Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ.

 
 Ευαγγέλιο «κατά Ματθαίον», κεφ. Α/1, εδ. 18 – 25

18 Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ήτο. Αφού ηρραβωνίσθη η μήτηρ αυτού Μαρία μετά του Ιωσήφ, πριν συνέλθωσιν, ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου. 
19 Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων να θεατρίση αυτήν, ηθέλησε να απολύση αυτήν κρυφίως. 
20 Ενώ δε αυτός διελογίσθη ταύτα, ιδού, άγγελος Κυρίου εφάνη κατ' όναρ εις αυτόν, λέγων· Ιωσήφ, υιέ του Δαβίδ, μη φοβηθής να παραλάβης Μαριάμ την γυναίκα σου· διότι το εν αυτή γεννηθέν είναι εκ Πνεύματος Αγίου. 
21 Θέλει δε γεννήσει υιόν και θέλεις καλέσει το όνομα αυτού Ιησούν· διότι αυτός θέλει σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών. 
22 Τούτο δε όλον έγεινε διά να πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου διά του προφήτου, λέγοντος· 
23 Ιδού, η παρθένος θέλει συλλάβει και θέλει γεννήσει υιόν, και θέλουσι καλέσει το όνομα αυτού Εμμανουήλ, το οποίον μεθερμηνευόμενον είναι, Μεθ' ημών ο Θεός. 
24 Εξεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου έκαμεν ως προσέταξεν αυτόν ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού, 
25 και δεν εγνώριζεν αυτήν, εωσού εγέννησε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.

 Βιβλίο προφήτη «Μιχαία», κεφ. Ε/5, εδ. 2.
 
«Και συ, Βηθλεέμ, γη Ιούδα, δεν είσαι ουδόλως ελαχίστη μεταξύ των ηγεμόνων του Ιούδα διότι εκ σου θέλει εξέλθει ηγούμενος, όστις θέλει ποιμάνει τον λαόν μου τον Ισραήλ»

       ΣΧΟΛΙΑ: 
      Σε λίγες ημέρες ο λεγόμενος Χριστιανικός κόσμος θα εορτάσει για μία ακόμα φορά τη γέννηση του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Η τραγωδία τούτων των ημερών είναι ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους δε γνωρίζουν τη σημασία αυτής της τόσο σημαντικής γιορτής. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει σχετικά με το γεγονός αυτό: «Ιδού, η παρθένος θέλει συλλάβει και θέλει γεννήσει Υιόν και θέλουσι καλέσει τ’ όνομα αυτού ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, το οποίο μεθερμηνευόμενον είναι, μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθαίος Α/1: 23). Ο άγγελος του Κυρίου φανέρωσε στη Μαρία τον τρόπον με τον οποίον επρόκειτο να συλλάβει τον Ιησού, λέγοντας προς αυτήν: «Πνεύμα Άγιον θέλει επέλθει επι σε, και δύναμις του Υψίστου θέλει σε επισκιάσει δια τούτο και το γεννώμενον εκ σου άγιον θέλει ονομαστεί, Υιός Θεού» (Λουκάς Α/1: 35). Η Μαρία πίστεψε στα λόγια του αγγέλου και είπε: «Ιδού, η δούλη του Κυρίου γένοιτο εις εμέ κατά τον λόγον σου» (Λουκάς Α/1: 38). 
       Όλα όσα αναφέρονται σχετικά με την παρθενική γέννηση του Κυρίου Ιησού είναι ένα «μυστήριο» το οποίο είναι δύσκολο να το συλλάβει το ανθρώπινο πεπερασμένο μυαλό. Για το λόγο αυτό τούτο το γεγονός θα πρέπει να το δεχόμαστε με πίστη και μόνον τότε θα μπορεί ν’ αποκαλυφθεί μέσα μας το μεγαλείο της ενσάρκωσης του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ο Υιός του Θεού, του ζώντος, «ενώ υπήρχε σε μορφή Θεού, δεν νόμισε αρπαγή το να είναι ίσα με τον Θεό αλλά, κένωσε τον εαυτό του, παίρνοντας μορφή δούλου, αφού έγινε όμοιος με τους ανθρώπους» (Φιλιππησίους Β/2: 6,7). Σύμφωνα με τον αιώνιο και αψευδή Λόγο του Θεού η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε διά του Αγίου Πνεύματος μέσω της παρθένου Μαρίας. Ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τον Τιμόθεο: «το μυστήριον της ευσεβείας είναι μέγα ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμοθέου Γ/3: 16). Τούτο το θαυμαστό γεγονός ήταν το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. 
     Εξαιτίας της ανυπακοής των πρωτοπλάστων προς τον Θεό ολόκληρο το ανθρώπινο γένος βυθίστηκε στην αμαρτία. Έκτοτε κάθε παιδί που γεννιέται με το αίμα του Αδάμ γεννιέται με την αμαρτία και ως εκ τούτου είναι κάτω από καταδίκη και έχει ανάγκη από ένα Σωτήρα. Ο Σωτήρας αυτός θα έπρεπε να είναι άνθρωπος χωρίς όμως να είναι μέτοχος της αδαμιαίας πεσμένης και ρέπουσας προς την αμαρτία φύσης του Αδάμ. Ο αιωνίως υπάρχων Υιός και Λόγος του Θεού, γίνεται υιός της παρθένου. Δεν έχει φυσικό πατέρα όπως οι λοιποί θνητοί, αλλά συνελήφθη «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της παρθένου» και ενανθρώπισε «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν», όπως ανήγγειλε ο άγγελος στη Μαρία τη μητέρα Του (Λουκάς Α/1: 35). Ο μαθητής του Κυρίου, «Ιωάννης» (Α/1: 14) το διατυπώνει ως εξής: «ὁ Λόγος έγινε σαρξ και κατῴκησε μεταξύ ημών, και εἴδομεν τὴν δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά τού Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». Ο Υιός ήρθε ανάμεσά μας χωρίς καμία αμαρτία, χωρίς την ανθρώπινη πεσμένη φύση. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όστις αμαρτίαν δεν έκαμεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α’ Πέτρου Α/1: 22). Η αναμάρτητη ζωή Του αποτελούσε πρόκληση για τους ανθρώπους της εποχής Του. Κάποτε ρώτησε τους ομοεθνείς Του: «Τις από σας με ελέγχει περί αμαρτίας;» (Ιωάννης Η/8: 46). Από την αρχή μέχρι το τέλος η Αγία Γραφή κάνει λόγο για το «πολύτιμο αίμα» του Κυρίου Ιησού Χριστού, που αποτελεί το μοναδικό μέσον για τη σωτηρία μας. Στο βιβλίο της «Αποκάλυψης» (κεφ. ΙΒ/12: 10,11) αναφέρεται ότι πιστοί νίκησαν το Σατανά, τον κατήγορό μας, ενώπιον του Θεού «…διά το αίμα του Αρνίου και δια τον λόγον της μαρτυρίας αυτών και δεν ηγάπησαν την ψυχήν αυτών μέχρι θανάτου». 
      Το κίνητρο από την μεριά του Θεού όλων αυτών που συνέβησαν εκείνο το βράδυ στα λιβάδια της Βηθλεέμ, καθώς και εκείνων που θ’ ακολουθούσαν μας το αποκαλύπτει ο αιώνιος Λόγος του Θεού: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης Γ/3: 16). Από αγάπη για τον άνθρωπο ο Θεός έδωσε Σωτήρα. Η σωτήρια χάρη Του άνοιξε τους ουρανούς και έστειλε Λυτρωτή για να μη χαθεί καθένας που θα Τον εμπιστευτεί. Ο πρ. Ησαΐας, 750 χρόνια πριν από τον ερχομό του Χριστού, διά Πνεύματος Αγίου, μας αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά αυτού του Σωτήρα: «Διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς, υιός εδόθη εις ημάς και η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης. Εις την αύξησιν της εξουσίας αυτού και της ειρήνης δεν θέλει είσθαι τέλος, επί τον θρόνον του Δαβίδ και επί την βασιλείαν αυτού, διά να διατάξει αυτήν και να στερεώσει αυτήν εν κρίσει και δικαιοσύνη από του νυν και έως αιώνος. Ο ζήλος του Κυρίου των δυνάμεων θέλει εκτελέσει τούτο» (Ησαΐας Θ/9: 6,7). 
      Έτσι γεννήθηκε ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής όλων των ανθρώπων, σύμφωνα με τα προαιώνια σχέδια του Θεού. Την ημέρα της Πεντηκοστής ο Απ. Πέτρος διακηρύσσει για τον Ιησού Χριστό: «δεν υπάρχει δι' ουδενός άλλου η σωτηρία διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν» (Πράξεις Δ/4: 12) Καθώς ο Απ. Παύλος νουθετεί στην πίστη τον Τιμόθεο αναφέρει: «Πιστός ο λόγος και άξιος κάθε αποδοχής, ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τούς αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ αλλά, γι' αυτό ελεήθηκα, ώστε ο Ιησούς Χριστός να δείξει πρώτα σε μένα την όλη μακροθυμία του, για παράδειγμα αυτών που πρόκειται να πιστεύουν σ' αυτόν για αιώνια ζωή» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 15,16). 
       Σε δύο υπερφυσικά πράγματα καλείται να πιστέψει ο άνθρωπος, στην παρθενική άσπιλη (άσπορη) σύλληψη του Ιησού, διά του Αγίου Πνεύματος καθώς και στην Ανάστασή Του από τους νεκρούς. Εάν δεν είχε γεννηθεί από το Πνεύμα το Άγιο και την παρθένο, θα έπρεπε να θεωρήσουμε τον Ιησού ως έναν κοινό θνητό άνθρωπο και έτσι ως τέτοιον δε θα ήταν δυνατόν να δεχτούμε τη Θεότητά Του, να εννοήσουμε τη διδασκαλία Του, να πιστέψουμε στον αντικαταστατικό και απολυτρωτικό Του θάνατο, στη σωματική Του Ανάσταση από τους νεκρούς καθώς και στη δεύτερη προσωπική έλευσή Του. Όλα θα λέγαμε εξαρτώνται από τη γέννηση του Ιησού διά Πνεύματος Αγίου και από την «κεχαριτωμένη» παρθένο Μαρία, την οποία επέλεξε ο Πατέρας Θεός για να γεννήσει τον Υιόν Του. Ο Ησαΐας είχε προφητεύσει: «Διά τούτο ο Κύριος αυτός θέλει σας δώσει σημείον ιδού, η παρθένος θέλει συλλάβει και γεννήσει υιόν, και θέλει καλεσθή το όνομα αυτού Εμμανουήλ – Ο Θεός είναι ανάμεσά μας» (Ησαΐας Ζ/7:14). 
       Η παρθενική γέννηση του Χριστού παρουσιάζεται από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου. Η πρώτη αποκάλυψη έγινε στον Κήπο της Εδέμ. Αμέσως μετά την αμαρτία των πρωτοπλάστων ο Θεός είπε στο Σατανά: «έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού» (Γένεση Γ/3: 15). Το σπέρμα της γυναίκας (η γυναίκα βιολογικά δεν έχει σπέρμα, αλλά εννοείται εδώ ο απόγονος ο υιός της γυναίκας που θα γεννιόταν χωρίς τη διαμεσολάβηση ανδρός), θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού. Εδώ για πρώτη φορά γίνεται λόγος για τον Χριστό, Τον έναν μελλοντικό απόγονο της Εύας που δε θα είχε ανθρώπινο πατέρα και που ερχόμενος στον κόσμο θα συνέτριβε το κεφάλι του φιδιού (το Σατανά). Το υποσχεθέν σπέρμα, είναι Εκείνος ο Ένας και μοναδικός Σωτήρας που υποσχέθηκε ο Θεός για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους και για Τον οποίον ο Μωυσής στο βιβλίο του «Δευτερονομίου» (ΙΗ/18: 15) δια Πνεύματος Αγίου ανέφερε: «Προφήτην εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε Κύριος ο Θεός σου εκ των αδελφών σου, ως εμέ αυτού θέλετε ακούει». Το Θείο αυτό σπέρμα εισήλθε θαυματουργικά διά Πνεύματος Αγίου μέσα στη μήτρα της Μαρίας. Με τον τρόπο αυτό ο Χριστός δεν κληρονόμησε την αμαρτωλή μας φύση. Η μόνη γυναίκα στην ιστορία της ανθρωπότητας που ήταν παρθένα και έμεινε έγκυος με υπερφυσικό τρόπο ήταν η Μαρία, η μητέρα του Χριστού. Αυτό είναι το θαύμα της ενανθρώπησης του Σωτήρα Χριστού!
        Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει: «όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός εξαπέστειλε τον Υιό του, ο οποίος γεννήθηκε από γυναίκα και υποτάχθηκε στον νόμο για να εξαγοράσει αυτούς που ήταν κάτω από τον νόμο, ώστε να λάβουμε την υιοθεσία" (Γαλάτας Δ/4: 4,5). Ο μονογενής Υιός του Θεού δέχτηκε ν’ αφήσει τη δόξα που είχε στους ουρανούς και να έρθει ανάμεσά μας να ζήσει σαν ένας κοινός άνθρωπος, να δοκιμαστεί, να πειραστεί κατά πάντα, να περάσει από θλίψεις, απόρριψη και να γευτεί επονείδιστο σταυρικό θάνατο. Μόνον με το θάνατό Του θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη Θεία Δικαιοσύνη και να ελευθερώσει τους ανθρώπους από τις θανατηφόρες συνέπειες της αμαρτίας (Ρωμαίους Σ/6: 23). Πόσο χαρακτηριστικά το αναφέρει ο Λόγος του Θεού! «εκκένωσε τον εαυτόν Του, έλαβε μορφή δούλου γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους» (Φιλιππησίους Β/2: 7). Και ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (Ι/10: 7) συμπληρώνει: «τότε είπον Ιδού, έρχομαι, εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού, διά να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου». Ο Κύριος ήρθε ανάμεσά μας με τη θέλησή Του. Ο Ίδιος διακηρύττει για τη ζωή Του: «Κανένας δεν την αφαιρεί από μένα, αλλά εγώ τη βάζω από μόνος μου εξουσία έχω να τη βάλω, και εξουσία έχω να την πάρω ξανά» (Ιωάννης Ι/10: 18). Τον σκοπό της έλευσής Του ανάμεσά μας, μας τον αποκαλύπτει απ’ αρχής ο Ιωάννης ο Βαπτιστής με τα λόγια: «Ιδού, ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάννης Α/1: 29). 
      Τι εξαίσια υπήρξε εκείνη η χορωδία των αγγέλων που έψαλλαν πάνω στα λιβάδια της Βηθλεέμ: «σήμερον εγεννήθη εις εσάς εν πόλει Δαβίδ σωτήρ, όστις είναι Χριστός Κύριος» (Λουκάς Β/2: 11). Ατενίζοντας το μεγάλο τούτο γεγονός της γέννησης του Κυρίου, αμέτρητος αριθμός ανθρώπων ανάμεσα στους αιώνες είπαν: «Πιστεύω Κύριε» (Μάρκος Θ/9: 24) και από τη στιγμή της ειλικρινούς αυτής ομολογία τους έχουν σωθεί αιώνια (Α’ Ιωάννου Β/2: 25). Έγιναν αιώνιοι πολίτες στην πόλη του ουρανού «της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός» (Εβραίους ΙΑ/11: 10). Ένα άλλο αμέτρητο και αυτό πλήθος ανθρώπων μπροστά σε τούτο το μυστήριο της ενσάρκωσης του Ιησού Χριστού είπαν: «..δε μπορώ να το εξηγήσω και γι’ αυτό αμφιβάλω…» κάποιοι άλλοι ισχυρίστηκαν: «..εάν δεν ίδω… εάν δεν βάλω το δάκτυλό μου…. εάν… εάν… δεν θέλω πιστέψει» (Ιωάννης Κ/20: 25). 
      Αυτοί είναι οι αιώνια χαμένοι, προορισμένοι να ζήσουν αιώνια μακριά Του. Στα πράγματα του Θεού η ανθρώπινη λογική θα πρέπει να παραχωρεί τη θέση της στη Θεία αποκάλυψη. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (ΙΑ/11: 6) μας αποκαλύπτει: «Χωρίς πίστη είναι αδύνατον κάποιος να Τον ευαρεστήσει επειδή, αυτός που προσέρχεται στον Θεό, πρέπει να πιστέψει, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης σ' αυτούς που τον εκζητούν». 
       Το κρίσιμο ερώτημα διαχρονικά είναι: «πιστεύεις τούτο;» (Ιωάννης ΙΑ/11: 26). Πιστεύεις, ψυχή, ότι ο Θεός σε αγαπάει; Ότι θέλει να σε σώσει αιώνια; Ότι για τη σωτηρία των ανθρώπων έστειλε τον μονογενή Υιόν Του, για να πληρώσει το χρέος της αμαρτίας μας, για να μας εξαγοράσει από τη δουλεία και να μας χαρίσει αιώνια ζωή; 
       Ο Ιωάννης, ο μαθητής της αγάπης, στην επιστολή «Α’ Ιωάννου» (Δ/4: 9-14), αναφέρει: 
9 Με τούτο φανερώθηκε η αγάπη τού Θεού σε μας, επειδή ο Θεός τον Υιό του τον μονογενή απέστειλε στον κόσμο για να ζήσουμε διαμέσου αυτού. 
10 Σε τούτο βρίσκεται η αγάπη, όχι ότι εμείς αγαπήσαμε τον Θεό, αλλ' ότι αυτός μας αγάπησε και απέστειλε τον Υιό του ως μέσον εξιλασμού για τις αμαρτίες μας. 
11 Αγαπητοί, επειδή με τέτοιον τρόπο μάς αγάπησε ο Θεός, οφείλουμε κι εμείς να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. 
12 Κανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό. Αν, όμως, αγαπάμε ο ένας τον άλλον, ο Θεός μένει μέσα μας και η αγάπη του είναι μέσα μας ολοκληρωμένη. 
13 Από τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε σε ενότητα μ' αυτόν κι αυτός σε ενότητα με μας, επειδή από το Πνεύμα του έδωσε σε μας. 
14 Κι εμείς είδαμε και δίνουμε μαρτυρία ότι ο Πατέρας απέστειλε τον Υιό Σωτήρα τού κόσμου. 
     Ο διάβολος, που ως «πατέρας του ψεύδους» (Ιωάννης Η/8: 44) μισεί την αλήθεια, έχει τυφλώσει τους ανθρώπους με την αμαρτία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους κάνει ν’ αμφιβάλλουν για το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού και για τις αιώνιες αλήθειες του Ευαγγελίου. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να «ιδεί», θα πρέπει να πιστέψει. Η σειρά στα πράγματα του Θεού είναι: Ακούς για τα πράγματα του Θεού (Ματθαίος ΙΓ/13: 14), πιστεύεις, αφού πιστέψεις εννοείς τις αιώνιες αλήθειες και πλέον βλέπεις τη δύναμη του Θεού. Αυτούς που δεν πιστεύουν ο Θεός δεν τους απορρίπτει σ’ αυτή τη ζωή, αλλά αγωνιά και εργάζεται επειδή «…δεν θέλει να απολεσθεί ψυχή, αλλ' εφευρίσκει μέσα, ώστε ο εξόριστος να μη μένη εξωσμένος απ' αυτού» (Β’ Σαμουήλ ΙΔ/14: 14). Διαχρονικά διά στόματος του προφήτη «Ιεζεκιήλ» (ΛΓ/33: 11) τους παραγγέλλει: «Πες τους: Ζω εγώ, λέει ο Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από τον δρόμο του, και να ζει επιστρέψτε, επιστρέψτε από τους πονηρούς σας δρόμους γιατί να πεθάνετε, οίκος Ισραήλ;» Το διαχρονικό ερώτημα του Θεού σε κάθε ψυχή που Τον αρνείται: «…γιατί να πεθάνεις;» Ό,τι και αν κάνει ο Θεός, αν ο άνθρωπος δεν πιστέψει, ο Θεός δε μπορεί να τον σώσει, γιατί δε θέλει να παραβιάσει την ελεύθερη βούληση που του έχει χαρίσει. Ο Κύριος διακήρυξε: «Ο Πατέρας μου μέχρι τώρα εργάζεται, και εγώ εργάζομαι» (Ιωάννης Ε/5: 17) και είναι αυτός ο κόπος, ο μόχθος, η αγωνία που κάνει το Θεό να διερωτάται: «Τι ήταν δυνατόν να κάνω ακόμα και δεν το έκανα;» (Ησαΐας, Ε/5: 4). 
      «Πιστεύεις τούτο;». «Όσοι Τον δέχθηκαν, σ' αυτούς έδωσε εξουσία να γίνουν παιδιά τού Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά Του οι οποίοι, όχι από αίματα ούτε από θέλημα σάρκας ούτε από θέλημα άνδρα, αλλά από τον Θεό γεννήθηκαν» (Ιωάννης Α/1: 12,13). Για όσους δεν Τον δέχτηκαν, για όσους Τον απέρριψαν μέσα στην απιστία τους, για όσους αμέλησαν «μία τόσο μεγάλη σωτηρία» (Εβραίους Β/2: 3), που ο προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο, δωρεάν, «κατά χάριν» (Εφεσίους Β/2: 8) δε θα είναι δυνατόν να υπάρξει στην παρουσία Του, εκείνη την ημέρα, οποιαδήποτε δικαιολογία (Ματθαίος ΚΒ/22: 12). Η γέννηση του Χριστού αποτελεί το μεγάλο δώρο του Ουρανού στην πολύπαθη γη μας. Ο Κύριος καθώς συνομιλεί με τη Σαμαρείτισσα στο πηγάδι του Ιακώβ της λέγει: «Αν ήξερες τη δωρεά τού Θεού» (Ιωάννης Δ/4: 10). Ο Λόγος του Θεού μας καλεί σε μία νέα «πνευματική γέννηση» (Ιωάννης Γ/3: 3) και σε μια ζωή που θα είναι ενωμένη με Εκείνον. Ο ίδιος ο Ιησούς διακήρυξε: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού» (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). 
      Το παιδίον της Βηθλεέμ είναι «ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος» (Αποκάλυψη ΙΑ/11: 17). Είναι Εκείνος «που έγινε νεκρός και τώρα είναι ζωντανός εις τους αιώνας των αιώνων και έχει τα κλειδιά του Άδη και του θανάτου» (Αποκάλυψη Α/1: 18). Καθώς ζούμε στην «περίοδο της χάριτος» είναι Εκείνος που συγχωρεί, που σώζει, που λυτρώνει όλους όσους θα τον επικαλεστούν «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάννης Δ/4: 23). Καθώς βρίσκεται κρεμασμένος ανάμεσα σε δύο ληστές, ακούει τα λόγια τους ενός εξ αυτών: «ημείς μεν δικαίως διότι άξια των όσα επράξαμεν απολαμβάνομεν ούτος όμως ουδέν άτοπον έπραξε Και έλεγε προς τον Ιησούν· Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκάς ΚΓ/23: 41). Η απάντηση δεν άργησε να έρθει: «Και είπε προς αυτόν ο Ιησούς Αληθώς σοι λέγω, σήμερον θέλεις είσθαι μετ' εμού εν τω παραδείσω» (εδ. 43). Μα Κύριε, είναι ληστής, είναι κακούργος, έπραξε αίσχη, είναι ο χειρότερος που υπάρχει…. Για το Χριστό είναι μία ψυχή που μετανόησε ειλικρινά για την αμαρτωλή ζωή της, που πίστεψε σ’ Αυτόν, που επικαλέστηκε τ’ Όνομά Του και γι’ αυτό σώθηκε αιώνια. Ο προφήτης «Ιωήλ» (Β/2: 32) μας διαβεβαιώνει: «Και πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου, θέλει σωθή». 
      Το παιδίον της Βηθλεέμ είναι «το φως του κόσμου» (Ιωάννης Η/8: 12). «γεννήθηκε για μας», «πέθανε για μας», «νίκησε το θάνατο, για μας», «έρχεται για μας». Ψυχή, «πιστεύεις τούτο;». Αναστημένος και δοξασμένος ο Χριστός κάθεται στα δεξιά του Πατέρα Θεού «μεσιτεύων υπέρ ημών» (Ρωμαίους Η/8: 34) και πάλιν ερχόμενος μετά δυνάμεως και δόξης πολλής για να κρίνει. Από τη θέση αυτή καλεί τον άνθρωπο και σήμερα να πάει κοντά Του, για να τον ξεκουράσει. Η αιώνια πρόσκληση της αγάπης Του είναι: «Ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω. Σηκώστε επάνω σας τον ζυγό μου, και μάθετε από μένα επειδή, είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρείτε ανάπαυση μέσα στις ψυχές σας. Επειδή, ο ζυγός μου είναι καλός, και το φορτίο μου ελαφρύ» (Ματθαίος ΙΑ/11: 28-30). 
      Ποια θα πρέπει να η απάντησή μας σ’ Εκείνον που «δε λυπήθηκε τον ίδιο τον Υιόν Του, αλλά παρέδωκεν Αυτόν και που είναι έτοιμος να μας σώσει, κατά χάριν, για πάντα μαζί με το Χριστό;» (Ρωμαίους Γ/3: 32). Ποια θα πρέπει να είναι η απάντησή μας στο Θεό «για την ανεκδιήγητη δωρεά του;» (Β’ Κορινθίους Θ/9: 15). Η απάντησή μας στην πρόσκληση της αγάπης του Θεού θα πρέπει να είναι «ν’ αγαπήσουμε και εμείς τον Κύριο εξ’ όλης της καρδιάς μας και εξ’ όλης της ψυχής μας και εξ’ όλης της διανοίας μας και εξ’ όλης της δυνάμεώς μας και ν’ αγαπήσουμε τον πλησίον μας, όπως τον εαυτόν μας» (Μάρκος ΙΒ/12: 30,31). Με μια τέτοια πίστη, με μια τέτοια αγάπη, «ας προσμένουμε τη μακάρια ελπίδα, και την επιφάνεια της δόξας τού μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού» (επιστολή Τίτο Β/2: 13). Ας προσκολλήσουμε την καρδιά μας σ’ Εκείνον ενθυμούμενοι πάντοτε ότι «δεν έχουμε αρχιερέα, που δεν μπορεί να συμπαθήσει στις ασθένειές μας, αλλά ο οποίος πειράστηκε σε όλα, κατά τη δική μας ομοιότητα, χωρίς αμαρτία. Ας πλησιάζουμε, λοιπόν, με παρρησία στον θρόνο τής χάρης, για να πάρουμε έλεος, και να βρούμε χάρη προς βοήθεια σε καιρό ανάγκης» (Εβραίους Δ/4: 15,16). 
     Καθώς πλησιάζουμε σ’ Εκείνον ο Θεός μας υπόσχεται ότι «θα εκπληρώσει κάθε ανάγκη μας, σύμφωνα με τον πλούτο του, με δόξα, διαμέσου τού Ιησού Χριστού» (Φιλιππησίους Δ/4: 19) και μας υπενθυμίζει την υπόσχεσή Του σε καθέναν που θα πιστέψει σ’ Αυτόν. «Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού, και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι εξεύρομεν όμως ότι όταν φανερωθή, θέλομεν είσθαι όμοιοι με αυτόν, διότι θέλομεν ιδεί αυτόν καθώς είναι. Και πας όστις έχει την ελπίδα ταύτην επ' αυτόν καθαρίζει εαυτόν, καθώς εκείνος είναι καθαρός» (Α’ Ιωάννη Γ/3: 2,3). 
     Τούτα τα Χριστούγεννα αγαπητοί μου, που είναι Χριστούγεννα κρίσης, αβεβαιότητας, ανασφάλειας, φόβου των επερχομένων δεινών (Λουκάς ΚΑ/21: 26) ας μείνουμε «εν τη πίστη» και «ας υπάγωμεν έως Βηθλέμ και ας ίδωμεν το πράγμα τούτο το γεγονός, το οποίον ο Κύριος εφανέρωσεν εις ημάς» (Λουκάς Β/2: 15). Καθώς πνευματικά θα βρεθούμε δίπλα Του, ας Του ψιθυρίσουμε ειλικρινά: «Πιστεύω, Κύριε βοήθει με εις την απιστίαν μου» (Μάρκος Θ/9: 24). Στάσου απέναντι στο Θεό με την ειλικρίνεια και τη σοβαρότητα που αρμόζει και πες Του: «Κύριε, Εσύ που γεννήθηκες μέσα σε μία φάτνη, θέλω να γεννηθείς μέσα μου και να με καθαρίσεις, να με αναγεννήσεις πνευματικά και να με κάνεις δικό Σου παιδί». Τότε, και μόνον τότε είναι βέβαιο, ψυχή, ότι θα συνεχίσεις να βαδίζεις στο κακοτράχαλο και πονεμένο μονοπάτι της ζωής, «χαίρων», όπως βάδιζε γεμάτος από χαρά, μετά την αποκάλυψη που είχε για το Χριστό, εκείνος ο Αιθίοπας των «Πράξεων των Αποστόλων» (κεφ. Η/8, εδ. 39). 
  Με τις σκέψεις αυτές εύχομαι σε όλες τις φίλες και τους φίλους του blog: giorgoskomninos.blogspot.com να έχουν: ΚΑΛΑ & ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, με υγεία, χαρά και οικογενειακή ευτυχία. --- 


 *Στο blog έχουν δημοσιευθεί κατά το παρελθόν τα παρακάτω Χριστουγεννιάτικα μηνύματα: 

          ΤΙΤΛΟΣ                                                                  ΗΜΕΡΟΜ. ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ 

A’ Ιωάννου, κεφ. Δ, εδ. 9-11. Χριστουγεννιάτικο μήνυμα.                  24-11-21 
Γαλάτας Δ/4: 4,5 Το νόημα των Χριστουγέννων.                                08-12-19 
Λουκάς Β: 1-20. «..και επί γης ειρήνη..»                                             13-12-18 
Λουκάς, Β : 1-20. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.                                                 22-12-17 
Γένεση, κεφ. Γ. (χριστουγεννιάτικο).                                                   31-12-16 
Γιατί ήρθε ο Χριστός;                                                                           25-12-15 
Χριστουγεννιάτικα μηνύματα.                                                              19-12-15 
Λουκάς Β : 1 - 20. Χριστουγεννιάτικο.                                                14-12-15 
Λουκάς Β : 1 - 7 Χριστουγεννιάτικο.                                                   07-12-15 
Λουκάς Β: 13-20. Η επόμενη μέρα των Χριστουγέννων.                    01-01-15 
Γιατί ήρθε ο Χριστός;                                                                           25-12-14 
Προφητείες γέννησης Ιησού Χριστού.                                                 23-12-14 
Το νόημα των Χριστουγέννων.                                                            13-12-14 
Α’ Κορινθίους ΙΑ: 26. «Έως ου έλθω».                                                25-12-13 
Λουκάς Β : 14. Δόξα εν υψίστοις Θεόν….                                           14-12-13 
Λουκάς Β: 1-20  H γέννηση του Χριστού                                            14-12-13 
Χριστουγεννιάτικοι στοχασμοί.                                                            20-12-12 
Χριστουγεννιάτικα ποιήματα.                                                               16-12-12 
Χριστούγεννα = Σωτήρας                                                                     16-12-12

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ ΙΩΒ.

       ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

     Το βιβλίο του Ιώβ είναι το πρώτο από τα λεγόμενα «ποιητικά βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, τ’ άλλα είναι τα εξής: «Ψαλμοί, Παροιμίες, Εκκλησιαστής & Άσμα Ασμάτων». 
      Τ’ όνομα «Ιώβ» στα Εβραϊκά σημαίνει «καταδιωκόμενος». Ήταν από την γη Ουζ, (θα πει: αφράτη και αμμώδης γη), στην οποία κατοικούσε ένας λαός που ο Πτολεμαίος Α’, διάδοχος του Μ. Αλεξάνδρου, ονόμασε «Αισίτες» ή «Αυσίτες». Κατοικούσαν στο βόρειο μέρος της Αραβικής ερήμου, μεταξύ Παλαιστίνης, Ιδουμαίας και του ποταμού Ευφράτη. Σύμφωνα με τους «Εβδομήκοντα» αρχικά τ’ όνομά του ήταν Ιωβάβ, γιος του Ζαρέ και ήταν βασιλιάς των Εδωμιτών (Γένεση ΛΣ/36: 33). Έζησε 2000 περίπου χρόνια προ Χριστού. 
      Ο Ιώβ ήταν άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος το Θεόν και «απευχόμενος από κακού» (Α/1: 1), άνθρωπος προσευχής και δεήσεως ενώπιον του Κυρίου (Α/1: 5) (Γένεση Σ/6: 9). Ήταν πλούσιος και μάλιστα «....ο μεγαλύτερος πάντων των κατοίκων της Ανατολής» (Α/1: 3). Είχε 7000 πρόβατα, 3000 καμήλες, 500 ζεύγη βοών, 500 όνους και πολύ μεγάλο πλήθος από υπηρέτες. Πρόκειται για υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο και όχι φανταστικό ή μυθικό. Ο προφήτης “Ιεζεκιήλ” (ΙΔ/14: 14,20),αναφέρεται τον “Ιώβ” μαζί με τον “Δανιήλ” και το “Νώε”,  ως πρόσωπα ιστορικά. 
      Το βιβλίο του Ιώβ φαίνεται να είναι το αρχαιότερο της Αγίας Γραφής. Το χρονικό πλαίσιο που καλύπτει είναι τουλάχιστον 200 χρόνια. Μετά τη δοκιμασία του ο Ιώβ έζησε 140 χρόνια περίπου (κεφ. ΜΒ/42: 16) και περίπου 60 χρόνια υποθέτουμε πριν από την θλίψη του, που μας κάνουν 200. Ο Αβραάμ έζησε 175 χρόνια. Από την ηλικία και μόνον φαίνεται ότι η εποχή που έζησε ο Ιώβ ήταν λίγο μετά τον κατακλυσμό, ανάμεσα στην περίοδο της μείωσης της μακροζωίας του ανθρώπου. Ενώ βλέπουμε πριν τον κατακλυσμό οι άνθρωποι να ζουν 700 και 900 χρόνια, μετά τον κατακλυσμό η διάρκεια της ζωής του ανθρώπου πέφτει στα 70 - 80 χρόνια. Ο Ιώβ λοιπόν πρέπει να έζησε λίγο πριν τον Αβραάμ περίπου το 2100 -1900 π.Χ. Τα ήθη και τα έθιμα, οι τρόποι και η συμπεριφορά της ζωής που περιγράφονται μέσα στο βιβλίο δείχνουν ότι έλαβε χώρα τον καιρό της Πατριαρχίας. Στο βιβλίο δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο Νόμο του Μωυσή, στους Λευίτες, ούτε στο λαό Ισραήλ και αυτό είναι άλλο ένα στοιχείο ότι το βιβλίο γράφτηκε πριν από τον Αβραάμ. 

      Ο σκοπός του βιβλίου είναι: 
     1. Όσον αφορά τον Θεό: 
    --Να μάθουμε ότι, όταν ο Θεός επιτρέπει θλίψη στη ζωή μας, επιτρέπει ν' αντιμετωπίζουμε δύσκολες καταστάσεις και το κάνει κυρίως για να μας δοκιμάσει την πίστη μας. Στο βιβλίο του «Δευτερονομίου» (κεφ. Η/8, εδ. 2) αναφέρει προς το λαό Ισραήλ: «Και θέλεις ενθυμείσθαι πάσαν την οδόν, εις την οποίαν σε οδήγησε Κύριος ο Θεός σου τα τεσσαράκοντα ταύτα έτη εν τη ερήμω, διά να σε ταπεινώσει, να σε δοκιμάσει, διά να γνωρίσει τα εν τη καρδία σου, εάν θέλεις φυλάξει τας εντολάς αυτού, ή ουχί». Σύμφωνα με την παιδεία Του επιτρέπει στα παιδιά Του τη θλίψη, η οποία πάντοτε έχει όρια, ελέγχεται από τον Ίδιον και μετά απ’ αυτήν έρχεται ευλογία. 
     --Ο Θεός είναι κοντά στον πιστό άνθρωπο, έστω και αν φαίνεται να έχει αποσύρει προς στιγμήν την παρουσία Του. Η υπόσχεσή Του είναι: «ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθαίος ΚΗ/28: 20). 
    --Πρωταγωνιστής της ιστορίας και όλων των γεγονότων που καθημερινά συμβαίνουν γύρω μας είναι ο Θεός και γι’ αυτό θα πρέπει να αντιδρούμε στις καταστάσεις της ζωής με πίστη σύμφωνα με το θέλημά Του, ώστε να βγαίνουμε νικητές και να Τον ευαρεστούμε. 
     2. Όσον αφορά τον άνθρωπο: 
   --Θα πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε απόλυτα το Θεό ακόμα και όταν δε μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή μας. Αυτό ακριβώς συνέβη στη ζωή του Ιωσήφ, ο οποίος χάρη στην εμπιστοσύνη του προς το Θεό ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες και έφτασε να γίνει «άρχων εφ' όλης της γης Αιγύπτου» (Γένεση ΜΕ/45: 26). 
    -- Κάθε θλίψη και κάθε δύσκολη ώρα της ζωής μας είναι βέβαιο ότι θα μεταβληθούν σε ευλογία, εφόσον μέσα από την πίστη μας και την υπακοή μας στο Θεό μείνουμε ήσυχοι στην πρόνοιά Του για μας (Εβραίους ΙΒ/12: 11 & Α’ Κορινθίους Ι/10: 13 & Ρωμαίους Η/8: 28). Ο Δαβίδ αναφέρει στον «ψαλμό» (Λ/30, εδ. 5) «…την εσπέρα μπορεί να συγκατοικήσει κλαυθμός, αλλά το πρωί έρχεται αγαλλίαση». Στο βιβλίο της «Αποκάλυψης» (κεφ. Β/2, εδ. 10) αναφέρεται: «Μη φοβάσαι τίποτε απ’ όσα πρόκειται να πάθεις πρόσεξε, ο διάβολος πρόκειται να βάλει μερικούς από σας σε φυλακή, για να δοκιμαστείτε και θα έχετε θλίψη δέκα ημερών. Γίνε πιστός μέχρι θανάτου, και θα σου δώσω το στεφάνι τής ζωής»
       3. Όσο αφορά στο Σατανά: 
     --Παρατηρούμε ότι και ο Σατανάς λογοδοτεί μπροστά στο Θεό και δίνει λόγο για τα πεπραγμένου του. 
   --Πίσω από το μεγάλο κακό που συμβαίνει γύρω μας καθημερινά κρύβεται ο ανθρωποκτόνος Σατανάς και οι υποχθόνιοι σκοποί του. 
    --Ο Σατανάς δε μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς να λάβει την άδεια από το Θεό. Η δύναμη του είναι περιορισμένη. 
     Συγγραφέας της αφήγησης που περιέχει τις εμπειρίες του Ιώβ θεωρείται κατά γενική ομολογία ο Μωυσής, ο οποίος με Θεϊκή έμπνευση μπόρεσε να αποκαλύψει όχι μόνον γεγονότα που συνέβησαν στη γη σχετικά με τον Ιώβ, αλλά και γεγονότα που εκτυλίχτηκαν κατά τον ίδιο χρόνο στον ουρανό. Πιθανότατα να έμαθε τα γεγονότα για τον Ιώβ κατά τη διάρκεια της σαραντάχρονης παραμονής του στη γη Μαδιάμ και να άκουσε για την τελική έκβαση της υπόθεσης του Ιώβ την εποχή περίπου που ο Ισραήλ μπήκε στην «υποσχεμένη Γη» το έτος 1473 π.Χ. 

       Ας παρατηρήσουμε την εξέλιξη των γεγονότων από την αρχή: 
      Στην περιοχή Ουζ της Αραβίας στην Αυσίτιδα, μια χώρα που ήταν μεταξύ Ιδουμαίας και Αραβίας (εδ. 1) υπήρχε κάποιος άνθρωπος που ονομαζόταν Ιώβ. Ο ίδιος ο Θεός αναφορικά με το πρόσωπο αυτό είχε πει: «δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού» (κεφ. Α/1, εδ. 8). Τα γεγονότα που αναφέρονται στο βιβλίο του «Ιώβ» διαδραματίζονται σε μία περίοδο, όπου οι Ισραηλίτες είναι υπόδουλοι στους Αιγυπτίους, ενώ ο Μωυσής δεν έχει εγερθεί ακόμη ως προφήτης ηγέτης, προορισμένος από το Θεό να επιτελέσει το έργο της «Εξόδου» του λαού από την Αίγυπτο και της ανάβασης αυτού στη γη της Επαγγελίας. Από το θάνατο του Ιωσήφ, γιού του Ιακώβ και μέχρι ο Μωυσής να ξεπεράσει τους δισταγμούς του (Έξοδος Γ/3: 11) και να υπακούσει πλήρως εις το θέλημα του Θεού, δεν υπήρξε άνθρωπος με την ακεραιότητα του Ιώβ απέναντι στο Θεό. 
   Ο Ιώβ κατάγονταν από τον Σήμ, (Σήμ, Χαμ, Ιάφεθ ήταν τα τρία παιδιά του Νώε) "Γένεση» Ε/5: 32". Αν και δεν ήταν Ισραηλίτης, είχε Αραμαϊκή καταγωγή, όπως και όλοι οι κάτοικοι της Αυσίτιδας, πίστευε στον αληθινό Θεό. Ήταν ο επιφανέστερος απ’ όλους τους κατοίκους της Ανατολής και κατείχε πολύ μεγάλο πλούτο. Η οικογένειά του αποτελείτο από τη γυναίκα του, τους επτά γιούς του και τις τρεις κόρες του (κεφ. Α/1, εδ. 1-3). Υπήρξε πολύ ιδιαίτερα στοργικός οικογενειάρχης. Όταν επέστρεφαν τα παιδιά του από τη διασκέδαση, καθώς αντάλλασσαν επισκέψεις μεταξύ τους και έκαναν γλέντια, ο Ιώβ σηκωνόταν πρωί και προσέφερε θυσίες στο Θεό, για να προφυλάξει τα παιδιά του από τυχόν αμαρτίες που μπορεί να είχαν διαπράξει (εδ. 4,5). 
      Ήταν ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο, άρχοντας που καθόταν στην πύλη της πόλης και τον σέβονταν όλοι, από τους ηλικιωμένους μέχρι τους άρχοντες της περιοχής (ΚΘ/29: 5-11). Καθόταν εκεί και ήταν αμερόληπτος κριτής, αποδίδοντας δικαιοσύνη, ως αληθινός προστάτης της χήρας, ενώ ήταν σαν πατέρας για το ορφανό και για όλους τους ταλαιπωρημένους και αβοήθητους. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει: «Ήταν οφθαλμός τυφλών, πους δε χωλών». Ήταν στήριγμα των πτωχών και υπερασπιστής των αδυνάτων, δίκαιος και γενναιόδωρος απέναντι στους πολυπληθείς υπηρέτες του και τους δούλους του" (ΚΘ/29: 12-17). 
     Ζώντας μέσα σ’ έναν κόσμο αμαρτίας παρέμενε καθαρός από την ανηθικότητα, τον ακόρεστο υλισμό και την ειδωλολατρία και ήταν γενναιόδωρος απέναντι στους φτωχούς και τους άπορους (Ιώβ, κεφ. ΛΑ/31, εδ. 9-28). 

      Πρώτη δοκιμασία. Ο σατανάς αμφισβητεί την ηθική ακεραιότητα του Ιώβ. 
     Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά κάποια μέρα παρουσιάστηκαν οι Άγγελοι του Θεού ενώπιόν Του μεταξύ των οποίων ήταν και ο διάβολος. Βλέποντάς τον ο Θεός ακολούθησε ο εξής διάλογος: 
- Από πού έρχεσαι; 
-Αφού περπάτησα όλη τη Γη επέστρεψα εδώ στον Ουρανό, απάντησε εκείνος.
- Έστρεψες την προσοχή σου στο δούλο μου Ιώβ για να δεις ότι δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος στη Γη τόσο άμεμπτος, ακέραιος και ευσεβής; Τον ρώτησε στη συνέχεια ο Θεός και εκείνος ανταπάντησε: 
- Μήπως δωρεάν και χωρίς αμοιβές είναι ευσεβής, με τόσες ευλογίες (πλούτη) που του έχεις δώσει; Όχι βέβαια! Αφαίρεσέ του όλα αυτά και τότε θα δεις πως θα σε βλαστημήσει κατά πρόσωπο! 
     Τότε ο Θεός απαντάει στο Σατανά: 
    -Ιδού όλα όσα έχει τα παραδίδω στην εξουσία σου. Αυτόν όμως τον ίδιο δεν θα τον αγγίξεις ούτε κατ΄ ελάχιστο. 
    Μέσα και απ’ αυτό το διάλογο μας δίνεται η ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στον αόρατο πονηρό πνευματικό κόσμο. Ο σατανάς, «ο κατήγορος των αδελφών, ο κατηγορών αυτούς ενώπιον του Θεού ημών ημέραν και νύκτα» (Αποκάλυψη ΙΒ/12: 10), ισχυρίζεται μπροστά στο Θεό ότι ο Ιώβ σέβεται το Θεό μόνον και μόνον επειδή ο Θεός τον ανταμείβει με πλούσια αγαθά μέσα από τα οποία ευημερεί. 
     Ο Θεός δέχεται την πρόκληση και γνωρίζοντας ότι ο Ίδιος είχε την ικανότητα να τον αποκαταστήσει και να τον ανταμείψει, επέτρεψε στον «ανθρωποκτόνο σατανά» (Ιωάννης Η/8: 44) να δοκιμάσει την ακεραιότητα του Ιώβ στο έπακρο, αλλά δεν του επέτρεψε να του αφαιρέσει τη ζωή. 
     Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Σε μια στιγμή χάθηκαν όλα. Σε μία μόνο μέρα όλοι οι «πύργοι» ενός δίκαιου ανθρώπου έπεσαν. Καθώς τα παιδιά του διασκέδαζαν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδελφού τους φθάνει ένας αγγελιαφόρος στον Ιώβ και του αναφέρει ότι «κάποιοι ληστές αφού έσφαξαν τους δούλους βοσκούς του άρπαξαν τα ζεύγη των βοδιών και τους θηλυκούς όνους και μόνον αυτός σώθηκε από την καταστροφή»
    «ενώ έτι ελάλει», φθάνει άλλος αγγελιαφόρος και αναγγέλλει στον Ιώβ: «φωτιά έπεσε από τον ουρανό και κατέκαψε όλα τα πρόβατα και τους βοσκούς αυτών και μόνο αυτός σώθηκε». 
     «ενώ έτι ελάλει», πριν και αυτός ολοκληρώσει το λόγο του, φθάνει άλλος που ανήγγειλε: «έφιπποι ληστές κατά ομάδες περικύκλωσαν τα κοπάδια των καμήλων τις οποίες και άρπαξαν φονεύοντας όλους τους δούλους και βοσκούς που τις φύλαγαν». 
    «ενώ έτι ελάλει», καταφθάνει τέταρτος αγγελιοφόρος, που ανήγγειλε το τραγικότερο γεγονός. «Σφοδρός άνεμος άρπαξε τη στέγη της οικίας στην οποία διασκέδαζαν τα παιδιά του Ιώβ με συνέπεια να ταφούν όλα κάτω από τα ερείπια» (Ιώβ Α/1: 13-19). 
      Πως να φανταστεί κανείς το τι ένιωσε ο Ιώβ κάτω από το βάρος όλων αυτών των αλλεπάλληλων τραγικών γεγονότων που αντιμετώπισε. Από τη μία πλευρά η ανηλεής συκοφαντία του εχθρού και από την άλλη η «φαινομενική» απουσία του Θεού. Ας θυμηθούμε ένα γεγονός μέσα από το Λόγο του Θεού: Ταραγμένοι οι μαθητές, ευρισκόμενοι στο μέσον μιας καταιγίδας, είπαν κάποτε στον Κύριο: «δεν σε νοιάζει ότι χανόμαστε;» Πόσοι άνθρωποι επανέλαβαν τούτα τα λόγια ανάμεσα στους αιώνες! Η απάντηση του Κυρίου: «Διά τι είσθε ούτω δειλοί; πως δεν έχετε πίστιν;». Ας είμαστε προσεκτικοί, ο Κύριος νοιάζεται για το «σπουργιτάκι» που είναι άνευ αξίας και προσφέρεται δωρεάν στην αγορά (Λουκάς ΙΒ/12: 6) και δε θα νοιαστεί για το δικό Του παιδί; 
    Ο Ιώβ κάτω από το βάρος ασύλληπτης οδύνης, του πόνου και του ψυχικού σπαραγμού που αντιμετώπισε, έσκισε τα ρούχα του, έκοψε τα μαλλιά του ως τη ρίζα και έπεσε στο έδαφος, αναγνωρίζοντας: «ο Θεός τού τα είχε δώσει όσα είχε και ο Θεός του τα αφαίρεσε». Πράγματι, ο Σατανάς είχε κάνει με πανουργία να φανεί ότι ο Θεός τού είχε προξενήσει αυτές τις συμφορές και αυτό συμβαίνει πάρα πολλές φορές και στη δική μας ζωή. Παρά τα τραγικά γεγονότα που του συνέβησαν ο Ιώβ στάθηκε ακέραιος και δεν καταράστηκε το Θεό του, διαψεύδοντας με τον τρόπο αυτό τις προβλέψεις που είχε κάνει ο Σατανάς. 
20 Τότε, ο Ιώβ, αφού σηκώθηκε, έσχισε το επανωφόρι του, και ξύρισε το κεφάλι του, και έπεσε επάνω στη γη, και προσκύνησε, 
21 και είπε: Γυμνός βγήκα από την κοιλιά τής μητέρας μου, και γυμνός θα επιστρέψω εκεί· ο Κύριος έδωσε, και ο Κύριος αφαίρεσε ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. 
22 Σε όλα αυτά ο Ιώβ δεν αμάρτησε, και δεν έδωσε αφροσύνη στον Θεό (Ιώβ Α/1: 20-22). 
      Τούτα τα λόγια μόνον ένας απόλυτα αφιερωμένος στο Θεό άνθρωπος θα μπορούσε να τα πει. 

       Δεύτερη δοκιμασία του Ιώβ. 
      Μετά τη μεγάλη ήττα του σατανά χάρη στην πιστότητα του Ιώβ, ακολουθεί μια νέα παράσταση του διαβόλου ενώπιον του Θεού και ακολουθεί ένας νέος διάλογος: 
4 Και ο σατανάς απάντησε στον Κύριο, και είπε: Δέρμα για δέρμα, και όλα όσα έχει ο άνθρωπος θα τα δώσει για τη ζωή του 
5 εντούτοις, άπλωσε το χέρι σου, και άγγιξε τα κόκαλά του, και τη σάρκα του, για να δεις αν δεν σε βλασφημήσει κατά πρόσωπο. 
6 Και ο Κύριος είπε στον σατανά: Δες, αυτός είναι στο χέρι σου μόνον τη ζωή του να φυλάξεις. 
     Ο Θεός και πάλι δέχτηκε την πρόκληση του εχθρού και έτσι επέτρεψε να χτυπηθεί ο Ιώβ από μια τρομερή αρρώστια. Πιστεύεται ότι ήταν μια τρομερή μορφή λέπρας με συμπτώματα ελεφαντίασης, που ήταν μια από τις πιο αηδιαστικές και επώδυνες αρρώστιες που είχε γνωρίσει ο τότε κόσμος. 
     Εντελώς αναπάντεχα ο Ιώβ πλέον βρίσκεται πλέον μόνος, χωρίς οικογένεια, πάμφτωχος και βαριά άρρωστος. Τα έχασε όλα στη ζωή, εκτός από την πίστη του στο Θεό. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισε έμεινε «γαντζωμένος» από το Θεό. Αναγνώρισε ότι ο Θεός είναι η πηγή και ο Κυρίαρχος της ζωής. Είναι πολύ σημαντικό να είναι ο άνθρωπος συμφιλιωμένος με το Θεό κάθε στιγμή στη ζωή του κάτω από οιεσδήποτε περιστάσεις. Ο Ιώβ παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί όλα αυτά συνέβησαν στη ζωή του, η πίστη του στο Θεό του έδινε τη δύναμη να τ’ αντιμετωπίζει νικηφόρα. 
    "Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον". Είναι πολύ φυσικό και εύκολο να ευλογείς το Όνομα του Κυρίου, όταν όλα στη ζωή σου πάνε καλά, όμως ο Ιώβ χάρη στη σταθερή και αμετάβλητη πίστη του ήταν ικανός να δοξάζει το Θεό κι όταν όλα τα «κάστρα» του είχαν πέσει και όταν ακόμα και η υγεία του είχε κλονιστεί. Οι πύργοι του μπορεί να είχαν πέσει, αλλ' ο Θεός ακόμα στεκόταν υψωμένος, χωρίς καμιά πιθανότητα να πέσει και ήταν κοντά του, τον έβλεπε, τον παρακολουθούσε. Η αγάπη Του είναι αναλλοίωτη, γιατί Εκείνος είναι αναλλοίωτος! Ο Απόστολος Ιάκωβος αναφέρει: «Σ’ Αυτόν δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής» (επιστολή Ιακώβου Α/1: 17). 
     Ψυχή, αν αντιμετωπίζεις περιστάσεις δύσκολες, αντίξοες, ανυπέρβλητες, όταν όλοι οι «πύργοι» σου έχουν κατεδαφιστεί, μη λησμονήσεις ότι ο Θεός συνεχίζει να σ' αγαπάει εις πείσμα όλων αυτών των ανυπέρβλητων δυσκολιών. Ο θάνατος του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό του Γολγοθά αποτελεί τη μέγιστη απόδειξη της αγάπης Του για σένα και για μένα. Γι’ αυτό λοιπόν, ψυχή: "μη φοβού, μόνο πίστευε!" (Μάρκος Ε/5: 36). Και συνεχίζει ο «Ιάκωβος» (κεφ. Ε/5, εδ. 11) «Δέστε, μακαρίζουμε αυτούς που υπομένουν ακούσατε την υπομονή τού Ιώβ και είδατε το τέλος τού Κυρίου, ότι ο Κύριος είναι πολυεύσπλαχνος και οικτίρμων». 
      Ο Ιώβ, πονεμένος και πληγωμένος καθόταν πάνω σε στάχτες, φανερώνοντας έτσι το πένθος του και την αναξιότητά του. Το σώμα του ήταν γεμάτο από έλκη και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξύνει το πληγωμένο του δέρμα μ’ ένα πήλινο αντικείμενο. Είχε χάσει τα πάντα, είχε φτάσει στο πιο χαμηλό σημείο που μπορεί να φτάσει άνθρωπος. Οι φίλοι, οι γείτονες και οι συγγενείς του όλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Ο κόσμος τον περιγελούσε, ακόμη και τα μικρά παιδιά. Κάποια στιγμή πίστεψε ότι και ο Θεός είχε στραφεί εναντίον του, αλλά σ’ αυτό είχε κάνει λάθος (Ιώβ ΙΘ/19: 18-22). 
      Όπως κανείς δε μπορεί να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Ιώβ, έτσι και κανείς δε μπορεί να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρέθηκε και η γυναίκα του Ιώβ! Έχασε δέκα παιδιά και αναγκάζεται να βλέπει τον άντρα της να τυραννιέται τόσο φρικτά, εντελώς ανήμπορη να τον βοηθήσει! Μέσα στον ασύλληπτο πόνο που την διακατέχει ακολουθεί έναν άλλο δρόμο. Πλησιάζει τον άντρα της και του λέει μέσα στην ανείπωτη στενοχώρια και απελπισία της: «Ακόμη κρατάς την ακεραιότητά σου; Καταράσου τον Θεό και πέθανε!». Μέσα από τη γυναίκα αυτή, που ήταν το πιο κοντινό πρόσωπο στον Ιώβ, ο εχθρός παίζει το τελευταίο του μεγάλο χαρτί, προκειμένου να τον κάνει ν’ αποστραφεί το Θεό. Ο Ιώβ δεν έχει ξανακούσει τη γυναίκα του να μιλάει έτσι και το μόνο που μπορεί να της πει είναι ότι μιλάει σαν γυναίκα που έχει χάσει τα λογικά της. Έτσι για μια ακόμη φορά ο Ιώβ αρνείται να καταραστεί το Θεό. Συνεχίζει να υπομένει καρτερικά παρά τη φαινομενική απουσία του Θεού, που θα μπορούσε να τον απαλλάξει από την τόσο αρνητική κατάσταση στην οποία βρίσκεται και δε βγαίνει κάτι αμαρτωλό ή βλάσφημο από τα χείλη του (Ιώβ Β/2: 7-10). 
      Εάν ο Ιώβ υπέκυπτε στις εισηγήσεις της γυναίκας του, ο διάβολος θα δικαιωνόταν, ως προς τον ισχυρισμό του ότι δεν υπάρχει αγνή και αφιλοκερδής δικαιοσύνη σ’ αυτή τη ζωή. Στην ουσία η γυναίκα του Ιώβ εισηγείται την απόρριψη του Θεού από τη στιγμή που δε φαίνεται να λειτουργεί η αρχή της ανταποδοτικότητας. Παρά την πρόκληση ο Ιώβ διατηρεί μέχρι τέλους την ακεραιότητά του αποδεικνύοντας ότι η δικαιοσύνη είναι σημαντικότερη της ανταμοιβής. Έτσι συνεχίζει να υπεραμύνεται της ηθικής του και αρνείται να καταλήξει στο μηδενισμό (Ιώβ ΚΖ/27: 2-6). 

       Οι τρεις παρηγορητές. Πρώτος κύκλος συζήτησης του Ιώβ με τους τρεις φίλους του
      Στην κατάσταση αυτή που βρισκόταν έρχονται να τον επισκεφθούν τρεις φίλοι, για να συζητήσουν μαζί του και να τον παρηγορήσουν. Ο Επαφράς, ο Θαιμενίτης, ο οποίος ήταν απόγονος του Ησαύ, ο Βιλδάδ ο Σαυχίτης, ο οποίος ήταν απόγονος του Αβραάμ και ο Σοφάρ, ο Νααμαθίτης, αγνώστου καταγωγής. Ήταν και αυτοί πλούσιοι, μικροί ηγεμόνες της περιοχής. Όταν τον είδαν από μακριά, δεν τον αναγνώρισαν! Ο Ιώβ τσακισμένος από τον πόνο, μαυρισμένος και ταλαιπωρημένος δεν ήταν παρά σκιά του παλιού εαυτού του. Οι τρεις άνδρες θρηνώντας γοερά και τοποθετώντας χώμα στο κεφάλι τους, κάθονται καταγής δίπλα στον Ιώβ δίχως να μιλούν επί μία ολόκληρη εβδομάδα. Πρώτος αποφασίζει να μιλήσει ο Ιώβ. Με λόγια που στάζουν πόνο καταριέται τη μέρα που γεννήθηκε θεωρώντας ότι ο Θεός είναι η πηγή των συμφορών του (Ιώβ Γ/3: 1,2). Αισθάνεται την ανάγκη παρηγοριάς, όμως όταν αρχίζουν να μιλούν οι τρεις επισκέπτες του αντιλαμβάνεται ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχαν μιλήσει (Ιώβ ΙΓ/13: 5). 
      «Γιατί να πάσχει ο δίκαιος;». Πανάρχαιο, διαχρονικό, βασανιστικό το ερώτημα που προκύπτει μέσα απ’ όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η απάντηση για τον άνθρωπο του Θεού είναι κι αυτή διαχρονική και δίνεται δια στόματος του Ιώβ: «με δοκίμασε» (ΚΓ/23: 10). Ο Κύριος με δοκίμασε. Ο Θεός δοκιμάζει τους δικούς του. Πρόκειται για την παιδεία του Κυρίου την οποία καλούμαστε να μην καταφρονούμε μέσα στη ζωή μας, ούτε να αποθαρρυνόμαστε, όταν ελεγχόμαστε απ' Αυτόν. Ο συγγραφέας της Επιστολής «προς Εβραίους» (ΙΒ/12: 5,6) αναφέρει: «και λησμονήσατε τη νουθεσία, που μιλάει σε σας ως προς γιους, λέγοντας: Γιε μου, μη καταφρονείς την παιδεία τού Κυρίου ούτε να αποθαρρύνεσαι, όταν ελέγχεσαι απ' αυτόν». Επειδή, όποιον ο Κύριος αγαπάει, τον περνάει από παιδεία και μαστιγώνει κάθε γιο τον οποίο παραδέχεται». 
      Στο πρόβλημα του Ιώβ βρίσκουμε τις εξής θέσεις : 
    1/ Η πονηρή και επιπόλαιη άποψη του σατανά, ο οποίος υποστηρίζει ότι από συμφέρον και μάλιστα υλικό ο Ιώβ σέβεται το Θεό και ότι τα δώρα είναι εκείνα που τον κρατούν κοντά στο δωρητή και τίποτα άλλο (Α/1: 1 έως Β/2: 8). Για το σκοπό αυτό προκαλεί το Θεό να του τα αφαιρέσει και εκφράζει την απόλυτη βεβαιότητα ότι αν αυτό συμβεί, ο Ιώβ θα αμαρτήσει, θ’ αποστραφεί το Θεό, θα βλαστημήσει τ’ Όνομά Του. 
    2/ Η απλοϊκή και επιπόλαιη άποψη γενικά των τριών φίλων του, Ελιφά, Βιλδάδ και Σωφάρ, εκφράζει τη βεβαιότητα ότι οι άδικοι υποφέρουν εξαιτίας της αδικίας τους, ενώ οι δίκαιοι ανταμείβονται για τη δικαιοσύνη τους. Συνεπώς ο Ιώβ, για να υποφέρει, πρέπει σίγουρα να έχει αμαρτήσει. Εκφράζουν δε τη μεγάλη απορία: «τις αθώος ων απολέσθει;» (Δ/4: 7). Βεβαίως στα επιχειρήματά τους ο Ιώβ αντιλέγει και τους θυμίζει ότι σ’ αυτή τη ζωή άδικοι άνθρωποι πολλές φορές ευημερούν (ΚΔ/24: 6). 
     3/ Ο νεαρός Ελιού, (ένας τέταρτος φίλος), προσεγγίζοντας το θέμα υποστηρίζει ότι τον πόνο τον στέλνει ο Θεός στους ανθρώπους όχι τόσο για να τιμωρήσει την αμαρτία τους, όσο για να την προλάβει. Σύμφωνα με την άποψή του ο πόνος είναι ένα προληπτικό μέσο, για να προλάβει ο άνθρωπος την αμαρτία. 
     Είναι γεγονός ότι ποτέ το ανθρώπινο μυαλό δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να προχωρήσει παραπέρα από τις παραπάνω θέσεις που έλαβαν οι φίλοι του Ιώβ. Όλα τα εξετάζουν κάτω από την ανθρώπινη φιλοσοφία της ζωής και έτσι οδηγούνται σε πελαγοδρομήσεις και λανθασμένες εκτιμήσεις. 
     Το παράπονο του Ιώβ (κεφ. 3)
    Στην απελπιστική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Ιώβ εύχεται να μην είχε γεννηθεί και επιθυμεί το θάνατο. Περιγράφει υπέροχα το βασίλειο των νεκρών, καθώς το θεωρεί σαν ανάπαυση από τα βάσανα τούτης της ζωής. Ο Θεός αργότερα στο κεφ. ΛΗ/38, εδ. 17 τον παρατήρησε σχετικά με την άγνοιά του σχετικά το θάνατο. Σύμφωνα με το Λόγο του Θεού οι απειθείς και οι αρνητές δεν παύουν να υποφέρουν (Ματθαίος ΚΕ/25: 41). 

        Δεύτερος κύκλος συζήτησης του Ιώβ με τους τρεις φίλους του. 
     Ακολουθεί μια μακρά συζήτηση κατά την οποία ο Ιώβ παίρνει το λόγο 9 φορές, ο Ελιφάς 3, ο Βιλδάδ 3, ο Σωφαρ 2, ο Ελιού 1, ο Θεός 1. Οι τρεις φίλοι του Ιώβ φαίνεται να συμφωνούν ότι ο πόνος αποτελεί τιμωρία του ανθρώπου για την αμαρτία του. Το ότι υποφέρει κανείς πολύ, για τους φίλους του Ιώβ σημαίνει ότι έχει πολλές αμαρτίες. Και εάν υποφέρουμε και οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τις αμαρτίες μας, τότε φαίνεται ότι είμαστε και υποκριτές επιπλέον. 
      Κεφ. 4 & 5. Ελιφάς. Πιστεύει ότι βρέθηκε σ’ αυτή την κατάσταση εξαιτίας κάποιων αμαρτιών τις οποίες υποκριτικά δεν τις ομολογεί και συμβουλεύει τον Ιώβ να επιστρέψει στο Θεό εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως αν ο Ιώβ μετανοούσε για τις αμαρτίες του, τα βάσανά του θα τελείωναν. Όσον αφορά το Θεό διατυπώνει την άποψη: «Αυτός πληγώνει, αλλά και δένει την πληγή, χτυπάει, αλλά τα χέρια Του γιατρεύουν» (E/5: 18). 
   Κεφ. 6 & 7. 2η ομιλία Ιώβ. Ο Ιώβ απογοητεύεται από τους φίλους του, ζητάει παρηγοριά, συμπάθεια και όχι τόσο σκληρό έλεγχο. Ήξερε πως ήταν αθώος, παρ’ όλα αυτά η σάρκα του ήταν όλο σκουλήκια και δεν μπορούσε να αντιληφθεί την αλήθεια και προσεύχεται να πέθαινε καλύτερα (Σ/6: 9).
   Κεφ. 8. 1η ομιλία του Βιλδάδ. Αποκαλεί τα λόγια του Ιώβ «άνεμον σφοδρόν» (2), δηλαδή αερολογίες. Επιμένει ότι ο Θεός είναι δίκαιος και ότι η δοκιμασία του Ιώβ είναι απόδειξη της αμαρτίας του και ότι αν μετανοούσε για τις αμαρτίες του, όλα θα έφτιαχναν. 
     Κεφ. 9 & 10. 3η ομιλία του Ιώβ. O Ιώβ εκζητεί να βρεθεί ένας μεσολαβητής ανάμεσα στο Θεό και τον ίδιο, για να εκδικάσει την υπόθεσή του, αλλά δε βρίσκει κανέναν. Σύμφωνα με τον «ψαλμό» (ΜΘ/49: 7) «ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράσει αδελφόν, μηδέ να δώσει εις τον Θεόν λύτρον δι' αυτόν». Και ο Απ. Παύλος συμπληρώνει: «επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμαίους Γ/3: 23). Επειδή τον μεσίτη αυτόν δεν μπορούσε να τον δώσει η γη, τον έδωσε ο ουρανός. Ο Ιησούς Χριστός έγινε ο μοναδικός Μεσίτης μεταξύ ουρανού και γης συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με το Θεό. Ο Απ. Παύλος διακηρύττει στην επιστολή «Α’ Τιμοθέου» (κεφ. Β/2, εδ. 5) «Διότι είναι εις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός». Επιμένει ότι «δεν ασέβησε» (Ι/10: 7) και ότι ο Θεός τιμωρεί τον δίκαιο όπως και τον άδικο. «αφανίζει τον άμεμπτον, όπως και τον ασεβή» (Θ/9: 22). Παραπονιέται με πίκρα για την κατάστασή του και εύχεται και πάλι να μην είχε γεννηθεί (Ι/10: 18-22).
     Κεφ. 11. 1η ομιλία Σωφάρ. Συμφωνεί με τους προλαλήσαντες και λέει ωμά στον Ιώβ ότι η τιμωρία του είναι πολύ μικρότερη από αυτή που του άξιζε (6). Αποκαλεί τον Ιώβ ότι είναι εγωιστής και επιμένει στην αυτοδικαίωσή του, χωρίς να αναγνωρίζει την αμαρτία του. 
    Κεφ. 12 – 14. 4η ομιλία Ιώβ. Ο Ιώβ απογοητεύεται και ζητάει από τους επισκέπτες του να τον αφήσουν μόνο και να φύγουν (ΙΓ/13: 13). Αρχικά φαίνεται προς στιγμήν να αμφιβάλει για τη μεταθανάτιο ζωή, αλλά αργότερα όμως εκφράζει τη βεβαιότητά του πάνω σ’ αυτό το σημείο που είναι μάλιστα εντυπωσιακή (κεφ. 19/ 25-27). 

       Τρίτος κύκλος συζήτησης του Ιώβ με τους τρεις φίλους του. 
      Κεφ. 15. 2η ομιλία Ελιφάς. Αποκαλεί τον Ιώβ φαντασμένο και αρχίζει να επικρατεί ένας έντονος εκνευρισμός, κατά του Ιώβ. 
      Κεφ. 16 & 17. 5η ομιλία Ιώβ. Ο Ιώβ συνεχίζει το παράπονό του. «Το πρόσωπό μου κατεκάει υπό του κλαυθμού και σκιά θανάτου είναι επί των βλεφάρων μου». Θεωρεί ότι οι φίλοι του τον εμπαίζουν και ότι ο Κύριος τον «κατέστησε παροιμία των λαών και ενώπιον αυτών κατεστάθη όνειδος» (ΙΖ/17: 6). 
      Κεφ. 18. 2η ομιλία του Βιλδάδ. Σ’ ένα ξέσπασμα θυμού κράζει στον Ιώβ. «Εσύ Ιώβ τον εαυτόν σου μόνον βλάπτεις με τη μανία σου. Θέλεις ν’ αποδειχτεί το δίκιο σου ακόμα και αν χρειαστεί να ερημωθεί η γη, να μετατοπιστούν τα βράχια» (εδ. 4). Ανακεφαλαιώνοντας τις αμαρτίες του Ιώβ προσπαθεί να τον κάνει να μετανοήσει, περιγράφοντας τον τρομερό χαμό των αδίκων. 
       Κεφ. 19. 6η ομιλία Ιώβ. «Οι φίλοι μου με εβδελύχθησαν» (εδ. 19) «η πνοή μου έγινε ξένη προς την γυναίκα μου» (17), «τα οστά μου εκολήθησαν είς το δέρμα μου» (20). Πληγωμένος από παντού ζητάει έλεος από τους φίλους του και μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση ξεσπάει σε μια μεγαλειώδη ομολογία πίστεως, που όμοιά της δεν υπάρχει. «εξέυρω ότι ζει ο Λυτρωτής μου και θέλει εγερθεί εν τοις εσχάτοις καιροίς επί της γης και αφού το σώμα μου φθαρεί, πάλι με τη σάρκα μου θέλω ιδεί τον Θεός» (ΙΘ/19: 25-27). 
       Κεφ. 20. 2η ομιλία του Σωφάρ. Μιλώντας στο ίδιο ύφος του Βιλδάδ, αναφέρεται στις αμαρτίες του Ιώβ και προσπαθεί να παρουσιάσει την τραγική τύχη που περιμένει όλους τους άδικους ανθρώπους. 
      Κεφ. 21. 7η ομιλία του Ιώβ. Ενώ συμφωνεί ότι οι άδικοι υποφέρουν, επιμένει ότι πολλές φορές ευημερούν. 
      Κεφ. 22. Τρίτη ομιλία του Ελιφάς. Αναφέρεται όλο και με πιο σκληρά λόγια στις αμαρτίες του Ιώβ και ειδικά στη σκληρή μεταχείριση των πτωχών. 
      Κεφ. 23, 24. Όγδοη ομιλία του Ιώβ. Υπεραμύνεται της δικαιοσύνης του με τα λόγια: «Διατήρησα τους λόγους του στόματος Αυτού» (ΚΓ/23: 12). 
      Κεφ. 25. Τρίτη ομιλία του Βιλδάδ. Υποβάλει το ερώτημα: «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να δικαιωθεί ενώπιον του Θεού;» 
     Κεφ. 26 – 31. Τελευταία ομιλία του Ιώβ. Ο Ιώβ υπεραμύνεται, για να αποδείξει την αθωότητά του και το δίκιο του μπροστά στο Θεό (ΚΖ/27: 5). Αρνείται κατηγορηματικά να δεχτεί τις κατηγορίες των επικριτών του, που τον κατηγορούν ότι υποφέρει σαν συνέπεια κάποιας κρυφής του αμαρτίας. 
     Κεφ. 32 – 37. Ομιλία του Ελιού. Ενώ οι τρεις επισκέπτες αποστομώνονται από τα λόγια του Ιώβ, ο Ελιού ήταν θυμωμένος μαζί τους εξαιτίας του γεγονότος ότι στάθηκαν ανίκανοι να δώσουν στον Ιώβ την απάντηση που του έπρεπε. Επίσης ήταν θυμωμένος και με τον Ιώβ, γιατί έβλεπε τον εαυτόν του δίκαιο και δικαίωνε τον εαυτόν του παρά το Θεό. Τελικά υποστηρίζει ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο στη ζωή του ανθρώπου όχι σαν μέσο τιμωρίας, αλλά σαν μέσο πρόληψης της αμαρτίας. 
     Κεφ. 38 - 41. Η ομιλία του Θεού. Και ενώ οι φίλοι και επισκέπτες του επαναλαμβάνουν τις απόψεις περί αμαρτιών, που τον έφεραν σ’ αυτήν την κατάσταση, έρχεται ο Θεός να μιλήσει μέσα από τον ανεμοστρόβιλο και το αντικείμενο της ομιλίας Του είναι η άγνοια, η ανικανότητα, η αδυναμία, η μικρότητα του ανθρώπου σε σχέση με το Θεό. Θέτει τη μία ερώτηση μετά την άλλη και με τις ερωτήσεις αυτές αποστομώνει τον Ιώβ και τον ρίχνει στα γόνατα. 
       Κεφ. 42. Μετάνοια και αποκατάσταση του Ιώβ. «Βδελύττομαι εμαυτόν και μετανοώ εν χώματι και σποδώ», (εδ. 6), αναφωνεί ο Ιώβ. Ο Θεός επικύρωσε τις θέσεις του Ιώβ και όχι τις φρούδες σκέψεις των άλλων. Ο Ιώβ ήταν δίκαιος άνθρωπος, αλλά όταν φέρθηκε σε αντιπαράσταση με το Θεό, «εβδελύχθη» τη δική του δικαιοσύνη και με ταπείνωση έσκυψε μέχρι το χώμα. Ο Ιώβ δεν ήταν κακός, όπως οι παρηγορητές του υποστήριζαν, αλλά ένας πραγματικά ευσεβής άνθρωπος, ο οποίος, όταν φέρθηκε σε αντιπαράσταση με το Θεό, ντράπηκε για τη δικαιοσύνη του και με ταπείνωση έσκυψε το κεφάλι μέχρι το χώμα. 

       Αυτό που έχει αξία είναι να δούμε τι έμαθε ο Ιώβ για το Θεό, μέσα απ’ αυτήν την δοκιμασία την οποία υπέστη και τι μπορούμε να μάθουμε και εμείς σήμερα. 
     ---Μέσα από τα γεγονότα που του συνέβησαν αντιλήφθηκε καλύτερα την κυριαρχία του Θεού. Ο Δαβίδ λέγει: «καλό έγινε σε μένα ότι ταλαιπωρήθηκα, για να μάθω τα διατάγματά σου» (Ψαλμός ΡΙΘ/119: 71). 
     ---Στα εδάφια 20 - 21 του πρώτου κεφαλαίου βλέπουμε την αντίδρασή του, όταν μαθαίνει ότι τα έχει χάσει όλα δεν αντιστέκεται στο Θεό: «Τότε σηκώθηκε ο Ιώβ και ξέσκισε το μανδύα του ξύρισε το κεφάλι του κι έπεσε καταγής. Προσκυνούσε κι έλεγε: Γυμνός απ' την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα έδωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω Ευλογημένο να είναι τ' Όνομά Του!» 
      Από αυτήν την αντίδραση του Ιώβ παρατηρούμε τα εξής: 
     1/ Μέσα στη ζωή του αναγνώρισε την κυριαρχία του Θεού. Ας φανταστούμε τον Ιώβ με όλη αυτή την τεράστια περιουσία να αισθανόταν περήφανος για τον εαυτό του. «Τα έχω όλα!», «είμαι μεγάλος», «κοίτα τι έχω κατακτήσει!». Ας θυμηθούμε μία άλλη περίπτωση για να δούμε πόσο επαίρεται η ανθρώπινη καρδιά: «Δεν είναι αύτη η Βαβυλών η μεγάλη, την οποίαν εγώ ωκοδόμησα διά καθέδραν του βασιλείου με την ισχύν της δυνάμεώς μου και εις τιμήν της δόξης μου;» (Δανιήλ Δ/4: 30). Έρχεται λοιπόν η ώρα που ο Ιώβ τα χάνει όλα! Η ζωή του σωριάζεται, όλα αυτά που είχε αποκτήσει εξανεμίζονται και έτσι μένει αβοήθητος, ευάλωτος, χάνοντας απολύτως τον έλεγχο της ζωής του. Στο (εδ. 21) δε βλέπουμε τον Ιώβ να μεροληπτεί, ώστε να λέει: «Αχ, αυτοί οι Σαββαίοι ληστές» ή «η φωτιά» ούτε και «ο δυνατός άνεμος», αλλά ν’ αποβλέπει αποκλειστικά στο Θεό: «ο Θεός τα έδωσε, ο Θεός τα πήρε»
        2) Αφού αποδέχθηκε την κυριαρχία του Θεού, Τον εμπιστεύθηκε. 
      Ο Ιώβ πιστεύει ότι όλα βρίσκονται κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του Θεού. Ζει σ’ έναν κόσμο που υπάρχει και κινείται μέσα στο πλαίσιο της Πρόνοιας του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο δέχεται ότι καθετί που συμβαίνει στη ζωή του και στον κόσμο έρχεται από το χέρι του Θεού. Ο Ιώβ διατηρεί μέχρι το τέλος την ακεραιότητά του αποδεικνύοντας ότι η δικαιοσύνη είναι σημαντικότερη από την ανταμοιβή.
       Στο πρόβλημα του Ιώβ βρίσκουμε τις εξής θέσεις: 
    1/ Η πονηρή, συκοφαντική και επιπόλαιη η άποψη του σατανά, ο οποίος υποστηρίζει ότι από συμφέρον και μάλιστα υλικό ο Ιώβ σέβεται το Θεό και ότι τα δώρα είναι εκείνα που τον κρατούν κοντά στο δωρητή (Α/1: 1 έως Β/2: 8). Για το σκοπό αυτό προκαλεί το Θεό να του τα αφαιρέσει και εκφράζει τη βεβαιότητα ότι, αν αυτό συμβεί, είναι βέβαιο ότι ο Ιώβ θα αμαρτήσει. 
      2/ Η άποψη γενικά των τριών φίλων του, Ελιφά, Βιλδάδ και Σωφάρ, το ίδιο επιπόλαιη, εκφράζει την βεβαιότητα ότι οι άδικοι υποφέρουν εξαιτίας της αδικίας τους, ενώ οι δίκαιοι ανταμείβονται για τη δικαιοσύνη τους, συνεπώς ο Ιώβ, για να υποφέρει, οπωσδήποτε θα πρέπει να έχει αμαρτήσει. Εκφράζουν δε τη μεγάλη απορία: «τις αθώος ων απολέσθει;» (Δ/4: 7). Βεβαίως στα επιχειρήματά τους ο Ιώβ αντιλέγει και τους θυμίζει ότι άδικοι άνθρωποι πολλές φορές ευημερούν (ΚΔ/24: 6). 
     3/ Ο νεαρός Ελιού, (ένας τέταρτος φίλος) προσπαθώντας να προσεγγίσει το θέμα, υποστηρίζει ότι τον πόνο τον στέλνει ο Θεός στους ανθρώπους, όχι τόσο για να τιμωρήσει την αμαρτία τους, όσο για να την προλάβει. Σύμφωνα με την άποψή του ο πόνος είναι ένα προληπτικό μέσο για να προλάβει ο άνθρωπος την αμαρτία. 
    Είναι γεγονός ότι ποτέ το ανθρώπινο μυαλό δεν μπόρεσε να προχωρήσει παραπέρα από τις παραπάνω θέσεις που εξέφρασαν οι φίλοι του Ιώβ. Όλα εξετάζονται σε μία περιορισμένη κλίμακα κάτω από την ανθρώπινη φιλοσοφία της ζωής, τις αναζητήσεις της, καθότι είναι αδύνατον οι άνθρωποι να καταλάβουν τα μυστήρια της δημιουργίας και της διακυβέρνησης του σύμπαντος από το Θεό. Έτσι προκύπτει ένα συνονθύλευμα πελαγοδρομήσεων και αντιφατικών ερμηνειών. Τα γεγονότα στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιώβ αναφέρονται στην πιο τραγική περίοδο της ζωής του. Αναμφίβολα όμως το πιο τραγικό απ’ όλα αφορά την τελευταία μέρα των δεινών του, όταν σκοτώνονται όλα τα παιδιά του. 
     Εύκολα διακρίνουμε ότι μέχρι τη στιγμή που ο Ιώβ χάνει τα παιδιά του, βιώνει μια οικονομική καταστροφή. Στο τρίτο εδάφιο διαβάζουμε ότι είχε μεγάλη περιουσία, ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ανατολής. Κι όμως ο πλουσιότερος άνθρωπος μέσα σε μια εβδομάδα τα έχασε όλα! Μια τεράστια κρίση στη ζωή του! 
     Αυτό που έχει αξία είναι να δούμε τι έμαθε ο Ιώβ για το Θεό μέσα απ’ αυτήν την οικονομική καταστροφή, ώστε να αποτελέσει για μας ένα ζωντανό παράδειγμα. 
    Το περιστατικό αυτό μας δείχνει την απόλυτη κυριαρχία του Θεού. 
    Στα εδάφια 20 - 21 του πρώτου κεφαλαίου βλέπουμε την αντίδραση του Ιώβ, όταν μαθαίνει ότι τα έχει χάσει όλα: Τότε σηκώθηκε ο Ιώβ και ξέσκισε το μανδύα του ξύρισε το κεφάλι του κι έπεσε καταγής. Προσκυνούσε κι έλεγε: «Γυμνός απ' την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη. Ο Κύριος όλα τα έδωσε, ο Κύριος και τα πήρε πίσω Ευλογημένο να είναι τ' Όνομά Του!» 
       Από την αντίδραση του Ιώβ παρατηρούμε τα εξής: 
      1) Ο Ιώβ μέσα στην οικονομική και οικογενειακή του κρίση αναγνώρισε την απόλυτη κυριαρχία του Θεού. 
      2) Αποδέχθηκε την κυριαρχία Του. 
     3) Εμπιστεύθηκε τον εαυτόν του στην κυριαρχία του Θεού. 

         Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΩΒ. 
      Όταν σταμάτησε ο Ελιού να μιλάει, παραινέβει ο Θεός μέσα από τα σύννεφα και επέπληξε τους τέσσερις φίλους του Ιώβ για τη στάση τους απέναντί του. Χαρακτήρισε τα λόγια τους αστήρικτα, αυθαίρετα, που συσκοτίζουν τον ανθρώπινο νου. Συνεχίζοντας έθεσε σ’ αυτούς πολλά ερωτήματα γύρω από τη δημιουργία του κόσμου, γύρω από τα φυσικά φαινόμενα στη γη και στον ουρανό και γύρω από τη θαυμαστή ύπαρξη και λειτουργία των ζώων και των φυτών (Ιώβ ΛΗ/38: 1-41 & ΛΘ/39: 1-30).
       Έπειτα απευθύνθηκε στον Ιώβ και τον ρώτησε εάν είναι ικανός να ελέγξει το Θεό για τα έργα Του! Ο Ιώβ απαντώντας με ευλάβεια στον Κύριο είπε ότι μόνο μια φορά παραπονέθηκε και δεν πρόκειται να το ξανακάνει. Ο Κύριος στη συνέχεια έθεσε στον Ιώβ διάφορα ερωτήματα για τα έργα της δημιουργίας Του (Ιώβ Μ/40: 1-32 & ΜΑ/41: 1-26). Στη συνέχεια ο Ιώβ με ταπεινότητα αναγνώρισε την παντοδυναμία του Θεού και είπε ότι γι' αυτό μίλησε με απρεπή τρόπο κατά του Κυρίου, γιατί μέχρι τώρα μόνο άκουγε για τα μεγαλεία του Θεού, ενώ τώρα Τον αντίκρυσε με τα μάτια του και μίλησε μαζί Του (Ιώβ ΜΒ/42: 1-6). 
       Όταν ο Κύριος τελείωσε τους λόγους του προς τον Ιώβ, επέπληξε αυστηρά τους τρεις φίλους του -παρηγορητές-, γιατί αμάρτησαν και δε μίλησαν αληθινά για τον Ίδιο και το θέλημά Του, όπως μίλησε ο Ιώβ. Τους συνέστησε να πάρουν 7 μοσχάρια και 7 κριάρια και να τα θυσιάσουν μαζί με τον Ιώβ, όπου ο ίδιος θα κάνει τη θυσία και θα προσευχηθεί γι' αυτούς και τότε μόνο θα γίνει δεκτή η θυσία τους και θα συγχωρεθεί το αμάρτημά τους. Γιατί εάν δεν ήταν ο Ιώβ, οπωσδήποτε θα τους τιμωρούσε αυστηρά.
       Οι τρεις φίλοι του Ιώβ έπραξαν όπως έδωσε εντολή ο Κύριος κι έτσι συγχώρησε την αμαρτία τους προς χάριν του Ιώβ, ο οποίος προσευχήθηκε για τους φίλους του (Ιώβ ΜΒ/42: 7-10). Οι αδερφοί του και οι αδερφές του έμαθαν όσα συνέβησαν και θαύμασαν. Πήγαν στο σπίτι του Ιώβ και γιόρτασαν μαζί του, φέρνοντας ο καθένας ως δώρο μια αμνάδα, ένα χρυσό τετράδραχμο κι ασήμι (Ιώβ ΜΒ/42: 11). 
       Ο Κύριος δόξασε κι ευλόγησε τον Ιώβ και τον έκανε πλουσιότερο απ’ ό,τι ήταν πριν. Του έδωσε τα διπλάσια απ' όσα είχε προηγουμένως. Τα πρόβατά του ανέρχονταν σε 14.000, οι καμήλες του σε 6.000, τα ζεύγη των βοδιών του σε 1.000, όπως και επίσης και οι θηλυκοί όνοι του ανέρχονταν σε 1.000. Εκτός από τα ζώα, ο Ιώβ απέκτησε άλλους 7 γιους και 3 κόρες. Την πρώτη την ονόμασε Ημέρα, τη δεύτερη Κασία και την τρίτη Αμαλθαία. Σε όλο τον κόσμο δεν υπήρχαν καλύτερες και ωραιότερες γυναίκες από τις θυγατέρες του Ιώβ. Και όπως έδωσε μεγάλη κληρονομιά στους γιους του, έτσι ο Ιώβ έδωσε μεγάλη κληρονομιά και στις θυγατέρες του (Ιώβ ΜΒ/42: 12-15).
 
       Γιατί ο Θεός ευλόγησε τόσο πλούσια τον Ιώβ; 
    Ο Λόγος του Θεού αναφέρει: «Ακούσατε για την υπομονή του Ιώβ;» (Ιακώβου Ε/5: 11). Ο Ιώβ υπέμεινε περισσότερες κακουχίες απ’ όσες θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Η ζωή του Ιώβ ταυτίστηκε με μία φράση: «υπομονή». Υπέμεινε διατηρώντας ακέραιη την πίστη του στο Θεό, δείχνοντας έτσι την αγάπη του για Εκείνον. Αντί να σκληρύνει την καρδιά του ή να γίνει πικρόχολος ακόμα και αρνητής, εξακολούθησε να συγχωράει πρόθυμα ακόμη και εκείνους που τον είχαν πληγώσει ηθελημένα. Ούτε στιγμή δεν έχασε την ελπίδα του στο Θεό και γι’ αυτό παρέμεινε ακέραιος (Ιώβ ΚΖ/27: 5). 
      Το θέμα της υπομονής μας αφορά όλους. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Ι/10, εδ. 36) αναφέρει: «Διότι έχετε χρείαν υπομονής, διά να κάμητε το θέλημα του Θεού και να λάβητε την επαγγελίαν», ενώ στο Ευαγγέλιο «κατά Λουκάν» (κεφ. ΚΑ/21, εδ. 19), ο Ίδιος ο Κύριος αναφέρει: «διά της υπομονής σας αποκτήσατε τας ψυχάς σας»
     Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο σατανάς θα προσπαθήσει να μας αποθαρρύνει, όπως ακριβώς έκανε και με τον Ιώβ, αλλά αν υπομείνουμε με πίστη, με ελπίδα, παραμένοντας ταπεινοί και πρόθυμοι να συγχωρούμε τους άλλους, θα έχουμε και εμείς τα ίδια αποτελέσματα στη ζωή μας. Τίποτα δε θα απογοητεύσει περισσότερο το Σατανά και τίποτα δε θα φέρει μεγαλύτερη χαρά στη γεμάτη αγάπη καρδιά του Θεού από το να μιμηθούμε στη ζωή μας την πίστη και την υπομονή του Ιώβ. 
    Ο Ιώβ έζησε - μετά τη δοκιμασία του - άλλα 170 έτη και είδε τα παιδιά των παιδιών του μέχρι τέταρτη γενιά. Έφυγε από την πρόσκαιρη τούτη ζωή σε ηλικία 240 ετών με ειρήνη, αποτελώντας φωτεινό υπόδειγμα πίστης, υπομονής και καρτερίας (Ιώβ ΜΒ/42: 16-17). 

      Τι μπορούμε εμείς να διδαχτούμε από την περιπέτεια του Ιώβ. 
     1/ Ο Ιώβ δε γνώριζε ότι πίσω απ’ όλα αυτά που του συνέβησαν ήταν ο διάβολος που προκάλεσε το Θεό σχετικά με την πίστη του Ιώβ. Έτσι ο Θεός εμπιστεύεται στον Ιώβ ένα μεγάλο προνόμιο: Να βγάλει το σατανά ψεύτη. 
     2/ Καθώς ο σατανάς δεν κατηγορεί μόνον τον Ιώβ, αλλά όλους τους ανθρώπους, αφού λέγει προς το Θεό: «ο άνθρωπος….. όλα όσα έχει θα τα δώσει για χάρη της ζωής του». Στην ουσία ισχυρίζεται ότι κανένας άνθρωπος δεν αγαπάει το Θεό και δε μένει πιστός σ’ Αυτόν, όταν πρόκειται να γλιτώσει τη ζωή του. Αυτή η ιστορία μας αφορά όλους, γιατί καθημερινά μας δίνεται το μεγάλο προνόμιο να διαψεύσουμε τον εχθρό. Στο βιβλίο των «Παροιμιών» (κεφ. ΚΖ/27, εδ. 11) αναφέρεται: «Γιε μου, γίνε σοφός και εύφραινε την καρδιά μου, για να έχω τι να απαντώ σ' εκείνον που με ονειδίζει»
   3/ Όσον αφορά το πρόβλημα του ανθρώπινου πόνου είναι γεγονός ότι όλο αυτό το κακό που συμβαίνει γύρω μας δεν ήταν μέσα στα σχέδια του Θεού. Μπήκε μέσα στη ζωή μας ως αποτέλεσμα της αμαρτίας και της αποστασίας μας από το δημιουργό μας. Η ζωή μας άλλαξε εντελώς. Το καλύτερο της ζωής πλέον είναι «πόνος και κόπος» (ψαλμός 90: 10) Ο Χριστός μετά την ανάστασή Του από τους νεκρούς είναι ο συμπαραστάτης μας, «η ράβδος μας και η βακτηρία μας» (ψαλμός ΚΓ/23: 4), για να μην σκοντάψει το πόδι μας. 
     Ο Θεός, παρά την αποκλειστική μας ευθύνη, δεν έμεινε αδιάφορος στον πόνο μας, αλλά διά Ιησού Χριστού κατέβηκε και ήρθε ανάμεσά μας και συμμερίστηκε τον πόνο μας. Ο Χριστός έγινε ο μεγαλύτερος «Πάσχων» που πέρασε πάνω από τη γη. Αφού έπαθε, πέθανε πάνω στο σταυρό ως λυτρωτής και αντικαταστάτης μας πάνω στο σταυρό. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι όχι μόνον ο Θεός δε μένει αδιάφορος στα προβλήματά μας, αλλά συμπάσχει με τη δημιουργία του, στέκεται κοντά μας και αποτελεί «καταφυγή ημών και δύναμις, βοήθεια ετοιμοτάτη εν ταις θλίψεσι» (ψαλμός ΜΣ/46: 1). 
    Ο Ιησούς Χριστός με την ένδοξη Ανάστασή Του από τους νεκρούς έγινε ο Εγγυητής για μια μέλλουσα αιώνια ζωή στην οποία δε θα υπάρχουν όλα αυτά τα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουμε: πόνοι, δάκρυα, ανισότητες, πόλεμοι, αδικίες κλπ. Ο Λόγος του Θεού είναι απόλυτα κατατοπιστικός: «και θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον· διότι τα πρώτα παρήλθον» (Αποκάλυψη ΚΑ/21: 4). ---

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

ΨΑΛΜΟΣ ΟΓ / 73.

      Ψαλμός ΟΓ / 73.    «Ψαλμός του Ασάφ». 

      Πρόλογος. 
    Ποιος είναι ο Ασάφ στον οποίο αποδίδεται η συγγραφή των ψαλμών 49 & 72-82; Πρόκειται για απόγονο του πατριάρχη Λευί, από τη γενιά του Γηρσώμ, που ήταν ο πρωτότοκος γιός του Μωυσή και της Σεπφώρας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ (1077 – 1038 π.Χ) ο Ασάφ διορίστηκε αρχιυμνωδός και κυμβαλιστής στη συνοδεία που αναβίβασε την Κιβωτό από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην πόλη του Δαβίδ (Α’ χρονικών ΙΕ/15: 17 & ΙΘ/19: 25-29). Έκτοτε ο Ασάφ μαζί με άλλους υπηρετούσε μπροστά στη σκηνή του μαρτυρίου διευθύνοντας τη μουσική και την υμνωδία (Α’ Χρονικών Σ/6: 39). 
      Οι γιοι του Ασάφ συνέχισαν να αποτελούν ξεχωριστή ομάδα στις ορχήστρες και στις χορωδίες και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την εγκαινίαση του Ναού, καθώς και κατά το ανέβασμα της Κιβωτού του Κυρίου από τη Σιών στον τόπο του Ναού (Β’ Χρονικών Ε/5: 12). 
    Ο Ασάφ έγραψε τούτο τον ψαλμό, καθώς βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία και αντιμετώπισε έναν σοβαρό προβληματισμό, όταν σύγκρινε τη ζωή του με όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, με τη ευημερούσα ζωή των πονηρών ανθρώπων. Παρατηρούσε ότι οι ασεβείς που ήταν υπερόπτες και βίαιοι φαινόταν να γλυτώνουν από τις συνέπειες της αμαρτωλής ζωής τους. Έφτασε μάλιστα να εκφράσεις τις αμφιβολίες του αν άξιζε ν’ ακολουθεί κανείς μία ορθή πορεία στη ζωή, σύμφωνη με το θέλημα του Θεού.

       ΣΧΟΛΙΑ: 
1 Αγαθός τωόντι είναι ο Θεός εις τον Ισραήλ, εις τους καθαρούς την καρδίαν. 
Πόσο καλός είναι ο Θεός και με πόση αγάπη ευεργετεί το λαό Ισραήλ και μάλιστα όλους εκείνους που έχουν καρδιά καθαρή, ευθεία, ειλικρινή ενώπιόν Του. Επειδή ο Θεός είναι αγαθός, ας είμαστε προσεκτικοί. «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη ότι από του Θεού πειράζομαι διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών και αυτός ουδένα πειράζει» (Ιακώβου Α/1: 13). 
2 Εμού δε, οι πόδες μου σχεδόν εκλονίσθησαν παρ' ολίγον ολίσθησαν τα βήματά μου 
Εμένα τα πόδια μου κλονίστηκαν και κάποια στιγμή άρχισα να αμφιβάλω γι’ αυτά που πίστευα. Η πίστη μου στο Θεό κλονίστηκε και οι δρόμοι της ζωής μου παρ’ ολίγον να είχαν εκλίνει από την «οδόν του Κυρίου». Ο Ασάφ «παρ’ ολίγον ολίσθησε», δεν έπεσε όμως, δεν απομακρύνθηκε από τον Κύριο. 
3 Διότι ζήλευσα τους μωρούς, βλέπων την ευτυχίαν των ασεβών. 
Τι ήταν αυτό που έκανε τον Ασάφ να κλονιστούν τα πόδια του, να χάσει την ισορροπία του; Παρατήρησε την φαινομενική «ευημερία» και «ευτυχία» των ασεβών ανθρώπων και βλέποντας αυτά τον κατέβαλε ζηλοφθονία, καθώς έβλεπε ότι άνθρωποι ασυνείδητοι, στηριζόμενοι στο ψέμα και σε κάθε μορφή αδικίας, ευημερούσαν, προκαλούσαν και καυχιόνταν για τον πλούτο, που είχαν συσσωρεύσει με άδικους τρόπους. Παρά την άνομη ζωή τους οι άνθρωποι αυτοί φαινόταν να ευημερούν, όλα να τους πηγαίνουν καλά και ν’ απολαμβάνουν τα αγαθά τους χωρίς να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα. Η ζωή τους κύλαγε ήρεμα και φαινόταν να ζουν με «ειρήνη και ασφάλεια». Με αυτές τις παραπλανητικές σκέψεις προσπαθεί ο εχθρός ν’ αμφισβητήσει μέσα μας την αγαθότητα και την δικαιοκρισία του Θεού. Ας είμαστε προσεκτικοί, γιατί τούτος ο τρόπος σκέψης αποτελεί το πρώτο βήμα σ’ έναν μεγάλο και ολισθηρό κατήφορο. Η «ευτυχία των ασεβών» δεν είναι κάτι για να το ζηλέψει ο πιστός άνθρωπος, αλλά είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφύγει στη ζωή του.
4 Επειδή δεν είναι λύπαι εις τον θάνατον αυτών, αλλ' η δύναμις αυτών είναι στερεά. 
Έβλεπα τους ασεβείς να μην δοκιμάζονται από λύπες, να μην υπάρχει μακρά αγωνία και βάσανος κατά τον θάνατό τους και να μη διαρκεί επί πολύ η τυχόν μαστίζουσα αυτούς θλίψη, ενώ το σώμα τους ήταν όλο υγεία κι ευεξία. 
5 Δεν είναι εν κόποις, ως οι άλλοι άνθρωποι ουδέ μαστιγώνονται μετά των λοιπών ανθρώπων. 
Αυτοί δεν κοπιάζουν, δεν μοχθούν όπως οι άλλοι άνθρωποι, για την απόκτηση των αναγκαίων αγαθών της ζωής και γενικά παρατήρησα ότι δεν καταθλίβονται και δεν ταλαιπωρούνται, όπως οι άλλοι άνθρωποι..
6 διά τούτο περικυκλώνει αυτούς η υπερηφάνεια ως περιδέραιο, η αδικία σκεπάζει αυτούς ως ιμάτιον 
Η αλαζονεία τους ήταν σαν στολίδι γι’ αυτούς, τους έχει καταλάβει εξ ολοκλήρου ο εγωϊσμός και η υπερηφάνεια. Γύρω από το λαιμό τους σαν περιδέραιο φορούν την έπαρσή τους και σαν χιτώνας τούς σκεπάζει η αδικία. Μ’ έναν τρόπον επιδεικτικό φέρονται άδικα προς τους συνανθρώπους τους και συνεχίζουν με κάθε τρόπο να είναι ασεβείς και προκλητικοί προς το Θεό. Τόσο πολλές ήταν οι αδικίες τους, που «εσκέπαζαν αυτούς, ως ιμάτιον». 
7 Οι οφθαλμοί αυτών εξέχουσιν εκ του πάχους εξεπέρασαν τας επιθυμίας της καρδίας αυτών. 
Τα μάτια τους δεν ήταν βαθουλωμένα από έλλειψη τροφής, αλλά εξείχαν από το πάχος αυτών. Απ' την αναισθησία τους πηγάζει η κακία τους και φαίνονται οι αμαρτωλές επιθυμίες της καρδιάς τους. Η αδικία τους εξέρχεται πλούσια και μεστωμένη από τα μάτια τους και η διεφθαρμένη τους καρδιά ξεπερνά κάθε όριο πονηρών επιθυμιών. Κάθε στιγμή σκέπτονται πονηρά και ενεργούν άδικα. 
8 Εμπαίζουσι και λαλούσιν εν πονηρία καταδυναστείαν λαλούσιν υπερηφάνως. 
Σκέπτονται και αποφασίζουν να λειτουργήσουν πονηρά εναντίον των άλλων ανθρώπων, ενώ διαλαλούν χωρίς καμία ντροπή και μεγαλοφώνως τα κακουργήματά τους. Ειρωνεύονται τους άλλους, εγκωμιάζουν το κακό με αναίδεια και μιλάνε απειλητικά, από θέση ισχύος. 
9 Θέτουσιν εις τον ουρανόν το στόμα αυτών, και η γλώσσα αυτών διατρέχει την γην. 
Η γλώσσα τους αφέθηκε αχαλίνωτη. Τα λόγια τους φθάνουν μέχρι τον ουρανό, για να βλασφημήσουν το Θεό και αμέσως μετά η γλώσσα τους περνάει πάνω από τη γη, για να εξαπολύσουν συκοφαντίες και βρισιές εναντίον των συνανθρώπων τους. 
10 Διά τούτο θέλει στραφεί ενταύθα ο λαός αυτού και ύδατα ποτηρίου πλήρους εκθλίβονται δι' αυτούς.
Ο λαός θεωρεί ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι σπουδαίοι και τους δείχνουν μεγάλο σεβασμό. Τις ασεβείς πράξεις τους πολλές φορές οι άνθρωποι τις εγκρίνουν παρασυρόμενοι από τη φαινομενική ευτυχία τους. Οι ίδιοι θεωρούν ότι ακολουθώντας τους θα έρθουν ημέρες ευτυχίας. Έτσι κάνουν τους ανθρώπους να απομακρύνεται από το Θεό και να προσκολλώνται σ’ αυτούς. 
11 Και λέγουσι, Πως γνωρίζει ταύτα ο Θεός; και υπάρχει γνώσις εν τω Υψίστω; 
Πολλοί άνθρωποι αποβλέποντας στη φαινομενική ευδαιμονία των ασεβών σκανδαλίζονται και διερωτώνται: «άραγε αν υπάρχει Θεός και αν υπάρχει γνωρίζει τα έργα τους, όλα αυτά τα τραγικά πράγματα που συμβαίνουν πάνω στη γη;» Οι ασεβείς, επειδή αμφιβάλουν για τη δύναμη του Θεού, νιώθουν ασφαλείς και συνεχίζουν αμέριμνοι ν’ αυξάνουν τον πλούτο τους, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του άφρονος «δεν υπάρχει Θεός» (ψαλμός ΙΔ/14: 1) και ξεχνώντας τα λόγια του ψαλμωδού που χαρακτηρίζουν την πραγματική εικόνα του ανθρώπου: «ο άνθρωπος είναι ως τοίχος κεκλιμένος και φραγμός ετοιμόρροπος» (Ψαλμός ΞΒ/62: 3). 
12 Ιδού, ούτοι είναι ασεβείς και ευτυχούσι διαπαντός αυξάνουσι τα πλούτη αυτών. 
Σκέπτομαι, αναφέρει ο Ασάφ, ότι αυτοί οι άνθρωποι, παρ’ ότι είναι αμαρτωλοί, ζουν μέσα στη χαρά και την ευτυχία. Απέκτησαν μεγάλο πλούτο, ο οποίος συνεχώς αυξάνεται στα χέρια των. Ζουν αμέριμνοι μέσα στην πολυτέλειά τους, ενώ συνεχίζουν να είναι άδικοι. 
13 Άρα, ματαίως εκκαθάρισα την καρδίαν μου και ένιψα εν αθωότητι τας χείρας μου. 
Επομένως, λέγει ο ψαλμωδός, μάταια καθάρισα την καρδιά μου και ένιψα τα χέρια μου με αθωότητα. Ας είμαστε προσεκτικοί, γιατί τέτοιες σκέψεις δεν αρμόζουν σε πιστό άνθρωπο. Ο εχθρός προσπαθεί με αρνητικά συναισθήματα να μας αποθαρρύνει με σκοπό να μας νικήσει και να μας απομακρύνει από το θέλημα του Θεού. Επηρεασμένος απ’ όλα αυτά που είδαν τα μάτια μου, λέει ο Ασάφ, παρασύρθηκα για λίγο από τις σκέψεις μου και είπα στον εαυτόν μου. «Άραγε τι με ωφέλησε που ζω σύμφωνα με το νόμο του Θεού, με τιμιότητα και αξιοπρέπεια;» Εγώ προσευχόμουν, μελετούσα το Λόγο του Θεού, προσέφερα, έδινα τη μαρτυρία μου στους ανθρώπους και το μόνο που κέρδισα ήταν δεινοπαθήματα, ανέχεια και σκληρές δοκιμασίες. Καθώς παρατηρώ όλα αυτά, διερωτώμαι αν αξίζει να ζει κανείς τη ζωή της πίστης; Άραγε μάταια διατηρώ τη ζωή μου καθαρή και ζω με ειλικρίνεια και αθωότητα; 
14 Διότι εμαστιγώθην όλην την ημέραν και ετιμωρήθην πάσαν αυγήν. 
Δοκιμάστηκα όλη την ημέρα από διάφορες θλίψεις και δυσκολίες, κάθε πρωί ελέγχω τον εαυτόν μου μήπως έχω υποπέσει σε κάποιο λάθος προσπαθώντας ν’ αποφύγω και άλλες πτώσεις μου. Ας μην ξεχνάμε ότι στις δύσκολες περιστάσεις χρειάζεται η πίστη μας. Ο εχθρός ισχυρίζεται ότι εκείνοι που υπηρετούν το Θεό ενεργούν με ιδιοτέλεια. Ας θυμηθούμε τι είπε στο Θεό για τον πολύπαθο Ιώβ Και ο σατανάς απάντησε στον Κύριο, και είπε: «Δέρμα για δέρμα, και όλα όσα έχει ο άνθρωπος θα τα δώσει για τη ζωή του εντούτοις, άπλωσε το χέρι σου, και άγγιξε τα κόκαλά του, και τη σάρκα του, για να δεις αν δεν σε βλασφημήσει κατά πρόσωπο» (Ιώβ Β/2: 4,5). Ζώντας μέσα σ’ έναν άδικο κόσμο θα αποδείξουμε ποιο πραγματικά είναι το κίνητρο της καρδιάς μας. 
15 Αν είπω, Θέλω ομιλεί ούτως ιδού, εξυβρίζω εις την γενεάν των υιών σου. 
Ο Ασάφ κατανόησε ότι ήταν λάθος του να καταλήξει σ’ ένα τέτοιο αυθαίρετο συμπέρασμα και αναγνώρισε ότι αν θεωρούσε την «κατά Θεόν ζωήν» μάταιη, αυτό πραγματικά θα σήμαινε ότι είναι άπιστος και ασφαλώς θα σκανδάλιζε τους πιστούς ανθρώπους. Όλες αυτές τις αμφιβολίες του και τους δισταγμούς του δεν τις μετέφερε σε άλλους πιστούς ανθρώπους, γιατί δεν ήθελε να σκανδαλίσει κάποιους απ’ αυτούς και να υπονομεύσει την πίστη τους. Αν έλεγα ότι θα διηγηθώ αυτούς τους δισταγμού μου, που είναι αποτέλεσμα της ολογοπιστίας μου, στη γενιά των υιών Σου, τότε θα ήμουν ασύνετος και αποστάτης. 
16 Και εστοχάσθην να εννοήσω τούτο, πλην μ' εφάνη δύσκολον 
Προσπάθησα να καταλάβω πώς συμβιβάζεται οι ασεβείς, μέσα από τις άδικες και άνομες πράξεις τους να ευημερούν σ’ αυτή τη ζωή και ο δίκαιος, που ζει σύμφωνα με το Νόμο του Θεού, να υποφέρει! Αυτό δε μπόρεσα να το καταλάβω, φαινόταν στα μάτια μου πολύ δύσκολο και δε μπορούσα να το αντιληφθώ. 
17 εωσού εισελθών εις το αγιαστήριον του Θεού, ενόησα τα τέλη αυτών. 
Ο Ψαλμωδός προκειμένου να ερευνήσει περαιτέρω το θέμα «μπήκε» πνευματικά στο αγιαστήριο του Θεού. Ήρθε στην παρουσία του Θεού και εκεί μπόρεσε να κατανοήσει ακριβώς τι επιφυλάσσετε για τους ασεβείς ανθρώπους. Αναφέρει σχετικά: «Όλες αυτές οι αμφιβολίες με διακατείχαν μέχρι που μπήκα στο άγιο του Θεού και εκεί φωτιστείς κατανόησα ποιο θα είν' το τέλος των αμαρτωλών ανθρώπων». Με άλλα λόγια αναφέρει: «Ήρθα με πίστη μπροστά στην παρουσία του Θεού και εκεί κατάλαβα τι θα συμβεί σε αυτούς όταν φύγουν από την προσωρινή αυτή ζωή και πάνε στην άλλη ζωή». Και όσο σκεπτόμουν τον αιώνιο προορισμό του ανθρώπου, άρχισαν τα πράγματα να ξεκαθαρίζουν μέσα μου. 
18 Συ βεβαίως έθεσας αυτούς εις τόπους ολισθηρούς έρριψας αυτούς εις κρημνόν. 
Η φαινομενική «ευημερία» των ασεβών είναι προσωρινή. Επειδή όλη τους η ζωή περιστρέφεται γύρω από φθαρτά αποκτήματα, στέκουν σε «τόπους ολισθηρούς». Όταν τους εύρει ο θάνατος, όλα αυτά που με τόσο άσχημο τρόπο απέκτησαν, δε θα έχουν καμία αξία και σε τίποτα δε θα μπορούν να τους βοηθήσουν.
Αυτό ήταν εκείνο το οποίο κατάλαβε ο Ασάφ. Μπορεί τώρα να ευημερούν οι ασεβείς γιατί ο Θεός παρατείνει το Έλεός Του και την αγάπη Του και «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθαίος Ε/΄5: 45), όμως είναι φανερό ότι βαδίζουν πάνω σε ολισθηρό έδαφος. Αργά ή γρήγορα θα πέσουν, θα ταπεινωθούν, θα συντριφθεί η υπερηφάνεια της καρδιάς τους και η ζωή τους θα μετατραπεί σε ερείπια. 
Δεν κλείνει ο Θεός τα μάτια Του σε όλα αυτά τα άδικα που συμβαίνουν γύρω μας από αρνητές και πονηρούς ανθρώπους. Ο αιώνιος Λόγος Του μας προειδοποιεί: «Μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται επειδή ό,τι αν σπείρει ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει διότι ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού θέλει θερίσει εκ της σαρκός φθοράν, αλλ' ο σπείρων εις το Πνεύμα θέλει θερίσει εκ του Πνεύματος ζωήν αιώνιον. Ας μη αποκάμνωμεν δε πράττοντες το καλόν διότι εάν δεν αποκάμνωμεν, θέλομεν θερίσει εν τω δέοντι καιρώ» (Γαλάτας Σ/6: 7-9). Η δικαιοσύνη του Θεού θα είναι ο τελικός νικητής τούτης της ζωής. 
19 Πώς διά μιας κατήντησαν εις ερήμωσιν. Ηφανίσθησαν, απωλέσθησαν υπό αιφνιδίου ολέθρου. 
Πώς ξαφνικά όλοι αυτοί ερημώθηκαν, εξαφανίσθηκαν, χάθηκαν, πώς έγιναν σε μια στιγμή συντρίμμια! Όχι μόνον χάθηκαν αλλά και είχαν τέλος τρομερό. Μπορεί στις ημέρες μας να βασιλεύει η αδικία, η ανομία, η καταδυνάστευση, η κατάφορη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όμως δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άνομοι δε θα ξεφύγουν από την κρίση του Θεού (Ρωμαίους Θ/9: 14-24). 
20 Ως όνειρον εξεγειρομένου Κύριε, όταν εγερθής, θέλεις αφανίσει την εικόνα αυτών. 
Η ευημερία των ασεβών είναι σαν ένα όνειρο που περνά γρήγορα. Όπως διαλύεται και χάνεται το όνειρο, όταν ξυπνάει ο άνθρωπος και σηκώνεται από το κρεβάτι του, έτσι και εσύ, Κύριε, θα εκμηδενίσεις την πρόσκαιρη λαμπρή εμφάνιση των αμαρτωλών ανθρώπων. 
21 Ούτως εκαίετο η καρδία μου, και τα νεφρά μου εβασανίζοντο 
Τώρα διαπιστώνω ότι όλα όσα με έκαναν να ζηλέψω δεν ήταν παρά σκιές. Ήταν ανοησία μου που ζήλευα και που μ’ ενοχλούσε η φαινομενική δόξα των ασεβών. Τα νεφρά μου και ολόκληρος ο εσωτερικός μου κόσμος είχαν αναστατωθεί, βασανιζόμουν και είχα αλλάξει όψη. 
22 και εγώ ήμην ανόητος και δεν εγνώριζον κτήνος ήμην ενώπιόν σου.
Φορτωμένος με όλες αυτές τις σκέψεις έγινα ανόητος και δε μπορούσα να καταλάβω και στεκόμουν μπροστά σου σαν το ζώο που δεν έχει λογική και δε μπορεί να εννοήσει. Ας μην αντιδρούμε βασιζόμενοι στα δικά μας αισθήματα και στην ανοχή του Θεού, γιατί τότε θα ενεργούμε όπως τα άλογα ζώα. 
23 Εγώ όμως είμαι πάντοτε μετά σού συ με επίασας από της δεξιάς μου χειρός. 
Πέρα από τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε θα πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλάξουμε την αγαθή και ειλικρινή σχέση μας με το Θεό. Αυτός μια μέρα θα μας εξυψώσει στην παρουσία Του, αλλά και σε τούτη τη ζωή μας έχει υποσχεθεί ότι «δε θα μας αφήσει ουδέ θα μας εγκαταλείψει» (Εβραίους ΙΓ/13: 5). Θα σταθεί κοντά μας κρατώντας μας από το χέρι, για να μην προσκόψουμε. Ως πιστοί άνθρωποι θα πρέπει να είμαστε πάντοτε με τον Κύριο, που μας κρατάει, για να μην πέσουμε, που μας οδηγεί, μας νουθετεί, μας διδάσκει και μας παρέχει ό,τι έχουμε ανάγκη, για να ζήσουμε. Μένοντας στο θέλημα του Θεού μπορούμε να νιώσουμε τη στοργική Του αγάπη. 
24 Διά της συμβουλής σου θέλεις με οδηγήσει και μετά ταύτα θέλεις με προσλάβει εν δόξει. 
Η συμβουλή, η νουθεσία του Θεού είναι εκείνη που θα μας οδηγήσει σε μια σίγουρη και ασφαλή πορεία, σε μία αδιατάρακτη σχέση μαζί Του. Η παρηγοριά μας και η καταφυγή μας στις δύσκολες καταστάσεις που περνάμε θα πρέπει να είναι ο Κύριος. Αναφέρει ο ψαλμωδός: «Εσύ με την αγαθή και παντοδύναμη βουλή σου, με οδήγησες σε τούτη τη ζωή και με δόξα θα με παραλάβεις στην άλλη ζωή». 
25 Τίνα άλλον έχω εν τω ουρανώ; και επί της γης δεν θέλω άλλον παρά σε. 
Ποιον άλλον να ζητήσω, πού αλλού να προσκολληθώ; Ικανοποιούμαι που έχω Εσένα στον ουρανό, αυτό με καθιστά αφάνταστα πλούσιο και επαρκή. Τώρα δεν ποθώ τίποτα πάνω στη γη εκτός από Εσένα. Ας κατέχουν οι ασεβείς όλα τα πλούτη. Για εμένα, Εσύ Κύριε, είσαι η μερίδα μου και αυτή είναι η ικανοποίησή μου. Γιατί τι άλλο άξιο προσοχής και αγάπης υπάρχει στον ουρανό εκτός από Εσένα; Τι άλλο θα μπορούσα να ποθήσω;
26 Ητόνησεν η σαρξ μου και η καρδία μου αλλ' ο Θεός είναι η δύναμις της καρδίας μου και η μερίς μου εις τον αιώνα. 
Η σάρκα μου εξαντλήθηκε, το ίδιο και η καρδιά μου κουράστηκε από τις ταλαιπωρίες μου, όμως ο Θεός είναι και παραμένει ο μοναδικός πόθος της καρδιά μου, βράχος μου και μερίδα μου εις τον αιώνα θα είναι ο Θεός και αιώνια κληρονομιά μου. 
27 Διότι, ιδού, όσοι απομακρύνονται από σου, θέλουσιν απολεσθή συ εξωλόθρευσας πάντας τους εκκλίνοντας από σου. 
Όλοι όσοι απομακρύνονται από τον Αληθινό Θεό και λατρεύουν ψεύτικους θεούς, θα καταστραφούν, θα εξοντωθούν. Αυτή είναι η δικαιοσύνη του Θεού. 
28 Αλλά δι' εμέ, το να προσκολλώμαι εις τον Θεόν είναι το αγαθόν μου έθεσα την ελπίδα μου επί Κύριον τον Θεόν, διά να κηρύττω πάντα τα έργα σου. 
Όμως εγώ θα είμαι πάντοτε κοντά Σου. Για μένα το μεγαλύτερο αγαθό που υπάρχει σ’ αυτήν τη ζωή είναι να προσκολλώμαι στο Θεό. Εκεί βρίσκω την ευτυχία μου. Ευφραίνομαι στο να αποθέτω την ελπίδα μου στον Κύριο, να κηρύττω και να εξιστορώ τα θαυμάσια έργα Του, σε όλους όσους θέλουν ν’ ακούσουν. 

        Επίλογος. 
    --Στον ψαλμό που διαβάσαμε φαίνεται ο Ασάφ να περνάει μέσα από μια δύσκολη περίοδο στη ζωή του. Καθημερινά περιβάλλεται και συναλλάσσεται με ανθρώπους που παραβιάζουν τους νόμους του Θεού και οι οποίοι όχι μόνον φαίνεται να μένουν ατιμώρητοι, αλλά και ευημερούν στη ζωή τους και όλα τους πάνε καλά. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες αναρωτιέται αν αξίζει κανείς να προσπαθεί να ευαρεστεί το Θεό. Καθώς παρατηρεί όλα αυτά, χωρίς να μπορεί να τα εξηγήσει, μία επιπόλαιη και πολύ επικίνδυνη σκέψη έρχεται στο μυαλό του: «Ασφαλώς, μάταια καθάρισα την καρδιά μου και έπλυνα τα χέρια μου με αθωότητα»
    -- Καθώς το θέμα αυτό απασχολεί τον Ασάφ και το εξετάζει σε βάθος, έρχεται κάποια στιγμή και αλλάζει γνώμη. Αντιλαμβάνεται ότι οποιαδήποτε απόλαυση και αν νιώθουν οι πονηροί άνθρωποι, αυτή είναι προσωρινή και εφήμερη. Έτσι λοιπόν καταλήγει στο σωστό συμπέρασμα και λέγει προς το Θεό: «Εκτός από εσένα δεν έχω άλλη ευχαρίστηση στη γη»
Αν, ψυχή, κάποιες στιγμές στη ζωή σου αμφιβάλεις και εσύ για το αν αξίζει να ζεις σύμφωνα με τους νόμους του Θεού, κάνε ό,τι έκανε και ο Ασάφ, κοίταξε κάτω από την επιφάνεια, παρατήρησε πίσω από τη βιτρίνα, δες πέρα από την προσωρινότητα τούτης της ζωής. Όλοι αυτοί που περιφρονούν τους νόμους του Θεού διέπονται από ένα κοινό χαρακτηριστικό. Δεν υπάρχει ειρήνη στη ζωή τους. «Ειρήνη δεν είναι εις τους ασεβείς, λέγει Κύριος» (Ησαΐας ΜΗ/48: 22). Καθώς τους παρατηρεί ν’ απολαμβάνουν την πρόσκαιρη ζωή τους, ένας λόγος έρχεται στο στόμα του και στην καρδιά του: «Το να πλησιάζω τον Θεό είναι καλό για εμένα». 
    --Η αδικία, που σε κάθε βήμα της ζωής μας παρατηρούμε, είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και της αποστασίας του ανθρώπου από το Θεό. Ο προφήτης «Αβακούμ» (Α/1: 3,4), αναφέρει: «Διά τι με κάμνεις να βλέπω ανομίαν και να θεωρώ ταλαιπωρίαν και αρπαγήν και αδικίαν έμπροσθέν μου; και υπάρχουσι διεγείροντες έριδα και φιλονεικίαν. Διά τούτο ο νόμος είναι αργός, και δεν εξέρχεται κρίσις τελεία επειδή ο ασεβής καταδυναστεύει τον δίκαιον, διά τούτο εξέρχεται κρίσις διεστραμμένη». 
   --Πώς εμείς σήμερα μπορούμε να ωφεληθούμε απ’ όσα έγραψε ο ψαλμωδός μέσα από την προσωπική του εμπειρία; Καθώς ζούμε μέσα στην αδικία, το ψέμα και την παραπληροφόρηση, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να εμπιστευθούμε απόλυτα τον Κύριο και να «πραγματευτούμε» (Λουκάς ΙΘ/19: 13) με τους συνανθρώπους μας το Λόγο Του, μέσα από τα έργα και τα λόγια μας. Ο Θεός «γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν» (Εβραίους ΙΑ/11: 6) και επίσης «ο Θεός δεν είναι άδικος ώστε να λησμονήσει το έργον σας και τον κόπον της αγάπης, την οποίαν εδείξατε εις το όνομα αυτού, υπηρετήσαντες τους αγίους και υπηρετούντες» (Εβραίους Σ/6: 10). 
   --Ας μην μας παρασύρει η φαινομενική επιτυχία των ασεβών ανθρώπων και ας μην υιοθετούμε εσφαλμένους τρόπους σκέψης, γιατί καταλήγουμε να βρεθούμε στην ίδια κατάσταση με τους ανόμους. Σκεπτόμενοι με τον τρόπο που σκέπτονται οι ασεβείς άνθρωποι, στην πραγματικότητα καταλήγουμε και εμείς στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι: «ο Θεός δε γνωρίζει αυτά που γίνονται και ως εκ τούτου δε θα ενεργήσει κατά της ανομίας». 
   -- Τι πρέπει να κάνουμε; Πώς μπορούμε να σταθούμε και να νικήσουμε μέσα στην ανομία που μας περιβάλει; Πως μπορούμε ν’ αποφύγουμε τους «ολισθηρούς δρόμους» της αμαρτίας; Αυτό μπορούμε να το πετύχουμε ενθυμούμενοι και εφαρμόζοντας πάντοτε τα λόγια του Ασάφ: «όσο αφορά εμένα, το να προσκολλώμαι στον Θεό είναι το αγαθό μου έθεσα την ελπίδα μου επάνω σε σένα, τον Κύριο τον Θεό, για να κηρύττω όλα τα έργα σου» (εδ. 28). ---