Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

βιβλίο "ΓΕΝΕΣΗΣ" κεφ. Γ/3. (Παλαιά Διαθήκη).

       
 βιβλίο  "ΓΕΝΕΣΗΣ",   κεφ.   Γ/3.      (Παλαιά Διαθήκη).

1 Ο δε όφις ήτο το φρονιμώτερον πάντων των ζώων του αγρού, τα οποία έκαμε Κύριος ο Θεός και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου; 
2 Και είπεν η γυνή προς τον όφιν, από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν 
3 από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ' αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, διά να μη αποθάνητε. 
4 Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει 
5 αλλ' εξεύρει ο Θεός, ότι καθ' ην ημέραν φάγητε απ' αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν. 
6 Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ' εαυτής, και αυτός έφαγε. 
7 Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα. 
8 Και ήκουσαν την φωνήν Κυρίου του Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω προς το δειλινόν και εκρύφθησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού, μεταξύ των δένδρων του παραδείσου. 
9 Εκάλεσε δε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ, και είπε προς αυτόν, Που είσαι; 
10 Ο δε είπε, Την φωνήν σου ήκουσα εν τω παραδείσω, και εφοβήθην, διότι είμαι γυμνός και εκρύφθην. 
11 Και είπε προς αυτόν ο Θεός, Τις εφανέρωσεν εις σε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε να μη φάγης; 
12 Και είπεν ο Αδάμ, Η γυνή την οποίαν έδωκας να ήναι μετ' εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και έφαγον. 
13 Και είπε Κύριος ο Θεός προς την γυναίκα, Τι είναι τούτο το οποίον έκαμες; Και η γυνή είπεν, Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον. 
14 Και είπε Κύριος ο Θεός προς τον όφιν, Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να ήσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού επί της κοιλίας σου θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου 
15 και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού. 
16 Προς δε την γυναίκα είπε, Θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου με λύπας θέλεις γεννά τέκνα και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει. 
17 Προς δε τον Αδάμ είπεν, Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε λέγων, Μη φάγης απ' αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου
18 και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σέ και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού 
19 εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει. 
20 Και εκάλεσεν ο Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού, Εύαν διότι αυτή ήτο μήτηρ πάντων των ζώντων. 
21 Και έκαμε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ και εις την γυναίκα αυτού χιτώνας δερματίνους, και ενέδυσεν αυτούς. 
22 Και είπε Κύριος ο Θεός, Ιδού, έγεινεν ο Αδάμ ως εις εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως 
23 Όθεν Κύριος ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ, διά να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη. 
24 Και εξεδίωξε τον Αδάμ και κατά ανατολάς του παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα Χερουβείμ, και την ρομφαίαν την φλογίνην, την περιστρεφομένην, διά να φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής.

           ΣΧΟΛΙΑ : 
     Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και τον έβαλε για να ζήσει μέσα στον Παράδεισο, που ονομάζεται και κήπος της Εδέμ. Η περιοχή της Εδέμ ήταν στην περιοχή της σημερινής Βασόρα πλησίον της αρχαίας Ούρ των χαλδαίων. Στενή και συνεχής ήταν η επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. Ο Θεός κατέβαινε τα όμορφα εκείνα δειλινά και συνομιλούσε με τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος ζούσε μέσα στη χαρά, μέσα στην ευτυχία, την απόλυτη ευδαιμονία. Ο Θεός τους είχε προειδοποιήσει τον άνθρωπο ότι μέσα στον παράδεισο ήταν ελεύθερος να επιλέξει ό,τι θέλει εκτός από ένα πράγμα, δεν έπρεπε να φάει από το «ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού», γιατί αν έτρωγε απ’ αυτό εξάπαντος θα πέθαινε. (Γένεσις Β/2: 16-17). Με τον τρόπο αυτό ο Θεός δεν ήθελε να στερήσει τον άνθρωπο από κάτι, αλλά ήθελε να τον μάθει την υπακοή και την απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν.
        Όσο οι πρωτόπλαστοι υπάκουαν και δεν έκαναν εκείνο που ο Θεός τους είχε απαγορεύσει, ο Θεός ήταν Κύριος μέσα στη ζωή τους. Όταν όμως παραβήκαν τις εντολές του Θεού, ξέφυγαν από το Θεό και ανακήρυξαν κύριους τους ευατούς τους. Αυτή ακριβώς είναι και η ουσία της ανθρώπινης παρακοής. Ο άνθρωπος δε θέλησε να ζήσει διά της υπακοής στο Θεό. Το σχέδιο του Θεού, που είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο «κατ’ εικόναν Θεού», ήταν μέσα από την υπακοή να τον κάνει και «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού. Όμως ο άνθρωπος, παρασυρμένος από τον αιώνιο εχθρό της ψυχής, θέλησε να σταθεί απέναντι στο Θεό, να παρακούσει τις εντολές Του και να στηριχτεί στον εαυτόν του και στις δικές του δυνάμεις.
