Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Ο Πλούσιος & ο φτωχός Λάζαρος.

 Ευαγγέλιον  «κατά Λουκάν»,   κεφ. ΙΣ/16,   εδ. 19 – 31. 

19 Ήτο δε άνθρωπός τις πλούσιος και ενεδύετο πορφύραν και στολήν βυσσίνην, ευφραινόμενος καθ' ημέραν μεγαλοπρεπώς. 
20 Ήτο δε πτωχός τις ονομαζόμενος Λάζαρος, όστις έκειτο πεπληγωμένος πλησίον της πύλης αυτού 
21 και επεθύμει να χορτασθή από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου αλλά και οι κύνες ερχόμενοι έγλειφον τας πληγάς αυτού. 
22 Απέθανε δε ο πτωχός και εφέρθη υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. 
23 Και εν τω άδη υψώσας τους οφθαλμούς αυτού, ενώ ήτο εν βασάνοις, βλέπει τον Αβραάμ από μακρόθεν και τον Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού.
24 Και αυτός φωνάξας είπε Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον τον Λάζαρον, διά να βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού εις ύδωρ και να καταδροσίση την γλώσσαν μου, διότι βασανίζομαι εν τη φλογί ταύτη 
25 είπε δε ο Αβραάμ Τέκνον, ενθυμήθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά τώρα ούτος μεν παρηγορείται, συ δε βασανίζεσαι 
26 και εκτός τούτων πάντων, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα είναι εστηριγμένον, ώστε οι θέλοντες να διαβώσιν εντεύθεν προς εσάς να μη δύνανται, μηδέ οι εκείθεν να διαπερώσι προς υμάς.
27 Είπε δέ παρακαλώ σε λοιπόν, πάτερ, να πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου 
28 διότι έχω πέντε αδελφούς διά να μαρτυρήση εις αυτούς, ώστε να μη έλθωσι και αυτοί εις τον τόπον τούτον της βασάνου. 
29 Λέγει προς αυτόν ο Αβραάμ, Έχουσι τον Μωϋσήν και τους προφήτας ας ακούσωσιν αυτούς. 
30 Ο δε είπεν Ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ' εάν τις από νεκρών υπάγη προς αυτούς, θέλουσι μετανοήσει. 
31 Είπε δε προς αυτόν Εάν τον Μωϋσήν και τους προφήτας δεν ακούωσιν, ουδέ εάν τις αναστηθή εκ νεκρών θέλουσι πεισθή. 

           ΣΧΟΛΙΑ :
     Τα παραπάνω λόγια του Κυρίου περιγράφουν ένα πραγματικό γεγονός, πρόκειται για μια ιστορία στην οποία μάλιστα αναφέρονται τόσο το όνομα του ενός εκ των πρωταγωνιστών (Λάζαρος), όσο και άλλα ιστορικά πρόσωπα όπως ο Αβραάμ, ο Μωυσής. Πρόκειται για μια  ιστορία και όχι για μια παραβολή όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, την οποία γνώριζε ο Κύριος και στην οποία περιέχεται πλήθος δογματικών διδασκαλιών περί ψυχής και περί Άδη, οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα τόσο σοβαρά πέραν του τάφου αιώνια ζητήματα. Τα γεγονότα τα οποία ιστορούνται εξελίσσονται σε δύο φάσεις, μία εδώ στη γη και μία έξω από τη γη, μετά θάνατον. Και βεβαίως μια τέτοια ιστορία μόνον ο Κύριος θα μπορούσε να γνωρίζει, αφού η αντίληψη η δική μας είναι μόνον για τούτη τη ζωή και όχι πέραν αυτής. Η αναφορά γίνεται για δύο ανθρώπους που, αν και ήταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και ζούσαν μαζί στο ίδιο γεωγραφικό χώρο, η ζωή τους παρουσιάζει πολύ μεγάλες διαφορές και για το λόγο αυτό η πορεία τους ήταν τελείως διαφορετική. 
   
ΜΕΡΟΣ 1ο 
      Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και αυτό  διακρίνεται από το ότι «ενεδύετο πορφύραν και στολή βυσσίνην». Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει χρήματα, να ντύνεται όπως θέλει, να πηγαίνει, όπου θέλει, όμως μέσα του να αισθάνεται πολύ πτωχός. Θα έλεγα ότι οι πιο πλούσιοι άνθρωποι αυτής της ζωής είναι και οι πιο φτωχοί. Ας θυμηθούμε την τραγική εκείνη εκκλησία της "Λαοδίκεας" για την οποία ο Κύριος αναφέρει: «διότι λέγεις, ότι πλούσιος είμαι και επλούτησα, και δεν έχω χρείαν ουδενός και δεν εξεύρεις ότι συ είσαι ο ταλαίπωρος, και ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός» (Αποκάλυψη Γ/3: 17). 
     Τούτος ο άνθρωπος στηριζόμενος στον υλικό του πλούτο ζούσε «ευφραινόμενος καθ’ ημέραν μεγαλοπρεπώς». Ήταν ένας άνθρωπος πετυχημένος στη ζωή, αναγνωρισμένος από όλους, πλούσιος, επιφανής, θα έλεγε κανείς ότι δεν του έλειπε τίποτα. Πόσο μοιάζει τούτος ο άνθρωπος με τον άφρονα πλούσιο της παραβολής του Κυρίου (Λουκάς ΙΒ/12: 16 - 21), ο οποίος μετά από μια μεγάλη σοδειά διαλογιζόταν τι να κάνει με τα προϊόντα του, για να καταλήξει μετά από πολλή σκέψη στο συμπέρασμα: «θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω νέες». Όλα αυτά σκεπτόταν χωρίς να εξετάσει και την άλλη πλευρά: «εγένετο αποθανείν». Στο "αποθανείν" δεν πάει ποτέ τελεία. Θάνατος δεν είναι παύση ύπαρξης, δεν είναι ύπνος αλλά μετάβαση σε μιαν άλλη πραγματικότητα, εν αναμονή της κρίσεως από τον δικαιοκρίτη Θεό. Στην επιστολή «προς Εβραίους» (κεφ. Θ/9, εδ. 24) ο συγγραφέας αναφέρει: «είναι αποφασισμένον εις τους ανθρώπους άπαξ να αποθάνωσι, μετά δε τούτο είναι κρίσις». Μετά το θάνατο υπάρχει κρίση. 
      Η άπληστη ζωή του είχε οδηγήσει τούτον τον άνθρωπο σε αλαζονεία, σε ασπλαχνία. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν βεβαίως ο πλούτος του, ούτε τα μεγαλοπρεπή του ενδύματα ή οι τροφές του, αλλά το ότι ο άνθρωπος αυτός φρόντιζε αποκλειστικά και μόνον για τον εαυτό του. Αντί ν' αγαπάει τον Θεό με όλη του καρδιά, όπως παράγγελναν ο Νόμος και οι Προφήτες (Δευτερονόμιο Σ/6: 5), αυτός αγαπούσε τα υλικά αγαθά που είχε στην κατοχή του. Αντί ν' αγαπάει τον πλησίον του, όπως τον εαυτόν του (Λουκάς Ι/10: 27), αυτός άφηνε τον Λάζαρο να υποφέρει μπροστά στην πόρτα του. 
      Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια ευκαιρία να δείξει αγάπη και ανθρωπισμό. Η αμαρτία του ήταν ότι, ενώ έβλεπε το συνάνθρωπό του να λιμοκτονεί, αυτός έμενε εντελώς αδιάφορος. Το μόνο καθημερινό ενδιαφέρον του ήταν τα πλούτη, οι μετοχές… τίποτα παραπέρα. Τον διακατείχε μια παντελής έλλειψη ανθρωπισμού, ιδανικών, αξιών, συναισθημάτων κλπ. Το σώμα του καλοπερνούσε μέσα στις ανέσεις, όμως η ψυχή του αργοπέθαινε μέσα στη σκληρότητα και την αδιαφορία για τον Θεό. 
    Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε άνθρωπο που προσκολλάται αποκλειστικά στα υλικά αγαθά και ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο. Νομίζει ο άνθρωπος ότι θα ευτυχίσει μέσα από τα υλικά αγαθά. Μέσα από τον καθημερινό ανελέητο αγώνα για την απόκτησή τους σκληραίνει η καρδιά του, αγριεύει η ψυχή του. Ο Κύριος όμως ήταν κατηγορηματικός. «είναι γεγραμμένον ότι με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον Θεού» (Λουκάς Δ/4: 4). Επίσης «προσέχετε και φυλάττεσθε από της πλεονεξίας διότι εάν τις έχει περισσά, η ζωή αυτού δεν συνίσταται εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκάς ΙΒ/12: 15). 
  Μεγαλοπρεπής θα ήταν η κηδεία του. Στεφάνια, λόγοι, υπουργοί, άρχοντες θα εξήραν την προσωπικότητα του αποδημήσαντος, το σπουδαίο κοινωνικό του ρόλο, καθώς και το μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνει για την οικογένειά του, αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία.

ΜΕΡΟΣ 2ο 
     Ο δεύτερος άνθρωπος της ιστορίας μας είναι φτωχός. Δε διαθέτει υλικό πλούτο, δεν έχει καν τα στοιχειώδη προς το ζην. Σ’ αυτήν τη ζωή μπορεί να συναντήσει κανείς κάποιον που να είναι πτωχός και περιφρονημένος από τους ανθρώπους, όμως στην πραγματικότητα να είναι πλούσιος για το Θεό (Ιάκωβος Β/2: 5–9). Το γεγονός ότι ο Κύριος τον αποκαλεί με το όνομά του, που ήταν Λάζαρος (Εβραϊκά Ελιέζερ, σημαίνει ελεημένος του Θεού), δείχνει ότι τον γνώριζε έτσι όπως ο Θεός γνωρίζει τους δικούς Του, "τους έχει ζωγραφίσει στην παλάμη Του" (Ησαΐας ΜΘ/49, εδ.16), "έχει αριθμήσει τις τρίχες της κεφαλής τους" (Λουκάς ΙΒ/12: 7). "Σε γνωρίζω με τ' όνομά σου", λέγει Κύριος (Έξοδος ΛΓ/33: 17). Ήταν ανώνυμος για τους ανθρώπους τούτος ο πτωχός άνθρωπος, όμως ήταν επώνυμος για τον Θεό.
      Ίσως αναρωτηθεί κάποιος πώς ο Κύριος γνώριζε το όνομα του πτωχού που ήταν δικός Του και δε γνώριζε το όνομα του πλουσίου; Για τον άνθρωπο που είναι μακριά από το Θεό ισχύει εκείνο που είπε ο Κύριος στις μωρές παρθένες: «…δεν σας γνωρίζω» (Ματθαίος ΚΕ/25: 12). Παρατηρώντας τη συμπεριφορά του πλουσίου απέναντι στο φτωχό βλέπουμε πόσο σκληρός και αδιάφορος ήταν προς το συνάνθρωπό του. 
    Στο κείμενο της παραβολής διαβάζουμε: "Πέθανε ο φτωχός και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα πέθανε και ο πλούσιος". Θα κάνουμε μία παρένθεση, για να υπενθυμίσουμε για άλλη μία φορά ότι ο θάνατος δεν ήταν μέσα στα σχέδια του Θεού. Το θάνατο δεν τον δημιούργησε ο Θεός, o θάνατος μπήκε στην πορεία της ζωής του ανθρώπου εξαιτίας της αμαρτίας του και της αποστασίας του από το ζωντανό και αληθινό Θεό. Ο Θεός είχε προειδοποιήσει τον άνθρωπο: «από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ' αυτού διότι καθ' ην ημέραν φάγης απ' αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γένεση Β/2: 17). Υπάρχει σωματικός θάνατος, που είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα και υπάρχει και πνευματικός θάνατος, που είναι η κατάσταση του ανθρώπου, που είναι αποκομμένος  από την πηγή της ζωής τον Ιησού Χριστό (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). Όταν ο Κύριος έλεγε: «Αληθώς, αληθώς σας λέγω ότι έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι νεκροί θέλουσιν ακούσει την φωνήν του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες θέλουσι ζήσει» (Ιωάννης Ε/5: 25), εννοούσε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων που ζουν μακριά από τον Θεό και είναι πνευματικά νεκροί. Σ’ αυτούς ο Θεός  δίνει  ευκαιρίες ν' ακούσουν "την φωνήν του Υιού του Θεού", ν' ανταποκριθούν με μετάνοια και πίστη στην πρόσκληση του Ιησούς Χριστού, που είναι προς όλους τους ανθρώπους, για να Τον γνωρίσουν (Ματθαίος ΙΑ/11: 28). Όσοι υπακούσουν στην πρόσκλησή Του, θα σωθούν. 
      Όλοι οι άνθρωποι γεύονται το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Ο Λόγος του Θεού μας διευκρινίζει: «διά τούτο καθώς δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον» (Ρωμαίους Ε/5: 12). Ο φυσικός θάνατος είναι το πιο σίγουρο, το πιο βέβαιο γεγονός μέσα στη ζωή κάθε ανθρώπου.

ΜΕΡΟΣ 3ο 
    Μέχρι εδώ μπορούσε ο καθένας να δει τι συμβαίνει. Από δω και πέρα έρχεται να μας πει ο Κύριος για το τι συνέβη μετά το θάνατο των δύο αυτών ανθρώπων: 
      --«Απέθανε δε πτωχός και εφέρθη υπό των Αγγέλων, εις τον κόλπον του Αβραάμ». 
     Ο Αβραάμ είναι ο πατέρας της πίστεως στο Θεό και στην αγκαλιά του δεν μπορεί παρά να πάνε όλοι εκείνοι που έχουν την ίδια πίστη μ' αυτόν για το Θεό. «Κόλπος του Αβράαμ» είναι ένα από τα ονόματα του παραδείσου. Είναι ο προσωρινός τόπος, όπου ευρίσκονται οι ψυχές των δικαίων και περιμένουν να ηχήσει η «εσχάτη σάλπιγγα» (Α' Κορινθίους ΙΕ/15: 52), όπου οι νεκροί θ' αναστηθούν. 
     Είναι φανερό ότι όταν ακόμα ζούσε ο Λάζαρος είχε πιστέψει στον αληθινό Θεό και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όταν πέθανε η ψυχή του να παραληφθεί από τους αγγέλους και να οδηγηθεί στους "κόλπους του Αβραάμ". Εδώ φαίνεται καθαρά η αξία του θανάτου του πιστού ανθρώπου. Ο ψαλμωδός μας αναφέρει: "Πολύτιμος ενώπιον του Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού" (Ψαλμός ΡΙΣ/116: 15). Ο πιστός άνθρωπος αμέσως μετά το θάνατό του μεταφέρεται στην παρουσία του Θεού. 
    Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν ήταν η φτώχεια που έστειλε τούτον τον άνθρωπο στον Παράδεισο, αλλά η  πίστη του στο Θεό. Στον βιβλίο "Α' Σαμουήλ" (ΙΣ/16: 7) αναφέρεται: "... διότι ο άνθρωπος βλέπει το φαινόμενον, ο δε Κύριος βλέπει την καρδίαν". Αυτή η πίστη του εκδηλώθηκε μέσα από την υπομονή την οποία επέδειξε στη ζωή του, περιμένοντας την ώρα του Κυρίου. Ο συγγραφέας της επιστολής "προς Εβραίους" (Ι/10: 36) αναφέρει: "έχετε χρείαν υπομονής, διά να κάμητε το θέλημα του Θεού και να λάβητε την επαγγελίαν" και ο Ευαγγελιστής "Λουκάς" (κεφ. ΚΑ/21, εδ. 19) συμπληρώνει: "διά της υπομονής σας αποκτήσατε τας ψυχάς σας".
      --«Απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη». 
   Στη ζωή του τούτος ο άνθρωπος αδιαφόρησε για τα αιώνια, ζώντας εφησυχασμένος ότι είναι απόγονος του Αβραάμ (Λουκάς ΙΗ/18: 33), ακολουθώντας πιστά τη νοοτροπία: "όπως τα βρήκαμε, έτσι θα τ' αφήσουμε...". Πολυάσχολος, με πλούτη πολλά, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του, βάδιζε ολοταχώς προς την αιώνια κόλαση, χωρίς να το έχει αντιληφθεί. Αλήθεια τι τραγωδία! Πόσοι άνθρωποι γύρω μας βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση! 
   Ο πλούσιος, έχοντας σαν πίστη του εκείνο που οι σοφιστές στην Αρχαία Αθήνα διακήρυτταν: «φάωμεν, πίωμεν αύριο γαρ αποθνήσκωμεν», απέθανε και ετάφη και από εκεί η ψυχή του μεταφέρθηκε στον Άδη, όπου και βασανιζόταν. Ο Άδης είναι ο προσωρινός τόπος, όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αδίκων και εκεί περιμένουν την ανάσταση της κρίσης για να σταθούν και να λογοδοτήσουν ενώπιον του αδέκαστου Κριτή. «Και είδον τους νεκρούς, μικρούς και μεγάλους, ισταμένους ενώπιον του Θεού, και τα βιβλία ηνοίχθησαν και βιβλίον άλλο ηνοίχθη, το οποίον είναι της ζωής και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών Και έδωκεν η θάλασσα τους εν αυτή νεκρούς, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους εν αυτοίς νεκρούς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών» (Αποκάλυψη Κ/20: 12). Είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε πια είναι τα "έργα" στα οποία αναφέρεται ο λόγος του Θεού. Κάποτε οι μαθητές ρώτησαν τον Κύριο: "Τι να κάμωμεν, διά να εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;". Η απάντηση του Κυρίου ήταν: "Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε προς αυτούς· Τούτο είναι το έργον του Θεού, να πιστεύσητε εις τούτον, τον οποίον εκείνος απέστειλε" (Ιωάννης Σ/6: 28,29). Η κρίση για την οποία γίνεται λόγος αφορά όλους τους άπιστους όλων των εποχών, που πέθαναν, χωρίς Χριστό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα αιώνια πράγματα. 
     Στον Άδη λοιπόν όπου βρισκόταν ο πλούσιος σήκωσε τα μάτια του - άλλη μια απόδειξη ότι ο Άδης είναι κάτω - και είδε από μακριά τον Αβραάμ και το Λάζαρο να βρίσκεται στην αγκαλιά του. Πώς άλλαξαν τα πράγματα! Κάποτε ο Λάζαρος ύψωνε τα μάτια του, για να δει τον πλούσιο, τώρα γίνεται το αντίθετο. Ο Κύριος μας έχει προειδοποιήσει: «Πολλοί όμως πρώτοι θέλουσιν είσθαι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι» (Μάρκος Ι/10: 31). 

     Ακολουθεί μία ενδιαφέρουσα συνομιλία μεταξύ του πλούσιου και του Αβραάμ: 
    ΠΛΟΥΣΙΟΣ: Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φλόγα. Αποκαλεί τον Αβραάμ «Πατέρα». Το ίδιο ακριβώς έκαναν και οι Φαρισαίοι. «Απεκρίθησαν και είπον προς αυτόν. Ο πατήρ ημών είναι ο Αβραάμ. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς. Εάν ήσθε τέκνα του Αβραάμ, τα έργα του Αβραάμ ηθέλετε κάμνει» (Ιωάννης Η/8: 39) και συνεχίζει ο Κύριος στο εδ. ΜΘ/49 «σεις είσθε εκ πατρός του διαβόλου και τας επιθυμίας του πατρός σας θέλετε να πράττετε». Ενώ το υλικό του σώμα βρισκόταν μέσα στον τάφο  η ψυχή του ευρισκόταν σε μία δυσχερή, τραγική κατάσταση καθώς "βασανιζόταν μέσα στη φλόγα". 
    ΑΒΡΑΑΜ : "Παιδί μου, θυμήσου ότι συ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος τα κακά. Τώρα όμως αυτός εδώ παρηγορείται και συ υποφέρεις. Και εκτός απ' όλα αυτά υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα, ώστε να μην μπορούν να περάσουν από εδώ προς εσάς, ούτε από σας προς εμάς". 
   Του μιλάει με πολλή τρυφερότητα (παιδί μου) και του υπενθυμίζει τη Θεία Δικαιοσύνη. Τον προσκαλεί να θυμηθεί τα γεγονότα της επίγειας ζωής του. Φαίνεται ότι η μνήμη όχι μόνον δεν έχει εγκαταλείψει τις ψυχές, αλλά μάλλον λειτουργεί ταχύτερα και ακριβέστερα τώρα. Εκτός από όλα αυτά του λέει ο Αβραάμ: «ανάμεσα σε σας και σε μας υπάρχει ένα μεγάλο και αγεφύρωτο χάσμα, ώστε να μην μπορεί κανένας να το περάσει». Ούτε εμείς μπορούμε να έρθουμε εκεί που είστε σεις, αλλά ούτε και σεις μπορείτε να έρθετε εδώ που είμαστε εμείς. Καμία επικοινωνία δε θα μπορούν να έχουν εκείνοι που θα καταδικαστούν από τον Θεό με τους ευλογημένους Του που θα απολαμβάνουν αιώνια τον Παράδεισο κοντά Του. Ανάμεσα στην κόλαση και στον Παράδεισο «χάσμα μέγα εστήρικται», αναφέρει το αρχαίο κείμενο. 
      Είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι ο πλούσιος δε βρέθηκε στην κόλαση, επειδή ήταν πλούσιος, ούτε επειδή απόλαυσε την ευτυχία στη ζωή του. Βρέθηκε στην κόλαση, στον "τόπο των βασάνων", επειδή το μόνο που τον ενδιέφερε στη ζωή του ήταν να περνάει καλά, να τρώει, να πίνει, να ντύνεται, χωρίς  κανένα ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό του και βεβαίως κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τον Θεό και για την αιωνιότητα. Εκείνο που τον καταδίκασε ήταν ότι είχε την ελπίδα του στα χρήματα, ενώ η καρδιά του δε λογάριαζε τον Θεό. Καθόλου χρόνο στη ζωή του δε διέθεσε, για να σκεφτεί τον Θεό, για να ερευνήσει και να μάθει, τι ζητάει ο Θεός από το δημιούργημά Του τον άνθρωπο. Αγνόησε την προτροπή του προφήτη "Αμώς" (Δ/4: 12) "ετοιμάσθητι να απαντήσης τον Θεόν σου". Ο υλισμός είναι σαν ένα ισχυρό ναρκωτικό που αφαιρεί από τον άνθρωπο κάθε ενδιαφέρον για τους γύρω του και τον καθιστά αδιάφορο για την πέραν του τάφου ζωή. Πιστεύει ότι όλα αρχίζουν εδώ και όλα τελειώνουν εδώ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συμπεριφέρονταν και οι κάτοικοι των Σοδόμων: "υπερηφάνεια, πλησμονή άρτου και αφθονία τρυφηλότητας, αυτής και των θυγατέρων αυτής τον πτωχόν δε και τον ενδεή δεν εβοήθει" (Ιεζεκιήλ ΙΣ/16: 49). 
       Τούτοι οι άνθρωποι εξαιτίας της απιστίας τους και της αμετανοησίας τους υπήρξαν στη ζωή τους σκληρόκαρδοι, άσπλαχνοι, διώκτες, πονηροί, κακοί, μοχθηροί, άδικοι, εγκληματίες, παραβάτες του νόμου του Θεού. Ενώ ο Θεός ήταν έτοιμος να τους συγχωρήσει, αν μετανοούσαν και εκζητούσαν το Έλεός Του, όπως ακριβώς έκανε και με τους κατοίκους της Νινευή, πρωτεύουσα της Ασσυρίας, όταν μετανόησαν (Ιωνάς Γ/3: 10), αυτοί δε μετανόησαν, δε ζήτησαν το Έλεος και τη Χάρη του Θεού μέσα στη ζωή τους. Τι δυστυχία, τι φρίκη! «εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων, όταν ίδητε τον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία του Θεού, εαυτούς δε εκβαλλομένους έξω» (Λουκάς ΙΓ/13: 28).
      Στην   κόλαση   μακριά   από  τον  Θεό,  χωρίς  καμία επικοινωνία μαζί  Του, θα  βρεθούν  όλοι όσοι απέρριψαν ή αδιαφόρησαν στη ζωή τους, για τον Ιησού Χριστό. Ο ίδιος ο Κύριος διακήρυξε: «Και αύτη είναι η κρίσις, ότι το φως ήλθεν εις τον κόσμον, και οι άνθρωποι ηγάπησαν το σκότος μάλλον παρά το φώς διότι ήσαν πονηρά τα έργα αυτών» (Ιωάννη Γ/3: 19).
       Είναι πραγματικά ασύλληπτο! Για να πάρει μια ιδέα ο άνθρωπος, δε χρειάζεται παρά να βρεθεί για λίγο με ανθρώπους άδικους, κακούς, μοχθηρούς, που εχθρεύονται τον Ιησού Χριστό και τη διδασκαλία Του και θα δει πόσο άσχημα και στενάχωρα θα αισθανθεί. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «μέγα χάσμα» αρχίζει από τούτη τη ζωή και επεκτείνεται στην αιωνιότητα και η μόνη διαφορά που υπάρχει είναι ότι όσο ο άνθρωπος βρίσκεται στη ζωή, μπορεί, αν το θελήσει, να μετανοήσει για την αμαρτωλή ζωή του και ν' αλλάξει  πορεία. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο Υιός του ανθρώπου δηλ. ο Ιησούς Χριστός έχει εξουσία "επί της γης" να συγχωρεί αμαρτίες (Ματθαίος Θ/9: 6 -- Μάρκος Β/2: 10 -- Λουκάς Ε/5: 24), μετά το θάνατο δεν υπάρχει δυνατότητα συγχώρησης. Ο συγγραφέας της επιστολής "προς Εβραίους" (Θ/9: 27) αναφέρει: "είναι αποφασισμένον εις τους ανθρώπους άπαξ να αποθάνωσι, μετά δε τούτο είναι κρίσις". Τον θάνατο ακολουθεί η κρίση του Θεού. 
      ΠΛΟΥΣΙΟΣ : Αφού δε γίνεται αλλιώς, τότε στείλε τον  Λάζαρο στο  σπίτι του Πατέρα μου, διότι  έχω πέντε  αδελφούς,  να  μαρτυρήσει  σ’ αυτούς,  ώστε να μην έρθουν στον τόπο αυτό των  βασάνων.  Εδώ  φαίνεται  καθαρά  ότι  η ψυχή  παρά το χωρισμό της από το σώμα διατηρεί τη συνείδησή της.  Ο πλούσιος ενδιαφερόταν  για τους  αδελφούς  του που ακόμα ζούσαν και παρακαλούσε τον  Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο, για να τους κηρύξει μετάνοια. Ο άνθρωπος αυτός, ενώ είχε πεθάνει, είχε απόλυτη συνείδηση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βρισκόταν και ακόμα θυμόταν πολύ καλά την προηγούμενη ζωή του πάνω στη γη. Θυμόταν τον Λάζαρο καθώς και τα πέντε αδέλφια του, που είχε αφήσει πίσω. 
      ΑΒΡΑΑΜ : "Έχουν τον Μωυσή και τους Προφήτες, ας τους ακούσουν". Ο Μωυσής και οι Προφήτες που είχε στείλει ο Θεός, μιλούσαν για τον επερχόμενο Σωτήρα τον Ιησού Χριστό, που είχε υποσχεθεί ο Θεός ότι θα στείλει για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο Θεός είχε πει στον Μωυσή: "Προφήτην ανάμεσα από τους αδελφούς τους θα σηκώσω σ' αυτούς, όπως εσένα, και θα βάλω τα λόγια μου στο στόμα του και θα τους μιλήσει όλα όσα εγώ τον προστάζω. Και ο άνθρωπος, που δεν θα υπακούσει στα λόγια μου, που αυτός θα μιλήσει εξ ονόματός μου, εγώ θα το εκζητήσω απ' αυτόν" (Δευτερονόμιο ΙΗ/18: 18). 
      ΠΛΟΥΣΙΟΣ: Στην απάντηση του Αβραάμ ότι έχουν το Μωυσή και τους προφήτες, ο πλούσιος απάντησε: «Ουχί πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθεί προς αυτούς, μετανοήσουσιν». Παρατηρήστε πως παραμένει αδιόρθωτος τούτος ο άνθρωπος και με το αίτημά του δηλώνει ότι δε θεωρεί το Θεό αρκούντως φιλάνθρωπο, ούτε σοφό, ώστε να επιλέξει τα κατάλληλα μέσα σωτηρίας του ανθρώπου. Παράλληλα όμως η αίτησή του αυτή εμπεριέχει και το στοιχείο της προσωπικής δικαιολογίας, ότι δήθεν τα μέσα της διδασκαλίας και νουθεσίας που είχε δεν ήταν αρκετά. Πίσω από την κολακευτική προσφώνηση «Πάτερ Αβραάμ», κρύβεται η άρνηση, η αντίρρηση, και η ένσταση στο Θείο θέλημα. 
    ΑΒΡΑΑΜ :  Ο Αβραάμ είναι κατηγορηματικός: «αν δεν ακούσουν τον Μωυσή και τους Προφήτες, ούτε κι αν κάποιος αναστηθεί εκ νεκρών θα πιστέψουν». Και αυτό το λέγει προφητικά διότι, όταν ανέστησε ο Χριστός, λίγο προ του πάθους Του το φίλο του Λάζαρο, όχι μόνο δεν πίστεψαν οι Φαρισαίοι, αλλά αντίθετα ζητούσαν να σκοτώσουν και το Χριστό και το Λάζαρο. «Συνεβουλεύθησαν δε οι αρχιερείς, δια να θανατώσωσι και τον Λάζαρο» (Ιωάννης ΙΒ/12: 9-11). 

      Τι  συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε μέσα από αυτό τον τραγικό διάλογο: 

     1/ Μετά το θάνατο του ανθρώπου η ψυχή δε χάνεται, δεν εκμηδενίζεται, δεν κοιμάται, αλλά συνεχίζει να υπάρχει και να βρίσκεται σε ενσυνείδητη κατάσταση. Στην κατάσταση αυτή μπορεί ν' αναγνωρίζει πρόσωπα, να θυμάται, να σκέπτεται, να μιλάει και να συναισθάνεται αν βρίσκεται "εν βασάνοις" ή σε "μακαριότητα". "βλέπει τον Αβραάμ από μακρόθεν και τον Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού".  Ο πλούσιος βλέπει τον Αβραάμ και τον Λάζαρο και τους αναγνωρίζει και νιώθει, μετά το θάνατό του, να βασανίζεται εκεί που βρίσκεται. Αυτό είναι αδύνατον να συμβεί από μία ψυχή που δεν έχει συνείδηση. 
      Στο βιβλίο του "Εκκλησιαστή" (κεφ. Θ/9, εδ. 5-6) αναφέρεται: "οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν ουδέ έχουσι πλέον απόλαυσιν επειδή το μνημόσυνον αυτών ελησμονήθη. Έτι και η αγάπη αυτών και το μίσος αυτών και ο φθόνος αυτών ήδη εχάθη και δεν θέλουσιν έχει πλέον εις τον αιώνα μερίδα εις πάντα όσα γίνονται υπό τον ήλιον". Τα εδάφια αυτά έχουν παρεξηγηθεί από κάποιους ερμηνευτές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι μετά το θάνατο η ψυχή του νεκρού ανθρώπου βρίσκεται σε "ασυνείδητη" κατάσταση. Ο λόγος του Θεού πουθενά δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Αναφέρει απλά ότι δε γνωρίζουν οι ψυχές αυτά που συμβαίνουν "υπό τον ήλιον". Καθώς βρίσκονται σε μία άλλη διάσταση, δε γνωρίζουν τι συμβαίνει κάτω από τον ήλιο, δηλαδή δε μας βλέπουν και δε γνωρίζουν αυτά που συμβαίνουν στη  ζωή μας και στη ζωή των συνανθρώπων μας.  
     Ο Ιησούς είπε στον μετανοημένο ληστή: "Αληθώς σοι λέγω, σήμερον θέλεις είσθαι μετ' εμού εν τω παραδείσω" (Λουκάς ΚΓ/23: 43). Δεν του είπε ότι θα φερθεί σε μια ασυνείδητη κατάσταση μέχρι την ανάστασή του. Αντίθετα με όλα αυτά ο Κύριος κατά τη διακονία του εδώ στη γη μίλησε για την "αιώνια ζωή". Αναφέρθηκε πολλές φορές στην ελπίδα του ουρανού και επεσήμανε τον κίνδυνο του Άδη. Πολλές φορές μίλησε για τη δύσκολη κατάσταση που περιμένει  όσους επέλεξαν σ' αυτήν τη ζωή να ζήσουν μακριά Του, καθώς και για την μακαριότητα που θ' απολαύσουν οι λυτρωμένοι Του κοντά Του (Ματθαίος Ε/5: 12, ΚΑ/21, ΚΘ/29, Μάρκος Θ/9: 43-48, Λουκάς ΙΒ/12: 4-5, ΙΣ/16: 22-28, Ιωάννης Γ/3: 15-16).
     Ο Χριστός ήλεγξε τους Σαδδουκαίους, που ήταν οι μόνοι που δεν πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και στην Ανάσταση. «Γιατί, οι μεν Σαδδουκαίοι υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει ανάσταση κι ούτε άγγελος ούτε πνεύμα, ενώ οι Φαρισαίοι παραδέχονται και τα δυο» (Πράξεις ΚΓ/23: 8). Μάλιστα τους έλεγξε λέγοντάς τους: «Όσο για την ανάσταση των νεκρών, δε διαβάσατε αυτό που σας αποκαλύφθηκε από το Θεό, όταν λέει: Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών» (Ματθαίος ΚΒ/22 31,32). Με άλλα λόγια τους απεδείκνυε ο Κύριος ότι ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ δεν είχαν απολεσθεί, διότι τότε θα συστηνόταν ο Θεός επικαλούμενος νεκρούς. Αντίθετα με όλα αυτά οι πατριάρχες ήταν ζωντανοί. Ζωντανός επίσης ήταν ο Μωυσής, έστω και αν είχε σωματικά πεθάνει, όταν φάνηκε μαζί με τον προφήτη Ηλία στο όρος Θαβώρ κατά τη "μεταμόρφωση του Σωτήρος" και συνομιλούσαν. Ήταν λοιπόν ορθή η αντίληψη των Εβραίων περί αθάνατης ψυχής και βεβαίως την ίδια αντίληψη και διδασκαλία κήρυττε και ο Χριστός, αλλά και αργότερα οι μαθητές Του. 
    2/ Τον άνθρωπο του Θεού, όταν πεθάνει, έρχονται άγγελοι, για να τον παραλάβουν και να τον οδηγήσουν στη δόξα. Διαβάσαμε ότι η ψυχή του φτωχού οδηγήθηκε στην άλλη ζωή με τιμητική συνοδεία αγγέλων. Για  αυτούς ακριβώς η Γραφή λέγει: «είναι όλοι λειτουργικά πνεύματα, που αποστέλλονται προς υπηρεσία, για εκείνους που πρόκειται να κληρονομήσουν σωτηρία» (Εβραίους Α/1: 14). Διακονούν λοιπόν τις ψυχές των δικαίων ακόμα και όταν αυτές αποχωρίζονται τα σώματα τους και τις μεταφέρουν  σε τόπο ουράνιας μακαριότητας.  
    3/ Μια άλλη μεγάλη αλήθεια είναι ότι αυτοί που δεν πίστεψαν στον Ιησού Χριστό, το μοναδικό Σωτήρα του κόσμου (Πράξεις Δ/4: 12) και έφυγαν από αυτή τη ζωή, βρίσκονται «εν βασάνοις». Μια τέτοια ζωή είναι ήδη βασανισμένη από τούτη τη ζωή, κλεισμένη στον εαυτόν της χωρίς Θεό, χωρίς Χριστό, χωρίς ελπίδα, γεμάτη Άδη από τώρα. Στη συνέχεια ο πλούσιος, αφού βλέπει ότι δεν μπορεί να μεταβάλλει την κατάστασή του, δείχνει όψιμο ενδιαφέρον για τους αδελφούς του, που βρίσκονται στο πατρικό του σπίτι «εν ζωή». Μ’ αυτά όμως τα λόγια δείχνει ότι κι εκείνοι ήταν ασεβείς και αδιαφορούσαν για το Θεό και  δεν ελάμβαναν σοβαρά υπόψη τους το λόγο Του. Έμεναν ασυγκίνητοι και αδιάφοροι στις προειδοποιήσεις του Μωυσή και των προφητών  και επιδίδονται σε ανάλογα έργα, όπως και ο πλούσιος. 
    4/ Ένα μεγάλο και αδιάβατο χάσμα χωρίζει τον Παράδεισο από τον Άδη. Και εδώ φαίνεται καθαρά μια μεγάλη αλήθεια, την οποία ιδιαίτερα τονίζει ο Λόγος του Θεού, ότι: «εν τω Άδη ουκ έστε μετάνοια». Δεν υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας μετά θάνατο. Μετά το θάνατο κανείς δεν μπορεί να μας συγχωρήσει, εκεί μας περιμένει η κρίση του δίκαιου Θεού. Ο Ιησούς Χριστός έχει εξουσία από το Θεό  να συγχωρεί αμαρτίες  "επί της γης", δηλ. όσο είμαστε σ' αυτή τη ζωή. Στον ουρανό θα υπάρξει η δικαιοσύνη του Θεού.  
     5/ «Εχουσι Μωυσέα και προφήτας……». Ο γραπτός λόγος του Θεού, η Βίβλος είναι πλήρης και μόνον μέσα από την καθημερινή μελέτη του λόγου  θα γνωρίσει ο άνθρωπος το Θεό, την αλήθεια και θα έρθει σε ειλικρινή μετάνοια και αληθινή πίστη. Πόσο σαφής είναι ο Λόγος του Θεού: «ταύτα εγράφησαν δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούν είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντες να έχετε ζωή στο όνομα αυτού» (Ιωάννης Κ/20: 31).
     Εμείς σήμερα έχοντας την Καινή Διαθήκη, έχουμε τον ίδιο τον Υιόν του Θεού. Καθώς «αφού ο Θεός ελάλησε το πάλαι προς τους πατέρες ημών δια των προφητών πολλάκις και πολυτρόπως, εν ταις εσχάταις ταύταις ημέραις ελάλησε προς ημάς δια του Υιού» (Εβραίους Α/1: 1). Εμείς σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Θεός έστειλε το Χριστό Σωτήρα και Λυτρωτή κάθε αμαρτωλού ανθρώπου που θα πιστέψει σ’ Αυτόν, για να απελευθερωθεί από την ενοχή και τη δύναμη της αμαρτίας. «εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί, καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ' αλλήλων, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α΄ Ιωάννου Α/1: 7). Έστειλε το Χριστό, για να πιστέψουμε σ’ Αυτόν και να έχουμε δι’ Αυτού αιώνια ζωή. «τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης Γ/3: 16). 
      Το ουσιαστικό νόημα, η κεντρική ιδέα τούτης της ιστορίας θα λέγαμε ότι είναι πως από τώρα θα πρέπει να πάρουμε μεγάλες και αιώνιες αποφάσεις. Σ΄ αυτήν τη ζωή θα επιλέξουμε πού θα ζήσουμε στην αιωνιότητα. Αν ανταποκριθούμε την πρόσκληση του Θεού για μετάνοια και καινούργια ζωή, θα ζήσουμε στον «κόλπο του Αβραάμ», δηλ. κοντά στον Πατέρα Θεό και δημιουργό μας. Αν απορρίψουμε το προσκλητήριο, θα ζήσουμε «στη χώρα της βασάνου», δηλ. μακριά απ’ Αυτόν, στην κόλαση. Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, Ντοστογιέφσκυ στο κλασικό αριστουργηματικό έργο του «Αδελφοί Καραμαζώφ» αναφέρεται στην κόλαση και λέει πως η κόλαση θα μπορούσε να συνοψιστεί σε δύο λέξεις: «πολύ αργά». Ο Κύριος μας προτρέπει: «προσέχετε λοιπόν πως να περιπατήτε ακριβώς, μη ως άσοφοι, αλλ' ως σοφοί» (Εφεσίους Ε/5: 15). Ας μη φανούμε λοιπόν ως άσοφοι, ας αναλογιστούμε για άλλη μία φορά του λόγια του Κυρίου: «τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, τώρα είναι ημέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορινθίους Σ/6: 2). Μια άλλη στιγμή ίσως είναι πολύ αργά….. ---

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου