντάξει, μάνα είπε ο νέος. Θέλησα να κρυφτώ για λίγο, αλλά συ με γνώρισες". Ο νέος της παραβολής που έφυγε άρχοντας με γεμάτο κομπόδεμα, με ύφος αριστοκράτη….. τώρα γυρίζει βρώμικος, κουρελιάρης, ξυπόλητος. Ο πατέρας όμως τον γνώρισε και μάλιστα τον γνώρισε από μακριά.  
      Μια άλλη ιστορία αναφέρει: Μια μάνα είχε ένα κορίτσι, το οποίο παραστράτησε και μπήκε βαθιά μέσα στην αμαρτία, μόνιμη πληγή στην καρδιά της μάνας, που κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο βαθιά. Όμως δεν έπαψε να ελπίζει και να περιμένει η μάνα να γυρίσει η κόρη της, αλλά τίποτα δε γινόταν και ο καιρός περνούσε. "Πώς να πάω στην πόλη", σκεφτόταν η μάνα, "αλλά και αν πάω, μέσα σε τόσες χιλιάδες κατοίκους, πώς να τη βρω;" Τελικά αποφάσισε να πάρει μια φωτογραφία της η μάνα, την οποία έβγαλε σε πολλά αντίτυπα και στο κάτω μέρος κάθε φωτογραφίας έγραψε με τα ίδια της τα χέρια: «Μαρία, ακόμα σ’ αγαπώ». Τούτα τα αντίτυπα φρόντισε να σταλούν στην μακρινή πόλη και να κολληθούν παντού, έξω από θέατρα, από νυχτερινά κέντρα και άλλους δημόσιους χώρους. Ένα βράδυ καθώς μια παρέα έβγαινε από ένα κέντρο διασκέδασης, τα μάτι κάποιου από τη συντροφιά, έπεσε πάνω στη φωτογραφία της μάνας. Τι καινούργια διαφήμιση είναι αυτή ψιθύρισε και πλησίασε πιο κοντά, για να τη διαβάσει. Καθώς τη διάβασε έβαλε τα γέλια και φώναξε και τα άλλα μέλη της παρέας να τη διαβάσουν, για να γελάσουν. "Ελάτε να δείτε αυτή τη γριούλα", τους φώναξε. Καθώς η παρέα πλησίασε, τα μάτια μιας κοπέλας έμειναν ακίνητα πάνω στη φωτογραφία. Είδε τη φωτογραφία της μάνας της. Νόμιζε ότι η μητέρα της ήταν πολύ θυμωμένη μαζί της και δεν ήθελε να την ξαναδεί. Πού να φανταστεί ότι η μητέρα της την αγαπούσε ακόμα, ότι την αναζητούσε, ότι την περίμενε να γυρίσει κοντά της. Καθώς η κόρη είδε τη φωτογραφία της μάνας, ράγισε η καρδιά της και την ίδια μέρα γύρισε στο σπιτικό της.
     Ενώ ήταν ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του, το άγρυπνο μάτι του Θεού, που βλέπει τα πάντα, που γνωρίζει τα πάντα. Ας φανταστούμε με τι μεγάλη χαρά τον αγκαλιάζει και τον καταφιλάει στον βρώμικο τράχηλό του.  Ένας στίχος λέει: "Η αγάπη όλα τα υπομένει....". Ούτε η βρώμα, ούτε η απλυσιά μπορούν να εμποδίσουν τον Πατέρα ν' αγκαλιάσει το χαμένο παιδί του. Ο πατέρας της παραβολής μας από τότε που έφυγε ο υιός δεν πήρε τα μάτια του από το δρόμο που είχε ακολουθήσει  φεύγοντας. Δεν είναι αυτό μια απλή υπόθεση, αυτή είναι η πραγματικότητα, γι’ αυτό άλλωστε τον είδε να έρχεται, ενώ αυτός ήταν ακόμα πολύ μακριά. Αυτός είναι ο Θεός, αυτή είναι η λαχτάρα Του για την επιστροφή του κάθε αποστατημένου παιδιού Του. Αυτή είναι η αγωνία και ο πόθος του κάθε πατέρα και της κάθε μάνας, που το παιδί τους έχει φύγει μακριά από το Θεό. Δε βλέπουν την ώρα και τη στιγμή της επιστροφής του. 
      «και δραμών»
    Δύσκολο να αποδοθεί τούτη η λέξη. Κάθε φορά που αναφέρομαι σ’ αυτήν νομίζω ότι αδυνατώ να την αποδώσω σωστά, ποτέ δεν μπόρεσα να βρω τα κατάλληλα λόγια. Περιέχει βιασύνη, αγωνία, πόθο, πάθος, χαρά και πάνω απ’ όλα αγάπη. Από τη στιγμή που ο πατέρας τον είδε να έρχεται, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει πλέον. Θέλησε να συντομεύσει την απόσταση, να μειώσει το χρόνο της συνάντησης. Εκείνος που τόσα χρόνια περίμενε, τώρα, καθώς τον βλέπει να έρχεται, δεν μπορεί να περιμένει, ούτε στιγμή. Σηκώθηκε με πολλή βιασύνη και έτρεξε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει όχι από τα χρόνια, αλλά από την αγωνία του και την οδυνηρή προσμονή, για να συναντήσει το γιο του. Μεγάλο το κακό που είχε κάνει ο υιός. Όμως ο πατέρας τούτη την ώρα δε σκέφτεται τίποτα. Δε βλέπει την ώρα που θα αγκαλιάσει το παιδί του. Αλήθεια πόσο δρόμο έκανε ο Χριστός για να μας συναντήσει; Άφησε τον ουρανό και έτρεξε στη γη, για να συναντήσει τον άνθρωπο. Άφησε τη γη και κατέβηκε στον Άδη και στο θάνατο, για να πληρώσει για μας και να μας σώσει. Και δε σταματάει εδώ. Σε όλη μας τη ζωή τρέχει από πίσω μας, "χτυπάει" την πόρτα της καρδιάς μας (Αποκάλυψη Γ/3: 20), έχει ετοιμάσει αιώνια σωτηρία για μας, την οποία μας προσφέρει σε όλους, εντελώς δωρεάν, "κατά χάριν" (Εφεσίους Β/2: 8). Πολύ μεγάλο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο η αγάπη του Θεού.
      «και επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν».
     Η παραβολή είναι η ιστορία ενός χαμένου γιου που, αν και προσπάθησε, ποτέ δεν ξέχασε το σπίτι του Πατέρα, αλλά και ενός Πατέρα που παρά τα λάθη του ποτέ δεν ξέχασε και ποτέ δεν έπαψε ν' αγαπάει το αποστατημένο παιδί του. Η αγάπη του Πατέρα δεν προέκυψε εξαιτίας της μετάνοιας του γιού. Ο Πατέρας δεν έπαψε ποτέ ν' αγαπάει και να περιμένει το αποστατημένο παιδί του και ήταν εκείνη στην ουσία που προκάλεσε τη μετάνοια στο γιό. Το φιλί του Πατέρα τα λέει όλα. Ένα φιλί συγχώρησης έχει και για μένα, έχει και σένα ψυχή ο Θεός. Ας προσέξουμε ιδιαίτερα τη συμπεριφορά του πατέρα. Ούτε θυμός, ούτε εξηγήσεις, "πως έφυγες, γιατί έφυγες", "δεν με άκουσες", "δεν πρόσεξες", "σου τα είχα πει εγώ και δεν με άκουσες" και άλλα πολλά. Γκρεμίζει πολλές θεωρίες και πολλές πλάνες τούτο το φιλί. Αλήθεια πόσες φορές διστάσαμε να μιλήσουμε, να αγκαλιάσουμε την ψυχή που είχε ανάγκη, πόσες φορές σταθήκαμε επικριτικοί απέναντί της! Πόσο διαφορετική είναι η σκέψη του ανθρώπου από του Θεού. Ο Πατέρας έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στον τράχηλο, που βρώμαγε από τις ακαθαρσίες των γουρουνιών. Αν και ήταν άπλυτος, βρώμικος, ταλαιπωρημένος, ο πατέρας από τον πόθο του να αγκαλιάσει το παιδί του, ούτε καν του μύρισε κάτι, ούτε καν κατάλαβε τίποτα. Άραγε υπάρχει πιο ζωντανή αποκάλυψη της αγάπης του Θεού, αλλά και πιο ζωντανός τρόπος, για να πλησιάσει ο άνθρωπος το Θεό; Οι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι για να πας στο Θεό, θα πρέπει να καθαριστείς, να γίνεις καλός, να κάνεις αυτό ή εκείνο και ύστερα θα σε δεχτεί ο Θεός. Όλα αυτά δεν είναι παρά μονάχα ανθρώπινες θεωρίες, που σκοπό έχουν μάλλον να αναβάλουν τούτη τη συνάντηση. 
       «και   ο   πατήρ   είπε  προς  τους  δούλους  αυτού:   Φέρετε  έξω  την  στολήν  την  πρώτην  και ενδύσατε αυτόν».
    Όταν τελείωσαν τα βήματα του υιού, άρχισαν τα βήματα του πατέρα. Τι εκπληκτική και τι ανεξιχνίαστη που είναι η αγάπη του Θεού! Ο νέος έρχεται φοβισμένος κάτω από τη συναίσθηση της αμαρτίας, μπροστά στον πατέρα και σκύβει το κεφάλι, γι’ αυτό ο πατέρας τον φίλησε στον τράχηλο, επειδή είχε σκύψει το πρόσωπό του. Είχε ετοιμάσει να πει κάποια λόγια στον πατέρα του μετάνοιας και συντριβής, περιμένοντας να τον συγκινήσει, για να τον συγχωρήσει. Είχε σκεφτεί να του πει: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομαστώ υιός σου, κάνε με, ως ένα των μισθωτών σου». Τούτα τα λόγια, όπως φαίνεται από το κείμενο, ο πατέρας δεν τα άκουσε καθόλου, γι’ αυτό άλλωστε και δεν έδωσε καμία απάντηση σε όλα αυτά που έλεγε ο υιός. Ήταν η μεγάλη χαρά που δεν άφησε τον πατέρα να ακούσει. Την ίδια ώρα ο πατέρας βάζει σε εφαρμογή το δικό του σχέδιο και βάσει αυτού δίνει αμέσως συγκεκριμένες εντολές. 
        «φέρτε έξω την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν».
        Η πρώτη κίνηση του Πατέρα, αφαιρέστε όλα τα παλιά και ντύστε τον με ολοκαίνουργα βασιλικά ρούχα. Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου: "εάν τις ήναι εν Χριστώ είναι νέον κτίσμα τα αρχαία παρήλθον, ιδού, τα πάντα έγειναν νέα" (Β' Κορινθίους Ε/5: 17). Τη στολή ο υιός φεύγοντας την είχε αφήσει πίσω. Τι να την κάνει στην «ξένη γη», δεν ήταν κατάλληλη για τα γλέντια της αμαρτίας. Η στολή η πρώτη είναι "το ένδυμα της δικαιοσύνης" που ο Θεός προσφέρει σε κάθε δικό Του παιδί (Ησαΐας ΞΑ/61: 10). Αυτό το ένδυμα θα σκεπάσει όλες τις πληγές και τα τραύματα της αμαρτίας. Τι έκπληξη που, ενώ πριν από λίγο ο υιός έβοσκε χοίρους και παρακαλούσε να εξασφαλίσει μια τελευταία θέση μέσα στο στάβλο του πατέρα του, έρχονται οι υπηρέτες και τον ντύνουν άρχοντα. Πόσο θαυμαστά σχέδια έχει ο Θεός, πόσο ανεξιχνίαστοι είναι οι δρόμοι του Κυρίου (Ρωμαίους ΙΑ/11: 33)! Η άλλη η στολή των κουρελιών τι συμβολίζει; Ο Προφήτης μας λέει ότι συμβολίζει την ανθρώπινη δικαιοσύνη, που είναι «ως ρυπαρόν ιμάτιον» (Ησαΐας ΞΔ/64: 6). Πάνω στο σταυρό του Γολγοθά έγινε μια ανταλλαγή. Καρφώθηκαν επάνω στο σταυρό τα ράκη της ανθρώπινης δικαιοσύνης και ως αντάλλαγμα μας έδωσε ο Χριστός το δικό Του ένδυμα, το Δικό Του λευκό ιμάτιο, για να σταθούμε με αυτό μπροστά στον Πατέρα (Αποκάλυψη Γ/3: 5). Τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος; Να έρθει μπροστά στο Χριστό, να παραδώσει τα ράκη του και να λάβει απ’ Αυτόν τη στολή τη δική Του. Ο λόγος του Θεού μας προτρέπει: «ενδυθείτε τον Χριστόν» (Ρωμαίους ΙΓ/13: 14).
         «και δότε δακτυλίδιον εις την χείρα αυτού..»
       Δεν αρκούσε άραγε η στολή; Όχι, γιατί οι προσφορές του Θεού ποτέ δε σταματούν. Το δακτυλίδι της παραβολής δεν έχει σχέση με τα δακτυλίδια που φοράμε σήμερα. Δεν ήταν η μεγάλη αξία από πλευράς χρυσού που το ξεχώριζε. Η αξία του ήταν μεγάλη, γιατί ήταν μοναδικό, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της αρχοντικής οικογένειας και έπαιζε και το ρόλο της σφραγίδας. Συνεπώς μόνον ο άρχοντας μπορούσε να το φοράει. Ας θυμηθούμε πως ο Φαραώ έβγαλε το δαχτυλίδι και το έβαλε στο δάκτυλο του Ιωσήφ (Γένεση ΜΑ/41: 42), σημάδι και αποδεικτικό στοιχείο ότι από εκείνη τη στιγμή ο Ιωσήφ θα ασκούσε τη βασιλική εξουσία.
       Το δαχτυλίδι το έδινε ο πατέρας στο παιδί, όταν αυτό επρόκειτο να τον διαδεχθεί μέσα από μια λαμπρή τελετή. Το δακτυλίδι δείχνει την πλήρη αποκατάσταση του υιού. Πριν ο υιός φύγει, φορούσε την πρώτη στολή, όμως δακτυλίδι δεν είχε. Τώρα παίρνει πίσω τη στολή, αλλά παίρνει και το δακτυλίδι. Θεωρώ ότι αυτό ακριβώς εννοεί ο Λόγος του Θεού, όταν αναφέρει: «όπου επερίσσευσεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις του Θεού» (Ρωμαίους Ε/5: 20). Το δαχτυλίδι σημαίνει δικαιώματα κυριότητος, σημαίνει εξουσία. Όποιος είχε το δακτυλίδι, αυτός διέταζε. Το δαχτυλίδι συμβολίζει το Πνεύμα το Άγιο. Στην Επιστολή "προς Εφεσίους" (Δ/4: 30), αναφέρεται: «και μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού, με το οποίο εσφραγίσθητε δια την ημέραν της απολυτρώσεως».
       Έχουμε στ’ αλήθεια συνειδητοποιήσει την εξουσία που μας χάρισε ο Θεός, δια Ιησού Χριστού; Στο ευαγγέλιο "κατά Λουκάν"  (Ι/10: 19) αναφέρεται : "Ιδού, δίδω εις εσάς την εξουσίαν του να πετήτε πάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού και ουδέν θέλει σας βλάψει". Επίσης στο βιβλίο της "Αποκάλυψης" (Ε/5: 10) «και έκαμες ημάς εις τον Θεόν ημών βασιλείς και ιερείς και θέλομεν βασιλεύσει επί της γης».
   Το πατρικό φίλημα και το δακτυλίδι δείχνουν έμπρακτα την πλήρη τακτοποίηση του βρώμικου παρελθόντος. Το παρελθόν έσβησε, χάθηκε για πάντα. Στην επιστολή «προς Εβραίους», αναφέρεται : "και τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας αυτών, δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον», λέγει ο Θεός" (Εβραίους Η/8: 12  &  Ι/10: 17).
        «… και υποδήματα εις τους πόδας …».
      Ο νέος της παραβολής μας, αφού φόρεσε εκείνη τη βασιλική, τη λαμπρή στολή, αφού έβαλε το αστραφτερό δαχτυλίδι στο χέρι του, δεν μπορούσε να περιφέρεται σ’ αυτή την κατάσταση χωρίς υποδήματα. Έτσι λοιπόν τρία ήταν τα κύρια δώρα που έλαβε ο μετανοημένος υιός. Πρώτο ήταν το «ένδυμα», χωρίς το οποίο δεν μπορούσε να σταθεί μέσα στο σπίτι του πατέρα, δεύτερο ήταν το «δαχτυλίδι», σημάδι αναγνώρισης και εξουσίας, όχι σαν υπηρέτη, αλλά ως υιού και κληρονόμου. Το τρίτο ήταν «υποδήματα εις τους πόδας», τα οποία συμβολίζουν την υπηρεσία στην υπόθεση του Ευαγγελίου και τα οποία, αν θέλουμε να τα αξιοποιήσουμε, έχουμε πολλά να κάνουμε. Ο Θεός μας θέλει συνεργούς Του στον καθημερινό αγώνα για τη διάδοση των αληθειών του Ευαγγελίου και για τη σωτηρία πολυτίμων ψυχών. Ο κάθε χριστιανός μαζί με τη συγχώρεση των αμαρτιών, τη διαγραφή του σκοτεινού παρελθόντος μαζί με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος που του προσφέρει ο Θεός, λαμβάνει και υποδήματα υπηρεσίας.
     «και φέροντες τον μόσχον τον σιτευτόν, σφάξατε και φαγόντες ας ευφρανθώμεν….».
    Το σύνθημα του ουρανού είναι ένα : "Όλα για τη μεγάλη χαρά της επιστροφής, μιας άθλιας και αμαρτωλής ψυχής". Μην προσπαθήσουμε ποτέ με την ανθρώπινη, πεπερασμένη λογική να κατανοήσουμε την αγάπη του Θεού. Είναι μέγα και ανεξιχνίαστο μυστήριο. (Α΄ προς Τιμόθεον  Γ/3: 13). Εφόσον «ο Θεός είναι αγάπη», σύμφωνα με το Λόγο Του (Α΄ Ιωάννου Δ/4: 8), προσπαθώντας να εξερευνήσουμε τα βάθη της αγάπης του Θεού, είναι σαν να προσπαθούμε να εξερευνήσουμε τα βάθη του Θεού. Δεν μπορούσαν οι σκληρόκαρδοι Φαρισαίοι να κατανοήσουν την τόσο μεγάλη χαρά του πατέρα για έναν ανάξιο γιο. "Τώρα καταλάβαμε, έλεγαν μιλώντας πονηρά, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι από το Θεό, γιατί αν ήταν από το Θεό, δε θα μιλούσε με πόρνες και με τελώνες" (Λουκάς Ε/5: 30), δεν θα ήταν "φίλος των αμαρτωλών". Κάποιοι απ' αυτούς καθώς έβλεπαν τα θαύματα του Κυρίου έλεγαν: "Διά του Βεελζεβούλ του άρχοντος των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια" (Λουκάς ΙΑ"/11: 15). Έπαιρναν την περιορισμένη μεζούρα του Νόμου, την ψυχρή ανθρώπινη δικαιοσύνη χωρίς να μπορούν να εννοήσουν εκείνο που ο Απ. Παύλος διακήρυξε στους Χριστιανούς της Κορίνθου (Α΄ Κορίνθιους ΙΓ/13: 4-10).
4 Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί, η αγάπη δεν φθονεί, η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται,
5 δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται το κακόν,
6 δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν
7 πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
8 Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει τα άλλα όμως, είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει είτε γνώσις, θέλει καταργηθή.
9 Διότι κατά μέρος γινώσκομεν και κατά μέρος προφητεύομεν
10 όταν όμως έλθη το τέλειον, τότε το κατά μέρος θέλει καταργηθή.
       Ένα πράγμα θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο, να καταλάβει ότι δεν είναι εχθρός του, ότι δεν είναι τιμωρός, αλλά ότι τον αγαπάει. Όλο εκείνο τα διάστημα που ο άνθρωπος βρίσκεται στην «ξένη γη», ο Πατέρας πονάει, περιμένει, αγωνιά. Ο Πατέρας ήθελε με ιδιαίτερη λαμπρότητα να γιορταστεί η επιστροφή του χαμένου του παιδιού. Έδωσε εντολή στους δούλους να σταματήσει κάθε εργασία και να περάσουν όλοι μέσα στο αρχοντικό. Ν' ανοίξουν τα κελάρια, να φέρουν ό,τι καλύτερο υπήρχε χωρίς μέτρο και χωρίς φειδώ. Και έδωσε εντολή να σφάξουν ό,τι καλύτερο και το πιο μαλακό μοσχάρι που υπήρχε.  Εκείνο που είχε μεγαλώσει τρώγοντας σιτάρι, γι' αυτό και ονομαζόταν: "ο μόσχος ο σιτευτός".
      Θα πρέπει να σταθούμε σ' ένα σημείο και να τονίσουμε τη μεγάλη έκπληξη που θα δοκίμασε τούτος ο νέος μετά την επιστροφή του. Ο ίδιος, αναγνωρίζοντας την αναξιότητά του, είχε σκοπό να ζητήσει μια τελευταία θέση, να γίνει ένας εργάτης, ένας μισθωτός του Πατέρα. Όμως τώρα έχουν έρθει τα "πάνω κάτω", χαρές, γιορτές, προετοιμασίες και πολλά άλλα. Την ίδια έκπληξη θα συναντήσει το κάθε παιδί του Θεού, καθώς θ' αντικρίσει στον ουρανό, όλα εκείνα τα οποία ο Θεός έχει ετοιμάσει "διά τους αγαπώντας Αυτόν". (Α΄ Κορινθίους  Β/2: 9). Όλα πλέον είναι έτοιμα. Όλα τα έχει φτιάξει και τα έχει οργανώσει ο Πατέρας, ένα χρειάζεται από τον άνθρωπο, να επιστρέψει, να συνέλθει και να καταλάβει ότι η ζωή ανάμεσα στους χοίρους δεν είναι ζωή, αλλά είναι θάνατος. Η ζωή είναι μόνον στο σπίτι του Πατέρα.
         …νεκρός ήτο, και ανέζησε…
     Κατηγορηματικά ο Κύριος όλους εκείνους που βρίσκονται μακριά του τους ονομάζει "νεκρούς". Απευθυνόμενος σε ένα νέο του λέει: "άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους εαυτών νεκρούς" (Λουκάς Θ/9: 60). Καθώς βλέπει το παιδί του να επιστρέψει, από τη μεγάλη του χαρά φωνάζει: "Ο γιος μου νεκρός ήταν και ανέζησε". Νεκρός είναι αυτός που δεν έχει ζωή, όχι αυτός που θα τη στερηθεί κάποτε στη δευτέρα παρουσία. Απευθυνόμενος ο Κύριος στην εκκλησία των Σάρδεων, με παράπονο λέει: «Εξεύρω τα έργα σου, ότι το όνομα έχεις ότι ζεις και είσαι νεκρή» (Αποκάλυψη Γ/3: 1). Όποιος δεν έχει το Χριστό, δεν έχει ζωή. Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός προς την πολυάσχολη Μάρθα. «Εγώ είμαι η ζωή και ανάσταση» (Ιωάννης ΙΑ/11: 25).
      Ως επίλογος του α΄ μέρους της παραβολής θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής: Ένας νέος χάθηκε με δική του επιλογή. Συμπεριφέρθηκε με ασέβεια προς τον πατέρα του, καταφρόνησε το όνομά του και τα προνόμιά του, ζώντας μια ζωή κυλισμένη μέσα στο βούρκο της ασωτίας. Εδώ φαίνεται καθαρά το κατάντημα στο οποίο οδηγεί τον άνθρωπο η αμαρτία και η απομάκρυνσή του από το Θεό. Εδώ φαίνεται καθαρά πόσα πολλά υπόσχεται η αμαρτία, αλλά και πόσο φτηνά πληρώνει τον άνθρωπο και σε τι μεγάλη απόγνωση τον οδηγεί. Τον οδηγεί στην απόλυτη στέρηση. Θα έλεγε κανείς είναι στην ανθρώπινη φύση να εκτιμά κάτι, όταν το έχει πλέον χάσει. Όταν βρέθηκε μακριά, κατάλαβε την αξία του Πατέρα, του Πατέρα που αγαπά, που συγχωράει, που τρέχει να τον υποδεχθεί, που χαρίζει τα πάντα και τον κάνει και πάλι παιδί του και κληρονόμο του. Η παραβολή έχει επικρατήσει να λέγεται του «ασώτου υιού», θα μπορούσε να λέγεται καλύτερα: "η παραβολή της αγάπης".
  Πόσο φτηνά η αμαρτία πληρώνει τον άνθρωπο! Πόσο χαμηλά βρέθηκε ο Σαμψών εξαιτίας της αμαρτίας και της άστοχης ζωής του. Ας δούμε πού έφθασε, ο "Ναζηραίος", ο άνθρωπος του Θεού, ο γίγαντας, που νίκησε ένα λιοντάρι (Α'  Σαμουήλ ΙΖ/17: 34-36) και που τόσα άλλα κατορθώματα έπραξε: "Τυφλός,  τελείως ανήμπορος, δεμένος με αλυσίδες, να οδηγείται από ένα παιδάριο" (Κριταί ΙΣ/16: 21). Πόσο χαμηλά έφθασε και ο ίδιος ο λαός Ισραήλ, εξαιτίας της παρακοής του στο Θεό. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του πρ. "Ιερεμία" (κεφ. ΝΒ/52) γίνεται λόγος για την κατάντια του λαού Ισραήλ. Νικημένος από τους εχθρούς του, τους Βαβυλώνιους, αιχμάλωτος οδηγείται δούλος στην εξορία, πολύ μακριά από την πατρίδα του, στη Βαβυλώνα της αμαρτίας και της διαφθοράς. Μπροστά από το λαό πηγαίνει ο τραγικός Βασιλιάς του ο Σεδεκίας, ο οποίος είναι αλυσοδεμένος και που πριν τον αλυσοδέσουν μπροστά στα μάτια του, οι εχθροί του έσφαξαν τα παιδιά του (κεφ. ΝΒ/52: 10) και λίγο μετά του έβγαλαν τα μάτια. Τον τιμώρησε ο Θεός τον Σεδεκία; Όχι. Η τιμωρία του ήταν φυσική συνέπεια των επιλογών του. Ποιες ήταν οι επιλογές του; «και έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου…..» (Ιερεμίας ΝΒ/52: 2).
       «Και ήρχησαν να εφραίνωνται».
     Έτσι τελειώνει το πρώτο μέρος της παραβολής. «Και ήρχησαν να εφραίνωνται». Δεν ήταν μια γιορτή, ήταν η καλύτερη γιορτή. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε το καλύτερο κρέας, ο γιος  φορούσε την καλύτερη στολή, έχοντας στο χέρι το το δαχτυλίδι της δύναμης και της εξουσίας. Πρόκειται για ένα πανηγύρι που γίνεται στον ουρανό για τον κάθε μετανοούντα αμαρτωλό (Λουκάς ΙΕ/15: 10), μια γιορτή που φαίνεται να έχει αρχή, αλλά να μην τελειώνει ποτέ, να συνεχίζεται μέσα στην αιωνιότητα.
     Αυτή είναι η αγάπη του Θεού. Φαίνεται παράξενο, αλλά είναι αληθινό. Ο Θεός μισεί την αμαρτία, όμως αγαπάει τον αμαρτωλό άνθρωπο και τον περιμένει να γυρίσει κοντά Του, για να τον σώσει αιωνίως. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια θα πρέπει να την μάθει ο αμαρτωλός άνθρωπος. Γιατί αυτή η αγάπη του Θεού; Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού, πλασμένο "κατ’ εικόναν και ομοίωσιν Αυτού". Ο Θεός έχει εμφυσήσει μέσα του κάτι από τον ίδιο τον εαυτόν Του. Δεν είναι ο άνθρωπος δημιούργημα, όπως όλα τα άλλα. Έχει πλαστεί από το Θεό απευθείας «ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών», είπε ο Θεός (Γένεση Α/1: 26). Και μέσα στο σώμα του ανθρώπου, που ο Θεός δημιούργησε από υλικά τούτης της γης, έβαλε ένα σπέρμα πνευματικό, που έχει προορισμό την αιωνιότητα: «ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής και έγινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεση Β/2: 7).
      Σαν δημιούργημα και σαν ομοίωμα του Θεού, αφού φέρουμε μέσα μας κάτι δικό Του, είμαστε το αντικείμενο της αγάπης Του. Ουδέποτε ο Θεός έπαυσε να ενδιαφέρεται και να ασχολείται με τον άνθρωπο. Τον αγαπά και γι' αυτό αποστρέφεται και αποδοκιμάζει την αμαρτία, τη ζωή της ασέβειας, της ανυπακοής που ο αμαρτωλός ζει, αλλά όχι τον ίδιο τον άνθρωπο. Μισεί την αμαρτία, όμως αγαπάει τον αμαρτωλό.
     Ο εχθρός του ανθρώπου, ο ανθρωποκτόνος διάβολος κατόρθωσε να βάλει μέσα στον άνθρωπο ένα πνεύμα ανταρσίας και έχθρας κατά του Θεού από την πρώτη κιόλας στιγμή. Συκοφάντησε το Θεό στη συνείδηση του ανθρώπου και τον παρουσίασε εντελώς διαφορετικό από ό,τι πραγματικά είναι. Και δυστυχώς ο άνθρωπος πίστεψε σε αυτό το μεγάλο ψέμα και αυτή την τρομερή συκοφαντία κατά του Θεού (Γένεση Γ/3: 4 -11). Έτσι ο άνθρωπος που δεν έχει γνωρίσει πραγματικά το Θεό και την αγάπη Του εξακολουθεί να έχει αυτή την ψευδή και λανθασμένη ιδέα περί Θεού, ώστε να πιστεύει ότι ο Θεός είναι ένας αυστηρός κριτής και ότι δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν.
    Όμως, όπως φαίνεται και μέσα από την παραβολή μας, ο Θεός της Βίβλου είναι εντελώς διαφορετικός απ’ ότι ο εχθρός θέλησε να τον παρουσιάσει. Η Βίβλος δεν αναφέρει τίποτα άλλο, παρά την ιστορία ενός σχεδίου, το οποίο συνέλαβε και πραγματοποίησε η αγάπη του Θεού, για τη σωτηρία του ανθρώπου. Το κέντρο των σχεδίων του Θεού είναι ένα πρόσωπο, ο Υιός Του, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, τον οποίο "έδωσε" ο Πατέρας Θεός και πέθανε πάνω στο σταυρό, πραγματοποιώντας ένα σχέδιο σωτηρίας για τον κάθε άνθρωπο, πληρώνοντας Αυτός για την αμαρτία του κάθε ανθρώπου.
      Γιατί όλα αυτά; Γιατί «ο Θεός δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από της πλάνης της οδού αυτού και να ζήσει» (Ιεζεκιήλ ΛΓ/33: 11). Γιατί «τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθεί, πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης Γ/3: 16).
     Ο μικρότερος αδελφός, αφού ήρθε στον εαυτόν του, αφού κατάλαβε την αμαρτωλότητά του, γύρισε μετανοημένος στο σπίτι του Πατέρα του και κει βρήκε την πόρτα της χάρης ανοιχτή. Ο Πατέρας τον συγχώρησε και του χάρισε όλο του πλούτο που είχε ετοιμάσει γι’ αυτόν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε ένα ακόμα ιδιαίτερα σοβαρό θέμα. Μια ιστορία λέει τα εξής: Κάποιος πιστός άνθρωπος είδε στον ύπνο του ότι είχε επισκεφτεί τα μέρη όπου έζησε ο νεότερος υιός κατά το διάστημα της αποδημίας του. Καθώς πήγε, ρωτούσε τους ανθρώπους αν γνώριζαν κάτι γι’ αυτόν. Στον πανδοχείο που κατέλυσε είχε μια συζήτηση με τον πανδοχέα, ο οποίος είχε γνωρίσει το νεότερο γιο. Ο επισκέπτης του εξήγησε ότι ο πατέρας του τον δέχτηκε τον άσωτο γιο, τον συγχώρησε και του έδωσε την παλιά του αρχοντική θέση μέσα στο σπιτικό. Καθώς άκουσε αυτά ο πανδοχέας, θύμωσε πολύ και είπε στον επισκέπτη. «Και νομίζει ο νεαρός ότι του πατέρα του η συγχώρεση ήταν η μόνη που του χρειάζεται»; Αινιγματικά τα λόγια που ο άνθρωπος του Θεού δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. Την άλλη μέρα κατέβηκε στην αγορά και προσπαθούσε να γνωρίσει και άλλους ανθρώπους, που είχαν γνωρίσει τον άσωτο γιο. Επισκέφτηκε ένα τσαγκαράδικο όπου ήταν τρεις άνθρωποι, οι οποίοι είχαν γνωρίσει και αυτοί το νεότερο γιο. Καθώς έμαθαν ότι ο πατέρας του δέχτηκε τον άσωτο γιο, τον συγχώρησε και του έδωσε την παλιά του αρχοντική θέση μέσα στο σπιτικό, αγανάκτησαν. Εκείνη την ώρα έξω από το κατάστημα περνούσε μια ωραία, αλλά θλιμμένη κοπέλα κρατώντας στο χέρι της ένα μικρό παιδάκι. Μόλις η κοπέλα απομακρύνθηκε, γύρισε ο ένας και είπε στον επισκέπτη: "Την είδες; Πήγαινε να της πεις πόσο ωραία τελείωσε η ιστορία του φίλου σου. Υπάρχουν κύριε σ’ αυτή την πόλη, νέοι που ο φίλος σας τους οδήγησε στην ανομία. Υπάρχουν άνθρωποι που τους διέφθειρε με τα χρήματά του. Υπάρχουν κορίτσια, που τη ζωή τους τη σκέπασε με ντροπή. Πηγαίνετε να πείτε σε όλους αυτούς, πόσο ωραία τελείωσε η περιπέτεια του φίλου σας". Εδώ τελειώνει η ιστορία μας, καθώς ξύπνησε ο άνθρωπος.
       Συμπέρασμα. Δεν μπορούμε να φερόμαστε επιπόλαια με την αμαρτία, γιατί υπάρχουν συνέπειες, τόσο στη δική μας τη ζωή, όσο και στη ζωή των άλλων. Ένας πατέρας έδωσε στο παιδάκι του μια σανίδα και του είπε: "Παιδί μου για κάθε κακή πράξη που κάνεις να καρφώνεις και ένα καρφί πάνω στο σανίδι". Πολύ σύντομα η σανίδα γέμισε με καρφιά. Με λύπη το παιδί την έφερε και την έδειξε στον πατέρα. Από δω και πέρα του λέει ο πατέρας: "Για κάθε καλή πράξη που θα κάνεις θα βγάζεις και από ένα καρφί, ώσπου να καθαρίσει τελείως το σανίδι". Μετά από πολύ καιρό, αφού το παιδάκι έβγαλε όλα τα καρφιά, έφερε τη σανίδα στον πατέρα του χωρίς καρφιά, αλλά γεμάτη τρύπες. Μπαμπά, ρώτησε το παιδί, οι τρύπες τι θα γίνουν; Οι τρύπες παιδί μου του είπε ο πατέρα, θα μείνουν. Τα καρφιά έφυγαν, τα σημάδια όμως έμειναν. Μπορεί οι αμαρτίες του γιου να συγχωρέθηκαν, όμως οι συνέπειες θα μείνουν για μια ολόκληρη ζωή. Μπορεί ο Θεός να συγχώρησε το Δαβίδ για τη μοιχεία του με τη Βηθσαβεέ "Β΄ Σαμουήλ" (κεφ. ΙΑ/11 & ΙΒ/12), όμως η εγκυμοσύνη της γυναίκας μέρα με τη μέρα προχωρούσε. Οι συνέπειες έμειναν. Τ' αποτελέσματα ήταν τραγικά. Ας προσέξουμε τούτο το μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μας, τις συνέπειες των αμαρτιών μας και των άστοχων επιλογών μας, συνέπειες, που δεν αναστέλλονται και που μπορεί να είναι καταλυτικές, τόσο για μας, όσο και για τους άλλους γύρω μας.

                                                  ΜΕΡΟΣ Β'.
    Μπορεί εδώ να σταμάτησε το δράμα του αποστατημένου υιού, όχι όμως και το οικογενειακό δράμα, αφού μια τελευταία πράξη του, πολύ ανέλπιστη παίχτηκε γύρω από το τραπέζι της χαράς, που έστησε ο πατέρας, για να γιορτάσουν όλοι μαζί την επιστροφή του χαμένου του παιδιού.
      Σ’ ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας γραμματείας, που είναι η «παραβολή του ασώτου υιού» (Λουκάς ΙΕ/15: 11-32) πέρα από το βαθύτατα πνευματικό περιεχόμενο, που μας αποκαλύπτει για το ποιος είναι αληθινά ο Θεός και τι ζητάει από εμάς, βλέπουμε μία μορφή που ο Χριστός μάς καλεί να την ψηλαφήσουμε με πολύ μεγάλη προσοχή. Πρόκειται για τον «πρεσβύτερο υιό» της οικογένειας. 
     Πολλές φορές ίσως να μοιάζουμε, ως πιστοί, με τον άνθρωπο αυτόν. Έχοντας τη βεβαιότητα ότι είμαστε πάντοτε δίπλα στο Θεό, τον οποίο αναγνωρίζουμε και αποκαλούμε «Πατέρα μας» (Ματθαίος ΚΓ/23: 9), έρχεται η στιγμή που διαπιστώνουμε ότι η αγάπη του Θεού δεν περιορίζεται στην ηθική μας ή την υπακοή μας ή το δίκιο μας, αλλά είναι μία ασύλληπτη αγάπη που απλώνεται σε όλους τους τομείς της ύπαρξής μας, ανεξαρτήτως έργων, κοινωνίας κλπ. Για όποιον πιστεύει σ’ ένα Θεό που αποβλέπει σε αυστηρούς «νόμους», που δε δίνει ευκαιρίες στους ανθρώπους όταν κάνουν λάθη, όταν ενεργούν άστοχα, όταν Τον περιφρονούν, ακόμα και όταν φεύγουν από κοντά Του, φαίνεται σκανδαλώδης αυτή η αγάπη και έξω από κάθε πραγματικότητα. 
       Ας παρατηρήσουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά που εξελίσσονται. Μπορεί μετά τη μετάνοια και επιστροφή του, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος της παραβολής, να σταμάτησε το δράμα του αποστατημένου υιού, όχι όμως και το οικογενειακό δράμα, αφού μια τελευταία πράξη του, πολύ ανέλπιστη παίχτηκε γύρω από το τραπέζι της χαράς, που έστησε ο πατέρας, για να γιορτάσουν όλοι μαζί την επιστροφή του χαμένου του παιδιού. 
        Ο πρεσβύτερος υιός ζει με την βεβαιότητα ότι μόνον αυτός έχει θέση στην καρδιά του Πατέρα και για το σκοπό αυτό εργάζεται σκληρά, για να φανεί αντάξιος της αποκλειστικότητάς του, την οποία όπως πιστεύει, δικαιούται για τον εαυτό του. Καθώς επιστρέφει από την εργασία του και παρατηρεί τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του, το οικοδόμημα που έχει χτίσει μέσα του με κέντρο τον εαυτό του, σταδιακά καταρρέει. 
          «και οργίσθη και δεν ήθελε να εισέλθει». 
     Καθώς η γιορτή έχει φουντώσει και όλοι με μεγάλη χαρά γιορτάζουν την επιστροφή του μικρότερου παιδιού της οικογένειας και τη λήξη της περιπέτειάς του, φτάνει στο σπίτι, επιστρέφοντας από τη δουλειά, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας και βρίσκει το σπίτι κυριολεκτικά να «καίγεται» από τα φώτα, τους χορούς (χορωδίες) και τις μουσικές. Έκπληκτος ρωτάει έναν από τους δούλους για να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει. Αμέσως έμαθε ότι ο χαμένος αδελφός του είχε γυρίσει μετανοημένος στο σπίτι τους και ο πατέρας από τη μεγάλη του χαρά έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι και ξεκίνησε μια μεγάλη γιορτή, για να γιορτάσει την επιστροφή του γιου του. 
        Όταν άκουσε τούτα τα λόγια από το δούλο της οικογένειας, οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει μέσα στο σπίτι, που γινόταν το τραπέζι της χαράς. Ένας ολόκληρος κόσμος τακτοποιημένος σε «καλούπια» ανθρώπινης ηθικής γκρεμίστηκε μέσα του. Ζούσε δίπλα σ’ έναν πατέρα που ποτέ δε μπόρεσε να τον καταλάβει. Όλο του το ενδιαφέρον ήταν στο κέρδος, το συμφέρον, η επιθυμία να γίνουν όλα δικά του. Η καρδιά του σκοτείνιασε, γέμισε από θυμό και αγανάκτηση, καθώς άκουσε τα νέα για το μικρότερο αδελφό του. Συμβαίνει άραγε αυτό αναμεταξύ μας; Ας σκεφτεί και ας απαντήσει ο καθένας για τον εαυτόν του. Ο Απ. Ιάκωβος, ο αδελφόθεος στην καθολική επιστολή του αναφέρει  μία χαρακτηριστική φράση την οποία δε θα πρέπει να παραβλέπουμε: "εις πολλά πταίομεν άπαντες" (Ιακώβου Γ/3: 2). Πολλές φορές αγανακτούμε και εκφράζουμε παράπονα, όπως «Γιατί ευλόγησες εκείνον, εγώ έχω τα δικαιώματα, γιατί έχω τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία όχι, αυτός, που ήταν μακριά, που κατέφαγε, σπατάλησε, ντρόπιασε......». 
      Μάταια ο πατέρας θα βγει έξω για να εξηγήσει και να ηρεμήσει το μεγαλύτερο γιό του και να τον καλέσει να μπει κι αυτός μέσα στο τραπέζι της χαράς. Ο μεγάλος γιος πεισματικά αρνείται να μπει και μένει σκληρός και ανένδοτος. Αφήνει να βγουν από την ψυχή του όλα τα "απωθημένα του". Ένας μεγάλος θυμός τον έχει καταλάβει και ένα πικρό παράπονο έρχεται στα χείλη του, καθώς απευθύνεται στον πατέρα του: «Σε δούλεψα, ποτέ εντολή σου δεν παραβίασα και ποτέ δεν μου έδωσες, ούτε ένα κατσίκι να το φάω με τους φίλους μου, όμως σαν ήρθε ο γιος σου τούτος ο άσωτος, που κατέφαγε το βιός σου με τις πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν, το μόσχο τον σιτευτό». Πικρά, σκληρά λόγια δείχνουν ασπλαχνία, μεγάλη σκληρότητα, πείσμα, απαίτηση και πάνω απ’ όλα έλλειψη συγχωρητικότητας και αγάπης. Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός: "εάν δεν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ σας θέλει συγχωρήσει τα πταίσματά σας" (Ματθαίος Σ/6: 15). 
       Θα ήθελα να ξεχωρίσω και να επισημάνω μία φράση σε τούτα τα λόγια: "ποτέ δεν μου έδωσες, ούτε ένα κατσίκι να το φάω με τους φίλους μου". Αν ο πατέρας του έδινε και ένα και δύο και παραπάνω κατσίκια, με ποιους θα τα έτρωγε; Ο ίδιος ομολογεί με τους φίλους του, με τους δικούς του, με την παρέα του, με αυτούς που ταίριαζε και αγαπούσε. Η καρδιά όμως του πατέρα είναι διαφορετική. Τους καλεί όλους, τους θέλει όλους, τους αγαπάει όλους, τους περιμένει όλους και έχει για όλους ετοιμάσει τα καλύτερα. "έκαμε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς" (Λουκάς ΙΔ/14: 16). Αλήθεια ποιους καλούμε στο σπίτι μας, στη ζωή μας; Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός: "Και αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και αν αγαθοποιείτε εκείνους που σας αγαθοποιούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο" (Λουκάς Σ/6: 32, 33). 
      Ο μεγαλύτερος γιος δε δίνει καμία απολύτως σημασία στο μικρότερο αδελφό του. Δεν τον αποκαλεί καν αδερφό του, δεν είπε: "ο αδερφός μου", αλλά "ο υιός σου ούτος" (εδ. 30). Όλη η ανησυχία του επικεντρώνεται στα μοσχάρια, τα ρούχα και κυρίως στο δαχτυλίδι του Πατέρα. Είχε ξεχάσει τον αδελφό του και θα επιθυμούσε πάρα πολύ να τον είχε ξεχάσει και ο Πατέρας. Άραγε υπάρχει κάτι δικό μας σ' αυτό το σημείο της παραβολής; Ναι υπάρχει! Πόσες φορές δίνοντας προτεραιότητα στα εφήμερα πράγματα τούτης της ζωής, ξεχάσαμε τον αδελφό μας, ξεχάσαμε τον "πλησίον" μας (Λουκάς Ι/10: 25-37), το συνάνθρωπό μας, δεν προσέξαμε, δε δώσαμε σημασία, δε χαρήκαμε γι' αυτόν, δεν τον καλοδεχτήκαμε, δεν τον αγαπήσαμε. Ο Χριστός, σε αντίθεση με τη δική μας συμπεριφορά, δε μας ξέχασε και δε μας εγκατέλειψε μέσα στην αμαρτία και τον αιώνιο θάνατο που βρισκόμαστε. «Πατέρα, είπε θα πεθάνω Εγώ γι' αυτούς και θα πληρώσω για τις αμαρτίες τους» (Εβραίους Ι/10: 7). 
        Αφού λοιπόν ο μεγάλος γιος της οικογένειας αρνείται να μπει μέσα, ας βγούμε εμείς έξω και ας τον πλησιάσουμε, προσέχοντας ιδιαίτερα να μην τον αδικήσουμε με εύκολα και ρηχά συμπεράσματα. Καθώς τον παρατηρούμε, συναντάμε έναν άνθρωπο πάνω απ' όλα τίμιο, ηθικό, αξιοπρεπή. Ποτέ δεν πήγε με πόρνες, ούτε συναναστράφηκε με μέθυσους ή άλλους ανήθικους παραβάτες. Θεωρείται «μακάριος» διότι ουδέποτε «περιεπάτησεν εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών δεν εστάθη, και επί καθέδρας χλευαστών δεν εκάθησεν» (Ψαλμός Α/1: 1). Ήταν ένας άνθρωπος σωστός, τυπικός, σοβαρός, αξιοπρεπής, μετρημένος στις εκδηλώσεις του, εργατικός, που κράτησε και αξιοποίησε με την εργασία του το μερίδιό του από την πατρική του περιουσία. 
     Με μια γρήγορη ματιά φαίνεται ο άνθρωπος αυτός να τα κάνει όλα σωστά. Προσεύχεται, πάει στην εκκλησία, διαβάζει το Λόγο του Θεού, τον κηρύττει  και έχει προσφέρει ένα σημαντικό έργο μέσα από την πολύχρονη διακονία του. Από μία εξωτερική παρατήρηση και προσέγγιση θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι το υπόδειγμα ενός πνευματικού ανθρώπου. Όμως, παρ' όλα τα προσόντα που αναφέραμε, παρατηρούμε ότι στην κυριολεξία μέσα στα βάθη της καρδιάς του είναι ένας χαμένος και συγχυσμένος πνευματικά. Είναι και αυτός ένα "απολωλός πρόβατο". Ενώ πιστεύει ότι υπηρετεί το Θεό, από την άλλη δε γνωρίζει την Αγάπη και το Έλεος Του. Η σχέση του με τον πατέρα βασίζεται στην τήρηση κάποιων αυστηρών νόμων, κανόνων και διατάξεων και όχι σε μια αγαθή, στενή, πνευματική σχέση αγάπης και λατρείας. Αλήθεια μπορεί να είναι κάποιος μέσα στο σπίτι του Πατέρα (εκκλησία) και να είναι χαμένος; Ναι, γιατί πολλές φορές είναι τυφλωμένος από τα τυπικά "θρησκευτικά" του έργα και νομίζει πως εκτελώντας όλα αυτά έχει προσφέρει πολύ μεγάλη υπηρεσία στο Θεό. Τούτος ο άνθρωπος ένα δρόμο γνώριζε και αυτόν ακολουθούσε καθημερινά στη ζωή του, από το σπίτι στη δουλειά και αντίθετα. Είχε εργαστεί και είχε προσφέρει ένα πολύ σημαντικό έργο μέσα στο σπίτι του πατέρα. Με τα μέτρα της δικής μας ηθικής θα λέγαμε ότι ήταν ένας σωστός, τυπικός και υποδειγματικός πολίτης. Δεν έλειψε ποτέ δίπλα από τον Πατέρα και ήταν το στήριγμά του σε όλη εκείνη την περίοδο, που ο μικρότερος υιός είχε φύγει μακριά του. Πολλές φορές τα "θρησκευτικά" μας έργα μας επαναπαύουν και νομίζουμε ότι είμαστε τακτοποιημένοι με το Θεό. 
      Τούτη τη φορά γίνεται μάρτυρας ενός φαινόμενου, το οποίο ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα συνέβαινε, να γίνεται τόσο μεγάλη χαρά για έναν αμαρτωλό, για έναν άσωτο που ντρόπιασε τον πατέρα του και σπατάλησε την περιουσία του!!! Αυτό του είναι αδιανόητο, δεν το χωράει ο νους του και γι' αυτό αρνείται να συμμετάσχει. Δεν ήταν μόνον ο θυμός, δεν ήταν μόνον το μίσος, δεν ήταν η αγανάκτηση που τον κράτησαν καθηλωμένο έξω από το σπίτι, ήταν η μεγάλη του έκπληξη, που δεν τον άφησε να προχωρήσει, για να μπει μέσα. Γι’ αυτόν ήταν κάτι αδιανόητο, που πραγματικά τον γέμιζε με φρίκη και αγανάκτηση, το θεωρούσε πολύ μεγάλη αδικία να στρωθεί ένα τόσο μεγάλο τραπέζι υποδοχής για εκείνον το βρωμερό άνθρωπο που είχε προσβάλει το όνομά τους, που είχε κατασπαταλήσει την περιουσία του με τις πόρνες. 
