Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ.
βιβλίο Πράξεων των Αποστόλων, κεφ. ΚΑ/21: 17 έως ΚΔ/24.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Απ. Παύλος μαζί με τον Απ. Λουκά και τους άλλους συνοδούς του έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, όπου οι αδελφοί τους υποδέχτηκαν με πολλή αγάπη κι εγκαρδιότητα (Πράξεις ΚΑ/21: 17). Η χαρά όλων έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν άκουσαν όσα θαυμαστά έκανε η δύναμη του Θεού στα έθνη. Τις ημέρες εκείνες είχαν έρθει στα Ιεροσόλυμα για να γιορτάσουν τη γιορτή της Πεντηκοστής (Έξοδος ΚΓ/23: 16).
Η Πεντηκοστή ήταν μία εορτή των Ιουδαίων αρχικά αγροτική, όπου προσφερόταν στον Κύριο το πρώτο δεμάτι σιτηρών (Λευιτικό ΚΓ/23: 15). Ήταν μια μέρα χαράς και ευχαριστιών στον Κύριο. Με την πάροδο των χρόνων μετατράπηκε σε γιορτή μνήμης του ιστορικού γεγονότος της παράδοσης του Νόμου από το Θεό στο Μωυσή. Εορταζόταν 50 ημέρες μετά τις 16 του μηνα Νισάν σύμφωνα με το Ιουδαϊκό ημερολόγιο. Για να τιμήσουν την εορτή είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ πολλοί Ιουδαίοι από διάφορα μέρη του κόσμου. Ανάμεσα τους ήταν και φανατικοί εχθροί του Αποστόλου Παύλου από την Έφεσο, την Κόρινθο κι αλλού.
Η αρχή των συμβάντων έγινε με την εμφάνιση του Απ. Παύλου στο Ναό των Ιεροσολύμων, η οποία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις από τη μεριά των αντιπάλων του. Στη θέα του «αποστάτη» Σαύλου οι Ιουδαίοι εξοργίστηκαν. Άρχισαν λοιπόν ν' απευθύνουν ανύπαρκτες κατηγορίες εναντίον του Απ. Παύλου, καθώς υποστήριζαν ότι δε σεβόταν το Εβραϊκό έθνος και το Μωσαϊκό Νόμο κι άλλα πολλά ψέματα. Μ' αυτές τις συκοφαντίες παρέσυραν τον όχλο εναντίον του Απ. Παύλου, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και να τον ξυλοκοπήσουν άγρια. Σκοπός τους ήταν να τον σκοτώσουν επί τόπου.
Την κρίσιμη εκείνη ώρα μετά από ειδοποίηση έφτασε ο Ρωμαίος Χιλίαρχος Κλαύδιος Λυσίας, ο οποίος ήταν Ελληνικής καταγωγής και υπηρετούσε ως διοικητής Ρωμαϊκού στρατοπέδου. Καθώς συνέβαιναν αυτά τα γεγονότα, έσπευσε μαζί με τη φρουρά του, για να διαπιστώσει τι συμβαίνει και με πολύ κόπο κατόρθωσαν ν' αρπάξουν τον Απ. Παύλο από τα φονικά χέρια των Ιουδαίων. Αφού τον έδεσαν με δυο χοντρές αλυσίδες, τον ρώτησαν ποιος είναι και τι είχε κάνει, ώστε να τον καταδιώκουν. Ο Χιλίαρχος λόγω της οχλοβοής δεν μπορούσε να σχηματίσει γνώμη για τον Παύλο και έτσι διέταξε να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδο. Οι διαμαρτυρίες του όχλου ήταν τόσο έντονες, ώστε οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να τον σηκώσουν στα χέρια, ενώ όλοι μαζί φώναζαν: «θάνατος, θάνατος».
Πώς μπορεί να αλλάξουν ξαφνικά τα σχέδια των ανθρώπων! Ο Παύλος υπολόγιζε ν’ αρχίσει το τέταρτο ιεραποστολικό του ταξίδι. Στα σχέδιά του ήταν να πάει στην Ισπανία (Ρωμαίους ΙΕ/15: 24), αφού πρώτα επισκεπτόταν τη Ρώμη. Αντί όλων αυτών εντελώς αναπάντεχα βρέθηκε στη φυλακή, για να φτάσει δύο χρόνια αργότερα υπόδικος στη Ρώμη. «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού. Πόσον ανεξερεύνητοι είναι αι κρίσεις αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού» (Ρωμαίους ΙΑ/11: 33). «αι βουλαί μου δεν είναι βουλαί υμών ουδέ οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος» (Ησαΐας ΝΕ/55: 8).
Καθώς πήγαιναν να τον βάλουν μέσα στο στρατόπεδο, ο Παύλος παρακάλεσε το Χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος (Πράξεις, κεφ. ΚΑ/21: 39). Το αίτημά του έγινε δεκτό, οπότε ο Απόστολος αντέκρουσε τις κατηγορίες και φέρθηκε σε όλους αυτούς που τον κατεδίωκαν με μεγαλοψυχία κι αγάπη. Τους μίλησε στην Αραμαϊκή διάλεκτο, που ήταν η μητρική τους γλώσσα και αναφέρθηκε στην υψηλή καταγωγή του, για το δάσκαλό του το Γαμαλιήλ (Πράξεις ΚΒ/22: 3), τονίζοντας την αφοσίωσή του προς την πατρώα Ιουδαϊκή θρησκεία καθώς και για τη μεταστροφή του στο δρόμο του προς τη Δαμασκό (Πράξεις ΚΣ/26: 14) καθώς και για την εντολή που έλαβε από το Χριστό να κηρύξει το Ευαγγέλιο (Γαλάτες Α/1: 15).
Οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και δε δέχτηκαν την ευκαιρία που τους έδωσε ο Απ. Παύλος, για να μετανοήσουν και να σωθούν. Ο όχλος ζητούσε επίμονα τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο, όπου ήταν ασφαλής και διέταξε να τον μαστιγώσουν ανακρίνοντάς τον και την επόμενη ημέρα να τον μεταφέρουν προ του Μεγάλου Συνεδρίου, για να απολογηθεί.
Την κρίσιμη τούτη ώρα ο Παύλος βρέθηκε στην ανάγκη να επικαλεστεί την ιδιότητα του «Ρωμαίου πολίτη» (civis Romanus) όπως είχε κάνει και στους Φιλίππους. Ο Χιλίαρχος, όταν το άκουσε ότι ήταν πολιτογραφημένος «Ρωμαίος πολίτης», φοβήθηκε, γιατί δεν επιτρεπόταν να κακοποιούν Ρωμαίους πολίτες. Γι' αυτό τον έκλεισε στη φυλακή και κάλεσε τα μέλη του Εβραϊκού συνεδρίου, να τον δικάσουν. Από τότε άρχισε η φυλάκιση του Απ. Παύλου, πού κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια.
Την άλλη ήμερα πήγαν τον Απ. Παύλο στο Συνέδριο, του οποίου Πρόεδρος ήταν ο αρχιερέας Ανανίας. Ο Απ. Παύλος μπροστά στο Ιουδαϊκό συνέδριο (Σανχεντρίν) προλόγισε λέγοντας πως έχει ήσυχη τη συνείδησή του. Ο Αρχιερέας Ανανίας εξοργίστηκε με τα λόγια αυτά, προφανώς γιατί και αυτός θεωρούσε τον Απ. Παύλο αποστάτη από τον Ιουδαϊσμό, προδότη και αιρετικό και γι’ αυτό και διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα. Η πράξη ήταν άδική και παράνομη και γι’ αυτό ο Απ. Παύλος, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν Αρχιερέας (πιθανόν να μην είχε φορέσει τη στολή του), του είπε ότι θα τον χτυπήσει ο Θεός και ότι μοιάζει με ασβεστωμένο τοίχο (Πράξεις ΚΓ/23: 3,4). Ο Παύλος όταν αντελήφθη ότι πρόκειται για τον Αρχιερέα ζήτησε συγνώμη (εδ. 5), προφανώς εξαιτίας της ρήσης στο βιβλίο της «Εξόδου» (κεφ. ΚΒ/22: 28), το οποίο αναφέρει: «να μην κακολογήσεις άρχοντα του λαού σου».
Οι άρχοντες των Ιουδαίων προσπάθησαν να πείσουν το νέο ανθύπατο Πόρκιο Φήστο (59 – 62 μ.Χ.) να τους αποστείλει τον Απ. Παύλο στα Ιεροσόλυμα, δήθεν για να τον δικάσουν αυτοί. Σκοπός τους ήταν να τον πάρουν από τα χέρια των Ρωμαίων και να τον σκοτώσουν στο δρόμο, καθώς είχαν σχεδιάσει και στο παρελθόν. Ο Φήστος, που είχε οριστεί Κυβερνήτης της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας, μετά την ανάκληση του Φήλικα στη Ρώμη (Πράξεις ΚΔ/24: 27) αρνήθηκε και τους κάλεσε ν' αποστείλουν εκπροσώπους στη δίκη του Απ. Παύλου που θα γινόταν στην Καισάρεια (Πράξεις ΚΕ/25: 5).
Τη δίκη την παρακολούθησε και ο ίδιος ο Χιλίαρχος (πρόκειται για στρατιωτικό βαθμό, επικεφαλής χιλίων ανδρών). Ο Παύλος στην απολογία του μπροστά στο Συνέδριο, επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα. Είπε ακόμη ότι «δικαζόταν, επειδή πίστευε κι έλπιζε στην ανάσταση των νεκρών». Τα μέλη του συνεδρίου, που αποτελείτο από Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, διαφώνησαν μεταξύ τους και άρχισαν να φιλονικούν, καθώς οι Φαρισαίοι δέχονταν την ανάσταση των νεκρών, ενώ οι Σαδδουκαίοι την απέρριπταν (ΚΓ/23: 8). Ήταν τόσο μεγάλη η αναστάτωση στο Συνέδριο, που ο Χιλίαρχος, για να σώσει τον Απ. Παύλο που κινδύνευε από τη μανία του πλήθους, διέταξε τους στρατιώτες να τον μεταφέρουν ξανά στο δεσμωτήριο (εδ. 10).
Τη νύχτα που ακολούθησε ο Κύριος φανέρωσε στον Απ. Παύλο με όραμα ότι δε θα πάθαινε κανένα κακό και ότι θα κήρυττε το Ευαγγέλιο στη Ρώμη, όπως έκανε και στην Ιερουσαλήμ. Ο Απ. Παύλος αισθανόταν πια να τον πλημμυρίζουν νέες δυνάμεις, αφού ο Κύριος θα ήταν μαζί του (Πράξεις ΚΓ/23: 11).
Οι φανατικοί εχθροί του Παύλου με όρκους αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν. Ζήτησαν μάλιστα από τους αρχιερείς να τον ξαναφέρουν σε δίκη. Σκοπός τους ήταν να τον δολοφονήσουν καθ’ οδόν, όμως η πρόνοια του Θεού ματαίωσε τα εγκληματικά τους σχέδια. Ο Χιλίαρχος πληροφορήθηκε τη συνωμοσία από τον ανιψιό του Παύλου. Τότε, για να τον προστατέψει, τον έστειλε με μεγάλη στρατιωτική φρουρά στην Καισάρεια, όπου ήταν η έδρα του Ρωμαίου κυβερνήτη ανθύπατου, Αντώνιου Φήλικα. Εκεί κρατήθηκε ο Απ. Παύλος με την εντολή να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους. Έτσι ο Θεός έσωσε τον Παύλο από τις επιβουλές των εχθρών του.
Στη δίκη πού έγινε στην Καισάρεια φάνηκε η αθωότητα του Παύλου. Αλλά ο Φήστος, προκειμένου να γίνει αρεστός στους Ιουδαίους, ζήτησε από τον Απ. Παύλο, αν ήθελε, να πάει στα Ιεροσόλυμα και να δικαστεί από το Μέγα Συνέδριο. Τότε ο Παύλος διαμαρτυρήθηκε και απαίτησε, καθώς είχε δικαίωμα, να ακουστεί ως Ρωμαίος πολίτης από τον αυτοκράτορα. Ο Φήστος το δέχτηκε αυτό με κάποια δυσφορία.
Ύστερα από λίγες μέρες ο αρχιερέας Ανανίας, μαζί με συνοδεία και κάποιον δικηγόρο Τέρτυλλο πήγαν στον Φήλικα και διέβαλαν τον Παύλο. Ο Παύλος αντέκρουσε τις κατηγορίες των Ιουδαίων. Πολλές φορές ο Φήλιξ μαζί με τη γυναίκα του Δρουσίλλα καλούσε τον Απ. Παύλο, για να ακούσει απ’ αυτόν για την χριστιανική διδασκαλία. Ο άνθρωπος αυτός ακούει τις αλήθειες του Θεού, αλλά δεν τολμάει να κάνει το «μεγάλο βήμα» της αποδοχής. Καθώς ακούει τον Παύλο να μιλάει για δικαιοσύνη και για εγκράτεια, πανικοβάλλεται και για να τον αποφύγει, αρκείται σε κάποιες δικαιολογίες: «προς το παρόν ύπαγε και όταν λάβω καιρόν…», «όταν θα έχω μια καταλληλότερη ευκαιρία….» (Πράξεις ΚΔ/24: 25). Ο λαός λέει: «προφάσεις εν αμαρτίαις». Απ’ ό,τι γνωρίζουμε η ευκαιρία αυτή ποτέ δεν ήρθε. Στις φυλακές της Καισαρείας ο Παύλος πέρασε δυο χρόνια, από το 57 ως το 59 μ.Χ.. Το 60 μ.Χ. ο αυτοκράτορας της Ρώμης αντικατέστησε τον Φήλικα με άλλο ανθύπατο, τον Πόρκιο Φήστο.
Στη συνέχεια της μελέτης μας θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ανάκρισης, έχοντας πάντοτε υπόψη μας τα λόγια του προφήτη ότι «η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιο» (Ησαΐας ΞΔ/64: 6). Στην ανάκριση αυτή προέδρευαν ο Ρωμαίος Κυβερνήτης Πόρκιος Φήστος και ο τοπικός Βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Β’. Ήταν γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α', που αποκεφάλισε τον Ιάκωβο και φυλάκισε τον Απ. Πέτρο (κεφ. 12). Ανακρινόμενος ήταν ο Απ. Παύλος, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί απ’ αυτούς που «αναστάτωσαν την οικούμενη όλη» (Πράξεις ΙΖ/17: 6).
Η κατηγορία η οποία τον βαρύνει είναι ότι ο Παύλος κηρύττει πως ο Ιησούς, που πέθανε πάνω στο σταυρό, τώρα είναι ζωντανός, αναστημένος και δοξασμένος και κάθεται στα δεξιά του θρόνου του Πατέρα Θεού στον ουρανό (Εβραίους ΙΒ/12: 2). Τα χέρια του Αποστόλου είναι δεμένα με αλυσίδες. Πρόκειται για τα χέρια εκείνα που από το έτος 50 μ.Χ. έως το 64 μ.Χ. έγραψαν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες δεκατέσσαρες επιστολές, που ανάμεσα στους αιώνες νουθέτησαν αμέτρητα πλήθη ανθρώπων, αποκαλύπτοντας το δρόμο της σωτηρίας, την αλήθεια του Θεού. Μπορεί οι άνθρωποι να δένουν ή και να εξοντώνουν πάνω στον κόσμο ανθρώπους του Θεού, όμως «ο Λόγος του Θεού δεν δεσμεύεται» (Β’ Τιμοθέου Β/2: 9).
Ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας Πόρκιος Φήστος, που είχε διοριστεί από τον Αυτοκράτορα Νέρωνα, είχε διαδεχτεί τον Μάρκο Αντώνιο Φήλικα το έτος 59 μ.Χ. ύστερα από την ανάκληση του δεύτερου στη Ρώμη (Πράξεις ΚΔ/24: 27). Η διοίκησή του κράτησε λιγότερο από δύο χρόνια, αφού πέθανε το έτος 62 μ.Χ. και τον διαδέχτηκε ο Αλβίνος. Ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (37 – περίπου 100 μ.Χ.) από τον οποίον αντλούμε πάρα πολλά στοιχεία, μιλάει με ωραία λόγια για το Φήστο, αναφέροντας ότι τα δύο χρόνια της διοίκησής του ήταν καλά και δίκαια σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, καθώς και αυτόν που τον διαδέχτηκε.
Ο κυβερνήτης λοιπόν αυτός είναι πολύ μελετημένος, έχει μεγάλη εμπειρία και είναι και ιδιαίτερα ευφυής. Στα νομικά ζητήματα ήταν άριστα καταρτισμένος. Γνώριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όσο κανένας άλλος και το εφάρμοζε «κατά γράμμα». Κάποια στιγμή παρουσιάστηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων και ζητούσαν την καταδίκη του Απ. Παύλου. Ο Φήστος αντιστάθηκε στις απαιτήσεις τους και τους απάντησε ότι «δεν είναι συνήθεια στους Ρωμαίους να παραδίνουν χαριστικά σε θάνατο κανέναν άνθρωπο, πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπον τους κατηγόρους του, και λάβει καιρό απολογίας για το έγκλημα το οποίο κατηγορείται» (Πράξεις ΚΕ/25: 16). Με τα λόγια αυτά εξέφρασε την πιο βασική αρχή της δικαιοσύνης, ότι ο κάθε κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να απολογηθεί. Σε μία άλλη στιγμή αναφέρει: «επειδή, μου φαίνεται ακατανόητο, στέλνοντας έναν φυλακισμένο, να μη επισημάνω και τα εναντίον του εγκλήματα» (εδ. 27). Επίσης κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι το επίμαχο σημείο στις διαμάχες μεταξύ των οπαδών του Χριστού και των εχθρών τους ήταν για το «αν ο Χριστός είναι νεκρός ή ζωντανός».
Αυτόν τον άριστα μελετημένο, τόσο μορφωμένο, τόσο έμπειρο και ευφυή άνθρωπο στα μάτια των ανθρώπων, αν τον φέρουμε μπροστά στα πράγματα του Θεού και τις αιώνιες αλήθειες Του, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο αμαθή, επιπόλαιο και εντελώς ασυλλόγιστο. Με μεγάλη περιφρόνηση αναφέρεται σε «κάποιον Ιησού» (ΚΕ/25, εδ.19) αγνοώντας ότι είναι ο Δημιουργός του. Ας μάθουμε να μην υποτιμούμε κάτι που δε γνωρίζουμε.
Κάθισε με πολλή υπομονή και άκουγε για αρκετή ώρα τον Απ. Παύλο ν’ απολογείται, δείχνοντας ενδιαφέρον γι’ αυτά που έλεγε. Όταν όμως ο Παύλος μίλησε για «ανάσταση νεκρών» (Πράξεις ΚΣ/26: 23), σηκώθηκε έξαλλος φωνάζοντας δυνατά προς τον κατηγορούμενο. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει: «Ενώ δε αυτός απελογείτο ταύτα, ο Φήστος είπε με μεγάλην φωνήν Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν» (εδ. 24). Έχασες τα μυαλά σου Παύλε, η μεγάλη σου μόρφωση σε οδήγησε σε τρέλα.
Πολλές φορές οι άνθρωποι αρέσκονται να ακούν διάφορες θεολογικές συζητήσεις για τη ζωή του Χριστού, για την αγάπη Του, τη φιλανθρωπία Του κλπ. όμως όταν πεις ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός Σωτήρας του κόσμου (Πράξεις Δ/4: 12), ότι πέθανε πάνω στο σταυρό και πλήρωσε για τις δικές μας αμαρτίες, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και αποτέλεσε την απαρχή της ανάστασης των κεκοιμημένων (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 20), ότι ο Ιησούς Χριστός θα έρθει και πάλι για να παραλάβει την Εκκλησία Του (Ιωάννης ΙΔ/14: 2) τότε τα πράγματα θ’ αλλάξουν και θ’ ακολουθήσουν ειρωνείες και διαμαρτυρίες. Ας θυμηθούμε τις αντιδράσεις των Αθηναίων, όταν ο Απ. Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο αναφέρθηκε στην ανάσταση των νεκρών «Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά» (Πράξεις ΙΖ/17: 32). Με διάφορες αμφιβολίες, αρνητικά σχόλια, ειρωνείες αντιδρούν οι άνθρωποι, όταν ακούν για «ανάσταση νεκρών».
Και σήμερα υπάρχουν χαρακτήρες σαν τον Φήστο, που είναι ευγενείς, σπουδασμένοι, με πολλά πτυχία και αξιώματα και οι οποίοι με μεγάλη προθυμία συζητούν διάφορα θρησκευτικά θέματα, που δέχονται ότι ο Χριστός πέθανε, όμως δεν πιστεύουν στην Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν πιστεύουν ότι μία μέρα «δια Ιησού Χριστού» θα αναστηθούν όλοι όσοι πίστεψαν σ’ Αυτόν (Α’ Κορινθίους ΚΕ/25: 23). Θεωρούν για όλους αυτούς που δέχονται την ανάσταση των νεκρών ότι παραλογίζονται και ότι πιστεύουν σε ανθρώπινες εικασίες.
Τρεις μέρες αφότου έφτασε ο Φήστος στην Καισάρεια που ήταν η έδρα του ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ, προφανώς για να γνωρίσει τα προβλήματα του λαού τον οποίο κυβερνούσε. Ο Απ. Παύλος βρισκόταν στην Καισάρεια, όπου είχε μείνει φυλακισμένος από τότε που ήταν επίτροπος της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας ο Φήλιξ. Ο Φήλιξ, επειδή ήθελε να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων, κράτησε τον Απ. Παύλο δέσμιο (Πράξεις ΚΔ/24: 27).
Στη συνάντηση που είχε με τον Αρχιερέα και τους πρεσβυτέρους του ζήτησαν να επιτρέψει τη μεταφορά του Απ. Παύλου στην Ιερουσαλήμ, για να δικαστεί από το Συνέδριο. Στην πραγματικότητα σκόπευαν να δολοφονήσουν τον Απ. Παύλο (Πράξεις ΚΕ/25: 1-3). Ο Φήστος αρνήθηκε και τους κάλεσε να έρθουν στην Καισάρεια, για να απαγγείλουν τις κατηγορίες εναντίον του. Ο Φήστος ο οποίος είχε πειστεί για την αθωότητα του Παύλου, τον ρώτησε εάν ήθελε να δικαστεί ενώπιον των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ. Ο Παύλος γνωρίζοντας τους σκοπούς τους, αφού ανέπτυξε με παρρησία τα δικαιώματά του, επικαλέστηκε, ως Ρωμαίος πολίτης, τον Καίσαρα. Ο Φήστος αποφάσισε να τον στείλει, για να δικαστεί από τον Καίσαρα (Πράξεις ΚΕ/25: 4-12). Έτσι ο Παύλος διέφυγε τον κίνδυνο και μεταφέρθηκε, για να δικαστεί στην Ιερουσαλήμ.
Τις ημέρες εκείνες (έτος 58 μ.Χ.) είχε έρθει στην Καισάρεια σε μια εθιμοτυπική επίσκεψη, για να χαιρετίσει το νέο κυβερνήτη, ο βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Β’ (30 μ.Χ. 100 μ.Χ), ο οποίος υπήρξε ο 78ος και τελευταίος κυβερνήτης των Ιουδαίων από την «Ηρωδιανή Δυναστεία» (37 π.Χ. έως 100 μ.Χ.). Το βασιλιά κατά την επίσκεψή του συνόδευε η αδελφή του Βερενίκη, η οποία ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς. Ιστορικές πηγές την αναφέρουν ως αισχρό χαρακτήρα και ότι είχε ερωτική σχέση με τον αδελφό της. Στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται κάτι σχετικό.
Ο Φήστος ανέφερε στο βασιλιά για τον Παύλο το Χριστιανό και ο Αγρίππας βρήκε το θέμα ενδιαφέρον. Ο Αγρίππας ως Ιουδαίος δεν ήταν άσχετος με τα θέματα με τη Ιουδαϊκή θρησκεία, όπως ήταν ο Φήστος, που ήταν Ρωμαίος ειδωλολάτρης και είχε άγνοια των Γραφών. Αντίθετα γνώριζε καλά τις Γραφές και τα θέματα που αφορούσαν τον Ισραήλ. Παρά τις γνώσεις του όμως από πνευματικής απόψεως ήταν μία αξιολύπητη φιγούρα.
22 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Φήστον Ήθελον και εγώ να ακούσω τον άνθρωπον. Και εκείνος αύριον, είπε, θέλεις ακούσει αυτόν.
23 Την επαύριον λοιπόν, ότε ήλθεν ο Αγρίππας και η Βερνίκη μετά μεγάλης πομπής και εισήλθον εις το ακροατήριον μετά των χιλιάρχων και των εξόχων ανδρών της πόλεως, προσέταξεν ο Φήστος, και εφέρθη ο Παύλος.
24 Τότε λέγει ο Φήστος· Αγρίππα βασιλεύ και πάντες οι συμπαρευρισκόμενοι μεθ' ημών, θεωρείτε τούτον, περί του οποίου όλον το πλήθος των Ιουδαίων με ώμίλησαν και εν Ιεροσολύμοις και εδώ, καταβοώντες ότι αυτός δεν πρέπει πλέον να ζη.
25 Εγώ δε επειδή εύρον ότι δεν έπραξεν ουδέν άξιον θανάτου, και αυτός ούτος επεκαλέσθη τον Σεβαστόν, απεφάσισα να πέμψω αυτόν.
26 Περί του οποίου δεν έχω ουδέν βέβαιον να γράψω προς τον κύριόν μου όθεν έφερα αυτόν ενώπιόν σας, και μάλιστα ενώπιον σου, βασιλεύ Αγρίππα, διά να έχω τι να γράψω, αφού γίνει η ανάκρισις.
27 Διότι μοι φαίνεται άλογον, πέμπων δέσμιον, να μη φανερώσω και τα κατ' αυτού εγκλήματα (Πράξεις ΚΕ/25: 22-27).
Την άλλη μέρα πραγματοποιήθηκε η ακρόαση. Ο Αγρίππας και η Βερενίκη έφτασαν με φανταχτερή πομπή. Τους συνόδευσαν οι ανώτατοι αξιωματικοί και οι άρχοντες της πόλης. Ο Παύλος οδηγήθηκε μπροστά τους. Για μία φορά ακόμα ο Φήστος αναφέρεται σε όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Στις επίμονες δε απαιτήσεις των Ιουδαίων να θανατωθεί ο Παύλος, αδυνατούσε να βρει κάτι που να επισύρει την ποινή του θανάτου. Το πρόβλημα του Φήστου ήταν ότι το αίτημα του Παύλου τον ανάγκαζε να τον στείλει στον Καίσαρα Αύγουστο, όμως δεν υπήρχε επαρκής νομική βάση για τη δίκη και στο θέμα αυτό περίμενε ο Φήστος κάποια βοήθεια από τον Αγρίππα. Η όλη διαδικασία αποτέλεσε μία ακρόαση και δεν ήταν κανονική δίκη. Απουσίαζαν οι Ιουδαίοι που κατηγορούσαν τον Απόστολο και ο Αγρίππας δε θα έβγαζε κάποια δεσμευτική απόφαση.
Βιβλίο «Πράξεων των Αποστόλων», κεφ. ΚΣ/26, εδ. 1 – 32.
1 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Παύλον. Έχεις την άδειαν να ομιλήσης υπέρ σεαυτού. Τότε ο Παύλος εκτείνας την χείρα, απελογείτο.
Με την άδεια του Αγρίππα ο Παύλος σήκωσε το χέρι του και άρχισε την απολογία του, που ανάμεσα στην ιστορία αποτελεί μία μοναδική εκδήλωση χριστιανικής πίστης, εμπειρίας, πραότητας. Τα λόγια του άρχιζαν ως εξής:
2 Μακάριον νομίζω εμαυτόν, βασιλεύ Αγρίππα, μέλλων να απολογηθώ ενώπιόν σου σήμερον περί πάντων εις όσα εγκαλούμαι υπό των Ιουδαίων,
3 μάλιστα επειδή γνωρίζεις πάντα τα παρά τοις Ιουδαίοις έθιμα και ζητήματα όθεν δέομαί σου να με ακούσης μετά μακροθυμίας.
Αρχικά ο Παύλος αναγνώρισε το υψηλό αξίωμα του Αγρίππα προσφωνώντας τον με τον τίτλο του «βασιλιά» προσδίδοντάς του με τον τρόπο αυτό ύψιστη τιμή. Στην επιτολή «Α’ Πέτρου» (Β/2: 17) αναφέρεται: «Πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε». Ο απόστολος αναγνώρισε τον Αγρίππα ως ειδικό στα περίπλοκα θέματα και τους νόμους των Ιουδαίων και είπε πως θεωρούσε ότι ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτόν του ενώπιον ενός τόσο έμπειρου και καλά κατατοπισμένου ηγεμόνα, που γνώριζε τα έθιμα, τα θρησκευτικά προβλήματα καθώς και κάθε τι που απασχολούσε το λαό του και τον παρακάλεσε να τον ακούσει υπομονετικά.
4 Την εκ νεότητος λοιπόν ζωήν μου, την οποίαν απ' αρχής έζησα μεταξύ του έθνους μου εν Ιεροσολύμοις, εξεύρουσι πάντες οι Ιουδαίοι,
5 επειδή με γνωρίζουσιν εξ αρχής, εάν θέλωσι να μαρτυρήσωσιν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της θρησκείας ημών έζησα Φαρισαίος.
Αναφερόμενος στη νεαρή του ηλικία ο απόστολος τονίζει ότι ήταν υπόδειγμα Ιουδαίου. Ήταν «περιτετμημένος την ογδόην ημέραν, εκ γένους Ισραήλ, εκ φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκτης της εκκλησίας, κατά την δικαιοσύνην την διά του νόμου διατελέσας άμεμπτος» (Φιλιππησίους Γ/3: 5-6). Όλα αυτά καθώς και το πόσο συνεπής Φαρισαίος ήταν θα μπορούσαν να τα βεβαιώσουν και οι κατήγοροί του. Όλα αυτά τα μεγάλα προσόντα, όταν ο Παύλος γνώρισε το Χριστό τα θεώρησε «σκύβαλα» (Φιλιππησίους Γ/3: 8).
6 Και τώρα παρίσταμαι κρινόμενος διά την ελπίδα της επαγγελίας της γενομένης υπό του Θεού προς τους πατέρας ημών,
Τώρα δικάζεται αλυσοδεμένος όχι γιατί έπραξε κάποιο έγκλημα, αλλά επειδή πιστεύει πως ο Θεός θα εκπληρώσει την υπόσχεσή που έδωσε στους προγόνους του, η οποία αφορούσε τον ερχομό του Μεσσία, για να σώσει τον Ισραήλ και μαζί όλα τα έθνη και να κυβερνήσει πάνω στη γη. Ο Ιακώβ προφητικά αναφέρει: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών» (Γένεση ΜΘ/49: 10).
Ο Απ. Παύλος αναφέρει ότι το κήρυγμά του δεν περιλάμβανε τίποτε άλλο πέρα από εκείνα τα οποία οι Προφήτες και ο Μωυσής κατά καιρούς είχαν δηλώσει ότι επρόκειτο να γίνουν σχετικά με το θάνατο και την Ανάσταση του Μεσσία Χριστού από τους νεκρούς.
7 εις την οποίαν το δωδεκάφυλον ημών γένος, λατρεύον εκτενώς τον Θεόν νύκτα και ημέραν, ελπίζει να καταντήση περί ταύτης της ελπίδος εγκαλούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, υπό των Ιουδαίων.
8 Τι απίστευτον κρίνεται εις εσάς, ότι ο Θεός ανιστά νεκρούς;
Η ανάσταση των νεκρών δεν είναι κάτι αδιανόητο. Ο Λόγος του Θεού σε πολλά σημεία αναφέρει το γεγονός αυτό (A’ Koρινθίους ΙΕ/15: 23). Η ανάσταση των νεκρών αποτελεί το θεμέλιο της Χριστιανική πίστης. Είναι η μεγάλη ελπίδα που έχει βάλει ο Θεός στην καρδιά κάθε χριστιανού. Ο Απόστολος παρουσιάζει τις δώδεκα φυλές του Ισραηλιτικού έθνους να λατρεύουν το Θεό με την ελπίδα ότι θα δουν την εκπλήρωση της μεγάλης υπόσχεσης που είχε δώσει στους προπάτορές του ότι θα τους ανάσταινε από τους νεκρούς. «Εγώ είμαι ο Θεός τού Αβραάμ, και ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ; Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών» (Ματθαίος ΚΒ/22: 32). Γιατί αυτό σας φαίνεται αδιανόητο, ρώτησε ο Απ. Παύλος τον Αγρίππα και όλους όσους παραβρίσκονταν.
9 Εγώ μεν εστοχάσθην κατ' εμαυτόν ότι έπρεπε να πράξω πολλά εναντία εις το όνομα του Ιησού του Ναζωραίου
10 το οποίον και έπραξα εν Ιεροσολύμοις, και πολλούς των αγίων εγώ κατέκλεισα εις φυλακάς, λαβών την εξουσίαν παρά των αρχιερέων, και ότε εφονεύοντο έδωκα ψήφον κατ' αυτών.
11 Και εν πάσαις ταις συναγωγαίς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον να βλασφημώσι, και καθ' υπερβολήν μαινόμενος εναντίον αυτών κατεδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις.
Συνεχίζοντας να αναφέρεται στην ιστορία της ζωής του ο Απ. Παύλος εξιστορεί τον απαίσιο και σκληρό τρόπο που μεταχειριζόταν τους Χριστιανούς στο παρελθόν. Έκανε ό,τι μπορούσε εναντίον του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου. Με την εξουσιοδότηση των αρχιερέων φυλάκισε πολλούς από τους χριστιανούς της στην Ιερουσαλήμ. Όταν τους δίκαζαν μπροστά στο συνέδριο (Σανχεντρίν), ψήφιζε πάντα υπέρ της καταδίκης τους. Επανειλημμένα χρησιμοποίησε βία, ενώ η δράση του πέρασε από τα όρια της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας. Επανειλημμένα χρησιμοποιούσε βία σε όσους έβρισκε στις συναγωγές, για να τους αναγκάσει με κάθε τρόπο να αρνηθούν τον Κύριό τους. Στην κριτική του αυτή δεν υπερέβαλλε. Πολλοί ήταν αυτοί που γνώριζαν πόσο είχε βιαιοπραγήσει εναντίον των Χριστιανών (Γαλάτας Α/1: 13-23). Σ’ ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας ο Απόστολος αναφέρει προς τον Τιμόθεο: «….αγνοών έπραξα εν απιστία…» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 13).
12 Εν τούτοις δε, ότε ηρχόμην εις την Δαμασκόν μετ' εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων,
13 εν τω μέσω της ημέρας είδον καθ' οδόν, βασιλεύ, φως ουρανόθεν υπερβαίνον την λαμπρότητα του ηλίου, το οποίον έλαμψε περί εμέ και τους οδοιπορούντας μετ' εμού·
14 και ενώ κατεπέσομεν πάντες εις την γην, ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν εις την Εβραϊκήν διάλεκτον· Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; σκληρόν σοι είναι να λακτίζης προς κέντρα.
15 Εγώ δε είπον Τις είσαι, Κύριε; Και εκείνος είπεν· Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ διώκεις.
Σε μία εξόρμησή του έξω από τη χώρα συνέβη ένα γεγονός που άλλαξε τη ζωή του. Ήταν όταν βάδιζε στο δρόμο προς τη Δαμασκό με εξουσιοδότηση και άδεια να συλλάβει τους χριστιανούς και να τους οδηγήσει πίσω στην Ιερουσαλήμ, για να τιμωρηθούν. Μέρα μεσημέρι είδε ένα θαυμαστό όραμα. Έλαμψε ένα φως από τον ουρανό, πιο λαμπρό και από τον ήλιο του μεσημεριού. Πέφτοντας στο έδαφος άκουσε μια φωνή να τον ρωτάει στην Εβραϊκή διάλεκτο: «Σαούλ, Σαού, γιατί με καταδιώκεις;» και συνέχισε η φωνή «είναι σκληρό να κλωτσάς στα καρφιά». Τότε εγώ είπα: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Και ο Κύριος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ διώκεις». Όλα αυτά που συνέβησαν έκαναν το μεγάλο διώκτη των Χριστιανών να αλλάξει τρόπο σκέψης και να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό (Ιωάννης ΙΣ/16: 1,2). Κατάλαβε ότι ο Ιησούς, τον οποίον είχαν σταυρώσει, είχαν θάψει μετά το θάνατό Του, είχε αναστηθεί από τους νεκρούς και είχε αναληφθεί στους ουρανούς. Από εκείνη τη θέση μιλούσε τώρα προς τον Παύλο. Διώκοντας τους Χριστιανούς ο Παύλος, εδίωκε τον Ιησού Χριστό, το Μεσσία του Ισραήλ, τον Υιό του Θεού.
16 Αλλά σηκώθητι και στήθι επί τους πόδας σου επειδή διά τούτο εφάνην εις σε, διά να σε καταστήσω υπηρέτην και μάρτυρα και όσων είδες και περί όσων θέλω φανερωθή εις σε,
17 εκλέγων σε εκ του λαού και των εθνών, εις τα οποία τώρα σε αποστέλλω.
Ο Παύλος δίνει μια σύντομη περιγραφή ης αποστολής που του έδωσε ο αναστημένος Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος του είπε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Του δόθηκε αυτή η ιδιαίτερη αποκάλυψη του ένδοξου πλέον Ιησού Χριστού, επειδή ο Κύριος ήθελε να τον κάνει δούλο του και μάρτυρά Του όλων όσα είχε δει αλλά και όλων εκείνων των αληθειών της χριστιανικής πίστης που θα του αποκαλύπτονταν.
18 διά να ανοίξεις τους οφθαλμούς αυτών, ώστε να επιστρέψωσιν από του σκότους εις το φως και από της εξουσίας του Σατανά προς τον Θεόν, διά να λάβωσιν άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μεταξύ των ηγιασμένων διά της εις εμέ πίστεως.
Ο Παύλος είχε την ιδιαίτερη αποστολή να πάει στους εθνικούς, για να ανοίξει τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του σκότους στην εξουσία του Θεού. Με την πίστη του στον Κύριο Ιησού Χριστό θα λάβουν συγχώρηση των αμαρτιών τους και μια κληρονομιά στον ουρανό για όλους εκείνους που πιστεύουν στο Θεό.
19 Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, δεν έγεινα απειθής εις την ουράνιον οπτασίαν,
20 αλλ' εκήρυττον πρώτον εις τους εν Δαμασκώ και Ιεροσολύμοις και εις πάσαν την γην της Ιουδαίας, και έπειτα εις τα έθνη, να μετανοώσι και να επιστρέφωσιν εις τον Θεόν, πράττοντες έργα άξια της μετανοίας.
21 Διά ταύτα οι Ιουδαίοι συλλαβόντες με εν τω ιερώ, επεχείρουν να με φονεύσωσιν.
22 Αξιωθείς όμως της βοηθείας της παρά του Θεού, ίσταμαι έως της ημέρας ταύτης μαρτυρών προς μικρόν τε και μεγάλον, μη λέγων μηδέν εκτός των όσα ελάλησαν οι προφήται και ο Μωϋσής ότι έμελλον να γείνωσιν,
23 ότι ο Χριστός έμελλε να πάθη, ότι πρώτος αναστάς εκ νεκρών μέλλει να κηρύξη φως εις τον λαόν και εις τα έθνη.
Έχοντας λάβει μια τέτοια αποστολή, ο Παύλος εξηγεί στον Αγρίππα πως δεν αρνήθηκε να υπακούσει στην ουράνια οπτασία. Τόσο στη Δαμασκό και στα Ιεροσόλυμα, όσο και σε όλη την Ιουδαία και στους εθνικούς κήρυξε στους ανθρώπους να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στο Θεό και μετά να πράττουν έργα που θα αποδεικνύουν τη μετάνοιά τους. Αυτό ακριβώς έκανε, όταν οι Ιουδαίοι τον συνέλαβαν στο ναό και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Ο Κύριος έχει προειδοποιήσει κάθε δικό Του παιδί «Και πάντες δε οι θέλοντες να ζώσιν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού θέλουσι διωχθή» (Β’ Τιμοθέου Γ/3: 12). Ο Θεός τον προστάτεψε και τον βοήθησε κι έτσι συνέχισε να δίνει τη μαρτυρία του σε όλους αυτούς με τους όποιους ερχόταν σε επαφή, κηρύττοντας το ίδιο μήνυμα που κήρυτταν οι προφήτες και ο Μωυσής στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Το μήνυμα ήταν ότι ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει, να πεθάνει και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς. Με τη μοναδική Του θυσία θα πληρώσει τα λύτρα της αμαρτίας μας και θα εξασφαλίσει τη σωτηρία σε όλους τους ανθρώπους, τόσο στους Ιουδαίους όσο και στους εθνικούς.
24 Ενώ δε αυτός απελογείτο ταύτα, ο Φήστος είπε με μεγάλην φωνήν Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν.
25 Ο δε, Δεν μαίνομαι, είπε, κράτιστε Φήστε, αλλά προφέρω λόγους αληθείας και νοός υγιαίνοντος.
26 Διότι έχει γνώσιν περί τούτων ο βασιλεύς, προς τον οποίον και λαλώ μετά παρρησίας· επειδή είμαι πεπεισμένος ότι δεν λανθάνει αυτόν ουδέν τούτων, διότι τούτο δεν είναι πεπραγμένον εν γωνία.
Ο Φήστος ως εθνικός προφανώς και δε μπόρεσε να παρακολουθήσει τα επιχειρήματα του Παύλου και το πιθανότερο είναι να μην κατάλαβε τίποτα. Ανίκανος λοιπόν να εκτιμήσει τον άνδρα που είχε απέναντί του και ο οποίος ήταν γεμάτος από το Πνεύμα το Άγιο, δε δίστασε να τον κατηγορήσει ότι είχε τρελαθεί εξαιτίας της μεγάλης του μόρφωσης. Σπάνια να πουν σήμερα σ’ ένα ομιλητή «μαίνεσαι», γιατί δυστυχώς λείπει ο ενθουσιασμός, ο ζήλος, η αυταπάρνηση, η “πρώτη αγάπη” (Αποκάλυψη Β/2: 4) που διέκρινε τον απόστολο.
Το ξέσπασμα αυτό του Φήστου κατά κάποιον τρόπο φανερώνει και τη στάση κάποιων ανθρώπων και σήμερα. Κατά τη γνώμη πολλών ανθρώπων, όσοι διδάσκουν αυτά που πράγματι αναφέρει η Αγία Γραφή είναι φανατικοί, προβληματικοί, είναι παρασυρμένοι, αργυρώνητοι και πάρα πολλά άλλα. Οι «σοφοί του αιώνος τούτου» τους οποίους «ο Θεός εμώρανε» (Α’ Κορινθίους Α/1: 20), δυσκολεύονται πολύ να κατανοήσουν και πολύ περισσότερο να αποδεχτούν το Λόγο του Θεού και κυρίως τα αναφερόμενα σ’ αυτόν για την Ανάσταση των νεκρών.
Ο Απ. Παύλος απάντησε χωρίς ίχνος ενόχλησης ή θυμού και με ήρεμο τρόπο αρνήθηκε κατηγορία. «Δεν παραφρονώ εξοχότατε Φήστε, αλλά λέω λόγια αλήθειας και σωφροσύνης». Εξέφρασε δε τη σιγουριά του ότι ο βασιλιάς ήξερε ότι τα λόγια του ήταν σωστά και αληθινά. Η ζωή και η μαρτυρία του Παύλου δεν αποτελούσαν μυστικό. Οι Ιουδαίοι γνώριζαν τα πάντα γι’ αυτόν.
Ο Απ. Παύλος θα ομολογήσει στους Κορίνθιους Χριστιανούς: «ενώ μας βλαστημούν εμείς εμψυχώνουμε. Σαν απορρίμματα του κόσμου καταντήσαμε! Γίναμε το σκουπίδι όλων μέχρι και τώρα!» (Α’ Κορινθίους Δ/4: 13). Και στο εδ. 9 «εγείναμεν θέατρον εις τον κόσμον, και εις αγγέλους και εις ανθρώπους».
27 Πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, εις τους προφήτας; εξεύρω ότι πιστεύεις.
Στράφηκε τότε προς το Βασιλιά και τον ρώτησε ευθέως. «Πιστεύεις Βασιλιά στους προφήτες;» Αφού αυτά που λέω είναι αλήθειες και είναι γνωστά σε σένα Βασιλιά, πώς μπορούν να με κατηγορούν οι Ιουδαίοι ότι έκανα κάτι που επισύρει τη θανατική ποινή; Και πώς είναι δυνατόν και ο Βασιλιάς να με κατηγορήσει, αφού έχουμε τα ίδια πιστεύω; Στην ερώτηση του αποστόλου ο Αγρίππας αντιμετώπισε ένα φοβερό δίλλημα. Αν έλεγε ότι απέρριπτε τους προφήτες, η υπόληψή του ως Ιουδαίου πιστού θα καταστρεφόταν, αν πάλι συναινούσε με το επιχείρημα του Παύλου και συμφωνούσε δημόσια με τον απόστολο, θα διακινδύνευε να αποκληθεί Χριστιανός με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να είχε αυτό. Ενεργώντας με σοφό τρόπο ο απόστολος απάντησε ο ίδιος στην ερώτησή του λέγοντας: «Ξέρω ότι πιστεύεις».
28 Και ο Αγρίππας είπε προς τον Παύλον Παρ' ολίγον με πείθεις να γίνω Χριστιανός.
Ο Αγρίππας, καθώς ακούει όλα αυτά που αναφέρει ο Απ. Παύλος, έρχεται να δώσει μια μνημειώδη απάντηση: «Ακόμα λίγο και θα με πείσεις να γίνω χριστιανός». Ο Αγρίππας «παρ’ ολίγον χριστιανός!». Έχει τις γνώσεις, γνωρίζει τις παραδόσεις, θέλει να προσφέρει στο λαό του, όμως δεν αρκούν όλα αυτά χρειάζεται κάτι ακόμα. Αν το Ευαγγέλιο του Χριστού ήταν μία όμορφη ιστορία ή μία θρησκεία ή ένα σύστημα δογμάτων, ο καθένας δε θα είχε καμία δυσκολία για να το αποδεχτεί, όμως το Ευαγγέλιο αρχίζει με μία φράση που κάνει τους ανθρώπους να το αποστρέφονται και να το πολεμούν με μεγάλη μανία. Η φράση που δημιουργεί όλο τον πόλεμο, όλες τις αρνήσεις και όλες τις προστριβές είναι: «Μετανοείτε». Διορθώστε τη ζωή σας, αλλάξτε πορεία, καταδικάστε ο φαύλο παρελθόν σας.
Πιθανόν να μην ήταν ειρωνική η απάντηση του Αγρίππα, όπως ορισμένοι εικάζουν. Ίσως ακούγοντας τα λόγια του Παύλου να ήθελε να πιστέψει, όμως δεν ήθελε να μετανοήσει και να διορθώσει τη ζωή του από ένα σαρκικό πάθος, από έναν ένοχο έρωτα. Έτσι λοιπόν μεταξύ του Αγρίππα και του Χριστού υπάρχει ένα εμπόδιο που λέγεται «μετάνοια». Δεν ήθελε να μετανοήσει και έμεινε μέσα στην ιστορία ως «ο παρ’ ολίγον χριστιανός». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή πολλών ανθρώπων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ χειρότερος από τον Ρωμαίο ειδωλολάτρη Φήστο.
Τούτοι οι άνθρωποι οι «παρ’ ολίγον χριστιανοί» μοιάζουν πολύ με τους ταξιδιώτες που έχασαν το τρένο για λίγα δευτερόλεπτα, που έφτασαν στην πηγή, αλλά δεν ήπιανε νερό. Πόσο θλιβερή η κατάσταση του βασιλιά Αγρίππα! Η συνείδησή του τον έσπρωχνε να υπακούσει στη φωνή του Θεού, ενώ το πάθος του του έλεγε: «περίμενε». Μέσα του γινόταν ένας πόλεμος για τον οποίο τελικά ο ίδιος αποφάσισε να κερδίσει το κακό.
29 Και ο Παύλος είπεν Ήθελον εύχεσθαι προς τον Θεόν, ουχί μόνον συ, αλλά και πάντες οι σήμερον ακούοντές με, να γείνωσι και παρ' ολίγον και παρά πολύ τοιούτοι οποίος και εγώ είμαι, παρεκτός των δεσμών τούτων.
Είτε ο Αγρίππας μιλούσε ειλικρινά, είτε αστειευόταν, ο Παύλος απάντησε με μεγάλη σοβαρότητα. Είπε πως θα ευχόταν θερμά είτε με λίγη ακόμα πειθώ είτε με πολλή, τόσο ο Αγρίππας όσο και όλοι όσοι ήταν παρόντες να εισέλθουν στη χαρά και στις ευλογίες της χριστιανικής ζωής, να συμμετάσχουν σε όλα τα προνόμια του Απ. Παύλου, να γίνουν όμοιοι με εκείνον, εκτός από τα δεσμά του.
Ακόμα και σ’ αυτήν την κατάσταση των δεσμών και της φυλακής ο Απ. Παύλος ήταν χαρούμενος και θαρραλέος, γιατί γνώριζε ότι εργαζόταν στον αγρό του Θεού. Βρισκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, στη θέση που ο Θεός ήθελε να βρίσκεται, εκτελώντας το έργο που του είχε ανατεθεί. Είχε μέσα του τη βεβαιότητα της σωτηρίας. Η χαρά του Απ. Παύλου μπορεί να γίνει και δική μας χαρά, αν περιπατούμε στα ίδια αχνάρια της πνευματικής ζωής. Τότε μέσα στην αδυναμία μας θα μπορούμε να διακηρύττουμε: «τα πάντα δύναμαι διά του ενδυναμούντος με Χριστού» (Φιλιππησίους Δ/4: 13).
30 Και αφού αυτός είπε ταύτα, εσηκώθη ο βασιλεύς και ο ηγεμών και η Βερνίκη και οι συγκαθήμενοι μετ' αυτών,
31 και αναχωρήσαντες ελάλουν προς αλλήλους, λέγοντες ότι ουδέν άξιον θανάτου ή δεσμών πράττει ο άνθρωπος ούτος.
32 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Φήστον Ο άνθρωπος ούτος ηδύνατο να απολυθή, εάν δεν είχεν επικαλεσθή τον Καίσαρα (Πράξεις, κεφ. ΚΣ/26).
Ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας, η Βερενίκη και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι βγήκαν από την αίθουσα, για να συσκεφτούν ιδιαιτέρως. Ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να παραδεχτούν ότι ο Απ. Παύλος δεν έκανε τίποτα κακό για το οποίο θα έπρεπε να πεθάνει ή να φυλακιστεί. Ο Αγρίππας μάλιστα είπε στο Φήστο, εκφράζοντας μάλλον τη λύπη του, πως αν δεν είχε ζητήσει να δικαστεί από τον Αυτοκράτορα, θα μπορούσε να απολυθεί.
Ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά παρατηρώντας την ανθρώπινη δικαιοσύνη, για την οποία ο προφήτης του Θεού «Ησαΐας» (ΞΔ/64: 6) αναφέρει: «όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιο». Η άγνοια στο πρόσωπο του Φήστου και η ενοχή της αμαρτίας στο πρόσωπο του Αγρίππα καμαρώνουν καθισμένες στις έδρες τους, με τα αναγκαία διακριτικά παράσημα της εξουσίας. Απέναντί τους στέκεται η αληθινή σοφία στο πρόσωπο του Απ. Παύλου, καθισμένη στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλυσοδεμένη, καταφρονημένη, πλήρως περιφρονημένη, απόλυτα απαξιωμένη. Αλήθεια πόσες φορές μέσα στην ιστορία επαναλήφθηκε αυτή η τραγική ιστορία;;---