Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ.


Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ.
 
 βιβλίο  Πράξεων  των  Αποστόλων,   κεφ. ΚΑ/21: 17   έως   ΚΔ/24.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

    Ο Απ. Παύλος μαζί με τον Απ. Λουκά και τους άλλους συνοδούς του έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, όπου οι αδελφοί τους υποδέχτηκαν με πολλή αγάπη κι εγκαρδιότητα (Πράξεις ΚΑ/21: 17). Η χαρά όλων έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν άκουσαν όσα θαυμαστά έκανε η δύναμη του Θεού στα έθνη. Τις ημέρες εκείνες είχαν έρθει στα Ιεροσόλυμα για να γιορτάσουν τη γιορτή της Πεντηκοστής (Έξοδος ΚΓ/23: 16). 
    Η Πεντηκοστή ήταν μία εορτή των Ιουδαίων αρχικά αγροτική, όπου προσφερόταν στον Κύριο το πρώτο δεμάτι σιτηρών (Λευιτικό ΚΓ/23: 15). Ήταν μια μέρα χαράς και ευχαριστιών στον Κύριο. Με την πάροδο των χρόνων μετατράπηκε σε γιορτή μνήμης του ιστορικού γεγονότος της παράδοσης του Νόμου από το Θεό στο Μωυσή. Εορταζόταν 50 ημέρες μετά τις 16 του μηνα Νισάν σύμφωνα με το Ιουδαϊκό ημερολόγιο. Για να τιμήσουν την εορτή είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ πολλοί Ιουδαίοι από διάφορα μέρη του κόσμου. Ανάμεσα τους ήταν και φανατικοί εχθροί του Αποστόλου Παύλου από την Έφεσο, την Κόρινθο κι αλλού. 
    Η αρχή των συμβάντων έγινε με την εμφάνιση του Απ. Παύλου στο Ναό των Ιεροσολύμων, η οποία ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις από τη μεριά των αντιπάλων του. Στη θέα του «αποστάτη» Σαύλου οι Ιουδαίοι εξοργίστηκαν. Άρχισαν λοιπόν ν' απευθύνουν ανύπαρκτες κατηγορίες εναντίον του Απ. Παύλου, καθώς υποστήριζαν ότι δε σεβόταν το Εβραϊκό έθνος και το Μωσαϊκό Νόμο κι άλλα πολλά ψέματα. Μ' αυτές τις συκοφαντίες παρέσυραν τον όχλο εναντίον του Απ. Παύλου, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και να τον ξυλοκοπήσουν άγρια. Σκοπός τους ήταν να τον σκοτώσουν επί τόπου. 
    Την κρίσιμη εκείνη ώρα μετά από ειδοποίηση έφτασε ο Ρωμαίος Χιλίαρχος Κλαύδιος Λυσίας, ο οποίος ήταν Ελληνικής καταγωγής και υπηρετούσε ως διοικητής Ρωμαϊκού στρατοπέδου. Καθώς συνέβαιναν αυτά τα γεγονότα, έσπευσε μαζί με τη φρουρά του, για να διαπιστώσει τι συμβαίνει και με πολύ κόπο κατόρθωσαν ν' αρπάξουν τον Απ. Παύλο από τα φονικά χέρια των Ιουδαίων. Αφού τον έδεσαν με δυο χοντρές αλυσίδες, τον ρώτησαν ποιος είναι και τι είχε κάνει, ώστε να τον καταδιώκουν. Ο Χιλίαρχος λόγω της οχλοβοής δεν μπορούσε να σχηματίσει γνώμη για τον Παύλο και έτσι διέταξε να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδο. Οι διαμαρτυρίες του όχλου ήταν τόσο έντονες, ώστε οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να τον σηκώσουν στα χέρια, ενώ όλοι μαζί φώναζαν: «θάνατος, θάνατος».
    Πώς μπορεί να αλλάξουν ξαφνικά τα σχέδια των ανθρώπων! Ο Παύλος υπολόγιζε ν’ αρχίσει το τέταρτο ιεραποστολικό του ταξίδι. Στα σχέδιά του ήταν να πάει στην Ισπανία (Ρωμαίους ΙΕ/15: 24), αφού πρώτα επισκεπτόταν τη Ρώμη. Αντί όλων αυτών εντελώς αναπάντεχα βρέθηκε στη φυλακή, για να φτάσει δύο χρόνια αργότερα υπόδικος στη Ρώμη. «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού. Πόσον ανεξερεύνητοι είναι αι κρίσεις αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού» (Ρωμαίους ΙΑ/11: 33). «αι βουλαί μου δεν είναι βουλαί υμών ουδέ οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος» (Ησαΐας ΝΕ/55: 8). 
    Καθώς πήγαιναν να τον βάλουν μέσα στο στρατόπεδο, ο Παύλος παρακάλεσε το Χιλίαρχο να του επιτρέψει να μιλήσει στο πλήθος (Πράξεις, κεφ. ΚΑ/21: 39). Το αίτημά του έγινε δεκτό, οπότε ο Απόστολος αντέκρουσε τις κατηγορίες και φέρθηκε σε όλους αυτούς που τον κατεδίωκαν με μεγαλοψυχία κι αγάπη. Τους μίλησε στην Αραμαϊκή διάλεκτο, που ήταν η μητρική τους γλώσσα και αναφέρθηκε στην υψηλή καταγωγή του, για το δάσκαλό του το Γαμαλιήλ (Πράξεις ΚΒ/22: 3), τονίζοντας την αφοσίωσή του προς την πατρώα Ιουδαϊκή θρησκεία καθώς και για τη μεταστροφή του στο δρόμο του προς τη Δαμασκό (Πράξεις ΚΣ/26: 14) καθώς και για την εντολή που έλαβε από το Χριστό να κηρύξει το Ευαγγέλιο (Γαλάτες Α/1: 15).
    Οι Ιουδαίοι αρνούνταν να ακούσουν περισσότερα και δε δέχτηκαν την ευκαιρία που τους έδωσε ο Απ. Παύλος, για να μετανοήσουν και να σωθούν. Ο όχλος ζητούσε επίμονα τη θανάτωσή του, οπότε ο διοικητής μετέφερε τον Παύλο στο στρατόπεδο, όπου ήταν ασφαλής και διέταξε να τον μαστιγώσουν ανακρίνοντάς τον και την επόμενη ημέρα να τον μεταφέρουν προ του Μεγάλου Συνεδρίου, για να απολογηθεί. 
    Την κρίσιμη τούτη ώρα ο Παύλος βρέθηκε στην ανάγκη να επικαλεστεί την ιδιότητα του «Ρωμαίου πολίτη» (civis Romanus) όπως είχε κάνει και στους Φιλίππους. Ο Χιλίαρχος, όταν το άκουσε ότι ήταν πολιτογραφημένος «Ρωμαίος πολίτης», φοβήθηκε, γιατί δεν επιτρεπόταν να κακοποιούν Ρωμαίους πολίτες. Γι' αυτό τον έκλεισε στη φυλακή και κάλεσε τα μέλη του Εβραϊκού συνεδρίου, να τον δικάσουν. Από τότε άρχισε η φυλάκιση του Απ. Παύλου, πού κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια. 
    Την άλλη ήμερα πήγαν τον Απ. Παύλο στο Συνέδριο, του οποίου Πρόεδρος ήταν ο αρχιερέας Ανανίας. Ο Απ. Παύλος μπροστά στο Ιουδαϊκό συνέδριο (Σανχεντρίν) προλόγισε λέγοντας πως έχει ήσυχη τη συνείδησή του. Ο Αρχιερέας Ανανίας εξοργίστηκε με τα λόγια αυτά, προφανώς γιατί και αυτός θεωρούσε τον Απ. Παύλο αποστάτη από τον Ιουδαϊσμό, προδότη και αιρετικό και γι’ αυτό και διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα. Η πράξη ήταν άδική και παράνομη και γι’ αυτό ο Απ. Παύλος, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν Αρχιερέας (πιθανόν να μην είχε φορέσει τη στολή του), του είπε ότι θα τον χτυπήσει ο Θεός και ότι μοιάζει με ασβεστωμένο τοίχο (Πράξεις ΚΓ/23: 3,4). Ο Παύλος όταν αντελήφθη ότι πρόκειται για τον Αρχιερέα ζήτησε συγνώμη (εδ. 5), προφανώς εξαιτίας της ρήσης στο βιβλίο της «Εξόδου» (κεφ. ΚΒ/22: 28), το οποίο αναφέρει: «να μην κακολογήσεις άρχοντα του λαού σου». 
    Οι άρχοντες των Ιουδαίων προσπάθησαν να πείσουν το νέο ανθύπατο Πόρκιο Φήστο (59 – 62 μ.Χ.) να τους αποστείλει τον Απ. Παύλο στα Ιεροσόλυμα, δήθεν για να τον δικάσουν αυτοί. Σκοπός τους ήταν να τον πάρουν από τα χέρια των Ρωμαίων και να τον σκοτώσουν στο δρόμο, καθώς είχαν σχεδιάσει και στο παρελθόν. Ο Φήστος, που είχε οριστεί Κυβερνήτης της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας, μετά την ανάκληση του Φήλικα στη Ρώμη (Πράξεις ΚΔ/24: 27) αρνήθηκε και τους κάλεσε ν' αποστείλουν εκπροσώπους στη δίκη του Απ. Παύλου που θα γινόταν στην Καισάρεια  (Πράξεις ΚΕ/25: 5). 
    Τη δίκη την παρακολούθησε και ο ίδιος ο Χιλίαρχος (πρόκειται για στρατιωτικό βαθμό, επικεφαλής χιλίων ανδρών). Ο Παύλος στην απολογία του μπροστά στο Συνέδριο, επανέλαβε όσα είχε πει στο πλήθος την προηγούμενη ημέρα. Είπε ακόμη ότι «δικαζόταν, επειδή πίστευε κι έλπιζε στην ανάσταση των νεκρών». Τα μέλη του συνεδρίου, που αποτελείτο από Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, διαφώνησαν μεταξύ τους και άρχισαν να φιλονικούν, καθώς οι Φαρισαίοι δέχονταν την ανάσταση των νεκρών, ενώ οι Σαδδουκαίοι την απέρριπταν (ΚΓ/23: 8). Ήταν τόσο μεγάλη η αναστάτωση στο Συνέδριο, που ο Χιλίαρχος, για να σώσει τον Απ. Παύλο που κινδύνευε από τη μανία του πλήθους, διέταξε τους στρατιώτες να τον μεταφέρουν ξανά στο δεσμωτήριο (εδ. 10). 
    Τη νύχτα που ακολούθησε ο Κύριος φανέρωσε στον Απ. Παύλο με όραμα ότι δε θα πάθαινε κανένα κακό και ότι θα κήρυττε το Ευαγγέλιο στη Ρώμη, όπως έκανε και στην Ιερουσαλήμ. Ο Απ. Παύλος αισθανόταν πια να τον πλημμυρίζουν νέες δυνάμεις, αφού ο Κύριος θα ήταν μαζί του (Πράξεις ΚΓ/23: 11). 
    Οι φανατικοί εχθροί του Παύλου με όρκους αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν. Ζήτησαν μάλιστα από τους αρχιερείς να τον ξαναφέρουν σε δίκη. Σκοπός τους ήταν να τον δολοφονήσουν καθ’ οδόν, όμως η πρόνοια του Θεού ματαίωσε τα εγκληματικά τους σχέδια. Ο Χιλίαρχος πληροφορήθηκε τη συνωμοσία από τον ανιψιό του Παύλου. Τότε, για να τον προστατέψει, τον έστειλε με μεγάλη στρατιωτική φρουρά στην Καισάρεια, όπου ήταν η έδρα του Ρωμαίου κυβερνήτη ανθύπατου, Αντώνιου Φήλικα. Εκεί κρατήθηκε ο Απ. Παύλος με την εντολή να του παρασχεθεί άνεση και άδεια να βλέπει τους δικούς του ανθρώπους. Έτσι ο Θεός έσωσε τον Παύλο από τις επιβουλές των εχθρών του. 
    Στη δίκη πού έγινε στην Καισάρεια φάνηκε η αθωότητα του Παύλου. Αλλά ο Φήστος, προκειμένου να γίνει αρεστός στους Ιουδαίους, ζήτησε από τον Απ. Παύλο, αν ήθελε, να πάει στα Ιεροσόλυμα και να δικαστεί από το Μέγα Συνέδριο. Τότε ο Παύλος διαμαρτυρήθηκε και απαίτησε, καθώς είχε δικαίωμα, να ακουστεί ως Ρωμαίος πολίτης από τον αυτοκράτορα. Ο Φήστος το δέχτηκε αυτό με κάποια δυσφορία. 
    Ύστερα από λίγες μέρες ο αρχιερέας Ανανίας, μαζί με συνοδεία και κάποιον δικηγόρο Τέρτυλλο πήγαν στον Φήλικα και διέβαλαν τον Παύλο. Ο Παύλος αντέκρουσε τις κατηγορίες των Ιουδαίων. Πολλές φορές ο Φήλιξ μαζί με τη γυναίκα του Δρουσίλλα καλούσε τον Απ. Παύλο, για να ακούσει απ’ αυτόν για την χριστιανική διδασκαλία. Ο άνθρωπος αυτός ακούει τις αλήθειες του Θεού, αλλά δεν τολμάει να κάνει το «μεγάλο βήμα» της αποδοχής. Καθώς ακούει τον Παύλο να μιλάει για δικαιοσύνη και για εγκράτεια, πανικοβάλλεται και για να τον αποφύγει, αρκείται σε κάποιες δικαιολογίες: «προς το παρόν ύπαγε και όταν λάβω καιρόν…», «όταν θα έχω μια καταλληλότερη ευκαιρία….» (Πράξεις ΚΔ/24: 25). Ο λαός λέει: «προφάσεις εν αμαρτίαις». Απ’ ό,τι γνωρίζουμε η ευκαιρία αυτή ποτέ δεν ήρθε. Στις φυλακές της Καισαρείας ο Παύλος πέρασε δυο χρόνια, από το 57 ως το 59 μ.Χ.. Το 60 μ.Χ. ο αυτοκράτορας της Ρώμης αντικατέστησε τον Φήλικα με άλλο ανθύπατο, τον Πόρκιο Φήστο. 

    Στη συνέχεια της μελέτης μας θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ανάκρισης, έχοντας πάντοτε υπόψη μας τα λόγια του προφήτη ότι «η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιο» (Ησαΐας ΞΔ/64: 6). Στην ανάκριση αυτή προέδρευαν ο Ρωμαίος Κυβερνήτης Πόρκιος Φήστος και ο τοπικός Βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Β’. Ήταν γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α', που αποκεφάλισε τον Ιάκωβο και φυλάκισε τον Απ. Πέτρο (κεφ. 12). Ανακρινόμενος ήταν ο Απ. Παύλος, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί απ’ αυτούς που «αναστάτωσαν την οικούμενη όλη» (Πράξεις ΙΖ/17: 6). 
    Η κατηγορία η οποία τον βαρύνει είναι ότι ο Παύλος κηρύττει πως ο Ιησούς, που πέθανε πάνω στο σταυρό, τώρα είναι ζωντανός, αναστημένος και δοξασμένος και κάθεται στα δεξιά του θρόνου του Πατέρα Θεού στον ουρανό (Εβραίους ΙΒ/12: 2). Τα χέρια του Αποστόλου είναι δεμένα με αλυσίδες. Πρόκειται για τα χέρια εκείνα που από το έτος 50 μ.Χ. έως το 64 μ.Χ. έγραψαν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες δεκατέσσαρες επιστολές, που ανάμεσα στους αιώνες νουθέτησαν αμέτρητα πλήθη ανθρώπων, αποκαλύπτοντας το δρόμο της σωτηρίας, την αλήθεια του Θεού. Μπορεί οι άνθρωποι να δένουν ή και να εξοντώνουν πάνω στον κόσμο ανθρώπους του Θεού, όμως «ο Λόγος του Θεού δεν δεσμεύεται» (Β’ Τιμοθέου Β/2: 9). 
    Ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας Πόρκιος Φήστος, που είχε διοριστεί από τον Αυτοκράτορα Νέρωνα, είχε διαδεχτεί τον Μάρκο Αντώνιο Φήλικα το έτος 59 μ.Χ. ύστερα από την ανάκληση του δεύτερου στη Ρώμη (Πράξεις ΚΔ/24: 27). Η διοίκησή του κράτησε λιγότερο από δύο χρόνια, αφού πέθανε το έτος 62 μ.Χ. και τον διαδέχτηκε ο Αλβίνος. Ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (37 – περίπου 100 μ.Χ.) από τον οποίον αντλούμε πάρα πολλά στοιχεία, μιλάει με ωραία λόγια για το Φήστο, αναφέροντας ότι τα δύο χρόνια της διοίκησής του ήταν καλά και δίκαια σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, καθώς και αυτόν που τον διαδέχτηκε. 
    Ο κυβερνήτης λοιπόν αυτός είναι πολύ μελετημένος, έχει μεγάλη εμπειρία και είναι και ιδιαίτερα ευφυής. Στα νομικά ζητήματα ήταν άριστα καταρτισμένος. Γνώριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όσο κανένας άλλος και το εφάρμοζε «κατά γράμμα». Κάποια στιγμή παρουσιάστηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων και ζητούσαν την καταδίκη του Απ. Παύλου. Ο Φήστος αντιστάθηκε στις απαιτήσεις τους και τους απάντησε ότι «δεν είναι συνήθεια στους Ρωμαίους να παραδίνουν χαριστικά σε θάνατο κανέναν άνθρωπο, πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπον τους κατηγόρους του, και λάβει καιρό απολογίας για το έγκλημα το οποίο κατηγορείται» (Πράξεις ΚΕ/25: 16). Με τα λόγια αυτά εξέφρασε την πιο βασική αρχή της δικαιοσύνης, ότι ο κάθε κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να απολογηθεί. Σε μία άλλη στιγμή αναφέρει: «επειδή, μου φαίνεται ακατανόητο, στέλνοντας έναν φυλακισμένο, να μη επισημάνω και τα εναντίον του εγκλήματα» (εδ. 27). Επίσης κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι το επίμαχο σημείο στις διαμάχες μεταξύ των οπαδών του Χριστού και των εχθρών τους ήταν για το «αν ο Χριστός είναι νεκρός ή ζωντανός». 
    Αυτόν τον άριστα μελετημένο, τόσο μορφωμένο, τόσο έμπειρο και ευφυή άνθρωπο στα μάτια των ανθρώπων, αν τον φέρουμε μπροστά στα πράγματα του Θεού και τις αιώνιες αλήθειες Του, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο αμαθή, επιπόλαιο και εντελώς ασυλλόγιστο. Με μεγάλη περιφρόνηση αναφέρεται σε «κάποιον Ιησού» (ΚΕ/25, εδ.19) αγνοώντας ότι είναι ο Δημιουργός του. Ας μάθουμε να μην υποτιμούμε κάτι που δε γνωρίζουμε. 
    Κάθισε με πολλή υπομονή και άκουγε για αρκετή ώρα τον Απ. Παύλο ν’ απολογείται, δείχνοντας ενδιαφέρον γι’ αυτά που έλεγε. Όταν όμως ο Παύλος μίλησε για «ανάσταση νεκρών» (Πράξεις ΚΣ/26: 23), σηκώθηκε έξαλλος φωνάζοντας δυνατά προς τον κατηγορούμενο. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει: «Ενώ δε αυτός απελογείτο ταύτα, ο Φήστος είπε με μεγάλην φωνήν Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν» (εδ. 24). Έχασες τα μυαλά σου Παύλε, η μεγάλη σου μόρφωση σε οδήγησε σε τρέλα. 
    Πολλές φορές οι άνθρωποι αρέσκονται να ακούν διάφορες θεολογικές συζητήσεις για τη ζωή του Χριστού, για την αγάπη Του, τη φιλανθρωπία Του κλπ. όμως όταν πεις ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός Σωτήρας του κόσμου (Πράξεις Δ/4: 12), ότι πέθανε πάνω στο σταυρό και πλήρωσε για τις δικές μας αμαρτίες, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και αποτέλεσε την απαρχή της ανάστασης των κεκοιμημένων (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 20), ότι ο Ιησούς Χριστός θα έρθει και πάλι για να παραλάβει την Εκκλησία Του (Ιωάννης ΙΔ/14: 2) τότε τα πράγματα θ’ αλλάξουν και θ’ ακολουθήσουν ειρωνείες και διαμαρτυρίες. Ας θυμηθούμε τις αντιδράσεις των Αθηναίων, όταν ο Απ. Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο αναφέρθηκε στην ανάσταση των νεκρών «Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά» (Πράξεις ΙΖ/17: 32). Με διάφορες αμφιβολίες, αρνητικά σχόλια, ειρωνείες αντιδρούν οι άνθρωποι, όταν ακούν για «ανάσταση νεκρών». 
    Και σήμερα υπάρχουν χαρακτήρες σαν τον Φήστο, που είναι ευγενείς, σπουδασμένοι, με πολλά πτυχία και αξιώματα και οι οποίοι με μεγάλη προθυμία συζητούν διάφορα θρησκευτικά θέματα, που δέχονται ότι ο Χριστός πέθανε, όμως δεν πιστεύουν στην Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν πιστεύουν ότι μία μέρα «δια Ιησού Χριστού» θα αναστηθούν όλοι όσοι πίστεψαν σ’ Αυτόν (Α’ Κορινθίους ΚΕ/25: 23). Θεωρούν για όλους αυτούς που δέχονται την ανάσταση των νεκρών ότι παραλογίζονται και ότι πιστεύουν σε ανθρώπινες εικασίες. 
    Τρεις μέρες αφότου έφτασε ο Φήστος στην Καισάρεια που ήταν η έδρα του ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ, προφανώς για να γνωρίσει τα προβλήματα του λαού τον οποίο κυβερνούσε. Ο Απ. Παύλος βρισκόταν στην Καισάρεια, όπου είχε μείνει φυλακισμένος από τότε που ήταν επίτροπος της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας ο Φήλιξ. Ο Φήλιξ, επειδή ήθελε να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων, κράτησε τον Απ. Παύλο δέσμιο (Πράξεις ΚΔ/24: 27). 
    Στη συνάντηση που είχε με τον Αρχιερέα και τους πρεσβυτέρους του ζήτησαν να επιτρέψει τη μεταφορά του Απ. Παύλου στην Ιερουσαλήμ, για να δικαστεί από το Συνέδριο. Στην πραγματικότητα σκόπευαν να δολοφονήσουν τον Απ. Παύλο (Πράξεις ΚΕ/25: 1-3). Ο Φήστος αρνήθηκε και τους κάλεσε να έρθουν στην Καισάρεια, για να απαγγείλουν τις κατηγορίες εναντίον του. Ο Φήστος ο οποίος είχε πειστεί για την αθωότητα του Παύλου, τον ρώτησε εάν ήθελε να δικαστεί ενώπιον των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ. Ο Παύλος γνωρίζοντας τους σκοπούς τους, αφού ανέπτυξε με παρρησία τα δικαιώματά του, επικαλέστηκε, ως Ρωμαίος πολίτης, τον Καίσαρα. Ο Φήστος αποφάσισε να τον στείλει, για να δικαστεί από τον Καίσαρα (Πράξεις ΚΕ/25: 4-12). Έτσι ο Παύλος διέφυγε τον κίνδυνο και μεταφέρθηκε, για να δικαστεί στην Ιερουσαλήμ. 
    Τις ημέρες εκείνες (έτος 58 μ.Χ.) είχε έρθει στην Καισάρεια σε μια εθιμοτυπική επίσκεψη, για να χαιρετίσει το νέο κυβερνήτη, ο βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Β’ (30 μ.Χ. 100 μ.Χ), ο οποίος υπήρξε ο 78ος και τελευταίος κυβερνήτης των Ιουδαίων από την «Ηρωδιανή Δυναστεία» (37 π.Χ. έως 100 μ.Χ.). Το βασιλιά κατά την επίσκεψή του συνόδευε η αδελφή του Βερενίκη, η οποία ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς. Ιστορικές πηγές την αναφέρουν ως αισχρό χαρακτήρα και ότι είχε ερωτική σχέση με τον αδελφό της. Στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται κάτι σχετικό. 
    Ο Φήστος ανέφερε στο βασιλιά για τον Παύλο το Χριστιανό και ο Αγρίππας βρήκε το θέμα ενδιαφέρον. Ο Αγρίππας ως Ιουδαίος δεν ήταν άσχετος με τα θέματα με τη Ιουδαϊκή θρησκεία, όπως ήταν ο Φήστος, που ήταν Ρωμαίος ειδωλολάτρης και είχε άγνοια των Γραφών. Αντίθετα γνώριζε καλά τις Γραφές και τα θέματα που αφορούσαν τον Ισραήλ. Παρά τις γνώσεις του όμως από πνευματικής απόψεως ήταν μία αξιολύπητη φιγούρα. 
22 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Φήστον Ήθελον και εγώ να ακούσω τον άνθρωπον. Και εκείνος αύριον, είπε, θέλεις ακούσει αυτόν. 
23 Την επαύριον λοιπόν, ότε ήλθεν ο Αγρίππας και η Βερνίκη μετά μεγάλης πομπής και εισήλθον εις το ακροατήριον μετά των χιλιάρχων και των εξόχων ανδρών της πόλεως, προσέταξεν ο Φήστος, και εφέρθη ο Παύλος. 
24 Τότε λέγει ο Φήστος· Αγρίππα βασιλεύ και πάντες οι συμπαρευρισκόμενοι μεθ' ημών, θεωρείτε τούτον, περί του οποίου όλον το πλήθος των Ιουδαίων με ώμίλησαν και εν Ιεροσολύμοις και εδώ, καταβοώντες ότι αυτός δεν πρέπει πλέον να ζη. 
25 Εγώ δε επειδή εύρον ότι δεν έπραξεν ουδέν άξιον θανάτου, και αυτός ούτος επεκαλέσθη τον Σεβαστόν, απεφάσισα να πέμψω αυτόν. 
26 Περί του οποίου δεν έχω ουδέν βέβαιον να γράψω προς τον κύριόν μου όθεν έφερα αυτόν ενώπιόν σας, και μάλιστα ενώπιον σου, βασιλεύ Αγρίππα, διά να έχω τι να γράψω, αφού γίνει η ανάκρισις. 
27 Διότι μοι φαίνεται άλογον, πέμπων δέσμιον, να μη φανερώσω και τα κατ' αυτού εγκλήματα (Πράξεις ΚΕ/25: 22-27). 
    Την άλλη μέρα πραγματοποιήθηκε η ακρόαση. Ο Αγρίππας και η Βερενίκη έφτασαν με φανταχτερή πομπή. Τους συνόδευσαν οι ανώτατοι αξιωματικοί και οι άρχοντες της πόλης. Ο Παύλος οδηγήθηκε μπροστά τους. Για μία φορά ακόμα ο Φήστος αναφέρεται σε όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Στις επίμονες δε απαιτήσεις των Ιουδαίων να θανατωθεί ο Παύλος, αδυνατούσε να βρει κάτι που να επισύρει την ποινή του θανάτου. Το πρόβλημα του Φήστου ήταν ότι το αίτημα του Παύλου τον ανάγκαζε να τον στείλει στον Καίσαρα Αύγουστο, όμως δεν υπήρχε επαρκής νομική βάση για τη δίκη και στο θέμα αυτό περίμενε ο Φήστος κάποια βοήθεια από τον Αγρίππα. Η όλη διαδικασία αποτέλεσε μία ακρόαση και δεν ήταν κανονική δίκη. Απουσίαζαν οι Ιουδαίοι που κατηγορούσαν τον Απόστολο και ο Αγρίππας δε θα έβγαζε κάποια δεσμευτική απόφαση. 

    Βιβλίο «Πράξεων των Αποστόλων», κεφ. ΚΣ/26, εδ. 1 – 32.
 
1 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Παύλον. Έχεις την άδειαν να ομιλήσης υπέρ σεαυτού. Τότε ο Παύλος εκτείνας την χείρα, απελογείτο. 
    Με την άδεια του Αγρίππα ο Παύλος σήκωσε το χέρι του και άρχισε την απολογία του, που ανάμεσα στην ιστορία αποτελεί μία μοναδική εκδήλωση χριστιανικής πίστης, εμπειρίας, πραότητας. Τα λόγια του άρχιζαν ως εξής: 
2 Μακάριον νομίζω εμαυτόν, βασιλεύ Αγρίππα, μέλλων να απολογηθώ ενώπιόν σου σήμερον περί πάντων εις όσα εγκαλούμαι υπό των Ιουδαίων, 
3 μάλιστα επειδή γνωρίζεις πάντα τα παρά τοις Ιουδαίοις έθιμα και ζητήματα όθεν δέομαί σου να με ακούσης μετά μακροθυμίας. 
    Αρχικά ο Παύλος αναγνώρισε το υψηλό αξίωμα του Αγρίππα προσφωνώντας τον με τον τίτλο του «βασιλιά» προσδίδοντάς του με τον τρόπο αυτό ύψιστη τιμή. Στην επιτολή «Α’ Πέτρου» (Β/2: 17) αναφέρεται: «Πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε». Ο απόστολος αναγνώρισε τον Αγρίππα ως ειδικό στα περίπλοκα θέματα και τους νόμους των Ιουδαίων και είπε πως θεωρούσε ότι ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτόν του ενώπιον ενός τόσο έμπειρου και καλά κατατοπισμένου ηγεμόνα, που γνώριζε τα έθιμα, τα θρησκευτικά προβλήματα καθώς και κάθε τι που απασχολούσε το λαό του και τον παρακάλεσε να τον ακούσει υπομονετικά. 
4 Την εκ νεότητος λοιπόν ζωήν μου, την οποίαν απ' αρχής έζησα μεταξύ του έθνους μου εν Ιεροσολύμοις, εξεύρουσι πάντες οι Ιουδαίοι, 
5 επειδή με γνωρίζουσιν εξ αρχής, εάν θέλωσι να μαρτυρήσωσιν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της θρησκείας ημών έζησα Φαρισαίος. 
    Αναφερόμενος στη νεαρή του ηλικία ο απόστολος τονίζει ότι ήταν υπόδειγμα Ιουδαίου. Ήταν «περιτετμημένος την ογδόην ημέραν, εκ γένους Ισραήλ, εκ φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκτης της εκκλησίας, κατά την δικαιοσύνην την διά του νόμου διατελέσας άμεμπτος» (Φιλιππησίους Γ/3: 5-6). Όλα αυτά καθώς και το πόσο συνεπής Φαρισαίος ήταν θα μπορούσαν να τα βεβαιώσουν και οι κατήγοροί του. Όλα αυτά τα μεγάλα προσόντα, όταν ο Παύλος γνώρισε το Χριστό τα θεώρησε «σκύβαλα» (Φιλιππησίους Γ/3: 8). 
6 Και τώρα παρίσταμαι κρινόμενος διά την ελπίδα της επαγγελίας της γενομένης υπό του Θεού προς τους πατέρας ημών, 
    Τώρα δικάζεται αλυσοδεμένος όχι γιατί έπραξε κάποιο έγκλημα, αλλά επειδή πιστεύει πως ο Θεός θα εκπληρώσει την υπόσχεσή που έδωσε στους προγόνους του, η οποία αφορούσε τον ερχομό του Μεσσία, για να σώσει τον Ισραήλ και μαζί όλα τα έθνη και να κυβερνήσει πάνω στη γη. Ο Ιακώβ προφητικά αναφέρει: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών» (Γένεση ΜΘ/49: 10). 
    Ο Απ. Παύλος αναφέρει ότι το κήρυγμά του δεν περιλάμβανε τίποτε άλλο πέρα από εκείνα τα οποία οι Προφήτες και ο Μωυσής κατά καιρούς είχαν δηλώσει ότι επρόκειτο να γίνουν σχετικά με το θάνατο και την Ανάσταση του Μεσσία Χριστού από τους νεκρούς. 
7 εις την οποίαν το δωδεκάφυλον ημών γένος, λατρεύον εκτενώς τον Θεόν νύκτα και ημέραν, ελπίζει να καταντήση περί ταύτης της ελπίδος εγκαλούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, υπό των Ιουδαίων. 
8 Τι απίστευτον κρίνεται εις εσάς, ότι ο Θεός ανιστά νεκρούς; 
    Η ανάσταση των νεκρών δεν είναι κάτι αδιανόητο. Ο Λόγος του Θεού σε πολλά σημεία αναφέρει το γεγονός αυτό (A’ Koρινθίους ΙΕ/15: 23). Η ανάσταση των νεκρών αποτελεί το θεμέλιο της Χριστιανική πίστης. Είναι η μεγάλη ελπίδα που έχει βάλει ο Θεός στην καρδιά κάθε χριστιανού. Ο Απόστολος παρουσιάζει τις δώδεκα φυλές του Ισραηλιτικού έθνους να λατρεύουν το Θεό με την ελπίδα ότι θα δουν την εκπλήρωση της μεγάλης υπόσχεσης που είχε δώσει στους προπάτορές του ότι θα τους ανάσταινε από τους νεκρούς. «Εγώ είμαι ο Θεός τού Αβραάμ, και ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ; Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών» (Ματθαίος ΚΒ/22: 32). Γιατί αυτό σας φαίνεται αδιανόητο, ρώτησε ο Απ. Παύλος τον Αγρίππα και όλους όσους παραβρίσκονταν. 
9 Εγώ μεν εστοχάσθην κατ' εμαυτόν ότι έπρεπε να πράξω πολλά εναντία εις το όνομα του Ιησού του Ναζωραίου 
10 το οποίον και έπραξα εν Ιεροσολύμοις, και πολλούς των αγίων εγώ κατέκλεισα εις φυλακάς, λαβών την εξουσίαν παρά των αρχιερέων, και ότε εφονεύοντο έδωκα ψήφον κατ' αυτών. 
11 Και εν πάσαις ταις συναγωγαίς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον να βλασφημώσι, και καθ' υπερβολήν μαινόμενος εναντίον αυτών κατεδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις.
    Συνεχίζοντας να αναφέρεται στην ιστορία της ζωής του ο Απ. Παύλος εξιστορεί τον απαίσιο και σκληρό τρόπο που μεταχειριζόταν τους Χριστιανούς στο παρελθόν. Έκανε ό,τι μπορούσε εναντίον του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου. Με την εξουσιοδότηση των αρχιερέων φυλάκισε πολλούς από τους χριστιανούς της στην Ιερουσαλήμ. Όταν τους δίκαζαν μπροστά στο συνέδριο (Σανχεντρίν), ψήφιζε πάντα υπέρ της καταδίκης τους. Επανειλημμένα χρησιμοποίησε βία, ενώ η δράση του πέρασε από τα όρια της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας. Επανειλημμένα χρησιμοποιούσε βία σε όσους έβρισκε στις συναγωγές, για να τους αναγκάσει με κάθε τρόπο να αρνηθούν τον Κύριό τους. Στην κριτική του αυτή δεν υπερέβαλλε. Πολλοί ήταν αυτοί που γνώριζαν πόσο είχε βιαιοπραγήσει εναντίον των Χριστιανών (Γαλάτας Α/1: 13-23). Σ’ ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας ο Απόστολος αναφέρει προς τον Τιμόθεο: «….αγνοών έπραξα εν απιστία…» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 13). 
12 Εν τούτοις δε, ότε ηρχόμην εις την Δαμασκόν μετ' εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων, 
13 εν τω μέσω της ημέρας είδον καθ' οδόν, βασιλεύ, φως ουρανόθεν υπερβαίνον την λαμπρότητα του ηλίου, το οποίον έλαμψε περί εμέ και τους οδοιπορούντας μετ' εμού· 
14 και ενώ κατεπέσομεν πάντες εις την γην, ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν εις την Εβραϊκήν διάλεκτον· Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; σκληρόν σοι είναι να λακτίζης προς κέντρα. 
15 Εγώ δε είπον Τις είσαι, Κύριε; Και εκείνος είπεν· Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ διώκεις. 
    Σε μία εξόρμησή του έξω από τη χώρα συνέβη ένα γεγονός που άλλαξε τη ζωή του. Ήταν όταν βάδιζε στο δρόμο προς τη Δαμασκό με εξουσιοδότηση και άδεια να συλλάβει τους χριστιανούς και να τους οδηγήσει πίσω στην Ιερουσαλήμ, για να τιμωρηθούν. Μέρα μεσημέρι είδε ένα θαυμαστό όραμα. Έλαμψε ένα φως από τον ουρανό, πιο λαμπρό και από τον ήλιο του μεσημεριού. Πέφτοντας στο έδαφος άκουσε μια φωνή να τον ρωτάει στην Εβραϊκή διάλεκτο: «Σαούλ, Σαού, γιατί με καταδιώκεις;» και συνέχισε η φωνή «είναι σκληρό να κλωτσάς στα καρφιά». Τότε εγώ είπα: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Και ο Κύριος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ διώκεις». Όλα αυτά που συνέβησαν έκαναν το μεγάλο διώκτη των Χριστιανών να αλλάξει τρόπο σκέψης και να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό (Ιωάννης ΙΣ/16: 1,2). Κατάλαβε ότι ο Ιησούς, τον οποίον είχαν σταυρώσει, είχαν θάψει μετά το θάνατό Του, είχε αναστηθεί από τους νεκρούς και είχε αναληφθεί στους ουρανούς. Από εκείνη τη θέση μιλούσε τώρα προς τον Παύλο. Διώκοντας τους Χριστιανούς ο Παύλος, εδίωκε τον Ιησού Χριστό, το Μεσσία του Ισραήλ, τον Υιό του Θεού. 
16 Αλλά σηκώθητι και στήθι επί τους πόδας σου επειδή διά τούτο εφάνην εις σε, διά να σε καταστήσω υπηρέτην και μάρτυρα και όσων είδες και περί όσων θέλω φανερωθή εις σε, 
17 εκλέγων σε εκ του λαού και των εθνών, εις τα οποία τώρα σε αποστέλλω. 
    Ο Παύλος δίνει μια σύντομη περιγραφή ης αποστολής που του έδωσε ο αναστημένος Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος του είπε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Του δόθηκε αυτή η ιδιαίτερη αποκάλυψη του ένδοξου πλέον Ιησού Χριστού, επειδή ο Κύριος ήθελε να τον κάνει δούλο του και μάρτυρά Του όλων όσα είχε δει αλλά και όλων εκείνων των αληθειών της χριστιανικής πίστης που θα του αποκαλύπτονταν. 
18 διά να ανοίξεις τους οφθαλμούς αυτών, ώστε να επιστρέψωσιν από του σκότους εις το φως και από της εξουσίας του Σατανά προς τον Θεόν, διά να λάβωσιν άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μεταξύ των ηγιασμένων διά της εις εμέ πίστεως. 
    Ο Παύλος είχε την ιδιαίτερη αποστολή να πάει στους εθνικούς, για να ανοίξει τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του σκότους στην εξουσία του Θεού. Με την πίστη του στον Κύριο Ιησού Χριστό θα λάβουν συγχώρηση των αμαρτιών τους και μια κληρονομιά στον ουρανό για όλους εκείνους που πιστεύουν στο Θεό.
19 Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, δεν έγεινα απειθής εις την ουράνιον οπτασίαν, 
20 αλλ' εκήρυττον πρώτον εις τους εν Δαμασκώ και Ιεροσολύμοις και εις πάσαν την γην της Ιουδαίας, και έπειτα εις τα έθνη, να μετανοώσι και να επιστρέφωσιν εις τον Θεόν, πράττοντες έργα άξια της μετανοίας. 
21 Διά ταύτα οι Ιουδαίοι συλλαβόντες με εν τω ιερώ, επεχείρουν να με φονεύσωσιν. 
22 Αξιωθείς όμως της βοηθείας της παρά του Θεού, ίσταμαι έως της ημέρας ταύτης μαρτυρών προς μικρόν τε και μεγάλον, μη λέγων μηδέν εκτός των όσα ελάλησαν οι προφήται και ο Μωϋσής ότι έμελλον να γείνωσιν, 
23 ότι ο Χριστός έμελλε να πάθη, ότι πρώτος αναστάς εκ νεκρών μέλλει να κηρύξη φως εις τον λαόν και εις τα έθνη. 
    Έχοντας λάβει μια τέτοια αποστολή, ο Παύλος εξηγεί στον Αγρίππα πως δεν αρνήθηκε να υπακούσει στην ουράνια οπτασία. Τόσο στη Δαμασκό και στα Ιεροσόλυμα, όσο και σε όλη την Ιουδαία και στους εθνικούς κήρυξε στους ανθρώπους να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στο Θεό και μετά να πράττουν έργα που θα αποδεικνύουν τη μετάνοιά τους. Αυτό ακριβώς έκανε, όταν οι Ιουδαίοι τον συνέλαβαν στο ναό και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Ο Κύριος έχει προειδοποιήσει κάθε δικό Του παιδί «Και πάντες δε οι θέλοντες να ζώσιν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού θέλουσι διωχθή» (Β’ Τιμοθέου Γ/3: 12). Ο Θεός τον προστάτεψε και τον βοήθησε κι έτσι συνέχισε να δίνει τη μαρτυρία του σε όλους αυτούς με τους όποιους ερχόταν σε επαφή, κηρύττοντας το ίδιο μήνυμα που κήρυτταν οι προφήτες και ο Μωυσής στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Το μήνυμα ήταν ότι ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει, να πεθάνει και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς. Με τη μοναδική Του θυσία θα πληρώσει τα λύτρα της αμαρτίας μας και θα εξασφαλίσει τη σωτηρία σε όλους τους ανθρώπους, τόσο στους Ιουδαίους όσο και στους εθνικούς. 
24 Ενώ δε αυτός απελογείτο ταύτα, ο Φήστος είπε με μεγάλην φωνήν Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν. 
25 Ο δε, Δεν μαίνομαι, είπε, κράτιστε Φήστε, αλλά προφέρω λόγους αληθείας και νοός υγιαίνοντος. 
26 Διότι έχει γνώσιν περί τούτων ο βασιλεύς, προς τον οποίον και λαλώ μετά παρρησίας· επειδή είμαι πεπεισμένος ότι δεν λανθάνει αυτόν ουδέν τούτων, διότι τούτο δεν είναι πεπραγμένον εν γωνία. 
    Ο Φήστος ως εθνικός προφανώς και δε μπόρεσε να παρακολουθήσει τα επιχειρήματα του Παύλου και το πιθανότερο είναι να μην κατάλαβε τίποτα. Ανίκανος λοιπόν να εκτιμήσει τον άνδρα που είχε απέναντί του και ο οποίος ήταν γεμάτος από το Πνεύμα το Άγιο, δε δίστασε να τον κατηγορήσει ότι είχε τρελαθεί εξαιτίας της μεγάλης του μόρφωσης. Σπάνια να πουν σήμερα σ’ ένα ομιλητή «μαίνεσαι», γιατί δυστυχώς λείπει ο ενθουσιασμός, ο ζήλος, η αυταπάρνηση, η “πρώτη αγάπη” (Αποκάλυψη Β/2: 4) που διέκρινε τον απόστολο. 
    Το ξέσπασμα αυτό του Φήστου κατά κάποιον τρόπο φανερώνει και τη στάση κάποιων ανθρώπων και σήμερα. Κατά τη γνώμη πολλών ανθρώπων, όσοι διδάσκουν αυτά που πράγματι αναφέρει η Αγία Γραφή είναι φανατικοί, προβληματικοί, είναι παρασυρμένοι, αργυρώνητοι και πάρα πολλά άλλα. Οι «σοφοί του αιώνος τούτου» τους οποίους «ο Θεός εμώρανε» (Α’ Κορινθίους Α/1: 20), δυσκολεύονται πολύ να κατανοήσουν και πολύ περισσότερο να αποδεχτούν το Λόγο του Θεού και κυρίως τα αναφερόμενα σ’ αυτόν για την Ανάσταση των νεκρών. 
    Ο Απ. Παύλος απάντησε χωρίς ίχνος ενόχλησης ή θυμού και με ήρεμο τρόπο αρνήθηκε κατηγορία. «Δεν παραφρονώ εξοχότατε Φήστε, αλλά λέω λόγια αλήθειας και σωφροσύνης». Εξέφρασε δε τη σιγουριά του ότι ο βασιλιάς ήξερε ότι τα λόγια του ήταν σωστά και αληθινά. Η ζωή και η μαρτυρία του Παύλου δεν αποτελούσαν μυστικό. Οι Ιουδαίοι γνώριζαν τα πάντα γι’ αυτόν. 
    Ο Απ. Παύλος θα ομολογήσει στους Κορίνθιους Χριστιανούς: «ενώ μας βλαστημούν εμείς εμψυχώνουμε. Σαν απορρίμματα του κόσμου καταντήσαμε! Γίναμε το σκουπίδι όλων μέχρι και τώρα!» (Α’ Κορινθίους Δ/4: 13). Και στο εδ. 9 «εγείναμεν θέατρον εις τον κόσμον, και εις αγγέλους και εις ανθρώπους». 
27 Πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, εις τους προφήτας; εξεύρω ότι πιστεύεις. 
    Στράφηκε τότε προς το Βασιλιά και τον ρώτησε ευθέως. «Πιστεύεις Βασιλιά στους προφήτες;» Αφού αυτά που λέω είναι αλήθειες και είναι γνωστά σε σένα Βασιλιά, πώς μπορούν να με κατηγορούν οι Ιουδαίοι ότι έκανα κάτι που επισύρει τη θανατική ποινή; Και πώς είναι δυνατόν και ο Βασιλιάς να με κατηγορήσει, αφού έχουμε τα ίδια πιστεύω; Στην ερώτηση του αποστόλου ο Αγρίππας αντιμετώπισε ένα φοβερό δίλλημα. Αν έλεγε ότι απέρριπτε τους προφήτες, η υπόληψή του ως Ιουδαίου πιστού θα καταστρεφόταν, αν πάλι συναινούσε με το επιχείρημα του Παύλου και συμφωνούσε δημόσια με τον απόστολο, θα διακινδύνευε να αποκληθεί Χριστιανός με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να είχε αυτό. Ενεργώντας με σοφό τρόπο ο απόστολος απάντησε ο ίδιος στην ερώτησή του λέγοντας: «Ξέρω ότι πιστεύεις». 
28 Και ο Αγρίππας είπε προς τον Παύλον Παρ' ολίγον με πείθεις να γίνω Χριστιανός. 
    Ο Αγρίππας, καθώς ακούει όλα αυτά που αναφέρει ο Απ. Παύλος, έρχεται να δώσει μια μνημειώδη απάντηση: «Ακόμα λίγο και θα με πείσεις να γίνω χριστιανός». Ο Αγρίππας «παρ’ ολίγον χριστιανός!». Έχει τις γνώσεις, γνωρίζει τις παραδόσεις, θέλει να προσφέρει στο λαό του, όμως δεν αρκούν όλα αυτά χρειάζεται κάτι ακόμα. Αν το Ευαγγέλιο του Χριστού ήταν μία όμορφη ιστορία ή μία θρησκεία ή ένα σύστημα δογμάτων, ο καθένας δε θα είχε καμία δυσκολία για να το αποδεχτεί, όμως το Ευαγγέλιο αρχίζει με μία φράση που κάνει τους ανθρώπους να το αποστρέφονται και να το πολεμούν με μεγάλη μανία. Η φράση που δημιουργεί όλο τον πόλεμο, όλες τις αρνήσεις και όλες τις προστριβές είναι: «Μετανοείτε». Διορθώστε τη ζωή σας, αλλάξτε πορεία, καταδικάστε ο φαύλο παρελθόν σας. 
    Πιθανόν να μην ήταν ειρωνική η απάντηση του Αγρίππα, όπως ορισμένοι εικάζουν. Ίσως ακούγοντας τα λόγια του Παύλου να ήθελε να πιστέψει, όμως δεν ήθελε να μετανοήσει και να διορθώσει τη ζωή του από ένα σαρκικό πάθος, από έναν ένοχο έρωτα. Έτσι λοιπόν μεταξύ του Αγρίππα και του Χριστού υπάρχει ένα εμπόδιο που λέγεται «μετάνοια». Δεν ήθελε να μετανοήσει και έμεινε μέσα στην ιστορία ως «ο παρ’ ολίγον χριστιανός». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή πολλών ανθρώπων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ χειρότερος από τον Ρωμαίο ειδωλολάτρη Φήστο. 
    Τούτοι οι άνθρωποι οι «παρ’ ολίγον χριστιανοί» μοιάζουν πολύ με τους ταξιδιώτες που έχασαν το τρένο για λίγα δευτερόλεπτα, που έφτασαν στην πηγή, αλλά δεν ήπιανε νερό. Πόσο θλιβερή η κατάσταση του βασιλιά Αγρίππα! Η συνείδησή του τον έσπρωχνε να υπακούσει στη φωνή του Θεού, ενώ το πάθος του του έλεγε: «περίμενε». Μέσα του γινόταν ένας πόλεμος για τον οποίο τελικά ο ίδιος αποφάσισε να κερδίσει το κακό. 
29 Και ο Παύλος είπεν Ήθελον εύχεσθαι προς τον Θεόν, ουχί μόνον συ, αλλά και πάντες οι σήμερον ακούοντές με, να γείνωσι και παρ' ολίγον και παρά πολύ τοιούτοι οποίος και εγώ είμαι, παρεκτός των δεσμών τούτων. 
    Είτε ο Αγρίππας μιλούσε ειλικρινά, είτε αστειευόταν, ο Παύλος απάντησε με μεγάλη σοβαρότητα. Είπε πως θα ευχόταν θερμά είτε με λίγη ακόμα πειθώ είτε με πολλή, τόσο ο Αγρίππας όσο και όλοι όσοι ήταν παρόντες να εισέλθουν στη χαρά και στις ευλογίες της χριστιανικής ζωής, να συμμετάσχουν σε όλα τα προνόμια του Απ. Παύλου, να γίνουν όμοιοι με εκείνον, εκτός από τα δεσμά του. 
    Ακόμα και σ’ αυτήν την κατάσταση των δεσμών και της φυλακής ο Απ. Παύλος ήταν χαρούμενος και θαρραλέος, γιατί γνώριζε ότι εργαζόταν στον αγρό του Θεού. Βρισκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, στη θέση που ο Θεός ήθελε να βρίσκεται, εκτελώντας το έργο που του είχε ανατεθεί. Είχε μέσα του τη βεβαιότητα της σωτηρίας. Η χαρά του Απ. Παύλου μπορεί να γίνει και δική μας χαρά, αν περιπατούμε στα ίδια αχνάρια της πνευματικής ζωής. Τότε μέσα στην αδυναμία μας θα μπορούμε να διακηρύττουμε: «τα πάντα δύναμαι διά του ενδυναμούντος με Χριστού» (Φιλιππησίους Δ/4: 13). 
30 Και αφού αυτός είπε ταύτα, εσηκώθη ο βασιλεύς και ο ηγεμών και η Βερνίκη και οι συγκαθήμενοι μετ' αυτών, 
31 και αναχωρήσαντες ελάλουν προς αλλήλους, λέγοντες ότι ουδέν άξιον θανάτου ή δεσμών πράττει ο άνθρωπος ούτος. 
32 Ο δε Αγρίππας είπε προς τον Φήστον Ο άνθρωπος ούτος ηδύνατο να απολυθή, εάν δεν είχεν επικαλεσθή τον Καίσαρα (Πράξεις, κεφ. ΚΣ/26). 
    Ο βασιλιάς, ο ηγεμόνας, η Βερενίκη και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι βγήκαν από την αίθουσα, για να συσκεφτούν ιδιαιτέρως. Ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να παραδεχτούν ότι ο Απ. Παύλος δεν έκανε τίποτα κακό για το οποίο θα έπρεπε να πεθάνει ή να φυλακιστεί. Ο Αγρίππας μάλιστα είπε στο Φήστο, εκφράζοντας μάλλον τη λύπη του, πως αν δεν είχε ζητήσει να δικαστεί από τον Αυτοκράτορα, θα μπορούσε να απολυθεί.

    Ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά παρατηρώντας την ανθρώπινη δικαιοσύνη, για την οποία ο προφήτης του Θεού «Ησαΐας» (ΞΔ/64: 6) αναφέρει: «όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ένα ρυπαρό ιμάτιο». Η άγνοια στο πρόσωπο του Φήστου και η ενοχή της αμαρτίας στο πρόσωπο του Αγρίππα καμαρώνουν καθισμένες στις έδρες τους, με τα αναγκαία διακριτικά παράσημα της εξουσίας. Απέναντί τους στέκεται η αληθινή σοφία στο πρόσωπο του Απ. Παύλου, καθισμένη στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλυσοδεμένη, καταφρονημένη, πλήρως περιφρονημένη, απόλυτα απαξιωμένη. Αλήθεια πόσες φορές μέσα στην ιστορία επαναλήφθηκε αυτή η τραγική ιστορία;;---

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Επιστολή «προς Εβραίους», κεφ. Ι/10, εδαφ. 35 – 39.

Επιστολή «προς Εβραίους», κεφ. Ι/10, εδαφ. 35 – 39. 
 
35 Μη αποβάλητε λοιπόν την παρρησίαν σας, ήτις έχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. 
36 Διότι έχετε χρείαν υπομονής, διά να κάμητε το θέλημα του Θεού και να λάβητε την επαγγελίαν. 
37 Διότι έτι ολίγον καιρόν, και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει. 
38 Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως και εάν τις συρθή οπίσω, η ψυχή μου δεν ευαρεστείται εις αυτόν. 39 Ημείς όμως δεν είμεθα εκ των συρομένων οπίσω προς απώλειαν, αλλ' εκ των πιστευόντων προς σωτηρίαν της ψυχής. 
 
    ΣΧΟΛΙΑ: 
 
    35 Μη αποβάλητε λοιπόν την παρρησίαν σας, ήτις έχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. 
    Παρρησία σύμφωνα με το λεξικό είναι «η ελεύθερη και με τόλμη έκφραση γνώμης», το να εκφράζει κανείς την άποψή του ανοιχτά, ελεύθερα, απροκάλυπτα, με θάρρος και με αυτοπεποίθηση. Ο Απ. Παύλος δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο αυτό έκφρασης μας επισημαίνει: «Προσέξατε να μη χάσετε την άφοβη και θαρραλέα ομολογία της πίστη σας, η οποία έχει μεγάλη ανταπόδοση από το Θεό». Ο Θεός σύμφωνα με την αιώνιο και αψευδή Λόγο Του «είναι και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν» (Εφεσίους ΙΑ/11: 6). 
    Ο Κύριος έχει υποσχεθεί στην Εκκλησία Του: «υπάγω και σας ετοιμάσω τόπον, πάλιν έρχομαι και θέλω σας παραλάβει προς εμαυτόν, διά να είσθε και σεις, όπου είμαι εγώ» (Ιωάννης ΙΔ/14: 3). Την ώρα της αρπαγής της Εκκλησίας όλοι οι πιστοί, πρώτα οι νεκροί και στη συνέχεια οι ζωντανοί, θα ενωθούν μαζί Του στις νεφέλες και θα οδηγηθούν στον ουρανό, στον τόπο που Εκείνος έχει ετοιμάσει για την Εκκλησία Του (Α’ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18). Αλλοίμονο, αν χάσουμε αυτή την ελπίδα. Η διαφορά του πιστού ανθρώπου από τον άπιστο, τον αρνητή, είναι ότι ο πιστός «ζει με ελπίδα ουρανού» και περιμένει τον Ιησού Χριστό να έρθει να τον παραλάβει (Ιωάννης ΙΔ/14: 3), για αυτούς που δεν πιστεύουν στα λόγια του Κυρίου, ο Λόγος του Θεού αναφέρει ότι ζούνε «χωρίς ελπίδα». «…. καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13). 
    Ο Κύριος μας καλεί να στεκόμαστε με πίστη, με θάρρος, με παρρησία, στηριζόμενοι στη δική Του άπειρη δύναμη, έχοντας βαθιά μέσα μας τη βεβαιότητα ότι: «ουδέν πράγμα θέλει είναι αδύνατον παρά τω Θεώ» (Λουκάς Α/1: 37). Ως παντοδύναμος Θεός μπορεί να ενεργήσει για κάθε τι που μας απασχολεί, όμως αυτό που πολλές φορές Τον εμποδίζει να κάνει θαυμάσια μέσα στη ζωή μας είναι η απιστία μας. Στην πατρίδα Του τη Ναζαρέτ ο Κύριος «δεν έκαμεν εκεί πολλά θαύματα διά την απιστίαν αυτών» (Ματθαίος ΙΓ/13: 58). 
    «Χωρίς πίστη είναι αδύνατον κάποιος να ευαρεστήσει τον Θεό» (Εβραίους ΙΑ/11: 6). Θα πρέπει να εκτιμούμε σωστά την αγάπη Του, το ενδιαφέρον Του για μας, να Τον αγαπάμε γιατί «Αυτός πρώτος μας αγάπησε» (Α’ Ιωάννου Δ/4: 19) και πάνω απ’ όλα να Τον εμπιστευόμαστε. Μέσα από μια τέτοια ειλικρινή σχέση να ζητάμε απ’ Αυτόν με παρρησία, πιστεύοντας στη δύναμή Του, καθώς και ό,τι είναι «ο μόνος δυνάμενος να κάνει υπερεκπερισσού υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν» (Εφεσίους Γ/3: 20). 
    Το θάρρος μας προς τον Πατέρα Θεό πηγάζει από την πίστη μας στον Κύριο Ιησού Χριστό. «διαμέσου τού οποίου έχουμε την παρρησία και την είσοδο με πεποίθηση διαμέσου τής πίστης σ' αυτόν» (Εφεσίους Γ/3: 12). Έτσι λοιπόν συμπληρώνει ο συγγραφέας της επιστολή «προς Εβραίους» (κεφ. Ι/10, εδ. 19). «Έχοντας λοιπόν, αδελφοί, την παρρησία να μπούμε μέσα στα άγια, διαμέσου τού αίματος του Ιησού, διά νέας και ζώσης οδού, την οποίαν καθιέρωσεν εις ημάς διά του καταπετάσματος, τουτέστι της σαρκός αυτού και έχοντες ιερέα μέγαν επί τον οίκον του Θεού, ας πλησιάζωμεν μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως, έχοντες τας καρδίας ημών κεκαθαρμένας από συνειδήσεως πονηράς και λελουμένοι το σώμα με ύδωρ καθαρόν,[το Πνεύμα το Άγιο που χρησιμ/εί το Λόγο του Θεού για να καθαρίσει τη ζωή από το καθημερινό μας σκόνισμα] ας κρατώμεν την ομολογίαν της ελπίδος ασάλευτον διότι πιστός ο υποσχεθείς» (Εβραίους Ι/10: 19-23). 
    Πολλές φορές ο εχθρός της ψυχής προσπαθεί να μας κάνει να χάσουμε την παρρησία μας, το θάρρος μας, την εμπιστοσύνη μας ενώπιον του Θεού, κυρίως όταν η απάντηση του Θεού στα αιτήματά μας αργεί να έρθει, σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη. Όταν ο εχθρός σπέρνει μέσα μας αμφιβολίες, φόβους, τότε θα πρέπει να θυμόμαστε την παραβολή του «άδικου κριτή» (Λουκάς ΙΗ/18: 1-8). Η παραβολή αυτή μας διδάσκει ότι ο Πατέρας Θεός, που είναι "δίκαιος Κριτής", θα ενεργήσει και θα κάνει έκβαση στις αδικίες που συμβαίνουν στη ζωή μας. Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο Θεός δε δεσμεύεται από το χρόνο και είναι ο μόνος που γνωρίζει την κατάλληλη στιγμή για ν’ απαντήσει. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (Δ/4: 16) αναφέρει: «Ας πλησιάζουμε, λοιπόν, με παρρησία στον θρόνο τής χάρης, για να πάρουμε έλεος, και να βρούμε χάρη προς βοήθεια σε καιρό ανάγκης». 
 
    36 Διότι έχετε χρείαν υπομονής, διά να κάμητε το θέλημα του Θεού και να λάβητε την επαγγελίαν. 
 Η υπομονή είναι βασικό στοιχείο της πνευματικής ζωής του πιστού ανθρώπου. Ο Δαβίδ, καθώς προσευχόταν ανελλιπώς προς το Θεό, αναφέρει στον «Ψαλμό» (Μ/40: 1): «Περιέμεινα εν υπομονή τον Κύριον και έκλινε προς εμέ και ήκουσε της κραυγής μου». Χρειαζόμαστε υπομονή, για να κάνουμε το θέλημα του Κυρίου και να λάβουμε τις πλούσιες επαγγελίες του Θεού στη ζωή μας (Εβραίους Ι/10: 36). Καθώς περνάμε μέσα από δυσκολίες και προβλήματα, έχουμε ανάγκη υπομονής. Στην επιστολή του «Ιακώβου» (Α/1: 3,4) αναφέρεται: «γνωρίζοντας ότι η δοκιμασία τής πίστης σας εργάζεται υπομονή η δε υπομονή ας έχει τέλειο έργο, για να είστε τέλειοι και ολόκληροι, χωρίς να είστε σε τίποτε ελλιπείς» και στο εδ. 12: «Μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό επειδή, αφού δοκιμαστεί, θα πάρει το στεφάνι τής ζωής, το οποίο ο Κύριος υποσχέθηκε σ' αυτούς που τον αγαπούν». 
    Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στο θέμα της υπομονής «εις πολλά πταίομεν άπαντες» (επ. Ιακώβου Γ/3: 2). Η υπομονή μαθαίνεται με την πίστη, τη μελέτη, τη διδασκαλία του Λόγου του Θεού και μέσα από τις διάφορες δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας. Ο Απ. Παύλος συμβουλεύει το πνευματικό του παιδί τον Τιμόθεο τι να ζητάει από τον Κύριο: «…ζήτει δε δικαιοσύνην, ευσέβειαν, πίστην, αγάπην, υπομονήν, πραότητα» (Α’ Τιμοθέου Σ/6: 11). 
    Μέσα στο Λόγο του Θεού γίνεται αναφορά σε ανθρώπους που αντιμετώπισαν νικηφόρα πολύ μεγάλες δοκιμασίες, εμπιστευόμενοι τον Κύριο. Ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα είναι η υπομονή του Ιώβ. Ο πιο πλούσιος κάτοικος της ανατολής έγινε ο πιο φτωχός, έχασε τα δέκα παιδιά του, έχασε την υγεία του, έχασε και τη γυναίκα του ακόμα, όμως παρά τις τόσο μεγάλες δοκιμασίες κράτησε την ακεραιότητά του, έκανε υπομονή και δεν είπε κακό λόγο κατά του Θεού. «Δέστε, μακαρίζουμε αυτούς που υπομένουν ακούσατε την υπομονή τού Ιώβ, και είδατε το τέλος τού Κυρίου, ότι ο Κύριος είναι πολυεύσπλαχνος και οικτίρμων» (Ιακώβου Ε/5: 11). 
    Ο Ιώβ στον μεγάλο προσωπικό του αγώνα βγήκε νικητής, επειδή στηρίχτηκε στο Θεό. Έφτασε ακόμα να πει: «Και αν με θανατώνει, εγώ θα ελπίζω σ' αυτόν» (Ιώβ ΙΓ/13: 15). Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό εδάφιο το οποίο πάντοτε θα πρέπει να θυμόμαστε: «Πειρασμός δεν σας κατέλαβε, παρά μονάχα ανθρώπινος όμως, είναι πιστός ο Θεός, ο οποίος δεν θα σας αφήσει να πειραστείτε περισσότερο από τη δύναμή σας, αλλά μαζί με τον πειρασμό θα κάνει και την έκβαση, ώστε να μπορείτε να υποφέρετε» (Α’ Κορινθίους Ι/10: 13). Τα λόγια αυτά σημαίνουν ότι, αν διατηρούμε την πίστη μας στο Θεό, σε κάθε δοκιμασία που θα συμβεί στην πορεία της ζωή μας, ο Θεός θ’ αυξάνει την υπομονή μας και συγχρόνως θα κάνει έκβαση επιτρέποντας να κρατήσουμε τόσο βάρος, όσο αντέχουμε. 
 
       37 Διότι έτι ολίγον καιρόν και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει. 
     Η ανταμοιβή ταυτίζεται με την έλευση «εν νεφέλες» του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στο βιβλίο του προφήτη «Αβακούμ» (κεφ. Β/2, εδ. 3) αναφέρεται: «Επειδή, η όραση μένει ακόμα για ορισμένον καιρό, αλλά στο τέλος θα μιλήσει, και δεν θα ψευστεί αν και αργοπορεί, πρόσμεινέ την επειδή, σίγουρα θάρθει, και δεν θα βραδύνει». Αυτό που σου αποκαλύπτω, λέει ο Θεός στον Αβακούμ (7ος αιώνας π.Χ.) δε θα εκπληρωθεί αμέσως, σίγουρα όμως θα πραγματοποιηθεί στον ορισμένο καιρό. Γι’ αυτό, ψυχή, περίμενε με υπομονή την ώρα του Κυρίου. Ο Απ. Πέτρος έρχεται να μας υπενθυμίσει: «Δεν βραδύνει ο Κύριος την υπόσχεσιν αυτού, ως τινές λογίζονται τούτο βραδύτητα, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη θέλων να απολεσθώσι τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν» (Β’ Πέτρου Γ/3: 9). Η «μακροθυμία» είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλάτας Ε/5: 22) και θα πρέπει να διακρίνει κάθε πιστό άνθρωπο. Στο βιβλίο της «Εξόδου» (ΛΔ/34: 5-7) αναφέρεται: «Κύριος ο Θεός είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και αληθινός» (Έξοδος ΛΔ/34: 5-7). 
    Για πρώτη φορά όλα τα σημεία συγκλίνουν στο γεγονός ότι ο Κύριος έρχεται. Καθώς πλησιάζει, τα βήματά Του τ’ ακούν όλοι εκείνοι που έχουν αναγεννηθεί (Ιωάννης Γ/3: 3), που έχουν καρδιές μεταμορφωμένες από το Πνεύμα το Άγιο. Αυτοί μόνον μπορούν να διαβάσουν τα σημεία των καιρών και να προειδοποιήσουν τους ανθρώπους γύρω τους, όπως ακριβώς έγινε και στις ημέρες του Νώε. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει ότι «οι ασεβείς δε θα εννοήσουν» (Δανιήλ ΙΒ/12: 10) και μέσα στην αγνωσία τους θα εμπαίζουν το Θεό και θα λένε: «Που είναι η υπόσχεσις της παρουσίας αυτού; διότι αφ' ης ημέρας οι πατέρες εκοιμήθησαν, τα πάντα διαμένουσιν ούτως απ' αρχής της κτίσεως» (Β’ Πέτρου Γ/3: 4). 
    Τούτες τις ημέρες, που έχουν χαρακτηριστεί ως «οι έσχατες των εσχάτων ημερών» ο Απ. Παύλος διά Πνεύματος Αγίου μας συστήνει πώς θα πρέπει να σταθούμε ως πιστοί άνθρωποι. «Προσέχετε λοιπόν πως να περιπατείτε ακριβώς, μη ως άσοφοι, αλλ' ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, διότι αι ημέραι είναι πονηραί. Διά τούτο μη γίνεσθε άφρονες, αλλά νοείτε τι είναι το θέλημα του Κυρίου» (Εφεσίους Ε/5: 15-21). Επίσης «Ταπεινωθείτε λοιπόν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, διά να σας υψώση εν καιρώ, και πάσαν την μέριμναν υμών ρίψατε επ' αυτόν, διότι αυτός φροντίζει περί υμών. Εγκρατεύθητε, αγρυπνήσατε διότι ο αντίδικός σας διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιέρχεται ζητών τίνα να καταπίη εις τον οποίον αντιστάθητε μένοντες στερεοί εις την πίστιν, εξεύροντες ότι τα αυτά παθήματα γίνονται εις τους αδελφούς σας τους εν τω κόσμω» (Α’ Πέτρου Ε/5 :6-9). 
 
    38α Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως και εάν τις συρθή οπίσω, η ψυχή μου δεν ευαρεστείται εις αυτόν. 
    Ο δίκαιος θα ζήσει με την πίστη του στο Θεό και τις υποσχέσεις Του και αν κάποιος υπαναχωρήσει, στραφεί εις τα οπίσω, ο Θεός δεν ευαρεστείται σ’ αυτόν. Ο Λόγος του Θεού σε πολλά χωρία του μας φανερώνει τη μεγάλη σημασία της πίστης για τη δικαίωση του αμαρτωλού ανθρώπου. Στην Παλαιά Οικονομία ο λαός Ισραήλ όφειλε να επιδιώξει την απόκτηση της σωτηρίας του μέσα από την εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Στο βιβλίο του «Λευιτικού» (ΙΗ/18: 5), αναφέρεται: «Θέλετε φυλάττει λοιπόν τα προστάγματά μου και τας κρίσεις μου τα οποία κάμνων ο άνθρωπος, θέλει ζήσει δι' αυτών. Εγώ είμαι ο Κύριος». Ο Νόμος αυτός του Θεού (Μωσαϊκός), αν και πνευματικός (Ρωμαίους Ζ/7: 14) αποδείχτηκε ότι ήταν αδύναμος να μεταδώσει ζωή στον άνθρωπο, ο οποίος από τη φύση του είναι σαρκικός, πουλημένος ολοκληρωτικά στην αμαρτία. Το τελικό αποτέλεσμα της αδυναμίας του ανθρώπου να εφαρμόσει το Νόμο του Θεού απέδειξε την πλήρη ανικανότητα του ανθρώπου να σωθεί με τα έργα του. Ο Νόμος του Θεού δόθηκε, για να φανερωθεί η αμαρτία του ανθρώπου καθώς και η αδυναμία του να τον εκτελέσει. 
    Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Γαλάτας» (Γ/3: 19-24), αναφέρει: 
19 Γιατί, λοιπόν, δόθηκε ο νόμος; Προστέθηκε εξαιτίας των παραβάσεων, μέχρις ότου έρθει το σπέρμα, προς το οποίο είχε γίνει η υπόσχεση, που διατάχθηκε από αγγέλους διαμέσου ενός μεσίτη. 
20 Και ο μεσίτης δεν είναι για έναν ο Θεός, όμως, είναι ένας. 
21 Ο νόμος, λοιπόν, είναι ενάντιος στις υποσχέσεις τού Θεού; Μη γένοιτο! Επειδή, αν δινόταν ένας νόμος, που να μπορούσε να φέρει ζωή, η δικαιοσύνη θα ήταν πραγματικά από τον νόμο 22 η γραφή, όμως, συνέκλεισε τα πάντα κάτω από την αμαρτία, για να δοθεί η υπόσχεση διαμέσου τής πίστης τού Ιησού Χριστού σ' αυτούς που πιστεύουν. 
23 Πριν, όμως, έρθει η πίστη, φρουρούμασταν κάτω από τον νόμο, περικλεισμένοι στην πίστη που επρόκειτο να αποκαλυφθεί. 
24 Ώστε, ο νόμος έγινε παιδαγωγός μας στον Χριστό, για να ανακηρυχθούμε δίκαιοι διαμέσου τής πίστης. 
    Στο ερώτημα αν ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί και να δικαιωθεί ενώπιον του Θεού με τα έργα του Νόμου, ο Απ. Παύλος μας αναφέρει κάτι πολύ σημαντικό. «Δεν αθετώ τη χάρη τού Θεού επειδή, αν η δικαίωση γίνεται διαμέσου τού νόμου, άρα ο Χριστός μάταια πέθανε» (Γαλάτας Β/2: 21). Εάν ο άνθρωπος μπορούσε να δικαιωθεί μπροστά στο Θεό τηρώντας τα έργα του Νόμου, τότε ο Χριστός πέθανε μάταια. Όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να κερδίσει τη σωτηρία του με τα έργα του Νόμου, ακυρώνει το Έργο σωτηρίας του Θεού, διά της θυσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού. 
 
    Απέναντι σ’ έναν τρόπο σωτηρίας, δια των προσωπικών έργων, ο Λόγος του Θεού μας παρουσιάζει έναν άλλο τρόπο σωτηρίας. Πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο, το συνέλαβε και το υλοποίησε μέσα στην πανσοφία Του, ο ίδιος ο Θεός, προ καταβολής κόσμου (Α’ Πέτρου Α/1: 20). Το σχέδιο αυτό της σωτηρίας είναι εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο. Σύμφωνα με το Θεϊκό σχέδιο για την εξιλέωση των αμαρτιών του ανθρώπου χρειάζονται όχι ανθρώπινα έργα ή άλλες ανθρώπινες προσπάθειες, αλλά ένα άλλο Έργο λύτρωσης, αποκατάστασης. Το Έργο αυτό που θα οδηγήσει στην άφεση των αμαρτιών, στην εξιλέωση του αμαρτωλού ανθρώπου, στη δικαίωσή του απέναντι στον Άγιο Θεό, δεν είναι από τον άνθρωπο, αλλά έχει πραγματοποιηθεί από το Θεό και προσφέρεται δωρεάν και σήμερα σε κάθε άνθρωπο. Είναι ένα Έργο που ο ίδιος ο Θεός έχει κάνει διά Ιησού Χριστού, για την δικαίωση - σωτηρία - του αμαρτωλού ανθρώπου. 
     Το Έργο της λύτρωσης του Θεού το έχουν ανάγκη όλοι οι άνθρωποι καθώς «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμαίους Γ/3: 23). Ο άνθρωπος γεννιέται με την αμαρτία και με τον τρόπο αυτό είναι από τη φύση του αμαρτωλός (Ρωμαίους Ε/5: 12). Επειδή λοιπόν η αμαρτία είναι πανανθρώπινη υπόθεση, το Έργο της σωτηρίας του Θεού ισχύει για όλους τους ανθρώπους, καθώς "ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης" (Πράξεις Ι/10: 34), αλλά είναι ένας Θεός που «θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, και να έρθουν στην επίγνωση της αλήθειας» (Α’ Τιμοθέου Β/2: 4). 
    Πρόκειται για «το Έργο του Σταυρού του Χριστού», πρόκειται για τον αντικαταστικό θάνατο του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Προκειμένου να ικανοποιηθεί η Θεία δικαιοσύνη εξαιτίας της ανθρώπινης παράβασης, έπρεπε ο άνθρωπος να πεθάνει, γιατί ο «μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος» (Ρωμαίους Σ/6: 23). Ο Θεός όμως από αγάπη για τον αμαρτωλό δεν άφησε τον άνθρωπο να πεθάνει και να χαθεί αιωνίως. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει: «διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωκε τον υιόν Αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθεί πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης Γ/3: 16). Έδωσε ο Θεός τον Υιόν Του τον μονογενή και πέθανε πάνω στο σταυρό ως αντικαταστάτης μιας ολόκληρης αμαρτωλής ανθρωπότητας. Πέθανε ο Χριστός, για να μην πεθάνει καθένας που θα πιστέψει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. 
    Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: 
21 Τώρα, όμως, χωρίς τον νόμο, φανερώθηκε η δικαιοσύνη τού Θεού, έχοντας τη μαρτυρία τού νόμου και των προφητών· 
22 δικαιοσύνη, όμως, του Θεού, διαμέσου τής πίστης στον Ιησού Χριστό, προς όλους κι επάνω σε όλους εκείνους που πιστεύουν· επειδή, δεν υπάρχει διαφορά· 
23 δεδομένου ότι, όλοι αμάρτησαν, και στερούνται τη δόξα τού Θεού· 
24 ανακηρύσσονται, όμως, δίκαιοι, δωρεάν, με τη χάρη του, διαμέσου τής απολύτρωσης που έγινε με τον Ιησού Χριστό 
25 τον οποίο ο Θεός προκαθόρισε ως μέσον εξιλέωσης διαμέσου τής πίστης, με βάση το αίμα του, προς φανέρωση της δικαιοσύνης του, για την άφεση των αμαρτημάτων, που έγιναν στο παρελθόν, μέσα στη μακροθυμία τού Θεού· 
26 προς φανέρωση της δικαιοσύνης του στον παρόντα καιρό, για να είναι αυτός δίκαιος, και να ανακηρύσσει δίκαιον εκείνον που πιστεύει στον Ιησού. 
27 Πού είναι, λοιπόν, η καύχηση; Κλείστηκε έξω. Με ποιον νόμο; Των έργων; Όχι αλλά με τον νόμο τής πίστης. 
28 Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος ανακηρύσσεται δίκαιος διαμέσου τής πίστης, χωρίς τα έργα τού νόμου (Ρωμαίους Γ/3: 21,28). 
 
   38β  «Και εάν τις συρθή οπίσω, η ψυχή μου δεν ευαρεστείται εις αυτόν». 
    Καθώς ο λαός Ισραήλ βρίσκεται στην έρημο και βαδίζει προς τη γη της επαγγελίας θυμήθηκε «τα ψάρια, τα οποία ετρώγομεν εν Αιγύπτω δωρεάν, τ’ αγγούρια και τα πεπόνια και τα πράσα, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα, που έτρωγε στην Αίγυπτο όταν ήταν δούλος» (Αριθμοί ΙΑ/11: 5). Το βούρδουλα του Φαραώ δεν τον θυμήθηκε. Μέσα στο κλίμα αυτό μία σκέψη βασάνιζε το μυαλό τους: «…Δεν ήταν καλύτερο σε μας να επιστρέψουμε πίσω στην Αίγυπτο;» (Αριθμοί ΙΔ/14: 3). 
    Ο Θεός εκφράζει τη δυσαρέσκειά Του για όλους εκείνους που απομακρύνονται από την πίστη. Που υπαναχωρούν από την αλήθεια του Ευαγγελίου, που στρέφονται «προς τα πίσω», που επιστρέφουν στα «ξυλοκέρατα» αυτού του κόσμου. Αναφερόμενος σε όλους αυτούς ο Απ. Πέτρος στην επιστολή του «Β’ Πέτρου» (Β/2: 20-22) γράφει: 
20 Επειδή εάν αφού απέφυγον τα μολύσματα του κόσμου διά της επιγνώσεως του Κυρίου και Σωτήρος Ιησού Χριστού, ενεπλέχθησαν πάλιν εις ταύτα και νικώνται, έγιναν εις αυτούς τα έσχατα χειρότερα των πρώτων. 
21 Επειδή καλήτερον ήτο εις αυτούς να μη γνωρίσωσι την οδόν της δικαιοσύνης, παρά αφού εγνώρισαν να επιστρέψωσιν εκ της παραδοθείσης εις αυτούς αγίας εντολής. 
22 Συνέβη δε εις αυτούς το της αληθινής παροιμίας, Ο κύων επέστρεψεν εις το ίδιον αυτού εξέρασμα, και, Ο χοίρος λουσθείς επέστρεψεν εις το κύλισμα του βορβόρου. 
 
    39 Ημείς όμως δεν είμεθα εκ των συρομένων οπίσω προς απώλειαν, αλλ' εκ των πιστευόντων προς σωτηρίαν της ψυχής. 
    Ο αιώνιος Λόγος του Θεού έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι όλοι όσοι πίστεψαν στην «δωρεάν, κατά χάριν, σωτηρία διά Ιησού Χριστού» (Εφεσίους Β/2: 8), δεν είναι απ’ αυτούς που σέρνονται προς τα οπίσω και οδηγούνται στην αιώνια απώλεια, αλλά απ’ αυτούς που πιστεύουν για αιώνια σωτηρία της ψυχής τους (Εβραίους Ι/10: 39). Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (Θ/9: 28), αναφέρει: «ούτω και ο Χριστός, άπαξ προσφερθείς διά να σηκώσει τας αμαρτίας πολλών, θέλει φανεί εκ δευτέρου χωρίς αμαρτίας εις τους προσμένοντας αυτόν διά σωτηρίαν». 
 
    Τούτες τις ώρες ας μη χάσουμε την ελπίδα μας, το θάρρος μας, τη δύναμή μας, γιατί μας περιμένει πολύ μεγάλη ανταμοιβή στον ουρανό. Ας θυμηθούμε για άλλη μία φορά τα λόγια του Κυρίου: «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει» (Ματθαίος ΚΕ/25: 23). Στο βιβλίο της «Αποκάλυψης» (ΚΒ/22: 12) αναφέρεται: «Και ιδού, έρχομαι ταχέως, και ο μισθός μου είναι μετ' εμού, διά να αποδώσω εις έκαστον ως θέλει είσθαι το έργον αυτού». ---

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

"Μη ομοζυγείτε.....".

Επιστολή «Β’ Κορινθίους», κεφ. Σ/6, εδ. 16-18. 

14 Μη ομοζυγείτε με τους απίστους διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; 
15 Τίνα δε συμφωνίαν ο Χριστός με τον Βελίαλ; ή τίνα μερίδα ο πιστός με τον άπιστον; 
16 Τίνα δε συμβίβασιν ο ναός του Θεού με τα είδωλα; διότι σεις είσθε ναός Θεού ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι θέλω κατοικεί εν αυτοίς και περιπατεί, και θέλω είσθαι Θεός αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου. 
17 Διά τούτο. Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε, λέγει Κύριος, και μη εγγίσητε ακάθαρτον, και εγώ θέλω σας δεχθή, 
18 και θέλω είσθαι Πατήρ σας, και σεις θέλετε είσθαι υιοί μου και θυγατέρες, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 

        ΣΧΟΛΙΑ:
       «Μη ομοζυγείτε». Ομοζυγώ, αρχικά σήμαινε το ζευγάρι των βοών που δένονταν μαζί το ένα δίπλα στο άλλο, για να τραβούν το αλέτρι για να οργώνουν τη γη. Τα ζώα έμπαιναν κάτω από τον ίδιο ζυγό. Ουσιαστικά σημαίνει ότι ενώνομαι πολύ στενά, δένομαι με κάποιους ανθρώπους κατά ιδιαίτερο τρόπο, όπου το ένα άτομο μπορεί να επηρεάσει ή να επιδράσει στο άλλο. Ένα τέτοιο παράδειγμα «ομοζυγίας» είναι ο γάμος. Πρόκειται για ένα δεσμό, για μία ενότητα, που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή, που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις, που χαράσσεται κοινή πορεία. Επίσης μία επαγγελματική συνεργασία ή μία κοινή επιχείρηση μπορεί να χαρακτηριστεί «ομοζυγία»
     Από τη μία μεριά τίθεται η δικαιοσύνη, το φως του Χριστού, η πίστη, ο "Ναός του Θεού" που στην Καινή Διαθήκη είναι η Εκκλησία Του και από την άλλη πλευρά βρίσκεται η ανομία, το σκοτάδι, ο Σατανάς, οι άπιστοι άνθρωποι, οι ειδωλολάτρες. Αυτά τα αντίθετα και ετερόκλητα πράγματα σε καμία περίπτωση δε μπορούν να συμβιβαστούν, να συμπορευτούν, να σταθούν ομού, να ομοζυγίσουν. Πρόκειται για εντελώς αντίθετα πράγματα που δε μπορούν ποτέ να βρεθούν σε μία κοινή αρμονική σχέση. Η εντολή του Θεού σε κάθε πιστό άνθρωπο είναι ξεκάθαρη: «Διά τούτο. Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε, λέγει Κύριος, και μη εγγίσητε ακάθαρτον, και εγώ θέλω σας δεχθή και θέλω είσθαι Πατήρ σας, και σεις θέλετε είσθαι υιοί μου και θυγατέρες, λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (εδ. 17, 18). Για όσους πιστέψουν υπάρχει η υπόσχεση του Κυρίου ότι θα μας δεχθεί και θα γίνει Πατέρας μας. Θα είναι ο Θεός μας, εμείς θα είμαστε ο λαός Του και θα κατοικεί μέσα μας. 
    Είναι βασική αρχή του Λόγου του Θεού ότι δε μπορούμε να ομοζυγούμε με απίστους, γιατί αυτό θα μας οδηγήσει σε συμβιβασμό με τον κόσμο. Γι’ αυτό ο Θεός ζητάει τον αποχωρισμό μας από τον κόσμο. Ο Σαμψών προσπαθούσε να συμβιβάσει και το Θεό και τον κόσμο και τ’ αποτελέσματα στη ζωή του ήταν τραγικά γι’ αυτόν (βιβλίο "Κριτών", κεφ. ΙΓ/13 έως ΙΣ/16). Κάτι ανάλογο προσπάθησε να κάνει και ο βασιλιά Σολομώντας προς το τέλος της ζωής του (Α’ Βασιλέων ΙΑ/11: 4-8). Ο Θεός είπε στον Άβραμ (μετέπειτα Αβραάμ), «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει» (Γένεση ΙΒ/12: 1). Ο Θεός μας καλεί να βγούμε μέσα από το πνεύμα του κόσμου, της αμαρτίας και της αποστασίας, που κυριαρχεί στις ημέρες μας. 
    Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Β’ Κορινθίους» (Ζ/7: 1) αναφέρει: «Έχοντες λοιπόν, αγαπητοί, ταύτας τας επαγγελίας, ας καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, εκπληρούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού». 
    Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει χωρίς το Θεό. Είναι πλασμένος σε όλη του τη ζωή να ζητά τον Θεό και ας μην το γνωρίζει πολλές φορές. Αυτά που ζητά στις απολαύσεις, στις επιδείξεις, στα γλέντια είναι υποκατάστατα της ανάγκης της ψυχής του για την ανάκτηση του χαμένου Παράδεισου, την αναγνώριση του Θεού μέσα στη ζωή του. 
     Ο εχθρός, για να παραπλανήσει τον άνθρωπο, αντί του αληθινού Θεού του προσφέρει τον «κόσμο», το κοσμικό πνεύμα. Έτσι συμπεριφέρθηκε ο άφρων πλούσιος, όταν ευτύχισαν τα χωράφια του: «τότε θα πω, ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά για πολλά χρόνια, φάγε, πιε, ευφραίνου» (Λουκάς ΙΒ/12: 19). Εδώ υπάρχει το στοιχείο του «θα» των πλούσιων υποσχέσεων του εχθρού, οι οποίες ποτέ δεν πραγματοποιούνται. Προσφέρει υποκατάστατα ο εχθρός, καλλιεργεί επιθυμίες, πάθη, αλλά ποτέ και καμία από τις υποσχέσεις του δε θα βγει αληθινή, γιατί είναι "ο πατέρας του ψεύδους" (Ιωάννης Η/8: 44).
     Ο άνθρωπος καθημερινά καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον «Αληθινό, το ζωντανό Θεό» και στο «πνεύμα του κόσμου», της ευχαρίστησης της σάρκας, των αισθήσεων, των ψεύτικων προσωρινών γήινων απολαύσεων. Εδώ είναι που πολλές φορές εμφανίζεται μια τάση και επιδιώκεται από τους ανθρώπους να συμβεί κάτι που είναι απόλυτα αδύνατο. Να συνδυάσει και το Θεό και τον κόσμο. Αυτό ποτέ δεν επιτυγχάνεται, γιατί το «πνεύμα» και η «σάρκα» είναι εντελώς αντίθετα, «ταύτα αντίκεινται προς άλληλα» (Γαλάτας Ε/5: 17). "Η σάρκα επιθυμεί πράγματα που είναι αντίθετα στο Πνεύμα, και το Πνεύμα επιθυμεί πράγματα που είναι αντίθετα στη σάρκα. Κι έτσι αυτά τα δύο αντιμάχονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην κάνετε αυτά που θα θέλατε να κάνετε"  Ή το ένα ή το άλλο θα πρέπει να επιλέξουμε. Πρέπει να μας διακρίνει μια σοβαρότητα στη σχέση μας με το Θεό. Η πίστη μας στον Κύριο δεν είναι μια απλή υπόθεση. Ο ίδιος ο Κύριος υπήρξε κατηγορηματικός: «Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύη δύο κυρίους διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά» (Λουκάς ΙΣ/16: 13). Θα μελετήσουμε μια ιστορία μέσα από την Παλαιά Διαθήκη, όπου θα διαπιστώσουμε πόσο αντίθετα και πόσο ασυμβίβαστα είναι η Αλήθεια με το ψέμα. Πόσο μεγάλη απόσταση υπάρχει μεταξύ του "Αληθινού Θεού" και των "ψεύτικων θεών" του κόσμου τούτου. 

    Βιβλίο «Α’ Σαμουήλ»,  κεφ.  Ε/5,  εδ.  1-4. 
1 ΚΑΙ οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό τού Θεού, και την έφεραν από το Έβεν-έζερ στην Άζωτο. 
2 Και οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό τού Θεού, και την έφεραν στον οίκο τού Δαγών, και την έβαλαν κοντά στον Δαγών. 
3 Και όταν οι Αζώτιοι σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί την επόμενη ημέρα, να, ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπό του επάνω στη γη, μπροστά στην κιβωτό τού Κυρίου. Και αφού πήραν τον Δαγών, τον έβαλαν στον τόπο του. 
4 Και την επόμενη ημέρα, όταν σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί, να, ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπό του επάνω στη γη μπροστά στην κιβωτό τού Κυρίου και το κεφάλι τού Δαγών και οι δύο παλάμες των χεριών του ήταν αποκομμένες επάνω στο κατώφλι· μονάχα ο κορμός τού Δαγών εναπέμεινε σ' αυτόν.
     Όπως γνωρίζουμε οι Ισραηλίτες πάρα πολλές φορές δε σοβαρεύονταν με τα πράγματα του Θεού και δεν ενεργούσαν σύμφωνα με τις εντολές Του, όμως "ο Θεός δεν εμπαίζεται" (Γαλάτας Σ/6: 7). Έτσι κάποια στιγμή, εξαιτίας της απιστίας τους, αποφάσισε «να μετακομίσει» μέσα από το λαό Του το ορατό Του σύμβολό της παρουσίας Του, που ήταν η «Κιβωτός της διαθήκης»
     Τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής: Έγινε μια μεγάλη μάχη με τους Φιλισταίους στην οποία ο λαός Ισραήλ ηττήθηκε. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν και οι δύο γιοί του ιερέα Ηλεί και πιάστηκε από τους εχθρούς και η Κιβωτός της Διαθήκης (Α’ Σαμουήλ Δ/4: 10,11). Ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας ήταν η κιβωτός και είχε κατασκευαστεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν οι πλάκες με τις δέκα εντολές, που έδωσε ο Θεός στο Μωυσή στο όρος Σινά, μια στάμνα με «μάνα» και η ράβδος του Ααρών, «η βλαστήσασα» (Εβραίους Θ/9: 4). 
     Η χαρά των Φιλισταίων ήταν πολύ μεγάλη από το γεγονός ότι κατάφεραν να νικήσουν το λαό Ισραήλ και να λάβουν από τους Ισραηλίτες ως λάφυρο την «Κιβωτό της Διαθήκης», όμως τους προέκυψε και ένα μεγάλο και σοβαρό πρόβλημα. Τι να τον κάνουμε τον καινούργιο Θεό που με τη δύναμή μας κατακτήσαμε; Μετά από πολλή σκέψη βρήκαν μια θαυμάσια λύση, θα τον έβαζαν δίπλα στο δικό τους θεό, τον Δαγών, που ήταν ένα τεράστιο τερατόμορφο άγαλμα, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και στο κάτω μέρος ψάρι. 
     Έτσι και έκαναν, δίπλα στον Δαγών έβαλαν την Κιβωτό του Κυρίου. Την άλλη μέρα το πρωί, σαν άνοιξαν το ναό, είδαν το άγαλμα του Δαγών πεσμένο από το βάθρο του στο πάτωμα σαν να προσκυνούσε την Κιβωτό. Αυτό βέβαια δεν άρεσε καθόλου στους λάτρεις του Δαγών. Έτσι λοιπόν έβαλαν και πάλι το Δαγών στο βάθρο του και απέδωσαν το γεγονός σε τυχαίο περιστατικό. Αλίμονο στους ανθρώπους που πιστεύουν σε θεούς που περιμένουν να τους στηρίξουν και να τους αποκαταστήσουν. Δυστυχώς όμως πολλές φορές συμβαίνει αυτό. Την άλλη μέρα τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Πάλι ο Δαγών πεσμένος με κομμένο το κεφάλι είχε κυλήσει μέχρι το σκαλοπάτι και με κομμένες και τις δύο παλάμες των χεριών του (Α’ Σαμουήλ Ε/5: 1-5). 
   Το πράγμα ήταν φανερό. Οι δύο θεοί δε συνταίριαζαν, δε μπορούσαν να συγκατοικήσουν και ως εκ τούτου αναγκαστικά ο ένας από τους δύο θα έπρεπε να φύγει από το χώρο. Όμως ποιος θα έφευγε; Η απλή λογική λέει πως θα έπρεπε να κρατήσουν τον πιο δυνατό και να διώξουν τον ηττημένο, όμως αυτοί είχαν άλλη γνώμη. Δυστυχώς οι άνθρωποι, αν και βλέπουν και αντιλαμβάνονται τα πράγματα, με κανέναν τρόπο δε θέλουν ν’ απαλλαγούν από τα είδωλα και τις κρυφές επιθυμίες της καρδιάς τους. Το βλέπουν πως είναι ψεύτικοι οι θεοί τους και δε μπορούν να τους προσφέρουν καμία βοήθεια, όμως τους προτιμούν για το λόγο ότι ο Θεός της Αγίας Γραφής είναι Άγιος και λατρεύεται με αγιότητα και με καθαρότητα καρδιάς και ζωής. Κατά βάθος όμως αυτοί αγαπούν την αμαρτία και σαν επακόλουθο όλες εκείνες τις θεωρίες και τους «θεούς» που την εκπροσωπούν. 
    Ο πολύπαθος προφήτης «Ιερεμίας» (Ι/10: 5) αναφέρει: 
3. Δεδομένου ότι, τα νόμιμα των λαών είναι μάταια επειδή, κόβουν ξύλο από το δάσος, εργασία χεριών ενός μαραγκού με τον πέλεκυ. 
4. Το καλλωπίζουν με ασήμι και με χρυσάφι το στερεώνουν με καρφιά και με σφυριά, για να μη κινείται. 
5. Είναι όρθια σαν τον φοίνικα, αλλά δεν μιλούν έχουν ανάγκη να βαστάζονται, επειδή δεν μπορούν να περπατήσουν. Μη τα φοβάστε επειδή, δεν μπορούν να κακοποιούν ούτε είναι δυνατόν σ' αυτά να αγαθοποιήσουν. 
    Καθέναν που ζητά και θέλει την αλήθεια, όσο κόστος και αν έχει αυτή, ο Θεός οπωσδήποτε θα τον βρει και θα του αποκαλυφθεί μέσα στη ζωή του. Ας προσέξουμε όμως να μην εμπαίζουμε το Θεό. Στην επιστολή «προς Εβραίους» (Ι/10: 26,27) αναφέρεται: «Διότι εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας, δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών, αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως και έξαψις πυρός, το οποίον μέλλει να κατατρώγη τους εναντίους». 
     Θα πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι με τα πράγματα του Θεού δεν μπορούμε να παίζουμε. Η θυσία του σταυρού του Χριστού είναι μια επιταγή αγιότητας και καθαρότητας για μας. Λίγο καιρό αργότερα, στις ημέρες του Δαβίδ, μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης με μία άμαξα, που την έσερναν βόδια. Το έδαφος όμως ήταν ανώμαλο, το αμάξι κάποια στιγμή έγειρε και φάνηκε πως η Κιβωτός θα έπεφτε. Καλοπροαίρετα ένας Ισραηλίτης, ο Ουζά, που ήταν δίπλα, άπλωσε το χέρι του από ένστικτο να συγκρατήσει την Κιβωτό, το ορατό αυτό σύμβολο του Θεού. Στην πράξη έβαλε το δικό του, ανθρώπινο, ακάθαρτο χέρι, για να βοηθήσει τον Θεό. Το αποτέλεσμα υπήρξε τραγικό; Μια τρομερή δύναμη τον κατακεραύνωσε και κοκάλωσε με απλωμένο το χέρι του (Β’ Σαμουήλ Σ/6: 6,7). Πρέπει να καταλάβουμε ότι δε μπορούμε ν’ ανακατεύουμε και «να βάζουμε το δικό μας χέρι», μέσα από ανθρώπινες ενέργειες και υπολογισμούς, έστω και καλοπροαίρετους, μαζί με τα Άγια σχέδια του Κυρίου. Η διατύπωση του Λόγου του Θεού: «φοβερά απεκδοχή κρίσεως», φαίνεται να έχει τρομερά επακόλουθα στην άστατη ζωή μας. 
     Το πάθημα του Ουζά, που έμεινε μνημειώδες, μόνο με μια άλλη περίπτωση μπορεί να συγκριθεί, με τη γυναίκα του Λωτ, η οποία «εμβλέψασα εις τα οπίσω έγινε στήλη άλατος» (Γένεση ΙΘ/19: 26). Τα πράγματα του Θεού, τις υποδείξεις, τις προειδοποιήσεις Του θα πρέπει να τις παίρνουμε πολύ σοβαρά. 
     Στην επιστολή «Α’ Κορινθίους» (ΙΑ/11: 30) μας αποκαλύπτεται μια μεγάλη αλήθεια σχετικά με τη συμμετοχή μας στην πιο ιερή εκδήλωση της Εκκλησίας του Χριστού, που είναι το «Δείπνο του Κυρίου»: Θα πρέπει ιδιαιτέρως να προσέξουμε στη ζωή μας τη σχέση μας με τον Θεό καθώς και τη συμμετοχή μας στο «Δείπνο του Κυρίου - Θεία Κοινωνία» και να δούμε κατά πόσο η συμμετοχή μας είναι αληθινή, ειλικρινής. Ο Λόγος του Θεού μας προειδοποιεί ότι δεν πρόκειται για κάτι τυπικό αλλά για κάτι πολύ ουσιαστικό, καθώς μέσα από την πράξη αυτή «καταγγέλουμε το θάνατο του Χριστού» (Α’ Κορινθίους ΙΑ/11: 26). Ο Λόγος του Θεού προειδοποιεί όλους εκείνους που συμμετέχουν απροετοίμαστοι ηθικά και πνευματικά στην ιερή αυτή πράξη: «Διά τούτο υπάρχουσι μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και αποθνήσκουσιν ικανοί» (Α’ Κορινθίους ΙΑ/11: 30). 
     Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη δύναμη του Αληθινού Θεού και την αδυναμία των θεών,  που οι άνθρωποι έφτιαξαν με τα χέρια τους και με το νου τους, ας φέρουμε στη μνήμη μας την εικόνα του Δαβίδ, καθώς στέκεται μπροστά στον σιδηρόφρακτο Γολιάθ. Ο κάθε ένας από τους δύο πολεμιστές μιλούσε στον αντίπαλό του πριν από τη μάχη για τα σχέδιά του και για το πως θα έφτανε στη νίκη. Ένα σοβαρό μέρος αυτής της σύντομης και σε άγριο - πολεμικό τόνο - συνομιλίας αφορούσε τον θεό του καθενός. Στο σημείο αυτό ακριβώς βρίσκεται ένα μυστικό μεγάλης αξίας, που, αν το προσέξουμε, θα φωτίσει το μυαλό μας και θα ενισχύσει και εμάς στις δικές μας μάχες, που καθημερινά δίνουμε στη ζωή μας. 
    Πρώτος έλαβε το λόγο ο Φιλισταίος Γολιάθ: «Και κατηράσθη ο Φιλισταίος τον Δαβίδ εις τους θεούς αυτού» (Α’ Σαμουήλ ΙΖ/17: 43). Μετά απ’ αυτό ο Δαβίδ μίλησε στο Γολιάθ για τον Θεό του. Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο. Όταν οι θεοί είναι πολλοί, είναι είδωλα, είναι θεοί με «θ» μικρό, είναι νεκροί θεοί, ανύπαρκτοι και αδύναμοι, δημιουργήματα χειρών ανθρώπων. Ο Γολιάθ καταράστηκε το Δαβίδ στους θεούς του. Αυτό γνώριζε, αυτό πίστευε, αυτό έκανε. Ο Δαβίδ δεν καταράστηκε αλλά ομολόγησε, φανέρωσε το δοξασμένο Όνομα του Ενός, του μόνου Αληθινού Θεού, του μόνου Κυρίου των δυνάμεων. Οι πολλοί θεοί, τα πολλά ονόματα, τα διάφορα πρόσωπα, τ' ανθρώπινα στηρίγματα, είναι προσπάθειες του εχθρού για να μας παραπλανήσει και να υποκαταστήσει στη συνείδησή μας τον «Έναν», το Μοναδικό, τον «Αληθινό Θεό». 
     Άραγε αν συλλογιστούμε τη ζωή μας σε ποιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε; Υπάρχει στη ζωή μας "ο Ένας Θεός" ή υπάρχουν "πολλοί θεοί;" Δυστυχώς ακόμα και στις μέρες μας, που έχουμε ολόκληρη την αποκάλυψη της Καινής Διαθήκης, μπορούμε να έχουμε πολλούς θεούς στη ζωή μας. Θεοποιούμε τον εαυτόν μας, τις επιθυμίες μας, τα παιδιά μας, τη δουλειά μας, τα λεφτά μας. Θεούς που τους επικαλούμαστε, τους πιστεύουμε, τους εμπιστευόμαστε, στηριζόμαστε σ’ αυτούς, περιμένουμε λύσεις, χαρά, ειρήνη, ασφάλεια, δύναμη απ’ αυτούς. Όταν όμως έρχεται η δύσκολη ώρα της μάχης, η κρίσιμη ώρα της αναμέτρησης, μ’ ένα μεγάλο και ανυπέρβλητο πρόβλημα στη ζωή μας, όπως όταν βρεθούμε σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου ή άλλο τι, εκεί «οι πολλοί θεοί», που έχουν κλέψει τη θέση του Ενός, του Δοξασμένου, του Αληθινού Θεού στο θρόνο της καρδιά μας, δεν μπορούν να νικήσουν, δε μπορούν να υπερισχύσουν και με κανέναν τρόπο δε μπορούν να μας βγάλουν από αδιέξοδα, που δημιουργούν τα δυσεπίλυτα προβλήματα της ζωής μας. 
     Στην περίπτωση του Δαβίδ και του Γολιάθ τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ο Δαβίδ πίστευε στον Αληθινό Θεό, ενώ ο Γολιάθ πίστευε στα είδωλα. Πάντα θα υπάρχει και ο κίνδυνος να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα «ανάμεικτο σχήμα» στη ζωή μας. Να προσπαθήσουμε να συγκατοικήσουμε και να συμβιβάσουμε τον «Αληθινό Θεό» με τους «πολλούς θεούς» που υπάρχουν μέσα στον κόσμο της αμαρτίας, πιστεύοντας πως ό,τι δεν μπορεί να κάνει ο Ένας, να μπορεί να το κάνει ο άλλος. Στη ζωή μας κάποια πράγματα είναι πολύ απλά και απόλυτα. Έτσι λοιπόν όπου υπάρχει στη ζωή μας «ο Αληθινός Θεός», δε μπορεί ταυτόχρονα να υπάρχουν και άλλοι θεοί δίπλα μας. Σε καμία περίπτωση αυτό δε μπορεί να γίνει. Πολλοί θεοί σημαίνει κανένας θεός, σημαίνει ψέμα, υποκρισία, ανοησία, αιώνια απώλεια. 
     Όσο και να φωνάξεις στους «πολλούς θεούς», όσο και να προσπαθήσεις να σε λυπηθούν και να σε ακούσουν, πάντα θα συμβαίνει αυτό που συνέβη στην περίπτωση του Ηλία του Θεσβίτη με τους προφήτες του Βάαλ στο όρος Κάρμηλος. Το αποτέλεσμα πάντοτε θα είναι το ίδιο: «Και επεκαλούντο μετά φωνής μεγάλης και κατετέμνοντο κατά την συνήθειαν αυτών με μαχαίρας και με λόγχας, εωσού αίμα εξεχύθη επ' αυτούς. Και αφού παρήλθεν η μεσημβρία, και αυτοί προεφήτευον μέχρι της ώρας της προσφοράς, και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις και ουκ ην προσοχή» (Α’ Βασιλέων ΙΗ/18: 28,29). 
     Να προσέξουμε όμως, γιατί η άλλη περίπτωση δεν είναι τόσο απλή και εύκολη, όσο νομίζουμε. Όταν αποφασίσεις ν’ ακολουθήσεις τον Ένα, τον μόνο Αληθινό Θεό, τον Κύριο των δυνάμεων, όταν θα βγαίνεις μπροστά στις μάχες της ζωής με το Όνομα Του και για τη Δόξα Του, η πίστη σου και η εμπιστοσύνη σου σ’ Αυτόν πρέπει να είναι απόλυτη, γνήσια, ειλικρινής. Ο Δαβίδ είχε μαζί του τον Κύριο και κάθε μάχη που έδινε την έδινε για τη δόξα του Ονόματος του Κυρίου και δεν απέβλεπε στη δική το προβολή ή κάπου αλλού. Αληθινή πίστη σημαίνει απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κύριο. Σημαίνει όμως και σιγουριά για το αποτέλεσμα της μάχης. Ας προσέξουμε τη σιγουριά και την αποφασιστικότητα στα λόγια του: «την ημέραν ταύτην θέλει σε παραδώσει ο Κύριος εις την χείρα μου και θέλω σε πατάξει και αφαιρέσει από σου την κεφαλήν σου και θέλω παραδώσει τα πτώματα του στρατοπέδου των Φιλισταίων την ημέραν ταύτην εις τα πετεινά του ουρανού και εις τα θηρία της γης, δια να γνωρίσει πάσα η γη ότι είναι Θεός εις τον Ισραήλ» (Α’ Σαμουήλ ΙΖ/17: 46). Παρατηρούμε εδώ μία λεπτομερή περιγραφή της νίκης του Κυρίου των δυνάμεων, μέσα από το δικό Του παιδί. 
     Από τη μία πλευρά στέκεται ο «Ένας Θεός», ο Αληθινός και από την άλλη πλευρά στέκονται οι «πολλοί θεοί». Ο καθένας μας, μέσα στην ελευθερία που ο Θεός μας έχει δώσει, καλούμαστε να επιλέξουμε τι ακριβώς θέλουμε, με ποιον επιθυμούμε να συγκατοικήσουμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά του. Ανάλογα με τις επιλογές μας θα είναι και τ’ αποτελέσματα στη ζωής μας, καθώς και σε ολόκληρη την αιωνιότητα. --- 

    Η συνέχεια της ιστορίας μας είναι ότι ο Κύριος έκανε τους κατοίκους της Αζώτου να νιώσουν βαριά τη δύναμη Του πάνω τους. Χτύπησε τους ίδιους και τους κατοίκους των γύρω περιοχών με πρηξίματα. Όταν οι κάτοικοι της Αζώτου είδαν αυτό που τους συνέβη, φοβήθηκαν, κατάλαβαν την αιτία και μετέφεραν την Κιβωτό στην πόλη Γαθ. Στη συνέχεια μετέφεραν την Κιβωτό του Κυρίου στην πόλη Ασκάλωνα. Όταν η Κιβωτός έφτασε εκεί, ο Κύριος προκάλεσε πανικό θανάτου σ' ολόκληρη την πόλη και όσοι από τους κατοίκους δεν πέθαναν, χτυπήθηκαν με πρηξίματα και οι κραυγές τους έφτασαν ως τον ουρανό. Μετά απ’ αυτές τις κρίσεις οι κάτοικοι φοβήθηκαν μήπως η Κιβωτός του Κυρίου θανατώσει όλους τους ανθρώπους. 
     Η Κιβωτός του Κυρίου έμεινε στην περιοχή των Φιλισταίων επτά μήνες. Οι Φιλισταίοι κάλεσαν τους ιερείς και τους μάγους τους και αποφάσισαν να στείλουν την Κιβωτό πίσω στον τόπο της, στη γη Ισραήλ. Έτσι, σύμφωνα με τη γνώμη όλων αυτών, έβαλαν την Κιβωτό πάνω σε μια καινούρια άμαξα που την έσερναν δύο αγελάδες, οι οποίες δεν είχαν ακόμα μπει σε ζυγό. Δίπλα στην Κιβωτό μέσα σ' ένα κιβώτιο τοποθέτησαν τα χρυσά αντικείμενα που θα έδιναν στον Κύριο ως προσφορά επανόρθωσης. Μετά απ’ αυτά άφησαν την άμαξα να φύγει. Αν η άμαξα έπαιρνε το δρόμο προς τη χώρα των Ισραηλιτών, τότε θα καταλάβαιναν ότι ο Κύριος είναι αυτός που τους επέτρεψε το μεγάλο αυτό κακό. Αν όχι, τότε ό,τι συνέβη ήταν εντελώς τυχαίο. 
     Οι Φιλισταίοι ακολούθησαν αυτές τις συμβουλές και άφησαν την άμαξα να φύγει. Η άμαξα πήρε το δρόμο προς τη χώρα των Ισραηλιτών, χωρίς να ξεφύγουν τα ζώα δεξιά ή αριστερά, ενώ οι ηγεμόνες των Φιλισταίων βάδιζαν πίσω τους, μέχρι τα σύνορα. Οι αγελάδες που έσερναν την άμαξα κατευθύνθηκαν μόνες τους προς τη Λευιτική πόλη Βαιθ-σεμές. Η πόλη βρισκόταν περίπου 26 χλμ. δυτικά της Ιερουσαλήμ, πάνω στην κύρια οδό που τη συνέδεε την εποχή εκείνη με τις πόλεις του Φιλισταίων, Άζωτο και Ασκαλών
    Οι κάτοικοι της Βαιθ-σεμές, καθώς βρίσκονταν στα χωράφια τους και θέριζαν τα σιτάρια τους χάρηκαν πάρα πολύ, όταν αντίκρισαν την κιβωτό να έρχεται προς το μέρος τους. Η άμαξα μπήκε στο χωράφι του Ωσηέ του Βαιθ-σεμίτη και σταμάτησε κοντά σ' ένα μεγάλο βράχο. Οι Λευίτες της πόλης κατέβασαν την Κιβωτό του Κυρίου και το κιβώτιο με τα χρυσά αντικείμενα και τα τοποθέτησαν πάνω στο βράχο. Μετά έσχισαν τα ξύλα της άμαξας και προσέφεραν τις αγελάδες ολοκαύτωμα στον Κύριο. Οι κάτοικοι της πόλης προσέφεραν κι αυτοί ολοκαυτώματα και θυσίες στον Κύριο. 
     Από τους κατοίκους όμως της Βαιθ-σεμές ο Κύριος θανάτωσε 50.070 άντρες, γιατί κοίταξαν (προφανώς χωρίς τον ανάλογο σεβασμό) την κιβωτό του Κυρίου (Β’ Σαμουήλ Σ/6: 19). Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος κάνει λόγο μόνο για 70 άνδρες που θανατώθηκαν (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΣΤ’, [i, 4]. Ο λαός πένθησε για τη μεγάλη συμφορά που τους έφερε ο Κύριος και έλεγαν: «Ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στον Κύριο;». Επειδή φοβήθηκαν μήπως πεθάνουν όλοι, γι' αυτό οι Ισραηλίτες μετέφεραν την Κιβωτό του Κυρίου στην Κιριάθ-Ιαρίμ, στο σπίτι του Αμιναδάβ, το οποίο βρισκόταν πάνω σ' ένα λόφο. Μετά όρισαν το γιο του τον Ελεάζαρ να φυλάει την κιβωτό. Από την ημέρα που τοποθετήθηκε ή κιβωτός στην Καριαθ-ιαρίμ πέρασαν είκοσι χρόνια κι όλοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να μετανοούν για τις προηγούμενες πράξεις τους και να ζητούν απελπισμένα τον Κύριο στη ζωή τους. 
     Η ιστορία της επιστροφής της Κιβωτού περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο «Α' Σαμουήλ» και στα κεφάλαια Ε/5 και Σ/6. ---