Βιβλίο προφήτη «Ιεζεκιήλ», κεφ. ΛΖ/37, εδ. 1 – 14.
1 ΤΟ ΧΕΡΙ τού Κυρίου στάθηκε επάνω μου· και με έβγαλε έξω διαμέσου τού πνεύματος του Κυρίου, και με έβαλε στο μέσον μιας πεδιάδας, κι αυτή ήταν γεμάτη από κόκαλα.
2 Και με έκανε να περάσω κοντά τους, γύρω-γύρω· και να, ήσαν πολλά σε υπερβολικό βαθμό επάνω στο πρόσωπο της πεδιάδας· και να, ήσαν κατάξερα.
3 Και είπε σε μένα: Γιε ανθρώπου, μπορούν αυτά τα κόκαλα να αναζήσουν; Και είπα: Κύριε Θεέ, εσύ ξέρεις.
4 Και μου είπε: Προφήτευσε προς αυτά τα κόκαλα, και πες τους: Τα κόκαλα τα ξερά, ακούστε τον λόγο τού Κυρίου·
5 έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός προς αυτά τα κόκαλα: Δέστε, εγώ θα βάλω μέσα σε σας πνεύμα, και θα αναζήσετε·
6 και θα βάλω επάνω σας νεύρα, και θα βάλω επάνω σας σάρκα, και θα σας περισκεπάσω με δέρμα, και θα βάλω σε σας πνεύμα, και θα αναζήσετε, και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος.
7 Και προφήτευσα, καθώς προστάχθηκα· και, καθώς προφήτευσα, έγινε ήχος, και ξάφνου, ένας σεισμός, και τα κόκαλα συγκεντρώθηκαν μαζί, το ένα κόκαλο μαζί με το άλλο κόκαλό.
8 Και είδα, και ξάφνου, αναφύησαν επάνω τους νεύρα και σάρκες, και δέρμα από επάνω τα περισκέπασε· όμως, πνεύμα δεν ήταν μέσα τους.
9 Και είπε σε μένα: Προφήτευσε προς το πνεύμα, προφήτευσε, γιε ανθρώπου, και να πεις προς το πνεύμα: Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός: Έλα, πνεύμα, από τους τέσσερις ανέμους, και φύσηξε προς αυτούς τους φονευμένους, και ας αναζήσουν.
10 Και προφήτευσα, όπως προστάχθηκα· και το πνεύμα μπήκε μέσα σ' αυτούς, και ανέζησαν, και στάθηκαν στα πόδια τους, ένα στράτευμα μέγα, σε υπερβολικά μεγάλον βαθμό.
11 Και μου είπε: Γιε ανθρώπου, αυτά τα κόκαλα είναι ολόκληρος ο οίκος Ισραήλ· δες, αυτοί λένε: Τα κόκαλά μας ξεράθηκαν, και η ελπίδα μας χάθηκε· εμείς αφανιστήκαμε.
12 Γι' αυτό, προφήτευσε, και πες τους: Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός. Δες, λαέ μου, εγώ ανοίγω τούς τάφους σας, και θα σας ανεβάσω από τους τάφους σας, θα σας φέρω στη γη τού Ισραήλ.
13 Και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν, λαέ μου, ανοίξω τούς τάφους σας, και σας ανεβάσω από τους τάφους σας.
14 Και θα σας δώσω το πνεύμα μου, και θα αναζήσετε, και θα σας τοποθετήσω στη γη σας· και θα γνωρίσετε, ότι εγώ ο Κύριος μίλησα και εκτέλεσα, λέει ο Κύριος.
ΣΧΟΛΙΑ:
Πρόκειται για μία προφητεία η οποία περιγράφει λεπτομερώς ένα όραμα, το οποίο αποκαλύφθηκε στον προφήτη του Θεού. Ο λαός του «βασιλείου του Ιούδα» (νότιο βασίλειο) έχει εγκαταλείψει τον αληθινό Θεό, είχε πέσει στην ειδωλολατρία και λάτρευε τους ψεύτικους θεούς των εθνών. Για πολλά χρόνια ο Θεός υπομένει την αποστασία τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους επαναφέρει. «Έστειλε» προφήτες, και «πάλιν έστειλε...» (Μάρκος ΙΒ/12: 4,5), όμως εκείνοι δεν υπάκουαν και όχι μόνον δεν άκουγαν τη φωνή του Θεού, αλλά περιγελούσαν τους απεσταλμένους Του και τους εδίωκαν. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. ΙΑ/11, εδ. 37) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κάποιοι από τους απεσταλμένους του Κυρίου: «...λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν από πειρασμούς, πέθαναν με σφαγή μάχαιρας, περιπλανήθηκαν με δέρματα προβάτων, με δέρματα κατσικιών με στερήσεις, με θλίψεις, με κακουχίες».
Ο Θεός, για να συνετίσει το λαό Του, για να τους σταματήσει από τον «πνευματικό τους κατήφορο», για να μην ομοιωθούν με τους γύρω ειδωλολατρικούς λαούς, επέτρεψε να καταληφθούν από ακμάζοντα έθνη της εποχής και να μεταφερθούν αιχμάλωτοι. Δια του προφήτου «Ιερεμία» (Α/1: 15,16) είχε προαναγγείλει στον απειθή λαό Του: «Επειδή, δες, εγώ θα καλέσω όλες τις οικογένειες των βασιλιάδων τού βορρά, λέει ο Κύριος και θάρθουν, και θα βάλουν κάθε ένας τον θρόνο του στην είσοδο των πυλών τής Ιερουσαλήμ, και ενάντια σε όλα τα τείχη της ολόγυρα, και ενάντια σε όλες τις πόλεις τού Ιούδα. Και θα προφέρω τις κρίσεις μου εναντίον τους, για όλη την κακία τους επειδή, με εγκατέλειψαν, και θυμίασαν σε ξένους θεούς, και προσκύνησαν τα έργα των χεριών τους».
Η κατάρρευση [ο συμβολικός θάνατος του Ισραήλ] ξεκινά από το έτος 740 π.Χ. με την πτώση της Σαμάρειας και την εξορία των κατοίκων του «βόρειου βασιλείου» το οποίο συγκροτείτο από τις δέκα εκ των δώδεκα φυλών. Η κατάληψη έγινε από την Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Περίπου 130 χρόνια μετά ακολούθησε η κατάληψη και εξορία και του «νότιου βασιλείου ή βασίλειο του Ιούδα», το οποίο αποτελείτο από τις δύο φυλές του «Ιούδα» και του «Βενιαμίν». Έτσι λοιπόν το έτος 597 π.Χ. ο Ναβουχοδονόσορ Β’ βασιλιάς της Βαβυλώνας, η "χρυσή κεφαλή" της παγκόσμιας ιστορίας (Δανιήλ Β/2: 38), κατέκτησε το «βασίλειο του Ιούδα», που είχε πρωτεύουσά του την Ιερουσαλήμ και αφού αιχμαλώτισε το βασιλιά Ιωαχίν, έλαβε τους θησαυρούς από το Ναό του Σολομώντα και τους μετέφερε στη Βαβυλώνα. Πλέον «ολόκληρος ο οίκος Ισραήλ» ήταν αιχμάλωτος (Ιεζεκιήλ ΛΖ/37: 11). Στην κυριολεξία υφίστατο τις επιπτώσεις της αποστασίας, της ειδωλολατρίας και της πνευματικής του νέκρωσης, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι –χάριτι και ελέω Θεού- ο Κύριος δεν είχε διατηρήσει ένα «πιστό υπόλοιπο» ανθρώπων Του οι οποίοι στάθηκαν πιστοί στο Θεό σε καιρούς δύσκολους (βλ. Δανιήλ, τους "τρεις παίδες", Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Βαρούχ, Ζαχαρίας κ.λπ).
Για χρόνια ο «Ιεζεκιήλ», ο οποίος ήταν προφήτης και ιερέας, διάκριση την οποία είχε και ο «Ιερεμίας» και αργότερα ο πρ. «Ζαχαρίας» (Ιεζεκιήλ Α/1: 3), προσπαθούσε να τους συνετίσει, καθώς είχαν οχυρωθεί πίσω από ψεύτικες ελπίδες. Οι προσπάθειές του όμως δεν είχαν αποτέλεσμα. Δε μπορούσαν να το διανοηθούν και με κάθε τρόπο αρνούνταν να πιστέψουν ότι ο Θεός θα επέτρεπε να καταστραφεί το κράτος τους καθώς και η Ιερουσαλήμ. Ακόμα και όταν ο Βαβυλωνιακός στρατός είχε αρχίσει να πολιορκεί την πόλη, αυτοί εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι ήταν ασφαλείς και δε θα τους συνέβαινε κανένα κακό. Πίστευαν ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε να «πέσει» η Σκηνή Δαβίδ, να καταλυθεί η δυναστεία του Δαβίδ και να αλωθεί η Αγία Πόλις και να ερημωθεί ο Ναός του Θεού.
Δύο χρόνια αφότου άρχισε η πολιορκία ένας πρόσφυγας από την Ιερουσαλήμ έφτασε στη Βαβυλώνα φέροντας τα μαντάτα ότι «η πόλη έπεσε!». Τα νέα καταρρακώνουν τους εξόριστους. Δε μπορούν να πιστέψουν αυτό το κακό που είχε συμβεί. Η αγαπημένη τους πόλη, ο Άγιος Ναός του Θεού και η πολυπόθητη πατρίδα τους είχε πλέον χαθεί. Η ελπίδα, που επί τόσα χρόνια υπήρχε μέσα τους, πλέον δίνει τη θέση της στην απόγνωση (Ιεζεκιήλ ΚΑ/21: 7 & ΛΓ/33: 21).
Μετά την κατάληψη του «νότιου βασιλείου» ο Ναβουχοδονόσορ εκτόπισε τμήματα του πληθυσμού στη Μεσοποταμία, σύμφωνα με συνήθεια της εποχής, προκειμένου ν’ αλλοιωθεί ο πληθυσμός και να μην υπάρχει ομοιογένεια, ώστε να μη γίνονται επαναστάσεις. Ένας από αυτούς που απελάθηκαν ήταν και ο προφήτης του Θεού «Ιεζεκιήλ».
Βασιλιάς στο «βασίλειο του Ιούδα» αμέσως μετά την κατάληψή του ορίστηκε από τον Ναβουχοδονόσορα, ο Σεδεκίας (597-586) σε ηλικία είκοσι ετών (Β’ Βασιλέων ΚΔ/24: 17,18) διαδεχόμενος στο θρόνο τον Ιωαχείν. Ο Σεδεκίας, ο οποίος υπήρξε και ο πιο τραγικός βασιλιάς, ήταν γιος του ευσεβούς και μεταρυθμιστή βασιλέως Ιωσία (Ιερεμίας ΛΖ/37: 1). Μετά από την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών και τη μεταφορά των πλέον δυνατών αντρών από το «βασίλειο του Ιούδα» στη Βαβυλώνα, ο Ναβουχοδονόσορ θεώρησε ότι οι εναπομείναντες Ιουδαίοι θα μπορούσαν εύκολα να υποταχθούν καθώς καμία δύναμη αντίστασης δεν τους είχε απομείνει. Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς είχε βάλει τον Σεδεκία να ορκιστεί στο «Όνομα του Θεού» ότι θα είναι υπάκουος και υποτελής σ’ αυτόν. Αυτός ο όρκος υποχρέωνε το Σεδεκία να είναι υποτελής βασιλιάς (Β’ Χρονικών ΛΣ/36: 10,11 & Ιεζεκιήλ ΙΖ/17: 12-14). Ο Σεδεκίας βασίλευσε 11 χρόνια και σύμφωνα με το Λόγο του Θεου «έπραξε το κακό στα μάτια του Θεού» (Β’ Βασιλέων ΚΔ/24: 17-19 – Β’ Χρονικών ΛΣ/36: 10-12 – Ιερεμίας ΛΖ/37: 1).
Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ο Σεδεκίας ήταν υπάκουος στον Ναβουχοδονόσορα, όμως πολιτικές ισορροπίες, επιρροές γειτονικών εθνών καθώς και πλάνοι ψευδοπροφήτες (Ιερεμίας ΚΖ/27: 10), συμβούλεψαν τον Σεδεκία να επαναστατήσει εναντίον του βασιλιά της Βαβυλώνας. Πριν ο βασιλιάς λάβει οποιαδήποτε απόφαση ο πρ. «Ιερεμίας» (κεφ. ΚΖ/27, εδ, 2-22) μετά από αποκάλυψη του Θεού τον είχε προειδοποιήσει: «Αν επαναστατήσεις εναντίον των Βαβυλωνίων θα έρθει φόνος, πείνα και επιδημία στο βασίλειο του Ιούδα» (Ιερεμίας ΚΖ/27: 84). Τελικά ο Σεδεκίας αποφάσισε να επαναστατήσει εναντίον του βασιλιά της Βαβυλώνας. Για το σκοπό αυτό ζήτησε βοήθεια από το στρατό της Αιγύπτου. Ο Ναβουχοδονόσωρ αμέσως έστειλε στρατό, για να επιτεθεί στην Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσαν γύρω από την πόλη. Ο πρ. "Ιερεμίας", που ήταν η φωνή του Θεού προς το λαό του Ιούδα, για μία ακόμα φορά, συμβούλευσε τον Σεδεκία. «Ο Θεός λέει ότι αν παραδοθείς στο βασιλιά της Βαβυλώνας θα γλιτώσεις και εσύ και η πόλη. Αν δεν το κάνεις αυτό οι Βαβυλώνιοι θα κάψουν την Ιερουσαλήμ και εσένα θα σε πάρουν αιχμάλωτο» (Ιερεμίας ΚΘ/29: 21). Η απάντηση του Σεδεκία ήταν πεισματική: «Δεν θα παραδοθώ».
Μετά από ενάμιση χρόνο πολιορκίας ο στρατός της Βαβυλώνας γκρέμισε ένα μέρος από το τείχος της Ιερουσαλήμ εισέβαλε και πυρπόλησε την πόλη και το Αγιαστήριο του Κυρίου. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η πόλη και ο Ναός να καταστραφούν ολοκληρωτικά. Αυτά συνέβησαν το έτος 586 π.Χ. Στις μάχες που ακολούθησαν οι στρατιώτες σκότωσαν πάρα πολλούς ανθρώπους και πήραν χιλιάδες αιχμαλώτους. Ο Σεδεκίας το έσκασε από την Ιερουσαλήμ, αλλά οι Βαβυλώνιοι στρατιώτες τον κυνήγησαν και τον έπιασαν κοντά στην Ιεριχώ και τον έφεραν στον Ναβουχοδονόσορ. Ο Θεός διά του πρ. «Ιερεμία» (ΚΘ/29: 21-23), είχε προειδοποιήσει το Σεδεκία ότι ο Βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ θα τον «έψηνε στη φωτιά", μαζί με το συνεργάτη του τον Αχαάβ, υιό του Κωλαϊου (ψευδοπροφήτης). Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ανάγκασε το Σεδεκία να βλέπει καθώς μπροστά του εκτελούσαν τους γιούς του. Στη συνέχεια ο βασιλιάς έδωσε εντολή και τύφλωσαν τον Σεδεκία, ο οποίος οδηγήθηκε στη φυλακή και λίγο καιρό μετά πέθανε. Στο βιβλίο «Β’ Βασιλέων» (κεφ. ΚΕ/25, εδ. 7) διαβάζουμε: «Και έσφαξαν τους υιούς του Σεδεκίου έμπροσθεν των οφθαλμών αυτού, και εξετύφλωσαν τους οφθαλμούς του Σεδεκίου, και δέσαντες αυτόν με δύο χαλκίνας αλύσεις, έφεραν αυτόν εις Βαβυλώνα». Καθώς ο λαός βρισκόταν σ’ αυτή την τόσο τραγική κατάσταση, ο Θεός του έδωσε μία υπόσχεση: «Έπειτα από 70 χρόνια, θα σας φέρω και πάλι στον τόπο σας, στην Ιερουσαλήμ» (Ιερεμίας ΚΘ/29: 10 & 14). Όπως έκαναν και πολλοί άλλοι προφήτες ο Ιεζεκιήλ ερμήνευσε την καταστροφή του Ισραήλ ως Θεϊκή απάντηση στην ανυπακοή του λαού Του.
Σ’ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο λαός του Ιούδα ο Ιεζεκιήλ έλαβε από το Θεό ένα δυναμικό όραμα ελπίδας. Μεταφέρεται σε όραμα σε μία κοιλάδα, η οποία ήταν γεμάτη από ανθρώπινα κόκαλα και άκουσε μια φωνή που έλεγε: «Υιέ ανθρώπου, δύνανται τα οστά ταύτα να αναζήσωσι;». «Θεέ», απάντησε ο Ιεζεκιήλ, «συ εξεύρεις». Έλαβε λοιπόν εντολή ο προφήτης ν’ απευθυνθεί σ’ εκείνα τα ξερά κόκαλα με τα εξής λόγια: «Τα οστά τα ξηρά, ακούσατε τον λόγον του Θεού, ούτω λέγει ο Θεός προς τα οστά ταύτα. Ιδού εγώ θέλω εμβάλει εις εσάς πνεύμα και θέλετε αναζήσει και θέλω βάλει εφ’ υμάς νεύρα και αναγάγει σάρκα εφ’ υμάς και περισκεπάσει υμάς με δέρμα και θέλω εμβάλει εις εσάς πνεύμα και θέλετε αναζήσει και θέλετε γνωρίσει ότι εγώ είμαι ο Θεός» (Ιεζεκιήλ ΛΖ/37: 1-6).
Ο Θεός, προκειμένου ο προφήτης να συλλάβει πλήρως τη σημασία του οράματος, τον πρόσταξε να «περπατήσει ολόγυρα» σ’ εκείνον το χώρο που βρίσκονταν διάσπαρτα τα κόκαλα. Καθώς ο προφήτης περπατούσε μέσα στην κοιλάδα, εκπλήττεται από την ποσότητα καθώς και από την κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν τα κόκαλα. Υπήρχαν πάρα πολλά απ’ αυτά και ήταν όλα κατάξερα.
Στη συνέχεια ο Θεός έδωσε στον προφήτη του δύο εντολές οι οποίες έθεταν σε λειτουργία μία σταδιακή αποκατάσταση.
Η πρώτη εντολή ήταν: «Προφήτευσε γι’ αυτά τα ξερά κόκαλα» και πες τους «να έρθουν στη ζωή» (Ιεζεκιήλ ΛΖ/37: 4-6). Μόλις ο Ιεζεκιήλ προφήτευσε, «ακούστηκε ένας θόρυβος, ένα κροτάλισμα και τα κόκαλα άρχισαν να ενώνονται». «έγινε ήχος… και σεισμός..». και τα οστά "συνήλθον ομού, οστούν μετά του οστού αυτού". Στη συνέχεια «τένοντες και σάρκα» εμφανίστηκαν πάνω στα κόκαλα, τα οποία καλύφθηκαν με δέρμα (Ιεζεκιήλ ΛΖ/37: 7,8).
Η δεύτερη εντολή ήταν: «Προφήτευσε προς τον άνεμο» και πες του να φυσήξει πάνω στα σώματα. Όταν ο Ιεζεκιήλ προφήτευσε, «ήρθε μέσα τους πνοή και άρχισαν να ζουν και να στέκονται στα πόδια τους, έχοντας συμπληρωθεί ένας τεράστιος στρατός» (Ιεζεκιήλ ΛΖ/37: 9,10). Με τον τρόπο αυτό ο Θεός έδειξε για άλλη μία φορά τη δύναμή Του.
Μετά απ’ αυτά ο Θεός φανέρωσε στον πρ. "Ιεζεκιήλ" τη σημασία του οράματος. «Τα κόκαλα αυτά είναι ολόκληρος ο οίκος του Ισραήλ». Πραγματικά από τη στιγμή που οι εξόριστοι έμαθαν για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ένοιωθαν σαν νεκροί. Το θρηνώδες άσμα, το οποίο τραγουδούσαν στην ξένη γη της αιχμαλωσίας τους, έλεγε: «τα κόκαλά μας είναι ξερά και η ελπίδα μας χάθηκε, έχουμε αφανιστεί» (Ιεζεκιήλ ΛΖ/37: 11 & Ιερεμίας ΛΔ/34: 20). Απαντώντας στον οδυρμό και την απελπισία τους ο Θεός τους φανέρωσε ότι αυτό το ζοφερό όραμα με τα κόκαλα στην ουσία περιείχε ένα λαμπρό άγγελμα ελπίδας για το λαό Ισραήλ. Μέσω αυτού του οράματος ο Θεός διαβεβαίωσε τους εξόριστους Ιουδαίους ότι θα τους επανέφερε στη ζωή, θα τους οδηγούσε και πάλι πίσω στη γη τους και δε θα τους άφηνε να μείνουν εκεί για πάντα. Δεν θα τους απέρριπτε και δεν θα τους άφηνε εγκαταλειμμένους στην ξένη γη της εξορίας τους.
«Τα οστά ταύτα είναι πας ο οίκος Ισραήλ, οι οποίοι λένε: Τα οστά ημών εξηράνθησαν και η ελπίς ημών εχάθει, ημείς ηφανίσθημεν». Οι εξόριστοι Ιουδαίοι που βρίσκονταν τότε σε απελπισία επρόκειτο ν’ αναζωογονηθούν με νέα ελπίδα βασισμένη στις υποσχέσεις του Θεού. Ο Θεός ήταν εκείνος που με το Πνεύμα του το Άγιο θα αναζωογονούσε τους νεκρούς πνευματικά Ιουδαίους που είχαν αποκοπεί από τον αληθινό Θεό και λάτρευαν τους ψεύτικους θεούς των εθνών. Ο Θεός θα αποκαθιστούσε στη γη τους όσους θα μετανοούσαν για την αποστασία τους. Αυτός θα άνοιγε με θαυματουργικό τρόπο το δρόμο, για να εγκαταλείψουν τα «νεκροταφεία» τους στη γη της Βαβυλώνας και να επιστρέψουν στη γη των πατέρων τους (Ιερεμίας ΚΘ/29: 14) στη γη των υποσχέσεων του Θεού. «θέλετε κληρονομήσει την γην αυτών, και εγώ θέλω δώσει αυτήν εις εσάς προς ιδιοκτησίαν, γην ρέουσαν γάλα και μέλι» (Λευιτικό Κ/20: 4).
Η εκπλήρωση της προφητικής αυτής όρασης άρχισε το έτος 537 π.Χ, όταν ο βασιλιάς της Μηδοπερσίας Κύρος Β’, ο Μέγας (600-530 π.Χ.), ο κατακτητής της Βαβυλώνας, εξέδωσε διάταγμα [το περίφημο «Διάταγμα του Κύρου»] με το οποίο επέτρεπε στους Ισραηλίτες που επιθυμούσαν να φύγουν από τη Βαβυλώνα, όπου ήταν εξόριστοι και να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ, για να ανοικοδομήσουν το Ναό του Θεού τους (Β΄ Χρονικών ΛΣ/36: 23).
«Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός Ιδού, εγώ θέλω λάβει τους υιούς Ισραήλ εκ μέσου των εθνών όπου υπήγον, και θέλω συνάξει αυτούς πανταχόθεν και φέρει αυτούς εις την γην αυτών» (Ιεζεκιήλ ΛΖ/37: 21). Ο προκείμενος όμως προφητικός λόγος δεν καλύπτει μονάχα τα γεγονότα της επιστροφής του αρχαίου Ιούδα στη γη των «πατέρων» τους (το 537 π.Χ.) αλλά και στην ιστορική αναδιοργάνωση και ανασύσταση του Εβραϊκού έθνους το έτος 1948. Μετά από 19 αιώνες διασκορπισμού μέσα στη έθνη τα «ξερά κόκαλα», που δεν είχαν καμία ελπίδα να ξαναζήσουν και να γίνουν έθνος, άρχισαν με τη δύναμη του Θεού να αναζωογονούνται και να παίρνουν σάρκα και δύναμη.
Λίγο μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο διαμορφώθηκαν πρωτοφανείς συνθήκες συμπάθειας της διεθνούς κοινής γνώμης προς τον Εβραϊκό λαό, εξαιτίας των φοβερών διωγμών το γνωστό "Ολοκαύτωμα" που υπέστη από το Ναζιστικό καθεστώς. Έτσι κατέστη αναγκαία η ίδρυση ενός κράτους των Εβραίων στο χώρο της Παλαιστίνης. Στις 29-11-1947 εκδόθηκε το αρ. 181 ψήφισμα της Γεν. Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. με το οποίο αποφασίστηκε η διαίρεση της Παλαιστίνης για τη δημιουργία ενός Εβραϊκού Κράτος σε ποσοστό 55% και ενός Παλαιστινιακού Κράτους 43%. Η Ιερουσαλήμ θα παρέμενε μια διεθνής πόλη. Το ψήφισμα αποδέχτηκαν οι Εβραίοι, ενώ το απέρριψαν οι Άραβες. Η εντολή προς τη Βρετανική διοίκηση για την υλοποίηση της παραπάνω απόφασης έληγε στις 15 Μαΐου 1948, ημέρα Σάββατο. Στις 14 Μαΐου 1948 στο δημοτικό μουσείο του Τελ Αβίβ ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, Εβραίος Πολωνικής καταγωγής, κήρυξε την ανεξαρτησία του Κράτους του Ισραήλ. Ύστερα από 1878 χρόνια (70 μ.Χ. – 1948 μ.Χ.) διασποράς του λαού σε όλα τα έθνη υπήρχε και πάλι για τους Εβραίους το δικό τους Κράτος.
Όπως το αρχαίο κράτος του φυσικού Ισραήλ «θανατώθηκε» και παρέμεινε συμβολικά νεκρό για τόσα πολλά χρόνια, έτσι και ο «πνευματικός Ισραήλ του Θεού», η Χριστιανική Εκκλησία «θανατώθηκε» πνευματικά και απαξιώθηκε. Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο χριστιανικός κόσμος κατά την περίοδο του Μεσαίωνα (476 – 1492 μ.Χ.) θα μπορούσε να παρομοιαστεί με κοιλάδα «κατάξερων οστών».
Κατά τη μακρόχρονη σκοτεινή αυτή περίοδο η εκκλησία έχοντας απαξιώσει, έως εκμηδενίσει το Λόγο του Θεού, όχι μόνον αδυνατούσε να καθοδηγήσει πνευματικά τους ανθρώπους, αλλά έβρισκε διάφορες μεθόδους για να τους εκμεταλλεύεται με τον πλέον αισχρό, ανήθικο και ελεεινό τρόπο, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Χριστού: «φορτίζετε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα, και σεις με ένα των δακτύλων σας δεν εγγίζετε τα φορτία αυτά» (Λουκάς ΙΑ/11: 46). Η επίσημη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, θέλοντας ν’ "ανταποκριθεί" στις εύλογες ανησυχίες των ανθρώπων και το μεταθανάτιο φόβο τους για την κόλαση, πούλαγε στους πιστούς έγγραφα άφεσης των αμαρτιών τους, τα λεγόμενα "συγχωροχάρτια". Επρόκειτο για έγγραφες διαβεβαιώσεις τις οποίες έναντι χρημάτων χορηγούσε η εκκλησία στους πιστούς και στις οποίες αναφέρονταν ότι είχαν παραγραφεί - αφεθεί - οι αμαρτίες τους. Οι βεβαιώσεις αυτές αφορούσαν τόσο τους ζωντανούς όσο και και τους νεκρούς.
Σ’ αυτήν τη σκοτεινή περίοδο σιγά – σιγά άρχισε ν’ ακούγεται «ένας θόρυβος, ένα κροτάλισμα». Από το 16ο αιώνα και μετά άτομα με «φόβο Θεού» (σεβασμό στο Θεό) στέκονταν απέναντι στην κρατούσα κατάσταση και έπαιρναν θέση υπέρ της αληθινής πνευματικής λατρείας. Πρόδρομοι αυτής της προσπάθειας, που σκοπό είχε να φωτιστεί το σκοτάδι για να έρθει το φως στην επιφάνεια, υπήρξαν ο Τζον Γουίκλιφ (1330-1384) στην Αγγλία, ο Γιαν Χούς (1372-1413) στη Βοημία, ο μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) στη Γερμανία, ο οποίος στις 31 Οκτωβρίου 1517 τοιχοκόλλησε στην εξώπορτα του Μητροπολιτικού Ναού της Βυρτεμβέργης 95 θέσεις εναντίον των αυθαιρεσιών του Πάπα. Πέραν αυτών υπήρξαν και πολλοί άλλοι μεταρρυθμιστές, όπως ο Ιωάννης Καλβίνος στην Γενεύη, ο Ούλριχ Ζβίγγλιος στη Ζυρίχη και άλλοι ανώνυμοι και επώνυμοι που εναντιώθηκαν στις αυθαιρεσίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Οι άνθρωποι αυτοί δε δίστασαν να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι σ’ έναν αδίστακτο, επικίνδυνο και παντοδύναμο εκκλησιαστικό κατεστημένο. Επρόκειτο για έναν θεσμό παρανομίας και αυθαιρεσίας, που ήλεγχε απόλυτα τη ζωή των ανθρώπων και τους οδηγούσε σε ακόμα πιο σκοτεινά μονοπάτια και σε πνευματικά αδιέξοδα. Με θάρρος και παρρησία, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος διακήρυξαν:
--«Μόνον η Γραφή». Έτσι απαίτησαν ν’ αναγνωριστεί η αυθεντικότητα του γραπτού Λόγου του Θεού, μέσα από τον οποίο αποκλειστικά αποκαλύπτεται το θέλημα του Θεού και όχι μέσα από τις ανθρώπινες παραδόσεις, που πολλές φορές έρχονταν σε αντίθεση με το Λόγο του Θεού. Οι παραδόσεις είναι αποδεκτές μόνον όταν συμφωνούν με την Αγία Γραφή.
--Η σωτηρία του ανθρώπου που είναι "δώρο του Θεού" στον άνθρωπο (Εφεσίους Β/2: 8), περνά μέσα από την ειλικρινή μετάνοια (Πράξεις Γ/3: 19) και επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω της πίστεως στον μοναδικό Σωτήρα του κόσμου, τον Ιησού Χριστό (Πράξεις Δ/4: 12). Καμία ανθρώπινη προσπάθεια, κανένα "θρησκευτικό" ή άλλο έργο, δε μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο τη δικαίωσή του μπροστά στο Θεό.
Μέσα από τις θεμελιώδεις αυτές διδαχές, καθώς άρχισε να μεταφράζεται και ν’ αναπαράγεται η Αγία Γραφή, την οποία μπορούσαν πλέον να την κατέχουν και να την μελετούν όλο και πιο πολλά άτομα, ο «προβολέας» του Θεού, η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, άναψαν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, «φως μέγα» και το σκοτάδι άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί. Τα λόγια του Απ. Παύλου προς το εκλεκτό τέκνο στην πίστη, τον Τιμόθεο, βρήκαν για άλλη μία φορά την εφαρμογή τους: «ο Λόγος τού Θεού δεν δεσμεύεται» (Β’ Τιμοθέου Β/2: 9). Αυτοκράτορες και Αυτοκρατορίες στάθηκαν απέναντι στο Λόγο του Θεού, που σήμερα δεν υπάρχουν. Ο Λόγος του Θεού όμως, που είναι αιώνιος, «μένει εις τον αιώνα» (Ησαΐας Μ/40: 8). Τούτη την ώρα κάποιες ψυχές, κάποια «ξερά κόκαλα» πάνω στον πολύπαθο κόσμο μας ανοίγουν το Λόγο του Θεού (Παλαιά & Καινή Διαθήκη) και καθώς τον διαβάζουν, φωτίζεται ο νους τους, μετανοούν για το αμαρτωλό παρελθόν τους, επικαλούνται το αίμα του Χριστού, αναγεννιούνται και μεταφέρονται «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάννης Ε/5: 24) και σώζονται αιώνια.
Χιλιάδες άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να λάμψει το φως μέσα στο σκοτάδι, θανατώθηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν, διώχθηκαν για τις «αναρχικές» τους ιδέες, όπως τις χαρακτήριζε ο αμαθής κλήρος της εποχής. Οι άνθρωποι αυτοί «για το Έργο του Χριστού καταφρόνησαν τη ζωή τους» (Φιλιππησίους Β/2: 30). Να μην ξεχνάμε ποτέ τα λόγια του γέροντα Αποστόλου: «Τους ανθρώπους αυτούς να τους τιμάτε» (ε. 29).
Εκατομμύρια άνθρωποι μέσα από τους αγώνες και τις διακηρύξεις τους αντιλήφθηκαν τη σπουδαιότητα του Λόγου του Θεού και μελετώντας γνώρισαν το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που είναι «χορτασμός ευφροσύνης» (Ψαλμός ΙΣ/16: 11), γνώρισαν ότι «δεν υπάρχει δι' ουδενός άλλου η σωτηρία διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν» (Πράξεις Δ/4: 12). Εννόησαν το αντικαταστατικό Έργο του σταυρού του Χριστού, Έργο σωτηρίας μέσα από το θάνατό Του. Ο Λόγος του Θεού χαρακτηριστικά αναφέρει: «…ουδέ δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά διά του ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν» (Εβραίους Θ/9: 12). Πόσοι άνθρωποι κατανόησαν το θριαμβευτικό «Τετέλεσται» του Χριστού (Ιωάννης ΙΘ/19: 30) με το οποίο ο Κύριος πάνω από το σταυρό διακήρυττε: «το Έργο της λύτρωσης του ανθρώπου τελείωσε» και τώρα είναι δικαιωμένοι, «κατά χάριν, διά της πίστεως» (Εφεσίους Β/2: 8), είναι «παιδιά του Θεού» (Ιωάννης Α/1: 12), αποτελούν τη «νύμφη του Ιησού Χριστού» (Αποκάλυψη ΚΑ/21: 2 & 9), περιμένουν να έρθει ο Νυμφίος, για να τους παραλάβει (Α’ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18), αναμένουν τη δόξα που Εκείνος τους έχει υποσχεθεί (Ιωάννης ΙΔ/14: 3).
Μέσα σ’ έναν νεκρό πνευματικά κόσμο, προκατάληψης, αλληλοσπαραγμού και δεισιδαιμονίας, έρχεται και σήμερα «η πνοή του Πνεύματος του Αγίου», έρχεται το απαλό αεράκι του Θεού «ήχος λεπτού αέρα» (Α’ Βασιλέων ΙΘ/19: 12) και έτσι άνθρωποι χαμένοι, μακριά από το Θεό, πνευματικά νεκροί, που προορίζονταν για την αιώνια κόλαση, αρχίζουν να ζουν και να στέκονται στα πόδια τους, με σάρκα, με νεύρα, με ζωή, συμπληρώνοντας έναν τεράστιο στρατό. Πόσο χαρακτηριστικά ο Λόγος του Θεού το αναφέρει: «Και εσάς όντας νεκρούς διά τας παραβάσεις και τας αμαρτίας εζωοποίησεν» (Εφεσίους Β/2: 1).
Ένας «τεράστιος στρατός» είναι η Εκκλησία του Χριστού, που μια μέρα θα σταθεί μπροστά στο θρόνο Του και θα ψάλλει μια καινούργια ωδή, λέγοντας: «Άξιος είσαι να πάρεις το βιβλίο, και να ανοίξεις τις σφραγίδες του επειδή, σφάχτηκες και μας αγόρασες στον Θεό με το αίμα σου, από κάθε φυλή και γλώσσα και λαό και έθνος και μας έκανες βασιλιάδες και ιερείς στον Θεό μας και θα βασιλεύσουμε επάνω στη γη» (Αποκάλυψη Ε/5: 9,10).
Η ανάγκη για μεταρρύθμιση δεν τελείωσε είναι συνεχής και είναι αναγκαία και σήμερα. Οι άνθρωποι, που ζουν μέσα στην άγνοια του Λόγου του Θεού θα πρέπει να γνωρίσουν ότι ο δρόμος της σωτηρίας και της δικαίωσής τους απέναντι στο Θεό δεν περνάει μέσα από κάποια εκκλησία ή κάποιο ανθρώπινο θρησκευτικό σύστημα ή δόγμα, αλλά μέσα από την ειλικρινή πίστη, μέσα από την προσωπική, συνειδητή στροφή του ανθρώπου στο Χριστό, ως του μόνου Σωτήρα και Λυτρωτή. Θα πρέπει να γίνει γνωστό προς κάθε κατεύθυνση και σε κάθε άνθρωπο - μικρό ή μεγάλο, πλούσιο ή φτωχό- ότι η «ειρήνη με το Θεό» δεν αποκτάται με κάποια ανθρώπινα έργα, καλοσύνες, προσφορές ή άλλο τι, αλλά με το αθώο αίμα του Ιησού Χριστού που χύθηκε πάνω στο σταυρό και που δόθηκε «ως λύτρον για την εξαγορά πολλών» (Ματθαίος Κ/20: 28 – Μάρκος Ι/10: 45). Η σωτηρία μας που τόσο πολύ κόστισε και στον Πατέρα και στον Υιόν Του, προσφέρεται από το Θεό και σήμερα δωρεάν σε κάθε άνθρωπο, που θα την εκζητήσει ειλικρινά. Σε καθέναν ο οποίος θα επικαλεστεί το Θεό «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάννης Δ/4: 24). Κάθε άλλος δρόμος «σωτηρίας» απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό και τον κατευθύνει σε αιώνια απώλεια της ψυχής του. Ο Κύριος αποκάλυψε στους μαθητές τους μια μεγάλη αλήθεια: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού» (Ιωάννης ΙΔ/14: 6).
Είθε ο Θεός να κάνει έργο αποκάλυψης του Λόγου Του σε κάθε άνθρωπο. Να παραμερίσει τα εμπόδια, ν’ αναζωπυρώσει τις ψυχές και να βάλει μέσα σ’ αυτές ειλικρινή εκζήτηση του Προσώπου Του. ---