        Εκεί μέσα στον κήπο της Εδέμ τους επισκέφτηκε ο διάβολος με τη μορφή του φιδιού. Ο Λόγος του Θεού μας πληροφορεί: «ο δε όφις ήτο το φρονιμώτερον πάντων των ζώων του αγρού, τα οποία έκαμε Κύριος ο Θεός» (Γένεσις Γ/3: 1). Συνήθως ο διάβολος για να μας πειράξει και να μας κάνει να αμαρτήσουμε, να παραβούμε το θέλημα του Θεού στη ζωή μας, δεν παρουσιάζεται «ως λέων ωρυόμενος που περιέρχεται ζητών τίνα να καταπίη» (Α΄ Πέτρου Ε/5: 8), αλλά εμφανίζεται κυρίως «ως άγγελος φωτός» (Β΄ Κορινθίους ΙΑ/11: 14), για να ξεγελάσει τον άνθρωπο. Ο Λόγος του Θεού μας πληροφορεί ότι ο διάβολος είναι ο πατέρας τους ψεύδους (Ιωάννης Η/8: 44). «Δε θα πεθάνετε» τους είπε ο εχθρός, αλλά θα ανοιχθούν τα μάτια σας και θα γίνετε όπως ο Θεός. Όταν έφαγαν, ανοίχτηκαν τα μάτια τους και κατάλαβαν ότι ήταν γυμνοί. 
       Ο θάνατος δεν ήταν μέσα στα σχέδια του Θεού για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είχε δημιουργηθεί από το Θεό για να ζει αιωνίως. Γι’ αυτό άλλωστε ο άνθρωπος δε θέλει ποτέ να πεθάνει, γι’ αυτό ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να συμβιβαστεί με το θάνατο. Είναι φτιαγμένος από το Θεό ο άνθρωπος για να ζει. Η ζωή αυτή ήταν εξασφαλισμένη στον άνθρωπο υπό έναν όρο, η ζωή του ανθρώπου θα ήταν ταυτισμένη με το θέλημα του Θεού. 
       Όμως ο άνθρωπος αγνοώντας το θέλημα του Θεού είδε το ξύλο και αντί να προστρέξει την αμαρτία, παρατήρησε ότι ήταν «καλόν εις βρώσιν» και ήταν «αρεστον εις τους οφθαλμούς» «επιθυμητόν … ως δίδον γνώσιν» και έτσι έφαγε η γυνή και στη συνέχεια έφαγε και ο άνδρας. Η παρακοή του θελήματος του Θεού είχε συντελεστεί πλέον. Η αμαρτία από έναν άνθρωπο μπήκε σε όλο το ανθρώπινο γένος και δια της αμαρτίας ο θάνατος. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους», (κεφ. Ε/5, εδ. 12), αναφέρει: «Διά τούτο καθώς δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον». 
       Πολλοί κατά καιρούς διερωτήθηκαν: Γιατί ο Θεός έκανε τον άνθρωπο ικανό για να αμαρτήσει; Αλήθεια πώς αλλιώς θα μπορούσε να φτιάξει ο Θεός τον άνθρωπο, αφού ούτε ζώο ήθελε να τον κάνει, ούτε μηχανή. Του έδωσε την ελευθερία που είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Ελευθερία στη σκέψη, στην εκλογή, στη συνείδηση. Είναι το μοναδικό προνόμιο που χάρισε ο Θεός, έστω κι αν αυτή την ελευθερία επρόκειτο ο άνθρωπος να τη χρησιμοποιήσει, για να απορρίψει το δημιουργό του. Επειδή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξει στη ζωή, γι’ αυτό μια μέρα θα δώσει λόγο για το πώς χρησιμοποίησε την ελευθερία του και τις επιλογές έκανε. Το ζώο δε θα δώσει λόγο, γιατί δεν είναι ελεύθερο. 
      Ο άνθρωπος, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, απέτυχε να σταθεί μέσα στο θέλημα του Θεού. Από τότε μέχρι σήμερα ο άνθρωπος ψάχνει να βρει το χαμένο παράδεισο έξω από τον Παράδεισο. Ο άνθρωπος εξαιτίας της αμαρτίας αποκόπηκε από το Θεό που είναι η πηγή της ζωής. Άρα αμαρτία είναι χωρισμός από τη ζωή, όμως χωρισμός από τη ζωή. Χωρισμός από τη ζωή σημαίνει θάνατος, πνευματικός και στη συνέχεια σωματικός. Ο Απ. Παύλος απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Ρώμης τους επισημαίνει: «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος, το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμαίους Σ/6: 23). 
      Από την πρώτη στιγμή της αμαρτίας του ανθρώπου και της απομάκρυνσής του από το Θεό, ο Θεός από αγάπη για το δημιούργημά του, τον άνθρωπο, δεν τον άφησε, δεν τον εγκατέλειψε, αλλά έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγάλο, μακρόχρονο έργο απολύτρωσης από την αμαρτία και για το σκοπό αυτό άνοιξε τον ουρανό και έδωσε ένα Σωτήρα τον οποίο ο Θεός έστειλε από τον ουρανό. Δια της υποταγής στο σωτήρα Αυτόν ο άνθρωπος μπορεί και πάλι να κερδίσει το χαμένο έδαφος και να αποκτήσει αιώνια ζωή. 
      Αμέσως μετά την πτώση του ανθρώπου έχουμε την πρώτη προφητεία του Θεού προς τον άνθρωπο για το "σπέρμα της γυναικός". Αυτή είναι η μεγάλη υπόσχεση, η πρώτη διαβεβαίωση του Θεού για τον ερχομό ενός σωτήρα που θα λύτρωνε τον άνθρωπο από την αμαρτία και θα τον επανέφερε πάλι στο σημείο εκείνο από το οποίο ξεκίνησε ο άνθρωπος, χαρίζοντάς του αιώνια ζωή.
  «Και έχθραν θέλω στήσει ανάμεσον σου και της γυναικός και ανάμεσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής. Αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού». (Γένεση Γ/3: 15). 
     Εδώ αναφέρεται ολόκληρο το σχέδιο του Θεού για τη λύτρωση του αμαρτωλού ανθρώπου. Για πρώτη φορά ο Θεός αναφέρεται στον Υιόν του τον Ιησού Χριστό και στο Έργο το οποίο θα ερχόταν στη γη για να εκτελέσει. Το κέντημα στην πτέρνα εκ μέρους του φιδιού, που δεν είναι άλλος από τον αιώνιο εχθρό της ψυχής τον διάβολο, η ένδοξη νίκη του Μεσσία Χριστού επί του φιδιού του οποίου θα συντρίψει την κεφαλή. 
      Γιατί έπρεπε να έρθει ο Μεσσίας; Γιατί έπρεπε να υπάρξει λύτρωση του αμαρτωλού ανθρώπου; Για να γίνει λύτρωση, έπρεπε να γίνει εξιλέωση για την αμαρτία.. Για να είναι δίκαιη η εξιλέωση, θα πρέπει να ήταν ανάλογη με την ενοχή του ανθρώπου. Για να είναι ανάλογη με την ενοχή, θα πρέπει η εξιλέωση αυτή να περνά υποχρεωτικά μέσα από το θάνατο, διότι «χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις» (προς Εβραίους Θ/9: 22). Μόνον έτσι θα μπορούσε να αποκατασταθεί και πάλι η αληθινή ζωή, την οποία ο άνθρωπος είχε στερηθεί εξ’ αιτίας της παρακοής του στο θέλημα του Θεού. Μόνο δια του θανάτου είναι δυνατόν να θανατωθεί ο θάνατος (Ιωάννης Γ/3: 14). 
      Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός, γι’ αυτό πέθανε πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. «και καθώς ο Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτω πρέπει να υψωθεί ο υιός του ανθρώπου, δια να μην απολεσθεί πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχει αιώνιον ζωήν» (Ιωάννης Γ/3: 14). 
       Αυτό έκανε ο Χριστός. Ενσαρκώθηκε, έγινε «όμοιος με ημάς, παρ’ εκτός αμαρτίας» για να καταργήσει δια του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι το διάβολον (Εβραίους Β/2: 14). Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο σταυρό είχε ως αποτέλεσμα τη συμφιλίωση του Θεού με τον αποστάτη άνθρωπο. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Εφεσίους», κεφ. Β, εδ. 16, αναφέρει: «να συμφιλιώσει και τους δύο σε ένα σώμα προς τον Θεό διαμέσου τού σταυρού, αφού θανάτωσε διαμέσου αυτού την έχθρα». Και στην επιστολή «Β΄προς Κορινθίους», (κεφ. Θ/9, εδ. 9), αναφέρει: «διότι εξεύρετε την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι πλούσιος ων επτώχευσε διά σας, διά να πλουτήσητε σεις με την πτωχείαν εκείνου». Και στην επιστολή «προς Γαλάτας», (κεφ. Δ/4, εδ. 4,5) «ότε όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και υπετάγη εις τον νόμον, διά να εξαγοράση τους υπό νόμον, διά να λάβωμεν την υιοθεσίαν». 
       Μίκρυνε ο θεός και έγινε όμοιος με τον άνθρωπο, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να τον σώσει. Μετά την παρακοή τους ο Θεός έβγαλε τους πρωτοπλάστους μέσα από τον Παράδεισο. Αυτό έγινε για να μη φάει ο άνθρωπος μετά την αμαρτία του από το ξύλο της ζωής και ζήσει αιώνια στην κατάσταση της αμαρτίας στην οποία βρέθηκε. Έξω από την Εδέμ ο άνθρωπος θα πέθαινε σωματικά, αλλά θα  σωζόταν από τον αιώνιο θάνατο. 
      Σχετικά με τον ερχομό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού σε τούτο το σκληρό και αφιλόξενο κόσμο μας ο Απόστολος Παύλος μας πληροφορεί: «όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, απέστειλε ο Θεός το Γιο Του, που ήρθε μέσω γυναίκας και υποτάχθηκε στο νόμο» (Γαλάτας Δ/4: 4). Μπορεί για τον κόσμο τα Χριστούγεννα να είναι μια μεγάλη γιορτή, όμως για τον πιστό, για τον «αληθινό προσκυνητή» (Ιωάννης Δ/4: 23), θα πρέπει να είναι μια ημέρα ιδιαίτερα πνευματική, μια ημέρα λατρείας, ευχαριστίας και δοξολογίας για την πλούσια χάρη του Θεού και τη σωτηρία Του δια Ιησού Χριστού. Χωρίς αυτή την πνευματική λατρεία τα Χριστούγεννα γίνονται τύπος χωρίς καμία ουσία. Γι’ αυτό ας προετοιμάσουμε τις καρδιές μας για τη μεγάλη γιορτή, την οποία καλούμεθα να γιορτάσουμε πνευματικά με το πνεύμα μας και με την αλήθεια της καρδιάς μας, ευχαριστώντας, το Θεό για την «ανεκδιήγητη προσφορά του» (Β΄ Κορινθίους Θ/9: 15). 
        Να θυμόμαστε πάντοτε ότι για τους πιστούς ανθρώπους τα Χριστούγεννα δεν είναι γιορτή, είναι η λατρεία της γέννησης του Σωτήρα. Χριστούγεννα σημαίνει: «Ας υπάγωμεν (πνευματικά) έως Βηθλεέμ και ας ίδωμεν το πράγμα τούτο το γεγονός, το οποίον ο Κύριος εφανέρωσεν εις ημάς». (Λουκάς Β/2: 15). Εκεί θα συναντήσουμε τον Κύριο. Θα συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες μας (Α΄ Ιωάννου Α/1: 7), θα πάρει τις θλίψεις μας, τους φόβους μας και θα μας χαρίσει αιώνια ζωή (Ιωάννης Γ/3: 15). Αυτή είναι η πραγματική λατρεία των Χριστουγέννων για όσους Τον γνώρισαν. Για τον κόσμο γύρω μας που συνεχίζει να Τον αγνοεί μέσα στην καθημερινή του ζωή τα Χριστούγεννα δεν είναι λατρεία, είναι μια ωραία γιορτή. 
       Είναι στο δικό σου το χέρι να επιλέξεις αν θα τα γιορτάσεις τούτα τα Χριστούγεννα, όπως ο κόσμος γύρω μας, με μουσικές, φαγητά και ανθρώπινα φώτα ή θα τα γιορτάσεις λατρεύοντας και δοξολογώντας το Θεό «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάννης Δ/4: 23), όπως ακριβώς ζητάει ο Κύριος, ψάλλοντας μέσα από την καρδιά σου: «Χριστέ εν Σοι απέκτησα ειρήνην και χαράν και φέρω εις τα στήθη μου καρδίαν καθαράν» και ευχαριστώντας Αυτόν για τη μεγάλη   προσφορά   που είναι ο Υιός του ο Μονογενής, τον οποίον έδωσε ο Θεός από αγάπη, «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον». (Ιωάννης Γ/3: 16). ---

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου