Ευαγγέλιον «κατά Λουκάν», κεφ. Ζ/7, εδ. 11 – 18.
11 Και την επόμενη ημέρα, ο Ιησούς πορευόταν σε μια πόλη που ονομαζόταν Ναϊν και συμπορεύονταν μαζί του αρκετοί από τους μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος.
12 Και καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλης, να! φερόταν έξω ένας νεκρός, ένας μονογενής γιος τής μητέρας του, κι αυτή ήταν χήρα· και ένα μεγάλο πλήθος από την πόλη ήταν μαζί της.
13 Και όταν την είδε ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε, και της είπε: Μη κλαις.
14 Και πλησιάζοντας άγγιξε το νεκροκρέβατο· και εκείνοι που το βάσταζαν στάθηκαν, και είπε: Νεανίσκε, σε σένα λέω, σήκω επάνω.
15 Και ο νεκρός ανακάθησε, και άρχισε να μιλάει· και τον έδωσε στη μητέρα του.
16 Και φόβος κατέλαβε όλους, και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι: Ένας μεγάλος προφήτης έχει σηκωθεί ανάμεσά μας, και ότι: Ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό του.
17 Και η φήμη αυτή γι' αυτόν διαδόθηκε σε όλη την Ιουδαία, και σε όλα τα περίχωρα.
18 Και ανήγγειλαν στον Ιωάννη οι μαθητές του για όλα αυτά.
ΣΧΟΛΙΑ:
Ο Κύριος ήδη είχε κάνει ένα μεγάλο θαύμα θεραπεύοντας το δούλο ενός εκατόνταρχου (αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, επικεφαλής εκατό ανδρών) που έπασχε από μια πολύ σοβαρή ασθένεια, που τον είχε οδηγήσει στο χείλος του θανάτου. Εκλήθη λοιπόν ο Ιησούς, ο οποίος δέχτηκε να επισκεφθεί τον άρρωστο τούτο δούλο. Ο εκατόνταρχος που είχε μεγάλη πίστη στο Θεό, έστειλε κάποιους φίλους να συναντήσουν και Κύριο και να του πουν: «Κύριε δεν είμαι άξιος να εισέλθεις στο σπίτι μου. Ούτε τον εαυτόν μου έκρινα άξιο να έρθω σε Σένα, πες ένα λόγο και ο δούλος μου θα θεραπευτεί». Με ένα του λόγο ο Κύριος, από πολύ μεγάλη απόσταση θεράπευσε τον ετοιμοθάνατο δούλο. Ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξη του Κυρίου, ώστε είπε σ’ αυτούς που τον ακολουθούσαν: «Σας λέγω, Ουδέ εν τω Ισραήλ εύρον τοσαύτην πίστιν» (Λουκάς Ζ/7: 1-10). Η απάντηση του Κυρίου, καθώς βρέθηκε μπροστά σε μια τόσο μεγάλη πίστη ήταν: «πήγαινε, κι όπως πίστεψες έτσι ας γίνει για σένα». Μετά απ’ αυτό τον λόγο του Κυρίου η υγεία του δούλου αποκαταστάθηκε πλήρως.
Λίγη ώρα μετά από την πραγματοποίηση αυτού του θαύματος ο Κύριος αφήνει την Καπερναούμ και κατευθύνθηκε προς την πόλη Ναϊν (η λέξη σημαίνει «ωραία», «καλλονή») και απείχε 40 περίπου χιλιόμετρα, ευρισκόμενη στην νοτιοδυτική πλευρά της Γαλιλαίας. Η γη ανήκε στη φυλή Ισσάχαρ (το 5ο από τα 7 παιδιά που γέννησε η Λεία). Ο Κύριος πορεύεται ακολουθούμενος από τους μαθητές Του και από ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων.
Καθώς πλησίαζαν να φθάσουν στην πόλη συνάντησαν μία νεκρική πομπή την οποία ακολουθούσαν πολλοί Ιουδαίοι. Η πομπή αυτή μετέφερε τη σορό ενός νεαρού έξω από την πόλη για να ταφεί.
Ο νεκρός ήταν το μονάκριβο παιδί μιας χήρας γυναίκας. Μεγάλο το πένθος και ο οδυρμός τούτης της γυναίκας. Έχει χάσει τον άντρα της και τώρα θάβει και τη μοναδική της ελπίδα που ήταν το μοναχοπαιδί της. Πρόκειται για έσχατη και ανείπωτη τραγωδία. Τι άλλο μεγαλύτερο, τι πιο τραγικό θα μπορούσε να συμβεί; Η γυναίκα αυτή πέρα από τον πνευματικό και συναισθηματικό πόνο που την διακατείχε από την απώλεια του γιού της αντιμετώπιζε και σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής εκείνης μία γυναίκα μετά το γάμο της τελούσε υπό προστασία και συντηρείτο οικονομικά από τον σύζυγό της. Εάν ο σύζυγός της πέθαινε, τη μέριμνα αναλάμβανε ο πρωτότοκος γιός. Τώρα που ο πρωτότοκος και μοναδικός γιός της ήταν νεκρός η γυναίκα αυτή δεν είχε πλέον κανένα απολύτως στήριγμα, καμία οικονομική προστασία. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι είδαν σε τούτη τη ζωή να πεθαίνουν και να χάνονται από τη μια στιγμή στην άλλη όλες οι προσδοκίες τους, οι ελπίδες μιας ολόκληρης ζωής, οι λαχτάρες τους, οι αγάπες τους και να μένουν έρημοι, εντελώς μόνοι! Την κατάσταση στην οποία βρέθηκε τούτη η γυναίκα την περιγράφει ο ποιητής με τα λόγια: «Κι έμεινε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στο κάμπο», βουτηγμένη στο κλάμα, την απόγνωση και την απελπισία.
Στον αρχαίο Ισραήλ μια άτεκνη χήρα εθεωρείτο κοινωνικά, πνευματικά και οικονομικά αποκλεισμένη. Πέραν αυτού στην κουλτούρα που επικρατούσε περιέρρεε η αντίληψη ότι όταν ένας σύζυγος αρρώσταινε βαριά και στη συνέχεια πέθαινε πριν γεράσει, το γεγονός αυτό αποτελούσε σημείο κρίσης του Θεού για κάποια ή κάποιες αμαρτίες που είχε κάνει στη ζωή του. Ας θυμηθούμε και την περίπτωση του Ιώβ. Συνεπώς κάποιοι πίστευαν ότι ο Θεός κατά κάποιο τρόπο τιμωρούσε τη χήρα που επέζησε. Στο βιβλίο της «Ρουθ», όταν η Ναομί, η πεθερά, χήρεψε σε νεαρή ηλικία και έμεινε με δύο παιδιά, παραπονιόταν και έλεγε: «Ο Κύριος έδωσε μαρτυρία εναντίον μου και ο Παντοδύναμος με κατέθλιψε» (Ρουθ Α/1: 21).
Όλη αυτή η σκηνή που διαδραματίστηκε μας φέρνει, για άλλη μία φορά, μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα του θανάτου. Ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό για να ζει, γι’ αυτό και δε μπορεί να συμβιβαστεί, αποκρούοντας ακόμα και τη σκέψη του θανάτου, γιατί ο θάνατος του είναι ξένος. Ο Θάνατος δεν ήταν μέσα στο αρχικό σχέδιο του Θεού, όταν έπλασε τον άνθρωπο, μπήκε όμως στη ζωή του ανθρώπου εξαιτίας της παρακοής - αμαρτίας. Η εντολή του Θεού ήταν: «Προσέταξε δε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ' αυτού διότι καθ' ην ημέραν φάγης απ' αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γένεση Β/2: 16,17).
Το ζήτημα του θανάτου απασχόλησε φιλοσόφους, ποιητές, ερευνητές και πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους. Είναι φοβερό να κόβεται ξαφνικά το νήμα της ζωής. Στο βιβλίο του «Εκκλησιαστή» (ΙΒ/12: 7) αναφέρεται: «και επιστρέφει το χώμα εις την γην, καθώς ήτο, και το πνεύμα επιστρέψει εις τον Θεόν, όστις έδωκεν αυτό». Η ζωή είναι μια σκιά που φεύγει «ὡς ὕδωρ διακεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπισυνάγεται πάλιν» (Β’ Σαμουήλ ΙΔ/14:14). Είναι όπως «τα ίχνη τού πλοίου στο μέσον τής θάλασσας» (Παροιμίαι Λ/30: 19), όσο βαθιά και αν είναι, σε λίγο σκεπάζονται από το κύμα και όλα χάνονται. «Του ανθρώπου αι ημέραι είναι ως χόρτος ως το άνθος του αγρού, ούτως ανθεί. Διότι διέρχεται ο άνεμος επ' αυτού, και δεν υπάρχει πλέον και ο τόπος αυτού δεν γνωρίζει αυτό πλέον» (Ψαλμός ΡΓ/103: 15,16). Στη νεκρώσιμη ακολουθία αναφέρεται: «όντως φοβερότατο το του θανάτου μυστήριο, πώς ψυχή από το σώμα βιαίως χωρίζεται από την αρμονία και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός με θεία βούληση υποτέμνεται».
Ακριβώς εδώ καθώς η νεκρική πομπή κατευθύνεται προς το κοιμητήριο του χωριού, μεταφέροντας το νεκρό γιο της δύσμοιρης χήρας για να ενταφιαστεί, βρέθηκε στο δρόμο τους ο Ιησούς. Καθώς ο Κύριος αντίκρισε τούτη τη γυναίκα, αισθάνθηκε μέσα Του μεγάλη συμπόνοια γι’ αυτήν εξαιτίας της απόλυτα απελπιστικής κατάστασης στην οποία είχε βρεθεί. Ας μην ξεχνάμε ότι κάπου ανάμεσα στη δική μας «Ναϊν» και το κοιμητήριο που μεταφερόταν η σορός μας [στο δρόμο μας δηλ. για την αιώνια κόλαση], ήρθε και συνάντησε τον καθένα από μας ο Ιησούς. Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τους πιστούς της Εκκλησίας της Εφέσου ότι χωρίς το Χριστό που δίνει την αιώνια ζωή, είμαστε νεκροί. «και ενώ ήμεθα νεκροί διά τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι και συνανέστησε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις διά Ιησού Χριστού» (Εφεσίους Β/2: 5,6).
Ο Κύριος της Αγάπης και του Ελέους, όταν είδε την απελπισία στο πρόσωπο τούτης της γυναίκας, άκουσε το θρήνο, τον οδυρμό της και είδε τα δάκρυά της, αφουγκράστηκε το σπαραγμό της καρδιάς της, καθώς είχε χάσει κάθε ελπίδα από την απώλεια του γιού της, τη συμπόνησε. Αυτή η συμπόνια ήταν η αιτία της ενσάρκωσης του Υιού του Θεού. Εκείνη η συμπόνια έκανε τον Υιό του Θεού να γίνει «υιός ανθρώπου» για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία που έχει σαν αποτέλεσμα το θάνατο και την αιώνια καταδίκη. Η συμπόνια του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο έφερε τον Ιησού ανάμεσά μας, τον ανέβασε πάνω στο σταυρό, όπου πλήρωσε για τις αμαρτίες μας με το πολύτιμό Του αίμα. Με την ένδοξη Ανάστασή Του από τους νεκρούς που ακολούθησε, άνοιξε την πόρτα προς την αιώνια ζωή.
Ο Κύριος αντικρύζοντας τούτη την ταλαίπωρη μάνα την σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μη κλαις» (εδ. 13). Με τα λόγια αυτά απαίτησε από τη γυναίκα εκείνη να Τον εμπιστευθεί εντελώς και να σταματήσει να κλαίει. "Γυναίκα μη κλαις". Δυο μικρές λέξεις, που αποτελούν μια μεγάλη συμβουλή, μια καίρια προτροπή. Μάρθα, μην απελπίζεσαι, γιατί «Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει και πας όστις ζη και πιστεύει εις εμέ δεν θέλει αποθάνει εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (Ιωάννης ΙΑ/11: 25,26). Και ο Απ. Παύλος συμπληρώνει: «Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, διά να μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13).
«Μη κλαις». Σε μία δύσκολη ώρα της ζωής μας τούτη τη φράση μπορεί να μας την πει ένας φίλος, ένας γνωστός, ένας συγγενής, ο Κύριος όμως μιλάει με εξουσία και ο Λόγος Του έχει δυναμικά αποτελέσματα. Μόνον ο Κύριος μπορεί να σπογγίσει δάκρυα, ν’ αναστήσει ελπίδες, να δώσει ζωή. «Μη κλαις», ψυχή. Μέσα στον κόσμο του πολέμου, της θλίψης, της κακίας, της ζήλιας, της αδικίας, του φθόνου και του φόνου, της αρρώστιας και του πόνου δεν είσαι μόνος, «ζει Κύριος» (Ψαλμός ΙΗ/18: 46) και είναι Εκείνος ο ζωντανός, ο αληθινός που έχει δώσει σε κάθε δικό Του παιδί πλούσιες και ευλογημένες υποσχέσεις: «Δεν θα σε αφήσω ούτε θα σε εγκαταλείψω» (Εβραίους ΙΓ/13: 5). «ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθαίος ΚΗ/28: 20).
Ο Κύριος έρχεται, τα βήματά Του ακούγονται, τα σημεία των καιρών βοούν. Όταν θα έρθει θα φέρει «τα πάνω κάτω». Το απόλυτο κακό που συμβαίνει γύρω μας θα καταργηθεί οριστικά και αμετάκλητα, τα δάκρυα θα εκλείψουν. «θα εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον· διότι τα πρώτα παρήλθον» (Αποκάλυψη ΚΑ/21: 4). Το πένθος θα δώσει τη θέση του στη χαρά, η φθορά θα δώσει τη θέση της στην αφθαρσία, ο Κύριος έρχεται να κάνει αποκατάσταση. Όπως ο αποδημήσας γεωργός επιστρέφει στην ιδιοκτησία Του (Ματθαίος ΚΑ/21: 33-41) και θα καλέσει τους δούλους Του ν’ αποδώσουν λογαριασμό.
Ο Κύριος έσπευσε να συναντήσει τούτη τη δυστυχισμένη γυναίκα στην πιο κρίσιμη ώρα της ζωής της, την πιο κατάλληλη ώρα. Άφησε την Καπερναούμ, περπάτησε όλη τη νύκτα για να βρεθεί την ώρα που έπρεπε μπροστά στη νεκρική πομπή λίγο πριν οι άνθρωποι θάψουν το σώμα του νεκρού μέσα στη γη. Κάποιος είπε: «Μια μέρα, όταν θα κοιτάζουμε όλα αυτά που φαίνονται να είναι συμπτώσεις στη ζωή μας θα συνειδητοποιήσουμε ότι ίσως δεν ήταν τελικά τόσο συμπτωματικές». Ήταν σχέδια του Θεού για μας, που ποτέ δεν τ’ αντιληφθήκαμε και ποτέ δε δώσαμε τη δόξα στο Θεό γι’ αυτά. Θα επαναλάβουμε φορτικά ότι ποτέ δεν αργεί ο Κύριος. Είναι απόλυτα συνεπής και πάντα ενεργεί την κατάλληλη ώρα στη ζωή μας, για να μας βοηθήσει. Ο Απ. Πέτρος μας προειδοποιεί ότι οι ασεβείς πάντα θα επαναλαμβάνουν το ίδιο “τροπάριο”: «τούτο πρώτον γνωρίζοντες, ότι θέλουσιν ελθεί εν ταις εσχάταις ημέραις εμπαίκται, περιπατούντες κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας και λέγοντες Πού είναι η υπόσχεσις της παρουσίας αυτού; διότι αφ' ης ημέρας οι πατέρες εκοιμήθησαν, τα πάντα διαμένουσιν ούτως απ' αρχής της κτίσεως» (Β’ Πέτρου Γ/3: 3,4). Αυτό δεν είναι αληθινό. Πάντα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας: «Δεν βραδύνει ο Κύριος την υπόσχεσιν αυτού, ως τινές λογίζονται τούτο βραδύτητα, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη θέλων να απολεσθώσι τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν» (Β’ Πέτρου Γ/3: 9). Ο Κύριος αργεί, γιατί μακροθυμεί, γιατί θέλει «να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας» (Α’ Τιμοθέου Β/2: 4). Δεν έκλεισε σήμερα ο Θεός την πόρτα της κιβωτού, για να σωθούν κάποιες ψυχές ακόμα.
Ο Κύριος, καθώς έφτασε, διέκοψε τη νεκρική πομπή ακριβώς την ώρα που έπρεπε, την ώρα της ανάγκης. Χωρίς να έχει ενδοιασμούς για την έλλειψη τελετουργικής καθαρότητας, επειδή ο Νόμος δεν επέτρεπε ν’ αγγίζουν οι Ιουδαίοι κάθε τι που είχε σχέση με νεκρό (Αριθμοί ΙΘ/19: 11), «άγγιξε το νεκροκρέβατο» και η πομπή «στάθηκε». Η έκπληξη που κατέλαβε τους παρευρισκόμενους ήταν πολύ μεγάλη, καθώς περίμεναν να δουν τι θα συμβεί. Νεκρός ο νέος και όμως ο Χριστός ήρθε να τον συναντήσει.
Αμίλητος αυτός, όμως ο Κύριος του μιλάει και με μια προσταγή Του του χαρίζει τη ζωή: «Νεανίσκε, σε σένα λέω, σήκω επάνω». Αυτό ακριβώς και έγινε. Ο νεκρός ανακάθισε και άρχισε να μιλάει προς τους παραβρισκόμενους. Ο λόγος του Χριστού είναι ζωντανός, δυνατός, ζωοποιός που δεν μένει ποτέ άδειος και ανώφελος, βρίσκει πάντοτε απήχηση και φέρνει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Ο Κύριος δεν έβαλε μια άλλη ψυχή μέσα του, αντί για εκείνη που είχε, αλλά με τη κυρίαρχη δύναμή Του κάλεσε την ίδια ψυχή που είχε φύγει από το σώμα του να επανέλθει. Αν η ψυχή είχε χαθεί, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, πώς επέστρεψε στο άψυχο σώμα;
“Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι!” Τούτα τα λόγια του Κυρίου διαχρονικά απευθύνονται και στα νέα παιδιά της εποχής μας, που η αμαρτία τα έχει αιχμαλωτίσει με τα θανατηφόρα δίχτυα της και τα οδηγεί στην καταστροφή και τον αιώνιο θάνατο. Βλέπουμε καθημερινά στις τηλεοράσεις τι συμβαίνει με μικρά ανήλικα παιδιά αγόρια και κορίτσια. Μίσος, πάθος, ζήλια, φόνος, φθόνος και τόσα άλλα αρνητικά συναισθήματα. Κάποιος δημοσιογράφος ρώτησε μια κοπέλα από τα παιδιά αυτά: «Πως θα αισθανθείς αν μάθει ο πατέρας σου αυτά που έκανες;». Η απάντηση ήταν: «Δεν ξέρω ποιος είναι ο πατέρας μου»! Πόσους νέους ανθρώπους καθημερινά κλαίει η κοινωνία μας. Όλοι τούτοι τραγικά θύματα της κακής παρέας, των ποτών, των ναρκωτικών, της βίας, της ξέφρενης ταχύτητας. Ένας κόσμος που χάνεται αιώνια, που ζει χωρίς Θεό, χωρίς Χριστό, χωρίς ελπίδα. Πόσοι γονείς μοιάζουν με τούτη την τραγική μάνα. Ποια δύναμη μπορεί να συνετίσει, να σωφρονίσει τούτους τους νέους, να επιστρέψει ζωντανά τούτα τα παιδιά στους δικούς τους ανθρώπους; Μόνον η δύναμη του Χριστού μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από την ακολασία και το θάνατο και να τον σώσει αιώνια, γι’ αυτό, ψυχή, δέξου μια προσωπική συνάντηση μαζί Του.
Άδειασε την καρδιά σου σ’ Αυτόν και Αυτός είναι βέβαιο ότι θα την γεμίσει. Θα σου μιλήσει, θα σε ακουμπήσει και με πολύ αγάπη και θα σου χαρίσει αιώνια ζωή.
Μετά απ’ αυτά ο Κύριος παρέδωσε τον αναστημένο νέο στη μητέρα του.
Το πλήθος των χωρικών, οι μαθητές και όλοι όσοι ακολουθούσαν έμειναν έκπληκτοι από το θαύμα που συνέβη και ξαφνικά η θλίψη τους μεταβλήθηκε σε χαρά. Όλοι δόξαζαν το Θεό και έλεγαν ότι «ένας μεγάλος προφήτης έχει σηκωθεί ανάμεσά μας» (εδ. 16), ενθυμούμενοι την υπόσχεση που είχε δώσει ο Θεός στο λαό Του διά του Μωυσή, η οποία έλεγε: «Προφήτην εκ μέσου των αδελφών αυτών θέλω αναστήσει εις αυτούς, ως σε, και θέλω βάλει τους λόγους μου εις το στόμα αυτού, και θέλει λαλεί προς αυτούς πάντα όσα εγώ προστάζω εις αυτόν Και ο άνθρωπος όστις δεν υπακούσει εις τους λόγους μου, τους οποίους αυτός θέλει λαλήσει εν τω ονόματί μου, εγώ θέλω εκζητήσει τούτο παρ' αυτού» (Δευτερονόμιο ΙΗ/18: 15,16). Οι παρευρισκόμενοι αντιλαμβανόμενοι τη σημασία της θαυμαστής αυτής ενέργειας του Ιησού, έλεγαν: «Ο Θεός έστρεψε την προσοχή Του, στο λαό Του».
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τον πόνο του θανάτου τον έλυσε μια για πάτα ο Χριστός με την ένδοξη Ανάστασή Του από τους νεκρούς. Έγινε «η απαρχή των κεκοιμημένων» και κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα της ανάστασης και του κάθε πιστού ανθρώπου. «Επειδή καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ. Έκαστος όμως κατά την ιδίαν αυτού τάξιν ο Χριστός είναι η απαρχή, έπειτα όσοι είναι του Χριστού εν τη παρουσία αυτού» (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 23).
Το περιστατικό της ανάστασης του γιου της χήρας της Ναϊν δε θα πρέπει να είναι άλλη μια απλή ιστορία για μας. Θέλει πάνω απ’ όλα να μας διδάξει ότι θα πρέπει να λαμβάνουμε πάντοτε υπόψη μας τη δύναμη και την εξουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος μπορεί ν’ ανασταίνει νεκρούς, επειδή είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Έρχεται να επαληθεύσει ότι ο Κύριος γνωρίζει τις ανάγκες, τις δυσκολίες, τα δάκρυά μας και είναι βέβαιο ότι δε θ’ αργήσει να επέμβει και να ενεργήσει θαυμάσια. Ας σκεφτούμε πόσες φορές έχει ενεργήσει μέσα στη ζωή μας μέχρι σήμερα, χωρίς καν εμείς να τον καλέσουμε;
Απ’ όλα τα θαύματα του Ιησού κατά τη διάρκεια της διακονίας Του επί της γης θεωρούμε ότι αυτό το θαύμα που διακρίνεται για τη συμπόνοια και τη στοργή δείχνει την αγάπη και το μεγάλο ενδιαφέρον του Χριστού για τον άνθρωπο. Έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι έχουμε μεγάλη σημασία για Εκείνον και ότι ποτέ δε μας ξεχνά, γιατί ποτέ δε θα ξεχάσει τις υποσχέσεις Του. Ο Λόγος Του που είναι ζωντανός και αληθινός και θα εκπληρωθεί στο ακέραιο. ---
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου