Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

ΒΑΛΑΑΜ

       Βιβλίο «ΑΡΙΘΜΩΝ»,  κεφ. ΚΒ/22   &   ΚΔ/24.

   Η παρούσα μελέτη αναφέρεται στον προφήτη Βαλαάμ και αφορά ένα παράξενο περιστατικό που συνέβη στη ζωή του. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα διδακτική ιστορία την οποία όλοι  πρέπει να προσέξουμε και να λάβουμε υπόψη στην πνευματική μας ζωή και πορεία. Τα γεγονότα εξελίσσονται κατά το 15ο αιώνα π.Χ. και έχουν ως εξής: 
    Ο λαός Ισραήλ έχει πλέον συμπληρώσει τα σαράντα χρόνια περιπλανήσεων μέσα στην έρημο  (Αριθμοί ΙΓ/13: 1 & ΙΔ/14: 34). Πρόκειται για μία περιπλάνηση που έγινε εξαιτίας της ανυπακοής και της απιστίας του στη δύναμη και τις υποσχέσεις του Θεού. Στην πορεία του ο λαός προς τη γη των υποσχέσεων, ζήτησε από το Σηών, το βασιλιά των Αμορραίων να τους επιτρέψει να περάσουν ειρηνικά μέσα από τη χώρα του. Οι Αμορραίοι αρνήθηκαν και συγκέντρωσαν όλο το στρατό τους, για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες (ΚΑ/21: 23). Οι Ισραηλίτες πολέμησαν μαζί τους και τους νίκησαν και κυρίευσαν όλες τις πόλεις των Αμορραίων και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές. Μετά απ’ αυτά ο Ωγ, βασιλιάς της Βασάν, βγήκε με το στρατό του, για να πολεμήσει το λαό Ισραήλ και να ανακόψει την πορεία του προς τη γη των υποσχέσεων του Θεού (Έξοδος ΙΓ/13: 5). Οι Ισραηλίτες με τη βοήθεια και την προτροπή του Κυρίου χτύπησαν τη Βασάν και το στρατό της, κυρίευσαν τη χώρα και δεν άφησαν κανέναν ζωντανό (Αριθμοί ΚΒ/22: 35). Ο Αράδ, ο Χαναναίος βασιλιάς κι αυτός ηττήθηκε από τον Ισραήλ  (Αριθμοί ΚΑ/21: 1-3). 
      Μετά από αυτές τις μεγάλες επιτυχίες ο λαός έφυγε από εκεί και κατασκήνωσε στις στέπες της Μωάβ, πέρα από τον Ιορδάνη και απέναντι από την Ιεριχώ (Αριθμοί ΚΒ/22: 1). Προπάτορας των Μωαβιτών ήταν ο Μωάβ, γιος του Λώτ που είχε γεννηθεί από τη μεγαλύτερη κόρη του (Γένεση ΙΘ/19: 37). Ετεροθαλής αδερφός του Μωάβ ήταν ο Αμμών, από τον οποίον προήλθαν οι Αμμωνίτες. Και οι δύο συνελήφθησαν, όταν ο Λωτ και οι δύο κόρες του έφυγαν από τη Σηγώρ και κατοικούσαν σε μια σπηλιά στην κοντινή ορεινή περιοχή. Εκεί μέθυσαν τον πατέρα τους, κοιμήθηκαν μαζί του και έμειναν έγκυες (Γένεση ΙΘ/19: 31-37). 
   Όταν οι Μωαβίτες που κατοικούσαν νότια έμαθαν πως οι Αμορραίοι είχαν νικηθεί, τρομοκρατήθηκαν, γιατί φοβήθηκαν ότι θα έχουν την ίδια τύχη. Δε γνώριζαν ότι ο Κύριος είχε πει στο λαό να μην ενοχλήσουν τους Μωαβίτες, ούτε να έλθουν σε μάχη μ’ αυτούς, γιατί δε θα έδινε κληρονομιά από τη γη των Μωαβιτών (Δευτερονόμιο Β/2: 9). Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο ο βασιλιάς της Μωάβ, ο Βαλάκ, κατελήφθη από φόβο και αμηχανία. Σκέφτηκε ότι πολύ σύντομα θα ερχόταν και η σειρά του και ότι με τις δικές του δυνάμεις δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Ισραηλίτες, ούτε υπήρχε δυνατότητα να στηριχτεί στη βοήθεια άλλων λαών, έτσι του πέρασε από το μυαλό να κάνει χρήση υπερφυσικών δυνάμεων. 
       Για το σκοπό αυτό συνέλαβε ένα σχέδιο. Έστειλε μία αντιπροσωπεία με πολλά πλούσια δώρα να καλέσει έναν προφήτη που ονομαζόταν Βαλαάμ να πάει και να καταραστεί το λαό Ισραήλ. Αυτός ο προφήτης είχε μία ευρύτατα διαδεδομένη φήμη μέσα στο ειδωλολατρικό περιβάλλον που ζούσε, ότι όποιον καταριόταν ήταν καταραμένος και όποιον ευλογούσε ήταν ευλογημένος. Τις δυνάμεις αυτές που είχε ο προφήτης του Θεού θέλησε να τις μισθώσει ο Βαλάκ, όμως μισθώνονται οι δυνάμεις του ουρανού; 
    Ο Βαλαάμ ήταν υιός του Βεώρ. Η καταγωγή του ήταν από την Αραμαϊκή πόλη Φεθώρ, που βρισκόταν κοντά στον Ευφράτη ποταμό. Υπήρξε προφήτης του αληθινού Θεού μέσα σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν Ισραηλίτης ο Βαλαάμ είχε κάποια γνώση για τον αληθινό Θεό. Μάλιστα στη συζήτηση που είχε με το βασιλιά Βαλάκ αποκάλεσε το Θεό του Ισραήλ, «Θεό του» (Αριθμοί ΚΒ/22: 18). Όταν λοιπόν έφτασαν οι πρέσβεις του Βαλάκ και άκουσε το αίτημά τους, έδειξε μεγάλο σεβασμό προς το Θεό και το μόνο που τους υποσχέθηκε ήταν ότι θα παρουσίαζε το αίτημά τους στον Θεό. Η απάντηση του Θεού ήταν: «Να μην πας μαζί τους. Το λαό Ισραήλ δεν θα τον καταραστείς, γιατί είναι ευλογημένος» (Αριθμοί ΚΒ/22: 12). Το πρωί ο Βαλαάμ αντί να μεταφέρει στους απεσταλμένους ολόκληρη την απάντηση του Θεού, όπως τους είχε υποσχεθεί, περιορίστηκε να τους πει: «πηγαίνετε γιατί δε μου επιτρέπει ο Θεός να έρθω μαζί σας» (Αριθμοί ΚΒ/22: 13). Με την απάντηση που έδωσε άφησε να φανεί ότι ο ίδιος ευχαρίστως θα πήγαινε, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν του το επιτρέπει ο Θεός. 
      Όμως ο βασιλιάς Βαλάκ επέμενε. Ποτέ ο εχθρός δεν παραιτείται, επιμένει μέχρι να εκπληρώσει τα σχέδιά του. Ο λόγος του Θεού μας καλεί να αντιστεκόμαστε στα σχέδια του εχθρού. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. ΙΒ/12, εδ. 4) αναφέρει: «Δεν αντισταθήκατε ακόμα μέχρις αίματος, αγωνιζόμενοι ενάντια στην αμαρτία». Έτσι λοιπόν μετά από λίγες ημέρες νέα αντιπροσωπεία με περισσότερα άτομα έφτασε στην αυλή του Βαλαάμ με ακόμα μεγαλύτερες και σοβαρότερες υποσχέσεις για πλούτη και τιμές, αν ο Βαλαάμ άλλαζε γνώμη και πήγαινε μαζί τους, για να καταραστεί το λαό Ισραήλ.
   Αν ο Βαλαάμ ήταν ειλικρινής ενώπιον του Κυρίου, έπρεπε να μη δεχτεί τους δεύτερους απεσταλμένους του Βαλάκ, αφού τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα και δεν είχε πλέον λόγο να συζητάει μαζί τους. 
      Στις έντονες προσκλήσεις των ανθρώπων του Βαλάκ, ο Βαλαάμ ξεκάθαρα απαντάει: «και εάν μοι δώσει ο Βαλάκ την οικίαν αυτού πλήρη αργυρίου και χρυσίου, δεν δύναμαι να παραβώ τον λόγον Κυρίου του Θεού μου, διά να κάμω ολιγότερον ή περισσότερον» (Αριθμοί ΚΒ/22: 18). Θαυμαστή η απάντηση! Πόσο ωραία θα ήταν αν μετά και από αυτά τα λόγια έκλεινε οριστικά το ζήτημα ο Βαλαάμ και δε δέχονταν πλέον καμία συζήτηση με τους απεσταλμένους! Ενώ τα χείλη του πρόφεραν αυτά τα τόσο όμορφα λόγια, τα μάτια του χάιδευαν τα δώρα των απεσταλμένων και η καρδιά του τα λαχταρούσε. Έτσι λοιπόν συνέχισε, «Όμως μείνετε απόψε εδώ, να δω μήπως έχει τίποτε περισσότερο να μου πει ο Κύριος» (ΚΒ/22: 19). 
     Ένα κατηγορηματικό όχι αρκούσε για να κλείσει το θέμα οριστικά και αμετάκλητα. Παρ’ όλα αυτά προσκαλεί τους πρεσβευτές να διανυκτερεύσουν στο σπίτι του και έτσι αφήνει την πόρτα του μισάνοιχτη στις επιβουλές του εχθρού. Με άλλα λόγια αντί να βάλει τελεία ο Βαλαάμ έβαλε κόμμα στα λόγια του και δεν το έκλεισε το θέμα! Τους υποσχέθηκε λοιπόν ότι θα παρουσίαζε – για δεύτερη φορά – το αίτημά τους στο Θεό. Πόσο έντονα φαίνεται εδώ η πάλη που γινόταν μέσα στην καρδιά του Βαλαάμ. Από τη μία ήταν το ξεκάθαρο θέλημα του Θεού «μη υπάγεις» και από την άλλη η επιθυμία για τις μεγάλες προσφορές σε χρυσάφι, ασήμι, τιμές, δόξες. Διακαώς τα επιθυμούσε όλα αυτά ο Βαλαάμ, αλλά δεν ήθελε και να διαταράξει τις σχέσεις του με το Θεό. Ήθελε να εκτελέσει το θέλημα του Θεού, όμως ήθελε και να πάει μαζί με τους απεσταλμένους, γιατί «τα λεφτά ήταν πολλά» και οι τιμές λαμπρές και μεγάλες. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Από τη μία του φαίνεται δύσκολο να παραβεί το θέλημα του Θεού, από την άλλη του φαίνεται εξίσου δύσκολο να απορρίψει όλα αυτά τα πλούσια και τιμητικά πράγματα που του προσφέρονται. Το ιδανικό γι’ αυτόν θα ήταν να πήγαινε κοντά στους απεσταλμένους, να έκανε ό,τι του ζητούσαν, να ελάμβανε τις τιμές και τις αμοιβές, αλλά να είχε και την εύνοια του Θεού. 
     Πολιορκημένος από όλες αυτές τις σκέψεις ο Βαλαάμ, ευρισκόμενος μπροστά σ’ ένα μεγάλο αδιέξοδο, γεννήθηκε μέσα του μια ελπίδα ότι ίσως θα κατόρθωνε να κάνει το Θεό να αλλάξει γνώμη και έτσι να λάβει την έγκρισή Του, ώστε να πάει μαζί με τους απεσταλμένους και να καταραστεί τον Ισραήλ. Εκείνο το βράδυ ο Θεός του είπε: «πήγαινε, αλλά τον Ισραήλ δεν θα τον καταραστείς» (ΚΒ/22: 20). Τι έγινε, πώς συνέβη αυτό; Κατάφερε ο Βαλαάμ να πείσει το Θεό και να λάβει την έγκρισή του; Όχι βέβαια, απλά ο Θεός ποτέ δεν επιβάλει στον άνθρωπο τη θέλησή Του. Αντίθετα επιτρέπει να κάνει ο άνθρωπος εκείνο που θέλει στη ζωή του, έχοντας δώσει μια διαχρονική συμβουλή «ό,τι αν σπείρει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει» (Γαλάτας Σ/6: 8). Συνέβη ότι είχε συμβεί και στην περίπτωση του Κάιν. Ο Θεός εξέφρασε την αποδοκιμασία στην προσευχή του και τον άφησε να επιλέξει ή να αναγνωρίσει το λάθος του ή να προχωρήσει στη λανθασμένη πορεία του (Γένεση Δ/4: 6-8). 
      Αντί για όλα αυτά ο Βαλαάμ αγνοώντας όπως και ο Κάιν το θέλημα του Θεού και ακολουθώντας την άπληστη επιθυμία της καρδιάς του, σηκώνεται πρωί, ετοιμάζει το γαϊδουράκι του και ξεκινάει για το μακρύ ταξίδι. Δεν ήθελε καθόλου να χάσει χρόνο και δεν περίμενε πλέον άλλα καλέσματα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το θυμό του Κυρίου. «εξήφθη η οργή του Θεού ότι υπήγε» και έστειλε ένα άγγελο για να τον εμποδίσει. Το γαϊδούρι του Βαλαάμ του έσωσε τη ζωή, καθώς, μόλις είδε τον άγγελο, προσπάθησε να τον αποφύγει. Το γαϊδούρι είδε τον άγγελο, ο προφήτης δεν τον είδε. Αλήθεια τι κατάντημα είναι αυτό να μην μπορεί να δει ούτε όσα βλέπει ένα γαϊδουράκι! Κάποια στιγμή άνοιξαν τα μάτια του και είδε μπροστά του τον άγγελο του Κυρίου κρατώντας ένα γυμνό σπαθί. Εκείνη την ώρα ίσως να ήθελε να γυρίσει πίσω, αλλά ο Κύριος δεν τον άφησε, τον διέταξε να συνεχίσει το δρόμο του προς το Βαλάκ, καθιστώντας τον πολύ προσεκτικό, ώστε να μην πει τίποτα άλλο από εκείνο το οποίο ο Θεός θα τον διέταζε. 
       Πήγε λοιπόν ο Βαλαάμ στην περιοχή του Μωάβ και συνάντησε το βασιλιά Βαλάκ και αυτός τον οδήγησε στην πλαγιά ενός βουνού, για να καταραστεί από εκεί τον Ισραήλ (ΚΓ/23: 1). Είναι έτοιμος ο Βαλαάμ να το κάνει, όμως δεν ξεχνάει πως είναι και προφήτης του Κυρίου και ότι, πριν κάνει οτιδήποτε, θα πρέπει να προσφέρει θυσία στον Κύριο. Επτά θυσιαστήρια κτίζει στην πλαγιά του βουνού. Γιατί επτά θυσιαστήρια, ένα δεν είναι αρκετό; Αν και από τα επτά θυσιαστήρια αρχίσει να ανεβαίνει ο καπνός της θυσίας, ίσως εντυπωσιαστεί ο Κύριος από μια τόσο μεγαλοπρεπή θυσία και αλλάξει γνώμη και δώσει την έγκρισή Του για τις άνομες πράξεις που θέλει να κάνει ο Βαλαάμ. Με άλλα λόγια προσπάθησε να δωροδοκήσει το Θεό. Πάντα χρειάζεται κάποιο κάλυμμα για την αμαρτία και συνήθως το πλέον κατάλληλο είναι το θρησκευτικό. Αν ανάψεις και τα επτά θυσιαστήρια, αν προσφέρεις ένα σημαντικό θρησκευτικό έργο, ίσως επηρεαστεί ο Θεός και γίνουν τα πράγματα πιο ευνοϊκά. 
      Ο Θεός την παρακοή του Βαλαάμ θα τη χρησιμοποιούσε, για να δώσει ευλογίες στο λαό Ισραήλ (Αριθμοί ΚΔ/24: 12-25). Έτσι αντί της κατάρας ο Βαλαάμ έγινε ένα όργανο ευλογιών του Θεού, χωρίς όμως ο ίδιος να γευτεί αυτές τις ευλογίες, όπως φαίνεται από το τραγικό του τέλος. Είναι κάτι τρομερό πραγματικά. Το ότι ο Θεός μας χρησιμοποιεί, για να δίνει ευλογίες σε άλλους, όμως πολλές φορές η αμαρτία μας κρατάει έξω από τον κύκλο των ευλογιών αυτών. Κάπως έτσι συμβαίνει και γίνονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι. Ο Βαλαάμ αντί για κατάρες έδωσε μερικές ωραιότατες ευλογίες στον Ισραήλ και απέδειξε άλλη μία φορά στον Βαλάκ ότι κανείς δεν μπορεί να καταραστεί εκείνον, που ευλογεί ο Κύριος. Πολύ αργότερα θα διατυπώσει ο Απ. Παύλος προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: «εάν ο Θεός είναι μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών» (Ρωμαίους Η/8: 31). Επίσης είπε ο Βαλαάμ μια σπουδαία προφητεία για το πρόσωπο του Χριστού. «Θα τον δω, αλλ' όχι τώρα θα τον θωρήσω, αλλ' όχι από κοντά αστέρι θα ανατείλει από τον Ιακώβ, και θα αναστηθεί σκήπτρο από τον Ισραήλ, και θα πατάξει τους αρχηγούς τού Μωάβ, και θα εξολοθρεύσει όλους τούς γιους τού Σηθ». (ΚΔ/24: 17). 
     Ο Βαλάκ όταν άκουσε τα λόγια τις ευλογίες εξοργίστηκε πάρα πολύ. Ο λόγος του Θεού μας αναφέρει χαρακτηριστικά: «και εξήφθη ο θυμός του Βαλάκ εναντίον του Βαλαάμ και συνεκρότησε τας χείρας αυτού και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, διά να καταρασθής τους εχθρούς μου σε εκάλεσα και ιδού, συ ευλογών ευλόγησας αυτούς τρίτην ταύτην φοράν, τώρα λοιπόν φύγε εις τον τόπον σου έλεγον να σε τιμήσω με τιμάς, αλλ' ιδού, ο Κύριος σε εστέρησε της τιμής» (Αριθμοί ΚΔ/24: 10-11). 
      O Βαλαάμ με το ένα χέρι προσπαθεί να αγγίξει τον κόσμο του Θεού και με το άλλο τον κόσμο της αμαρτίας. Αυτό ήταν το πείραμα που προσπάθησε να κάνει και απέτυχε. Αλήθεια πόσες φορές έχουμε σκεφτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στη ζωή μας! Ενώ γνωρίζουμε το θέλημα του Θεού, ρωτάμε και ξαναρωτάμε το Θεό με την ελπίδα μήπως τον μεταπείσουμε και αλλάξει γνώμη. Όμως «ο Θεός δεν είναι άνθρωπος για να ψευστεί, ούτε γιος ανθρώπου για να μεταμεληθεί. Αυτός είπε, και δεν θα εκτελέσει; Ή, μίλησε, και δεν θα το τηρήσει;» (Αριθμοί ΚΓ/23: 19). 
     Ο Βαλαάμ προσπάθησε να δικαιολογηθεί κατηγορώντας το Θεό για την αποτυχία του, λέγοντας ότι "δε μπορούσε να προχωρήσει πέρα από την προσταγή του Θεού» και πως ό,τι του είπε ο Θεός αυτό ήταν αναγκασμένος να πει. Στη συνέχεια, αφού έκανε κάποιες ακόμα εξαγγελίες εναντίον των εχθρών του Ισραήλ, σηκώθηκε και έφυγε (Αριθμοί ΚΔ/24: 12-25). Δεν επέστρεψε όμως στην πατρίδα, απλά απομακρύνθηκε από το όρος Φεγώρ και συνέχισε να ζει ανάμεσα στους Μαδιανίτες. 
      Ακόμα ο Βαλαάμ δεν έχει χάσει την ελπίδα του ότι θα έπαιρνε εκείνη την πλούσια αμοιβή, για την οποία είχε έρθει τόσο μακριά και για την οποία είχε εργαστεί τόσο σκληρά! Εκεί λοιπόν σκεπτόμενος συνέλαβε ένα σατανικό στην κυριολεξία σχέδιο. Αν δεν μπορούσε αυτός να καταραστεί τον Ισραήλ, ίσως σκέφτηκε ότι θα μπορούσε ο ίδιος ο Θεός να καταραστεί το λαό Του, αρκεί να έμπαινε αμαρτία μέσα στο λαό. Αυτό θα μπορούσε να γίνει, αν παρασυρόταν ο λαός στη λατρεία του Βάαλ, η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη με σεξουαλικές πράξεις. Κάλεσε λοιπόν τον Βαλάκ και τον συμβούλευσε να χρησιμοποιήσει τα κορίτσια του λαού του, για να παρασύρει το λαό Ισραήλ στην αμαρτία. «και ήρχισεν ο λαός να πορνεύει μετά των θυγατέρων Μωάβ. Αίτινες προσεκάλεσαν τον λαόν εις τα θυσίας των θεών αυτών. Και έφαγεν ο λαός και προσκύνησε τους θεούς αυτών. Και προσκολλήθει ο Ισραήλ εις τον Βάαλ και εξήφθη η οργή του Κυρίου κατά του Ισραήλ» (Αριθμού ΚΑ/25: 1-3). Έτσι λοιπόν οι γυναίκες του Μωάβ προσκάλεσαν τους άνδρες του Ισραήλ και τους παγίδευσαν με πράξεις πορνείας στις λατρευτικές τους θυσίες προς τον Βάαλ. 
      Εισηγητής αυτού του σατανικού σχεδίου ήταν ο Βαλαάμ! Αυτός γνώριζε πολύ καλά τι σημασία είχε για τον Ισραήλ να πορνεύσει και να ανακατευτεί με το λαό και τη θρησκεία των Μωαβιτών. «αυτές έγιναν αιτία στους γιους Ισραήλ, σύμφωνα με τη συμβουλή τού Βαλαάμ, να ανομήσουν ενάντια στον Κύριο, στην υπόθεση του Φεγώρ, και έγινε η πληγή επάνω στη συναγωγή τού Κυρίου» (Αριθμοί ΛΑ/31: 16). Έτσι έπεσε η κατάρα του Θεού πάνω στο στρατόπεδο του Ισραήλ. Η πληγή ήταν φοβερή. Με διαταγή του Μωυσή φονεύτηκαν είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000)  άνθρωποι από τη συναγωγή του Ισραήλ (κεφ. ΚΕ/25, εδ. 9). Από δω και στο εξής μόνον πόλεμος θα υπήρχε μεταξύ των δύο λαών. Η διαταγή του Μωυσή ήταν «πολεμάτε τους Μαδιανίτες και πατάξατε αυτούς, γιατί αυτοί σας πολεμούν με τις δολιότητές τους, με τις οποίες σας δολιεύτηκαν στην υπόθεση του Φεγώρ» (ΚΕ/25: 17,18). 
    Στο βιβλίο της «Αποκάλυψης» (κεφ. Β/2, εδ. 14) ο Κύριος Ιησούς μιλάει στον άγγελο της εκκλησίας της Περγάμου με τα λόγια: «Έχω όμως κατά σου ολίγα, διότι έχεις εκεί τινάς κρατούντας την διδαχήν του Βαλαάμ, όστις εδίδασκε τον Βαλάκ να βάλη σκάνδαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ, ώστε να φάγωσιν ειδωλόθυτα και να πορνεύσωσιν». Ο δάσκαλος που δίδαξε το Μωάβ πώς να κάνει το λαό Ισραήλ να αμαρτήσει δεν ήταν άλλος από τον Βαλαάμ. 
     Στην επιστολή «Β΄ Πέτρου» (κεφ. Β/2, εδ. 15-16) αναφέρεται: «αφήσαντες την ευθείαν οδόν, επλανήθησαν και ηκολούθησαν την οδόν του Βαλαάμ υιού του Βοσόρ, όστις ηγάπησε τον μισθόν της αδικίας, ηλέγχθη όμως διά την ιδίαν αυτού παρανομίαν, άφωνον υποζύγιον με φωνήν ανθρώπου λαλήσαν ημπόδισε την παραφροσύνην του προφήτου». «Αφήσαντες» σημαίνει ότι κάποτε, ήταν στο σωστό δρόμο τον οποίο στη συνέχεια τον άφησαν. Τα δώρα, οι τιμές, τον έλκυσαν. Ο Βαλαάμ ξεκίνησε ως προφήτης του Θεού, όμως εγκατέλειψε το σωστό δρόμο γιατί «αγάπησε το μισθό της αδικίας». Άρχισε καλά εκτελώντας το θέλημα του Θεού, όμως δε συνέχιζε να βαδίζει σωστά με αποτέλεσμα να έχει ένα τραγικό τέλος. Στο βιβλίο του «Ιησού τ. Ναυή» (κεφ. ΙΓ/13, εδ. 22) αναφέρεται: «και τον Βαλαάμ τον υιόν του Βεώρ, τον μάντιν, οι υιοί Ισραήλ εθανάτωσαν εν μαχαίρα μεταξύ των φονευθέντων υπ' αυτών». Δεν αναφέρεται πλέον ως «προφήτης» αλλά ως «μάντης». Άρχισε σαν «προφήτης» του Θεού και κατέληξε σαν «μάντης», σαν εχθρός του Θεού! 
   Επίσης στον επιστολή «Β΄ Πέτρου» (κεφ. Β/2, εδ. 1-3) αναφέρεται: «Υπήρξαν όμως και ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, καθώς και μεταξύ σας θέλουσιν είσθαι ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην, επισύροντες εις εαυτούς ταχείαν απώλειαν και πολλοί θέλουσιν εξακολουθήσει εις τας απωλείας αυτών, διά τους οποίους η οδός της αληθείας θέλει βλασφημηθή και διά πλεονεξίαν θέλουσι σας εμπορευθή με πλαστούς λόγους, των οποίων η καταδίκη έκπαλαι δεν μένει αργή, και η απώλεια αυτών δεν νυστάζει». Το Πνεύμα του Θεού αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της επιστολής «Β΄ Πέτρου» περιγράφοντας τους ψευδιδασκάλους που διαχρονικά έχουν μπει μέσα στο σώμα της εκκλησίας. Στην επιστολή «Ιούδα» (εδ. 19), αναφέρεται μια χαρακτηριστική φράση για όλους αυτούς: «εισεχώρησαν λαθραίως». Πολλοί τέτοιοι είναι σε δράση και σήμερα. Πρόκειται για ανθρώπους που εμπαίζουν το Θεό και τολμούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς, που εκμεταλλεύονται το όνομα του Θεού και του Ιησού Χριστού για τα συμφέροντά τους, για δύναμη, για χρήμα και τιμές. Όλων αυτών παράδειγμα στη ζωή τους δεν είναι ο Χριστός, αλλά ο Βαλαάμ. 
     Στην επιστολή «Ιούδα», εδ. 11, αναφέρεται: «Ουαί εις αυτούς διότι περιεπάτησαν εις την οδόν του Κάϊν, και χάριν μισθού εξεχύθησαν εις την πλάνην του Βαλαάμ, και απωλέσθησαν εις την αντιλογίαν του Κορέ». Δεν γνωρίζουμε αν τελικά ο Βαλαάμ εισέπραξε τελικά τα λύτρα της προδοσίας, αλλά, και αν τα εισέπραξε, δεν πρόλαβε να τα χαρεί, γιατί σε μία μεγάλη μάχη που δόθηκε στη χώρα των Μωαβιτών πλήρωσε με τη ζωή του τη μεγάλη του αμαρτία. «Η αμαρτία σου θα σε βρει». «Και πολέμησαν εναντίον του Μαδιάμ, καθώς ο Κύριος πρόσταξε στον Μωυσή, και θανάτωσαν κάθε αρσενικό. Και εκτός εκείνων που θανατώθηκαν, θανάτωσαν και τους βασιλιάδες τού Μαδιάμ, τον Ευί, και τον Ρεκέμ, και τον Σουρ, και τον Ουρ, και τον Ρεβά, πέντε βασιλιάδες τού Μαδιάμ και τον Βαλαάμ, τον γιο τού Βεώρ, τον θανάτωσαν με μάχαιρα». (Αριθμοί ΛΑ/31: 7-8).

                                                                          Επίλογος:
    Ο Βαλαάμ αναφέρεται ως παράδειγμα προς αποφυγήν στην επιστολή «Β΄ Πέτρου», στην επιστολή «Ιούδα» καθώς και στο βιβλίο της «Αποκάλυψης». Υπήρξε προφήτης έναντι αμοιβής. Το όνομά του έγινε συνώνυμο με την αμαρτία, την ασέβεια και κυρίως την εκμετάλλευση της θρησκείας για προσωπικούς, ιδιοτελείς σκοπούς.
      Έμεινε ένα θλιβερό παράδειγμα που θα δείχνει πάντοτε πόσο τρομερό πράγμα είναι να επιμένει κανείς στην αμαρτία του, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της αγάπης του Θεού. Πέρασε μέσα στην ιστορία ως ο άνθρωπος που προσπάθησε να κερδίσει και τους δύο κόσμους και έχασε και τους δύο. Το φρόνημα της σαρκός υπερίσχυσε μέσα στη ζωή του έναντι του αληθινού Θεού και τον έκανε να αναζητήσει το χρήμα και την ανθρώπινη δόξα. 
   Στο πρόσωπό του εικονίζονται όλοι οι αποστατημένοι εργάτες του Θεού, όλοι οι ψευδοπροφήτες, που ενήργησαν «χάριν αισχρού κέρδους» (Τίτος Α/1: 11) και έλαβαν το μισθό τους από τους ανθρώπους. Οι λανθασμένες του επιλογές σκλήρυναν την καρδιά του. Αποκορύφωμα όλων ήταν το ότι όταν ο Κύριος του αρνήθηκε το δικαίωμα να καταραστεί το λαό Ισραήλ, αυτός επέλεξε το δρόμο της δολιότητας.
      Έμεινε ένα μνημείο που θα μαρτυρά μια μεγάλη Βιβλική αλήθεια: «Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύει δύο κυρίους διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθεί και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά» (Λουκάς ΙΣ/16: 13).

     Είχε αρχίσει καλά, περπατούσε στο σωστό δρόμο, αλλά δυστυχώς δεν έμεινε σ’ αυτόν μέχρι τέλους (Ματθαίος ΚΔ/24: 13). ---



                                            Βιβλίο "ΑΡΙΘΜΩΝ"   (Παλαιά Διαθήκη)
κεφάλαιο ΚΒ / 22.
1 Και σηκωθέντες οι υιοί Ισραήλ εστρατοπέδευσαν εις τας πεδιάδας του Μωάβ, παρά τον Ιορδάνην, κατέναντι της Ιεριχώ.
2 Και Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ είδε πάντα όσα έκαμεν ο Ισραήλ εις τους Αμορραίους.
3 Και εφοβήθη ο Μωάβ τον λαόν σφόδρα, διότι ήσαν πολλοί· και ήτο ο Μωάβ εις αμηχανίαν εξ αιτίας των υιών Ισραήλ.
4 Και είπεν ο Μωάβ προς τους πρεσβυτέρους του Μαδιάμ, Τώρα θέλει καταφάγει το πλήθος τούτο πάντα τα πέριξ ημών, καθώς ο βους κατατρώγει τον χόρτον της πεδιάδος. Και Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ ήτο βασιλεύς των Μωαβιτών κατ' εκείνον τον καιρόν.
5 Και απέστειλε πρέσβεις προς τον Βαλαάμ, υιόν του Βεώρ, εις Φεθορά, κειμένην πλησίον του ποταμού της γης των υιών του λαού αυτού, διά να προσκαλέση αυτόν, λέγων, Ιδού, λαός εξήλθεν εξ Αιγύπτου· ιδού, περικαλύπτει το πρόσωπον της γης, και κάθηται εναντίον μου·
6 τώρα λοιπόν ελθέ, σε παρακαλώ, καταράσθητί μοι τον λαόν τούτον, διότι είναι δυνατώτερός μου· ίσως υπερισχύσω, να πατάξωμεν αυτούς και να εκδιώξω αυτούς εκ της γής· επειδή εξεύρω, ότι όντινα ευλογήσης είναι ευλογημένος, και όντινα καταρασθής είναι κατηραμένος.
7 Και υπήγαν οι πρεσβύτεροι του Μωάβ και οι πρεσβύτεροι του Μαδιάμ, φέροντες τα δώρα της μαντείας εις τας χείρας αυτών· και ήλθον προς Βαλαάμ και είπον προς αυτόν τους λόγους του Βαλάκ.
8 Ο δε είπε προς αυτούς, Μείνατε ενταύθα ταύτην την νύκτα και θέλω αποκριθή εις εσάς ό,τι λαλήση ο Κύριος προς εμέ. Και έμειναν μετά του Βαλαάμ οι άρχοντες του Μωάβ.
9 Και ήλθεν ο Θεός εις τον Βαλαάμ και είπε, Τι θέλουσιν οι άνθρωποι ούτοι μετά σου;
10 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Θεόν, Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ, βασιλεύς του Μωάβ, απέστειλε προς εμέ λέγων,
11 Ιδού, λαός εξήλθεν εξ Αιγύπτου και κατεκάλυψε το πρόσωπον της γής· ελθέ τώρα, καταράσθητί μοι αυτόν· ίσως υπερισχύσω να νικήσω αυτόν και να εκδιώξω αυτόν.
12 Και είπεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ, Μη υπάγης μετ' αυτών· μη καταρασθής τον λαόν, διότι είναι ευλογημένος.
13 Και σηκωθείς την αυγήν ο Βαλαάμ είπε προς τους άρχοντας του Βαλάκ, Υπάγετε εις την γην σας· διότι δεν μοι συγχωρεί ο Κύριος να έλθω μεθ' υμών.
14 Και σηκωθέντες οι άρχοντες του Μωάβ, ήλθον προς τον Βαλάκ και είπον, Δεν θέλει ο Βαλαάμ να έλθη μεθ' ημών.
15 Και ο Βαλάκ απέστειλε πάλιν άρχοντας περισσοτέρους και εντιμοτέρους τούτων·
16 και ήλθον προς τον Βαλαάμ και είπον προς αυτόν, ούτω λέγει Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ· Μη εμποδισθής, σε παρακαλώ, να έλθης προς εμέ·
17 διότι θέλω σε τιμήσει με μεγάλας τιμάς, και θέλω κάμει παν ό,τι μοι είπης· ελθέ λοιπόν, παρακαλώ, καταράσθητί μοι τον λαόν τούτον.
18 Και απεκρίθη ο Βαλαάμ και είπε προς τους δούλους του Βαλάκ, Και εάν μοι δώση ο Βαλάκ την οικίαν αυτού πλήρη αργυρίου και χρυσίου, δεν δύναμαι να παραβώ τον λόγον Κυρίου του Θεού μου, διά να κάμω ολιγώτερον ή περισσότερον·
19 διά τούτο μείνατε ενταύθα, παρακαλώ, και σεις την νύκτα ταύτην, διά να ίδω τι θέλει ειπεί ότι ο Κύριος προς εμέ.
20 Και ήλθεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ την νύκτα και είπε προς αυτόν, Εάν έλθωσιν οι άνθρωποι διά να σε καλέσωσι, σηκωθείς ύπαγε μετ' αυτών· πλην ό,τι σοι είπω, τούτο θέλεις κάμει.
21 Και εσηκώθη ο Βαλαάμ το πρωΐ, και εσαμάρωσε την όνον αυτού και υπήγε μετά των αρχόντων του Μωάβ.
22 Και εξήφθη η οργή του Θεού ότι υπήγε· και εστάθη άγγελος Κυρίου εν τη οδώ έμπροσθεν αυτού, διά να εναντιωθή εις αυτόν· αυτός δε εκάθητο επί της όνου αυτού και δύο δούλοι αυτού ήσαν μετ' αυτού·
23 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Κυρίου ιστάμενον εν τη οδώ, και την ρομφαίαν αυτού γεγυμνωμένην εν τη χειρί αυτού, εξέκλινεν η όνος εκ της οδού και υπήγαινεν προς την πεδιάδα· και εκτύπησεν ο Βαλαάμ την όνον, διά να επαναφέρη αυτήν εις την οδόν.
24 Αλλ' ο άγγελος του Κυρίου εστάθη εν μιά στενή οδώ των αμπελώνων, όπου ήτο φραγμός εντεύθεν και φραγμός εντεύθεν·
25 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Κυρίου, προσέθλιψεν εαυτήν προς τον τοίχον και συνέθλιψε τον πόδα του Βαλαάμ εις τον τοίχον· αυτός δε εκτύπησεν αυτήν πάλιν.
26 Και ο άγγελος του Κυρίου υπήγε παρεμπρός, και εστάθη εν στενώ τόπω, όπου δεν ήτο οδός διά να εκκλίνη δεξιά ή αριστερά·
27 και ιδούσα η όνος τον άγγελον του Κυρίου, συνεκάθησεν υποκάτω του Βαλαάμ· και θυμωθείς ο Βαλαάμ, εκτύπησε την όνον διά της ράβδου.
28 Και ήνοιξεν ο Κύριος το στόμα της όνου· και είπε προς τον Βαλαάμ, Τι σοι έκαμα, και με εκτύπησας τρίτην ταύτην φοράν;
29 Και είπεν ο Βαλαάμ προς την όνον, Διότι με ενέπαιξας· είθε να είχον μάχαιραν εν τη χειρί μου, διότι τώρα ήθελον σε θανατώσει.
30 Και η όνος είπε προς τον Βαλαάμ, Δεν είμαι εγώ η όνος σου, επί της οποίας εκάθιζες αφ' ου χρόνου με έχεις έως της ημέρας ταύτης; ήμην πότε συνειθισμένη να κάμνω ούτως εις σε; Ο δε είπεν, Ουχί.
31 Και ήνοιξεν ο Κύριος τους οφθαλμούς του Βαλαάμ, και είδε τον άγγελον του Κυρίου ιστάμενον εν τη οδώ και την ρομφαίαν αυτού γεγυμνωμένην εν τη χειρί αυτού· και κύψας προσεκύνησεν επί πρόσωπον αυτού.
32 Και είπε προς αυτόν ο άγγελος του Κυρίου, Διά τι εκτύπησας την όνον σου τρίτην ταύτην φοράν; ιδού, εγώ εξήλθον διά να σοι εναντιωθώ, διότι ο δρόμος σου είναι διεστραμμένος ενώπιόν μου·
33 και ιδούσά με η όνος εξέκλινεν απ' εμού τρίτην ταύτην φοράν· άλλως, εάν δεν εξέκλινεν απ' εμού τώρα σε μεν ήθελον φονεύσει, εκείνην δε ήθελον αφήσει ζώσαν.
34 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον άγγελον του Κυρίου, Ημάρτησα· διότι δεν ήξευρον ότι συ έστεκες εν τη οδώ εναντίον μου· όθεν τώρα, εάν δεν ήναι αρεστόν εις σε, επιστρέφω.
35 Και είπεν ο άγγελος του Κυρίου προς τον Βαλαάμ, Ύπαγε μετά των ανθρώπων· πλην ό,τι σοι είπω, τούτο θέλεις λαλήσει. Και υπήγεν ο Βαλαάμ μετά των αρχόντων του Βαλάκ.
36 Και ακούσας ο Βαλάκ ότι ήρχετο ο Βαλαάμ, εξήλθε να προϋπαντήση αυτόν, έως εις πόλιν τινά του Μωάβ, κειμένην εν τοις ορίοις του Αρνών, όστις είναι το έσχατον όριον.
37 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Δεν απέστειλα προς σε μετά σπουδής να σε καλέσω; διά τι δεν ήλθες προς εμέ; μήπως δεν είμαι ικανός να σε τιμήσω;
38 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Ιδού, ήλθον προς σέ· έχω τώρα την δύναμιν να λαλήσω τι; όντινα λόγον βάλη ο Θεός εις το στόμα μου, τούτον θέλω λαλήσει.
39 Και υπήγεν ο Βαλαάμ μετά του Βαλάκ, και ήλθον εις Κιριάθ-ουζώθ.
40 Και εθυσίασεν ο Βαλάκ βόας και πρόβατα, και έπεμψεν εξ αυτών προς τον Βαλαάμ και προς τους άρχοντας τους μετ' αυτού.
41 Και το πρωΐ έλαβεν ο Βαλάκ τον Βαλαάμ, και ανεβίβασεν αυτόν επί τους υψηλούς τόπους του Βάαλ, και εκείθεν είδε την άκραν του λαού.


κεφάλαιο ΚΓ / 23.
1 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Οικοδόμησόν μοι ενταύθα επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ενταύθα επτά μόσχους και επτά κριούς.
2 Και έκαμεν ο Βαλάκ καθώς είπεν ο Βαλαάμ· και προσέφεραν ο Βαλάκ και ο Βαλαάμ μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.
3 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Στήθι πλησίον του ολοκαυτώματός σου και εγώ θέλω υπάγει ίσως φανή ο Κύριος εις συνάντησίν μου· και ό,τι δείξη εις εμέ, τούτο θέλω σοι αναγγείλει. Και υπήγεν εις τόπον υψηλόν.
4 Και συνήντησεν ο Θεός τον Βαλαάμ· και είπε προς αυτόν, Ητοίμασα τους επτά βωμούς, και προσέφερα μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.
5 Και έβαλεν ο Κύριος λόγον εις το στόμα του Βαλαάμ και είπεν, Επίστρεψον προς τον Βαλάκ, και ούτω θέλεις ειπεί.
6 Και επέστρεψε προς αυτόν, και ιδού, ίστατο πλησίον του ολοκαυτώματος αυτού, αυτός και πάντες οι άρχοντες του Μωάβ.
7 Και ήρχισε την παραβολήν αυτού και είπε, Βαλάκ με έφερεν εκ της Αράμ, ο βασιλεύς του Μωάβ εκ των ορέων των προς ανατολάς, λέγων, Ελθέ, καταράσθητί μοι τον Ιακώβ· και ελθέ, αναθεμάτισον τον Ισραήλ.
8 Πως να καταρασθώ τον οποίον ο Θεός δεν καταράται; ή πως να αναθεματίσω τον οποίον ο Κύριος δεν ανεθεμάτισε;
9 Διότι από της κορυφής των ορέων βλέπω αυτόν, και από των λόφων θεωρώ αυτόν· ιδού, λαός, όστις θέλει κατοικήσει μόνος, και δεν θέλει λογαριασθή μεταξύ των εθνών·
10 τις δύναται να αριθμήση την άμμον του Ιακώβ, και τον αριθμόν του τετάρτου του Ισραήλ; είθε να αποθάνω κατά τον θάνατον των δικαίων, και το τέλος μου να ήναι όμοιον με το τέλος αυτού.
11 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Τι μοι έκαμες; διά να καταρασθής τους εχθρούς μου σε παρέλαβον· και ιδού, συ ευλογών ευλόγησας αυτούς.
12 Ο δε αποκριθείς είπε, Δεν πρέπει να προσέξω ό,τι ο Κύριος έβαλεν εις το στόμα μου, τούτο να είπω;
13 Και είπε προς αυτόν ο Βαλάκ, Ελθέ, παρακαλώ, μετ' εμού εις άλλον τόπον, όθεν θέλεις ιδεί αυτόν· μόνον την άκραν αυτού θέλεις ιδεί, το δε όλον αυτού δεν θέλεις ιδεί· και καταράσθητί μοι αυτόν εκείθεν.
14 Και έφερεν αυτόν εις την πεδιάδα Ζοφίμ επί την κορυφήν του Φασγά, και ωκοδόμησεν επτά βωμούς και προσέφερε μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.
15 Και είπε προς τον Βαλάκ, Στήθι αυτού πλησίον του ολοκαυτώματός σου και εγώ θέλω συναντήσει εκεί τον Κύριον.
16 Και συνήντησεν ο Κύριος τον Βαλαάμ, και έβαλε λόγον εις το στόμα αυτού και είπεν, Επίστρεψον προς τον Βαλάκ και ειπέ ούτω.
17 Και ήλθε προς αυτόν· και ιδού, αυτός ίστατο πλησίον του ολοκαυτώματος αυτού και οι άρχοντες του Μωάβ μετ' αυτού. Και είπε προς αυτόν ο Βαλάκ, Τι ελάλησεν ο Κύριος;
18 Και αρχίσας την παραβολήν αυτού είπε, Σηκώθητι, Βαλάκ, και άκουσον· δος ακρόασιν εις εμέ, συ ο υιός του Σεπφώρ·
19 ο Θεός δεν είναι άνθρωπος να ψευσθή, ούτε υιός ανθρώπου να μεταμεληθή· αυτός είπε και δεν θέλει εκτελέσει; ή ελάλησε και δεν θέλει εμμείνει;
20 Ιδού, ευλογίαν παρέλαβον· και ευλόγησε· και εγώ δεν δύναμαι να μεταστρέψω αυτήν.
21 Δεν εθεώρησεν ανομίαν εις τον Ιακώβ, ουδέ είδε διαστροφήν εις τον Ισραήλ· Κύριος ο Θεός αυτού είναι μετ' αυτού, και αλαλαγμός βασιλέως είναι μεταξύ αυτών.
22 Ο Θεός εξήγαγεν αυτούς εξ Αιγύπτου· έχουσιν ως δύναμιν μονοκέρωτος.
23 Βεβαίως ουδεμία γοητεία δεν ισχύει κατά του Ιακώβ, ουδέ μαντεία κατά του Ισραήλ· κατά καιρόν θέλει λαληθή περί του Ιακώβ και περί του Ισραήλ, Τι κατώρθωσεν ο Θεός.
24 Ιδού, ο λαός θέλει σηκωθή ως λέων, και θέλει εγερθή ως σκύμνος· δεν θέλει κοιμηθή εωσού φάγη το θήραμα, και πίη το αίμα των πεφονευμένων.
25 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Μήτε να καταρασθής αυτούς διόλου μήτε να ευλογήσης αυτούς διόλου.
26 Αποκριθείς δε ο Βαλαάμ είπε προς τον Βαλάκ, δεν σε ελάλησα, λέγων, Παν ό,τι μοι είπη ο Κύριος, τούτο πρέπει να κάμω;
27 Και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, Ελθέ, παρακαλώ, θέλω σε φέρει εις άλλον τόπον, ίσως θέλει αρέσει εις τον Θεόν να μοι καταρασθής αυτόν εκείθεν.
28 Και έφερεν ο Βαλάκ τον Βαλαάμ επί την κορυφήν του Φεγώρ, το οποίον βλέπει προς Γεσιμών.
29 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, οικοδόμησόν μοι ενταύθα επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ενταύθα επτά μόσχους και επτά κριούς.
30 και έκαμεν ο Βαλάκ ως είπεν ο Βαλαάμ και προσέφερε μόσχον και κριόν εφ' έκαστον βωμόν.

κεφάλαιο ΚΔ / 24.
1 Και ιδών ο Βαλαάμ ότι ήτο αρεστόν ενώπιον του Κυρίου να ευλογήση τον Ισραήλ, δεν υπήγε, καθώς άλλοτε, να ζητήση μαντείας, αλλ' έστησε το πρόσωπον αυτού προς την έρημον.
2 Και ανύψωσεν ο Βαλαάμ τους οφθαλμούς αυτού και είδε τον Ισραήλ κατεσκηνωμένον κατά τας φυλάς αυτών· και ήλθεν επ' αυτόν το πνεύμα του Θεού.
3 Και αρχίσας την παραβολήν αυτού είπε, Βαλαάμ ο υιός του Βεώρ είπε, και ο άνθρωπος, ο έχων ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού, είπεν·
4 είπεν εκείνος, όστις ήκουσε τα λόγια του Θεού, Όστις είδεν όρασιν του Παντοδυνάμου, πεσών εις έκστασιν, έχων όμως ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού.
5 Πόσον ώραίαι είναι αι κατοικίαι σου, Ιακώβ, αι σκηναί σου, Ισραήλ.
6 Ως κοιλάδες είναι εξηπλωμέναι, ως παράδεισοι εις όχθας ποταμού, ως δένδρα αλόης τα οποία εφύτευσεν ο Κύριος, ως κέδροι πλησίον των υδάτων.
7 Θέλει εκχέει ύδωρ εκ της αντλίας αυτού, και το σπέρμα αυτού θέλει είσθαι εις ύδατα πολλά, και ο βασιλεύς αυτού θέλει είσθαι υψηλότερος του Αγάγ, και η βασιλεία αυτού θέλει μεγαλυνθή.
8 Ο Θεός εξήγαγεν αυτόν εξ Αιγύπτου· έχει ως δύναμιν μονοκέρωτος· θέλει καταφάγει τα έθνη τους πολεμίους αυτού, και θέλει συντρίψει τα οστά αυτών, και θέλει κατατοξεύσει αυτούς με τα βέλη αυτού.
9 Αναπεσών, εκοιμήθη ως λέων, και ως σκύμνος λέοντος· τις θέλει εξεγείρει αυτόν; Ευλογημένος ο ευλογών σε και κατηραμένος ο καταρώμενός σε.
10 Και εξήφθη ο θυμός του Βαλάκ εναντίον του Βαλαάμ και συνεκρότησε τας χείρας αυτού· και είπεν ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ, διά να καταρασθής τους εχθρούς μου σε εκάλεσα· και ιδού, συ ευλογών ευλόγησας αυτούς τρίτην ταύτην φοράν·
11 τώρα λοιπόν φύγε εις τον τόπον σου· έλεγον να σε τιμήσω με τιμάς· αλλ' ιδού, ο Κύριος σε εστέρησε της τιμής.
12 Και είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ, Δεν είπον και προς τους απεσταλμένους σου, τους οποίους απέστειλας προς εμέ, λέγων,
13 Και αν μοι δώση ο Βαλάκ την οικίαν αυτού πλήρη αργυρίου και χρυσίου, δεν δύναμαι να παραβώ την προσταγήν του Κυρίου, ώστε να κάμω καλόν ή κακόν απ' εμαυτού, αλλ' ό,τι ο Κύριος λαλήση, τούτο θέλω ειπεί;
14 και τώρα, ιδού, εγώ υπάγω προς τον λαόν μου· ελθέ λοιπόν να σοι φανερώσω τι θέλει κάμει ο λαός ούτος εις τον λαόν σου εις τας εσχάτας ημέρας.
15 Και αρχίσας την παραβολήν αυτού είπε, Βαλαάμ ο υιός του Βεώρ είπε, και ο άνθρωπος, ο έχων ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού, είπεν·
16 είπεν εκείνος, όστις ήκουσε τα λόγια του Θεού, και έλαβε την γνώσιν του Υψίστου, όστις είδεν όρασιν του Παντοδυνάμου, πεσών εις έκστασιν, έχων όμως ανοικτούς τους οφθαλμούς αυτού·
17 Θέλω ιδεί αυτόν, αλλ' ουχί τώρα· θέλω θεωρήσει αυτόν, αλλ' ουχί εκ του πλησίον· θέλει ανατείλει άστρον εξ Ιακώβ, και θέλει αναστηθή σκήπτρον εκ του Ισραήλ, και θέλει πατάξει τους αρχηγούς Μωάβ, και εξολοθρεύσει πάντας τους υιούς του Σήθ·
18 και ο Εδώμ θέλει είσθαι κληρονομία, και ο Σηείρ θέλει είσθαι κληρονομία εις τους εχθρούς αυτού· και ο Ισραήλ θέλει πράξει εν ισχύϊ·
19 και θέλει εξέλθει εξ Ιακώβ ο εξουσιάζων, και θέλει εξολοθρεύσει τον διασωθέντα εκ της πόλεως.
20 Και ιδών τον Αμαλήκ, ήρχισε την παραβολήν αυτού και είπεν, Ο Αμαλήκ είναι αρχή των εθνών· αλλ' εν τω τέλει αυτού θέλει αφανισθή.
21 Και ιδών τον Κεναίον, ήρχισε την παραβολήν αυτού και είπεν, Ισχυρά είναι η κατοικία σου, και θέτεις την φωλεάν σου επί την πέτραν·
22 πλην ο Κεναίος θέλει καταπορθηθή, εωσού σε φέρη αιχμάλωτον ο Ασσούρ.
23 Και επανέλαβε την παραβολήν αυτού και είπεν, Ω τις θέλει ζήσει, όταν ο Θεός κάμη τούτο;
24 Και πλοία θέλουσιν ελθεί από των παραλίων των Κητιαίων, και θέλουσι καταθλίψει τον Ασσούρ, και θέλουσι καταθλίψει τον Εβερ· αλλά και εκείνοι θέλουσιν εξαφανισθή.
25 Και σηκωθείς ο Βαλαάμ ανεχώρησε και επέστρεψεν εις τον τόπον αυτού· ο δε Βαλάκ απήλθε και αυτός εις την οδόν αυτού.

κεφάλαιο ΚΕ / 25.
1 Και έμεινεν ο Ισραήλ εν Σιττείμ και ήρχισεν ο λαός να πορνεύη μετά των θυγατέρων Μωάβ·
2 αίτινες προσεκάλεσαν τον λαόν εις τας θυσίας των θεών αυτών· και έφαγεν ο λαός και προσεκύνησε τους θεούς αυτών.
3 Και προσεκολλήθη ο Ισραήλ εις τον Βέελ-φεγώρ· και εξήφθη η οργή του Κυρίου κατά του Ισραήλ.
4 Και είπε Κύριος προς τον Μωϋσήν, Λάβε πάντας τους αρχηγούς του λαού και κρέμασον αυτούς ενώπιον του Κυρίου κατέναντι του ηλίου· διά να σηκωθή από του Ισραήλ η φλογερά οργή του Κυρίου.
5 Και είπεν ο Μωϋσής προς τους κριτάς του Ισραήλ, Φονεύσατε έκαστος τους ανθρώπους αυτού, τους όσοι προσεκολλήθησαν εις τον Βέελ-φεγώρ.
6 Και ιδού, εις εκ των υιών Ισραήλ ήλθε φέρων εις τους αδελφούς αυτού γυναίκα Μαδιανίτιν, ενώπιον του Μωϋσέως και ενώπιον πάσης της συναγωγής των υιών Ισραήλ, ενώ έκλαιον εν τη θύρα της σκηνής του μαρτυρίου.
7 Και ιδών Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών του ιερέως, εσηκώθη εκ μέσον της συναγωγής, και λαβών εις την χείρα αυτού δοράτιον,
8 υπήγε κατόπιν του ανθρώπου του Ισραηλίτου εις την σκηνήν και διεπέρασεν αμφοτέρους, τον τε άνθρωπον τον Ισραηλίτην και την γυναίκα διά της κοιλίας αυτής. Και έπαυσεν η πληγή από των υιών Ισραήλ.
9 Ήσαν δε οι αποθανόντες εν τη πληγή εικοσιτέσσαρες χιλιάδες.
10 Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν λέγων,
11 Ο Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, υιού Ααρών του ιερέως, απέστρεψε τον θυμόν μου από των υιών Ισραήλ, δείξας ζήλον υπέρ εμού μεταξύ αυτών, όθεν δεν εξωλόθρευσα τους υιούς Ισραήλ εν τη ζηλοτυπία μου·
12 διά τούτο ειπέ, Ιδού, εγώ δίδω εις αυτόν την διαθήκην μου της ειρήνης·
13 και θέλει είσθαι εις αυτόν και εις το σπέρμα αυτού μετ' αυτόν διαθήκη ιερατείας αιωνίου· διότι εστάθη ζηλωτής υπέρ του Θεού αυτού, και έκαμεν εξιλέωσιν υπέρ των υιών Ισραήλ.
14 Το δε όνομα του Ισραηλίτου του θανατωθέντος εκείνου, όστις εθανατώθη μετά της γυναικός της Μαδιανίτιδος, ήτο Ζιμβρί, υιός Σαλού, άρχοντος οικογενείας επισήμου μεταξύ των Συμεωνιτών.
15 Και το όνομα της γυναικός της Μαδιανίτιδος της θανατωθείσης ήτο Χασβί, θυγάτηρ του Σούρ, αρχηγού λαού, εξ επισήμου οικογενείας εν Μαδιάμ.
16 Και ελάλησε Κύριος προς τον Μωϋσήν λέγων,
17 Πολεμείτε τους Μαδιανίτας και πατάξατε αυτούς·
18 διότι αυτοί σας πολεμούσι με τας δολιότητας αυτών, με τας οποίας σας εδολιεύθησαν εις την υπόθεσιν του Φεγώρ και εις την υπόθεσιν της Χασβί θυγατρός του άρχοντος Μαδιανίτου, της αδελφής αυτών, ήτις εθανατώθη εν τη ημέρα της πληγής διά την υπόθεσιν του Φεγώρ. ---





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου