Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

ΣΤΟΙΧΟΙ ΑΓΑΠΗΣ

         Στοίχοι για να θυμίζουν σε όλους μας την ειλικρινή αγάπη, που μόνον Εκείνος μπορεί να βάλει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Να μας θυμίζει κάθε τι που υμνεί αυτή (Α΄ Κορινθίους ΙΓ/13: 1-13). Για να μην ξεχνάμε ότι : "Όστις δεν αγαπά, δεν εγνώρισε τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη". (Α΄ Ιωάννου Δ/4: 8). Να μην ξεχνάμε ότι : «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄ Κορινθίους ΙΓ/13: 8).

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ
Στη μνήμη, του αδελφού, του φίλου, του συνάδελφου,
Θανάση, που τόσο γρήγορα, έφυγε από κοντά μας.

Ήταν κάποτε σκοτάδι
ήταν κάποτε σιωπή,
νύχτα απέραντη το βράδυ
κι ούτε ελπίδα να φανεί

Ήταν κάποτε σκοτάδι
κι ήρθε άξαφνα ένα φως
τ’ όνομά του, μη ρωτάτε
ήταν για όλους αδελφός

Μα ήρθε χέρι απ’ το σκοτάδι
κι έσβησε με μιας το φως
κι έτσι χάθηκε η ελπίδα
πάει μαζί κι ο αδελφός

Τ’ όνομά του, μη ρωτάτε
πέστε τον μονάχα φως,
άσπροι, μαύροι, που πονάτε
Ήταν για όλους αδελφός ……..

ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ
Σ΄ ένα φτωχό ξεμακρυσμένο κοιμητήριο
είδα μια πλάκα που χε πνίξει το γρασίδι,
δεν είχε όνομα ή τίτλο ή στολίδι,
μα μία λέξη μοναχά, «συγχωρημένος»
Η άνοιξη σαν ύφαινε το τρυφερό της ποίημα
και ο βοριάς σαν διάβαινε, με το βαρύ του βήμα
αντήχηση αρμονική έβγαινε απ’ το μνήμα
Κι έλεγε, κι έλεγε ξανά, «συγχωρημένος»
Η μέρα της γεννήσεως δεν ήτανε γραμμένη
και η ζωή του ολόκληρη έμενε ξεχασμένη
όλα σβηστήκανε θαρρείς και τίποτα δεν μένει
μα μία λέξη μοναχά, «συγχωρημένος»
Η μέρα όπου μες στη γη το σώμα είχαν θάψει
κι ο κόσμος μίλησε σ’ αυτόν με τη στερνή του λάμψη
περιφρονήθηκε κι αυτή, αρκεί που είχαν γράψει
μια λεξούλα μοναχά, «συγχωρημένος»
Αμαρτωλός γεννήθηκε όπως και τόσοι άλλοι,
έζησε, μόχθησε, έκλαψε μέσα στην κοσμοζάλη
μα κάποτε μέσα στου Χριστού έγειρε την αγκάλη
και πήρε στον τίτλο το λαμπρό, «συγχωρημένος».

ΣΕ ΣΕΝΑ
Κι’ αν θαμπώνουν τα μάτια μου
στις πηγές των δακρύων
κι αν υψώνονται κύματα
σαν θεριά μανιασμένα
θα ελπίζω σε Σένα
Κι αν σκοτάδι απλώνεται
κι όλο πέφτει τριγύρω
της αγάπης τα λούλουδα ξεψυχούν μαραμένα
θα ελπίζω σε Σένα
ποιος μπορεί της αγάπης Σου
να μου κλέψει το μύρο
τον αμάραντο στέφανο
ποιος μπορεί να κρατήσει
σε κοιτάζουν τα μάτια μου
στης οδύνης το ξύλο
[οιος μπορεί περισσότερο
από Σε ν’ αγαπήσει ;;

ΑΓΑΠΗ…
Κοίταξε το σύννεφο που φεύγει,
κοίτα το πουλί που έρχεται
όλα μιλούν για κάτι
όλα μιλούν για αγάπη…
Κοίτα το παιδί που γελά
και το γέρο που κλαίει αργοσκυφτά
όλοι ζητούνε κάτι
όλοι ζητούν αγάπη…
Κοίτα το νιό που σκυφτός περπατά
και τον άλλο που κλαίγοντας τραγουδά
όλοι θέλουνε να μιλούν για κάτι
όλοι ζητούν αγάπη…
Κι όμως η αγάπη ήρθε (ο Χριστός)
τους ζήτησε, μα δεν τους βρήκε
Μάταια ψάχνουν μα δεν ξέρουν
Που τη ζητούν…
Κι όμως η αγάπη ήρθε
Μα δεν τους βρήκε
Και αυτοί ακόμα ψάχνουν
Αλήθεια, Θεέ μου, μέχρι πότε….. μέχρι πότε ;;

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
Μην πεις ποτέ σου : «Είναι αργά»
Κι αν χαμηλά έχει πέσει,
Κι αν λύπη τώρα σε τρυγά,
Κι έχεις βαθιά πονέσει
Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά
Κι έρημος έχεις μείνει,
Μην πεις ποτέ σου «Είναι αργά»
Τα’ ακούς; ότι κι αν γίνει
Μην πεις ποτέ σου
Τις δύο απελπισμένες λέξεις,
Κι αν έμπλεξες με το κακό
Και πάλι θα ξεμπλέξεις
Ποτέ, ποτέ δεν είναι αργά
Πρέπει να το πιστέψεις
Και με την πίστη στην καρδιά
Εκείνον να γυρέψεις
Εκείνον που και τον ληστή
Μ’ όλα τα κρίματά του,
Γιατί είχε μια καρδιά πιστή
Τον κάλεσε κοντά Του
«Είναι αργά», λοιπόν μην πεις
ό,τι κι αν σου συμβαίνει
φτάνει να προσευχηθείς
κι αμέσως σ’ ανασταίνει.

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Κάποια μέρα του Οκτώβρη
Έφθασα σ’ αυτή τη γη
Και η αγκαλιά της μάνας
άνοιξε όλο στοργή
να δεχτεί το θείο δώρο
απ’ τον μέγα Δωρητή.
Με το γάλα της αγάπης
Της θυσίας το ψωμί
Έμαθα το άλφα – βήτα
Στο σχολειό στη ζωή.
Τα χρυσά τα χρόνια της νιότης
Πέταξαν σαν μια στιγμή.
Σαν ανέτειλε ο ήλιος,
Η ελπίδα μου μηνούσε,
Άπλωνε η καρδιά φτερούγες
Σαν αυτός μεσουρανούσε
Και περίμενα να έρθει
Κάτι άλλο στην ζωή μου,
Μου το φώναζε ο Πλάστης
Μες από την ύπαρξή μου.
Τα΄ άκουγα σαν αρμονία
Σαν αγγέλων μουσική
«η Αγάπη είναι στη γη μας,
τώρα ψάχνει να σε βρει».
Μα σαν έβλεπα τον ήλιο
Να αργοκυλά στη δύση,
μαργαρίτα μαδημένη
με τα μάτια μου θολά,
πόθησαν ένα άλλον ήλιο
που ποτέ πιά να μη σβήσει
και τον είδαν ν’ ανατέλλει
στις πλαγιές του Γολγοθά.
Ω ? τι θέαμα, Θεέ μου,
ν’ αντικρίσω δεν τολμώ,
κάρφωσες για με τον Ήλιο
στον αιμάτινο σταυρό.
Φως ξημέρωσε στη γη μας
Βράδιασε στον ουρανό.
Ναι, -τι θαύμα- τότε είδα
Του Χριστού τα μεγαλεία
Κι έπιασε η ψυχή μου νότες
Απ’ ουράνια χορωδία.
Ξεδιψάσανε τα χείλη
Απ’ το «ζωντανό νερό»
Αν υπάρχει αμφιβολία
«γεύθειτε» παρακαλώ
συν Θεώ τα ξαναλέμε
ραντεβού στον ουρανό.

ΑΝ ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ
Αν δεν ήσουν Εσύ
Στις πικρές μας τις ώρες
Αν τα μάτια μας σκύβανε
μες στις γήινες μπόρες,
η ψυχή μας σαν φύλλο
θα γυρνούσε ξερό,
χωρίς να βρει της ζήσης
το καθάριο νερό.
Αν δεν ήσουν Εσύ
Στον σκληρό μας αγώνα,
Στης ψυχής την πάλη
Πού ΄ναι σώμα με σώμα,
Ο εχθρός θα μας άρπαζε
Μες στης γης το βυθό,
Στο σκοτάδι τα’ απέραντο,
Στον αιώνιο χαμό.
Αν δεν ήσουνα Εσύ,
σαν το έρμο καλάμι
ο βοριάς θα μας έσπρωχνε
στου κακού το ποτάμι,
δεν θα βρίσκαμε ανάπαυση
μες σε τούτη την γη
κι’ η πληγή μες στα στήθη μας
θα ‘ταν πάντα ανοιχτή.

«Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ»
Μια φορά κι ένα καιρό
-όπως λέει το παραμύθι-
έχτισα σκαρί γερό
καλοτάξιδο καΐκι.
Πήρα κούκο ναυτικό,
Μπαλαμάνα με σιρίτια,
Μία πίπα και καπνό,
Κομπολόι με κοχύλια.
Και βαφτίστηκα ατός
Τλόβενο και διαχειριστής,
Πλοίαρχος, μηχανικό,
Βιτζαδώρρος, λιπαντής.
-Μέριασε για να περνώ,
θάλασσα λεβεντοπνίχτρα,
το τιμόνι μου κρατώ
εις την πλώρη μέρα – νύχτα.
Βγέστε, ζάρια του γιαλού,
Θαλασσόλυκο να δείτε
Και γοργόνες του νερού,
Μπράβο, τσίφτη, να μου πείτε.
Τι τα θέλεις τα πολλά
Τα κομπάσα, τις πυξίδες
Όργανα ναυτιλιακά,
Κάτι χάρτες, κάτι πείρες.
Εις την γέφυρα στητός
Με τα κιάλια εις τα χέρια….
Τι είναι ο ωκεανός
Και το στίγμα και τα’ αστέρια.
Που να κείνοι που κουνούν
Το κεφάλι τους με φόβο
Που να κείνοι που γελούν
Ότι θα χανα το δρόμο.
Σαν συνήρθα στο νερό
Τρέμοντας και ματωμένος,
Κράταγα ένα Σταυρό.
Ναυαγός μα και σωσμένος.

ΥΜΝΟΙ
Θέλω να ψάλλω Λυτρωτά,
Για την αγάπη τη βαθιά,
Που έδειξες Εσύ για με,
Κι ήρθες στη γη να σταυρωθείς.
Για μένα τον αμαρτωλό,
Ανέβηκες εις τον Σταυρόν,
πήρες στους ώμους Σου Εσύ,
την ιδική μου ενοχή.
Θέλω να ψάλλω Λυτρωτά,
Για την αγάπη τη βαθιά,
Που έδειξες Εσύ για με,
Άμωμε του Θεού αμνέ.
Ω, δεν μπορώ να κρατηθώ,
αμέσως τρέχω στον Σταυρό,
με δάκρυα για να Σου πω,
Σωτήρα μου, Σ’ ευχαριστώ.
Πόσο μ’ αγάπησες Χριστέ,
και πέθανες Εσύ για με,
Εσύ το άκακο αρνί,
πήρες τη θέση του ληστή.
Για να σωθώ απ’ την οργή,
κατάρα έγινες Εσύ.
Επάνω στον σκληρό Σταυρό,
πεθαίνεις σαν αμαρτωλός

ΘΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ
Άσωστη νύχτα μακρινή
κι ατέλειωτο το βράδυ
κι έμεινε όνειρο η αυγή
να φύγει το σκοτάδι .
Θα ξημερώσει, θα ξημερώσει,
θα ξημερώσει και θα ‘ρθεί,
θα’ ρθεί της παρηγοριάς το φως,
αν στη ζωή μας και στη γη μας
ξαναγυρίσει Λυτρωτής μας ο Χριστός
Γυρέψαμε λίγο δαδί,
ένα φιτίλι λάδι,
να ρίξει φως μες στο κελί,
που μοιάζει μαύρο Άδη.
Ρωτήσαμε γι’ αυγερινό
μας τάξανε την πούλια,
είδαμε μαύρο ουρανό,
μας κόψαν τα φτερούγια.
Δε δίνει φως η σκοτεινιά
κι η κάκητα αγάπη.
Μη ψάχνεις να ‘βρεις λευτεριά
στης φυλακής τα βάθη.
Μυστήρια η ζωή μας κείνη,
λίγες χαρές και φως μας δίνει.
Ελπίδες, όνειρα τα σβήνει,
μόνο ο Θεός ξέρει γιατί.
Προσμένω κείνη την ημέρα,
που η αγάπη του Πατέρα,
θα φανερώσει κάθε τι,
τότε θα μάθω το γιατί.

ΓΙΑΤΙ ;;
Χωρίς απάντηση περνάνε
οι προσευχές φεύγουν και πάνε,
καινούργιοι πειρασμοί κυλάνε,
μόνο ο Θεός ξέρει γιατί.
Μια πάχνη όλα τα σκεπάζει,
ο ανθός πεθαίνει μόλις σκάζει,
ο θάνατος κάποιον αρπάζει,
μόνο Θεός ξέρει γιατί.
Κι αν η νυχτιά γύρω βαστάει,
ο Κύριος τα κλειδιά κρατάει,
η μέρα τα’ Ουρανού φωτάει,
π’ όλα θα μάθω τα γιατί.

Το ΕΛΑΦΙ
Όπως το ελάφι πάντα
μέσα στα βουνά ποθεί,
τρέχοντα νερά για να ‘βρει
λίγο να ξεδιψασθεί,
έτσι κι η καρδιά μου πάντα
κλαίει και ζητεί να δει
τον Κύριον, τον Άγιον,
έστω και για μια στιγμή.
Όταν ο εχθρός με λύσσα
σκύβει μες στ’ αυτί κρυφά
και με πονηριά μου λέγει
«πού ‘ναι ο Θεός σου πια;»
Στρέφω το δειλό μου βλέμμα
προς τον ουρανό ψηλά,
στον Κύριον των ταπεινών,
για να βρω παρηγοριά.
Τότε κι η καρδιά μου λέγει:
«Ξέχασες πόσες φορές,
σ’ έσωσε από φουρτούνες
κι από μαύρες συμφορές;
Έλπιζ’ επί τον Θεόν σου,
με αγκάλες ανοιχτές,
ο Κύριος σε προσκαλεί,
σε αθάνατες χαρές».

Ο ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ
Χριστιανέ, ω, θάρρει,
Καν ο αγών μακρός,
Εν τέλει θα νικήσεις
Δια Θεού Πατρός
Εμπρός, εμπρός

H ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Τη φύση σαν κοιτάζω,
απορώ, θαυμάζω τη σοφία Σου την τρανή.
Είσαι Θεός μεγάλος, δεν υπάρχει άλλος
έτσι να μεγαλουργεί.
Τα έργα Σου τα θαυμαστά μου μιλούν γι’ αυτή,
τη χάρη π’ αγαθοποιεί με δύναμη.
Οι αυγές χαράζουν,τ’ άστρα ανταυγάζουν
κι όλα ψάλλουν με μια φωνή.
Δόξα, αλληλούια, δόξα, αλληλούια, αλληλούια, αμήν.
Στο Γολγοθά κοιτάζω,
απορώ, θαυμάζω τη σοφία Σου την τρανή.
Πως η δικαιοσύνη και η γλυκιά ειρήνη
φιληθήκαν πάνω εκεί.
Το έργο Σου το θαυμαστό
μου μιλά γι’ αυτή,
τη χάρη π’ αγαθοποιεί, δίνει ζωή.
Στον Χριστό στραμμένοι,
μ’ αίμα λυτρωμένοι
όλοι ψάλλουν με μια φωνή.
Δόξα, αλληλούια, δόξα, αλληλούια, αλληλούια, αμήν.

Ο ΔΡΟΜΟΣ.
Ω, πιστέ, προχώρα και μη σταματάς,
Της ζωής ο δρόμος είναι Γολγοθάς.
Όσο κι αν σε θλίβει τώρα το κακό,
σε προσμένει δόξα, κει στον Ουρανό.
Ω, αγάλλου, οδοιπόρε,
στο ταξίδι σου αυτό,
Έχεις συντροφιά τον πράο,
τον γλυκύτατο Χριστό.
Όσο κι αν η νύχτα είναι σκοτεινή,
στην καρδιά σου μέσα δεν μπορεί να μπει.
Κι αν σαν οδοιπόρος τώρα κουραστείς,
κάποτε για πάντα θα αναπαυθείς.
Έχει ακόμα δρόμο, ως τον Ουρανό,
Δύσκολο, θλιμμένο και πολύ στενό.
Μα και του Πατέρα η άσωστη πηγή
Έχει να ζητήσεις πίστη πιο τρανή.
Ω, αγάλλου, οδοιπόρε,
στο ταξίδι σου αυτό,
Έχεις συντροφιά τον πράο,
τον γλυκύτατο Χριστό.

ΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Αν δεν ήταν ο Χριστός όταν πλανιόμουνα
αν δεν ήταν ο Χριστός πού θα βρισκόμουνα;
Αν δεν ήταν ο Χριστός δίχως στοργή
Σαν καλάμι στο βοριά θα είχα τσακιστεί .
Ότι κι αν έχω σ’Αυτόν το χρεωστώ κι όσο
Αντέχω γι’ Αυτόν θα μιλώ . Στον Κύριο μου
Να μοιάσω λαχταρώ και στα Ουράνια να μην
Ντροπιαστώ . Αν δεν έψαχνα Χριστός με πόνο
Να με βρει, στα σοκάκια της ντροπής που ‘χα παγιδεύτηκα,
Αν δεν έψαχν’ ο Χριστός , χωρίς το φως στις χαράδρες της
Ζωής θα είχα γκρεμιστεί. Αν δεν είχα τον Χριστό
Σαν με πληγώσανε κι απ’ τις πόρτες τους σκληρά
Όταν με διώξανε αν δεν είχα τον Χριστό να με δεχθεί
Σαν δεντράκι στο χιονιά θα είχα μάραθει.

Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ
Στ’ Αυγούστου ένα βασίλεμα, να φύγεις μούπες ήρθε η ώρα
Φτηνό το ταπεινό μου φίλεμα, δεν σε χορταίνει η ώρα.

Τώρα, ξανά ηλιοβασίλεμα, τη πόρτα μου δειλά χτυπάς
Του γυρισμού ζητάς το φίλημα, αν θα σ’ ανοίξω με ρωτάς

Τα σφάλματα καρδούλα μου, για τους ανθρώπους είναι,
όμως μην κουραστείς ψυχούλα μου, άνθρωπος πάντα μείνε

Μη σε πονάει που πόνεσα, άνθρωπος είμαι και συγχώρησα,
Τα σφάλματα καρδούλα μου, για τους ανθρώπους είναι

Παρέα με τον ήλιο γύρισες, σας κρύψανε πέρα τα όρη
Κρίμα είπες, πόση ρούφηξες φτώχια πικρή και ξεροβόρι

Μα τα όνειρα σ’ απάτησαν, σου κλέψαν τον ανθό
Με τα μάτια σου που δάκρυσαν ρωτάς, μπορώ να ξαναρθώ

Και τα όνειρα αγάπη μου, για τους ανθρώπους είναι
Όμως μη κουραστείς ματάκια μου, ονειροπόλος πάντα μείνε

Μη σε πονάει που πόνεσα, άνθρωπος είμαι και συγχώρησα
Και τα όνειρα αγάπη μου, για τους ανθρώπους είναι.


Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Τα παιδιά στο περιγιάλι φτιάξαν ένα χαρταετό
Με εφημερίδες του μπακάλη, καλάμια απ’ τον Κηφισό
Γράψανε με κόκκινο μελάνι, με ματωμένα κεφαλαία
Όσα η ζωή τους είχε κάνει και όσο ποθούσε η παρέα

Διεύθυνση βάλαν ουρανός κι έφυγε ο χαρταετός
Αποστολεύς ένας φτωχός και παραλήπτης ο Θεός
Τον βρήκαν κάτι σφουγγαράδες, στο Πέραμα την Κυριακή
Είχε μπλεχθεί στις καμινάδες μιας αποθήκης με ρακί

Πεινάν ρακί οι σφουγγαράδες και τον διαβάζαν, ως να φέξει
Βουρκώνανε σε κάθε λέξη και μουτζουρώναν τις αράδες
Σε λάθος χέρια δυστυχώς, έπεσε ο χαρταετός
Αποστολεύς ένας φτωχός και παραλήπτης, πιο φτωχός

Πήγαν στ’ αφέντη τους την πόρτα και τον πετάξαν βιαστικοί
Μέσα γιορτή είχαν και φώτα και πέζαν τζάζ οι μουσικοί
Τον βρήκανε οι καλεσμένοι και πως γελάσαν οι κυρίες,
Που είχε ανορθογραφίες, στο ο περισπωμένη

Άτυχος ο χαρταετός, τον κάψανε σε μια γωνία
Αποστολεύς ένας φτωχός και παραλήπτης, πιο φτωχός

H ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Ένα αφύλακτο σπίτι
η καρδιά μου και μπήκες,
μπήκες να ξαποστάσεις
και συ το λεηλάτησες

Η καρδιά μου καράβι,
σε παρθένο ταξίδι
ήρθες σαν τον κουρσάρο,
με φωτιές και το πάτησες.

Τώρα τι τρέμεις, γιατί λυπάσαι,
εγώ ευθύνες δε σου ζητώ,
αυτή η φωνή που τη φοβάσαι,
δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ

Εγώ σωπαίνω, άκου σωπαίνω,
εγώ ευθύνες δε σου ζητώ,
άλλος φωνάζει, άλλος ρωτάει,
άλλος κρατάει λογαριασμό
στ’ ορκίζομαι δεν είμαι εγώ.


ΣΥΝΟΡΑ Η ΑΓΑΠΗ ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΕΙ….
Άσε μια να κάτσω πλάι σου
Κι ότι θέλεις συλλογίσου
Δεν θα σου μιλήσω,
μίλα με τους άλλους γύρω σου
για ν’ ακούω τη φωνή σου,
σε παρακαλώ, σε παρακαλώ
σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει,
πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’ αγαπώ,
γέρνεις και ο ίσκιος σου μ’ αγγίζει
και γω ριγώ, κι εγώ ριγώ
άσε μια απ’ το ποτήρι σου
μια γουλιά να πιω ακόμα
δίψασα πολύ, δίψασα πολύ
φεύγει η ζωή και χάνεται
και τ’ αφίλητό μου στόμα
κλαίει για ένα φιλί, κλαίει για ένα φιλί
σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει,
πόσο σ’ αγαπώ,
γέρνεις και ο ίσκιος σου μ’ αγγίζει
και γω ριγώ, κι εγώ ριγώ

Σ’ ΑΓΑΠΩ
Σ’ αγαπώ, όπως η μάνα το παιδί
όπως η φλόγα το δαδί
όπως ο γέρος τη ζωή,
που τον αφήνει.
Σ’ αγαπώ, όπως η άβυσσος το φως,
όπως τα όνειρα ο φτωχός
κι ο κουρασμένος στρατιώτης την ειρήνη
Δεν έχω τίποτα άλλο,
είμαι μια φωνή
είμαι δυο χέρια αδειανά, που σε τιλήγουν
μα σ’ αγαπώ και κοίτα ανοίγουν οι ουρανοί,
οι ουρανοί που τόσο γρήγορα ανοίγουν.
Σε ζητώ όπως το χώμα τη βροχή
όπως το γέλιο η ψυχή
κι οι οδοιπόροι τα βαθύσκιωτα πλατάνια,
Σε ζητώ όπως το χιόνι τη φωτιά
Ο πονεμένος τη γιατρειά
Και η μεγάλη αμαρτία τη μετάνοια.

Η ΑΓΑΠΗ ΟΛΑ ΤΑ ΥΠΟΜΕΝΕΙ
Δεν είν’ τα μάτια σου μεγάλα
Τόσο βαθιά και γαλανά
Είναι η αγάπη που τα κάνει
Όλα, όλα, αληθινά

Δεν είν’ τα λόγια σου σπουδαία,
Λόγια απλά, καθημερινά,
Είν’ η αγάπη που τα κάνει,
Όλα, όλα αληθινά

Η αγάπη, όλα τα υπομένει,
Η αγάπη, όλα τα ελπίζει,
Δίνει ζωή στην οικουμένη
Κι η γη γυρίζει, κι η γη γυρίζει
Είσαι κι εσύ μια αυγής λουλούδι,
Κάτι που εφήμερα περνά,
Μα είναι η αγάπη που τα κάνει
Όλα, όλα αληθινά

Είναι τα λάθη σου μεγάλα
Και κάθε λάθος σου πονά,
Αχ είναι η αγάπη που τα κάνει
Όλα, όλα αληθινά

Δεν ξέρει η αγάπη μοιρολόι,
Αρχή και τέλος δεν γνωρίζει
Χτυπάει τ’ αόρατο ρολόι
Κι η γη γυρίζει, κι η γη γυρίζει

O ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Για μένα ακόμα
Η φλόγα καίει
Ότι κι αν γίνει
Θα σ’ αγαπώ
Μη με ρωτήσεις
Λοιπόν ποιος φταίει,
Όποιος κι’ αν φταίει
Θα πω. Εγώ.

Αντίο λοιπόν αντίο
Το χάνω κι’ αυτό το πλοίο
Και κάνει Θεέ μου ένα κρύο
Σαν γίνονται, ένας οι δύο

Ότι κι αν γίνει
Θάμαι κοντά σου
Θα ικετεύω τον ουρανό
Να μην πληρώσεις τα σφάλματά σου
Να τα πληρώσω όλα εγώ.

Αντίο λοιπόν αντίο
Το χάνω κι’ αυτό το πλοίο
Και κάνει Θεέ μου ένα κρύο
Σαν γίνονται, ένας οι δύο


ΓΙΑΤΙ ;

Μυστήρια η ζωή μας κλείνει

Λίγες χαρές και φως μας δίνει

Ελπίδες, όνειρα  τα σβήνει.

Μόνο ο Θεός ξέρει «γιατί».


Χωρίς απάντηση περνάνε

Οι προσευχές φεύγουν και πάνε

Καινούργιοι πειρασμοί κυλάνε.

Μόνο ο Θεός ξέρει «γιατί».


Μια πάχνη όλα τα σκεπάζει

Ο ανθός πεθαίνει μόλις σκάζει

Ο θάνατος κάποιον αρπάζει

Μόνο ο Θεός ξέρει «γιατί».


Προσμένω κείνη την ημέρα

που η αγάπη του Πατέρα

Θα φανερώσει καθετί.

Τότε θα μάθω το «γιατί».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου