Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ.

    ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
 
    Ευαγγέλιον  «κατά Ιωάννην»,   κεφ.   Γ/3,   εδ.   16. 

    «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον». 

    «Σήμερον γεννάται εκ παρθένου, Αυτός που κρατά όλο το κτίσμα με το χέρι Tου».
     Έτσι ήθελε η άπειρη Αγάπη του Θεού – Πατέρα, για τον τέλειο Υιό Του. 
--Σήμερα ο Υιός του Θεού ντύνεται την ανθρώπινη σάρκα και κατεβαίνει στον κόσμο μας. --Σήμερα ο Χριστός ψάχνει για τη φάτνη Του. Είμαστε έτοιμοι να Του ανοίξουμε την πόρτα της καρδιάς μας για να μπει μέσα μας να γεννηθεί;; 
--Σήμερα ο Χριστός για να μας λυτρώσει, γίνεται ένας από εμάς (Φιλιππησίους Β/2: 7).           Εμείς άραγε μπορούμε να πούμε ότι Του μοιάζουμε, ότι είμαστε σαν κι Αυτόν; 
--Σήμερα ο Θεός γίνεται ένα μικρό βρέφος, υπερβαίνει τη λογική κι αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο κοντά Του μας θέλει. Εμείς πόσο διατεθειμένοι είμαστε να υπερβούμε την αμαρτωλή φύση μας και να κάνουμε το δικό μας βήμα προς Αυτόν; 
--Σήμερα η γη μας έχει γίνει ένα απέραντο «σπήλαιο ληστών» κι ο καθένας μας, αν ανοίξει τα πνευματικά του μάτια, θα δει τον εαυτό του γεμάτο πληγές, σαν εκείνες που είχε ο τραγικός οδοιπόρος που συνάντησε ο «καλός Σαμαρείτης» (Λουκάς Ι/10: 25-37). 
    Κάτοικοι του πλανήτη Γη, φοβισμένοι, καταπληγωμένοι, βλέπουν δίπλα τους να χύνεται σε πολέμους, παράλογα, τόσο ανθρώπινο αίμα και ειδικά μικρών παιδιών, από το μίσος του ανθρωποκτόνου (Ιωάννης Η/8: 44). 

    Μα να… έρχεται ένα άλλο νήπιο, ανυπεράσπιστο, ο Υιός του Θεού. Έρχεται και ζητάει να μπει στις πληγωμένες από την αμαρτία καρδιές μας, όχι για να ζεσταθεί, αλλά για να τις ζεστάνει, για να δουν οι άνθρωποι και να γνωρίσουν το «Φως το Αληθινό»  (Ιωάννης Α/1: 9), για να λάβουν Πνεύμα επουράνιο….!!! (Ιωάννης Γ/3: 3). 
    Έρχεται, ας το φωνάξουμε…. Είναι «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκάλυψη ΙΑ/11: 17). Είναι δικός μας… ήρθε για μας! Χριστός ετέχθη για να αλλάξει τα πάντα την ανθρώπινη ιστορία, κυρίως όμως για ν’ αλλάξει όλους εμάς…!!! 
-------
    Φίλες & φίλοι, Αναφορικά με τη γιορτή των Χριστουγέννων μπορείτε να ανατρέξετε σε παλαιότερες αναρτήσεις στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com 
    
(αντιγραφή – επικόλληση των παρακάτω συνδέσμων). 

 https://giorgoskomninos.blogspot.com/2023/12/blog-post.html

https://giorgoskomninos.blogspot.com/2022/12/blog-post.html

https://giorgoskomninos.blogspot.com/2021/11/blog-post.html

https://giorgoskomninos.blogspot.com/2019/12/blog-post.html

http https://giorgoskomninos.blogspot.com/2018/12/blog-post_13.html


        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2017/12/blog-post_22.html

 

       https://giorgoskomninos.blogspot.com/2016/12/blog-post.html

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2015/12/blog-post_25.html

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2015/12/blog-post_19.html

 

       https://giorgoskomninos.blogspot.com/2015/12/blog-post_14.html

 

      https://giorgoskomninos.blogspot.com/2015/12/blog-post.html 

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2015/01/blog-post.html

 

       https://giorgoskomninos.blogspot.com/2014/12/blog-post_24.html

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2014/12/blog-post.html

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2014/12/blog-post_13.html

 

       https://giorgoskomninos.blogspot.com/2013/12/14.html

 

       https://giorgoskomninos.blogspot.com/2013/12/blog-post_14.html

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2013/12/blog-post_25.html

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2012/12/blog-post_20.html

 

        https://giorgoskomninos.blogspot.com/2012/12/blog-post_1540.html

 

       https://giorgoskomninos.blogspot.com/2012/12/blog-post_16.html















Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

ΜΩΥΣΗΣ.

ΜΩΥΣΗΣ (1526 – 1406 π.Χ.). «Ο άνθρωπος του Θεού» (Δευτερονόμιο ΛΓ/33: 1). 
 
     «Με την πίστη ο Μωυσής, όταν πια μεγάλωσε, αρνήθηκε να ονομάζεται γιος της κόρης του Φαραώ προτίμησε να υποφέρει μαζί με τον λαό του Θεού, παρά ν’ απολαμβάνει την πρόσκαιρη αμαρτωλή ζωή. Θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον εξευτελισμό, σαν εκείνον που υπέφερε ο Χριστός, γιατί απέβλεπε στην ανταπόδοση» (Εβραίους ΙΑ/11: 24-26). 
 
     Ο Μωυσής ανήκε στην πιο αριστοκρατική τάξη του λαού της Αιγύπτου, σώθηκε όμως από το Θεό με την πίστη του. Αυτή ήταν που τον ώθησε να υπηρετήσει με αφοσίωση τον αληθινό Θεό και ν’ απαρνηθεί με ανεπανάληπτη αποστροφή τον εαυτό του. Η προσευχή μου είναι όλοι εσείς που είστε ηθικοί, ευγενείς, καλλιεργημένοι άνθρωποι ν’ ανακαλύψετε σ’ αυτή τη συμπεριφορά του Μωυσή ένα παράδειγμα για τον εαυτό σας. Σταματήστε να περιφρονείτε τη ζωή που διακρίνεται για την αληθινή πίστη στο Θεό! Είναι το μόνο πράγμα που έχετε πραγματικά ανάγκη. 
    Εσείς, νέοι, μήπως κατέχετε υψηλές θέσεις; Τέτοιος ήταν και ο Μωυσής. Εσείς, σεβαστοί κύριοι, έχετε άμεμπτο χαρακτήρα; Το ίδιο ήταν και ο Μωυσής. Μήπως η θέση σας στην κοινωνία είναι τέτοια, που, αν υπακούσετε στη συνείδησή σας, θα πρέπει να πληρώσετε βαριά τις συνέπειες; Ο Μωυσής «παρέμενε σταθερός στην πίστη του στον αόρατο Θεό, σαν να τον έβλεπε» (Εβραίους ΙΑ/11: 27). Και μολονότι φάνηκε προσωρινά να χάνει, τώρα είναι αιώνια κερδισμένος ύστερα από την απώλεια των εγκοσμίων. Είθε το Πνεύμα του Θεού να σας βοηθήσει ν’ ακολουθήσετε το μονοπάτι της πίστεως, της αρετής, της τιμής, όπου η ηγετική μορφή του Μωυσή δείχνει το δρόμο. 
    --Πρώτα απ’ όλα θα δούμε πώς πραγματοποιήθηκε η απόφασης του Μωυσή. 
    --Δεύτερον, θα εξετάσουμε την πηγή αυτής της απόφασής του που ήταν η πίστη. 
   --Τρίτον, θα δούμε τους λόγους για τους οποίους ο Μωυσής πίστεψε και πήρε την απόφασή του αυτή.    
        Θα προχωρήσουμε σε μερικά πρακτικά συμπεράσματα, που προκύπτουν από το θέμα. 
        1/ Η Απόφαση του Μωυσή.
        «Όταν πια μεγάλωσε, αρνήθηκε να ονομάζεται γιος της κόρης του Φαραώ»
    Σαράντα χρόνια έζησε ο Μωυσής στην αυλή του Φαραώ και αναμφισβήτητα διατηρούσε τον τίτλο του «γιου της θυγατέρας του Φαραώ». Και αν ακόμη δεν απολάμβανε όλες τις ηδονές της αμαρτίας, εν πάση περιπτώσει είχε το μερίδιό του στους θησαυρούς της Αιγύπτου. Είναι δυνατόν να μην ήταν ακόμη ο άνθρωπος του Θεού, μέχρις ότου έφτασε σε ηλικία σαράντα ετών. Είναι ακόμα πιθανόν στα πρώτα χρόνια της ζωής του να ζούσε σαν καθ’ όλα Αιγύπτιος, πρόθυμος μαθητής, βαθύς μελετητής της Αιγυπτιακής σοφίας, αφού όπως αναφέρει ο πρωτομάρτυρας Στέφανος στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» (Ζ/7: 12) «μορφώθηκε με όλη τη σοφία των Αιγυπτίων και ήταν δυνατός στα λόγια και στα έργα» (Πράξεις Ζ/7: 22). 
    Εκείνο τον πρώτο καιρό ο Μωυσής ερχόταν συνεχώς σε επαφή με φιλοσόφους και παράλληλα με στρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν αναλάβει την εκπαίδευσή του. Μέσα απ’ όλες αυτές τις νεανικές επιδιώξεις και τις φιλοδοξίες του είναι πολύ πιθανόν να λησμόνησε την εθνικότητά του. Για όποιον λόγο κι αν είχε παραμείνει στο παλάτι μέχρι τα σαράντα του χρόνια, βλέπουμε το αγαθό αποτέλεσμα που ο Θεός έκαμε να προκύψει απ’ όλη αυτή την περίοδο. Οι εμπειρίες που απέκτησε εκείνα τα σαράντα χρόνια τον έκαναν κατάλληλο να διοικήσει ένα ολόκληρο έθνος και τον έκαναν εύχρηστο όργανο στα χέρια του Θεού, για να κάνει τον Ισραηλιτικό λαό ένα οργανωμένο κράτος. 
     Ίσως όλα αυτά τα σαράντα χρόνια να είχε προσπαθήσει ο Μωυσής να κάνει αυτό που πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν και σήμερα: Να διατηρήσει, δηλαδή, τον τίτλο του «γιου της θυγατέρας του Φαραώ» και παράλληλα να υπηρετεί και τον αληθινό Θεό. Ίσως να σκέφτηκε πως θα μπορούσε να συμμετέχει στους θησαυρούς της Αιγύπτου και παράλληλα να είναι και μάρτυρας του Θεού μέσα στο λαό Ισραήλ. Να μπορεί να προβάλλεται σαν οπαδός των θεοτήτων της Ίσιδας και του Όσιρι και παράλληλα να είναι και λατρευτής του Γιαχβέ (Έξοδος Σ/6: 3). 
    Αν όμως ο Μωυσής δεν ακολούθησε αυτόν το συμβιβασμό, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι άνθρωποι δια μέσου των αιώνων. Αυτό το συναίσθημα που καθηλώνει καλούς κατά τ’ άλλα ανθρώπους στη λαθεμένη θέση απέναντι στο Θεό, είναι πολύ πιθανό να κρατούσε καθηλωμένο και το Μωυσή μέχρι τα σαράντα του χρόνια. Εκείνη την εποχή ήταν στο αποκορύφωμα της νεανικής του ηλικίας και κάτω από την επίδραση της πίστης του στο Θεό έσπασε τις αλυσίδες του πειρασμού, που τον κρατούσαν παγιδευμένο. Περιφρόνησε κάθε συμβιβασμό και βγήκε εντελώς από εκείνο το περιβάλλον σαν ένας υπηρέτης του αληθινού Θεού. 
      α) Ποιος ήταν ο Μωυσής; 
      Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να εξετάσουμε ποιος ήταν ο Μωυσής που έκανε αυτό το μεγάλο βήμα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο πολύ μορφωμένο, ο οποίος είχε διδαχθεί όλη τη σοφία των Αιγυπτίων. Η φιλοσοφία με την έπαρση που πάντα εμπνέει στον άνθρωπο, τον εμποδίζει να δεχτεί την αποκάλυψη του άπειρου Θεού και δε μπορεί ν’ αντέξει στο φως της Βίβλου. Σε κάθε εποχή, όσο ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του σοφό, υποβιβάζει την αιώνια Σοφία του Θεού. Κι αν κάποτε ήταν αληθινά σοφός, ήταν τότε που ταπεινά έσκυβε μπροστά στον Κύριο του σύμπαντος, για να ρωτήσει: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Ο Θεός δε διάλεξε πολλούς σοφούς κατά σάρκα ούτε πολλούς δυνατούς. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Κύριός μας το είπε: «Σ’ ευχαριστώ Πατέρα, Κύριε τ’ ουρανού και της γης, γιατί αυτά που απέκρυψες από τους σοφούς και τους συνετούς τα φανέρωσες στους ταπεινούς….» (Λουκάς Ι/10: 21). Κάποιες φορές άνθρωποι με τη μόρφωση του Μωυσή οδηγούνται από τον Θεό να υπερασπιστούν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Κι όταν γίνεται αυτό, τότε πραγματικά δοξάζεται ο Θεός! 
    Ο Μωυσής ήταν άνθρωπος που ανήκε στην υψηλή κοινωνική τάξη. Τον είχε υιοθετήσει η Χατσεπσούτ, κόρη του Φαραώ και είναι πιθανόν – αν και δε μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι - ότι αυτός θα ήταν ο επόμενος εξ υιοθεσίας διάδοχος του Αιγυπτιακού θρόνου. Λέγεται πως ο βασιλιάς της Αιγύπτου δεν είχε άλλο παιδί και η κόρη του δεν είχε γιο. Επομένως, ο Μωυσής θα μπορούσε να γίνει Φαραώ της Αιγύπτου! Από εκείνη την υψηλή θέση ο Μωυσής κατεβαίνει κι ενώνεται με τον καταπιεσμένο λαό του Θεού. Είθε ο Θεός να δώσει να δούμε πολλούς επιφανείς ανθρώπους να παίρνουν θαρρετά το μέρος του Ευαγγελίου αποκηρύσσοντας τις ανθρώπινες θρησκείες. Αν αυτό γίνει, θα είναι πραγματικά ένα θαύμα ελέους του Θεού, καθώς πολύ λίγοι από τους ισχυρούς αυτού του κόσμου το έχουν κάνει. Εδώ κι εκεί στον ουρανό μπορεί να βρεθεί κανένας βασιλιάς, εδώ κι εκεί στην Εκκλησία μπορεί να βρεθεί κανένας εστεμμένος που να προσεύχεται. Και πόσο δύσκολα θα μπουν στον ουρανό αυτοί που έχουν τα πολλά! (Μάρκος Ι/10: 25). Αν κάποιοι μπουν, τότε πραγματικά δόξα τω Θεώ!
    Μαζί με όλα αυτά να θυμόμαστε πως ο Μωυσής ήταν και άνθρωπος με πάρα πολλές ικανότητες. Αυτό το βλέπουμε στη διοικητική του επιδεξιότητα, με την οποία χειριζόταν τις υποθέσεις των Ισραηλιτών στην έρημο. Τη φυσική του αυτή ικανότητα δεν τη παραγνώρισε, ο Θεός αντίθετα τη χρησιμοποίησε σαν εύχρηστο όργανο στα χέρια Του.
    Ο Μωυσής ήταν και ποιητής. Διαβάζουμε στη Βίβλο: «Τότε ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες έψαλαν τον ύμνο αυτό στον Κύριο…» (Έξοδος ΙΕ/15: 1). Το μνημειώδες εκείνο ποίημα που γράφτηκε εκεί στην Ερυθρά Θάλασσα είναι μοναδικό και δείχνει την ασύγκριτη ικανότητα του συγγραφέα του. Ο Ψαλμός 90 φανερώνει κι αυτός το υψηλό επίπεδο των ποιητικών ικανοτήτων του Μωυσή.
    Ήταν προφήτης, ιερέας και βασιλιάς στον Ισραήλ, ένας άνθρωπος που δεύτερό του δεν είχε ποτέ αυτό το έθνος εκτός βέβαια από Εκείνον που ήρθε από τον ουρανό και θυσιάστηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Απ’ όσα γνωρίζουμε, κανένας άλλος άνθρωπος δεν πλησίασε τη δόξα και τα χαρακτηριστικά του Χριστού όσο ο Μωυσής και μάλιστα τόσο, που τα ονόματά τους να βρίσκονται δίπλα – δίπλα στη δοξολογία που αναπέμπουν οι λυτρωμένοι στο Θεό: «Τραγουδούσαν το άσμα του Μωυσή, του δούλου του Θεού και το άσμα του Αρνίου…» (Αποκάλυψη ΙΕ/15: 3). 
    Όπως θα διαπιστώσατε, πρόκειται για έναν πραγματικά επιφανή άνθρωπο, που όμως ταύτισε τη μοίρα του με το λαό του Θεού. Αυτό δε γίνεται με πολλούς ανθρώπους. Ο Κύριος συνήθως διαλέγει αδύναμα όντα, για να ντροπιάσει τους ισχυρούς (Α’ Κορινθίους Α/1: 28). Εδώ ο Θεός στο άπειρο έλεός Του πήρε αυτό το σπουδαίο αυτό άνθρωπο και τον χαρίτωσε, ώστε να ταχθεί στην υπηρεσία Του. Αν θα έπρεπε σήμερα το πρωί ν’ απευθυνθώ σ’ έναν τέτοιο σπουδαίο άνθρωπο, η μόνη μου ευχή προς αυτόν θα ήταν μια φωνή από την υπέρτατη δόξα των ουρανών να τον καλούσε κι αυτόν με ανάλογο σκοπό! Θα ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία γι’ αυτόν.
      β) Η κοινωνία στην οποία ζούσε ο Μωυσής
    Θα πρέπει να εξετάσουμε τι είδους κοινωνία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ο Μωυσής. Βγαίνοντας από την αυλή του Φαραώ έπρεπε ν’ αποχωριστεί όλους εκείνους τους αυλοκόλακες αλλά και τους άλλους ανθρώπους που είχαν υψηλές διακρίσεις από τους οποίους πολλοί απ’ αυτούς θα ήταν ευυπόληπτα άτομα. Πάντα υπάρχει μια έλξη προς την υψηλή κοινωνία, μα τώρα κάθε δεσμός σπάζει από το επαναστατικό πνεύμα του Μωυσή. 
    Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως ένας τέτοιος άνθρωπος σαν τον Μωυσή, όταν έμαθε πλέον όλη τη σοφία των Αιγυπτίων, θα ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτος στους διάφορους επιστημονικούς κύκλους της Αιγύπτου. Παρ’ όλα αυτά αρνήθηκε όλες αυτές τις τιμές ανάμεσα στην ελίτ των λογίων, προκειμένου να υποστεί τον ονειδισμό, που ήταν παρόμοιος με του Χριστού. Ούτε κανείς μεγάλος ούτε κανείς λόγιος ή επιστήμονας θα μπορούσε να τον συγκρατήσει πλέον, καθώς η συνείδησή του του έδειχνε το δρόμο που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει. 
    Ακόμη, να είστε σίγουροι πως θα ήταν ανάγκη να διακόψει απότομα τις σχέσεις του με πολλούς φίλους του. Στη διάρκεια των σαράντα χρόνων εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πόσους αγαπητούς και καλούς φίλους θα είχε αποκτήσει ο Μωυσής. Τώρα όμως προς μεγάλη θλίψη πολλών πήγε και συνδέθηκε με την πιο αντιπαθή τάξη ανθρώπων, με αυτούς που ο βασιλιάς κρατούσε διαρκώς καταπιεσμένους. Αμέσως μετά για σαράντα ολόκληρα χρόνια έζησε στη μοναξιά της ερήμου. Έτσι ο χωρισμός του από το παλιό του περιβάλλον είχε πια ολοκληρωτικά συντελεστεί.           
    Όταν πρέπει το Πνεύμα του Θεού να σπάσει μέσα σου κάθε φιλικό δεσμό για χάρη του Χριστού, όταν ο Θεός θέλει ν’ αποσπάσει την ψυχή σου και να την τραβήξει μακριά απ’ όλα αυτά που λατρεύεις, άφησε να γίνει τούτη η θυσία μέσα σου. Αν η πίστη σου στο Θεό σου έχει δείξει ότι, για να κρατήσεις την κοινωνική θέση που τώρα κατέχεις, θα υποχρεωθείς να κάνεις συμβιβασμούς και να ζήσεις με αμαρτία, τότε παραιτήσου αμέσως απ’ αυτήν. Ζήτα τη βοήθεια του Θεού και μην το ξανασυζητήσεις ποτέ πια. Μην αφήσεις τα δίχτυα του εχθρού της ψυχής σου να σε τυλίξουν. Ο Θεός σου χάρισε αιώνια, σταθερή ελευθερία. Δόξασέ Τον γι’ αυτό το ανεκτίμητο δώρο! Ο Ιησούς άφησε την κοινωνία των αγγέλων στους ουρανούς για χάρη σου και εσύ δε μπορείς να εγκαταλείψεις αυτή τη ζωή που ζεις για χάρη Εκείνου; 
      γ) Το πλήθος με το οποίο ταυτίστηκε ο Μωυσής. 
    Πιο πολύ στη ζωή του Μωυσή θαυμάζω όχι όταν βλέπω ποιος ήταν και ποια λαμπρή κοινωνία που κλήθηκε να εγκαταλείψει, αλλά ποιοι ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους τώρα θα έπρεπε να ταυτιστεί. Γιατί θα πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτοί που λάτρευαν τον αληθινό Θεό εκείνη την εποχή δεν ήταν και τόσο συμπαθητικοί τύποι. Ο Μωυσής αποφάσισε να επωμιστεί «τον ονειδισμόν του Χριστού» μαζί με τις θλίψεις του λαού του Θεού τη στιγμή που τίποτα το ελκυστικό δεν είχε πάνω του εκείνος ο λαός. Ήταν άνθρωποι απελπιστικά φτωχοί, διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη τη χώρα, απλοί δούλοι, επιστρατευμένοι να φτιάχνουν πλίθες. Επρόκειτο για μια καθημερινή δουλεία που τους είχε επιβληθεί μόνο και μόνο, για να τους σπάσει το ηθικό, κάτι που είχε τέλεια επιτευχθεί (Έξοδος Α/1: 13,14). 
    Ήταν εντελώς απελπισμένοι, δίχως αρχηγούς για να τους οδηγούν. Και αν ακόμα είχαν αρχηγούς, δεν είχαν καμία διάθεση να σηκωθούν και να τους ακολουθήσουν! Όταν ο Μωυσής ενδιαφέρθηκε για την υπόθεσή τους και τους είπε πως ο Θεός τον είχε αποστείλει με σκοπό να τους ελευθερώσει, εκείνοι στην αρχή τον δέχτηκαν, όμως όταν η πρώτη ενέργεια του προφήτη είχε σαν αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το βάρος της δουλειάς για το λαό, καθώς οι Αιγύπτιοι τους υποχρέωναν να πηγαίνουν οι ίδιοι να βρίσκουν και το άχυρο, χωρίς να μειώνεται η παραγωγή (Έξοδος Ε/5: 7), άρχισαν τότε να τον βρίζουν και να τον χλευάζουν. Πριν από σαράντα χρόνια, όταν ο Μωυσής για πρώτη φορά αναμείχθηκε στις διενέξεις τους, πήρε από κάποιον απ’ αυτούς την απάντηση: «Μήπως θέλεις να με σκοτώσεις κι εμένα όπως σκότωσες τον Αιγύπτιο;» (Έξοδος Β/2: 14). 
    Κυριολεκτικά όλος αυτός ο λαός ήταν ένα κοπάδι σκλάβων, κατακερματισμένο, καταπιεσμένο, εντελώς απογοητευμένο. Το χειρότερο όμως που μπορεί να συμβεί σ’ ένα σκλαβωμένο λαό είναι η δουλεία του να σβήσει μέσα του κάθε αντίσταση και πέραν αυτού, όταν κάποτε θα έχουν ελευθερωθεί, να τους κάνει ανίκανους ν’ απολαύσουν την ελευθερία τους και να συνεχίσουν ψυχολογικά να νιώθουν, δούλοι καθώς οι σιδερένιες αλυσίδες έχουν εισχωρήσει βαθιά μέσα τους και έχουν “δέσει” την ψυχή τους και το πνεύμα τους. Είναι φανερό λοιπόν ότι οι Ισραηλίτες δεν ήταν και τόσο εκλεκτή συντροφιά για τον εκλεπτυσμένο και καλλιεργημένο χαρακτήρα του Μωυσή. Παρατηρούμε έναν πρίγκιπας να κάνει παρέα με τη φτωχολογιά. Έναν ελεύθερο να ταυτίζεται με σκλάβους. Έναν άνθρωπος των γραμμάτων, των τεχνών και της υψηλής κουλτούρας να ταυτίζεται με τους άξεστους. Ένα θαρραλέο αρχηγό να πρέπει τώρα να επικοινωνήσει με απογοητευμένους δουλοπάροικο. 
    Πολλοί λένε: Όχι, δε μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Ξέρω με ποια Εκκλησία θα πρέπει να ενωθώ, αν ακολουθήσω το Χριστό και υπακούσω στις εντολές Του. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο φτωχοί, τόσο αμόρφωτοι και το κτίριο της εκκλησίας τους τόσο κακόγουστο. Ο κήρυκάς τους είναι αγροίκος κι αυτοί καθόλου εκλεπτυσμένοι στους τρόπους τους. Πολύ λίγοι απ’ αυτούς έχουν κάποια οικονομική επιφάνεια. Σίγουρα θ’ απομονωθώ και θα μειωθώ κοινωνικά, αν αναμειχθώ μαζί τους. Μήπως δεν τ’ ακούμε αυτά κάθε μέρα; Και δυστυχώς είναι αντιλήψεις που όλο και πιο πολύ διαδίδονται στην εποχή μας. 
    Μήπως έχουν μείνει πολλοί σήμερα που ν’ αγαπάνε την αλήθεια γυμνή, χωρίς πλουμίδια; Που ν’ αγαπάνε το Ευαγγέλιο περισσότερο από τις πομπώδεις διακηρύξεις και την επίδειξη; Μα όπου ο Θεός σηκώνει ένα Μωυσή, ποιος νοιάζεται πόσο φτωχοί είναι οι αδελφοί του; «Είναι λαός του Θεού», θα πρέπει να σκέφτεται. Κι αν είναι πολύ φτωχοί, πρέπει ακόμα πιο γενναιόδωρα να τους βοηθήσω. Αν είναι καταφρονημένοι και καταπιεσμένοι, ένας λόγος παραπάνω να τους συμπαρασταθώ. Αν αγαπούν το Θεό και την αλήθεια Του, τότε είμαι κι εγώ συστρατιώτης τους στον ίδιο αγώνα μαζί τους». Είμαι βέβαιος ότι ο Μωυσής κάπως έτσι θα σκέφτηκε, για να πάρει την τελική του απόφαση και πρόθυμα πήρε τη θέση του εκεί που τον καλούσε ο Θεός.
    Κοντά σ’ όλα τ’ άλλα θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ακόμη κάτι πολύ θλιβερό, που ενδεχομένως θα στοίχισε πολύ πόνο στο Μωυσή. Διαπίστωσε πως ανάμεσα στο λαό του Θεού υπήρχαν μερικοί που καμιά δόξα δεν έδιναν στο Θεό και ήταν πολύ ασταθείς στις πεποιθήσεις τους. Δεν έκρινε όμως το σύνολο από τα λάθη μερικών, αλλά από τον γενικό στόχο του συνόλου κι από τις αρχές τους. Έτσι διαπίστωσε πως οι Ισραηλίτες, μ’ όλες τους τις αδυναμίες και τις ατέλειες, ήταν πάνω απ’ όλα ο λαός του Θεού, ενώ οι Αιγύπτιοι παρ’ όλες τους αρετές τους ήταν ειδωλολάτρες. 
     Κάτι απαραίτητο για όλους μας είναι να εξετάζουμε τα πνεύματα με κριτήριο το Λόγο του Θεού κι ύστερα άφοβα ν’ ακολουθούμε αυτό για το οποίο βεβαιωνόμαστε ότι είναι ορθό. Ν’ ακολουθούμε εκείνο το πνεύμα που αναγνωρίζει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας (Εφεσίους Α/1: 22), πού οι Γραφές θεωρούνται ως κανόνας πίστεως, πού διδάσκονται με σαφήνεια τα δόγματα της χάριτος του Θεού δια της πίστεως, πού εφαρμόζονται στην πράξη οι εντολές του Χριστού, όπως εκείνος τις έδωσε; Με αυτούς τους ανθρώπους θα πάω, η δική τους υπόθεση θα γίνει και δική μου και «ο λαός τους θα είναι λαός μου και ο Θεός τους θα είναι Θεός μου» (Ρουθ Α/1: 16). 
    Δεν αναζητάμε την τέλεια Εκκλησία στη γη, ζητάμε όμως μια Εκκλησία που θα είναι ελεύθερη από κάθε τυπολατρία και από δόγματα λαθεμένα σύμφωνα με τη Βίβλο. Ποτέ δε θα συμβιβαστούμε και ποτέ δε θα λατρεύσουμε το Θεό μαζί με τους φαύλους και τους ειδωλολάτρες. Αν υπάρχουν σφάλματα στην αδελφότητα της Εκκλησία του Χριστού θα πρέπει να δείξουμε υπομονή, να ενεργήσουμε σύμφωνα με το Λόγο του Θεού και να ζητήσουμε χάρη και δύναμη από το Θεό, για να νικήσουμε τον πονηρό. Με τους ορθολογιστές, τους αρνητές και τους ειδωλολάτρες, όσο θρησκευόμενοι κι αν φαίνεται να είναι, δε θα ενωθούμε και δε θα συνάψουμε πνευματική συγγένεια. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση ο Θεός θα μας ζητήσει λόγο γι’ αυτή τη συμπεριφορά μας.
     δ) Τι άφησε ο Μωυσής;
     Προσέξτε τώρα τι άφησε ο Μωυσής προκειμένου να συμπαρασταθεί και να ταυτιστεί με το λαό του Θεού. 
1/ Άφησε τη δόξα του – «αρνήθηκε να ονομάζεται γιος της κόρης του Φαραώ».               
2/ Άφησε τις γήινες απολαύσεις του – "αρνήθηκε ν’ απολαμβάνει την πρόσκαιρη ζωή».     
3/ Άφησε τον πλούτο του – «Θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον εξευτελισμό, σαν εκείνον που υπέφερε ο Χριστός». 
     Ίσως κάποιοι σκεφτούν: Αν το ν’ ακολουθήσω το Θεό και υπακούσω στις εντολές Του σημαίνει ότι θα χάσω τη θέση μου στην κοινωνία, θα πέσω στην ασημότητα, θα πρέπει ν’ απαρνηθώ χίλιες δύο απολαύσεις, να στερηθώ οποιοδήποτε οικονομικό όφελος ή πρόσοδο και να συμμορφωθώ με όλες αυτές τις απαιτήσεις, τότε να μου λείπει!!! Οι μάρτυρες της πίστεως όχι μόνον δε σκέφτηκαν έτσι αλλά θυσίασαν και τη ζωή τους ακόμα για την υπόθεση του Ευαγγελίου. Όταν υπάρχει ειλικρινές ενδιαφέρον και αληθινή πίστη μέσα στην καρδιά, ποτέ κανείς δεν κάθεται να συζητήσει ποιο από τα δύο να διαλέξει: Τη φτώχεια ή το συμβιβασμό με την πλάνη Είναι βέβαιο ότι ο πιστός άνθρωπος θα θεωρήσει τον εξευτελισμό του Χριστού μεγαλύτερο πλούτο απ’ όλους τους θησαυρούς της γης.
     ε) Οι δοκιμασίες που αντιμετώπισε ο Μωυσής. Ας εξετάσουμε τι ακριβώς κέρδισε ο Μωυσής, όταν άφησε το παλάτι του Φαραώ. Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι κέρδισε πάρα πολλές δοκιμασίες, όμως χάρη στην πίστη του «Προτίμησε να υποφέρει μαζί με το λαό του Θεού» και αυτό το έκανε γιατί «θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον εξευτελισμό, σαν εκείνον που υπέφερε ο Χριστός». 
     Αν είναι ανάγκη να ενώσεις τη μοίρα σου με τη μοίρα του λαού του Θεού, δεν υπάρχει ανταμοιβή για σένα! Σ’ αυτή τη ζωή τίποτα δεν έχεις να κερδίσεις παρά μόνο να χάσεις έχεις και σε πολλές περιπτώσεις να τα χάσεις όλα! Είναι ανάγκη να το κάνεις για λόγους αρχής, από αγάπη για το Θεό που σε καλεί, γιατί έχεις απόλυτα πειστεί για την αλήθεια. Άλλωστε τούτοι οι άνθρωποι δεν έχουν μήτε τιμές, μήτε πλούτη να σου χαρίσουν. Θα δοκιμάσεις θλίψεις κατατρεγμούς, δύσκολες ώρες και αυτό είναι όλο. Είναι βέβαιο ότι θα σε πούνε κουτό και θα είναι σίγουροι ότι δικαιολογημένα σε λένε έτσι. 
    Το ίδιο ακριβώς γίνεται και σήμερα. Αν κανείς ειλικρινά εκζητήσει τον Κύριο, αν κάποιος βγει να υπηρετήσει το Χριστό, πρέπει να το κάνει μόνο από γνήσια αγάπη για το Θεό και με κανένα άλλο κίνητρο. Ο λαός του Θεού δεν έχει προνόμια να μοιράσει, ούτε οφίτσια να προσφέρει. Ο Θεός προσκαλεί ανθρώπους στο Έργο Του που είναι πρόθυμοι να υπολογίσουν πρώτα το κόστος (Λουκάς ΙΔ/14: 28). Όταν ένας ένθερμος οπαδός είπε κάποτε στον Κύριο: «Κύριε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν υπάγεις», πήρε την απάντηση: «Οι αλεπούδες έχουν κατοικίες και τα πουλιά φωλιές αλλά εγώ, ο Υιός του Ανθρώπου, δεν έχω που να γείρω το κεφάλι» (Λουκάς Θ/9: 57,58).                                     
    Κάποιος είπε ότι η αλήθεια μοιάζει με νύφη που δεν έχει προίκα να προσφέρει, παρά μόνο τον ίδιο της τον εαυτό σ’ εκείνον που θα την αγκαλιάσει. Ύβρεις, προσβολές, σκληρή οδοιπορία, χλευασμοί, παραποίηση του έργου του, είναι όσα αποτελούν την ανταμοιβή τού να είναι ένας συνεπής εργάτης του Θεού, που ορθοτομεί το Λόγο της Αληθείας. Κι αν μέσα απ’ όλα αυτά κάτι καλό προκύψει, αυτό ούτε που θα πρέπει να υπολογίζεται. Ας είμαστε προσεκτικοί. Αν κάποιος αγαπάει την αλήθεια για χάρη της αλήθειας, το Θεό για χάρη του Θεού, το Χριστό για χάρη του Χριστού, μόνο τότε ας προσχωρήσει! Κανένα δεν επιβραβεύει η Εκκλησία του Θεού σ’ αυτή τη ζωή. Δεν έχει καμία ανταμοιβή να προσφέρει σε κανέναν και ούτε τέτοια πρόθεση έχει. Αν αυτή καθαυτή η υπηρεσία του Κυρίου δεν είναι ανταμοιβή, τότε όσοι ψάχνουν για κάτι παραπάνω ας πορευτούν προς την άλλη κατεύθυνση της σάρκας και του εγωισμού. Αν ο ουρανός δεν είναι αρκετός για κάποιους, τότε αυτοί που τον περιφρονούν ας πάνε αλλού να βρουν το δικό τους ουρανό.   
    Ο Μωυσής, όταν ανέλαβε το λαό του Θεού, ενεργούσε δυναμικά με τον πιο αφιλοκερδή τρόπο, δίχως καμία υπόσχεση από πουθενά, χωρίς κανένα φίλο, που θα μπορούσε να τον βοηθήσει στη νέα του πορεία, στη μεγάλη στροφή της ζωής του. Τ’ απαρνήθηκε όλα για χάρη της αλήθειας, για χάρη του Γιαχβέ Συγκαταλέχτηκε με τον κατατρεγμένο λαό του Θεού και αυτό του αρκούσε. 
     2. Η πηγή της απόφασης του Μωυσή.
     Η Γραφή αναφέρει ότι πηγή της απόφασης του Μωυσή ήταν η πίστη του. Δεν ήταν ο δυναμικός χαρακτήρας που τον οδήγηση σ’ αυτή την απόφαση. Κανείς δε μπορεί να πει: «Ήταν γεννημένος Ισραηλίτης» και, κατά συνέπεια, κυριάρχησε η δυναμική του φύση».  
     Το κείμενό μας όμως υιοθετεί μια άλλη άποψη. Ξέρουμε καλά πως ο Θεός δεν ευαρεστείται τα παιδιά Του να Τον λατρεύουν με μέσα σαρκικά. Μπορεί η αμαρτία να τρέχει μέσα στο ανθρώπινο αίμα, αλλά η χάρη ποτέ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει παιδιά ονομαστών πιστών εργατών του Ευαγγελίου, τα οποία τώρα έχουν απομακρυνθεί και πλανηθεί από τον ορθολογισμό, τις διάφορες φιλοσοφίες, τις ανθρώπινες παραδόσεις; (Κολοσσαείς Β/2: 8). Η χάρη δε μεταβιβάζεται δια του αίματος, κληρονομικά. Συνεπώς ήταν η πίστη και όχι η σάρκα ήταν που οδήγησε τον Μωυσή στην οδό της αλήθειας.  
    Ούτε ήταν από κάποια τάση εκκεντρικότητας που ο Μωυσής αγκάλιασε έναν καταπιεσμένο λαό. Καμιά φορά συναντούμε ανθρώπους ευγενείς και με κάποια θέση στην κοινωνία, οι οποίοι έχουν σχετιστεί με άτομα εντελώς διαφορετικού επιπέδου, μόνο και μόνο γιατί δε μπορούσαν να συμπεριφερθούν όπως οι άλλοι, οι όμοιοί τους. Ζουν έτσι επηρεασμένοι από την ιδιόρρυθμη, εκκεντρική ιδιοσυγκρασία τους. Δεν ήταν όμως έτσι με το Μωυσή. Αν ψάξει κανείς σε όλη του τη ζωή, δε θα βρει ίχνος εκκεντρικότητας. Αντίθετα ήταν πράος, σταθερός και πάνω απ’ όλα πιστός στο νόμο του Θεού. Ήταν πολύ ισορροπημένος άνθρωπος, καθώς το κέντρο ισορροπίας του ήταν στη σωστή του θέση και κινείτο σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της φρόνησης. Ούτε και υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν πρέπει να δούμε τη μεγάλη απόφαση που πήρε ο Μωυσής.                        
    Επιπλέον ο Μωυσής δεν έκανε βεβιασμένες κινήσεις κάτω από την επίδραση ξαφνικών εξάρσεων, που τον ξεσήκωναν κι άναβαν μέσα του φλόγες πατριωτισμού και τον έκαναν περισσότερο έναν ένθερμο πατριώτη παρά συνεπή αρχηγό. Κάθε άλλο. Μπορεί να είχε δείξει σπουδή στο να σκοτώσει τον Αιγύπτιο (Έξοδος Β/2: 12), αλλά τώρα, ύστερα από σαράντα χρόνια στην έρημο, όπου είχε όλο τον καιρό να ξανασκεφτεί τη συμπεριφορά του, εξακολουθεί ν’ αρνείται να λέγεται «γιος της θυγατέρας του Φαραώ».                                                  Ήταν η πίστη και μόνο η πίστη που έκανε ικανό τον προφήτη του Σινά να λάβει μια τόσο σοβαρή απόφαση και να την πραγματοποιήσει. 
        α) Ο Μωυσής είχε πίστη στο Θεό. 
       Τι είδους πίστη είχε ο Μωυσής; Πρώτα απ’ όλα, είχε πίστη στον Γιαχβέ. Πιθανόν να είχε δει τους ποικίλους θεούς της Αιγύπτου, ακόμα και με τη μορφή που εμείς τους βλέπουμε σήμερα στις διάφορες παραστάσεις στους Αιγυπτιακούς ναούς και τις πυραμίδες. Βρίσκουμε εκεί την «ιερή γάτα», την «ιερή ίβη» (είδος λιμνόβιου πτηνού), τον «ιερό κροκόδειλο» και όλα γενικά τα δημιουργήματα, τα οποία οι Αιγύπτιοι τα λάτρευαν σαν θεότητες. Επιπλέον, υπήρχαν πνεύματα περίεργων ειδώλων, συνδυασμός ανθρώπου και κτήνους ή πτηνού, που τα αγάλματά τους καμαρώνουν σήμερα στα μουσεία και τα οποία κάποτε ήταν αντικείμενα λατρείας.  
        Ο Μωυσής είχε απαυδήσει με όλους αυτούς του συμβολισμούς. Ήξερε βαθιά μέσα στην καρδιά του ότι μονάχα ο Θεός υπήρχε, ο ένας, ο μοναδικός Θεός, που καμία σχέση δεν είχε με τον Αμών και τους άλλους θεούς των Αιγυπτίων. Κάποιος σατιρίζοντας είπε κάποτε: «Ω, ευτυχείς άνθρωποι, που οι θεοί σας μεγαλώνουν μέσα στους κήπους σας!», τόσο πολλές ήταν οι θεότητες στην αρχαία Αίγυπτο.
    Ειλικρινά, φωνάζω ολόψυχα στο Θεό και του ζητώ παρόμοια ευγενικά πνεύματα ν’ αποστραφούν και σήμερα τους ποικίλους θεούς των εθνών τους καμωμένους από ελεφαντοστό, από έβενο κι ασήμι, που λατρεύονται πλάι σε σταυρούς και διάφορες παραστάσεις της σταύρωσης του Χριστού. Είθε να υπάρξουν θαρραλέες και ειλικρινείς καρδιές που κάποτε θ’ απαρνηθούν αυτή την ειδωλολατρία και κάθε σχέση μαζί της! Καρδιές που θα πουν: «Όχι, δεν μπορώ και δεν τολμώ πια να συνεχίσω μ’ αυτούς τους θεούς. Μόνο ένας Θεός υπάρχει που έκανε τους ουρανούς και τη γη» (Πράξεις Δ/4: 24). Υπάρχει ένα Πνεύμα Θείο, που συγκρατεί τα σύμπαντα με τη δύναμή Του. Αυτόν και μόνον αυτόν θα λατρεύω. Και θ’ ακολουθώ το νόμο Του χωρίς ομοιώματα ειδώλων ή άλλα σύμβολα, γιατί Εκείνος δεν τα ανέχεται». Είθε να έδινε ο Θεός πίστη στους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι μόνον ένας Θεός υπάρχει, κι ότι αυτός ο Θεός δεν θέλει να λατρεύεται με λατρείες που τις κανονίζουν οι άνθρωποι, ούτε τις τελετές τους, γιατί ο Ίδιος είναι Πνεύμα και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν (Ιωάννης Δ/4: 24). 
         β) Ο Μωυσής είχε πίστη στον ερχόμενο Λυτρωτή.
        Η πίστη του Μωυσή στηριζόταν στον Χριστό. Ίσως πει κάποιος: «Μα ο Χριστός δεν είχε έρθει ακόμα». Ναι, αλλά επρόκειτο να έρθει, κι ο Μωυσής οραματιζόταν αυτόν τον ερχομό. Κάρφωσε τα μάτια του στους επερχόμενους αιώνες και είδε τον Σηλώ, τον οποίο ύμνησε ο Ιακώβ λίγο πριν πεθάνει (Γένεση ΜΘ/49: 10). Είχε υπόψη του την αρχαία υπόσχεση που είχε δοθεί στους Πατριάρχες ότι διά του απογόνου του Αβραάμ θα ευλογούνταν όλα τα έθνη της γης (Γένεση ΙΒ/12: 3). Προκειμένου να πάρει κι εκείνος μέρος σ’ εκείνη την ευλογία, δέχτηκε καρτερικά τον εξευτελισμό που ήταν παρόμοιος μ’ εκείνον του Χριστού, όταν θα ερχόταν.  
      Ποτέ δε θα έχουμε βαθιά πίστη στο Θεό, αν δεν έχουμε την ίδια πίστη και προς τον Ιησού Χριστό. Οι άνθρωποι καταβάλλουν πολλές κι επίπονες προσπάθειες να λατρεύσουν τον Πατέρα, όμως πάντοτε θα ισχύει αυτό που ο Χριστός είπε: «Κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο αν περάσει από μένα» (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). Απέχει πολύ κάποιος από την αληθινή λατρεία του Πατέρα, αν δεν Τον πλησιάσει με τη μεσολάβηση του Υιού του Θεού, με τη χάρη στην εξιλαστήρια θυσία στο σταυρό του Γολγοθά. Ο Μωυσής παρά το γεγονός ότι δε γνώριζε τίποτα απ’ όσα έχουν αποκαλυφθεί σ’ εμάς σχετικά με τον Ιησού Χριστό και το εξιλαστήριο Έργο του σταυρού, εντούτοις είχε πίστη στον ερχόμενο Μεσσία και ήταν αυτή η πίστη που δυνάμωσε το πνεύμα του. Έτσι θα πρέπει να ενεργούν οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό! 
       γ) Ο Μωυσής είχε πίστη στη διαθήκη του Θεού.
     Πέρα απ’ όλα αυτά ο Μωυσής είχε πίστη στο λαό του Θεού. Είχε επίγνωση πως οι Ισραηλίτες ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού, ότι ο Γιαχβέ είχε κάνει Διαθήκη μαζί τους ότι παρά τα λάθη τους ο Θεός δε θα παρέβαινε τη Διαθήκη Του με το λαό Του. Ήξερε πως η υπόθεση αυτού του λαού ήταν και του Θεού υπόθεση και όντας του Θεού υπόθεση, ήταν υπόθεση δίκαιη και αληθινή.
    Είναι σπουδαίο πράγμα να έχει ο πιστός τέτοια πίστη που να λέει: «Δε με ενδιαφέρει τη κάνουν οι άλλοι γύρω μου ή τι σκέφτονται ή τι πιστεύουν. Εγώ θα ενεργήσω σαν ο Θεός να ενεργούσε δι’ εμού. Όταν πρόκειται για την πίστη του Χριστού, δεν έχει σημασία τι μου λένε οι άλλοι να κάνω, ούτε τι λέει η μόδα γύρω μου, ακόμα ούτε τι λένε οι πιο στενοί δικοί μου άνθρωποι». Η αλήθεια του Θεού είναι για μένα το αστέρι της Βηθλεέμ και θα το ακολουθήσω οπουδήποτε με οδηγήσει. Δε θα κάνω κανένα συμβιβασμό με την αμαρτία. Θα βαδίσω πάνω στο σωστό και αληθινό δρόμο, ακόμα κι αν αυτός περνάει μέσα «από καμίνι που έχει επταπλασίως καεί» (Δανιήλ Γ/3: 19), εφόσον με οδηγεί ο Χριστός. 
    Στην εποχή μας η σύγχρονη αντίληψη λέει: Όλοι έχουν δίκιο. Κι εκείνος που λέει «ναι» δίκιο έχει, κι εκείνος που λέει: «όχι» δίκιο έχει. Ακούμε σήμερα τον σύγχρονο άνθρωπο να λέει με ύφος φιλοσοφικό: «Είμαι της γνώμης ότι αν κάποιος είναι Μωαμεθανός ή Μορμόνος ή αιρετικός, εφ’ όσον είναι ειλικρινής, είναι εντάξει». Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό θα τους συμπεριλάβουμε όλους μέσα στην Εκκλησία του Χριστού! Αυτή είναι η αντίληψη της σημερινής εποχής. Είμαι σε θέση να σας διαβεβαιώσω ότι πουθενά σε όλες αυτές τις απόψεις δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας και γι’ αυτό καλώ κάθε παιδί του Θεού να διαμαρτυρηθεί και σαν τον Μωυσή να διακηρύξει ότι δεν είναι δυνατόν να έχει καμιά συμμετοχή σε όλο αυτό τον ένοχο συνασπισμό. 
    Ψέμα και αλήθεια δεν πάνε μαζί και γι’ αυτό θα πρέπει ν’ αποστραφούμε το ψέμα, ν’ ακολουθήσουμε μόνον τον αληθινό Θεό και ν’ αγωνιστούμε για την αλήθεια Του. Είναι ανάγκη ν’ αποδοκιμάσουμε τους ψεύτικους θεούς και να τους απομακρύνουμε από τη ζωή μας. Είναι γεγονός ότι η αλήθεια ως ιδέα έχει μεγάλη αξία για τον άνθρωπο και είναι το μόνο που αξίζει να κρατήσουμε στη ζωή και ν’ αγωνιστούμε γι’ αυτό, ακόμη και να πεθάνουμε. 
    Είθε να έχουμε σεβασμό για την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, η οποία στηρίζεται στον Αποστολικό ζήλο και στα δόγματα της πίστεως. Ας βρούμε αυτή την Εκκλησία και ας ενωθούμε μαζί της και μέσα απ’ αυτήν ν’ αγωνιστούμε για το Θεό και την αλήθειά Του.
       δ) Ο Μωυσής είχε πίστη στην ανταπόδοση.  
    Ο Μωυσής είχε πίστη στην ανταπόδοση του Θεού. Σίγουρα θα σκέφτηκε μέσα του: «Πρέπει να τ’ απαρνηθώ όλα, να το πάρω απόφαση ότι θα χάσω το αξίωμά μου, τη θέση μου τα πλούτη μου. Αλλά ελπίζω ότι σίγουρα θα κερδίσω, γιατί θα έρθει μια μέρα που ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους. Προσδοκώ τον αμερόληπτο θρόνο της Κρίσης και περιμένω να δω όλους αυτούς που υπηρετούν το Θεό πιστά και αληθινά, που στέκονται συνετοί και σωστοί άνθρωποι. Όλοι εκείνοι που συνθηκολόγησαν, συμβιβάστηκαν και γονάτισαν, για να κερδίσουν τα πρόσκαιρα σ’ αυτή τη ζωή, θα διαπιστώσουν ότι έχασαν την αιωνιότητα. Αγνόησαν το Θεό και προσπάθησαν να καλοπεράσουν και να ζήσουν όπως αυτοί ήθελαν μακριά από το θέλημα του Θεού. Πρόκειται για όλους εκείνους που αντάλλαξαν τον ουρανό «αντί πινακίου φακής» (Γένεση ΚΕ/25: 34). 
    Με όλα αυτά στο νου του ο Μωυσής δε θα μπορούσε να πειστεί από κανέναν ότι όφειλε να συμβιβαστεί και να μην είναι τόσο αυστηρός ή να μην κατακρίνει άλλους ανθρώπους γύρω του, αλλά να είναι ένα «ανοιχτό μυαλό» που θα σκέφτεται ευρύτερα και ελεύθερα! Να θυμάται με πόση καλοσύνη η κόρη του Φαραώ τον είχε περιμαζέψει και αναθρέψει. Ίσως να είχε περάσει από το νου του πόσο έργο υπέρ των Ισραηλιτών θα μπορούσε να κάνει από τη θέση στην οποία βρισκόταν στο παλάτι. Να δείξει τη συνδρομή του στους φτωχούς αδελφούς του, πόση επιρροή θα μπορούσε ν’ ασκήσει στο Φαραώ ή πως θα μπορούσε να οδηγήσει τους πρίγκιπες και το λαό της Αιγύπτου στη λατρεία του αληθινού Θεού. Ίσως ακόμη θα είχε σκεφτεί πως ο Θεός τον είχε βάλει σ’ αυτή την περίοπτη θέση και ποιος ξέρει αν, αν, αν… Όλοι έχετε υπόψη σας τα ευλογοφανή αλλά απατηλά επιχειρήματα της εποχής μας, που οδηγούν έξω από το θέλημα του Θεού διδάσκοντας τους ανθρώπους να πράττουν την αμαρτία, με σκοπό δήθεν να βγει κάποιο καλό αποτέλεσμα. 
    Σε τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έδινε σημασία ο Μωυσής. Ήξερε το καθήκον του και το εκπλήρωνε με πιστότητα οποιεσδήποτε κι αν ήταν οι συνέπειες. Καθήκον κάθε Χριστιανού είναι να πιστεύει στην αλήθεια και ν’ ακολουθεί την αλήθεια, αφήνοντας τ’ αποτελέσματα και τις συνέπειες στα χέρια του Θεού, ο οποίος είναι ο κυρίαρχος της ιστορίας.
       3. Τα επιχειρήματα του Μωυσή.
    Θα εξετάσουμε τα επιχειρήματα που ενθάρρυναν το Μωυσή στην απόφασή του ν’ ακολουθήσει τον αληθινό Θεό.
     Πρώτο επιχείρημα είναι ότι αυτός που τον καλούσε ήταν ο Θεός και κατά συνέπεια, έπρεπε να υπακούσει στο λόγο Του που ήταν να βγάλει το λαό Ισραήλ μέσα από την Αίγυπτο και να τους οδηγήσει στη χώρα που θα τους έδινε ο Θεός ως κληρονομιά. Έκανε, λοιπόν, την εκτίμησή του: Θέλω να τοποθετηθώ σωστά. Ο Θεός είναι ο μόνος παντοδύναμος, ο Θεός είναι ο μόνος αληθινός, ο Θεός είναι ο μόνος δίκαιος. Τάσσομαι με το μέρος αυτού του Θεού. Και για να το αποδείξω αυτό, θα αφήσω τελείως την άλλη παράταξη».
    Δεύτερο, το κείμενό μας πληροφορεί ότι αντιλήφθηκε πως οι αμαρτωλές απολαύσεις δεν ήταν παρά πρόσκαιρες. Είπε μέσα του: «Ίσως λίγος καιρός μου απομένει να ζήσω, αλλά ακόμα κι αν ζήσω μέχρι τα βαθιά γεράματα, πάλι σύντομη θα είναι η ζωή μου. Κι όταν αυτή τελειώσει, πόσο δυστυχισμένος θα είμαι, όταν όλες οι απολαύσεις μου θα έχουν φτάσει στο τέλος τους κι εγώ θα παρουσιαστώ μπροστά στο Θεό ένας προδότης Ισραηλίτης, που αψήφησε την υψηλή πνευματική προέλευσή του για ν’ απολαύσει τις ηδονές της Αιγύπτου».
     Ω, αυτοί οι άνθρωποι, που όλα μπορούν να τα μετρούν με την κλίμακα της αιωνιότητας! Σε λίγους μήνες ή λίγα χρόνια όλοι μας θα σταθούμε στην παρουσία του Θεού. Έχουμε σκεφτεί πώς θα νιώθουμε τότε; Κάποιος τότε ίσως πει: «Ποτέ μου δεν σκέφτηκα το Θεό». Κι ένας άλλος: «Σκέφτηκα το Θεό, αλλά δεν κατάφερα να πάρω κάποια απόφαση σχετικά. Πήγα εκεί που πήγαιναν οι πολλοί». Κάποιος τρίτος θα δικαιολογηθεί: «Γνώριζα την αλήθεια, αρκετά καλά μάλιστα, όμως δε μπορούσα να υποφέρω την ντροπή, όταν οι άλλοι γύρω μου θα με κορόιδευαν για την πίστη μου στο Χριστό. Θα με θεωρούσαν φανατικό, αν ακολουθούσα την αλήθεια». 
    Κάποιος τελευταίος θ αντιτείνει: «Εγώ μεταπηδούσα από τη μια γνώμη στην άλλη ανάμεσα στην αλήθεια κι ανάμεσα στη δύσκολη θέση που θα βρίσκονταν τα παιδιά μου αν εγώ ακολουθούσα αυτή την αλήθεια». Τι αξιοθρήνητο κατάντημα περιμένει όλους αυτούς που προδίδουν τον Κύριο σαν τον Ιούδα! Πόσο άσχημο τέλος θα έχουν αυτοί που στάθηκαν ανειλικρινείς απέναντι στη συνείδησή τους και άπιστοι απέναντι στον αληθινό Θεό! Αλλά και με πόση ειρήνη αντιμετωπίζει ο πιστός άνθρωπος τον καινούργιο κόσμο του Θεού! Αυτός θα πει: «Σώθηκα δια της πίστεως και δοξάζω το Θεό, γιατί με κάνει ικανό να υποφέρω εξευτελισμό παρόμοιο με τον εξευτελισμό που επρόκειτο να υποστεί ο Χριστός! Μπορώ να υποφέρω τον περίγελο των γύρω μου, μπορώ να στρέφω τα νώτα στον κόσμο, ακόμη κι αν με πουν τρελό γι’ αυτό. Στην επικοινωνία μου με το Χριστό βρίσκω παρηγοριά και ανακούφιση. Πήγα σ’ Αυτόν με όλη μου την καρδιά και διαπίστωσα ότι το να θλίβεται κανείς για χάρη του Χριστού αξίζει πολύ περισσότερο από το να έχει όλου του κόσμου τους θησαυρούς. Ας είναι ευλογημένο το Όνομά Του! 
    Έχασα τις ηδονές του κόσμου, μα δεν μου έλειψαν. Χαίρομαι που τις έχασα, γιατί βρήκα πιο γλυκιά ευχαρίστηση στη συντροφιά με τον Κύριό μου – και υπάρχουν και άλλες χαρές που θα έρθουν χωρίς τελειωμό».
     Ω, αδελφέ μου, η ολοκληρωτική παράδοσή σου στον Χριστό και η ως το τέλος πορεία μαζί Του, ακόμη και αν αυτό σημαίνει να χάσεις όλα τα άλλα εφήμερα πράγματα αυτού του κόσμου, δε θα μείνει τελικά χωρίς ανταμοιβή. Ίσως αυτή η παράδοση σου φέρνει μεγάλη στενοχώρια προς το παρόν, μα σύντομα θα το ξεπεράσεις και ύστερα θα έρθει η αιώνια ανταμοιβή του Θεού.
    Ύστερα πάλι ο Μωυσής θα σκέφτηκε μέσα του πως ακόμη κι αυτές οι απολαύσεις που κράτησαν για κάποιο χρονικό διάστημα δεν ήταν άξιες να συγκριθούν με τον εξευτελισμό που έμοιαζε μ’ εκείνον του Χριστού. Αυτό επίσης θα πρέπει να μας ενισχύει την πίστη πως η χειρότερη κατάσταση με τον Χριστό είναι καλύτερη από την καλύτερη γήινη κατάσταση. Αν είμαστε ειλικρινείς, ακόμη και στις αντίξοες συνθήκες της ζωής, η χαρά που παίρνουμε ως Χριστιανοί είναι πολύ μεγαλύτερη από τις εφήμερες απολαύσεις που μας προσφέρει η αμαρτία.
       Κλείνοντας έχω να κάνω μερικές παρατηρήσεις:
     Πρώτον: Έχουμε υποχρέωση όλοι εμείς που είμαστε πιστοί να είμαστε έτοιμοι να τα υποστούμε όλα για το Χριστό! Αν όχι, τότε δεν είμαστε μαθητές Του. «Διδάσκαλε, σκληρός ο λόγος» (Ιωάννης Σ/6: 60) θα πει κάποιος. Θα το ξαναπώ όμως, γιατί το έχει πει ο ίδιος ο Κύριος. «Όποιος αγαπάει το γιο του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Αν ο άνθρωπος δεν αφήσει όλα όσα έχει, δε μπορεί να είναι μαθητής μου» (Ματθαίος Ι/10: 37). Ίσως ο Ιησούς δε θα σου ζητήσει ν’ αφήσεις τίποτε γι’ Αυτόν, αλλά εσύ πρέπει να είσαι έτοιμος να τ’ αφήσεις όλα, αν χρειαστεί.
    Δεύτερη παρατήρηση: Έχουμε υποχρέωση ν’ απορρίπτουμε κάθε σκέψη, για ν’ αποκτήσουμε δόξα και τιμή σ’ αυτό τον κόσμο κρύβοντας το φρόνημά μας ή κάνοντας συμβιβασμούς. Αν σου παρουσιαστεί μια ευκαιρία ν’ ανέβεις ψηλά στην εκτίμηση αυτού του κόσμου, κρατώντας όμως το στόμα σου κλειστό, τότε άνοιξέ του και πες τα όλα πέρα για πέρα και αρνήσου το ρίσκο να κερδίσεις μια άτιμη εκτίμηση. Αν υπάρξει περίπτωση οι άνθρωποι να σε επαινέσουν, επειδή πρόθυμα παραιτήθηκες από ορισμένες απόψεις σου, προσευχήσου στο Θεό να σου δώσει τη δύναμη να μην το επαναλάβεις. Δεν υπάρχει πιο καταστροφική δόξα από το να σε επαινέσουν που αρνήθηκες το πιστεύω σου. Είθε ο Κύριος να μας φυλάξει από κάτι τέτοιο.
    Το τρίτο δίδαγμα είναι ότι οφείλουμε να συμπαραταχθούμε μ’ εκείνους που αληθινά ακολουθούν το Θεό και το Ευαγγέλιο, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που θα θέλαμε να είναι. Η θέση ενός Ισραηλίτη είναι με τους Ισραηλίτες. Η θέση ενός Χριστιανού είναι με τους Χριστιανούς. Η θέση ενός που ακολουθεί πλήρως ως μαθητής τη Βίβλο και το Χριστό είναι μ’ εκείνους που κάνουν το ίδιο. Κι ακόμη, αν τύχει οι άνθρωποι αυτοί ν’ ανήκουν στην πιο χαμηλή κοινωνική βαθμίδα, να είναι οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς ή οι πιο αμόρφωτοι απ’ τους αμόρφωτους, τι έχει αυτό να κάνει, αν ο Θεός τους αγαπάει και αγαπούν κι αυτοί το Θεό; Σύμφωνα με τα μέτρα της αλήθειας, ο ελάχιστος απ’ αυτούς είναι χίλιες φορές πιο πολύτιμος στα μάτια του Θεού από τον πιο επιφανή αρνητή της πίστης. 
    Τέλος είναι ανάγκη όλοι μας να προσέξουμε την πίστη μας. Η πίστη είναι το κυριότερο ζήτημα. Δε μπορείς να φτιάξεις έναν ολοκληρωμένο χριστιανικό χαρακτήρα χωρίς ειλικρινή πίστη. Ξεκίνα απ’ αυτό, φίλε ακροατή. Αν δεν είσαι πιστός του Χριστού ή δεν πιστεύεις σωστά στον αληθινό Θεό, είθε ο Κύριος και να σου αποκαλυφθεί, να σου δώσει το πολύτιμο δώρο της χάρης Του και να σε αναγεννήσει! 
    Το να προσπαθούμε να χτίσουμε ένα χαρακτήρα που θα είναι καλός, αλλά χωρίς την πίστη ως θεμέλιο, είναι σαν να χτίζουμε πάνω στην άμμο, σαν να οικοδομούμε με ξύλα, άχυρα και καλάμια. Όλα αυτά, τα ξύλα, τ’ άχυρα και τα καλάμια ίσως είναι καλής ποιότητας, αλλά δε θ’ αντέξουν στη δοκιμασία της φωτιάς (Α’ Κορινθίους Γ/3: 12,13). Αφού λοιπόν κάθε χριστιανικός χαρακτήρας θα περάσει από τη δοκιμασία της φωτιάς, είναι καλό να χτίσουμε πάνω στο βράχο και με τα υλικά εκείνα του Πνεύματος του Θεού, που θα αντέξουν στη δοκιμασία (Λουκάς Σ/6: 48). 
    Οπωσδήποτε θα περάσεις από δοκιμασία. Κι όταν εσύ εκείνη την ώρα προτιμήσεις τη φυγή υποχωρώντας σε κάθε αντίσταση, τότε αναλογίσου αν και κατά πόσον είσαι μαθητής του Χριστού, αν και κατά πόσον είσαι γνήσιος οπαδός του εσταυρωμένου Λυτρωτή, που είπε: «Όποιος δεν σηκώνει το σταυρό του και δεν με ακολουθεί, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκάς ΙΔ/14: 27).
    Θα πρέπει ν’ αρχίσεις ν’ ανησυχείς, όταν συναντάς μαλακά καθίσματα. Να φοβάσαι όταν περνάς από αιώνια ειρήνη, πράγμα που ο Χριστός ήρθε να καταστρέψει. Ο Ίδιος ξεκαθάρισε: «Μη νομίσετε πως ήρθα να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων. Δεν ήρθα να φέρω τέτοια ομόνοια αλλά διαίρεση» (Ματθαίος Ι/10: 34). Ήρθε να βάλει φωτιά στη γη «και τι άλλο θέλω», αναφώνησε, «αν έχει κιόλας ανάψει» (Λουκάς ΙΒ/12: 49).  

                        
 Πώς θ’ ανέβω στον ουρανό 
σ’ ένα κρεβάτι με λούλουδα στρωμένο, 
όταν άλλοι για το βραβείο πολεμούν 
και για τη νίκη είναι το αίμα τους χυμένο; 
 
Πρέπει να πολεμήσω, 
δώσ’ μου κουράγιο, Κύριε, 
αν θέλω δίπλα Σου να βασιλέψω. 
Ν’ αντέξω πόνους, να μπω σε κόπους, 
Αν θέλω νίκης στέφανο να δρέψω. Αμήν. 
 
 
 •     Κήρυγμα του διεθνούς φήμης Άγγλου θεολόγου, ιεροκήρυκα και συγγραφέα Charles H. Spurgeon (Καρόλου Σπέρτζον 1834 - 1892), που χαρακτηρίστηκε ως ο «πρίγκιπας των κηρύκων» και που δόθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Λονδίνου. 
  Η αναδημοσίευση έγινε από το Χριστιανικό περιοδικό «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ»  Μετάφραση Χάρης Νταγκουνάκης.-

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ.


Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ.
 
 βιβλίο  Πράξεων  των  Αποστόλων,   κεφ. ΚΑ/21: 17   έως   ΚΔ/24.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

    Ο Απ. Παύλος μαζί με τον Απ. Λουκά και τους άλλους συνοδούς του έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, όπου οι αδελφοί τους υποδέχτηκαν με πολλή αγάπη κι εγκαρδιότητα (Πράξεις ΚΑ/21: 17). Η χαρά όλων έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν άκουσαν όσα θαυμαστά έκανε η δύναμη του Θεού στα έθνη. Τις ημέρες εκείνες είχαν έρθει στα Ιεροσόλυμα για να γιορτάσουν τη γιορτή της Πεντηκοστής (Έξοδος ΚΓ/23: 16). 
    Η Πεντηκοστή ήταν μία εορτή των Ιουδαίων αρχικά αγροτική, όπου προσφερόταν στον Κύριο το πρώτο δεμάτι σιτηρών (Λευιτικό ΚΓ/23: 15). Ήταν μια μέρα χαράς και ευχαριστιών στον Κύριο. Με την πάροδο των χρόνων μετατράπηκε σε γιορτή μνήμης του ιστορικού γεγονότος της παράδοσης του Νόμου από το Θεό στο Μωυσή. Εορταζόταν 50 ημέρες μετά τις 16 του μηνα Νισάν σύμφωνα με το Ιουδαϊκό ημερολόγιο. Για να τιμήσουν την εορτή είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ πολλοί Ιουδαίοι από διάφορα μέρη του κόσμου. Ανάμεσα τους ήταν και φανατικοί εχθροί του Αποστόλου Παύλου από την Έφεσο, την Κόρινθο κι αλλού. 
    Η αρχή των συμβάντων έγινε με την εμφάνιση του Απ. Παύλου στο Ναό των Ιεροσολύμων, η οποία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις από τη μεριά των αντιπάλων του. Στη θέα του «αποστάτη» Σαύλου οι Ιουδαίοι εξοργίστηκαν. Άρχισαν λοιπόν ν' απευθύνουν ανύπαρκτες κατηγορίες εναντίον του Απ. Παύλου, καθώς υποστήριζαν ότι δε σεβόταν το Εβραϊκό έθνος και το Μωσαϊκό Νόμο κι άλλα πολλά ψέματα. Μ' αυτές τις συκοφαντίες παρέσυραν τον όχλο εναντίον του Απ. Παύλου, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και να τον ξυλοκοπήσουν άγρια. Σκοπός τους ήταν να τον σκοτώσουν επί τόπου. 
    Την κρίσιμη εκείνη ώρα μετά από ειδοποίηση έφτασε ο Ρωμαίος Χιλίαρχος Κλαύδιος Λυσίας, ο οποίος ήταν Ελληνικής καταγωγής και υπηρετούσε ως διοικητής Ρωμαϊκού στρατοπέδου. Καθώς συνέβαιναν αυτά τα γεγονότα, έσπευσε μαζί με τη φρουρά του, για να διαπιστώσει τι συμβαίνει και με πολύ κόπο κατόρθωσαν ν' αρπάξουν τον Απ. Παύλο από τα φονικά χέρια των Ιουδαίων. Αφού τον έδεσαν με δυο χοντρές αλυσίδες, τον ρώτησαν ποιος είναι και τι είχε κάνει, ώστε να τον καταδιώκουν. Ο Χιλίαρχος λόγω της οχλοβοής δεν μπορούσε να σχηματίσει γνώμη για τον Παύλο και έτσι διέταξε να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδο. Οι διαμαρτυρίες του όχλου ήταν τόσο έντονες, ώστε οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να τον σηκώσουν στα χέρια, ενώ όλοι μαζί φώναζαν: «θάνατος, θάνατος».
    Πώς μπορεί να αλλάξουν ξαφνικά τα σχέδια των ανθρώπων! Ο Παύλος υπολόγιζε ν’ αρχίσει το τέταρτο ιεραποστολικό του ταξίδι. Στα σχέδιά του ήταν να πάει στην Ισπανία (Ρωμαίους ΙΕ/15: 24), αφού πρώτα επισκεπτόταν τη Ρώμη. Αντί όλων αυτών εντελώς αναπάντεχα βρέθηκε στη φυλακή, για να φτάσει δύο χρόνια αργότερα υπόδικος στη Ρώμη. «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού. Πόσον ανεξερεύνητοι είναι αι κρίσεις αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού» (Ρωμαίους ΙΑ/11: 33). «αι βουλαί μου δεν είναι βουλαί υμών ουδέ οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος» (Ησαΐας ΝΕ/55: 8). 
    Καθώς πήγαιναν να τον βάλουν μέσα στο στρατόπεδο, ο Παύλος παρακάλεσε το Χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος (Πράξεις, κεφ. ΚΑ/21: 39). Το αίτημά του έγινε δεκτό, οπότε ο Απόστολος αντέκρουσε τις κατηγορίες και φέρθηκε σε όλους αυτούς που τον κατεδίωκαν με μεγαλοψυχία κι αγάπη. Τους μίλησε στην Αραμαϊκή διάλεκτο, που ήταν η μητρική τους γλώσσα και αναφέρθηκε στην υψηλή καταγωγή του, για το δάσκαλό του το Γαμαλιήλ (Πράξεις ΚΒ/22: 3), τονίζοντας την αφοσίωσή του προς την πατρώα Ιουδαϊκή θρησκεία καθώς και για τη μεταστροφή του στο δρόμο του προς τη Δαμασκό (Πράξεις ΚΣ/26: 14) καθώς και για την εντολή που έλαβε από το Χριστό να κηρύξει το Ευαγγέλιο (Γαλάτες Α/1: 15).
    Οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και δε δέχτηκαν την ευκαιρία που τους έδωσε ο Απ. Παύλος, για να μετανοήσουν και να σωθούν. Ο όχλος ζητούσε επίμονα τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο, όπου ήταν ασφαλής και διέταξε να τον μαστιγώσουν ανακρίνοντάς τον και την επόμενη ημέρα να τον μεταφέρουν προ του Μεγάλου Συνεδρίου, για να απολογηθεί. 
    Την κρίσιμη τούτη ώρα ο Παύλος βρέθηκε στην ανάγκη να επικαλεστεί την ιδιότητα του «Ρωμαίου πολίτη» (civis Romanus) όπως είχε κάνει και στους Φιλίππους. Ο Χιλίαρχος, όταν το άκουσε ότι ήταν πολιτογραφημένος «Ρωμαίος πολίτης», φοβήθηκε, γιατί δεν επιτρεπόταν να κακοποιούν Ρωμαίους πολίτες. Γι' αυτό τον έκλεισε στη φυλακή και κάλεσε τα μέλη του Εβραϊκού συνεδρίου, να τον δικάσουν. Από τότε άρχισε η φυλάκιση του Απ. Παύλου, πού κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια. 
    Την άλλη ήμερα πήγαν τον Απ. Παύλο στο Συνέδριο, του οποίου Πρόεδρος ήταν ο αρχιερέας Ανανίας. Ο Απ. Παύλος μπροστά στο Ιουδαϊκό συνέδριο (Σανχεντρίν) προλόγισε λέγοντας πως έχει ήσυχη τη συνείδησή του. Ο Αρχιερέας Ανανίας εξοργίστηκε με τα λόγια αυτά, προφανώς γιατί και αυτός θεωρούσε τον Απ. Παύλο αποστάτη από τον Ιουδαϊσμό, προδότη και αιρετικό και γι’ αυτό και διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα. Η πράξη ήταν άδική και παράνομη και γι’ αυτό ο Απ. Παύλος, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν Αρχιερέας (πιθανόν να μην είχε φορέσει τη στολή του), του είπε ότι θα τον χτυπήσει ο Θεός και ότι μοιάζει με ασβεστωμένο τοίχο (Πράξεις ΚΓ/23: 3,4). Ο Παύλος όταν αντελήφθη ότι πρόκειται για τον Αρχιερέα ζήτησε συγνώμη (εδ. 5), προφανώς εξαιτίας της ρήσης στο βιβλίο της «Εξόδου» (κεφ. ΚΒ/22: 28), το οποίο αναφέρει: «να μην κακολογήσεις άρχοντα του λαού σου». 
    Οι άρχοντες των Ιουδαίων προσπάθησαν να πείσουν το νέο ανθύπατο Πόρκιο Φήστο (59 – 62 μ.Χ.) να τους αποστείλει τον Απ. Παύλο στα Ιεροσόλυμα, δήθεν για να τον δικάσουν αυτοί. Σκοπός τους ήταν να τον πάρουν από τα χέρια των Ρωμαίων και να τον σκοτώσουν στο δρόμο, καθώς είχαν σχεδιάσει και στο παρελθόν. Ο Φήστος, που είχε οριστεί Κυβερνήτης της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας, μετά την ανάκληση του Φήλικα στη Ρώμη (Πράξεις ΚΔ/24: 27) αρνήθηκε και τους κάλεσε ν' αποστείλουν εκπροσώπους στη δίκη του Απ. Παύλου που θα γινόταν στην Καισάρεια  (Πράξεις ΚΕ/25: 5). 
    Τη δίκη την παρακολούθησε και ο ίδιος ο Χιλίαρχος (πρόκειται για στρατιωτικό βαθμό, επικεφαλής χιλίων ανδρών). Ο Παύλος στην απολογία του μπροστά στο Συνέδριο, επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα. Είπε ακόμη ότι «δικαζόταν, επειδή πίστευε κι έλπιζε στην ανάσταση των νεκρών». Τα μέλη του συνεδρίου, που αποτελείτο από Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, διαφώνησαν μεταξύ τους και άρχισαν να φιλονικούν, καθώς οι Φαρισαίοι δέχονταν την ανάσταση των νεκρών, ενώ οι Σαδδουκαίοι την απέρριπταν (ΚΓ/23: 8). Ήταν τόσο μεγάλη η αναστάτωση στο Συνέδριο, που ο Χιλίαρχος, για να σώσει τον Απ. Παύλο που κινδύνευε από τη μανία του πλήθους, διέταξε τους στρατιώτες να τον μεταφέρουν ξανά στο δεσμωτήριο (εδ. 10). 
    Τη νύχτα που ακολούθησε ο Κύριος φανέρωσε στον Απ. Παύλο με όραμα ότι δε θα πάθαινε κανένα κακό και ότι θα κήρυττε το Ευαγγέλιο στη Ρώμη, όπως έκανε και στην Ιερουσαλήμ. Ο Απ. Παύλος αισθανόταν πια να τον πλημμυρίζουν νέες δυνάμεις, αφού ο Κύριος θα ήταν μαζί του (Πράξεις ΚΓ/23: 11). 
    Οι φανατικοί εχθροί του Παύλου με όρκους αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν. Ζήτησαν μάλιστα από τους αρχιερείς να τον ξαναφέρουν σε δίκη. Σκοπός τους ήταν να τον δολοφονήσουν καθ’ οδόν, όμως η πρόνοια του Θεού ματαίωσε τα εγκληματικά τους σχέδια. Ο Χιλίαρχος πληροφορήθηκε τη συνωμοσία από τον ανιψιό του Παύλου. Τότε, για να τον προστατέψει, τον έστειλε με μεγάλη στρατιωτική φρουρά στην Καισάρεια, όπου ήταν η έδρα του Ρωμαίου κυβερνήτη ανθύπατου, Αντώνιου Φήλικα. Εκεί κρατήθηκε ο Απ. Παύλος με την εντολή να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους. Έτσι ο Θεός έσωσε τον Παύλο από τις επιβουλές των εχθρών του. 
    Στη δίκη πού έγινε στην Καισάρεια φάνηκε η αθωότητα του Παύλου. Αλλά ο Φήστος, προκειμένου να γίνει αρεστός στους Ιουδαίους, ζήτησε από τον Απ. Παύλο, αν ήθελε, να πάει στα Ιεροσόλυμα και να δικαστεί από το Μέγα Συνέδριο. Τότε ο Παύλος διαμαρτυρήθηκε και απαίτησε, καθώς είχε δικαίωμα, να ακουστεί ως Ρωμαίος πολίτης από τον αυτοκράτορα. Ο Φήστος το δέχτηκε αυτό με κάποια δυσφορία. 
    Ύστερα από λίγες μέρες ο αρχιερέας Ανανίας, μαζί με συνοδεία και κάποιον δικηγόρο Τέρτυλλο πήγαν στον Φήλικα και διέβαλαν τον Παύλο. Ο Παύλος αντέκρουσε τις κατηγορίες των Ιουδαίων. Πολλές φορές ο Φήλιξ μαζί με τη γυναίκα του Δρουσίλλα καλούσε τον Απ. Παύλο, για να ακούσει απ’ αυτόν για την χριστιανική διδασκαλία. Ο άνθρωπος αυτός ακούει τις αλήθειες του Θεού, αλλά δεν τολμάει να κάνει το «μεγάλο βήμα» της αποδοχής. Καθώς ακούει τον Παύλο να μιλάει για δικαιοσύνη και για εγκράτεια, πανικοβάλλεται και για να τον αποφύγει, αρκείται σε κάποιες δικαιολογίες: «προς το παρόν ύπαγε και όταν λάβω καιρόν…», «όταν θα έχω μια καταλληλότερη ευκαιρία….» (Πράξεις ΚΔ/24: 25). Ο λαός λέει: «προφάσεις εν αμαρτίαις». Απ’ ό,τι γνωρίζουμε η ευκαιρία αυτή ποτέ δεν ήρθε. Στις φυλακές της Καισαρείας ο Παύλος πέρασε δυο χρόνια, από το 57 ως το 59 μ.Χ.. Το 60 μ.Χ. ο αυτοκράτορας της Ρώμης αντικατέστησε τον Φήλικα με άλλο ανθύπατο, τον Πόρκιο Φήστο. 

    Στη συνέχεια της μελέτης μας θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ανάκρισης, έχοντας πάντοτε υπόψη μας τα λόγια του προφήτη ότι «η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιο» (Ησαΐας ΞΔ/64: 6). Στην ανάκριση αυτή προέδρευαν ο Ρωμαίος Κυβερνήτης Πόρκιος Φήστος και ο τοπικός Βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Β’. Ήταν γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α', που αποκεφάλισε τον Ιάκωβο και φυλάκισε τον Απ. Πέτρο (κεφ. 12). Ανακρινόμενος ήταν ο Απ. Παύλος, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί απ’ αυτούς που «αναστάτωσαν την οικούμενη όλη» (Πράξεις ΙΖ/17: 6). 
    Η κατηγορία η οποία τον βαρύνει είναι ότι ο Παύλος κηρύττει πως ο Ιησούς, που πέθανε πάνω στο σταυρό, τώρα είναι ζωντανός, αναστημένος και δοξασμένος και κάθεται στα δεξιά του θρόνου του Πατέρα Θεού στον ουρανό (Εβραίους ΙΒ/12: 2). Τα χέρια του Αποστόλου είναι δεμένα με αλυσίδες. Πρόκειται για τα χέρια εκείνα που από το έτος 50 μ.Χ. έως το 64 μ.Χ. έγραψαν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες δεκατέσσαρες επιστολές, που ανάμεσα στους αιώνες νουθέτησαν αμέτρητα πλήθη ανθρώπων, αποκαλύπτοντας το δρόμο της σωτηρίας, την αλήθεια του Θεού. Μπορεί οι άνθρωποι να δένουν ή και να εξοντώνουν πάνω στον κόσμο ανθρώπους του Θεού, όμως «ο Λόγος του Θεού δεν δεσμεύεται» (Β’ Τιμοθέου Β/2: 9). 
    Ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας Πόρκιος Φήστος, που είχε διοριστεί από τον Αυτοκράτορα Νέρωνα, είχε διαδεχτεί τον Μάρκο Αντώνιο Φήλικα το έτος 59 μ.Χ. ύστερα από την ανάκληση του δεύτερου στη Ρώμη (Πράξεις ΚΔ/24: 27). Η διοίκησή του κράτησε λιγότερο από δύο χρόνια, αφού πέθανε το έτος 62 μ.Χ. και τον διαδέχτηκε ο Αλβίνος. Ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (37 – περίπου 100 μ.Χ.) από τον οποίον αντλούμε πάρα πολλά στοιχεία, μιλάει με ωραία λόγια για το Φήστο, αναφέροντας ότι τα δύο χρόνια της διοίκησής του ήταν καλά και δίκαια σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, καθώς και αυτόν που τον διαδέχτηκε. 
    Ο κυβερνήτης λοιπόν αυτός είναι πολύ μελετημένος, έχει μεγάλη εμπειρία και είναι και ιδιαίτερα ευφυής. Στα νομικά ζητήματα ήταν άριστα καταρτισμένος. Γνώριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όσο κανένας άλλος και το εφάρμοζε «κατά γράμμα». Κάποια στιγμή παρουσιάστηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων και ζητούσαν την καταδίκη του Απ. Παύλου. Ο Φήστος αντιστάθηκε στις απαιτήσεις τους και τους απάντησε ότι «δεν είναι συνήθεια στους Ρωμαίους να παραδίνουν χαριστικά σε θάνατο κανέναν άνθρωπο, πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπον τους κατηγόρους του, και λάβει καιρό απολογίας για το έγκλημα το οποίο κατηγορείται» (Πράξεις ΚΕ/25: 16). Με τα λόγια αυτά εξέφρασε την πιο βασική αρχή της δικαιοσύνης, ότι ο κάθε κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να απολογηθεί. Σε μία άλλη στιγμή αναφέρει: «επειδή, μου φαίνεται ακατανόητο, στέλνοντας έναν φυλακισμένο, να μη επισημάνω και τα εναντίον του εγκλήματα» (εδ. 27). Επίσης κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι το επίμαχο σημείο στις διαμάχες μεταξύ των οπαδών του Χριστού και των εχθρών τους ήταν για το «αν ο Χριστός είναι νεκρός ή ζωντανός». 
    Αυτόν τον άριστα μελετημένο, τόσο μορφωμένο, τόσο έμπειρο και ευφυή άνθρωπο στα μάτια των ανθρώπων, αν τον φέρουμε μπροστά στα πράγματα του Θεού και τις αιώνιες αλήθειες Του, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο αμαθή, επιπόλαιο και εντελώς ασυλλόγιστο. Με μεγάλη περιφρόνηση αναφέρεται σε «κάποιον Ιησού» (ΚΕ/25, εδ.19) αγνοώντας ότι είναι ο Δημιουργός του. Ας μάθουμε να μην υποτιμούμε κάτι που δε γνωρίζουμε. 
    Κάθισε με πολλή υπομονή και άκουγε για αρκετή ώρα τον Απ. Παύλο ν’ απολογείται, δείχνοντας ενδιαφέρον γι’ αυτά που έλεγε. Όταν όμως ο Παύλος μίλησε για «ανάσταση νεκρών» (Πράξεις ΚΣ/26: 23), σηκώθηκε έξαλλος φωνάζοντας δυνατά προς τον κατηγορούμενο. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει: «Ενώ δε αυτός απελογείτο ταύτα, ο Φήστος είπε με μεγάλην φωνήν Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν» (εδ. 24). Έχασες τα μυαλά σου Παύλε, η μεγάλη σου μόρφωση σε οδήγησε σε τρέλα. 
    Πολλές φορές οι άνθρωποι αρέσκονται να ακούν διάφορες θεολογικές συζητήσεις για τη ζωή του Χριστού, για την αγάπη Του, τη φιλανθρωπία Του κλπ. όμως όταν πεις ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός Σωτήρας του κόσμου (Πράξεις Δ/4: 12), ότι πέθανε πάνω στο σταυρό και πλήρωσε για τις δικές μας αμαρτίες, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και αποτέλεσε την απαρχή της ανάστασης των κεκοιμημένων (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 20), ότι ο Ιησούς Χριστός θα έρθει και πάλι για να παραλάβει την Εκκλησία Του (Ιωάννης ΙΔ/14: 2) τότε τα πράγματα θ’ αλλάξουν και θ’ ακολουθήσουν ειρωνείες και διαμαρτυρίες. Ας θυμηθούμε τις αντιδράσεις των Αθηναίων, όταν ο Απ. Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο αναφέρθηκε στην ανάσταση των νεκρών «Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά» (Πράξεις ΙΖ/17: 32). Με διάφορες αμφιβολίες, αρνητικά σχόλια, ειρωνείες αντιδρούν οι άνθρωποι, όταν ακούν για «ανάσταση νεκρών». 
    Και σήμερα υπάρχουν χαρακτήρες σαν τον Φήστο, που είναι ευγενείς, σπουδασμένοι, με πολλά πτυχία και αξιώματα και οι οποίοι με μεγάλη προθυμία συζητούν διάφορα θρησκευτικά θέματα, που δέχονται ότι ο Χριστός πέθανε, όμως δεν πιστεύουν στην Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν πιστεύουν ότι μία μέρα «δια Ιησού Χριστού» θα αναστηθούν όλοι όσοι πίστεψαν σ’ Αυτόν (Α’ Κορινθίους ΚΕ/25: 23). Θεωρούν για όλους αυτούς που δέχονται την ανάσταση των νεκρών ότι παραλογίζονται και ότι πιστεύουν σε ανθρώπινες εικασίες. 
    Τρεις μέρες αφότου έφτασε ο Φήστος στην Καισάρεια που ήταν η έδρα του ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ, προφανώς για να γνωρίσει τα προβλήματα του λαού τον οποίο κυβερνούσε. Ο Απ. Παύλος βρισκόταν στην Καισάρεια, όπου είχε μείνει φυλακισμένος από τότε που ήταν επίτροπος της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας ο Φήλιξ. Ο Φήλιξ, επειδή ήθελε να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων, κράτησε τον Απ. Παύλο δέσμιο (Πράξεις ΚΔ/24: 27). 
    Στη συνάντηση που είχε με τον Αρχιερέα και τους πρεσβυτέρους του ζήτησαν να επιτρέψει τη μεταφορά του Απ. Παύλου στην Ιερουσαλήμ, για να δικαστεί από το Συνέδριο. Στην πραγματικότητα σκόπευαν να δολοφονήσουν τον Απ. Παύλο (Πράξεις ΚΕ/25: 1-3). Ο Φήστος αρνήθηκε και τους κάλεσε να έρθουν στην Καισάρεια, για να απαγγείλουν τις κατηγορίες εναντίον του. Ο Φήστος ο οποίος είχε πειστεί για την αθωότητα του Παύλου, τον ρώτησε εάν ήθελε να δικαστεί ενώπιον των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ. Ο Παύλος γνωρίζοντας τους σκοπούς τους, αφού ανέπτυξε με παρρησία τα δικαιώματά του, επικαλέστηκε, ως Ρωμαίος πολίτης, τον Καίσαρα. Ο Φήστος αποφάσισε να τον στείλει, για να δικαστεί από τον Καίσαρα (Πράξεις ΚΕ/25: 4-12). Έτσι ο Παύλος διέφυγε τον κίνδυνο και μεταφέρθηκε, για να δικαστεί στην Ιερουσαλήμ. 
    Τις ημέρες εκείνες (έτος 58 μ.Χ.) είχε έρθει στην Καισάρεια σε μια εθιμοτυπική επίσκεψη, για να χαιρετίσει το νέο κυβερνήτη, ο βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Β’ (30 μ.Χ. 100 μ.Χ), ο οποίος υπήρξε ο 78ος και τελευταίος κυβερνήτης των Ιουδαίων από την «Ηρωδιανή Δυναστεία» (37 π.Χ. έως 100 μ.Χ.). Το βασιλιά κατά την επίσκεψή του συνόδευε η αδελφή του Βερενίκη, η οποία ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς. Ιστορικές πηγές την αναφέρουν ως αισχρό χαρακτήρα και ότι είχε ερωτική σχέση με τον αδελφό της. Στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται κάτι σχετικό. 
    Ο Φήστος ανέφερε στο βασιλιά για τον Παύλο το Χριστιανό και ο Αγρίππας βρήκε το θέμα ενδιαφέρον. Ο Αγρίππας ως Ιουδαίος δεν ήταν άσχετος με τα θέματα με τη Ιουδαϊκή θρησκεία, όπως ήταν ο Φήστος, που ήταν Ρωμαίος ειδωλολάτρης και είχε άγνοια των Γραφών. Αντίθετα γνώριζε καλά τις Γραφές και τα θέματα που αφορούσαν τον Ισραήλ. Παρά τις γνώσεις του όμως από πνευματικής απόψεως ήταν μία αξιολύπητη φιγούρα. 
22 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Φήστον Ήθελον και εγώ να ακούσω τον άνθρωπον. Και εκείνος αύριον, είπε, θέλεις ακούσει αυτόν. 
23 Την επαύριον λοιπόν, ότε ήλθεν ο Αγρίππας και η Βερνίκη μετά μεγάλης πομπής και εισήλθον εις το ακροατήριον μετά των χιλιάρχων και των εξόχων ανδρών της πόλεως, προσέταξεν ο Φήστος, και εφέρθη ο Παύλος. 
24 Τότε λέγει ο Φήστος· Αγρίππα βασιλεύ και πάντες οι συμπαρευρισκόμενοι μεθ' ημών, θεωρείτε τούτον, περί του οποίου όλον το πλήθος των Ιουδαίων με ώμίλησαν και εν Ιεροσολύμοις και εδώ, καταβοώντες ότι αυτός δεν πρέπει πλέον να ζη. 
25 Εγώ δε επειδή εύρον ότι δεν έπραξεν ουδέν άξιον θανάτου, και αυτός ούτος επεκαλέσθη τον Σεβαστόν, απεφάσισα να πέμψω αυτόν. 
26 Περί του οποίου δεν έχω ουδέν βέβαιον να γράψω προς τον κύριόν μου όθεν έφερα αυτόν ενώπιόν σας, και μάλιστα ενώπιον σου, βασιλεύ Αγρίππα, διά να έχω τι να γράψω, αφού γίνει η ανάκρισις. 
27 Διότι μοι φαίνεται άλογον, πέμπων δέσμιον, να μη φανερώσω και τα κατ' αυτού εγκλήματα (Πράξεις ΚΕ/25: 22-27). 
    Την άλλη μέρα πραγματοποιήθηκε η ακρόαση. Ο Αγρίππας και η Βερενίκη έφτασαν με φανταχτερή πομπή. Τους συνόδευσαν οι ανώτατοι αξιωματικοί και οι άρχοντες της πόλης. Ο Παύλος οδηγήθηκε μπροστά τους. Για μία φορά ακόμα ο Φήστος αναφέρεται σε όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Στις επίμονες δε απαιτήσεις των Ιουδαίων να θανατωθεί ο Παύλος, αδυνατούσε να βρει κάτι που να επισύρει την ποινή του θανάτου. Το πρόβλημα του Φήστου ήταν ότι το αίτημα του Παύλου τον ανάγκαζε να τον στείλει στον Καίσαρα Αύγουστο, όμως δεν υπήρχε επαρκής νομική βάση για τη δίκη και στο θέμα αυτό περίμενε ο Φήστος κάποια βοήθεια από τον Αγρίππα. Η όλη διαδικασία αποτέλεσε μία ακρόαση και δεν ήταν κανονική δίκη. Απουσίαζαν οι Ιουδαίοι που κατηγορούσαν τον Απόστολο και ο Αγρίππας δε θα έβγαζε κάποια δεσμευτική απόφαση. 

    Βιβλίο «Πράξεων των Αποστόλων», κεφ. ΚΣ/26, εδ. 1 – 32.
 
1 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Παύλον. Έχεις την άδειαν να ομιλήσης υπέρ σεαυτού. Τότε ο Παύλος εκτείνας την χείρα, απελογείτο. 
    Με την άδεια του Αγρίππα ο Παύλος σήκωσε το χέρι του και άρχισε την απολογία του, που ανάμεσα στην ιστορία αποτελεί μία μοναδική εκδήλωση χριστιανικής πίστης, εμπειρίας, πραότητας. Τα λόγια του άρχιζαν ως εξής: 
2 Μακάριον νομίζω εμαυτόν, βασιλεύ Αγρίππα, μέλλων να απολογηθώ ενώπιόν σου σήμερον περί πάντων εις όσα εγκαλούμαι υπό των Ιουδαίων, 
3 μάλιστα επειδή γνωρίζεις πάντα τα παρά τοις Ιουδαίοις έθιμα και ζητήματα όθεν δέομαί σου να με ακούσης μετά μακροθυμίας. 
    Αρχικά ο Παύλος αναγνώρισε το υψηλό αξίωμα του Αγρίππα προσφωνώντας τον με τον τίτλο του «βασιλιά» προσδίδοντάς του με τον τρόπο αυτό ύψιστη τιμή. Στην επιτολή «Α’ Πέτρου» (Β/2: 17) αναφέρεται: «Πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε». Ο απόστολος αναγνώρισε τον Αγρίππα ως ειδικό στα περίπλοκα θέματα και τους νόμους των Ιουδαίων και είπε πως θεωρούσε ότι ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτόν του ενώπιον ενός τόσο έμπειρου και καλά κατατοπισμένου ηγεμόνα, που γνώριζε τα έθιμα, τα θρησκευτικά προβλήματα καθώς και κάθε τι που απασχολούσε το λαό του και τον παρακάλεσε να τον ακούσει υπομονετικά. 
4 Την εκ νεότητος λοιπόν ζωήν μου, την οποίαν απ' αρχής έζησα μεταξύ του έθνους μου εν Ιεροσολύμοις, εξεύρουσι πάντες οι Ιουδαίοι, 
5 επειδή με γνωρίζουσιν εξ αρχής, εάν θέλωσι να μαρτυρήσωσιν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της θρησκείας ημών έζησα Φαρισαίος. 
    Αναφερόμενος στη νεαρή του ηλικία ο απόστολος τονίζει ότι ήταν υπόδειγμα Ιουδαίου. Ήταν «περιτετμημένος την ογδόην ημέραν, εκ γένους Ισραήλ, εκ φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκτης της εκκλησίας, κατά την δικαιοσύνην την διά του νόμου διατελέσας άμεμπτος» (Φιλιππησίους Γ/3: 5-6). Όλα αυτά καθώς και το πόσο συνεπής Φαρισαίος ήταν θα μπορούσαν να τα βεβαιώσουν και οι κατήγοροί του. Όλα αυτά τα μεγάλα προσόντα, όταν ο Παύλος γνώρισε το Χριστό τα θεώρησε «σκύβαλα» (Φιλιππησίους Γ/3: 8). 
6 Και τώρα παρίσταμαι κρινόμενος διά την ελπίδα της επαγγελίας της γενομένης υπό του Θεού προς τους πατέρας ημών, 
    Τώρα δικάζεται αλυσοδεμένος όχι γιατί έπραξε κάποιο έγκλημα, αλλά επειδή πιστεύει πως ο Θεός θα εκπληρώσει την υπόσχεσή που έδωσε στους προγόνους του, η οποία αφορούσε τον ερχομό του Μεσσία, για να σώσει τον Ισραήλ και μαζί όλα τα έθνη και να κυβερνήσει πάνω στη γη. Ο Ιακώβ προφητικά αναφέρει: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών» (Γένεση ΜΘ/49: 10). 
    Ο Απ. Παύλος αναφέρει ότι το κήρυγμά του δεν περιλάμβανε τίποτε άλλο πέρα από εκείνα τα οποία οι Προφήτες και ο Μωυσής κατά καιρούς είχαν δηλώσει ότι επρόκειτο να γίνουν σχετικά με το θάνατο και την Ανάσταση του Μεσσία Χριστού από τους νεκρούς. 
7 εις την οποίαν το δωδεκάφυλον ημών γένος, λατρεύον εκτενώς τον Θεόν νύκτα και ημέραν, ελπίζει να καταντήση περί ταύτης της ελπίδος εγκαλούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, υπό των Ιουδαίων. 
8 Τι απίστευτον κρίνεται εις εσάς, ότι ο Θεός ανιστά νεκρούς; 
    Η ανάσταση των νεκρών δεν είναι κάτι αδιανόητο. Ο Λόγος του Θεού σε πολλά σημεία αναφέρει το γεγονός αυτό (A’ Koρινθίους ΙΕ/15: 23). Η ανάσταση των νεκρών αποτελεί το θεμέλιο της Χριστιανική πίστης. Είναι η μεγάλη ελπίδα που έχει βάλει ο Θεός στην καρδιά κάθε χριστιανού. Ο Απόστολος παρουσιάζει τις δώδεκα φυλές του Ισραηλιτικού έθνους να λατρεύουν το Θεό με την ελπίδα ότι θα δουν την εκπλήρωση της μεγάλης υπόσχεσης που είχε δώσει στους προπάτορές του ότι θα τους ανάσταινε από τους νεκρούς. «Εγώ είμαι ο Θεός τού Αβραάμ, και ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ; Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών» (Ματθαίος ΚΒ/22: 32). Γιατί αυτό σας φαίνεται αδιανόητο, ρώτησε ο Απ. Παύλος τον Αγρίππα και όλους όσους παραβρίσκονταν. 
9 Εγώ μεν εστοχάσθην κατ' εμαυτόν ότι έπρεπε να πράξω πολλά εναντία εις το όνομα του Ιησού του Ναζωραίου 
10 το οποίον και έπραξα εν Ιεροσολύμοις, και πολλούς των αγίων εγώ κατέκλεισα εις φυλακάς, λαβών την εξουσίαν παρά των αρχιερέων, και ότε εφονεύοντο έδωκα ψήφον κατ' αυτών. 
11 Και εν πάσαις ταις συναγωγαίς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον να βλασφημώσι, και καθ' υπερβολήν μαινόμενος εναντίον αυτών κατεδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις.
    Συνεχίζοντας να αναφέρεται στην ιστορία της ζωής του ο Απ. Παύλος εξιστορεί τον απαίσιο και σκληρό τρόπο που μεταχειριζόταν τους Χριστιανούς στο παρελθόν. Έκανε ό,τι μπορούσε εναντίον του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου. Με την εξουσιοδότηση των αρχιερέων φυλάκισε πολλούς από τους χριστιανούς της στην Ιερουσαλήμ. Όταν τους δίκαζαν μπροστά στο συνέδριο (Σανχεντρίν), ψήφιζε πάντα υπέρ της καταδίκης τους. Επανειλημμένα χρησιμοποίησε βία, ενώ η δράση του πέρασε από τα όρια της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας. Επανειλημμένα χρησιμοποιούσε βία σε όσους έβρισκε στις συναγωγές, για να τους αναγκάσει με κάθε τρόπο να αρνηθούν τον Κύριό τους. Στην κριτική του αυτή δεν υπερέβαλλε. Πολλοί ήταν αυτοί που γνώριζαν πόσο είχε βιαιοπραγήσει εναντίον των Χριστιανών (Γαλάτας Α/1: 13-23). Σ’ ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας ο Απόστολος αναφέρει προς τον Τιμόθεο: «….αγνοών έπραξα εν απιστία…» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 13). 
12 Εν τούτοις δε, ότε ηρχόμην εις την Δαμασκόν μετ' εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων, 
13 εν τω μέσω της ημέρας είδον καθ' οδόν, βασιλεύ, φως ουρανόθεν υπερβαίνον την λαμπρότητα του ηλίου, το οποίον έλαμψε περί εμέ και τους οδοιπορούντας μετ' εμού· 
14 και ενώ κατεπέσομεν πάντες εις την γην, ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν εις την Εβραϊκήν διάλεκτον· Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; σκληρόν σοι είναι να λακτίζης προς κέντρα. 
15 Εγώ δε είπον Τις είσαι, Κύριε; Και εκείνος είπεν· Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ διώκεις. 
    Σε μία εξόρμησή του έξω από τη χώρα συνέβη ένα γεγονός που άλλαξε τη ζωή του. Ήταν όταν βάδιζε στο δρόμο προς τη Δαμασκό με εξουσιοδότηση και άδεια να συλλάβει τους χριστιανούς και να τους οδηγήσει πίσω στην Ιερουσαλήμ, για να τιμωρηθούν. Μέρα μεσημέρι είδε ένα θαυμαστό όραμα. Έλαμψε ένα φως από τον ουρανό, πιο λαμπρό και από τον ήλιο του μεσημεριού. Πέφτοντας στο έδαφος άκουσε μια φωνή να τον ρωτάει στην Εβραϊκή διάλεκτο: «Σαούλ, Σαού, γιατί με καταδιώκεις;» και συνέχισε η φωνή «είναι σκληρό να κλωτσάς στα καρφιά». Τότε εγώ είπα: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Και ο Κύριος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ διώκεις». Όλα αυτά που συνέβησαν έκαναν το μεγάλο διώκτη των Χριστιανών να αλλάξει τρόπο σκέψης και να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό (Ιωάννης ΙΣ/16: 1,2). Κατάλαβε ότι ο Ιησούς, τον οποίον είχαν σταυρώσει, είχαν θάψει μετά το θάνατό Του, είχε αναστηθεί από τους νεκρούς και είχε αναληφθεί στους ουρανούς. Από εκείνη τη θέση μιλούσε τώρα προς τον Παύλο. Διώκοντας τους Χριστιανούς ο Παύλος, εδίωκε τον Ιησού Χριστό, το Μεσσία του Ισραήλ, τον Υιό του Θεού. 
16 Αλλά σηκώθητι και στήθι επί τους πόδας σου επειδή διά τούτο εφάνην εις σε, διά να σε καταστήσω υπηρέτην και μάρτυρα και όσων είδες και περί όσων θέλω φανερωθή εις σε, 
17 εκλέγων σε εκ του λαού και των εθνών, εις τα οποία τώρα σε αποστέλλω. 
    Ο Παύλος δίνει μια σύντομη περιγραφή ης αποστολής που του έδωσε ο αναστημένος Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος του είπε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Του δόθηκε αυτή η ιδιαίτερη αποκάλυψη του ένδοξου πλέον Ιησού Χριστού, επειδή ο Κύριος ήθελε να τον κάνει δούλο του και μάρτυρά Του όλων όσα είχε δει αλλά και όλων εκείνων των αληθειών της χριστιανικής πίστης που θα του αποκαλύπτονταν. 
18 διά να ανοίξεις τους οφθαλμούς αυτών, ώστε να επιστρέψωσιν από του σκότους εις το φως και από της εξουσίας του Σατανά προς τον Θεόν, διά να λάβωσιν άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μεταξύ των ηγιασμένων διά της εις εμέ πίστεως. 
    Ο Παύλος είχε την ιδιαίτερη αποστολή να πάει στους εθνικούς, για να ανοίξει τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του σκότους στην εξουσία του Θεού. Με την πίστη του στον Κύριο Ιησού Χριστό θα λάβουν συγχώρηση των αμαρτιών τους και μια κληρονομιά στον ουρανό για όλους εκείνους που πιστεύουν στο Θεό.
19 Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, δεν έγεινα απειθής εις την ουράνιον οπτασίαν, 
20 αλλ' εκήρυττον πρώτον εις τους εν Δαμασκώ και Ιεροσολύμοις και εις πάσαν την γην της Ιουδαίας, και έπειτα εις τα έθνη, να μετανοώσι και να επιστρέφωσιν εις τον Θεόν, πράττοντες έργα άξια της μετανοίας. 
21 Διά ταύτα οι Ιουδαίοι συλλαβόντες με εν τω ιερώ, επεχείρουν να με φονεύσωσιν. 
22 Αξιωθείς όμως της βοηθείας της παρά του Θεού, ίσταμαι έως της ημέρας ταύτης μαρτυρών προς μικρόν τε και μεγάλον, μη λέγων μηδέν εκτός των όσα ελάλησαν οι προφήται και ο Μωϋσής ότι έμελλον να γείνωσιν, 
23 ότι ο Χριστός έμελλε να πάθη, ότι πρώτος αναστάς εκ νεκρών μέλλει να κηρύξη φως εις τον λαόν και εις τα έθνη. 
    Έχοντας λάβει μια τέτοια αποστολή, ο Παύλος εξηγεί στον Αγρίππα πως δεν αρνήθηκε να υπακούσει στην ουράνια οπτασία. Τόσο στη Δαμασκό και στα Ιεροσόλυμα, όσο και σε όλη την Ιουδαία και στους εθνικούς κήρυξε στους ανθρώπους να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στο Θεό και μετά να πράττουν έργα που θα αποδεικνύουν τη μετάνοιά τους. Αυτό ακριβώς έκανε, όταν οι Ιουδαίοι τον συνέλαβαν στο ναό και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Ο Κύριος έχει προειδοποιήσει κάθε δικό Του παιδί «Και πάντες δε οι θέλοντες να ζώσιν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού θέλουσι διωχθή» (Β’ Τιμοθέου Γ/3: 12). Ο Θεός τον προστάτεψε και τον βοήθησε κι έτσι συνέχισε να δίνει τη μαρτυρία του σε όλους αυτούς με τους όποιους ερχόταν σε επαφή, κηρύττοντας το ίδιο μήνυμα που κήρυτταν οι προφήτες και ο Μωυσής στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Το μήνυμα ήταν ότι ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει, να πεθάνει και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς. Με τη μοναδική Του θυσία θα πληρώσει τα λύτρα της αμαρτίας μας και θα εξασφαλίσει τη σωτηρία σε όλους τους ανθρώπους, τόσο στους Ιουδαίους όσο και στους εθνικούς. 
24 Ενώ δε αυτός απελογείτο ταύτα, ο Φήστος είπε με μεγάλην φωνήν Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν. 
25 Ο δε, Δεν μαίνομαι, είπε, κράτιστε Φήστε, αλλά προφέρω λόγους αληθείας και νοός υγιαίνοντος. 
26 Διότι έχει γνώσιν περί τούτων ο βασιλεύς, προς τον οποίον και λαλώ μετά παρρησίας· επειδή είμαι πεπεισμένος ότι δεν λανθάνει αυτόν ουδέν τούτων, διότι τούτο δεν είναι πεπραγμένον εν γωνία. 
    Ο Φήστος ως εθνικός προφανώς και δε μπόρεσε να παρακολουθήσει τα επιχειρήματα του Παύλου και το πιθανότερο είναι να μην κατάλαβε τίποτα. Ανίκανος λοιπόν να εκτιμήσει τον άνδρα που είχε απέναντί του και ο οποίος ήταν γεμάτος από το Πνεύμα το Άγιο, δε δίστασε να τον κατηγορήσει ότι είχε τρελαθεί εξαιτίας της μεγάλης του μόρφωσης. Σπάνια να πουν σήμερα σ’ ένα ομιλητή «μαίνεσαι», γιατί δυστυχώς λείπει ο ενθουσιασμός, ο ζήλος, η αυταπάρνηση, η “πρώτη αγάπη” (Αποκάλυψη Β/2: 4) που διέκρινε τον απόστολο. 
    Το ξέσπασμα αυτό του Φήστου κατά κάποιον τρόπο φανερώνει και τη στάση κάποιων ανθρώπων και σήμερα. Κατά τη γνώμη πολλών ανθρώπων, όσοι διδάσκουν αυτά που πράγματι αναφέρει η Αγία Γραφή είναι φανατικοί, προβληματικοί, είναι παρασυρμένοι, αργυρώνητοι και πάρα πολλά άλλα. Οι «σοφοί του αιώνος τούτου» τους οποίους «ο Θεός εμώρανε» (Α’ Κορινθίους Α/1: 20), δυσκολεύονται πολύ να κατανοήσουν και πολύ περισσότερο να αποδεχτούν το Λόγο του Θεού και κυρίως τα αναφερόμενα σ’ αυτόν για την Ανάσταση των νεκρών. 
    Ο Απ. Παύλος απάντησε χωρίς ίχνος ενόχλησης ή θυμού και με ήρεμο τρόπο αρνήθηκε κατηγορία. «Δεν παραφρονώ εξοχότατε Φήστε, αλλά λέω λόγια αλήθειας και σωφροσύνης». Εξέφρασε δε τη σιγουριά του ότι ο βασιλιάς ήξερε ότι τα λόγια του ήταν σωστά και αληθινά. Η ζωή και η μαρτυρία του Παύλου δεν αποτελούσαν μυστικό. Οι Ιουδαίοι γνώριζαν τα πάντα γι’ αυτόν. 
    Ο Απ. Παύλος θα ομολογήσει στους Κορίνθιους Χριστιανούς: «ενώ μας βλαστημούν εμείς εμψυχώνουμε. Σαν απορρίμματα του κόσμου καταντήσαμε! Γίναμε το σκουπίδι όλων μέχρι και τώρα!» (Α’ Κορινθίους Δ/4: 13). Και στο εδ. 9 «εγείναμεν θέατρον εις τον κόσμον, και εις αγγέλους και εις ανθρώπους». 
27 Πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, εις τους προφήτας; εξεύρω ότι πιστεύεις. 
    Στράφηκε τότε προς το Βασιλιά και τον ρώτησε ευθέως. «Πιστεύεις Βασιλιά στους προφήτες;» Αφού αυτά που λέω είναι αλήθειες και είναι γνωστά σε σένα Βασιλιά, πώς μπορούν να με κατηγορούν οι Ιουδαίοι ότι έκανα κάτι που επισύρει τη θανατική ποινή; Και πώς είναι δυνατόν και ο Βασιλιάς να με κατηγορήσει, αφού έχουμε τα ίδια πιστεύω; Στην ερώτηση του αποστόλου ο Αγρίππας αντιμετώπισε ένα φοβερό δίλλημα. Αν έλεγε ότι απέρριπτε τους προφήτες, η υπόληψή του ως Ιουδαίου πιστού θα καταστρεφόταν, αν πάλι συναινούσε με το επιχείρημα του Παύλου και συμφωνούσε δημόσια με τον απόστολο, θα διακινδύνευε να αποκληθεί Χριστιανός με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να είχε αυτό. Ενεργώντας με σοφό τρόπο ο απόστολος απάντησε ο ίδιος στην ερώτησή του λέγοντας: «Ξέρω ότι πιστεύεις». 
28 Και ο Αγρίππας είπε προς τον Παύλον Παρ' ολίγον με πείθεις να γίνω Χριστιανός. 
    Ο Αγρίππας, καθώς ακούει όλα αυτά που αναφέρει ο Απ. Παύλος, έρχεται να δώσει μια μνημειώδη απάντηση: «Ακόμα λίγο και θα με πείσεις να γίνω χριστιανός». Ο Αγρίππας «παρ’ ολίγον χριστιανός!». Έχει τις γνώσεις, γνωρίζει τις παραδόσεις, θέλει να προσφέρει στο λαό του, όμως δεν αρκούν όλα αυτά χρειάζεται κάτι ακόμα. Αν το Ευαγγέλιο του Χριστού ήταν μία όμορφη ιστορία ή μία θρησκεία ή ένα σύστημα δογμάτων, ο καθένας δε θα είχε καμία δυσκολία για να το αποδεχτεί, όμως το Ευαγγέλιο αρχίζει με μία φράση που κάνει τους ανθρώπους να το αποστρέφονται και να το πολεμούν με μεγάλη μανία. Η φράση που δημιουργεί όλο τον πόλεμο, όλες τις αρνήσεις και όλες τις προστριβές είναι: «Μετανοείτε». Διορθώστε τη ζωή σας, αλλάξτε πορεία, καταδικάστε ο φαύλο παρελθόν σας. 
    Πιθανόν να μην ήταν ειρωνική η απάντηση του Αγρίππα, όπως ορισμένοι εικάζουν. Ίσως ακούγοντας τα λόγια του Παύλου να ήθελε να πιστέψει, όμως δεν ήθελε να μετανοήσει και να διορθώσει τη ζωή του από ένα σαρκικό πάθος, από έναν ένοχο έρωτα. Έτσι λοιπόν μεταξύ του Αγρίππα και του Χριστού υπάρχει ένα εμπόδιο που λέγεται «μετάνοια». Δεν ήθελε να μετανοήσει και έμεινε μέσα στην ιστορία ως «ο παρ’ ολίγον χριστιανός». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή πολλών ανθρώπων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ χειρότερος από τον Ρωμαίο ειδωλολάτρη Φήστο. 
    Τούτοι οι άνθρωποι οι «παρ’ ολίγον χριστιανοί» μοιάζουν πολύ με τους ταξιδιώτες που έχασαν το τρένο για λίγα δευτερόλεπτα, που έφτασαν στην πηγή, αλλά δεν ήπιανε νερό. Πόσο θλιβερή η κατάσταση του βασιλιά Αγρίππα! Η συνείδησή του τον έσπρωχνε να υπακούσει στη φωνή του Θεού, ενώ το πάθος του του έλεγε: «περίμενε». Μέσα του γινόταν ένας πόλεμος για τον οποίο τελικά ο ίδιος αποφάσισε να κερδίσει το κακό. 
29 Και ο Παύλος είπεν Ήθελον εύχεσθαι προς τον Θεόν, ουχί μόνον συ, αλλά και πάντες οι σήμερον ακούοντές με, να γείνωσι και παρ' ολίγον και παρά πολύ τοιούτοι οποίος και εγώ είμαι, παρεκτός των δεσμών τούτων. 
    Είτε ο Αγρίππας μιλούσε ειλικρινά, είτε αστειευόταν, ο Παύλος απάντησε με μεγάλη σοβαρότητα. Είπε πως θα ευχόταν θερμά είτε με λίγη ακόμα πειθώ είτε με πολλή, τόσο ο Αγρίππας όσο και όλοι όσοι ήταν παρόντες να εισέλθουν στη χαρά και στις ευλογίες της χριστιανικής ζωής, να συμμετάσχουν σε όλα τα προνόμια του Απ. Παύλου, να γίνουν όμοιοι με εκείνον, εκτός από τα δεσμά του. 
    Ακόμα και σ’ αυτήν την κατάσταση των δεσμών και της φυλακής ο Απ. Παύλος ήταν χαρούμενος και θαρραλέος, γιατί γνώριζε ότι εργαζόταν στον αγρό του Θεού. Βρισκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, στη θέση που ο Θεός ήθελε να βρίσκεται, εκτελώντας το έργο που του είχε ανατεθεί. Είχε μέσα του τη βεβαιότητα της σωτηρίας. Η χαρά του Απ. Παύλου μπορεί να γίνει και δική μας χαρά, αν περιπατούμε στα ίδια αχνάρια της πνευματικής ζωής. Τότε μέσα στην αδυναμία μας θα μπορούμε να διακηρύττουμε: «τα πάντα δύναμαι διά του ενδυναμούντος με Χριστού» (Φιλιππησίους Δ/4: 13). 
30 Και αφού αυτός είπε ταύτα, εσηκώθη ο βασιλεύς και ο ηγεμών και η Βερνίκη και οι συγκαθήμενοι μετ' αυτών, 
31 και αναχωρήσαντες ελάλουν προς αλλήλους, λέγοντες ότι ουδέν άξιον θανάτου ή δεσμών πράττει ο άνθρωπος ούτος. 
32 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Φήστον Ο άνθρωπος ούτος ηδύνατο να απολυθή, εάν δεν είχεν επικαλεσθή τον Καίσαρα (Πράξεις, κεφ. ΚΣ/26). 
    Ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας, η Βερενίκη και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι βγήκαν από την αίθουσα, για να συσκεφτούν ιδιαιτέρως. Ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να παραδεχτούν ότι ο Απ. Παύλος δεν έκανε τίποτα κακό για το οποίο θα έπρεπε να πεθάνει ή να φυλακιστεί. Ο Αγρίππας μάλιστα είπε στο Φήστο, εκφράζοντας μάλλον τη λύπη του, πως αν δεν είχε ζητήσει να δικαστεί από τον Αυτοκράτορα, θα μπορούσε να απολυθεί.

    Ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά παρατηρώντας την ανθρώπινη δικαιοσύνη, για την οποία ο προφήτης του Θεού «Ησαΐας» (ΞΔ/64: 6) αναφέρει: «όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιο». Η άγνοια στο πρόσωπο του Φήστου και η ενοχή της αμαρτίας στο πρόσωπο του Αγρίππα καμαρώνουν καθισμένες στις έδρες τους, με τα αναγκαία διακριτικά παράσημα της εξουσίας. Απέναντί τους στέκεται η αληθινή σοφία στο πρόσωπο του Απ. Παύλου, καθισμένη στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλυσοδεμένη, καταφρονημένη, πλήρως περιφρονημένη, απόλυτα απαξιωμένη. Αλήθεια πόσες φορές μέσα στην ιστορία επαναλήφθηκε αυτή η τραγική ιστορία;;---