Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

ΒΑΛΑΑΜ

       Βιβλίο «ΑΡΙΘΜΩΝ»,  κεφ. ΚΒ/22   &   ΚΔ/24.

   Η παρούσα μελέτη αναφέρεται στον προφήτη Βαλαάμ και αφορά ένα παράξενο περιστατικό που συνέβη στη ζωή του. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα διδακτική ιστορία την οποία όλοι  πρέπει να προσέξουμε και να λάβουμε υπόψη στην πνευματική μας ζωή και πορεία. Τα γεγονότα εξελίσσονται κατά το 15ο αιώνα π.Χ. και έχουν ως εξής: 
    Ο λαός Ισραήλ έχει πλέον συμπληρώσει τα σαράντα χρόνια περιπλανήσεων μέσα στην έρημο  (Αριθμοί ΙΓ/13: 1 & ΙΔ/14: 34). Πρόκειται για μία περιπλάνηση που έγινε εξαιτίας της ανυπακοής και της απιστίας του στη δύναμη και τις υποσχέσεις του Θεού. Στην πορεία του ο λαός προς τη γη των υποσχέσεων, ζήτησε από το Σηών, το βασιλιά των Αμορραίων να τους επιτρέψει να περάσουν ειρηνικά μέσα από τη χώρα του. Οι Αμορραίοι αρνήθηκαν και συγκέντρωσαν όλο το στρατό τους, για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες (ΚΑ/21: 23). Οι Ισραηλίτες πολέμησαν μαζί τους και τους νίκησαν και κυρίευσαν όλες τις πόλεις των Αμορραίων και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές. Μετά απ’ αυτά ο Ωγ, βασιλιάς της Βασάν, βγήκε με το στρατό του, για να πολεμήσει το λαό Ισραήλ και να ανακόψει την πορεία του προς τη γη των υποσχέσεων του Θεού (Έξοδος ΙΓ/13: 5). Οι Ισραηλίτες με τη βοήθεια και την προτροπή του Κυρίου χτύπησαν τη Βασάν και το στρατό της, κυρίευσαν τη χώρα και δεν άφησαν κανέναν ζωντανό (Αριθμοί ΚΒ/22: 35). Ο Αράδ, ο Χαναναίος βασιλιάς κι αυτός ηττήθηκε από τον Ισραήλ  (Αριθμοί ΚΑ/21: 1-3). 
      Μετά από αυτές τις μεγάλες επιτυχίες ο λαός έφυγε από εκεί και κατασκήνωσε στις στέπες της Μωάβ, πέρα από τον Ιορδάνη και απέναντι από την Ιεριχώ (Αριθμοί ΚΒ/22: 1). Προπάτορας των Μωαβιτών ήταν ο Μωάβ, γιος του Λώτ που είχε γεννηθεί από τη μεγαλύτερη κόρη του (Γένεση ΙΘ/19: 37). Ετεροθαλής αδερφός του Μωάβ ήταν ο Αμμών, από τον οποίον προήλθαν οι Αμμωνίτες. Και οι δύο συνελήφθησαν, όταν ο Λωτ και οι δύο κόρες του έφυγαν από τη Σηγώρ και κατοικούσαν σε μια σπηλιά στην κοντινή ορεινή περιοχή. Εκεί μέθυσαν τον πατέρα τους, κοιμήθηκαν μαζί του και έμειναν έγκυες (Γένεση ΙΘ/19: 31-37). 
   Όταν οι Μωαβίτες που κατοικούσαν νότια έμαθαν πως οι Αμορραίοι είχαν νικηθεί, τρομοκρατήθηκαν, γιατί φοβήθηκαν ότι θα έχουν την ίδια τύχη. Δε γνώριζαν ότι ο Κύριος είχε πει στο λαό να μην ενοχλήσουν τους Μωαβίτες, ούτε να έλθουν σε μάχη μ’ αυτούς, γιατί δε θα έδινε κληρονομιά από τη γη των Μωαβιτών (Δευτερονόμιο Β/2: 9). Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο ο βασιλιάς της Μωάβ, ο Βαλάκ, κατελήφθη από φόβο και αμηχανία. Σκέφτηκε ότι πολύ σύντομα θα ερχόταν και η σειρά του και ότι με τις δικές του δυνάμεις δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Ισραηλίτες, ούτε υπήρχε δυνατότητα να στηριχτεί στη βοήθεια άλλων λαών, έτσι του πέρασε από το μυαλό να κάνει χρήση υπερφυσικών δυνάμεων. 
       Για το σκοπό αυτό συνέλαβε ένα σχέδιο. Έστειλε μία αντιπροσωπεία με πολλά πλούσια δώρα να καλέσει έναν προφήτη που ονομαζόταν Βαλαάμ να πάει και να καταραστεί το λαό Ισραήλ. Αυτός ο προφήτης είχε μία ευρύτατα διαδεδομένη φήμη μέσα στο ειδωλολατρικό περιβάλλον που ζούσε, ότι όποιον καταριόταν ήταν καταραμένος και όποιον ευλογούσε ήταν ευλογημένος. Τις δυνάμεις αυτές που είχε ο προφήτης του Θεού θέλησε να τις μισθώσει ο Βαλάκ, όμως μισθώνονται οι δυνάμεις του ουρανού; 
    Ο Βαλαάμ ήταν υιός του Βεώρ. Η καταγωγή του ήταν από την Αραμαϊκή πόλη Φεθώρ, που βρισκόταν κοντά στον Ευφράτη ποταμό. Υπήρξε προφήτης του αληθινού Θεού μέσα σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν Ισραηλίτης ο Βαλαάμ είχε κάποια γνώση για τον αληθινό Θεό. Μάλιστα στη συζήτηση που είχε με το βασιλιά Βαλάκ αποκάλεσε το Θεό του Ισραήλ, «Θεό του» (Αριθμοί ΚΒ/22: 18). Όταν λοιπόν έφτασαν οι πρέσβεις του Βαλάκ και άκουσε το αίτημά τους, έδειξε μεγάλο σεβασμό προς το Θεό και το μόνο που τους υποσχέθηκε ήταν ότι θα παρουσίαζε το αίτημά τους στον Θεό. Η απάντηση του Θεού ήταν: «Να μην πας μαζί τους. Το λαό Ισραήλ δεν θα τον καταραστείς, γιατί είναι ευλογημένος» (Αριθμοί ΚΒ/22: 12). Το πρωί ο Βαλαάμ αντί να μεταφέρει στους απεσταλμένους ολόκληρη την απάντηση του Θεού, όπως τους είχε υποσχεθεί, περιορίστηκε να τους πει: «πηγαίνετε γιατί δε μου επιτρέπει ο Θεός να έρθω μαζί σας» (Αριθμοί ΚΒ/22: 13). Με την απάντηση που έδωσε άφησε να φανεί ότι ο ίδιος ευχαρίστως θα πήγαινε, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν του το επιτρέπει ο Θεός. 
      Όμως ο βασιλιάς Βαλάκ επέμενε. Ποτέ ο εχθρός δεν παραιτείται, επιμένει μέχρι να εκπληρώσει τα σχέδιά του. Ο λόγος του Θεού μας καλεί να αντιστεκόμαστε στα σχέδια του εχθρού. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. ΙΒ/12, εδ. 4) αναφέρει: «Δεν αντισταθήκατε ακόμα μέχρις αίματος, αγωνιζόμενοι ενάντια στην αμαρτία». Έτσι λοιπόν μετά από λίγες ημέρες νέα αντιπροσωπεία με περισσότερα άτομα έφτασε στην αυλή του Βαλαάμ με ακόμα μεγαλύτερες και σοβαρότερες υποσχέσεις για πλούτη και τιμές, αν ο Βαλαάμ άλλαζε γνώμη και πήγαινε μαζί τους, για να καταραστεί το λαό Ισραήλ.
   Αν ο Βαλαάμ ήταν ειλικρινής ενώπιον του Κυρίου, έπρεπε να μη δεχτεί τους δεύτερους απεσταλμένους του Βαλάκ, αφού τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα και δεν είχε πλέον λόγο να συζητάει μαζί τους. 
      Στις έντονες προσκλήσεις των ανθρώπων του Βαλάκ, ο Βαλαάμ ξεκάθαρα απαντάει: «και εάν μοι δώσει ο Βαλάκ την οικίαν αυτού πλήρη αργυρίου και χρυσίου, δεν δύναμαι να παραβώ τον λόγον Κυρίου του Θεού μου, διά να κάμω ολιγότερον ή περισσότερον» (Αριθμοί ΚΒ/22: 18). Θαυμαστή η απάντηση! Πόσο ωραία θα ήταν αν μετά και από αυτά τα λόγια έκλεινε οριστικά το ζήτημα ο Βαλαάμ και δε δέχονταν πλέον καμία συζήτηση με τους απεσταλμένους! Ενώ τα χείλη του πρόφεραν αυτά τα τόσο όμορφα λόγια, τα μάτια του χάιδευαν τα δώρα των απεσταλμένων και η καρδιά του τα λαχταρούσε. Έτσι λοιπόν συνέχισε, «Όμως μείνετε απόψε εδώ, να δω μήπως έχει τίποτε περισσότερο να μου πει ο Κύριος» (ΚΒ/22: 19). 
     Ένα κατηγορηματικό όχι αρκούσε για να κλείσει το θέμα οριστικά και αμετάκλητα. Παρ’ όλα αυτά προσκαλεί τους πρεσβευτές να διανυκτερεύσουν στο σπίτι του και έτσι αφήνει την πόρτα του μισάνοιχτη στις επιβουλές του εχθρού. Με άλλα λόγια αντί να βάλει τελεία ο Βαλαάμ έβαλε κόμμα στα λόγια του και δεν το έκλεισε το θέμα! Τους υποσχέθηκε λοιπόν ότι θα παρουσίαζε – για δεύτερη φορά – το αίτημά τους στο Θεό. Πόσο έντονα φαίνεται εδώ η πάλη που γινόταν μέσα στην καρδιά του Βαλαάμ. Από τη μία ήταν το ξεκάθαρο θέλημα του Θεού «μη υπάγεις» και από την άλλη η επιθυμία για τις μεγάλες προσφορές σε χρυσάφι, ασήμι, τιμές, δόξες. Διακαώς τα επιθυμούσε όλα αυτά ο Βαλαάμ, αλλά δεν ήθελε και να διαταράξει τις σχέσεις του με το Θεό. Ήθελε να εκτελέσει το θέλημα του Θεού, όμως ήθελε και να πάει μαζί με τους απεσταλμένους, γιατί «τα λεφτά ήταν πολλά» και οι τιμές λαμπρές και μεγάλες. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Από τη μία του φαίνεται δύσκολο να παραβεί το θέλημα του Θεού, από την άλλη του φαίνεται εξίσου δύσκολο να απορρίψει όλα αυτά τα πλούσια και τιμητικά πράγματα που του προσφέρονται. Το ιδανικό γι’ αυτόν θα ήταν να πήγαινε κοντά στους απεσταλμένους, να έκανε ό,τι του ζητούσαν, να ελάμβανε τις τιμές και τις αμοιβές, αλλά να είχε και την εύνοια του Θεού. 
     Πολιορκημένος από όλες αυτές τις σκέψεις ο Βαλαάμ, ευρισκόμενος μπροστά σ’ ένα μεγάλο αδιέξοδο, γεννήθηκε μέσα του μια ελπίδα ότι ίσως θα κατόρθωνε να κάνει το Θεό να αλλάξει γνώμη και έτσι να λάβει την έγκρισή Του, ώστε να πάει μαζί με τους απεσταλμένους και να καταραστεί τον Ισραήλ. Εκείνο το βράδυ ο Θεός του είπε: «πήγαινε, αλλά τον Ισραήλ δεν θα τον καταραστείς» (ΚΒ/22: 20). Τι έγινε, πώς συνέβη αυτό; Κατάφερε ο Βαλαάμ να πείσει το Θεό και να λάβει την έγκρισή του; Όχι βέβαια, απλά ο Θεός ποτέ δεν επιβάλει στον άνθρωπο τη θέλησή Του. Αντίθετα επιτρέπει να κάνει ο άνθρωπος εκείνο που θέλει στη ζωή του, έχοντας δώσει μια διαχρονική συμβουλή «ό,τι αν σπείρει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει» (Γαλάτας Σ/6: 8). Συνέβη ότι είχε συμβεί και στην περίπτωση του Κάιν. Ο Θεός εξέφρασε την αποδοκιμασία στην προσευχή του και τον άφησε να επιλέξει ή να αναγνωρίσει το λάθος του ή να προχωρήσει στη λανθασμένη πορεία του (Γένεση Δ/4: 6-8). 
      Αντί για όλα αυτά ο Βαλαάμ αγνοώντας όπως και ο Κάιν το θέλημα του Θεού και ακολουθώντας την άπληστη επιθυμία της καρδιάς του, σηκώνεται πρωί, ετοιμάζει το γαϊδουράκι του και ξεκινάει για το μακρύ ταξίδι. Δεν ήθελε καθόλου να χάσει χρόνο και δεν περίμενε πλέον άλλα καλέσματα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το θυμό του Κυρίου. «εξήφθη η οργή του Θεού ότι υπήγε» και έστειλε ένα άγγελο για να τον εμποδίσει. Το γαϊδούρι του Βαλαάμ του έσωσε τη ζωή, καθώς, μόλις είδε τον άγγελο, προσπάθησε να τον αποφύγει. Το γαϊδούρι είδε τον άγγελο, ο προφήτης δεν τον είδε. Αλήθεια τι κατάντημα είναι αυτό να μην μπορεί να δει ούτε όσα βλέπει ένα γαϊδουράκι! Κάποια στιγμή άνοιξαν τα μάτια του και είδε μπροστά του τον άγγελο του Κυρίου κρατώντας ένα γυμνό σπαθί. Εκείνη την ώρα ίσως να ήθελε να γυρίσει πίσω, αλλά ο Κύριος δεν τον άφησε, τον διέταξε να συνεχίσει το δρόμο του προς το Βαλάκ, καθιστώντας τον πολύ προσεκτικό, ώστε να μην πει τίποτα άλλο από εκείνο το οποίο ο Θεός θα τον διέταζε. 
       Πήγε λοιπόν ο Βαλαάμ στην περιοχή του Μωάβ και συνάντησε το βασιλιά Βαλάκ και αυτός τον οδήγησε στην πλαγιά ενός βουνού, για να καταραστεί από εκεί τον Ισραήλ (ΚΓ/23: 1). Είναι έτοιμος ο Βαλαάμ να το κάνει, όμως δεν ξεχνάει πως είναι και προφήτης του Κυρίου και ότι, πριν κάνει οτιδήποτε, θα πρέπει να προσφέρει θυσία στον Κύριο. Επτά θυσιαστήρια κτίζει στην πλαγιά του βουνού. Γιατί επτά θυσιαστήρια, ένα δεν είναι αρκετό; Αν και από τα επτά θυσιαστήρια αρχίσει να ανεβαίνει ο καπνός της θυσίας, ίσως εντυπωσιαστεί ο Κύριος από μια τόσο μεγαλοπρεπή θυσία και αλλάξει γνώμη και δώσει την έγκρισή Του για τις άνομες πράξεις που θέλει να κάνει ο Βαλαάμ. Με άλλα λόγια προσπάθησε να δωροδοκήσει το Θεό. Πάντα χρειάζεται κάποιο κάλυμμα για την αμαρτία και συνήθως το πλέον κατάλληλο είναι το θρησκευτικό. Αν ανάψεις και τα επτά θυσιαστήρια, αν προσφέρεις ένα σημαντικό θρησκευτικό έργο, ίσως επηρεαστεί ο Θεός και γίνουν τα πράγματα πιο ευνοϊκά. 
      Ο Θεός την παρακοή του Βαλαάμ θα τη χρησιμοποιούσε, για να δώσει ευλογίες στο λαό Ισραήλ (Αριθμοί ΚΔ/24: 12-25). Έτσι αντί της κατάρας ο Βαλαάμ έγινε ένα όργανο ευλογιών του Θεού, χωρίς όμως ο ίδιος να γευτεί αυτές τις ευλογίες, όπως φαίνεται από το τραγικό του τέλος. Είναι κάτι τρομερό πραγματικά. Το ότι ο Θεός μας χρησιμοποιεί, για να δίνει ευλογίες σε άλλους, όμως πολλές φορές η αμαρτία μας κρατάει έξω από τον κύκλο των ευλογιών αυτών. Κάπως έτσι συμβαίνει και γίνονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι. Ο Βαλαάμ αντί για κατάρες έδωσε μερικές ωραιότατες ευλογίες στον Ισραήλ και απέδειξε άλλη μία φορά στον Βαλάκ ότι κανείς δεν μπορεί να καταραστεί εκείνον, που ευλογεί ο Κύριος. Πολύ αργότερα θα διατυπώσει ο Απ. Παύλος προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: «εάν ο Θεός είναι μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών» (Ρωμαίους Η/8: 31). Επίσης είπε ο Βαλαάμ μια σπουδαία προφητεία για το πρόσωπο του Χριστού. «Θα τον δω, αλλ' όχι τώρα θα τον θωρήσω, αλλ' όχι από κοντά αστέρι θα ανατείλει από τον Ιακώβ, και θα αναστηθεί σκήπτρο από τον Ισραήλ, και θα πατάξει τους αρχηγούς τού Μωάβ, και θα εξολοθρεύσει όλους τούς γιους τού Σηθ». (ΚΔ/24: 17). 
     Ο Βαλάκ όταν άκουσε τα λόγια τις ευλογίες εξοργίστηκε πάρα πολύ. Ο λόγος του Θεού μας αναφέρει χαρακτηριστικά: «και εξήφθη ο θυμός του Βαλάκ εναντίον του Βαλαάμ και συνεκρότησε τας χείρας αυτού και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, διά να καταρασθής τους εχθρούς μου σε εκάλεσα και ιδού, συ ευλογών ευλόγησας αυτούς τρίτην ταύτην φοράν, τώρα λοιπόν φύγε εις τον τόπον σου έλεγον να σε τιμήσω με τιμάς, αλλ' ιδού, ο Κύριος σε εστέρησε της τιμής» (Αριθμοί ΚΔ/24: 10-11). 
      O Βαλαάμ με το ένα χέρι προσπαθεί να αγγίξει τον κόσμο του Θεού και με το άλλο τον κόσμο της αμαρτίας. Αυτό ήταν το πείραμα που προσπάθησε να κάνει και απέτυχε. Αλήθεια πόσες φορές έχουμε σκεφτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στη ζωή μας! Ενώ γνωρίζουμε το θέλημα του Θεού, ρωτάμε και ξαναρωτάμε το Θεό με την ελπίδα μήπως τον μεταπείσουμε και αλλάξει γνώμη. Όμως «ο Θεός δεν είναι άνθρωπος για να ψευστεί, ούτε γιος ανθρώπου για να μεταμεληθεί. Αυτός είπε, και δεν θα εκτελέσει; Ή, μίλησε, και δεν θα το τηρήσει;» (Αριθμοί ΚΓ/23: 19). 
     Ο Βαλαάμ προσπάθησε να δικαιολογηθεί κατηγορώντας το Θεό για την αποτυχία του, λέγοντας ότι "δε μπορούσε να προχωρήσει πέρα από την προσταγή του Θεού» και πως ό,τι του είπε ο Θεός αυτό ήταν αναγκασμένος να πει. Στη συνέχεια, αφού έκανε κάποιες ακόμα εξαγγελίες εναντίον των εχθρών του Ισραήλ, σηκώθηκε και έφυγε (Αριθμοί ΚΔ/24: 12-25). Δεν επέστρεψε όμως στην πατρίδα, απλά απομακρύνθηκε από το όρος Φεγώρ και συνέχισε να ζει ανάμεσα στους Μαδιανίτες. 
      Ακόμα ο Βαλαάμ δεν έχει χάσει την ελπίδα του ότι θα έπαιρνε εκείνη την πλούσια αμοιβή, για την οποία είχε έρθει τόσο μακριά και για την οποία είχε εργαστεί τόσο σκληρά! Εκεί λοιπόν σκεπτόμενος συνέλαβε ένα σατανικό στην κυριολεξία σχέδιο. Αν δεν μπορούσε αυτός να καταραστεί τον Ισραήλ, ίσως σκέφτηκε ότι θα μπορούσε ο ίδιος ο Θεός να καταραστεί το λαό Του, αρκεί να έμπαινε αμαρτία μέσα στο λαό. Αυτό θα μπορούσε να γίνει, αν παρασυρόταν ο λαός στη λατρεία του Βάαλ, η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη με σεξουαλικές πράξεις. Κάλεσε λοιπόν τον Βαλάκ και τον συμβούλευσε να χρησιμοποιήσει τα κορίτσια του λαού του, για να παρασύρει το λαό Ισραήλ στην αμαρτία. «και ήρχισεν ο λαός να πορνεύει μετά των θυγατέρων Μωάβ. Αίτινες προσεκάλεσαν τον λαόν εις τα θυσίας των θεών αυτών. Και έφαγεν ο λαός και προσκύνησε τους θεούς αυτών. Και προσκολλήθει ο Ισραήλ εις τον Βάαλ και εξήφθη η οργή του Κυρίου κατά του Ισραήλ» (Αριθμού ΚΑ/25: 1-3). Έτσι λοιπόν οι γυναίκες του Μωάβ προσκάλεσαν τους άνδρες του Ισραήλ και τους παγίδευσαν με πράξεις πορνείας στις λατρευτικές τους θυσίες προς τον Βάαλ. 
      Εισηγητής αυτού του σατανικού σχεδίου ήταν ο Βαλαάμ! Αυτός γνώριζε πολύ καλά τι σημασία είχε για τον Ισραήλ να πορνεύσει και να ανακατευτεί με το λαό και τη θρησκεία των Μωαβιτών. «αυτές έγιναν αιτία στους γιους Ισραήλ, σύμφωνα με τη συμβουλή τού Βαλαάμ, να ανομήσουν ενάντια στον Κύριο, στην υπόθεση του Φεγώρ, και έγινε η πληγή επάνω στη συναγωγή τού Κυρίου» (Αριθμοί ΛΑ/31: 16). Έτσι έπεσε η κατάρα του Θεού πάνω στο στρατόπεδο του Ισραήλ. Η πληγή ήταν φοβερή. Με διαταγή του Μωυσή φονεύτηκαν είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000)  άνθρωποι από τη συναγωγή του Ισραήλ (κεφ. ΚΕ/25, εδ. 9). Από δω και στο εξής μόνον πόλεμος θα υπήρχε μεταξύ των δύο λαών. Η διαταγή του Μωυσή ήταν «πολεμάτε τους Μαδιανίτες και πατάξατε αυτούς, γιατί αυτοί σας πολεμούν με τις δολιότητές τους, με τις οποίες σας δολιεύτηκαν στην υπόθεση του Φεγώρ» (ΚΕ/25: 17,18). 
    Στο βιβλίο της «Αποκάλυψης» (κεφ. Β/2, εδ. 14) ο Κύριος Ιησούς μιλάει στον άγγελο της εκκλησίας της Περγάμου με τα λόγια: «Έχω όμως κατά σου ολίγα, διότι έχεις εκεί τινάς κρατούντας την διδαχήν του Βαλαάμ, όστις εδίδασκε τον Βαλάκ να βάλη σκάνδαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ, ώστε να φάγωσιν ειδωλόθυτα και να πορνεύσωσιν». Ο δάσκαλος που δίδαξε το Μωάβ πώς να κάνει το λαό Ισραήλ να αμαρτήσει δεν ήταν άλλος από τον Βαλαάμ. 
     Στην επιστολή «Β΄ Πέτρου» (κεφ. Β/2, εδ. 15-16) αναφέρεται: «αφήσαντες την ευθείαν οδόν, επλανήθησαν και ηκολούθησαν την οδόν του Βαλαάμ υιού του Βοσόρ, όστις ηγάπησε τον μισθόν της αδικίας, ηλέγχθη όμως διά την ιδίαν αυτού παρανομίαν, άφωνον υποζύγιον με φωνήν ανθρώπου λαλήσαν ημπόδισε την παραφροσύνην του προφήτου». «Αφήσαντες» σημαίνει ότι κάποτε, ήταν στο σωστό δρόμο τον οποίο στη συνέχεια τον άφησαν. Τα δώρα, οι τιμές, τον έλκυσαν. Ο Βαλαάμ ξεκίνησε ως προφήτης του Θεού, όμως εγκατέλειψε το σωστό δρόμο γιατί «αγάπησε το μισθό της αδικίας». Άρχισε καλά εκτελώντας το θέλημα του Θεού, όμως δε συνέχιζε να βαδίζει σωστά με αποτέλεσμα να έχει ένα τραγικό τέλος. Στο βιβλίο του «Ιησού τ. Ναυή» (κεφ. ΙΓ/13, εδ. 22) αναφέρεται: «και τον Βαλαάμ τον υιόν του Βεώρ, τον μάντιν, οι υιοί Ισραήλ εθανάτωσαν εν μαχαίρα μεταξύ των φονευθέντων υπ' αυτών». Δεν αναφέρεται πλέον ως «προφήτης» αλλά ως «μάντης». Άρχισε σαν «προφήτης» του Θεού και κατέληξε σαν «μάντης», σαν εχθρός του Θεού! 
   Επίσης στον επιστολή «Β΄ Πέτρου» (κεφ. Β/2, εδ. 1-3) αναφέρεται: «Υπήρξαν όμως και ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, καθώς και μεταξύ σας θέλουσιν είσθαι ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην, επισύροντες εις εαυτούς ταχείαν απώλειαν και πολλοί θέλουσιν εξακολουθήσει εις τας απωλείας αυτών, διά τους οποίους η οδός της αληθείας θέλει βλασφημηθή και διά πλεονεξίαν θέλουσι σας εμπορευθή με πλαστούς λόγους, των οποίων η καταδίκη έκπαλαι δεν μένει αργή, και η απώλεια αυτών δεν νυστάζει». Το Πνεύμα του Θεού αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της επιστολής «Β΄ Πέτρου» περιγράφοντας τους ψευδιδασκάλους που διαχρονικά έχουν μπει μέσα στο σώμα της εκκλησίας. Στην επιστολή «Ιούδα» (εδ. 19), αναφέρεται μια χαρακτηριστική φράση για όλους αυτούς: «εισεχώρησαν λαθραίως». Πολλοί τέτοιοι είναι σε δράση και σήμερα. Πρόκειται για ανθρώπους που εμπαίζουν το Θεό και τολμούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς, που εκμεταλλεύονται το όνομα του Θεού και του Ιησού Χριστού για τα συμφέροντά τους, για δύναμη, για χρήμα και τιμές. Όλων αυτών παράδειγμα στη ζωή τους δεν είναι ο Χριστός, αλλά ο Βαλαάμ. 
     Στην επιστολή «Ιούδα», εδ. 11, αναφέρεται: «Ουαί εις αυτούς διότι περιεπάτησαν εις την οδόν του Κάϊν, και χάριν μισθού εξεχύθησαν εις την πλάνην του Βαλαάμ, και απωλέσθησαν εις την αντιλογίαν του Κορέ». Δεν γνωρίζουμε αν τελικά ο Βαλαάμ εισέπραξε τελικά τα λύτρα της προδοσίας, αλλά, και αν τα εισέπραξε, δεν πρόλαβε να τα χαρεί, γιατί σε μία μεγάλη μάχη που δόθηκε στη χώρα των Μωαβιτών πλήρωσε με τη ζωή του τη μεγάλη του αμαρτία. «Η αμαρτία σου θα σε βρει». «Και πολέμησαν εναντίον του Μαδιάμ, καθώς ο Κύριος πρόσταξε στον Μωυσή, και θανάτωσαν κάθε αρσενικό. Και εκτός εκείνων που θανατώθηκαν, θανάτωσαν και τους βασιλιάδες τού Μαδιάμ, τον Ευί, και τον Ρεκέμ, και τον Σουρ, και τον Ουρ, και τον Ρεβά, πέντε βασιλιάδες τού Μαδιάμ και τον Βαλαάμ, τον γιο τού Βεώρ, τον θανάτωσαν με μάχαιρα». (Αριθμοί ΛΑ/31: 7-8).

                                                                          Επίλογος:
    Ο Βαλαάμ αναφέρεται ως παράδειγμα προς αποφυγήν στην επιστολή «Β΄ Πέτρου», στην επιστολή «Ιούδα» καθώς και στο βιβλίο της «Αποκάλυψης». Υπήρξε προφήτης έναντι αμοιβής. Το όνομά του έγινε συνώνυμο με την αμαρτία, την ασέβεια και κυρίως την εκμετάλλευση της θρησκείας για προσωπικούς, ιδιοτελείς σκοπούς.
      Έμεινε ένα θλιβερό παράδειγμα που θα δείχνει πάντοτε πόσο τρομερό πράγμα είναι να επιμένει κανείς στην αμαρτία του, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της αγάπης του Θεού. Πέρασε μέσα στην ιστορία ως ο άνθρωπος που προσπάθησε να κερδίσει και τους δύο κόσμους και έχασε και τους δύο. Το φρόνημα της σαρκός υπερίσχυσε μέσα στη ζωή του έναντι του αληθινού Θεού και τον έκανε να αναζητήσει το χρήμα και την ανθρώπινη δόξα. 
   Στο πρόσωπό του εικονίζονται όλοι οι αποστατημένοι εργάτες του Θεού, όλοι οι ψευδοπροφήτες, που ενήργησαν «χάριν αισχρού κέρδους» (Τίτος Α/1: 11) και έλαβαν το μισθό τους από τους ανθρώπους. Οι λανθασμένες του επιλογές σκλήρυναν την καρδιά του. Αποκορύφωμα όλων ήταν το ότι όταν ο Κύριος του αρνήθηκε το δικαίωμα να καταραστεί το λαό Ισραήλ, αυτός επέλεξε το δρόμο της δολιότητας.
      Έμεινε ένα μνημείο που θα μαρτυρά μια μεγάλη Βιβλική αλήθεια: «Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύει δύο κυρίους διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθεί και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά» (Λουκάς ΙΣ/16: 13).

     Είχε αρχίσει καλά, περπατούσε στο σωστό δρόμο, αλλά δυστυχώς δεν έμεινε σ’ αυτόν μέχρι τέλους (Ματθαίος ΚΔ/24: 13). ---



                                            Βιβλίο "ΑΡΙΘΜΩΝ"   (Παλαιά Διαθήκη)
κεφάλαιο ΚΒ / 22.
1 Και σηκωθέντες οι υιοί Ισραήλ εστρατοπέδευσαν εις τας πεδιάδας του Μωάβ, παρά τον Ιορδάνην, κατέναντι της Ιεριχώ.
2 Και Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ είδε πάντα όσα έκαμεν ο Ισραήλ εις τους Αμορραίους.
3 Και εφοβήθη ο Μωάβ τον λαόν σφόδρα, διότι ήσαν πολλοί· και ήτο ο Μωάβ εις αμηχανίαν εξ αιτίας των υιών Ισραήλ.
4 Και είπεν ο Μωάβ προς τους πρεσβυτέρους του Μαδιάμ, Τώρα θέλει καταφάγει το πλήθος τούτο πάντα τα πέριξ ημών, καθώς ο βους κατατρώγει τον χόρτον της πεδιάδος. Και Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ ήτο βασιλεύς των Μωαβιτών κατ' εκείνον τον καιρόν.
5 Και απέστειλε πρέσβεις προς τον Βαλαάμ, υιόν του Βεώρ, εις Φεθορά, κειμένην πλησίον του ποταμού της γης των υιών του λαού αυτού, διά να προσκαλέση αυτόν, λέγων, Ιδού, λαός εξήλθεν εξ Αιγύπτου· ιδού, περικαλύπτει το πρόσωπον της γης, και κάθηται εναντίον μου·
6 τώρα λοιπόν ελθέ, σε παρακαλώ, καταράσθητί μοι τον λαόν τούτον, διότι είναι δυνατώτερός μου· ίσως υπερισχύσω, να πατάξωμεν αυτούς και να εκδιώξω αυτούς εκ της γής· επειδή εξεύρω, ότι όντινα ευλογήσης είναι ευλογημένος, και όντινα καταρασθής είναι κατηραμένος.
7 Και υπήγαν οι πρεσβύτεροι του Μωάβ και οι πρεσβύτεροι του Μαδιάμ, φέροντες τα δώρα της μαντείας εις τας χείρας αυτών· και ήλθον προς Βαλαάμ και είπον προς αυτόν τους λόγους του Βαλάκ.
8 Ο δε είπε προς αυτούς, Μείνατε ενταύθα ταύτην την νύκτα και θέλω αποκριθή εις εσάς ό,τι λαλήση ο Κύριος προς εμέ. Και έμειναν μετά του Βαλαάμ οι άρχοντες του Μωάβ.
9 Και ήλθεν ο Θεός εις τον Βαλαάμ και είπε, Τι θέλουσιν οι άνθρωποι ούτοι μετά σου;
10 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Θεόν, Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ, βασιλεύς του Μωάβ, απέστειλε προς εμέ λέγων,
11 Ιδού, λαός εξήλθεν εξ Αιγύπτου και κατεκάλυψε το πρόσωπον της γής· ελθέ τώρα, καταράσθητί μοι αυτόν· ίσως υπερισχύσω να νικήσω αυτόν και να εκδιώξω αυτόν.
12 Και είπεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ, Μη υπάγης μετ' αυτών· μη καταρασθής τον λαόν, διότι είναι ευλογημένος.
13 Και σηκωθείς την αυγήν ο Βαλαάμ είπε προς τους άρχοντας του Βαλάκ, Υπάγετε εις την γην σας· διότι δεν μοι συγχωρεί ο Κύριος να έλθω μεθ' υμών.
14 Και σηκωθέντες οι άρχοντες του Μωάβ, ήλθον προς τον Βαλάκ και είπον, Δεν θέλει ο Βαλαάμ να έλθη μεθ' ημών.
15 Και ο Βαλάκ απέστειλε πάλιν άρχοντας περισσοτέρους και εντιμοτέρους τούτων·
16 και ήλθον προς τον Βαλαάμ και είπον προς αυτόν, ούτω λέγει Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ· Μη εμποδισθής, σε παρακαλώ, να έλθης προς εμέ·
17 διότι θέλω σε τιμήσει με μεγάλας τιμάς, και θέλω κάμει παν ό,τι μοι είπης· ελθέ λοιπόν, παρακαλώ, καταράσθητί μοι τον λαόν τούτον.
18 Και απεκρίθη ο Βαλαάμ και είπε προς τους δούλους του Βαλάκ, Και εάν μοι δώση ο Βαλάκ την οικίαν αυτού πλήρη αργυρίου και χρυσίου, δεν δύναμαι να παραβώ τον λόγον Κυρίου του Θεού μου, διά να κάμω ολιγώτερον ή περισσότερον·
19 διά τούτο μείνατε ενταύθα, παρακαλώ, και σεις την νύκτα ταύτην, διά να ίδω τι θέλει ειπεί ότι ο Κύριος προς εμέ.
20 Και ήλθεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ την νύκτα και είπε προς αυτόν, Εάν έλθωσιν οι άνθρωποι διά να σε καλέσωσι, σηκωθείς ύπαγε μετ' αυτών· πλην ό,τι σοι είπω, τούτο θέλεις κάμει.
21 Και εσηκώθη ο Βαλαάμ το πρωΐ, και εσαμάρωσε την όνον αυτού και υπήγε μετά των αρχόντων του Μωάβ.
22 Και εξήφθη η οργή του Θεού ότι υπήγε· και εστάθη άγγελος Κυρίου εν τη οδώ έμπροσθεν αυτού, διά να εναντιωθή εις αυτόν· αυτός δε εκάθητο επί της όνου αυτού και δύο δούλοι αυτού ήσαν μετ' αυτού·
23 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Κυρίου ιστάμενον εν τη οδώ, και την ρομφαίαν αυτού γεγυμνωμένην εν τη χειρί αυτού, εξέκλινεν η όνος εκ της οδού και υπήγαινεν προς την πεδιάδα· και εκτύπησεν ο Βαλαάμ την όνον, διά να επαναφέρη αυτήν εις την οδόν.
24 Αλλ' ο άγγελος του Κυρίου εστάθη εν μιά στενή οδώ των αμπελώνων, όπου ήτο φραγμός εντεύθεν και φραγμός εντεύθεν·
25 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Κυρίου, προσέθλιψεν εαυτήν προς τον τοίχον και συνέθλιψε τον πόδα του Βαλαάμ εις τον τοίχον· αυτός δε εκτύπησεν αυτήν πάλιν.
26 Και ο άγγελος του Κυρίου υπήγε παρεμπρός, και εστάθη εν στενώ τόπω, όπου δεν ήτο οδός διά να εκκλίνη δεξιά ή αριστερά·
27 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Κυρίου, συνεκάθησεν υποκάτω του Βαλαάμ· και θυμωθείς ο Βαλαάμ, εκτύπησε την όνον διά της ράβδου.
28 Και ήνοιξεν ο Κύριος το στόμα της όνου· και είπε προς τον Βαλαάμ, Τι σοι έκαμα, και με εκτύπησας τρίτην ταύτην φοράν;
29 Και είπεν ο Βαλαάμ προς την όνον, Διότι με ενέπαιξας· είθε να είχον μάχαιραν εν τη χειρί μου, διότι τώρα ήθελον σε θανατώσει.
30 Και η όνος είπε προς τον Βαλαάμ, Δεν είμαι εγώ η όνος σου, επί της οποίας εκάθιζες αφ' ου χρόνου με έχεις έως της ημέρας ταύτης; ήμην πότε συνειθισμένη να κάμνω ούτως εις σε; Ο δε είπεν, Ουχί.
31 Και ήνοιξεν ο Κύριος τους οφθαλμούς του Βαλαάμ, και είδε τον άγγελον του Κυρίου ιστάμενον εν τη οδώ και την ρομφαίαν αυτού γεγυμνωμένην εν τη χειρί αυτού· και κύψας προσεκύνησεν επί πρόσωπον αυτού.
32 Και είπε προς αυτόν ο άγγελος του Κυρίου, Διά τι εκτύπησας την όνον σου τρίτην ταύτην φοράν; ιδού, εγώ εξήλθον διά να σοι εναντιωθώ, διότι ο δρόμος σου είναι διεστραμμένος ενώπιόν μου·
33 και ιδούσά με η όνος εξέκλινεν απ' εμού τρίτην ταύτην φοράν· άλλως, εάν δεν εξέκλινεν απ' εμού τώρα σε μεν ήθελον φονεύσει, εκείνην δε ήθελον αφήσει ζώσαν.
34 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον άγγελον του Κυρίου, Ημάρτησα· διότι δεν ήξευρον ότι συ έστεκες εν τη οδώ εναντίον μου· όθεν τώρα, εάν δεν ήναι αρεστόν εις σε, επιστρέφω.
35 Και είπεν ο άγγελος του Κυρίου προς τον Βαλαάμ, Ύπαγε μετά των ανθρώπων· πλην ό,τι σοι είπω, τούτο θέλεις λαλήσει. Και υπήγεν ο Βαλαάμ μετά των αρχόντων του Βαλάκ.
36 Και ακούσας ο Βαλάκ ότι ήρχετο ο Βαλαάμ, εξήλθε να προϋπαντήση αυτόν, έως εις πόλιν τινά του Μωάβ, κειμένην εν τοις ορίοις του Αρνών, όστις είναι το έσχατον όριον.
37 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Δεν απέστειλα προς σε μετά σπουδής να σε καλέσω; διά τι δεν ήλθες προς εμέ; μήπως δεν είμαι ικανός να σε τιμήσω;
38 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Ιδού, ήλθον προς σέ· έχω τώρα την δύναμιν να λαλήσω τι; όντινα λόγον βάλη ο Θεός εις το στόμα μου, τούτον θέλω λαλήσει.
39 Και υπήγεν ο Βαλαάμ μετά του Βαλάκ, και ήλθον εις Κιριάθ-ουζώθ.
40 Και εθυσίασεν ο Βαλάκ βόας και πρόβατα, και έπεμψεν εξ αυτών προς τον Βαλαάμ και προς τους άρχοντας τους μετ' αυτού.
41 Και το πρωΐ έλαβεν ο Βαλάκ τον Βαλαάμ, και ανεβίβασεν αυτόν επί τους υψηλούς τόπους του Βάαλ, και εκείθεν είδε την άκραν του λαού.


κεφάλαιο ΚΓ / 23.
1 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Οικοδόμησόν μοι ενταύθα επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ενταύθα επτά μόσχους και επτά κριούς.
2 Και έκαμεν ο Βαλάκ καθώς είπεν ο Βαλαάμ· και προσέφεραν ο Βαλάκ και ο Βαλαάμ μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.
3 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Στήθι πλησίον του ολοκαυτώματός σου και εγώ θέλω υπάγει ίσως φανή ο Κύριος εις συνάντησίν μου· και ό,τι δείξη εις εμέ, τούτο θέλω σοι αναγγείλει. Και υπήγεν εις τόπον υψηλόν.
4 Και συνήντησεν ο Θεός τον Βαλαάμ· και είπε προς αυτόν, Ητοίμασα τους επτά βωμούς, και προσέφερα μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.
5 Και έβαλεν ο Κύριος λόγον εις το στόμα του Βαλαάμ και είπεν, Επίστρεψον προς τον Βαλάκ, και ούτω θέλεις ειπεί.
6 Και επέστρεψε προς αυτόν, και ιδού, ίστατο πλησίον του ολοκαυτώματος αυτού, αυτός και πάντες οι άρχοντες του Μωάβ.
7 Και ήρχισε την παραβολήν αυτού και είπε, Βαλάκ με έφερεν εκ της Αράμ, ο βασιλεύς του Μωάβ εκ των ορέων των προς ανατολάς, λέγων, Ελθέ, καταράσθητί μοι τον Ιακώβ· και ελθέ, αναθεμάτισον τον Ισραήλ.
8 Πως να καταρασθώ τον οποίον ο Θεός δεν καταράται; ή πως να αναθεματίσω τον οποίον ο Κύριος δεν ανεθεμάτισε;
9 Διότι από της κορυφής των ορέων βλέπω αυτόν, και από των λόφων θεωρώ αυτόν· ιδού, λαός, όστις θέλει κατοικήσει μόνος, και δεν θέλει λογαριασθή μεταξύ των εθνών·
10 τις δύναται να αριθμήση την άμμον του Ιακώβ, και τον αριθμόν του τετάρτου του Ισραήλ; είθε να αποθάνω κατά τον θάνατον των δικαίων, και το τέλος μου να ήναι όμοιον με το τέλος αυτού.
11 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Τι μοι έκαμες; διά να καταρασθής τους εχθρούς μου σε παρέλαβον· και ιδού, συ ευλογών ευλόγησας αυτούς.
12 Ο δε αποκριθείς είπε, Δεν πρέπει να προσέξω ό,τι ο Κύριος έβαλεν εις το στόμα μου, τούτο να είπω;
13 Και είπε προς αυτόν ο Βαλάκ, Ελθέ, παρακαλώ, μετ' εμού εις άλλον τόπον, όθεν θέλεις ιδεί αυτόν· μόνον την άκραν αυτού θέλεις ιδεί, το δε όλον αυτού δεν θέλεις ιδεί· και καταράσθητί μοι αυτόν εκείθεν.
14 Και έφερεν αυτόν εις την πεδιάδα Ζοφίμ επί την κορυφήν του Φασγά, και ωκοδόμησεν επτά βωμούς και προσέφερε μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.
15 Και είπε προς τον Βαλάκ, Στήθι αυτού πλησίον του ολοκαυτώματός σου και εγώ θέλω συναντήσει εκεί τον Κύριον.
16 Και συνήντησεν ο Κύριος τον Βαλαάμ, και έβαλε λόγον εις το στόμα αυτού και είπεν, Επίστρεψον προς τον Βαλάκ και ειπέ ούτω.
17 Και ήλθε προς αυτόν· και ιδού, αυτός ίστατο πλησίον του ολοκαυτώματος αυτού και οι άρχοντες του Μωάβ μετ' αυτού. Και είπε προς αυτόν ο Βαλάκ, Τι ελάλησεν ο Κύριος;
18 Και αρχίσας την παραβολήν αυτού είπε, Σηκώθητι, Βαλάκ, και άκουσον· δος ακρόασιν εις εμέ, συ ο υιός του Σεπφώρ·
19 ο Θεός δεν είναι άνθρωπος να ψευσθή, ούτε υιός ανθρώπου να μεταμεληθή· αυτός είπε και δεν θέλει εκτελέσει; ή ελάλησε και δεν θέλει εμμείνει;
20 Ιδού, ευλογίαν παρέλαβον· και ευλόγησε· και εγώ δεν δύναμαι να μεταστρέψω αυτήν.
21 Δεν εθεώρησεν ανομίαν εις τον Ιακώβ, ουδέ είδε διαστροφήν εις τον Ισραήλ· Κύριος ο Θεός αυτού είναι μετ' αυτού, και αλαλαγμός βασιλέως είναι μεταξύ αυτών.
22 Ο Θεός εξήγαγεν αυτούς εξ Αιγύπτου· έχουσιν ως δύναμιν μονοκέρωτος.
23 Βεβαίως ουδεμία γοητεία δεν ισχύει κατά του Ιακώβ, ουδέ μαντεία κατά του Ισραήλ· κατά καιρόν θέλει λαληθή περί του Ιακώβ και περί του Ισραήλ, Τι κατώρθωσεν ο Θεός.
24 Ιδού, ο λαός θέλει σηκωθή ως λέων, και θέλει εγερθή ως σκύμνος· δεν θέλει κοιμηθή εωσού φάγη το θήραμα, και πίη το αίμα των πεφονευμένων.
25 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Μήτε να καταρασθής αυτούς διόλου μήτε να ευλογήσης αυτούς διόλου.
26 Αποκριθείς δε ο Βαλαάμ είπε προς τον Βαλάκ, δεν σε ελάλησα, λέγων, Παν ό,τι μοι είπη ο Κύριος, τούτο πρέπει να κάμω;
27 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Ελθέ, παρακαλώ, θέλω σε φέρει εις άλλον τόπον, ίσως θέλει αρέσει εις τον Θεόν να μοι καταρασθής αυτόν εκείθεν.
28 Και έφερεν ο Βαλάκ τον Βαλαάμ επί την κορυφήν του Φεγώρ, το οποίον βλέπει προς Γεσιμών.
29 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, οικοδόμησόν μοι ενταύθα επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ενταύθα επτά μόσχους και επτά κριούς.
30 και έκαμεν ο Βαλάκ ως είπεν ο Βαλαάμ και προσέφερε μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.

κεφάλαιο ΚΔ / 24.
1 Και ιδών ο Βαλαάμ ότι ήτο αρεστόν ενώπιον του Κυρίου να ευλογήση τον Ισραήλ, δεν υπήγε, καθώς άλλοτε, να ζητήση μαντείας, αλλ' έστησε το πρόσωπον αυτού προς την έρημον.
2 Και ανύψωσεν ο Βαλαάμ τους οφθαλμούς αυτού και είδε τον Ισραήλ κατεσκηνωμένον κατά τας φυλάς αυτών· και ήλθεν επ' αυτόν το πνεύμα του Θεού.
3 Και αρχίσας την παραβολήν αυτού είπε, Βαλαάμ ο υιός του Βεώρ είπε, και ο άνθρωπος, ο έχων ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού, είπεν·
4 είπεν εκείνος, όστις ήκουσε τα λόγια του Θεού, Όστις είδεν όρασιν του Παντοδυνάμου, πεσών εις έκστασιν, έχων όμως ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού.
5 Πόσον ώραίαι είναι αι κατοικίαι σου, Ιακώβ, αι σκηναί σου, Ισραήλ.
6 Ως κοιλάδες είναι εξηπλωμέναι, ως παράδεισοι εις όχθας ποταμού, ως δένδρα αλόης τα οποία εφύτευσεν ο Κύριος, ως κέδροι πλησίον των υδάτων.
7 Θέλει εκχέει ύδωρ εκ της αντλίας αυτού, και το σπέρμα αυτού θέλει είσθαι εις ύδατα πολλά, και ο βασιλεύς αυτού θέλει είσθαι υψηλότερος του Αγάγ, και η βασιλεία αυτού θέλει μεγαλυνθή.
8 Ο Θεός εξήγαγεν αυτόν εξ Αιγύπτου· έχει ως δύναμιν μονοκέρωτος· θέλει καταφάγει τα έθνη τους πολεμίους αυτού, και θέλει συντρίψει τα οστά αυτών, και θέλει κατατοξεύσει αυτούς με τα βέλη αυτού.
9 Αναπεσών, εκοιμήθη ως λέων, και ως σκύμνος λέοντος· τις θέλει εξεγείρει αυτόν; Ευλογημένος ο ευλογών σε και κατηραμένος ο καταρώμενός σε.
10 Και εξήφθη ο θυμός του Βαλάκ εναντίον του Βαλαάμ και συνεκρότησε τας χείρας αυτού· και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, διά να καταρασθής τους εχθρούς μου σε εκάλεσα· και ιδού, συ ευλογών ευλόγησας αυτούς τρίτην ταύτην φοράν·
11 τώρα λοιπόν φύγε εις τον τόπον σου· έλεγον να σε τιμήσω με τιμάς· αλλ' ιδού, ο Κύριος σε εστέρησε της τιμής.
12 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Δεν είπον και προς τους απεσταλμένους σου, τους οποίους απέστειλας προς εμέ, λέγων,
13 Και αν μοι δώση ο Βαλάκ την οικίαν αυτού πλήρη αργυρίου και χρυσίου, δεν δύναμαι να παραβώ την προσταγήν του Κυρίου, ώστε να κάμω καλόν ή κακόν απ' εμαυτού, αλλ' ό,τι ο Κύριος λαλήση, τούτο θέλω ειπεί;
14 και τώρα, ιδού, εγώ υπάγω προς τον λαόν μου· ελθέ λοιπόν να σοι φανερώσω τι θέλει κάμει ο λαός ούτος εις τον λαόν σου εις τας εσχάτας ημέρας.
15 Και αρχίσας την παραβολήν αυτού είπε, Βαλαάμ ο υιός του Βεώρ είπε, και ο άνθρωπος, ο έχων ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού, είπεν·
16 είπεν εκείνος, όστις ήκουσε τα λόγια του Θεού, και έλαβε την γνώσιν του Υψίστου, όστις είδεν όρασιν του Παντοδυνάμου, πεσών εις έκστασιν, έχων όμως ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού·
17 Θέλω ιδεί αυτόν, αλλ' ουχί τώρα· θέλω θεωρήσει αυτόν, αλλ' ουχί εκ του πλησίον· θέλει ανατείλει άστρον εξ Ιακώβ, και θέλει αναστηθή σκήπτρον εκ του Ισραήλ, και θέλει πατάξει τους αρχηγούς Μωάβ, και εξολοθρεύσει πάντας τους υιούς του Σήθ·
18 και ο Εδώμ θέλει είσθαι κληρονομία, και ο Σηείρ θέλει είσθαι κληρονομία εις τους εχθρούς αυτού· και ο Ισραήλ θέλει πράξει εν ισχύϊ·
19 και θέλει εξέλθει εξ Ιακώβ ο εξουσιάζων, και θέλει εξολοθρεύσει τον διασωθέντα εκ της πόλεως.
20 Και ιδών τον Αμαλήκ, ήρχισε την παραβολήν αυτού και είπεν, Ο Αμαλήκ είναι αρχή των εθνών· αλλ' εν τω τέλει αυτού θέλει αφανισθή.
21 Και ιδών τον Κεναίον, ήρχισε την παραβολήν αυτού και είπεν, Ισχυρά είναι η κατοικία σου, και θέτεις την φωλεάν σου επί την πέτραν·
22 πλην ο Κεναίος θέλει καταπορθηθή, εωσού σε φέρη αιχμάλωτον ο Ασσούρ.
23 Και επανέλαβε την παραβολήν αυτού και είπεν, Ω τις θέλει ζήσει, όταν ο Θεός κάμη τούτο;
24 Και πλοία θέλουσιν ελθεί από των παραλίων των Κητιαίων, και θέλουσι καταθλίψει τον Ασσούρ, και θέλουσι καταθλίψει τον Εβερ· αλλά και εκείνοι θέλουσιν εξαφανισθή.
25 Και σηκωθείς ο Βαλαάμ ανεχώρησε και επέστρεψεν εις τον τόπον αυτού· ο δε Βαλάκ απήλθε και αυτός εις την οδόν αυτού.

κεφάλαιο ΚΕ / 25.
1 Και έμεινεν ο Ισραήλ εν Σιττείμ και ήρχισεν ο λαός να πορνεύη μετά των θυγατέρων Μωάβ·
2 αίτινες προσεκάλεσαν τον λαόν εις τας θυσίας των θεών αυτών· και έφαγεν ο λαός και προσεκύνησε τους θεούς αυτών.
3 Και προσεκολλήθη ο Ισραήλ εις τον Βέελ-φεγώρ· και εξήφθη η οργή του Κυρίου κατά του Ισραήλ.
4 Και είπε Κύριος προς τον Μωϋσήν, Λάβε πάντας τους αρχηγούς του λαού και κρέμασον αυτούς ενώπιον του Κυρίου κατέναντι του ηλίου· διά να σηκωθή από του Ισραήλ η φλογερά οργή του Κυρίου.
5 Και είπεν ο Μωϋσής προς τους κριτάς του Ισραήλ, Φονεύσατε έκαστος τους ανθρώπους αυτού, τους όσοι προσεκολλήθησαν εις τον Βέελ-φεγώρ.
6 Και ιδού, εις εκ των υιών Ισραήλ ήλθε φέρων εις τους αδελφούς αυτού γυναίκα Μαδιανίτιν, ενώπιον του Μωϋσέως και ενώπιον πάσης της συναγωγής των υιών Ισραήλ, ενώ έκλαιον εν τη θύρα της σκηνής του μαρτυρίου.
7 Και ιδών Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών του ιερέως, εσηκώθη εκ μέσον της συναγωγής, και λαβών εις την χείρα αυτού δοράτιον,
8 υπήγε κατόπιν του ανθρώπου του Ισραηλίτου εις την σκηνήν και διεπέρασεν αμφοτέρους, τον τε άνθρωπον τον Ισραηλίτην και την γυναίκα διά της κοιλίας αυτής. Και έπαυσεν η πληγή από των υιών Ισραήλ.
9 Ήσαν δε οι αποθανόντες εν τη πληγή εικοσιτέσσαρες χιλιάδες.
10 Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν λέγων,
11 Ο Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, υιού Ααρών του ιερέως, απέστρεψε τον θυμόν μου από των υιών Ισραήλ, δείξας ζήλον υπέρ εμού μεταξύ αυτών, όθεν δεν εξωλόθρευσα τους υιούς Ισραήλ εν τη ζηλοτυπία μου·
12 διά τούτο ειπέ, Ιδού, εγώ δίδω εις αυτόν την διαθήκην μου της ειρήνης·
13 και θέλει είσθαι εις αυτόν και εις το σπέρμα αυτού μετ' αυτόν διαθήκη ιερατείας αιωνίου· διότι εστάθη ζηλωτής υπέρ του Θεού αυτού, και έκαμεν εξιλέωσιν υπέρ των υιών Ισραήλ.
14 Το δε όνομα του Ισραηλίτου του θανατωθέντος εκείνου, όστις εθανατώθη μετά της γυναικός της Μαδιανίτιδος, ήτο Ζιμβρί, υιός Σαλού, άρχοντος οικογενείας επισήμου μεταξύ των Συμεωνιτών.
15 Και το όνομα της γυναικός της Μαδιανίτιδος της θανατωθείσης ήτο Χασβί, θυγάτηρ του Σούρ, αρχηγού λαού, εξ επισήμου οικογενείας εν Μαδιάμ.
16 Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν λέγων,
17 Πολεμείτε τους Μαδιανίτας και πατάξατε αυτούς·
18 διότι αυτοί σας πολεμούσι με τας δολιότητας αυτών, με τας οποίας σας εδολιεύθησαν εις την υπόθεσιν του Φεγώρ και εις την υπόθεσιν της Χασβί θυγατρός του άρχοντος Μαδιανίτου, της αδελφής αυτών, ήτις εθανατώθη εν τη ημέρα της πληγής διά την υπόθεσιν του Φεγώρ. ---





Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Η επιστολή της αγάπης. «προς ΦΙΛΗΜΟΝΑ»

        Επιστολή Αποστόλου Παύλου «προς ΦΙΛΗΜΟΝΑ». 

                                                                     ΕΙΣΑΓΩΓΉ 
    Το έτος 60-61 μ.Χ. ένας δραπέτης δούλος έφυγε από τη Ρώμη και έκανε ένα ταξίδι 1.400 χιλιομέτρων, για να επιστρέψει στις Κολοσσές, μια πόλη που βρισκόταν στα νοτιοδυτικά της Μικράς Ασίας. Είχε μαζί του ένα ιδιόχειρο μήνυμα για τον ιδιοκτήτη του γραμμένο από τα χέρια του Απ. Παύλου. Αυτή η επιστολή είναι μέρος της Αγίας Γραφής και φέρει το όνομα του παραλήπτη της, του Φιλήμονα. 
  Η επιστολή «προς Φιλήμονα» αποτελεί αριστούργημα διακριτικής και πειστικής επιχειρη-ματολογίας. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι περιέχει ορισμένα πρακτικά μαθήματα για τους Χριστιανούς σήμερα, ένα από τα οποία είναι η αξία τού να ενεργούμε και να προτρέπουμε ο ένας τον άλλον με βάση την αληθινή Χριστιανική αγάπη. Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά σ’ αυτή τη σύντομη αλλά τόσο διδακτική επιστολή. 
   Ο Απόστολος Παύλος, ο μεγάλος Απόστολος των Εθνών, ο πρώτος μετά τον Έναν όπως χαρακτηρίστηκε, βρίσκεται φυλακισμένος στη Ρώμη. Τέσσερα χρόνια πριν βρισκόταν στις φυλακές της Καισάρειας και εκεί, για να γλυτώσει από τη μανία των Ιουδαίων, αλλά και για να αποδείξει την αθωότητά του, ζήτησε να μεταβεί στη Ρώμη και να απολογηθεί στον Καίσαρα, δικαίωμα το οποίο κατείχε, αφού ήταν Ρωμαίος πολίτης. Η απάντηση του Φήστου,  ο οποίος ήταν νεοδιορισμένος κυβερνήτη της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας, ήταν: «Τότε, ο Φήστος, αφού μίλησε με το συμβούλιο, αποκρίθηκε: Τον Καίσαρα επικαλείσαι; Στον Καίσαρα θα πας» (Πράξεις ΚΕ/25: 11). 
    Έτσι λοιπόν ο Απ. Παύλος μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι έφτασε στη Ρώμη, όπου και παρέμεινε περίπου δύο χρόνια περιμένοντας τη σειρά του, για να δικαστεί. Δεμένος με αλυσίδα και ευρισκόμενος πάντα υπό την επιτήρηση ενός Ρωμαίου στρατιώτη, έμενε σ’ ένα φιλικό σπίτι (Πράξεις ΚΗ/28: 30) απ’ όπου μπορούσε να επικοινωνεί με πιστούς ανθρώπους, να τους μεταφέρει την αγάπη του Θεού και να τους αποκαλύπτει το σωτήριο Έργο του Ιησού Χριστού. Σ’ αυτήν την κατάσταση «φορών άλυσιν» (Εφεσίους Σ/6: 20) έγραψε τις επιστολές: «προς Εφεσίους», «προς Φιλιππησίους», «προς Κολοσσαείς» καθώς και την επιστολή «προς Φιλήμονα», η οποία ξεχωρίζει, γιατί είναι η πιο μικρή επιστολή και έχει καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα. 
      Η επιστολή «προς Φιλήμονα», η επιστολή της αγάπης, όπως ονομάστηκε, γράφτηκε το έτος 63 μ.Χ. και αποτελείται από 25 εδάφια. Μέσα από την επιστολή φαίνεται καθαρά η θερμή αγάπη και η μεγάλη λεπτότητα του Αποστόλου για τις ψυχές που έφερε στο φως του Χριστού. Η αιτία για να γραφεί τούτη η μοναδική επιστολή ήταν η εξής: Στην πόλη της Εφέσου υπήρχε μια μικρή εκκλησία την οποία είχε ιδρύσει ο Απ. Παύλος και η οποία ήταν εγκατεστημένη στο σπίτι ενός εύπορου πιστού ανθρώπου που ονομαζόταν Φιλήμων, ο οποίος είχε ένα δούλο που τον έλεγαν Ονήσιμο. 
     Ο Φιλήμων ήταν ένας εύπορος χριστιανός που ζούσε στις Κολοσσές. Ήταν ειδωλολάτρης και γνώρισε την αλήθεια του ευαγγελίου από τον Απ. Παύλο. Εξαιτίας αυτού οι δύο άνδρες διατηρούσαν μεγάλη φιλία. Ο Φιλήμων είχε διαθέσει το σπίτι του στην υπηρεσία του ευαγγελίου, όπου γίνονταν χριστιανικές συνάξεις. Ο Απ. Παύλος αναφέρει για τον Φιλήμονα κάτι ιδιαίτερα σοβαρό: «… ακούω την αγάπη σου και την πίστη την οποία έχεις προς τον Κύριο Ιησού Χριστό και εις πάντας τους Αγίους». Η αγάπη έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, έχει το δικό της ήχο. Ένα χρυσό νόμισμα έχει τελείως διαφορετικό ήχο από ένα κάλπικο. Η αγάπη του Φιλήμονα ακουγόταν. Η φήμη της αγάπης του πέρασε τη Μακεδονία, ολόκληρη την Ελλάδα και έφτασε στη Ρώμη. Εκεί ένας δέσμιος για το Χριστό άκουσε αυτήν την ωραία φήμη. Ο ήχος της αγάπης δε δεσμεύεται, φτάνει παντού και είναι αυτή η καλύτερη μαρτυρία για τον κάθε άνθρωπο. 
     Ο Ονήσιμος ήταν ένας δούλος που ανήκει στον Φιλήμονα. Πολύ πιθανόν να πρόκειται για ένα ιδιαίτερα προικισμένο άτομο. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα συνήθιζαν κατά τις διάφορες εκστρατείες τους να αιχμαλωτίζουν από τις εχθρικές χώρες τα πιο καλά και έξυπνα αγόρια και κορίτσια, για να τα φέρουν στη Ρώμη, όπου τα πουλούσαν σαν δούλους. Η λέξη Ονήσιμος είναι ελληνική και ήταν συνηθισμένη για δούλους και θα μπορούσε να μεταφραστεί ελεύθερα ως «εκείνος που είναι ωφέλιμος». Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο ο δούλος δεν είχε κανένα δικαίωμα, ήταν «res» (πράγμα) και το μόνο που ήταν υποχρεωμένος να κάνει ήταν να υπακούει κατά πάντα στον κύριό του.
    Όπως φαίνεται από την επιστολή, ο Ονήσιμος έχει κλέψει από τον κύριό του, τον Φιλήμονα, κάποιο χρηματικό ποσό και έχει δραπετεύσει στη Ρώμη με την ελπίδα ότι θα κρυφτεί μέσα στους πολλούς και δεν πρόκειται να τον ανακαλύψουν ποτέ. Η Ρώμη την εποχή εκείνη είχε πληθυσμό 1,5 εκατομμυρίων ανθρώπους. Εκεί ο δραπέτης δούλος ξόδεψε όλα τα κλεμμένα χρήματα. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως τα περίμενε. Η χαρά και η ευτυχία στον άνθρωπο δεν πηγάζει από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά από την εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου. Έτσι ο Ονήσιμος δεν άργησε να καταλάβει ότι και στη Ρώμη συνεχίζει να είναι σκλάβος, όπως και στις Κολοσσές. Πόσο εύστοχα ο ποιητής αναφέρει: «καινούργιους τόπους δε θα βρεις, δε θα βρεις άλλες θάλασσες, η πόλη θα σε ακολουθεί». Έτσι λοιπόν ήταν σκλάβος στις τύψεις, στις ανησυχίες του, στους φόβους του. Το παράδοξο είναι ότι από τον κύριο στις Κολοσσές μπορούσε να δραπετεύσει, από τον κύριο στη Ρώμη και τις βαριές αλυσίδες που είχε μέσα του δεν μπορούσε να δραπετεύσει. Το ωραιότερο μαξιλάρι για τον άνθρωπο είναι η αγαθή συνείδηση. 
    Τι ωραίο παράδειγμα! Ο κάθε άνθρωπος είναι ένας Ονήσιμος. Θέλησε ο άνθρωπος να ζήσει ελεύθερος, έσπασε τους δεσμούς του με το Θεό και έφυγε μακριά από τον πλάστη και δημιουργό του. Δε θέλω το Θεό στη ζωή μου, θέλω να ζήσω ελεύθερος, ανεξάρτητος, να αποφασίζω εγώ για τον εαυτό μου, να δημιουργήσω μακριά από Εκείνον. Διαχρονικό είναι εκείνο το : «δεν θέλομεν ούτος βασιλεύσει εφ’ ημών» (Ιωάννης ΙΘ/19: 15). Όμως όσο πιο μακριά φεύγει ο άνθρωπος από το Θεό, τόσο πιο δούλος γίνεται και τόσο πιο βαριές είναι οι αλυσίδες που τον δένουν. Ακόμα και αν όλοι τον ξεχάσουν, η συνείδησή του δε θα τον ξεχάσει ποτέ. Πάντα μέσα του θα αντηχεί η φωνή του Θεού : «Αδάμ που είσαι, γιατί κρύφτηκες …….» (Γένεση Γ/3: 9). 
      Πώς ακριβώς έζησε ο Ονήσιμος και πόσο χαμηλά κατέβηκε στη στάθμη της Ρωμαϊκής κοινωνίας, δε γνωρίζουμε. Ξέρουμε όμως πως όσο πιο χαμηλά φτάνει ο άνθρωπος, τόσο πιο μακρινό γίνεται το όνειρο της ελευθερίας και τόσο πιο πολύ η σκλαβιά μεγαλώνει. Είναι ανάγκη να φτάσει στο τέρμα ο άνθρωπος, για να καταλάβει ότι δεν μπορεί να σωθεί μόνος του. Ο «άσωτος» έφτασε να τσακώνεται με τους χοίρους, για να πάρει από αυτούς κάποια ξυλοκέρατα για να χορτάσει την πείνα του. (Λουκάς ΙΕ/15: 16). Τότε πλέον δεν του μένει τίποτα, ούτε η λεγόμενη ηθική του, ούτε τα καλά του έργα, ούτε τίποτα. Είναι η ώρα να αναγνωρίσει την ανικανότητά του και να θυμηθεί το σπίτι του Πατέρα, να μετανοήσει, να μαλακώσει η καρδιά του και να εκζητήσει το Θεό. 
      Σ΄ αυτή την κατάσταση βρέθηκε ο Ονήσιμος. Κάποια στιγμή άκουσε ότι ο φίλος του κυρίου του ο Παύλος βρίσκεται στη Ρώμη κλεισμένος στη φυλακή. Μια δύναμη τον ξεσήκωσε και τον έκανε να πάρει τις φυλακές σβάρνα, για να βρει τον Παύλο. Κάποια στιγμή τον βρήκε. Ο Απ. Παύλος του μιλάει για το Θεό της αγάπης, της συγχώρεσης, για το «φίλο των τελωνών και των αμαρτωλών» (Λουκάς Ζ/7: 34), για Εκείνον που προσφέρει αγάπη και έλεος σε οποιοδήποτε άνθρωπο (άσπρο, μαύρο, κόκκινο), που ειλικρινά θα μετανοήσει για το άστοχο παρελθόν του και θα Τον εκζητήσει στη ζωή του. Ο Ονήσιμος δέχεται το Χριστό και γίνεται παιδί του Θεού. Κάποιος είπε ότι εκείνη την ώρα όλοι οι άγγελοι του ουρανού κοίταζαν προς τη Ρώμη. Χαίρεται ο Ονήσιμος, χαίρεται ο Παύλος, μα πάνω απ’ όλα χαίρεται ο ουρανός καθώς ένα αρνάκι που είχε άσχημα περιπλανηθεί, βρήκε το δρόμο για τη ζωή. Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει: «Ούτω, σας λέγω, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού διά ένα αμαρτωλόν μετανοούντα» (Λουκάς ΙΕ/15: 10). Ο Ονήσιμος βρήκε το δρόμο για την πραγματική ελευθερία, που υπάρχει μόνον κοντά στο Χριστό.
       Ένας φάρος γίνεται πλέον ο Ονήσιμος που θα δείχνει μέσα στην ιστορία, τι μπορεί να κάνει ο Χριστός στον άνθρωπο, αν ο άνθρωπος το θελήσει. Ο κλέφτης, έγινε Άγιος, ο δραπέτης έγινε κήρυκας του ευαγγελίου. Κάποτε ήταν άχρηστος, τώρα πλέον είναι χρήσιμος. Αυτό θα πει «νέον κτίσμα». (Β΄ Κορινθίους Ε/5: 17).
        Στις ημέρες που ακολούθησαν αναπτύχθηκε μια αμοιβαία αγάπη ανάμεσα στις δύο άνδρες (εδ. 12) και ο λυτρωμένος δεσμώτης αποδείχτηκε πολύτιμος βοηθός για τον Απ. Παύλο (εδ. 13), του οποίου έγινε «αδελφός αγαπητός». Ο Απ. Παύλος θα ήθελε να κρατήσει για πάντα τον Ονήσιμο κοντά του στη Ρώμη, αλλά ο Φιλήμων είχε νομικά δικαιώματα ως ιδιοκτήτης του Ονήσιμου. Έτσι ο Ονήσιμος ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στην υπηρεσία του νόμιμου κυρίου του. Το δίλημμα για τον Απ. Παύλος είναι πώς θα τον δεχόταν ο Φιλήμων. Θα απαιτούσε θυμωμένα να ασκήσει το δικαίωμα που είχε να επιβάλει αυστηρή τιμωρία; Θα αμφισβητούσε την ειλικρίνεια του ισχυρισμού του Ονήσιμου ότι ήταν χριστιανός; Ο Ονήσιμος έπρεπε να επιστρέψει στον Φιλήμονα για ένα ακόμα λόγο, για να επανορθώσει τα αδικήματα του παρελθόντος. Μπορεί ο Χριστός να είχε συγχωρήσει τον Ονήσιμο για τις πράξεις του, όμως θα έπρεπε να ζητήσει συγνώμη και συγχώρεση και από τον κύριό του, το Φιλήμονα, που τον είχε κλέψει. Μόνον τότε θα ήταν τακτοποιημένος και η ζωή του θα ήταν ακέραιη. Είναι ανάγκη μετά τη συγχώρεση του Χριστού να συμφιλιωθούμε και με τον αδελφό μας τον οποίο αδικήσαμε. Είναι πρέπον ακόμα και να επανορθώσουμε το κακό που κάναμε. Ας θυμηθούμε τον «ύμνο της μετάνοιας». Γεμάτος από ευγνωμοσύνη για τον Κύριό, στάθηκε ο Ζακχαίος και είπε : «Σταθείς δε ο Ζακχαίος, είπε προς τον Κύριον ιδού, τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδω εις τους πτωχούς, και εάν εσυκοφάντησά τινά εις τι, αποδίδω τετραπλούν».(Λουκάς ΙΘ/19: 8). 
     Ο Απ. Παύλος λοιπόν έγραψε μία επιστολή με το ίδιο του το χέρι, χωρίς να χρησιμοποιήσει κάποιο γραμματέα, όπως συνήθιζε να κάνει. (εδ. 19), πιθανόν για να μη γνωρίζει κανένας άλλος το περιεχόμενό της και να παραμείνει αυστηρά προσωπική. Αφού λοιπόν συστήθηκε και ευχήθηκε στο Φιλήμονα και στο σπιτικό του «χάρη και ειρήνη», ο Απόστολος τον επαινεί για την αγάπη και την πίστη του προς τον Κύριο Ιησού και προς όλους τους αγίους. (εδ. 1-7).
    Ο Ονήσιμος, πραγματικά ελεύθερος τώρα, με την επιστολή του Αποστόλου στα χέρια του, επιστρέφει στην πόλη των Κολοσσών, για να συναντήσει τον κύριό του, το Φιλήμονα. Είχε νικήσει ο Χριστός. Μαζί του φέρνει και μια επιστολή του Απ. Παύλου προς τον φίλο του, το Φιλήμονα. Με την επιστολή αυτή μεσολαβεί ο απόστολος προς το Φιλήμονα υπέρ του Ονήσιμου ζητώντας να τον συγχωρήσει, να τον δεχτεί σαν αδελφό και έτσι να αποκτήσει και πάλι ο Ονήσιμος την εύνοια του αφεντικού του (εδ.17). Τον παρακαλεί να τον δεχτεί με τα λόγια: «Δέχθητι αυτόν με καλοσύνη, ως εμέ», Αυτό δε σήμαινε κατ’ ανάγκη ότι ο Ονήσιμος θα απελευθερωνόταν από τη δουλεία. Ο Ονήσιμος θα εξακολουθούσε να εργάζεται ως δούλος, αλλά πλέον θα ήταν ένας ιδιαίτερα αγαπητός, αφού πλέον θα τους ένωνε η κοινή πίστη στο σωτήρα τους Ιησού Χριστό.
     Όσο για τα χρήματα που είχε καταχραστεί ο Ονήσιμος ο Απόστολος προσφέρεται να τα καταβάλει ο ίδιος. Η επιστολή αυτή του Αποστόλου αποτελεί ένα μαργαριτάρι της εφαρμογής της χριστιανική πίστης στην καθημερινή ζωή, ενώ ταυτόχρονα είναι ένα κορυφαίο κείμενο θερμής αγάπης, τρυφερότητας, λεπτότητας, ευγένειας, γενναιοδωρίας, αβροφροσύνης, θυσίας για τον αδελφό, για το συνάνθρωπο. Χωρίς να διστάζει ο Απόστολος παίρνει τη θέση του αποστάτη δούλου και κάνει έκκληση προς το Φιλήμονα να τον δεχτεί, σαν να δεχόταν τον ίδιο. «Εάν λοιπόν έχεις εμέ κοινωνόν, δέχθητι αυτόν ως εμέ». (εδ. 17). Γράφει λοιπόν: «αν με θεωρείς φίλο σου, δέξου τον σαν να ήμουν εγώ». Τούτα τα λόγια δείχνουν την αγάπη, την απλότητα, την καθαρότητα, την ειλικρίνεια που θα πρέπει να διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων του Χριστού. 
     Αν προσέξουμε τις εκδηλώσεις της αγάπης του Απ. Παύλου, το πνεύμα της θυσίας, την προσφορά της αντικατάστασης και τα τόσα άλλα επιχειρήματα με τα οποία προσπαθεί να συγκινήσει το Φιλήμονα, για να δεχτεί τον Ονήσιμο, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια πιστή εικόνα του Έργου του εξιλασμού του Χριστού, της Θείας Αγάπης και προσφοράς του Κυρίου Ιησού Χριστού υπέρ του αμαρτωλού ανθρώπου. Η επιστολή «προς Φιλήμονα» είναι μια εικόνα του δράματος της Γεθσημανή, όπου ο Ένας μεσολάβησε για όλους. «εις υπέρ πάντων απέθανεν» (Β΄ Κορινθίους Ε/5: 14). Τι κορυφαία στιγμή, τη συγκλονιστικά τα λόγια του Αποστόλου προς το Φιλήμονα: «Κι αν σε ζημίωσε ή σου χρωστάει κάτι, χρέωσέ το σ’ εμένα». 
     Όπως οι αποτυχίες του Ονήσιμου και η ανικανότητά του να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του χρεώθηκαν στο «λογαριασμό» του Απ. Παύλου, έτσι και οι αμαρτίες του ανθρώπου, όταν πίστεψε στο Χριστό χρεώθηκαν στο «λογαριασμό» του Ιησού Χριστού, γιατί για το Θεό όλοι είμαστε Ονήσιμοι. Ο Απόστολος βάζει τον εαυτόν του στη θέση του δούλου σαν να ήταν αυτός που ζημίωσε το Φιλήμονα. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Χριστός πάνω στο σταυρό για χάρη μας, προς τον Πατέρα Θεό. Χρεώθηκε Εκείνος την αμαρτία μας, την αποστασία μας και πέθανε Αυτός πάνω στο σταυρό, για να μην πεθάνουμε εμείς, αλλά να ζήσουμε αιώνια κοντά στο Θεό (Α΄ Ιωάννου Ε/5 : 13). Ο Απ. Παύλος παίρνει τη θέση του «μεσίτη», μεσολαβεί προς το Φιλήμονα για το φτωχό δούλο όχι με εξουσία την οποία ασφαλώς είχε από το Θεό. Παραιτείται από κάθε δικαίωμά του, δείχνοντας προς τον Φιλήμονα τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει και εκείνος να ενεργήσει. Αυτό ακριβώς έκανε και για μας ο Χριστός προς το Θεό Πατέρα. Ο Χριστός παραιτήθηκε από τα δικαιώματά Του. «όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να είναι ίσα με τον Θεόν, αλλ' εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». (Φιλιππησίους Β/2: 6-8). Με αγάπη και με ταπείνωση ο Κύριος απευθύνθηκε προς τον Πατέρα από τον οποίον ζήτησε να κρατήσει την οργή του και να μας σκεπάσει με τη χάρη Του. Ο Κύριος Ιησούς έβαλε τον εαυτόν Του ασπίδα, για να μας προστατεύσει, έχυσε το πολύτιμο αίμα Του, για να μας πλύνει και να μας καθαρίσει από το αμαρτωλό παρελθόν μας (Α΄ Ιωάννου Α: 7). 

 ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

     1. Παύλος, δέσμιος του Ιησού Χριστού, και Τιμόθεος ο αδελφός, προς Φιλήμονα τον αγαπητόν και συνεργόν ημών (Εγώ ο Παύλος, που είμαι φυλακισμένος για χάρη του Ιησού Χριστού, και ο Τιμόθεος ο αδελφός, απευθυνόμαστε σε σένα Φιλήμονα, συνεργάτη μας αγαπητέ) 
       Ο παλιός διώκτης του Ιησού, ο οδοιπόρος της Δαμασκού, αυτός που ανάγκαζε τα παιδιά του Θεού να βλαστημούν το Σωτήρα τους και να απαρνιούνται την πίστη τους, αυτός που καταδίωξε με ιδιαίτερη σκληρότητα την εκκλησία του Θεού (Πράξεις ΚΒ/22: 1-21), ο Σαύλος ο άνθρωπος του Ιουδαϊκού συνεδρίου, ο πιο στενός συνεργάτης του Αρχιερέα, τώρα είναι αλυσοδεμένος για χάρη του Χριστού τον οποίον άλλοτε πολεμούσε. Σε κάποιες επιστολές του παρουσιάζει τον εαυτόν του ως «απόστολον του Χριστού», σε άλλες «δούλος Χριστού», σ’ αυτήν την επιστολή της αγάπης, που γράφτηκε για να συγκινήσει, παρουσιάζεται ως «δέσμιος Χριστού Ιησού». Παίρνει μια κατώτερη, μειονεκτική θέση, για να συγκινήσει και να πετύχει το σκοπό του. Ο Απόστολος αναφέρει σαν συν αποστολέα της επιστολής τον Τιμόθεο, ο οποίος βρισκόταν κοντά του. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Απ. Παύλου ο Τιμόθεος ήταν «γνήσιον τέκνον εις την πίστην», «ισόψυχος» του Αποστόλου, που εδώ τον αποκαλεί «αδελφό». Ο Τιμόθεος έχει έρθει στη Ρώμη, για να μεταφέρει στον Απόστολο κάποια ζητήματα τοπικών εκκλησιών και να λάβει την οδηγία του. 
     Παραλήπτης της επιστολής ήταν ο Φιλήμονας, εργάτης της εκκλησίας των Κολοσσών, άνθρωπος που πίστεψε από τα λόγια του Απ. Παύλου. Είναι φανερό ότι ο Απόστολος είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για το Φιλήμονα και αυτή οφειλόταν στο ενδιαφέρον που είχε στις θυσίες του, στην αγάπη του, για όλους τους πνευματικούς αδελφούς του. Δε γνωρίζουμε την έκταση του χριστιανικού έργου του Φιλήμονα, σίγουρα θα ήταν περιορισμένο στα πλαίσια της πρόνοιας και της φιλοξενίας κάποιων αδελφών, όμως ο Απ. Παύλος δε διστάζει να τον αποκαλεί συνεργάτη του, ανεβάζοντάς τον στο δικό του επίπεδο. Στο έργο του Χριστού δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι, υπάρχουν ψυχές πρόθυμες να εργαστούν τις οποίες ο Θεός ενισχύει με τις δικές Του δυνάμεις. 
      2. και την Απφίαν την αγαπητήν και Άρχιππον τον συστρατιώτην ημών και την κατ' οίκον σου εκκλησίαν (καθώς και στην αγαπητή Απφία και στο συστρατιώτη μας Άρχιππο, όπως επίσης και στην εκκλησία που συναθροίζεται στο σπίτι σου). 
     Ο Απόστολος στέλνει χαιρετισμούς και στην Απφία, η οποία πιθανότατα ήταν η γυναίκα του Φιλήμονα. Χαιρετίζει τον Άρχιππο, εργάτη και αυτόν του Ευαγγελίου (Κολοσσαείς Δ/4:17), που πρέπει να έμενε στο σπίτι του Φιλήμονα και τον αποκαλεί «συστρατιώτη». Το Φιλήμονα τον αποκαλεί «συνεργόν». Επειδή πολλά από τα μέλη της εκκλησίας θα είχαν πληροφορηθεί την κακή συμπεριφορά του Ονήσιμου ο Απόστολος κρίνει πως την επιστολή θα έπρεπε να την απευθύνει και σε όλη την εκκλησία προκειμένου να πληροφορηθεί τα ευχάριστα νέα. 
     3. χάρις είη υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού. (Ευχόμαστε να έχετε χάρη και ειρήνη από το Θεό Πατέρα μας και τον Κύριο Ιησού Χριστό). 
   Ο Απ. Παύλος στις προσφωνήσεις των επιστολών του πάντοτε αναφέρει τα σπουδαιότερα και ζητάει από το Θεό κάθε αγαθό για την εκκλησία. Στην ουσία ο χαιρετισμός του είναι μια σύντομη προσευχή στο Θεό για την εκκλησία. Σε όλους τους αποδέκτες της επιστολής εύχεται «χάρη». Χάρη είναι κάθε αγαθό που δίνει ο Θεός στον πιστό άνθρωπο χωρίς να το αξίζει. Εύχεται «ειρήνη», που μόνον το Πνεύμα του Θεού μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο που βρίσκεται σε «κοινωνία» με το Θεό. Τη χάρη και την ειρήνη ο Θεός τη χορηγεί πάντοτε μέσω του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό το λόγο ο Απόστολος δίπλα στο Θεό Πατέρα αναφέρει και το όνομα του Κυρίου Ιησού, γιατί ο Χριστός είναι η «οδός» που οδηγεί στον Πατέρα. (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). Χωρίς το Χριστό δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό και να έχουμε κοινωνία μαζί Του. 
     4. Ευχαριστώ τον Θεόν μου και μνημονεύω σε πάντοτε εν ταις προσευχαίς μου, (Ευχαριστώ πάντοτε το Θεό μου για σένα καθώς σε αναφέρω στις προσευχές μου) 
     Δεμένος, στερημένος, περιορισμένος σε τέσσερις τοίχους, υπόδικος σε έναν τύραννο, με αβέβαιο και σκοτεινό μέλλον, ο Απ. Παύλος δεν ξεχνάει να στείλει την ευχαριστία της καρδιάς του στον Πατέρα Θεό. Δεν ευχαριστεί από καθήκον ή από κάποια τυπική υποχρέωση, ευχαριστεί το Θεό συνειδητά με κάθε ειλικρίνεια. Η ευχαριστία μας προς το Θεό θα πρέπει να αποδίδεται ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούν γύρω μας. Με το «ευχαριστώ» στο Θεό αναγνωρίζουμε ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον είναι άνωθεν καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής». (επιστολή Ιακώβου Α: 17). 
       Ο Απόστολος προσευχόταν και για το Φιλήμονα και ευχαριστούσε το Θεό γι’ αυτόν, που ήταν μια ευλογία μέσα στο έργο του Κυρίου. Ο Απ. Παύλος με τη σκέψη του αγκάλιαζε κυριολεκτικά όλες τις εκκλησίες. Αδιάκοπα παρακολουθούσε την πορεία των εκκλησιών, έβλεπε πού υπάρχει πρόοδος και πού δεν υπάρχει και ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να συμβουλεύσει, να υποδείξει, να διορθώσει, αλλά και να επαινέσει. Παρακολουθούσε μία, μία τις ψυχές των πιστών. Οι επιστολές του είναι γεμάτες από προσωπικούς χαιρετισμούς και από πνευματικές συμβουλές. Ο Απόστολος δεν παραλείπει να τους αναφέρει στην προσευχή του ολόκληρο αυτό το πλήθος των πιστών ανθρώπων και κατά ιδιαίτερο τρόπο αυτούς που κοπίαζαν στο έργο του Κυρίου. Ευχαριστούσε το Θεό για τις ευλογίες που τους χάριζε και παρακαλούσε ξεχωριστά για τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Είναι εκδήλωση αληθινής αγάπης να προσεύχεται κανείς για τους άλλους. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή του «προς Κολοσσαείς» περιλαμβάνει στους χαιρετισμούς του τον Επαφρά, διαβεβαιώνοντάς τους ότι αυτός ο δούλος του Ιησού Χριστού “αγωνιζόταν πάντοτε για εκείνους στις προσευχές του, για να σταθούν τελικά πλήρεις και με ισχυρή πεποίθηση όσον αφορά όλο το θέλημα του Θεού”. (Κολοσσαείς Δ: 4). 
      5. ακούων την αγάπην σου και την πίστιν, την οποίαν έχεις προς τον Κύριον Ιησούν και εις πάντας τους αγίους, (γιατί ακούω για την πίστη που έχεις, όπως και για την αγάπη σου για τον Κύριο Ιησού Χριστό και για όλους τους πιστούς) 
      Ο Απ. Παύλος ευχαριστούσε το Θεό στις προσευχές του για το Φιλήμονα, καθώς άκουγε για την αγάπη που είχε για όλους τους αδελφούς του. Η φήμη για την άγια ζωή του Φιλήμονα από την Μ. Ασία που διέμενε είχε φτάσει στη Ρώμη και από εκεί στο κελί του Απ. Παύλου. Την εποχή εκείνη τις ειδήσεις τις μετέφεραν οι ταξιδιώτες. Άνθρωποι πήγαιναν, έρχονταν και μιλούσαν στον Απ. Παύλο για την αγάπη που διέκρινε το Φιλήμονα και για την πίστη του στο Θεό. Είχε αγάπη προς τον Κύριο Ιησού και είχε αγάπη για τους αγίους του Θεού. Αυτά πάνε μαζί, αφού δεν είναι δυνατόν να αγαπήσει κάποιος, αν πρώτα δεν έχει αγαπήσει το Θεό, που είναι η πηγή της αγάπης. (Α΄ Ιωάννου Δ/4: 16). Σ’ αυτήν την αγάπη που είχε ο Φιλήμονας προς τους αδελφούς του στηρίζει ο Απ. Παύλος το αίτημά του για την αποδοχή του Ονήσιμου, τον οποίον παρουσιάζει όχι ως τον αποστάτη δούλο, αλλά ως άγιο και πλέον δούλο του Κυρίου. 
       6. δια να γίνει η κοινωνία της πίστεώς σου ενεργός δια της φανερώσεως παντός καλού του εν υμίν εις Χριστόν Ιησούν. (και τον παρακαλώ η συμμετοχή σου στην πίστη να γίνει αποδοτική με την επίγνωση κάθε αγαθού που υπάρχει ανάμεσά μας για τη δόξα του Ιησού Χριστού). 
      Την πίστη, μετά αγάπης ενεργουμένης (Γαλάτες Ε/5: 6), ο Απ. Παύλος την αποκαλεί «κοινωνία πίστεως». Είναι η πίστη που μας ενώνει με το Θεό και μας κάνει κοινωνούς. Αν αυτή η «κοινωνία» δεν είναι ενεργή, αν δεν εκδηλώνεται ζωντανά προς τους αδελφούς, τότε μοιάζουμε με το «θαμμένο τάλαντο» (Ματθαίος ΚΕ/25: 24-26). Τα συναισθήματα αυτής της «κοινωνίας», το πλήθος των ευλογιών και των αποκαλύψεων που έκανε ο Θεός μέσα στη ζωή μας θα πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για τη σωτηρία και άλλων ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε ότι μια μέρα θα δώσουμε λόγο στο Θεό για τα τάλαντα που μας εμπιστεύτηκε. Ο Φιλήμονας δείχνει πρακτική, καλοσύνη. Η καλοσύνη του εκδηλώνεται με έργα και η καλή φήμη του γι’ αυτό έχει φτάσει παντού. Εδώ ο Απόστολος προσευχόταν, ώστε η ζωή του Φιλήμονα, που ήταν γεμάτη από ευεργεσίες, να φανερώσει στα μάτια και άλλων ανθρώπων το Χριστό, για να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον είναι άνωθεν καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής». (Ιακώβου Α: 17). 
      7. Διότι χαράν πολλήν έχομεν και παρηγορίαν διά την αγάπην σου, επειδή τα σπλάγχνα των αγίων ανεπαύθησαν διά σου, αδελφέ. (Και αντλούμε πραγματικά μεγάλη χαρά και εμψύχωση από την αγάπη σου, γιατί οι καρδιές των πιστών έχουν βρει ανακούφιση χάρη σε σένα, αδελφέ μας). 
    Μεγάλη χαρά έλαβε ο Απόστολος, καθώς άκουσε τα καλά νέα για το Φιλήμονα. Εάν το να οδηγήσεις κάποιον στο Χριστό είναι μια μεγάλη ικανοποίηση, πόσο μεγαλύτερη είναι το να ακούς ότι ο άνθρωπος αυτός μένει στην πίστη και με τη ζωή του τιμά και φανερώνει το σωτήρα του Χριστό. Η όλη συμπεριφορά του Φιλήμονα έγινε αφορμή να ανακουφιστούν οι καρδιές των πιστών ανθρώπων και να αποβλέπουν σ’ Αυτόν με εμπιστοσύνη. Είναι γεγονός ότι η ζωή μας επηρεάζει και τη ζωή όλων αυτών που καθημερινά μας περιβάλλουν. Η ζωή του Φιλήμονα δεν ήταν μια στενή, τυπική ζωή που να στρέφεται γύρω από τον εαυτόν του ή την οικογένειά του ή τη συγγένεια του, αλλά μια πλούσια πρακτική ζωή που είχε αντίκτυπο στη ζωή και των άλλων ανθρώπων γύρω του. Ήταν μια υποδειγματική ζωή που αποτελούσε στήριγμα και παρηγοριά για όλους τους πιστούς ανθρώπους.
      8. Όθεν, αν και έχω εν Χριστώ πολλήν παρρησίαν να επιτάττω εις σε το πρέπον, (Γι' αυτό, αν και έχω όλο το θάρρος να σου επιβάλλω το καθήκον σου) 
     Ο Απ. Παύλος θέλει να μεσολαβήσει έτσι, ώστε ο Φιλήμονας να δεχτεί το μετανοημένο Ονήσιμο και να συνεχίσει να τον έχει κοντά του. Σαν γνήσιος Απόστολος του Χριστού είχε κάθε δικαίωμα να πει στο Φιλήμονα: «αδελφέ μου το καθήκον σου σαν πιστός είναι να συγχωρήσεις και να αποκαταστήσεις τον δραπέτη Ονήσιμο και σου ζητώ αυτό ακριβώς να κάνεις». Θα μπορούσε ο Απόστολος να διατάξει τον Φιλήμονα να το κάνει και είναι βέβαιο ότι ο Φιλήμονας θα το έκανε, όμως με τον τρόπο αυτό ο Απόστολος θα είχε επιβάλει την άποψή του και θα είχε κερδίσει μια επιφανειακή νίκη. Όμως το ζητούμενο είναι να κερδίσει την καρδιά του Φιλήμονα, γιατί διαφορετικά ο Ονήσιμος θα γινόταν δεκτός με ψυχρότητα, με καχυποψία και κάτω από ανάγκη. 
     Έτσι λοιπόν ο Απ. Παύλος δε στέκεται και δεν κάνει χρήση αυτής της υψηλής θέσης την οποία κατέχει, αλλά κατεβαίνει χαμηλά και παίρνει τη θέση του ικέτη. Παράδειγμά του είναι πάντοτε ο Κύριος. Ο Χριστός, ως Υιός του Θεού, είχε κάθε δικαίωμα να μιλήσει στον παραστρατημένο άνθρωπο με θεϊκή εξουσία, όμως προτίμησε να κατέβει χαμηλά και να πάρει τη θέση του ικέτη. Προτίμησε να ακολουθήσει τον ασφαλή δρόμο της αγάπης, που περνάει μέσα από το κατέβασμα, μέσα από ταπεινοφροσύνη, μέσα από άδειασμα. Ο Απ. Παύλος δίνοντας αυτήν την εικόνα του Κυρίου Ιησού αναφέρει προς τους Φιλιππήσιους Χριστιανούς: «όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν, αλλ' εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». (Φιλιππησίους Β/2: 6-8). 
     9. όμως διά την αγάπην μάλλον σε παρακαλώ, τοιούτος ων ως Παύλος ο γέρων, τώρα δε και δέσμιος του Ιησού Χριστού, (εντούτοις, χάρη στην αγάπη μας, προτιμώ να σε παρακαλέσω. Καθώς λοιπόν είμαι τόσο προχωρημένος στην ηλικία εγώ, ο Παύλος, τώρα μάλιστα και φυλακισμένος για χάρη του Ιησού Χριστού), 
     Ο Απ. Παύλος στο όνομα της αγάπης προτιμά να παρακαλέσει και όχι να διατάξει. Μάλιστα την παράκληση της αγάπης του την ενισχύει με το να παρουσιάζει στον Φιλήμονα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Τα χρόνια έχουν περάσει και ο Παύλος δεν είναι πλέον αυτός που ήταν. Οι μεγάλες ταλαιπωρίες τις οποίες έχει υποστεί τον έχουν γεράσει. Ο Απ. Παύλος παρακαλεί και είναι γεγονός ότι την παράκληση κάποιου, «που φέρει τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του» (Γαλάτας Σ/6: 17), που γέρασε στη διακονία του ευαγγελίου, πολύ δύσκολα την περιφρονεί κανείς. Ο Απόστολος δε σταματάει εδώ, θυμίζει στο Φιλήμονα ότι για το όνομα του Χριστού είναι «δέσμιος», είναι φυλακισμένος με άγνωστο και αβέβαιο μέλλον. Με τα λόγια αυτά δε ζητάει συμπάθεια, ελπίζει όμως ότι ο Φιλήμονας όλα αυτά θα τα λάβει υπόψη του, για να αποφασίσει. Ο Απ. Παύλος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του Φιλήμονα για τον αποστάτη δούλο, επικαλούμενος την αγάπη του Φιλήμονα γι’ αυτόν. Μελετώντας το λόγο του Θεού διαπιστώνουμε ότι ο Κύριος Ιησούς ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο, κάνοντας χρήση της μεγάλης αγάπης του Πατέρα για τον Υιό, παρακαλεί για μας τον Πατέρα Θεό και παίρνει τη θέση μας. 
     10. σε παρακαλώ υπέρ του τέκνου μου, τον οποίον εγέννησα εν τοις δεσμοίς μου, υπέρ του Ονησίμου, (σου υποβάλλω μια παράκληση για το παιδί μου, τον Ονήσιμο, που τον γέννησα μέσα στη φυλακή μου) 
     «Σε παρακαλώ». Αυτή η μικρή φράση ας μη λείψει από τη ζωή μας, από τη συμπεριφορά μας και κυρίως να μην είναι τυπική αλλά ουσιαστική στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Ο Απ. Παύλος εξωτερικεύει πλέον τα τρυφερότατα αισθήματά του για τον αποστάτη δούλο και ονομάζει τον Ονήσιμο παιδί του. Ήταν στην πραγματικότητα ο πνευματικός του Πατέρας. Οι ψυχικοί δεσμοί που ενώνουν τους ανθρώπους μέσα σε θλίψεις, σε διωγμούς, σε στερήσεις είναι πολύ δυνατοί και η αγάπη του Απ. Παύλου για το πνευματικό του παιδί ήταν πολύ μεγάλη, γιατί έγινε κάτω από τέτοιες δύσκολες συνθήκες. 
      Σε παρακαλώ, γράφει προς τον Φιλήμονα, για το πνευματικό μου παιδί τον Ονήσιμο, το οποίο το γέννησα, ενώ ήμουν στα δεσμά μου. Το όνομα το αναφέρει στο τέλος ο Απόστολος. Σε στιγμές μεγάλης αγάπης η μάνα που κρατάει στην αγκαλιά της το παιδί της του λέει: «παιδί μου», χωρίς να αναφέρει το όνομά του. Επίσης θέλει να δείξει στο Φιλήμονα ότι δεν του ζητάει να δεχτεί τον δραπέτη δούλο Ονήσιμο, μα το «παιδί» του Απ. Παύλου, που έχει το όνομα Ονήσιμος. 
      Όπως ο Ονήσιμος ήταν παιδί του Απ. Παύλου που το απέκτησε «εν τοις δεσμοίς του», έτσι και ο κάθε πιστός άνθρωπος είναι παιδί του Ιησού Χριστού που το απέκτησε «εν τοις δεσμοίς του». Ο Ναζωραίος που διήλθε «ευεργετών και θεραπεύων» (Πράξεις Ι/10: 38), που δεχόταν τα ραπίσματα στις αυλές του Άννα και του Καϊάφα, τα φτυσίματα των αμαρτωλών, που καρφώθηκε και πέθανε πάνω στο σταυρό, ήταν ο δημιουργός του κόσμου «εν τοις δεσμοίς του». Όλοι όσοι πίστεψαν σ’ Αυτόν είναι παιδιά Του, είναι "καρποί του πόνου της ψυχής του" (Ησαϊας ΝΓ/53: 11). 
     11. όστις ήτο ποτέ άχρηστος εις σε, τώρα δε εις σε και εις εμέ είναι χρήσιμος, (ο οποίος κάποτε σου ήταν άχρηστος, αλλά τώρα είναι χρήσιμος τόσο σε σένα όσο και σε μένα)
      Ο Απ. Παύλος συνεχίζοντας τα επιχειρήματά του παρουσιάζει στο Φιλήμονα τη διαφορά της ζωής του Ονήσιμου μετά τη σωτηρία του, τονίζοντας πόσο ωφέλιμος είναι τώρα πλέον που πίστεψε στο Χριστό. Μιλώντας για το παρελθόν του τον χαρακτηρίζει επιεικώς άχρηστο και αυτό, γιατί ζημίωσε το αφεντικό του και πρόδωσε την εμπιστοσύνη του. Όμως τώρα η παλιά ζωή του Ονήσιμου έχει φύγει για πάντα και τη θέση της έχει λάβει μια νέα ζωή. Όλα πλέον έχουν αλλάξει, τα πάντα έγιναν νέα. Ο Απ. Παύλος γράφει προς την άστατη εκκλησία της Κορίνθου: «Όθεν εάν τις είναι εν Χριστώ είναι νέον κτίσμα τα αρχαία παρήλθον, ιδού, τα πάντα έγιναν νέα». (Β΄ Κορινθίους Ε/5: 17). 
      Τώρα πλέον ο Ονήσιμος δεν είναι άχρηστος, αντίθετα είναι πολύ χρήσιμος και στον Απ. Παύλο, αλλά και στο Φιλήμονα. Μεταξύ του «άχρηστου» και του «εύχρηστου» παρεμβάλλεται η δύναμη του Χριστού. Η δύναμη μπορεί να φέρει τα πάνω - κάτω και να χαρίσει μια καινούργια ζωή στο μετανοημένο άνθρωπο, μια ζωή που θα τον καταστήσει ωφέλιμο για όλους. Ο Απ. Παύλος, εξηγεί ότι τώρα πλέον ο Ονήσιμος, είναι ωφέλιμος όχι μόνον σ’ αυτόν, αλλά και για τον ίδιο το Φιλήμονα.
     Όπως ο Ονήσιμος με τη χάρη του Θεού έγινε χρήσιμος για τον Απ. Παύλος και για τον Φιλήμονα, έτσι και κάθε ψυχή που πιστεύει στο Χριστό γίνεται χρήσιμη για όλους τους ανθρώπους αλλά και για τον ίδιο το Θεό που θέλει τέτοιους αλλαγμένους, πιστούς ανθρώπους να τους χρησιμοποιήσει για τα αιώνια σχέδιά Του. Μέσα από την επιστολή του ο Απόστολος παρουσιάζει στο Φιλήμονα ένα μετανοημένο και αλλαγμένο Ονήσιμο. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Χριστός παρουσιάζει στον Πατέρα Θεό την κάθε αλλαγμένη ψυχή και ομολογεί το όνομά της. (Λουκάς ΙΒ/12: 8). 
       12. τον οποίον πέμπω οπίσω. Συ δε αυτόν, τουτέστι τα σπλάγχνα μου, δέχθητι (Αυτόν σου τον στέλνω τώρα πίσω. Κι εσύ δέξου τον αυτόν, δηλαδή, τα ίδια μου τα σπλάχνα). 
      Η βαθιά αγάπη του Απ. Παύλου για τον Ονήσιμο φαίνεται μέσα από αυτά τα τόσο τρυφερά λόγια. «Σου στέλνω τα ίδια μου τα σπλάχνα». Αυτήν τη φράση, που αναφέρεται τρεις φορές μέσα στην επιστολή, μόνον μία μάνα που θηλάζει το νεογέννητο παιδί της μπορεί να την πει. Ο Ονήσιμος ως νεογέννητο πνευματικό παιδί συγκεντρώνει όλη την αγάπη και την τρυφερότητα και το ενδιαφέρον του Απ. Παύλου. Αυτή ήταν η καρδιά του Αποστόλου και γι’ αυτό γράφει προς του χριστιανούς της πόλεως των Φιλίππων: «Διότι μάρτυς μου είναι ο Θεός, ότι σας επιποθώ πάντας με σπλάγχνα Ιησού Χριστού». (Φιλιππησίους Α: 8). Η αγάπη του Απ. Παύλου πήγαζε μέσα από στα σπλάχνα του Χριστού. 
      13. τον οποίον εγώ ήθελον να κρατώ πλησίον μου, δια να με υπηρετεί αντί σου εν τοις δεσμοίς του ευαγγελίου (Ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου για να με υπηρετεί αντί για σένα, καθώς βρίσκομαι στη φυλακή για χάρη του Ευαγγελίου). 
       Πολλούς ανθρώπους ο Απ. Παύλος χρησιμοποίησε κατά καιρούς ως συνεργάτες στον αγώνα του για τη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού. Τώρα που βρίσκεται στη φυλακή έχει ακόμα περισσότερο ανάγκη από κάποιον συνεργάτη και φαίνεται πως έκανε κάποιες σκέψεις να κρατήσει τον Ονήσιμο κοντά του στη Ρώμη. Έτσι θα ήταν μια ευκαιρία για το Φιλήμονα να υπηρετήσει τον Απόστολο προσφέροντας σ’ αυτόν ένα πολύτιμο βοηθό. Στη σκέψη αυτή υπήρχε ένα σοβαρό μειονέκτημα, το ότι θα τον κρατούσε εν αγνοία, χωρίς τη συγκατάθεση του Φιλήμονα. Ο Απ. Παύλος επιστρέφει τον πολύτιμο πλέον γι’ αυτόν συνεργάτη, παρουσιάζοντάς την πράξη του ως μία πράξη θυσίας, για να συγκινήσει έτσι ακόμα περισσότερο τον Φιλήμονα και για να δεχτεί το αίτημά του. 
      14. χωρίς όμως της γνώμης σου δεν ηθέλησα να κάμω ουδέν, δια να μη είναι το αγαθόν σου ως κατ' ανάγκην, αλλ' εκουσίως. (Όμως χωρίς τη δική σου συγκατάθεση δε θέλησα να κάνω τίποτε για να μην είναι αναγκαστική η καλοσύνη σου, αλλά με τη θέλησή σου). 
     «χωρίς όμως τη γνώμη σου». Τι μεγάλη κουβέντα πραγματικά είναι αυτή! Τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά και μέσα και έξω από την εκκλησία, αν ζητούσαμε και αν καθόμαστε να ακούσουμε και τη γνώμη του άλλου. Είναι μεγάλη τιμή να πεις στον αδελφό σου: «Εσύ τι λες αδελφό μου, ποια είναι η γνώμη σου;» 
     Ο Απ. Παύλος στέλνει πίσω τον Ονήσιμο, παρά το γεγονός ότι τον θεωρεί έναν πολύτιμο και αναγκαίο συνεργάτη, γιατί δε θέλει να επιβάλει τη γνώμη του ή τη θέλησή του πάνω στον αδελφό του το Φιλήμονα, γιατί σέβεται την άποψή του και δε διανοείται να κάνει έστω και την παραμικρή ενέργεια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Η καλοσύνη θα έχανε την ομορφιά της και το νόημά της, αν γινόταν αναγκαστικά και όχι με την ελεύθερη και πρόθυμη συγκατάθεσή του. Ο Απ. Παύλος δεν κάνει τίποτα απολύτως χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεση του Φιλήμονα. Το αγαθό, τότε μόνον είναι αγαθό, αν είναι καρπός της δικής μας ελεύθερης συγκατάθεσης. 
     Μέσα απ’ αυτή τη συμπεριφορά του Αποστόλου βλέπουμε να προβάλει ως βασικό στοιχείο στη σχέση των ανθρώπων με το Θεό και των πιστών μεταξύ τους η ελευθερία της βούλησης. Σ’ αυτήν ακριβώς την ελευθερία, χωρίς τον παραμικρό εξαναγκασμό, απευθύνεται η αγάπη του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Σ’ αυτήν επίσης την ελευθερία απευθύνεται η πρόσκληση για υπηρεσία στο έργο του Θεού. Ο Θεός διαχρονικά αναγγέλλει ότι ζητάει συνεργάτες για την υπόθεση της βασιλείας Του και περιμένει κάποια ψυχή ελεύθερα, χωρίς εξαναγκασμό να πει: «Κύριε, ιδού εγώ». (Πράξεις Θ/9: 10). Σ’ αυτήν την ελευθερία στηρίζεται κάθε αγαθό και κάθε προσφορά για τη δόξα του Θεού. Γι’ αυτήν την ελεύθερη συγκατάθεση, για κάθε θεληματική προσφορά, ο Θεός στον ουρανό θα βραβεύσει το κάθε δικό Του παιδί απευθύνοντάς του τα λόγια: «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ, εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει, είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου». (Ματθαίος ΚΕ/25: 23). 
      15. Διότι ίσως δια τούτο εχωρίσθη προς ώραν, δια να απολάβης αυτόν διαπαντός (Και ποιος ξέρει; ίσως γι' αυτό να αποχωρίστηκε από σένα προσωρινά, για να τον έχεις τώρα πια ολοκληρωτικά για πάντα). 
     Το χρονικό διάστημα από τη φυγή του Ονήσιμου μέχρι την επιστροφή του δε φαίνεται να είναι μεγάλο. Σ’ αυτό το διάστημα ο Θεός εργάστηκε μέσα στην καρδιά του αποστάτη δούλου έτσι, ώστε να γνωρίσει το Θεό και να συντελεστεί μέσα του το θαύμα της αναγέννησης (Ιωάννης Γ/3: 3). Έτσι ο χωρισμός τους ήταν προσωρινός. Τώρα θα είναι και πάλι μαζί μέχρι τέλους της ζωής τους αλλά και στην αιωνιότητα. 
      Αυτή είναι η εικόνα του πιστού ανθρώπου. Έφυγε μακριά από το Θεό, έζησε μέσα στον κόσμο και την αμαρτία. Όμως κάποια ευλογημένη ημέρα γνώρισε το Χριστό, γνώρισε τη χάρη (Εφεσίους Β: 8) έλαβε τη σωτηρία και έγινε «παιδί» του Θεού και συνέβη μέσα στη ζωή του εκείνο που ο Απ. Παύλος γράφει στους Θεσσαλονικείς: «πώς από τα είδωλα επιστρέψατε στο Θεό για να υπηρετείτε πια το ζωντανό και αληθινό Θεό». (Α΄ Θεσσαλονικείς Α: 9). Η μεγάλη μετάθεση «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάννης Ε/5: 29). Η μεγάλη αλλαγή που ο Θεός φέρνει μέσα στη ζωή του ανθρώπου. 
     16. ουχί πλέον ως δούλον, αλλ' υπέρ δούλον, αδελφόν αγαπητόν, μάλιστα εις εμέ, πόσω δε μάλλον εις σε και κατά σάρκα και εν Κυρίω. (όχι πια σαν δούλο, αλλά ανώτερο από δούλο, σαν αδελφό αγαπητό. Κι εννοώ αγαπητό σε μένα, πόσο περισσότερο λοιπόν σε σένα και σαν άνθρωπος και σαν χριστιανός)
     Ο Απόστολος προτρέπει το Φιλήμονα να δεχτεί πίσω τον Ονήσιμο όχι πλέον σαν δούλο, αλλά ως αγαπητό αδελφό του «εν Χριστώ». Ο φόβος και η δυσπιστία που είχε ο Φιλήμων θα έπρεπε να αντικατασταθεί από μεγάλη αγάπη. Πολλοί είπαν ότι ο Απ. Παύλος δεν καταδίκασε τη δουλεία που ήκμαζε στην εποχή του. Από τα λόγια του Αποστόλου συμπεραίνουμε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να κάνει κάτι τέτοιο, αφού η σωτηρία την οποίαν κήρυττε καταργούσε τη σχέση της δουλείας, μεταβάλλοντας και αφέντες και δούλους, σε αδελφούς, σε παιδιά του Θεού. 
       17. Εάν λοιπόν έχεις εμέ κοινωνόν, δέχθητι αυτόν ως εμέ. (Αν λοιπόν με θεωρείς συνεργάτη σου, δέξου τον όπως θα δεχόσουν εμένα). 
      Ο Απόστολος με πολλή τρυφερότητα ζητάει από το Φιλήμονα να δεχτεί τον Ονήσιμο, όπως ακριβώς θα δεχόταν τον ίδιο. Τα λόγια του θυμίζουν τα λόγια του Κυρίου Ιησού: «Όποιος δέχεται εσάς, δέχεται εμένα και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται εκείνον που με απέστειλε». (Ματθαίος Ι/10: 40). «Πραγματικά, σας λέω, καθόσον τα κάνατε αυτά σ' έναν από τους αδελφούς μου αυτούς τους ασήμαντους, σ' εμένα τα κάνατε». (Ματθαίος Ι/10: 40). Ο Θεός μας έχει δεχτεί στο πρόσωπο του Υιού Του και πλέον είμαστε κοντά στο Θεό και αγαπητοί Του, όπως ο Χριστός. 
    «δέχθητι αυτόν ως εμέ». Το μυστήριο της λύτρωσης, της αντικατάστασης του αμαρτωλού ανθρώπου πάνω στο σταυρό του Γολγοθά από τον Κύριό μας διαφαίνεται μέσα από τα λίγα αυτά λόγια. Με τη θυσία Του, με το τέλειο ολοκληρωμένο Έργο σωτηρίας που έκανε πάνω στο σταυρό όχι μόνον πήρε τη θέση μας στο θάνατο, αλλά και τον κάθε μετανοημένο αμαρτωλό άνθρωπο τον ανέβασε στη δική Του θέση. Κινητήρια δύναμη για όλα αυτά η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. (Ιωάννης Γ/3: 16). Ο Απόστολος εξηγεί προς τους Εφέσιους Χριστιανούς: «και ενώ είμεθα νεκροί διά τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού, κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι και συνανέστησε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις διά Ιησού Χριστού» (Εφεσίους Β/2: 5-6). 
      18. Και εάν σε ηδίκησεν εις τι ή χρεωστεί, λογάριαζε τούτο εις εμέ (Κι αν σε κάτι σε αδίκησε ή σου χρωστάει κάτι, χρέωσέ το σε μένα). 
     Ο Ονήσιμος φεύγοντας από το σπίτι του Φιλήμονα πιθανόν να πήρε και κάποια πράγματα μαζί του, τα οποία όμως τώρα δε μπορούσε να τα βρει και να τα επιστρέψει. Η μεταστροφή του Ονήσιμου δεν ακυρώνει την οφειλή του προς τον Κύριό του. Θα πρέπει να γίνει αποκατάσταση της ζημιάς. Ο Απ. Παύλος επικαλείται και πάλι τη φιλία του με το Φιλήμονα, λέγοντας: «Εάν σε ηδίκησεν εις τι ή χρεωστεί, λογάριαζε τούτο εις εμέ». Έτσι λοιπόν ο Απόστολος αφού ταύτισε τον εαυτόν του με τον Ονήσιμο, αναλαμβάνει να επανορθώσει και όλο το κακό που έχει κάνει. Θα λέγαμε ότι αυτά τα λόγια ταυτίζονται με τα λόγια του Κυρίου Ιησού Χριστού προς τον Πατέρα Θεό. Παρακούοντας το θέλημα του Θεού ο άνθρωπος αμάρτησε και «αδίκησε» το Θεό. Μέσα στην τέλεια δημιουργία του Θεού μπήκε η αμαρτία με τρομερά αποτελέσματα. Ο άνθρωπος μακριά από το Θεό βρέθηκε σε πολύ μεγάλο χρέος, το οποίο η δικαιοσύνη επέβαλε να πληρωθεί. Ο αποστάτης άνθρωπος ήταν αδύνατον να τακτοποιήσει την οφειλή του και να αποκαταστήσει την αδικία που είχε κάνει. Αυτό το πολύ μεγάλο χρέος του ανθρώπου ανέλαβε να το πληρώσει ο Χριστός. Το ανέλαβε και το εξόφλησε ολοκληρωτικά πάνω στο σταυρό όπου και πλήρωσε για όλες τις ανθρώπινες αμαρτίες, όπου πέθανε ως αντικαταστάτης μας. Γι’ αυτό ο Κύριος ονομάζεται και "λυτρωτής", γιατί πλήρωσε τα λύτρα της δικής μας οφειλής και μας εξαγόρασε, ικανοποιώντας έτσι τη Θεία Δικαιοσύνη. 
     Αυτό είναι το δόγμα της συμφιλίωσης. Ο Ονήσιμος είχε αποξενωθεί από το Φιλήμονα εξαιτίας των παραπτωμάτων του. Με τη διαμεσολάβηση του Απ. Παύλου, όπως φαίνεται, η μεταξύ τους εχθρότητα εξαλείφτηκε. Ο δούλος συμφιλιώθηκε με τον Κύριό του. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο το ανθρώπινο γένος, είχε αποξενωθεί από το Θεό εξαιτίας της αμαρτίας του. Με το θάνατο του Κυρίου Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό του Γολγοθά η εχθρότητα εξαλείφτηκε και οι πιστοί άνθρωποι συμφιλιώθηκαν με το Θεό. Με τη θυσία Του ο Κύριος έγινε ο μεσίτης μας στον ουρανό (Α΄ Τιμοθέου Β/2: 5). Κάθε φορά που «ο κατήγορος των αδελφών», ο διάβολος (Αποκάλυψη ΙΒ/12: 10) μας κατηγορεί για λάθη και παραλείψεις μας, ο ευλογημένος Κύριος Ιησούς λέγει ουσιαστικά προς τον Πατέρα: «χρέωσέ το σ’ εμένα». 
     19. εγώ ο Παύλος έγραψα με την χείρα μου, εγώ θέλω πληρώσει δια να μη σοι λέγω ότι και σεαυτόν έτι μοι χρεωστείς. (Εγώ ο Παύλος το έγραψα με το ίδιο μου το χέρι, εγώ θα σου το ξοφλήσω, για να μη σου πω ότι μου οφείλεις ακόμα και τον εαυτό σου).
     Ο Απ. Παύλος θέλοντας να επιβεβαιώσει την ανάληψη του χρέους του Ονήσιμου και θέλοντας να κάνει το Φιλήμονα να αισθανθεί ακόμα μεγαλύτερη ασφάλεια, αναφέρει στον Φιλήμονα ότι έγραψε την επιστολή με το ίδιο του το χέρι, κάτι που έχει αποδεικτική ισχύ έναντι του νόμου. Επίσης του αναφέρει ότι και αυτός έχει ένα μεγάλο χρέος απέναντί του, τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως αναφέραμε ο Φιλήμονας είχε πιστέψει από τον Απ. Παύλο χωρίς τη διακονία του οποίου θα ήταν ακόμα μέσα στις αμαρτίες του, μακριά από το Θεό και τη σωτηρία Του. 
    Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανέλαβε το χρέος ολόκληρης της αμαρτωλής ανθρωπότητας και το πλήρωσε υπομένοντας και δεχόμενος όλη την κρίση της αμαρτίας που ξέσπασε πάνω στο σταυρό. Πλήρωσε με το πολύτιμό Του αίμα για τη δική μας αμαρτία, για να μπορέσει να μας δεχτεί ο Θεός. Αυτό διακήρυξε με το «τετέλεσται» πάνω στο σταυρό. Το είπε, γιατί είχε τελειώσει το Έργο της εξόφλησης του χρέους μας. Καθένας που πιστεύει στο Έργο του Χριστού δεν έχει πλέον χρέος για τις αμαρτίες του. Είναι τακτοποιημένος και ενώπιον του Θεού θεωρείται δίκαιος. Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τους Χριστιανούς των Φιλίππων: «και να βρεθώ σ' αυτόν, μη έχοντας δική μου δικαιοσύνη, αυτή από τον νόμο, αλλά εκείνη διαμέσου της πίστης τού Χριστού, τη δικαιοσύνη, αυτή από τον Θεό διαμέσου της πίστης». (Φιλιππησίους Γ/3: 9). Στο βιβλίο του Θεού υπάρχει ακόμα πιστωτικό υπόλοιπο από την πληρωμή του αίματος του Ιησού Χριστού. Το αίμα του Χριστού και σήμερα καθαρίζει τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία. (Α΄ Ιωάννου Α: 7). 
      20. Ναι, αδελφέ, είθε να λάβω εγώ ταύτην την χάριν παρά σου εν Κυρίω ανάπαυσόν μου τα σπλάγχνα εν Κυρίω. (Ναι, αδελφέ μου, ας απολαύσω κι εγώ μια χαρά από σένα στ' όνομα του Κυρίου. Ανακούφισε την καρδιά μου στ' όνομα του Κυρίου). 
      Ο ηλικιωμένος Παύλος απευθύνεται στον πνευματικό αδελφό του Φιλήμονα και του ζητάει μια χάρη. Του ζητάει λίγη ανακούφιση στο όνομα του Χριστού. Την ανακούφιση θα τη λάβει ο Απ. Παύλος, αν ο Ονήσιμος γίνει δεκτός με αγάπη, συγχωρεθεί για ό,τι έκανε, αποκατασταθεί στη θέση του και πλέον έχει την ανάλογη συμπεριφορά που αρμόζει σε πιστούς, πνευματικούς αδελφούς. Για τρίτη φορά στην επιστολή ο Απόστολος αναφέρει τη λέξη «σπλάχνα», δείχνοντας την αγάπη του προς τον Φιλήμονα και εκφράζοντας την αγωνία του μέχρι της τελικής αποκατάστασής του. Τα «σπλάχνα» του Κυρίου Ιησού Χριστού αναπαύονται μόνον, όταν ο αμαρτωλός άνθρωπος επιστρέψει, συμφιλιωθεί με το Θεό δια του αίματός Του και σωθεί αιωνίως. (Εφεσίους Ι/10: 19). 
      21. Πεποιθώς εις την υπακοήν σου έγραψα προς σε, εξεύρων ότι και πλειότερον αφ' ό,τι λέγω θέλεις κάμει. (Επειδή είμαι βέβαιος για την υπακοή σου, σου έγραψα την παράκλησή μου αυτή, μια και ξέρω πως και περισσότερα απ' αυτό που σου ζήτησα θα κάνεις). 
      Ο Απ. Παύλος είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι ο Φιλήμων θα έκανε ακόμα περισσότερα απ’ όσα του είχε ζητήσει. Ο Χριστός του είχε προσφέρει δωρεάν σωτηρία και ήταν αναμενόμενο να ενεργήσει ο Φιλήμονας κατά τον ίδιο τρόπο. Γενικά η συμπεριφορά μας προς πιστούς ανθρώπους θα πρέπει να καθορίζεται από τα λόγια του Απ. Παύλου προς τους Χριστιανούς της Εφέσου: «γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού». (Εφεσίους Δ/4: 32). Όλα αυτά έχοντας πάντοτε υπόψη ότι: «η αγάπη δε διαλογίζεται το κακό» (Α΄ Κορινθίους ΙΓ/13: 5). 
     22. Ενταυτώ δε ετοίμαζέ μοι και κατάλυμα επειδή ελπίζω ότι δια των προσευχών σας θέλω χαρισθεί εις εσάς. (Στο μεταξύ να ετοιμάζεσαι κιόλας να με φιλοξενήσεις, γιατί ελπίζω πως σαν απάντηση στις προσευχές σας θα με χαρίσει ο Θεός σε σας). 
      Ο Απόστολος ήλπιζε ότι χάρη στις προσευχές των πιστών ανθρώπων θα ελευθερωνόταν από τα δεσμά του και πλέον ελεύθερος θα μπορούσε να επισκεφτεί τις Κολοσσές και να φιλοξενηθεί στο σπίτι του Φιλήμονα. Ζητάει λοιπόν από το Φιλήμονα να του ετοιμάσει φιλοξενία. Είναι το μόνο πράγμα στην επιστολή που ζητάει ο Απ. Παύλος για τον εαυτόν του. Ο λόγος του Θεού δε μας αναφέρει αν τελικά ο Παύλος επισκέφτηκε την πόλη των Κολοσσών. Η φράση «διά των προσευχών σας θέλω χαρισθή εις εσάς» φέρνει στη σκέψη μας την υπόσχεση του Κυρίου Ιησού «πάλιν έρχομαι» (Ιωάννης ΙΔ/14: 3) καθώς και την προσευχή της εκκλησίας, η οποία δεν έπαυσε ποτέ να επαναλαμβάνει: «ναι έρχου Κύριε Ιησού» (Αποκάλυψη ΚΒ/22: 20). 
     23. Ασπάζονταί σε Επαφράς ο συναιχμάλωτός μου εν Χριστώ Ιησού, (Σε χαιρετούν ο Επαφράς, ο συγκρατούμενός μου για χάρη του Χριστού) 
    Ο Επαφράς είναι πιθανόν εκείνος που ίδρυσε την χριστιανική εκκλησία στην πόλη των Κολοσσών. Τώρα είναι μαζί τον Απ. Παύλο στη Ρώμη και τον υπηρετεί και από εκεί στέλνει τους χαιρετισμούς του στο Φιλήμονα. Ο Απόστολος τον χαρακτηρίζει «συναιχμάλωτός μου» που δείχνει πως υπηρετώντας τον Απ. Παύλο πέρναγε και αυτός τα ίδια δεινά. 
      Πρόκειται για μια σημαντική χριστιανική μορφή. Το κύριο έργο, το οποίο εκτελούσε και μάλιστα κατά τρόπο αθόρυβο, το αποκαλύπτει ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Κολοσσαείς», κεφ. Δ/4, εδ. 12 με τα λόγια: «Σας ασπάζεται ο Επαφράς, όστις είναι από σας, ο δούλος του Χριστού, πάντοτε αγωνιζόμενος δια σας εν ταις προσευχαίς, διά να σταθήτε τέλειοι και πλήρεις εις παν θέλημα του Θεού». Αγωνιστής της προσευχή ο Επαφράς. Έκλεινε την πόρτα του σπιτιού του, έπεφτε στα γόνατα και προσευχόταν για τους αδελφούς του. Δεν προσευχόταν για τον εαυτόν του, δεν αράδιαζε έναν κατάλογο στο Θεό με αιτήματα όπως, «Κύριε δώσε μου αυτό, εκείνο, το άλλο, τα παιδιά μου, τη δουλειά μου, την οικογένειά μου ....». Ζητούσε από τον Κύριο να βοηθήσει τους αδελφούς του, να σταθούν τέλειοι σε κάθε θέλημα του Θεού. Το σοβαρότερο και υψηλότερο χάρισμα είναι το χάρισμα της προσευχής για τα αδέλφια μας. Δεν απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις, δεν απαιτεί ιδιαίτερες διανοητικές ικανότητες. Ο καθένας μπορεί να ασχοληθεί με αυτό το τόσο σημαντικό έργο. Ένας πιστός μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να κηρύττει, να διδάσκει, να ταξιδεύει, μα κάθε πιστός όμως έχει τη δυνατότητα να προσεύχεται. 
      24. Μάρκος, Αρίσταρχος, Δημάς, Λουκάς, οι συνεργοί μου (ο Μάρκος, ο Αρίσταρχος, ο Δημάς και ο Λουκάς οι συνεργάτες μου). 
      Ο Μάρκος είναι γνωστός μας από τις «Πράξεις των Αποστόλων». Ήταν ανιψιός του Βαρνάβα, για τον οποίον ο Απ. Παύλος είχε διαφωνήσει στην Κύπρο. (Πράξεις ΙΕ/15: 39). Ο Αρίσταρχος, όπως φαίνεται από το όνομα, ήταν εθνικής καταγωγής και προέρχεται από τους «εκ περιτομής». Βρισκόταν κοντά στον Απόστολο ως απεσταλμένος της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. (Πράξεις Κ/20: 4). Ο Δημάς, που αργότερα εγκατέλειψε τον Απόστολο «αγαπήσας τον παρόντα κόσμον, και απήλθεν εις θεσσαλονίκην» (Β΄ Τιμοθέου Δ/4: 10). Ο Λουκάς, ο γνωστός ιατρός που έγραψε το Ευαγγέλιο «κατά Λουκάν» καθώς και τις «Πράξεις των Αποστόλων» και ο οποίος έμεινε μέχρι τέλους κοντά στον Απ. Παύλο. 
      25. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είη μετά του πνεύματος υμών. Αμήν. (Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι με το πνεύμα σας). 
     Η επιστολή καταλήγει με τη χαρακτηριστική ευλογία του Απ. Παύλου. Εύχεται η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού να είναι μαζί με τον Φιλήμονα και να απολαμβάνει τις ευλογίες του Θεού στη ζωή του. Αμήν. 
       Στο σημείο αυτό ο Απ. Παύλος ακούμπησε την πένα του και έδωσε την επιστολή στον Τυχικό για να πάει να την παραδώσει στον Φιλήμονα. Η επιστολή είναι ένα μνημείο λόγου, αγάπης, ευγένειας, λεπτότητας, που επηρέασε τη Χριστιανική συμπεριφορά στους αιώνες που ακολούθησαν. Το πώς ακριβώς ανταποκρίθηκε ο Φιλήμων στην επιστολή του Παύλου δεν αναφέρεται στο λόγο του Θεού. Μπορούμε όμως να φανταστούμε ότι η εμπιστοσύνη που επέδειξε ο Απ. Παύλος δεν ήταν εσφαλμένη. Είθε οι Χριστιανοί και κυρίως οι πρεσβύτεροι να έχουν παρόμοια επιτυχία στις σχέσεις τους όχι με το να αναγκάζουν, να διατάζουν ή να καταδυναστεύουν, αλλά με το ‘να προτρέπουν με βάση την αγάπη’.  
 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

     H επιστολή «προς Φιλήμονα» έχει πολλά πρακτικά μαθήματα και σήμερα για κάθε πιστό άνθρωπο. 
       1/ Υπενθυμίζει την ανάγκη που υπάρχει να είμαστε συγχωρητικοί ο ένας προς τον άλλο και πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για «οικείους εις την πίστην». (Γαλάτας Σ/6: 10). Η εντολή του Κυρίου είναι: «Διότι εάν συγχωρήσετε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, θέλει συγχωρήσει και εις εσάς ο Πατήρ σας ο ουράνιος» (Ματθαίος Σ/6: 14). 
        2/ Τα άτομα που διακονούν και κατέχουν θέσεις εξουσίας μέσα στη Χριστιανική εκκλησία έχουν πολλά ηθικά συμπεράσματα να εξάγουν από αυτήν την επιστολή. Ο Απ. Παύλος απέφυγε να χρησιμοποιήσει την εξουσία που είχε ως απόστολος για να «επιτάξει στον Φιλήμονα το πρέπον» (εδ. 8). Επίσης εκτιμούσε το γεγονός ότι, ενώ μια αυταρχική προσέγγιση ασφαλώς θα κατέληγε στην ικανοποίηση του αιτήματός του, προέκρινε ότι θα ήταν καλύτερο να ενεργήσει προς τον αδελφό του από καρδιάς και όχι από θέσεως. 
       Προς του πρεσβυτέρους της εκκλησίας ο Απ. Παύλος αναφέρει: «μηδέ ως κατακυριεύοντες την κληρονομίαν του Θεού, αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου». (Α΄ Πέτρου Ε/5: 1-3). Να μην κάνουν κατάχρηση της δύναμής τους και να φέρονται με απότομο και αυταρχικό τρόπο στο ποίμνιο. Ο Ιησούς είπε: «Εξεύρετε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτά και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτά. Ούτως όμως δεν θέλει είσθαι εν υμίν». (Ματθαίος Κ/20: 25,26). Να προτρέπουν τα μέλη του ποιμνίου με στοργικές εκκλήσεις αγάπης, παρά με διαταγές. 
      Η παρούσα επιστολή δείχνει την αξία του επαίνου και της διακριτικότητας προς όλους. Αρχίζει αναγνωρίζοντας ότι «τα σπλάγχνα (αισθήματα τρυφερής στοργής) των αγίων ανεπαύθησαν (αναζωογονήθηκαν) δια του Φιλήμονα». (εδ. 7) Αυτός ο ειλικρινής έπαινος χωρίς αμφιβολία έκανε το Φιλήμονα να έχει πιο δεκτική διανοητική διάθεση. Κατά τον ίδιο τρόπο και σήμερα, η ένταση που προκύπτει, όταν δίνεται μια συμβουλή ή γίνεται μία υπόδειξη μπορεί να μειωθεί αν έχει προηγηθεί έκφραση ειλικρινούς, θερμού επαίνου. Μία συμβουλή δεν πρέπει να δίνεται με απότομο και απρόσεκτο τρόπο, αλλά πρέπει να είναι γενναιόδωρη, για να είναι έτσι πιο ευπρόσδεκτη στον ακροατή. Ο ίδιος ο Κύριος μας προτρέπει: «Ο λόγος σας ας ήναι πάντοτε με χάριν, ηρτυμένος με άλας, διά να εξεύρητε πως πρέπει να αποκρίνησθε προς ένα έκαστον». (Κολοσσαείς Δ/4: 6). 
      Ο απόστολος Παύλος έδειξε εμπιστοσύνη στον αδελφό του ότι θα έκανε το σωστό, λέγοντας: «Πεποιθώς εις την υπακοήν σου έγραψα προς σε, εξεύρων ότι και πλειότερον αφ’ ό,τι λέγω θέλεις κάμει». (εδ. 21). Άραγε δείχνουμε την ίδια εμπιστοσύνη στους αδελφούς μας;
      "Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών, εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν". (Α΄ Κορινθίους Ι/10: 11). ---