      Ένας έντονος διάλογος γίνεται μεταξύ του Πατέρα και του γιου. "Παιδί μου", λέει ο Πατέρας……, "σε δούλεψα" λέει ο υιός, "ποτέ εντολή σου δεν παρέβηκα και ποτέ δε μου έδωσες ούτε ένα κατσίκι να το φάω με τους φίλους μου. Σαν όμως ο γιος σου τούτος, ο άσωτος, που κατέφαγε το βιό σου με τις πόρνες ήρθε, έσφαξες γι’ αυτόν το μόσχο τον σιτευτόν". Πρόκειται για πικρά λόγια, σκληρά, που δείχνουν ασπλαχνία, αχαριστία, σκληρότητα, θυμό, πείσμα, απαίτηση. Από την άλλη η κριτική, τα παράπονα μέσα στην Εκκλησία του Θεού, ποτέ δεν έλλειψαν. "αυτός" όχι "ο αδελφός" μου, που τον ευλογείς, που του έχεις αναθέσει την (τάδε) υπηρεσία, ενώ εγώ με τόσα χρόνια προσφοράς και ενσυνείδητης εργασίας,  δεν έχω λάβει απάντηση. Κριτική στον αδελφό ακόμα και στο Θεό. Δεν είναι αδελφός μου, είναι δικό σου γιός. Παρατηρούμε πολλές φορές και εκφράζουμε κρίσεις: "Πώς ήρθε αυτός ο νέος έτσι μέσα στην εκκλησία, τι φόραγε, πώς μίλησε, πώς καθόταν....." Ο Κύριος ήταν κατηγορηματικός: "μη κρίνετε, και δεν θέλετε κριθή, μη καταδικάζετε και δεν θέλετε καταδικασθή, συγχωρείτε, και θέλετε συγχωρηθή" (Λουκάς Σ/6: 37). Πόσο μακριά βρίσκεται ο άνθρωπος, που ζητάει να δικαιωθεί από τα έργα του και την τήρηση των εντολών του Νόμου, από τη χαρά του ουρανού! Αδυνατεί να καταλάβει τη λογική της αγάπης. Κατηγορηματικός ο Απόστολος Παύλος: «εάν η δικαίωση γίνεται διά του νόμου, άρα ο Χριστός εις μάτην απέθανεν» (Γαλάτας Β/2: 21). Εάν ο άνθρωπος μπορούσε να σωθεί με τα έργα του, τότε ο Χριστός μάταια πέθανε. 
       Ο άνθρωπος αυτός στηρίζεται στο "γράμμα" του Νόμου (Β' Κορινθίους Γ/3: 6), που απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία του "πεισματώδη και απειθή υιού". Αυτό άλλωστε προέβλεπε και ο Μωσαϊκός Νόμος (Δευτερονόμιο ΚΑ/21: 18-20) και αδυνατεί να καταλάβει τη Χάρη του Θεού προς τον μετανοημένο αμαρτωλό, το Έλεος του Θεού για όσους ειλικρινά Τον επικαλούνται, την Αγάπη του Θεού που επιβάλει να χαρεί κανείς στην ανεύρεση του «χαμένου πρόβατου» (Λουκάς ΙΕ/15: 6). Ένας "χαμένος θησαυρός" (Ματθαίος ΙΓ/13: 44) είναι ο άνθρωπος για το Θεό. Εμείς αξιολογούμε τους ανθρώπους ανάλογα με την εμφάνιση, την κοινωνική τους θέση, τη νοημοσύνη, την οικονομική τους επιφάνεια και τόσα άλλα ευτελή κριτήρια. Μόνον ο δημιουργός που έφτιαξε τον άνθρωπο, "κατ’ εικόναν Αυτού", ξέρει την αξία του κάθε ανθρώπου. Να γιατί χαίρεται ο ουρανός για τη σωτηρία μίας πολύτιμης ψυχής. Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Χαρά μεγάλη γίνεται στον Ουρανό για ένα αμαρτωλό που μετανοεί» (Λουκάς ΙΕ/15: 7-10). 
      Τούτος ο μεγαλύτερος αδελφός, καθώς στέκεται έξω από το τραπέζι της χαράς, μένει στη σκιά και ζει το δικό του δράμα, καθώς χάνει την εμπειρία της μεγάλης γιορτής, της αγκαλιάς του πατέρα. Δε γελάει, δε χαίρεται για τη σωτηρία του αμαρτωλού και δε ζητάει και ο ίδιος τη σωτηρία του γιατί δε νοιώθει καμία ανάγκη για να σωθεί. Αντίθετα νομίζει ότι είναι τακτοποιημένος με το Θεό και μάλιστα, με όλα αυτά που έχει προσφέρει μέσα στον οίκο του Θεού, θεωρεί ότι ο Θεός του οφείλει και από πάνω και μάλιστα πολλά. Δε φροντίζει να έχει κάποια ιδιαίτερη προσωπική - εσωτερική - σχέση αγάπης με τον πατέρα, απλά κάνει ό,τι ορίζει "το γράμμα" του Νόμου. Εξαντλεί όλη του τη σχέση δουλεύοντας και υπακούοντας στις εντολές Του. Νομίζει ότι επειδή μένει μέσα στον οίκο του πατέρα και δεν κοιμάται με τις πόρνες και δεν τρώει με τα γουρούνια, όπως έκανε ο μικρότερος αδελφός του, είναι πολύ καλός. "Ευχαριστώ σοι, Θεέ, ότι δεν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και καθώς ούτος ο τελώνης" (Λουκάς ΙΗ/18: 11). Όλων μας η ζωή είναι καλύτερη, αν αρχίσουμε να τη συγκρίνουμε με τη ζωή κάποιων άλλων ανθρώπων που εμείς επιλέγουμε. 
    Πρόκειται για έναν άνθρωπο ανίκανο να δημιουργήσει γνήσιες σχέσεις, έναν άνθρωπο σκληρόκαρδο, εγωιστή, που αρνείται ν’ αγαπήσει, να υποταχθεί, ν’ αγκαλιάσει…. Απέναντι σε μια τέτοια στάση ζωής ο Πατέρας απαντά με απίστευτη τρυφερότητα, με πολύ μεγάλη διάκριση: «Παιδί μου, όλα όσα έχω είναι δικά σου» επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά ότι κανένας δε μπορεί να του στερήσει τα δικαιώματα που κατέχει και πάνω απ’ όλα την πατρική αγάπη. Η αγάπη δεν έχει όρια, δε γνωρίζει σύνορα, είναι ανεξάντλητη. Παιδί μου… «έπρεπε να χαρείς γιατί ο αδερφός σου νεκρός ήταν και αναστήθηκε, χαμένος και βρέθηκε», υπενθυμίζοντάς του ότι η αδελφική σχέση δε διαγράφεται, ότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορινθίους ΙΓ/13: 8) και θα πρέπει πάντοτε να στέκεται στο υψηλότερο επίπεδο, να μπαίνει πάνω απ’ όλα. 
       Ο μεγαλύτερος γιος δε φαίνεται ν' αντιλαμβάνεται όλα τούτα και τη μόνη λογική που καταλαβαίνει είναι να δείχνει τα ροζιασμένα χέρια του στον Πατέρα και να του λέει: «σε δούλεψα….». Είναι αυστηρός και στηρίζεται στη δική του δικαιοσύνη, που την προβάλει με περηφάνια. Είναι η εικόνα του θρησκευόμενου, του αυτοδικαιούμενου ανθρώπου. Θρησκεία είναι η αυτοδικαίωση του ανθρώπου με τα έργα του, μέσα από την τήρηση κάποιων νόμων ή κανόνων. Η δικαιοσύνη του Θεού δεν έχει να κάνει με έργα ή την τήρηση κάποιων κανόνων ή νόμων, αλλά έχει να κάνει με το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου. "ο άνθρωπος βλέπει το φαινόμενον, ο δε Κύριος βλέπει την καρδίαν" (Α' Σαμουήλ ΙΣ/16: 7). Ο Θεός θέλει να πάρει την "πέτρινη" καρδιά μας, που μισεί τον αδερφό μας και να μας δώσει μια νέα καρδιά, που θα εκφράζει ένα "νέο πνεύμα" (Ιεζεκιήλ ΛΣ/36: 26). Τ' ανθρώπινα "θρησκευτικά έργα" δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία εσωτερική, πνευματική σχέση με το Θεό. Δε μπορεί ο άνθρωπος μέσα απ' αυτά να χαρεί, να νοιώσει αγάπη για τον αδερφό του, να περπατήσει μαζί με το Θεό, να συμμετέχει στις μεγάλες γιορτές που κάνει Αυτός για να τιμήσει τους δικούς Του. Ο μεγαλύτερος αδελφός δεν έχει καμία εμπειρία γιορτής, αγκαλιάς με τον πατέρα, με αποτέλεσμα να μη νιώθει καμία ευχαρίστηση. Οι άνθρωποι αυτοί περπατούν με το Θεό από φόβο για να μην καταλήξουν στην κόλαση, όμως δεν είναι αυτή η σχέση που θέλει να έχει ο Θεός με τα παιδιά Του. Δε θέλει μια σχέση: "Κύριε, Κύριε" (Ματθαίος Ζ/7: 21), αλλά θέλει μια σχέση "εν πνεύματι και αληθεία" (Ιωάννης Δ/4: 23). 
      Ο Ιησούς Χριστός όλους αυτούς που στηρίζονταν στα έργα και δεν ήθελαν να έχουν μια στενή πνευματική σχέση μαζί Του, τους αναγνώρισε στο πρόσωπο όλων εκείνων των Φαρισαίων και Σαδουκαίων, των Γραμματέων και των Πρεσβυτέρων του λαού. Πίστευαν ότι προσέφεραν εκδούλευση στο Θεό με το να είναι θρησκευόμενοι (Λουκάς ΙΗ/18: 10–14). Να εφαρμόζουν τους τύπους και τους νόμους της θρησκείας τους και μέσα απ’ όλα αυτά να είναι διδάσκαλοι των άλλων ανθρώπων. Ο Κύριος, αφού τους αποκάλεσε "τυφλούς, οδηγούς τυφλών" τους εξήγησε πού θα καταλήξουν: "τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθρον θέλουσι πέσει" (Ματθαίος ΙΕ/15: 14).
       Περιφρονούσαν τον Ιησού, γιατί έφερνε ένα παράξενο γι’ αυτούς μήνυμα. Έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός (Ρωμαίους Γ/3: 23) και ως εκ τούτου έχει ανάγκη σωτηρίας. Δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα του και αυτό δεν τους άρεσε, γιατί αυτοί εκεί στηρίζονταν στα δικά τους ψεύτικα, υποκριτικά έργα. Έκαναν τους θρησκευόμενους, αλλά στην ουσία, όπως τους χαρακτήρισε και ο Κύριος, ήταν «τάφοι ασβεστωμένοι» (Ματθαίος ΚΓ/23: 27) και τίποτα άλλο. Φρόντιζαν να καθαρίζουν το «έξωθεν του ποτηρίου» (Λουκάς ΙΑ/11: 39), για να τους βλέπουν οι άνθρωποι, ενώ μέσα τους ήταν βρώμικοι, πονηροί και άρπαγες. 
      Με τη σκληρή, άκαρδη και κακή συμπεριφορά του ο πρεσβύτερος γιος αδίκησε τον Πατέρα του, γιατί δεν μπόρεσε να τον καταλάβει. Ο πατέρας είχε αγάπη, είχε μεγάλη καρδιά. Τούτη την αγάπη δεν μπόρεσε να την καταλάβει ο μεγαλύτερος γιος και με τα σκληρά του λόγια τον πίκρανε, τον πλήγωσε. Πόσες φορές δεν μπορούμε να καταλάβουμε τα σχέδια του Θεού μέσα στη ζωή μας. Η αιτία πολλές φορές που δεν τα καταλαβαίνουμε είναι ότι παραμένουμε απ’ έξω. Είναι ανάγκη να έρθουμε πιο κοντά στο Θεό, να μπούμε μέσα, να καθίσουμε στο πατρικό τραπέζι και είναι βέβαιο ότι ο Θεός θα μας εξηγήσει όλα τα σχέδιά Του για τη ζωή μας. 
       Ο πρεσβύτερος γιός με τη συμπεριφορά του αδίκησε τον πατέρα του, αδίκησε όμως και τον αδελφό και μάλιστα στην πιο δύσκολη ώρα της ζωής του. Η πιο δύσκολη ώρα για το νεότερο γιο δεν ήταν, όταν ήταν όταν βρισκόταν μέσα στα γουρούνια, εκείνη τη θέση την άξιζε. Η πιο δύσκολη ώρα ήταν τώρα που βρέθηκε να κάθεται στο τραπέζι, δίπλα στον Πατέρα του, γιατί ήξερε ότι τη θέση αυτή δεν την άξιζε. Μέσα σε κείνο το λαμπρό περιβάλλον είναι βέβαιο ότι αισθάνθηκε πιο βαριά την ενοχή τουΑισθάνθηκε ξένος στο σπίτι του πατέρα του. Τούτη την ώρα είχε μεγάλη ανάγκη από λίγη συμπάθεια, από λίγη ενθάρρυνση, είχε ανάγκη από δυο λόγια αγάπης. Όμως αντί να πάρει αυτό που είχε ανάγκη, άκουσε από τη μισάνοιχτη πόρτα τα σκληρά και άκαρδα λόγια του αδελφού του. 
     Υπάρχουν άνθρωποι που μόλις τώρα γνώρισαν την αγάπη του Θεού, γνώρισαν το Χριστό και τη σωτηρία που Αυτός προσφέρει, δωρεάν, "κατά χάριν" (Εφεσίους Β/2: 8), άνθρωποι, που ακόμα μυρίζουν από την οσμή των χοίρων και τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας. Πλούσιο το τραπέζι που έστρωσε ο πατέρας, για να τους υποδεχθεί, όμως το περιβάλλον (που είμαι εγώ και συ), πολύ ξένο και αφιλόξενο. Στέκεται η ψυχή δίπλα μας συντετριμμένη και "πεινάει" για λίγα λόγια συμπάθειας, για λίγη συντροφιά, για δυο λόγια αγάπης, φιλίας, ενθάρρυνσης. Εκείνη την ώρα περνά από μπροστά ο μεγαλύτερος αδελφός, ο άνθρωπος που έχει πολλά χρόνια στην πίστη, με πολύ μεγάλη δράση μέσα στην εκκλησία, ο άνθρωπος που τον χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα από τους πλησιέστερους "χοίρους" και στέκεται αδιάφορος. Ίσως τα σκληρά λόγια του μεγαλύτερου αδελφού να είναι πολύ καλύτερα από την παγερή αδιαφορία, που πολλές φορές δείχνουμε. 
       Τι άλλο να πει κανείς για τούτο το μεγάλο γιο! Αδίκησε τον πατέρα του, αδίκησε τον αδελφό του, όμως πιο πολύ από κάθε άλλον αδίκησε τον εαυτόν του. "Κάθισε δίπλα στον αδελφό σου, γνώρισέ τον, βοήθησέ τον και δίνοντάς του θα πάρεις και συ πολλά πράγματα που έχεις ανάγκη". Τούτος ο γιος έμεινε σκληρός, αλύγιστος στη δική του δικαιοσύνη και δε θέλησε να μπει στο σπίτι της χαράς. Ένα συμπέρασμα βγαίνει απ’ όλα αυτά. Ας μη στηριζόμαστε στη δική μας δικαιοσύνη, στα δικά μας έργα, στις δικές μας προσπάθειες. Ας μην προσπαθούμε να αυτοδικαιωθούμε, όπως ο Φαρισαίος μπροστά στο ιερό (Λουκάς ΙΗ/18: 10-14), όπως τούτος ο μεγαλύτερος γιος της ιστορίας μας. Ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει: "Ας γίνει γνωστή η επιείκειά μας σε όλους" (Φιλιππησίους Δ/4: 5). Ας καταλάβουμε ότι μπροστά στο Θεό είμαστε τόσο αμαρτωλοί και χαμένοι, όσο ο ληστής και η πόρνη. Όλοι έχουμε ανάγκη από ένα Σωτήρα. Αυτόν το Σωτήρα τον έδωσε ο ουρανός (Γαλάτας Δ/4: 4), είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού. Ας Τον δεχθούμε, ας Τον πιστέψουμε, ας Τον ομολογήσουμε, ας στηριχτούμε στο Έργο, που Εκείνος έκανε πάνω στο σταυρό για τη δική μας σωτηρία. Εν κατακλείδι, ας πλησιάσουμε το Θεό, ας μπούμε στο τραπέζι της χαράς και της ευφροσύνης, που ο Πατέρας Θεός έχει ετοιμάσει για τον καθένα από μας (Λουκάς ΙΒ/12: 37). Ο πατέρας μας περιμένει, αγωνιά για μας, "θέλει πάντες να σωθούν και να έρθουν εις επίγνωσιν" (Α΄ Τιμοθέου Β/2: 4). 

        ΕΠΙΛΟΓΟΣ: 
      Την παρούσα παραβολή την αναφέρουμε ως "η παραβολή του ασώτου", όμως όπως φαίνεται από την εξιστόρηση των γεγονότων τούτοι οι γιοί ήταν και οι δύο άσωτοι. Όλοι οι άνθρωποι είναι άσωτοι. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει: "πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού" (Ρωμαίους Γ/3: 23. O νεότερος γιος έδειχνε με κάθε τρόπο την ασωτία του και την πρόβαλε, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός την πραγματική φτωχή πνευματική του κατάσταση την έκρυβε κάτω από μια δήθεν αξιοπρεπή εμφάνιση στην πατρική στέγη. Θέλοντας να χαρακτηρίσει ο Κύριος αυτή την κατηγορία των ανθρώπων ανέφερε: "έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής" (Β' Τιμοθέου Γ/3: 5). 
      Και οι δύο λοιπόν γιοί ήταν άσωτοι και των δύο η καρδιά ήταν πολύ μακριά από την καρδιά του Πατέρα και οι δύο έδειξαν πόσο λίγο αγαπούσαν και υπολόγιζαν τον Πατέρα τους. Ο μεν νεότερος το έδειξε όταν ζήτησε την κληρονομιά του, ενώ ο πατέρας ήταν εν ζωή, ο δε πρεσβύτερος όταν μίλησε με τόσο σκληρά λόγια για τον αδελφό του που είχε επιστρέψει μετανιωμένος. 
      Και οι δύο ήταν άσωτοι και συνεπώς και οι δύο ήταν χαμένοι, όμως ο ένας απ' αυτούς μετάνιωσε για την ασωτία του, για την αμαρτωλή του ζωή, αναγνώρισε την αναξιότητά του και ταπεινώθηκε μπροστά στον Πατέρα του και έτσι αξιώθηκε να λάβει το φιλί της πατρικής αγάπης και συγχώρησης, να λάβει τη σωτηρία του. Ο άλλος, ο θρησκευόμενος, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει πολύ καλά το Νόμο του Θεού και υπηρετούσε μέσα στον οίκο Του, δεν είχει καταλάβει το βάθος της καρδιάς του Θεού, που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έρθουν σε μετάνοια, που τους αγαπάει όλους, που τους καλεί όλους, που τους θέλει όλους κοντά Του. Ο άνθρωπος αυτός μένοντας σκληρός, αμετανόητος προβάλλοντας τα "θρησκευτικά" του έργα, δείχνοντας αδιαφορία και παντελή έλλειψη συχωρητικότητας και αγάπης για τον αδελφό του τελικά μένει έξω από το τραπέζι της χαράς.
 
       Ας είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί "άσωτοι" δεν υπάρχουν μόνον "στη χώρα στης ασωτίας", υπάρχουν παντού και γύρω μας, ακόμα και μέσα στην Εκκλησία. Πρόκειται για ανθρώπους που ζουν μία φαινομενικά αξιοπρεπή, ηθική και ανεπίληπτη ζωή, όμως η καρδιά τους είναι πολύ μακριά από την καρδιά του Πατέρα.---

*** Tην παρούσα μελέτη αφιερώνω ιδιαίτερα σ' ένα άτομο, το οποίο πάρα πολύ αγαπώ, και στο οποίο ο Θεός πρόσφερε πολλά «τάλαντα» (Ματθαίος ΚΕ/25: 15), για να εργασθεί για τη δόξα Του.


                               Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ

Στ’ Αυγούστου ένα βασίλεμα, να φύγεις μου' πες ήρθε η ώρα
φτηνό το ταπεινό μου φίλημα, δε σε χορταίνει η ώρα.

Τώρα, ξανά ηλιοβασίλεμα, την πόρτα μου δειλά χτυπάς
του γυρισμού ζητάς το φίλημα, αν θα σ’ ανοίξω με ρωτάς

Τα σφάλματα, καρδούλα μου, για τους ανθρώπους είναι,
όμως μην κουραστείς, ψυχούλα μου, άνθρωπος πάντα μείνε

Μη σε πονάει που πόνεσα, άνθρωπος είμαι και συγχώρησα,
τα σφάλματα, καρδούλα μου για τους ανθρώπους είναι.

Παρέα με τον ήλιο γύρισες, σας κρύψανε πέρα τα όρη
κρίμα είπες, πόση ρούφηξες φτώχεια πικρή και ξεροβόρι

Μα τα όνειρα σ’ απάτησαν, σου 'κλέψαν τον ανθό
με τα μάτια σου που δάκρυσαν ρωτάς, μπορώ να ξαναρθώ;;;

Και τα όνειρα, αγάπη μου, για τους ανθρώπους είναι
όμως μη κουραστείς ματάκια μου, ονειροπόλος πάντα μείνε

Μη σε πονάει που πόνεσα, άνθρωπος είμαι και συγχώρησα
και τα όνειρα αγάπη μου, για τους ανθρώπους είναι. ---

         Η καρδιά του Πατέρα.

(Μονόλογος από την παραβολή του Ασώτου)

 Μιλάει η καρδιά του πατέρα:

 «Φεύγεις παιδί μου, παιδάκι μου 

Τα’ άτι γοργόφτερο σε καρτεράει,

  άκου χλιμίντρισμα – λες και μιλάει»

  Ω! λες και βιάζεται να μου σε πάρει κι’ αυτό.

--Δεν φεύγεις αύριο γιε μου – παιδί μου;

   Για δες τα σύννεφα πως σκυθρωπιάζουν,

   μπας και θα βρέξει – μην μου βραχείς;…

--Πήρες το μάλλινο λευκό σου χιτώνα,

   θυμάμαι πως τον έπλεκε η μάννα σου η δόλια

   τα κρύα βράδια δίπλα στη φωτιά.

--Παιδί  μου, είσαι έτοιμος; Δεν με κοιτάζεις;

   κοιτάζεις πέρα;  Αδημονείς;

--Γύρε και κοίταξε το σπιτικό σου. Ποιος ξέρει…

   ίσως γιε μου να μην το ξαναδείς.

Κοίτα τον κήπο. Κοίτα τα δέντρα, κοίτα τις βρύσες

δεν σου μιλούν;

Εσύ… όμως βιάζεσαι… Γιέ μου – παιδί μου, θέλεις

να φύγεις, σαν να φοβάσαι μήπως σε δουν.

Ω! πια κατάρα σε παίρνει, γιε μου, σε χώρες άξενες

και μακρινές;

Μακριά απ’ τον ήλιο που πρωτοείδες

Μακριά απ’ το σπίτι που σ’ αγαπάει,

Μακριά απ’ εμέ;

Ποιος να μου το ‘λεγε τ’ άτυχου γέρου

πως τα μάτια τούτα δεν θα σε ξαναδούν;

Στερνά θα κλείσουν

καυτά απ’ τα δάκρυα

δίχως τα δάκτυλά σου

να τα σφραγίσουν – άτυχε νιέ.

--Σε βλέπω βιάζεσαι. Θέλεις να φύγεις,

σου καίει τον κόρφο το πλάνο ασήμι.

Μα… τούτο το σπίτι –για δες – για δες το,

είναι δικό σου – όλο δικό σου – λες και φτιαγμένο μόνον για σε.

Κοίτα τον κήπο. Για δες τα δέντρα…

Δεν τα θυμάσαι, άμυαλε – νιέ;

Κει δεν σκαρφάλωνες;

Θαρρώ π’ ακούω μέσα στ’ αυτά μου

Γέλια, φωνές,

Τότε σαν έπαιζες μικρούλι ξέγνοιαστο,

Σαν νάταν  χθες.

Τούτα μόνον τα λίγα λόγια

Θέλω ν’ ακούσεις – να θυμηθείς:

«Θα ‘ρθει χειμώνας, θα ‘ρθει χιονιάς,  

Σίγουρα η φτώχεια, η παγωνιά.

Θα φύγουν όλα:

Τα χρήματά σου, οι φίλοι, η αγάπη, τα όνειρά σου.

Σαν μείνεις μόνος στην ξενιτιά

Σαν το σπουργίτι – δίχως φωλίτσα, μες το βοριά.

Σαν δεις ερείπια  τα όνειρά σου,

Συντρίμμια άθλια – ολόγυρά σου,

Σαν σε χτυπήσει η μοναξιά,

Τούτος ο σύντροφος της ξενιτιάς.

Γιέ μου – παιδί μου, να μην διστάσεις.

Γιέ μου – παιδί μου, να μην ντραπείς.

Πάρε το γνώριμο το μονοπάτι

Που ίσια οδηγεί στο σπιτικό.

Θα βρεις συμπόνια, άδολη αγάπη

Τη λησμοσύνη για τα παλιά,

Θα σε προσμένει με δάκρυα αγάπης

Για να σε σφίξει η πατρική μου η αγκαλιά.  (Σ.Ι.Π.)

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

"κατά ΜΑΡΚΟΝ", κεφ. Ι (10), εδ. 46 – 52. Ο ΒΑΡΤΙΜΑΙΟΣ.

Ο ΒΑΡΤΙΜΑΙΟΣ.

Ευαγγέλιον "κατά ΜΑΡΚΟΝ", κεφ.   Ι /10, εδ. 46 – 52.

46 Και έρχονται εις Ιεριχώ. Και ενώ εξήρχετο από της Ιεριχώ αυτός και οι μαθηταί αυτού και όχλος ικανός, ο υιός του Τιμαίου Βαρτίμαιος ο τυφλός εκάθητο παρά την οδόν ζητών.
47 Και ακούσας ότι είναι Ιησούς ο Ναζωραίος, ήρχισε να κράζη και να λέγη Υιέ του Δαβίδ Ιησού, ελέησόν με.
48 Και επέπληττον αυτόν πολλοί διά να σιωπήση αλλ' εκείνος πολλώ μάλλον έκραζεν Υιέ του Δαβίδ, ελέησόν με.
49 Και σταθείς ο Ιησούς, είπε να κραχθή και κράζουσι τον τυφλόν, λέγοντες προς αυτόν Θάρσει, σηκώθητι σε κράζει.
50 Και εκείνος απορρίψας το ιμάτιον αυτού, εσηκώθη και ήλθε προς τον Ιησούν.
51 Και αποκριθείς λέγει προς αυτόν ο Ιησούς Τι θέλεις να σοι κάμω; Και ο τυφλός είπε προς αυτόν Ραββουνί, να αναβλέψω.
52 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Ύπαγε, η πίστις σου σε έσωσε. Και ευθύς ανέβλεψε και ηκολούθει τον Ιησούν εν τη οδώ.

       ΣΧΟΛΙΑ.
       Το κείμενο αναφέρεται σε μια ιστορία βγαλμένη από τη ζωή ενός κατοίκου της Ιεριχώ, που τον έλεγαν Βαρτίμαιο, πριν από 2000  χρόνια.   Ίσως   είναι   μικρή,    ίσως   φαίνεται   ασήμαντη,   όμως  δεν  είναι  ούτε  μικρή,  ούτε ασήμαντη,   αφού   τούτη   η  ιστορία  στον   τομέα  του  πνεύματος  είναι δική μου και δική σου.  Στις λεπτομέρειες   τούτης   της  ιστορίας  μπορεί  ο  καθένας  να   δει  τον  εαυτόν του, καθώς θα δώσουμε φως σε κάποιες λεπτομέρειες της ζωής αυτού του ανθρώπου:

      ΉΤΑΝ ΤΥΦΛΟΣ.
     Ήταν τυφλός από γεννήσεώς του, άκουγε, αισθανόταν, αλλά δεν έβλεπε. Τα σάρκινα μάτια του, αυτό το τέλειο δημιούργημα του Θεού, δε λειτουργούσαν. Μπορεί εμείς να μην του μοιάζουμε και ευχαριστούμε το Θεό γι’ αυτό, όμως εξετάζοντας τον εαυτόν μας από την πνευματική πλευρά της ζωής, (ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σάρκα αλλά και πνεύμα), παρατηρούμε ότι δε διαφέρουμε απ’ αυτόν.
       Ο άνθρωπος «έβλεπε» πνευματικά, όταν ήταν στον Παράδεισο και γνώριζε το Θεό. Στο βιβλίο της "Γένεσης" μας αναφέρει ότι ο Θεός κατέβαινε εκείνα τα ωραία δειλινά και συνομιλούσε με τους ανθρώπους. Όμως ο άνθρωπος τυφλώθηκε. Πώς έγινε, τι συνέβη; Από αμαρτία από παρακοή του θελήματος του Θεού ο άνθρωπος τυφλώθηκε πνευματικά. Σκοτάδι πνευματικό απλώθηκε γύρω του. Αλήθεια πόσο έχει πυκνώσει τούτο το σκοτάδι στις ημέρες μας! Από τότε ψάχνει να βρει το χαμένο παράδεισο, το πρόσωπο του Θεού. Γι’ αυτό οι θρησκείες, γι’ αυτό οι θεωρίες, αλλά όλα τούτα δεν ήταν τίποτα άλλο από εκείνη τη χαρακτηριστική φράση που είπε κάποτε ο Πέτρος: «Κύριε, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες, ουδέν πιάσαμε» (Λουκάς Ε/5: 5). Ένας αγώνας έγινε η ζωή μέσα στο σκοτάδι, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σ΄ αυτήν την κατάσταση βρέθηκε ο άνθρωπος. Και ενώ ο Θεός θα είχε κάθε λόγο να εξαφανίσει το ανθρώπινο γένος μετά την αμαρτία και την αποστασία του, αντίθετα σ' όλα αυτά ο Θεός δεν απέρριψε τον άνθρωπο, αλλά "Τόσο πολύ αγάπησε τον κόσμον, ώστε έδωκε τον υιόν αυτού τον μονογενή για να μη χαθεί καθένας που θα πιστέψει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή "(Ιωάννης ΙΓ/13: 16). Ο Χριστός ήρθε ανάμεσά μας, για να βρει τον τυφλό, "το απολωλός", να σκορπίσει τα σκοτάδια και να δώσει και πάλι στον άνθρωπο φως.

       ΗΤΑΝ ΖΗΤΙΑΝΟΣ. 
     Κανείς δε θέλει να είναι ζητιάνος. Πόσο σκληρό, πόσο περιφρονητικό είναι τούτο! Περιφρόνηση, ειρωνεία, γέλωτες, σκληρότητα ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν τη ζωή του, πέρα από τη μοναξιά, την έλλειψη κατανόησης και αγάπης. Σκληρή η ζωή του και ευτελής. Αλήθεια πόσο μοιάζει η ζωή τούτου του ανθρώπου με την πνευματική ζωή πολλών ανθρώπων που καθημερινά μας περιβάλουν! Πρόκειται για φτώχεια πνευματική παρά τα τις μεγάλες σπουδές, τα μεγάλα πτυχία , που πολλές φορές υπάρχουν. Δεν είναι άσκημα τούτα,  αλλά δεν επαρκούν. Δημιούργησε παιδεία ο άνθρωπος, αλλά δεν άλλαξε, έκτισε φυλακές, αλλά δε συνετίστηκε. Γιατί; Όταν ένα κουκούτσι από πορτοκάλι πέσει στη γη, μετά από λίγο θα φυτρώσει ένα πολύ ωραίο δενδράκι που λέγεται νεραντζιά. Αργότερα τούτο το δενδράκι θα φέρει ωραίους καρπούς, όμως οι καρποί του θα είναι πικροί. Όσο και να το λιπάνεις, όσο και να το ποτίσεις, όσο και καλά να το καλλιεργήσεις, ό,τι και να κάνεις, οι καρποί του θα συνεχίσουν να είναι πικροί. Για να φέρει τούτο το δενδράκι γλυκούς καρπούς, ένας τρόπος υπάρχει. Να το κεντρώσεις με κεντράδι πορτοκαλιάς. Μόνον τότε θα φέρει γλυκά πορτοκάλια. Από την ώρα που θα γεννηθεί ο άνθρωπος είναι μια άγρια νεραντζιά και οι καρποί του είναι πικροί, κακοί. Μόνον όταν κεντρωθεί στη ζωή του με το κεντράδι που λέγεται "Ιησούς Χριστός", μόνον τότε θα φέρει γλυκούς καρπούς, άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
      Τραγική η κατάσταση του Βαρτίμαιου. Το ίδιο τραγική είναι και η κατάσταση του ανθρώπου μακριά από το Θεό, ο οποίος αδυνατεί να καταλάβει ότι η απομάκρυνσή του από το Θεό τον έχει κάνει να είναι τυφλός, γυμνός, νεκρός και έχει ανάγκη από το Σωτήρα του κόσμου, τον Ιησού Χριστό.  Αδυνατεί να αναγνωρίσει την τύφλωσή του ο άνθρωπος. Νομίζει ότι "στέκεται", ότι είναι δυνατός και δεν μπορεί να δει ότι είναι "ως τοίχος κεκλιμένος και φραγμός ετοιμόρροπος" (Ψαλμός ΦΒ/62: 3). Δεν επικαλείται το Θεό γιατί δε γνωρίζει την τύφλωσή του. Ο σύγχρονος άνθρωπος στέκεται ανάμεσα στα υλικά αγαθά που τον περιβάλουν και επαναλαμβάνει τα λόγια εκείνης της τραγικής εκκλησίας που υπήρχε στην πόλη της Λαοδίκειας: "λέγεις ότι πλούσιος είμαι και επλούτησα και δεν έχω χρείαν ουδενός"  και έρχεται ο Κύριος να δώσει την απάντηση: "δεν εξεύρεις ότι συ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός" (Αποκάλυψη Γ/3 17). ·
        Τυφλός  και  φτωχός  ο  Βαρτίμαιος,  «καθήμενος  παρά  την  οδόν  και  ζητών»,  άκουσε από τους  ανθρώπους που υπήρχαν γύρω του ότι περνά ο Ιησούς Χριστός. Ήταν  η ευλογημένη  στιγμή  της ζωής του. Ψυχή, άκουσες για το Χριστό στη ζωή σου; Γνωρίζεις ότι και σήμερα περνά ο Κύριος από μπροστά σου και κρούει την πόρτα της καρδιά σου; (Αποκάλυψη Γ/3: 20).  Θέλει να μπει μέσα στη ζωή σου, όχι για να σου τη στερήσει,  αλλά για να σου δώσει το φως.  "Λύχνος  εις  τους  πόδας  μου είναι ο λόγος σου και φως εις τας τρίβους μου" (Ψαλμός ΡΙΘ/119: 105) αναφέρει ο ψαλμωδός.
       Τούτος ο άνθρωπος, όταν άκουσε για το Χριστό, φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του: «Ιησού, υιέ του Δαυίδ, ελέησέ με». Τούτη η κραυγή για όσους την επανέλαβαν ανάμεσα στους αιώνες έγινε ο μεγαλύτερος σταθμός μέσα στη ζωή τους. Όμως τι τραγικό που τόσοι άνθρωποι καθημερινά «ακούνε», αλλά δεν καλούν το Χριστό στη ζωή τους. Έρχεται ο εχθρός και του ψιθυρίζει: "Μην τον καλείς στη ζωή σου, θα σου κλέψει την ελευθερία, θα σε περιγελούν οι άλλοι, θα σου στερήσει χαρές. Θα χάσεις τη ζωή σου" και ο άνθρωπος τα πιστεύει. Γιατί τα πιστεύει; «Διότι αγάπησε τη δόξα των ανθρώπων μάλλον, παρά του Θεού», διότι «το φως ήρθε εις τον κόσμον, αλλά οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι μάλλον παρά το φως, γιατί τα έργα τους ήταν πονηρά». (Ιωάννης Γ/3: 19).
       Ο τυφλός της ιστορίας μας, καθώς άκουσε για το Χριστό, ένιωσε το πέρασμά Του, άκουσε τη φωνή Του και άρπαξε τη μεγάλη ευκαιρία της ζωής του. Μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο έβαλε τις φωνές: "Ιησού ελέησέ με, βοήθησέ με στην αδυναμία μου, λύσε τα σκοτάδια της ζωής μου". Τι καταπληκτικό αίτημα! Πιστεύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας και ζητάει το Έλεός Του. "Κύριε ελέησέ με". Ο κόσμος που ήταν γύρω του προσπαθούσε να τον σταματήσει. Προσπαθούσε να ακυρώσει τη συνάντηση με τον Ιησού Χριστό. Πάντα ο κόσμος είναι μια μεγάλη δύναμη που προσπαθεί να σε απομακρύνει από το Χριστό έτσι, ώστε να μην Τον συναντήσεις στη ζωή σου, να μην Τον γνωρίσεις προσωπικά. Μεγάλες οι πιέσεις που ασκεί ο κόσμος. "Σιώπα του έλεγαν, μη φωνάζεις". Αλήθεια, πόσοι άνθρωποι υπάκουσαν στη φωνή του κόσμου και "δια τον φόβον των Ιουδαίων" "σιώπησαν" με τραγικά αποτελέσματα μέσα στη ζωή τους. Όμως ο άνθρωπος της Ιεριχώ δε σταματά, αγνοεί τις υποδείξεις των ανθρώπων και τι κάνει; «πολλώ μάλλον έκραζεν», συνέχιζε να φωνάζει και μάλιστα πιο δυνατά. Στις φωνές τούτου του ανθρώπου Εκείνος που «ερευνά νεφρούς και καρδίας» (Ιερεμίας ΙΑ/11: 20) αναγνωρίζει την ειλικρίνεια της καρδιάς του, βλέπει τη θέληση και την επιμονή, για να γνωρίσει Εκείνον. Μια τέτοια ειλικρινή φωνή, ένα τέτοιο κάλεσμα ο Κύριος δε θα το αγνοήσει. Ο Δαβίδ είναι κατηγορηματικός: "καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, Θεέ, δεν θέλεις καταφρονήσει" (Ψαλμός ΝΑ/51: 17). Ο πρ. "Ησαΐας" (ΜΒ/42: 3) διακηρύττει: "Κάλαμον συντεθλασμένον δεν θέλει συντρίψει και λινάριον καπνίζον δεν θέλει σβύσει θέλει εκφέρει κρίσιν εν αληθεία".
      Μια "φωνή καρδιάς" και ένα αίτημα: «Ελέησέ με». Όχι πολλά λόγια, όχι ωραία λόγια, λίγα και συγκεκριμένα θέλει ο Κύριος, γι' αυτό και μας προτρέπει: "Όταν δε προσεύχησθε, μη βαττολογήσητε ως οι εθνικοί· διότι νομίζουσιν ότι με την πολυλογίαν αυτών θέλουσιν εισακουσθή" (Ματθαίος Σ/6: 7). Αυτό είχε ανάγκη ο Βαρτίμαιος, αυτό έχει ανάγκη ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε κουρασμένος και ταλαιπωρημέ-νος άνθρωπος εξαιτίας της αμαρτίας (Ματθαίος ΙΑ/11: 28). "Ιησού, ελέησόν μοι". Τούτο το «μοι», ας μην το αγνοήσουμε μέσα στη ζωή μας. Όλη η δύναμη του Χριστιανού κρύβεται σ’ αυτό το «μοι». Άλλο να πει κάποιος ότι ο Χριστός είναι Σωτήρας και άλλο να πει : Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας μου.
       Θα μπορούσε ο Βαρτίμαιος να έχει πολλούς δισταγμούς, πριν φωνάξει τον Κύριο. Τι θα πει ο κόσμος, μήπως πρέπει καλύτερα να ρωτήσω τον ιερέα να μου πει τι πιστεύει για τον Ιησού; Στην κατάσταση που βρίσκομαι με βοηθάνε οι άνθρωποι και μπορώ και ζω. Αυτά και πολλά άλλα θα μπορούσαν να τον κάνουν διστακτικό, όμως αν έτσι  ενεργούσε, θα έμενε τυφλός για πάντα. Καθώς, ψυχή, ο Χριστός περνάει από μπροστά σου, απελευθερώσου από τους λογισμούς σου, από τις πονηρές σκέψεις που ο εχθρός βάζει μέσα στο μυαλό σου, γιατί θέλει να σε κρατήσει τυφλό. Τι τραγικό να σε κοιτάξει ο Κύριος εκείνη την ημέρα και να σου πει: "Πέρασα, χτύπησα, φώναξα καθώς ήσουν κλειδωμένος μέσα στα τείχη της περηφάνιας σου, του εγωισμού σου και δε Μου άνοιξες". Είναι εκείνη η ώρα που οι άνθρωποι θα ρωτούν με έκπληξη: "Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή σε φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμε;" (Ματθαίος ΚΕ/25: 44).
       "Ιησού ελέησέ με".  Είναι μια φωνή καρδιάς, μια ειλικρινής πρόσκληση με τα εξής αποτέλεσμα:
     1/ Στάθηκε ο Ιησούς. Σταματάει ο Κύριος στις κραυγές εκείνων που τον φωνάζουν; Ναι, θα σταματήσει και στη δική σου κραυγή γιατί θέλει "όλοι να σωθούν και να έρθουν σε μετάνοια" (Β'  Πέτρου Γ/3: 9  &  Α' Τιμοθέου Β/2: 4). Κάθε ψυχή είναι πολύτιμη στα μάτια Του και δεν αποβλέπει ο Κύριος σε ονόματα, τίτλους, αξιώματα ή άλλο τι, αλλά αποβλέπει σε ανθρώπινες ταπεινωμένες καρδιές. Θέλει ν' ανοίξει τα μάτια του τυφλού ανθρώπου, καλεί τον καθένα και σήμερα να βγει από το σκοτάδι και "να έρθει στο θαυμαστό Αυτού φως" (Α' Πέτρου Β/2: 9).
      Στάθηκε ο Κύριος. "Κύριε που στέκεσαι; Στέκεσαι μπροστά στον τελευταίο πολίτη της Ιεριχώ; Δεν αισθάνεσαι άβολα, δεν ντρέπεσαι;" Όχι, γιατί εσένα και εμένα ο Ιησούς Χριστός «δεν επαισχύνεται να μας αποκαλεί αδελφούς του» (Εβραίους Β/2: 11).  
     2/ «φωνάξτε τον να έρθει» είπε ο Κύριος σ’ αυτούς που τον ακολουθούσαν. Δεν έστειλε ανθρώπους, για να του προσφέρουν τη σωτηρία, αλλά για να τον καλέσουν κοντά Του. Είναι τούτη η μοναδική υποχρέωση του πιστού ανθρώπου να καλεί άλλους ανθρώπους να έλθουν στο Χριστό. Σε λίγο θα βρεθούν ο ένας απέναντι στον άλλον. Τι ευλογημένη στιγμή για τον κάθε άνθρωπο! Είναι η ώρα που το «άγριο» συναντάει το "Άγιο", συναντάει το «ήμερο μπόλι» και αρχίζει να φέρνει καρπούς γλυκούς. Είναι η ώρα της προσωπικής συνάντησης του καθενός με τον αρχηγό της ζωής, τον αναστημένο και δοξασμένο Ιησού Χριστό. Είναι η ώρα της προσωπικής επικοινωνίας με το Σωτήρα Χριστό. Είναι η ώρα της σωτηρίας του ανθρώπου.
     Γλυκά, ευγενικά ο Ιησούς Χριστός καθώς στέκεται μπροστά του, τον ρωτάει: «Τι θέλεις να σοι κάμω;». Ο ναυαγισμένος ένα πράγμα χρειάζεται, να σωθεί απ' τα κύματα. Ο τυφλός ένα πράγμα χρειάζεται, να δει. «Να αναβλέψω Κύριε». Μακάρια η ψυχή που ιεράρχησε σωστά τα πράγματα. Τι θέλεις να σου δώσω, ρώτησε ο Θεός το βασιλιά Σολομώντα:"Θέλω να μου δώσεις σοφία Κύριε", ήταν η απάντηση, ένα αίτημα που ευχαρίστησε ιδιαίτερα τον Κύριο. "Και έδωκεν ο Θεός εις τον Σολομώντα σοφίαν και φρόνησιν πολλήν σφόδρα και έκτασιν πνεύματος, ως η άμμος η παρά το χείλος της θαλάσσης. Και υπερέβη η σοφία του Σολομώντος την σοφίαν πάντων των κατοίκων της ανατολής και πάσαν την σοφίαν της Αιγύπτου". Να μάθουμε να βάζουμε τα πρώτα πράγματα στην πρώτη θέση. Ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει: "ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθεί" (Ματθαίος Σ/6: 33). 
       Ο Βαρτίμαιος «ήλθε στο Χριστό», «πίστεψε στο Χριστό» και «ευθύς ανέβλεψεν». Άμεση, τέλεια, ολοκληρωμένη η σωτηρία που προσφέρει ο Χριστός. Τούτη τη δωρεάν σωτηρία τη γνώρισε ο "Βαρτίμαιος", η "αιμορροούσα" (Μάρκος Ε/5: 29), ο παραλυτικός που τον έκανε καλά ο Κύριος (β 12), ένα νεκρό κορίτσι (Ε/5:  42), τη γνώρισαν εκατομμύρια άνθρωποι ανάμεσα στους αιώνες. Γνώρισέ την και συ, ψυχή. Αυτός που περνάει δίπλα σου, που χτυπάει την πόρτα της καρδιά σου είναι "το φως το αληθινόν, το οποίον φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον" (Ιωάννης Α: 9)
        «ευθύς ανέβλεψεν». Τι ήταν εκείνο που τόσο γρήγορα, τόσο αποτελεσματικά κίνησε το χέρι του Θεού; Ήταν η πίστη. Είναι τόσο σημαντικός παράγοντας η πίστη για τη σωτηρία του ανθρώπου, που ενώ ο Χριστός τον έσωσε, ο Κύριος του λέγει : «η πίστη σου σε έσωσε». Χωρίς την πίστη δεν μπορεί να γίνει τίποτα απολύτως. Ο ευαγγελιστής  "Ματθαίος"  μας  αναφέρει  ότι  ο  Κύριος  στην πόλη που μεγάλωσε, τη  Ναζαρέτ,  δε  μπόρεσε  να κάνει  πολλά  θαύματα εξαιτίας της απιστίας των ανθρώπων (Ματθαίος ΙΓ/13: 58). Θα μπορούσε και θα ήθελε ο Κύριος να κάνει πολλά θαύματα, όμως η απιστία  περιορίζει  τη  δύναμη  του  Θεού.  Πώς  να ευλογήσει  ο Κύριος τους ανθρώπους που δε ζητάνε την ευλογία Του;  Πώς  να  θεραπεύσει ανθρώπους στους οποίους, αν κάποιος έλεγε ότι είναι  ασθενείς, θα έμεναν έκπληκτοι. Κάποτε τους είπε ο Κύριος "είστε δούλοι" και ξεσηκώθηκαν "εμείς είμαστε σπέρμα του Αβραάμ, είμαστε ελεύθεροι" και ο Κύριος τους είπε: "είστε δούλοι της αμαρτίας" (Ιωάννης Η/8: 33).
       Ένας ολόκληρος Γολγοθάς μένει αδρανής, εκεί που δεν υπάρχει πίστη.
      «και ηκουλούθει τον Ιησού». Αυτό έγινε σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης. Είναι υποχρέωση και προνόμιο κάθε πιστού ανθρώπου να ακολουθεί προσωπικά τον Κύριο, όχι κάποιο δόγμα ή κάποια εκκλησία ή κάποια θρησκεία, αλλά τον ίδιο τον Κύριο.
       Ιησούς -- Ιεριχώ -- Βαρτίμαιος -- σωτηρία, πριν από 2.000 χρόνια. 

      Τι κοινό μπορεί να υπάρχει με το σήμερα; Αλήθεια, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ό,τι γράφτηκε, ό,τι ειπώθηκε κατά "τω καιρώ εκείνω" έχουν απόλυτη εφαρμογή και στις ημέρες μας. Οι ίδιες ανάγκες, τα ίδια προβλήματα υπάρχουν και στις ημέρες μας. Ο  Κύριος και σήμερα περνά από μπροστά σου. Ξέρει σε ποιο πνευματικό σκοτάδι βρίσκεται ο σύγχρονος «πολιτισμένος» άνθρωπος. Ξέρει τα αδιέξοδα της ζωής, τον πόνο και την αγωνία σου. Γνωρίζει τα πάντα, θέλει να επέμβει μέσα στη ζωή σου, για να αποκαταστήσει τα πάντα και με πολλή υπομονή περιμένει να Τον "φωνάξεις". Μόνον Αυτός μπορεί να σκορπίσει τα σκοτάδια και να σου δώσει φως. Αν αποφασίσεις να πας σ’ Αυτόν, φώναξέ Του με όλη τη δύναμη της ψυχής σου: Αναστημένε και δοξασμένε Ιησού Χριστέ, ελεήσέ με. Για σένα θα είναι μια απόφαση ζωής, για Εκείνον θα είναι μια μεγάλη χαρά, καθώς "μεγάλη χαρά γίνεται στον ουρανό για κάθε ψυχή που μετανοεί και σώζεται". (Λουκάς ΙΕ/15: 7).
       Είναι η ώρα που θα σου ψιθυρίσει ο Κύριος: Ήσουν ένας αμαρτωλός και έπρεπε να πεθάνεις, γιατί ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος (Ρωμαίους Σ/6: 23), αλλά Εγώ σε αγάπησα και ήρθα στη γη και πέθανα για σένα, πλήρωσα Εγώ για τις δικές σου αμαρτίες, για να ζήσεις εσύ αιώνια κοντά Μου. Είσαι δικός Μου, όχι γιατί το άξιζες, αλλά γιατί σε αγαπάω και θέλω να σε σώσω δωρεάν «κατά χάριν» (Εφεσίους Β/2: 8). Σ’ έχω εξαγοράσει όχι με «αργύριον και χρυσίον», αλλά με το ίδιο Μου το αίμα.. Έλα μαζί μου στον ουρανό. Θα ομολογήσω το όνομά σου ενώπιον του Πατέρα Θεού. "Σε λίγα στάθηκες ικανός σε πολλά θα σε καταστήσω" (Ματθαίος ΚΕ: 21)". ---


        Ο ΤΥΦΛΟΣ

Ω, Ιησού, Γιε του Δαβίδ
στάσου, ελέησέ με.
Μη δεν ακούς τη θλιβερή μου τη φωνή
που με στου δρόμου τη βολή σε κράζει ;
Μη δεν ακούς έναν τυφλό
μες στων τυφλών το πλήθος;
Εδώ σ’ αυτή την κόχη σε προσμένω,
Μέρες και μέρες , να περάσεις, να διαβείς,
Εσύ που τους ανήμπορους γιατρεύεις,
θα προσπεράσεις τον τυφλό
που τόσο περιμένει
μπροστά σ' αυτό το δρόμο να σταθείς ;

Κύριε, μες στη νύχτα μου σε κράζω,
στις νύχτες τις ατέλειωτες που ζω.
Ω! Να’ βλεπα το ρόδινο το φως κάποιας εσπέρας,
ν’ άγγιζα τα λουλούδια, τα πουλιά,
να μ’ έλουζε το φεγγαρίσιο φως τις νύχτες,
τ’ αστέρια που κεντούν τους ουρανούς,
να έβλεπα τα πρόσωπα των φίλων και δικών μου,
να αγκαλιάσω σαν μικρό παιδί
με ευφροσύνης δάκρυα
και φίλους και εχθρούς.

Ω! Ιησού, Γιε του Δαβίδ,  βόηθησέ με.

Ο Κύριος στο άκουσμα των λόγων σταματάει.
Πέστε του να’ ρθει, με φωνή γεμάτη από συμπόνια
λέει στο πλήθος που μαζί Του τρέχει βιαστικά.
Πέστε του να ‘ρθει, Ζει μες στο σκοτάδι
και η ψυχή του, σαν πουλάκι σκλαβωμένο,
θέλει να δει το φως, τον ήλιο που ν’ ψηλά,
το χέρι του ν’ απλώσει με αγάπη
σε κάθε πλάσμα του Πατέρα δω στη γη,
να’ρθει σαν κύμα στην καρδιά του η χαρά.

Καθώς ακούει ο τυφλός πως ο Χριστός τον κράζει,
σηκώνεται και βιαστικά την κάπα του πετά,
σαν να πετούσε το βαρύ
του πόνου το φορτίο, σαν να ‘νιωθε ανάλαφρος,
σαν αύρα πρωινή, τρέχει και τρέχει
στης φωνής τον ήχο, τρέχει, κι εκεί,
στα πόδια Του μπροστά, λέει: Ω! Κύριε,
να αναβλέψω θέλω, ξέρω πως όλα τα μπορείς,
αν θέλεις, νιώθω πως όλους η ψυχή Σου συμπονά.

Κι ο λόγος ο γλυκός ήρθε στ’ αυτά Του,
«θέλω να δεις» του είπε με στοργή
κι αμέσως πέσαν οι σκιές, τα θάμπη,
κι είδε τη φωτεινή Του τη μορφή,
Εκείνου που άκουγε μόνο τα λόγια
είδε τον κόσμο, είδε τα πουλιά,
δε χόρταιναν τα μάτια του να βλέπει,
είδε το χέρι που μ’ αγάπη τον κρατούσε,
είδε τον Κύριο, του Σύμπαντος το Βασιλιά. ---