Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.

                                                           ΕΙΣΑΓΩΓΗ.        
      Η πόλη των Αθηνών, η οποία είχε λάβει το όνομά της από την προστάτιδά της «θεά Αθηνά», υπήρξε μία ανεπτυγμένη πολυπολιτισμική πόλη, ιδιαίτερα μετά τις μεταρρυθμίσεις του «Σόλωνος του Αθηναίου» (639 – 559 π.Χ) που έγινε σε διάφορους κοινωνικούς, πολιτικούς, δικαστικούς, οικονομικούς και άλλους τομείς. Στην Αθήνα είχαν τεθεί οι βάσεις για τη λειτουργία ενός αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι την εποχή εκείνη η Δημοκρατία ήταν μόνο για τους ελεύθερους πολίτες, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της αποτελούνταν από δούλους, οι οποίοι δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα.  
     Μετά τις νίκες των Ελλήνων επί των Περσών τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα μια μικρής θα λέγαμε αυτοκρατορίας της οποίας το θαλάσσιο εμπόριο εκτεινόταν από την Ιταλία και τη Σικελία δυτικά και μέχρι την Κύπρο και τη Συρία στα ανατολικά. Στην πόλη αυτή κατά το παρελθόν είχαν διδάξει ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και άλλοι εξέχοντες φιλόσοφοι της εποχής. Στον κολοφώνα της δόξας της η πόλη των Αθηνών υπήρξε η πολιτιστική πρωτεύουσα ολόκληρου του Αρχαίου κόσμου, αφού ήταν το πνευματικό και πολιτιστικό επίκεντρο, όπου μεγαλουργούσαν οι τέχνες, το θέατρο, η φιλοσοφία, η ρητορική και κάθε είδους επιστήμη της εποχής. 
       Πολλά δημόσια κτίρια και ναοί κοσμούσαν την πόλη των Αθηνών, ενώ στον ορίζοντα δέσποζε η Ακρόπολη, που ήταν ένας επιβλητικός λόφος πάνω στον οποίο υψωνόταν ο Παρθενώνας (κτίστηκε από το 447 - 438 π.Χ.), όπου στεγαζόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, που είχε ύψος 12 μέτρων. Βορειοδυτικά της Ακρόπολης βρισκόταν η «αγορά», η οποία κάλυπτε έκταση 50 στρεμμάτων και αποτελούσε το κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, καθώς ήταν τόπος συζητήσεων, εμπορικών συναλλαγών και άλλων δραστηριοτήτων. Η πόλη σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία κατακτήθηκε πρώτα από τους Σπαρτιάτες (431 π.Χ.), μετά από τους Μακεδόνες (338 π.Χ.) και τελικά από τους Ρωμαίους (88-85 π.Χ.), οι οποίοι και την απογύμνωσαν από τον αμύθητο πλούτο της. 
     Την πόλη των Αθηνών επισκέπτεται ο Απ. Παύλος το έτος 51 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της δεύτερης ιεραποστολικής του περιοδείας (Πράξεις ΙΕ/15: 36 & ΙΗ/18: 22), η οποία διήρκησε από το έτος 50 - 53 μ.Χ. 
    [οι πόλεις που επισκέφθηκε κατά τη Β΄ Αποστολική περιοδεία ήταν οι εξής: Ιερουσαλήμ, Καισάρεια, Σελεύκεια, Αντιόχεια, Συρία, Δέρβη, Λύστρα, Ικόνιο, Αντιόχεια, Φίλιπποι, Νεάπολη, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, Κεχραιές, Τραλλεία, Κνίδος, Καισάρεια και Ιερουσαλήμ].
    Καθώς ο απόστολος φεύγει διωκόμενος από τη Θεσσαλονίκη πηγαίνει στη Βέροια και από εκεί φθάνει στην πόλη των Αθηνών. Κατά τη Ρωμαϊκή κατοχή στην Αθήνα είχε δοθεί ο τίτλος της «ελεύθερης πόλης» λόγω του μεγάλου θαυμασμού των Ρωμαίων για τον πολιτισμό της. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλείο της είχε πλέον παρέλθει, η Αθήνα παρέμενε μία ακαδημαϊκή πόλη, όπου στέλνονταν για σπουδές οι γιοι των πλέον εύπορων οικογενειών. 

       Βιβλίο  «Πράξεων των Αποστόλων»,   κεφ. ΙΖ/17,   εδ.  16 – 34. 

   16 Ενώ δε περιέμενεν αυτούς ο Παύλος εν ταις Αθήναις, το πνεύμα αυτού παρωξύνετο εν αυτώ, επειδή έβλεπε την πόλιν γέμουσαν ειδώλων. 
    Ο Απ. Παύλος, ενόσω περίμενε να έρθουν οι συνεργάτες του Σίλας και Τιμόθεος από τη Βέροια, περπατούσε στους δρόμους των Αθηνών και ήταν πάρα πολύ θλιμμένος, καθώς έβλεπε παντού να υπάρχουν είδωλα. Ήταν τόσα πολλά τα είδωλα, που πολλοί έλεγαν ότι «ήταν ευκολότερο να συναντούσες ένα θεό, παρά έναν άνθρωπο». Εάν σήμερα ο Απ. Παύλος έκανε το ίδιο ταξίδι, ασφαλώς και δε θα έβλεπε πέτρινα είδωλα, αλλά θα μας εύρισκε εξίσου ειδωλολάτρες, δοσμένους στα σύγχρονα είδωλα που είναι η λατρεία της ύλης, του χρήματος, του «εγώ», της καλοπέρασης και της καταξίωσης, τα οποία έχουν παραγκωνίσει τον αληθινό Θεό από τη ζωή μας. 
    17 Διελέγετο λοιπόν εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών και εν τη αγορά καθ' εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων. 
    Μπορεί ο Απ. Παύλος να βρισκόταν σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον εξαιτίας του οποίου «το πνεύμα του παροξύνετο εν αυτώ», όμως δε διστάζει να μιλήσει στους ανθρώπους αυτούς για τον αληθινό Θεό και να τους κηρύξει το Ευαγγέλιο. Δε θα πρέπει να επιζητούμε τις ιδανικές συνθήκες, για να μιλήσουμε για το Λόγο του Θεού, το Ευαγγέλιο της σωτήριας Χάρης του Θεού. Η προτροπή του Απ. Παύλου προς τον Τιμόθεο είναι: «κήρυξον τον λόγον, επίμενε εγκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον, μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής» (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 2). Και εδώ ακολουθεί την πάγια τακτική του «πρώτα στους Ιουδαίους» (Ρωμαίους Α/1: 16). Έτσι άρχισε το κήρυγμά του «εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων και μετά των θεοσεβών». “Θεοσεβείς” πιθανότατα αναφέρονται άνθρωποι που είχαν δεχτεί την Ιουδαϊκή θρησκεία, αλλά δεν είχαν κάνει περιτομή (Γένεση ΙΖ/17: 11). Καθώς στους Αθηναίους άρεσε πολύ να συγκεντρώνονται και να επιδίδονται σε φιλοσοφικές συζητήσεις, ο Απόστολος δεν περιορίστηκε μόνον στη συναγωγή, αλλά επεκτάθηκε «και εν τη αγορά καθ’ εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων». Μιλούσε με οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος να τον ακούσει. Με τον τρόπο αυτό διαδόθηκε πολύ γρήγορα  ότι κάποιος ξένος έχει έρθει στην πόλη και κηρύττει μια νέα διδαχή. 
        18 Τινές δε των Επικουρίων και των Στωϊκών φιλοσόφων συνήρχοντο εις λόγους μετ' αυτού, και οι μεν έλεγον Τι θέλει τάχα ο σπερμολόγος ούτος να είπη; οι δέ Ξένων θεών κήρυξ φαίνεται ότι είναι διότι εκήρυττε προς αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν. 
     Ο Απ. Παύλος βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα πολύ δύσκολο ακροατήριο. Ανάμεσα στους συνομιλητές του ήταν και αρκετοί Επικούρειοι και Στωικοί (βλέπε υστερόγραφο), οι οποίοι ήταν μέλη αντίπαλων φιλοσοφικών σχολών της εποχής, έχοντας τελείως διαφορετική αντίληψη για το Θεό. Κάποιοι από τους ακροατές τον χαρακτήρισαν «φλύαρο» ή αλλιώς σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο «σπερμολόγο», λέξη που χρησιμοποιείτο μεταφορικά για οποιονδήποτε συνέλεγε διάφορες πληροφορίες τις οποίες μετέφερε σε άλλους κλπ. Κάποιοι από τους ακροατές του Αποστόλου αντέδρασαν διαφορετικά συμπεραίνοντας ότι «είναι κήρυκας ξένων θεοτήτων», επειδή μιλούσε για τον Ιησού και την ανάσταση. Η κατηγορία ήταν πολύ σοβαρή, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι κάποιους αιώνες νωρίτερα είχε καταδικαστεί σε θάνατο ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης με παρόμοια κατηγορία ότι: «διέφθειρε τους νέους, αμελούσε τα παραδοσιακά θρησκευτικά καθήκοντα και εισήγαγε θρησκευτικούς νεωτερισμούς». Ο Απόστολος δεν πτοήθηκε απ’ όλα αυτά που του καταμαρτυρούσαν, αλλά συνέχισε να κηρύττει για τον Ιησού και την ένδοξη ανάστασή Του από τους νεκρούς. 
     19 Και πιάσαντες αυτόν έφεραν εις τον Άρειον Πάγον, λέγοντες Δυνάμεθα να μάθωμεν τις αύτη η νέα διδαχή, ήτις κηρύττεται υπό σου; 
     20 διότι φέρεις εις τας ακοάς ημών παράδοξά τινα θέλομεν λοιπόν να μάθωμεν τι σημαίνουσι ταύτα.
    21 Πάντες δε οι Αθηναίοι και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν άλλο ηυκαίρουν παρά εις το να λέγωσι και να ακούωσι τι νεώτερον. 
     Οι Αθηναίοι έχοντας μία συνεχή διάθεση για γνώση και μάθηση επιθυμούσαν να ενημερώνονται για κάθε τι νεότερο που συνέβαινε. Έτσι, θέλοντας να διευκρινίσουν τη «νέα διδαχή», πήραν τον Απόστολο και τον έφεραν στον «Άρειο Πάγο», που συνεδρίαζε το ανώτατο δικαστήριο και του οποίου μέσα στις αρμοδιότητές του ήταν και η προάσπιση της θρησκείας και των χρηστών ηθών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για δίκη, αλλά για μία ακροαματική διαδικασία κατά την οποία ο Απ. Παύλος θα είχε την ευκαιρία να εκθέσει τη διδασκαλία του στα μέλη του δικαστηρίου καθώς και στα πλήθη, προκειμένου να κρίνουν αν το κήρυγμά του εγκυμονούσε κάποιους πνευματικούς κινδύνους ή προσέλαβε τα χρηστά ήθη των Αθηναίων. 
      22 Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου, είπεν Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας. 
   Ο Απ. Παύλος, αν και ήταν πολύ αναστατωμένος απ’ όλα αυτά τα αγάλματα και τα άλλα ειδωλολατρικά κτίσματα που είχε δει στους δρόμους και σε άλλους δημόσιους χώρους της Αθήνας, συγκρατεί την ψυχραιμία του και με πολύ μεγάλη λεπτότητα τους επαινεί για το ενδιαφέρον που είχαν για τη θρησκεία τους, χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα ως «θεολάτρες», δηλαδή θρησκευόμενους, ανθρώπους που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για το θεό στη ζωή τους. 
     23 Διότι ενώ διηρχόμην και ανεθεώρουν τα σεβάσματά σας, εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον, Αγνώστω Θεώ. Εκείνον λοιπόν, τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς. 
     Ενώ περιερχόμουν την πόλη σας έβλεπα τα «σεβάσματά σας». Ο Απ. Παύλος με πολλή σοφία και μεγάλη λεπτότητα δε χαρακτηρίζει «είδωλα» ή «ψεύτικους θεούς» όλα αυτά τα ανθρώπινα κατασκευάσματα, τα οποία σέβονταν και προσκυνούσαν μέσα στην άγνοιά τους οι Αθηναίοι. Ας είναι αυτό ένα πολύτιμο μάθημα για όλους εμάς, όταν μιλάμε σε ανθρώπους που δε γνωρίζουν το Λόγο του Θεού να μην προσβάλουμε ή υποτιμούμε αυτά που μέσα στην άγνοιά τους σέβονται και λατρεύουν. Στόχος μας δε θα πρέπει να είναι να κρίνουμε τους άλλους με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ούτε να αντιπαρατιθέμεθα υποτιμώντας τους, αλλά ν’ αποκαλύψουμε σ’ αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου επειδή εκείνο που προέχει είναι η σωτηρία τους και η αιώνια κατάληξή τους. 
      Ανάμεσα στα «σεβάσματα» των αρχαίων Αθηναίων, ο Απ. Παύλος παρατήρησε ότι υπήρχε και ένας βωμός αφιερωμένος στον «Άγνωστο Θεό». Εμμέσως πλην σαφώς η παρουσία ενός τέτοιου κατασκευάσματος (βωμού) υποδήλωνε ότι οι Αθηναίοι παραδέχονταν την ύπαρξη και κάποιου άλλου θεού, που γι’ αυτούς παρέμενε άγνωστος. Ήταν συνήθεια των Ελλήνων και άλλων λαών την εποχή εκείνη ν’ αφιερώνουν βωμούς σε «άγνωστους θεούς» για το ενδεχόμενο να είχαν παραλείψει στη λατρεία τους κάποιον θεό που θα μπορούσε ως εκ τούτου να προσβληθεί ή και να τους τιμωρήσει. 
      Ο Απ. Παύλος χρησιμοποίησε την ύπαρξη αυτού του βωμού, για να μιλήσει για τα «καλά νέα» του Ευαγγελίου και να τους εξηγήσει: «Αυτό στο οποίο εν αγνοία σας δείχνετε θεοσεβή αφοσίωση, αυτό διαγγέλω σε σας». Δεν κήρυττε κάποιον καινούργιο ή ξένο θεό, όπως τον είχαν αρχικά κατηγορήσει, αλλά θέλησε να τους εξηγήσει για τον αληθινό Θεό, που τους ήταν άγνωστος, πιστεύοντας ότι ανάμεσά τους υπήρχαν και άνθρωποι με καλή προαίρεση και ειλικρινή καρδιά. Ο ίδιος δεν ξεχνάει ότι και αυτός ήταν κάποτε σ’ αυτήν τη θλιβερή κατάσταση, βλάσφημος, διώκτης και υβριστής του Αληθινού Θεού, «ηλεήθην όμως, διότι αγνοών έπραξα εν απιστία» (Α’ Τιμοθέου Α/1: 13). 
      24 Ο Θεός, όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ων του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, 
      25 ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων ως έχων χρείαν τινός, επειδή αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα. 
     Ο Απόστολος θέλει να τονίσει τέσσερις βασικές ιδιότητες που διακρίνουν τον αληθινό Θεό: 
     1/ «Είναι ο δημιουργός». Δημιούργησε ολόκληρο το σύμπαν και είναι Εκείνος που δίνει «ζωή και πνοή και τα πάντα». Δίνει τον ήλιο, τη βροχή και το εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια όλων εκείνων που έχουμε ανάγκη, για να ζήσουμε. Είναι ο υπέρτατος Κύριος του ουρανού και της γης και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να χωρέσει «εν χειροποιήτοις ναοίς», δηλ. σε ναούς που είναι κτισμένοι από ανθρώπινα χέρια. Με άλλα λόγια ο Απ. Παύλος διακηρύττει με παρρησία ότι «υπάρχει ένας Θεός» και αυτός ο Θεός δημιούργησε «τα πάντα». Δημιούργησε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και όλα όσα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν. Καθώς είναι Παντοδύναμος και Δημιουργός δεν έχει καμία ανάγκη, για να λάβει κάτι από τους ανθρώπους. 
     2/ «Είναι Κύριος». Δηλαδή Κυρίαρχος πάνω σε όλα όσα είχε δημιουργήσει και είναι Αυτός ο Θεός που ελέγχει κάθε τι που συμβαίνει πάνω στον κόσμο. 
     3/ «Είναι πανταχού παρών». Ως εκ τούτου η παρουσία του Θεού δεν περιορίζεται σε κάποιο ναό ή κάποιο τόπο. Ο αληθινός Θεός είναι πολύ μεγαλύτερος από οποιαδήποτε ανθρώπινα είδωλα που βρίσκονται τοπικά και χρονικά περιορισμένα μέσα σε ναούς που κατασκεύασαν οι άνθρωποι. Ο Βασιλιάς Σολομώντας κατά τα εγκαίνια του Ναού διερωτάται: «Αλλά θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός επί της γης; ιδού, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος, τον οποίον ωκοδόμησα» (Α’ Βασιλέων Η/8: 27). 
      4/ «Είναι ζωοδότης». Ο Ίδιος είναι η πηγή της ζωής και ο χορηγός όλων των αγαθών. Ο Ίδιος δεν έχει ανάγκη από τίποτα και πολύ περισσότερο από τις θυσίες που πρόσφεραν οι ειδωλολάτρες στους θεούς τους. Δια στόματος του «πρ. Ησαΐα» (Α/1: 11) ο ίδιος ο Κύριος διερωτάται: «Τίνα χρείαν έχω του πλήθους των θυσιών σας; λέγει Κύριος κεχορτασμένος είμαι από ολοκαυτωμάτων κριών και από πάχους των σιτευτών και δεν ευαρεστούμαι εις αίμα ταύρων ή αρνίων ή τράγων». Αντίθετα με όλα αυτά οι άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουν ανάγκη το Θεό και εξαρτώνται απ’ Αυτόν, καθώς Αυτός δίνει σε όλα ζωή και πνοή και τα πάντα. 
   26 και έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, διά να κατοικώσιν εφ' όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών, 
   27 διά να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν, αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών. 
     Ο Απόστολος κάνει λόγο για τις κοινές ρίζες του ανθρώπινου γένους. Όλα τα έθνη της γης έχουν έναν κοινό προπάτορα τον Αδάμ. Με τον τρόπο αυτό αντικρούει την αντίληψη την οποία είχαν οι Αθηναίοι ότι, επειδή κατάγονταν από την ένδοξη Ελληνική γη, ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τους πληροφορεί ότι ο Ένας και Αληθινός Θεός έκανε όλους τους ανθρώπους «εξ ενός αίματος» και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καμία φυλή δε δικαιούται να λέγει ότι είναι ανώτερη από κάποια άλλη. Επιπλέον διευκρινίζει ότι είναι Αυτός που ορίζει την ιστορία και δεν υπάρχει κάποιο «πεπρωμένο» ή τύχη ή ανθρώπινες προσπάθειες, όπως πολλοί υποστηρίζουν ακόμα και στις ημέρες μας. Ο Θεός που δημιούργησε όλα τα έθνη όρισε πόσον καιρό θα υπάρχουν και μέσα σε ποια σύνορα θα κατοικούν αυτά. 
     Τέλος τους διευκρινίζει ότι ο Θεός επιθυμεί να ψάξουν οι άνθρωποι, για να Τον βρουν, αφού ως πανταχού παρών, «δεν είναι μακριά από ενός εκάστου ημών». Ο καθένας που ειλικρινά θα Τον εκζητήσει στη ζωή του θα μπορέσει να βρει το Θεό και να συνάψει μέσα από την πίστη του μια αιώνια σχέση αγάπης και κοινωνίας μαζί Του. Ο πρ. «Ιερεμίας» (κεφ. ΚΓ/23, εδ. 23,24) αναφέρει: «Θεός που βρίσκομαι κοντά σας είμαι εγώ, λέει ο Κύριος, και όχι Θεός που βρίσκομαι μακριά σας; Μπορεί κάποιος να κρυφτεί σε κρυφούς τόπους, και εγώ να μη τον δω; λέει ο Κύριος. Δεν γεμίζω εγώ τον ουρανό και τη γη;» 
      28 Διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, καθώς και τινές των ποιητών σας είπον Διότι και γένος είμεθα τούτου. 
       O Απ. Παύλος με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο δηλώνει προς του Αθηναίους πολίτες ότι είμαστε "γένος του Θεού". Δεν ήρθαμε τυχαία, δε ζούμε τυχαία, αλλά είμαστε γεννημένοι για να ζούμε σε σχέση μαζί Του. Δημιουργηθήκαμε για τον ουρανό, γι' αυτό άλλωστε και κανένα υποκατάστατο του Θεού δε μπορεί να καλύψει το κενό της καρδιάς μας, όταν απ' αυτή λείπει ο Θεός. Ο μεγάλος φυσικός και μαθηματικός Πασκάλ (1623-1662) έλεγε: "Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα άπειρο και μόνον με ένα άλλο άπειρο, που είναι ο Θεός, μπορεί να γεμίσει"
    Μέσα σ’ Αυτόν τον αληθινό Θεό «ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Ο Θεός δεν είναι μόνον ο Δημιουργός μας, αλλά ολόκληρο το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε. Για να τονίσει ακόμα περισσότερο τη σχέση του ανθρώπου με το δημιουργό Του, αναφέρεται σε μερικούς από τους Αρχαίους ποιητές, τον Επιμενίδη (600 π.Χ.) και τον Άρατο (300 π.Χ.), για να δείξει ότι ορισμένα από  αυτά που δίδασκε περιέχονταν και στα δικά τους λογοτεχνικά συγγράμματα. 
      Είμαστε όλοι κτίσματα του ενός και μοναδικού Θεού και μπορούμε να γίνουμε δικά Του παιδιά με την πίστη μας και την αγάπη μας σ’ Αυτόν (Ιωάννης Α/1: 12). Ο Απόστολος χρησιμοποιεί αυτούς τους στίχους από Ελληνικά ποιήματα, για να καταλάβουν οι αναγνώστες ότι ήταν γνώστης της κουλτούρας τους και ότι δεν ήταν κάποιος άσχετος που δε θα μπορούσε να τους αντιληφθεί τις σκέψεις τους. Σε όλη την ομιλία του δε χρησιμοποίησε ούτε ένα χωρίο από την Παλαιά Διαθήκη, αφού οι ακροατές του δεν την θεωρούσαν ως ιερό κείμενο και ούτε καν τη γνώριζαν. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει πως πρέπει να σταθούμε και να μιλήσουμε σε όλους εκείνους που δε γνωρίζουν την αλήθεια του Ευαγγελίου. «αγιάστε τον Κύριο τον Θεό μέσα στις καρδιές σας και να είστε πάντοτε έτοιμοι σε απολογία με πραότητα και φόβο, προς καθέναν που ζητάει από σας λόγο για την ελπίδα που είναι μέσα σας» (Α’ Πέτρου Γ/3: 15). 
      29 Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα διά τέχνης και επινοίας ανθρώπου. 
      Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Απόστολος αναφέρει: Αφού οι άνθρωποι είναι γενιά του Θεού, είναι αδιανόητο να θεωρούν το Θεό όμοιο με είδωλο από χρυσάφι ή ασήμι ή από κάποιες πολύτιμες πέτρες. Όλα αυτά είναι δημιουργήματα της τέχνης και της ανθρώπινη φαντασίας. Στη θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων είχε σημαντική θέση η κατασκευή και λατρεία ειδώλων. Ο Απ. Παύλος ουσιαστικά τους υποβάλει ένα ερώτημα: «Πως είναι δυνατόν εσείς που είστε δημιουργήματα του Θεού, να έχετε τη δυνατότητα να δημιουργείτε με τα χέρια σας και με την τέχνη σας, άλλους θεούς;». Με τα λόγια αυτά αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ειδωλολατρίας. 
    30 Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι
     Ο Θεός για πολλούς αιώνες παρέβλεψε την άγνοια των ανθρώπων, όμως τώρα που έχει δοθεί η αποκάλυψη του Ευαγγελίου, τώρα που έχει αποκαλυφθεί ολόκληρη η αλήθεια, ζητά από όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω σε κάθε τόπο της γης να μετανοήσουν για την προηγούμενη αμαρτωλή τους ζωή, ν’ αλλάξουν πορεία στη ζωή τους και να ζουν πλέον σύμφωνα με το θέλημά Του. Τούτη την επείγουσα πρόσκληση ο Θεός τη στέλνει σε κάθε άνθρωπο με την προτροπή: «τώρα καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού, τώρα ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορινθίους Σ/6: 2). 
      31 διότι προσδιώρισεν ημέραν εν ή μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, διά ανδρός τον οποίον διόρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.
    Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Απόστολος αναφέρει δύο ακόμα βασικές ιδιότητες του αληθινού Θεού. Είναι Κριτής και είναι Δίκαιος. Εφόσον είναι ο δημιουργός μας και είναι κυρίαρχος πάνω μας, λογικά γνωρίζει όλα όσα κάνουμε, άρα έχει και το δικαίωμα και την απόλυτη δυνατότητα για να μας κρίνει. Και θα το κάνει, θα κρίνει έθνη και λαούς με δικαιοσύνη και ευθύτητα! Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (Θ/9: 27) αναφέρει: «είναι αποφασισμένον εις τους ανθρώπους άπαξ να αποθάνωσι, μετά δε τούτο είναι κρίσις». Η δικαιοσύνη Του θα είναι αμείλικτη πάνω σε κάθε αμετανόητο αμαρτωλό, ο οποίος προσπερνά το δώρο της σωτηρίας το οποίο προσφέρει ο Θεός. Η δικαιοσύνη Του είναι άγια και η κρίση του δίκαια, δεν δωροδοκείται και δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε για να Τον εξαγοράσουμε. 
      Το μήνυμα του Θεού είναι «επείγον», γιατί ο Θεός προσδιόρισε ημέρα κατά την οποία θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού του ορισμένου απ’ Αυτόν ανδρός κριτή (Ιωάννης Ε/5: 22). Η μεγάλη επιβεβαίωση γι’ αυτό δίνεται από το γεγονός ότι ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς (Πράξεις Δ/4: 10). Με τα λόγια αυτά ο Απ. Παύλος αναφέρεται ευθέως στην «ανάσταση των νεκρών». Ο Λόγος του Θεού μας διευκρινίζει: «καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ. Έκαστος όμως κατά την ιδίαν αυτού τάξιν, ο Χριστός είναι η απαρχή, έπειτα όσοι είναι του Χριστού εν τη παρουσία αυτού» (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 22,23). 
    32 Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά. 
     33 Και έτσι ο Παύλος βγήκε από ανάμεσά τους. 
     34 Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ' αυτόν, και πίστεψαν ανάμεσα στους οποίους και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ' αυτούς. 
     Τρεις εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις προκάλεσε η ομιλία του Απ. Παύλου προς τους Αθηναίους πολίτες. Οι ίδιες διαχρονικά αντιδράσεις εκδηλώνονται κάθε φορά που κηρύττεται το Ευαγγέλιο: 
   1/ «Οι μεν εχλεύαζον». Μία ομάδα ανθρώπων, συνήθως είναι η πλειοψηφία, απέρριψαν το Αποστολικό κήρυγμα, γέλασαν με όλα αυτού που άκουσαν, ειρωνεύτηκαν τον ομιλούντα και παρέμειναν αδιάφοροι. 
    2/ «θα σε ακούσουμε ξανά». Κάποιοι από τους παρευρισκόμενος εξέφρασαν την επιθυμία να ακούσουν και πάλι τα λόγια του Αποστόλου μια άλλη φορά, που όμως δεν ήρθε ποτέ μέσα στη ζωή τους. Ουσιαστικά δεν απέρριψαν το Ευαγγέλιο, αλλά ανέβαλλαν, χωρίς να έχουν καμία διάθεση να το δεχτούν. Τώρα είναι ημέρα σωτηρίας, διαβεβαιώνει η Γραφή. Το αύριο δεν είναι δικό μας. 
    3/ «Τινές δε προσκολλήθηκαν εις αυτόν και επίστευσαν». Αυτοί πάντοτε θα είναι μια μικρή μειοψηφία τους οποίους ο Λόγος του Θεού προτρέπει: «Μη φοβού, μικρόν ποίμνιον διότι ο Πατήρ σας ηυδόκησε να σας δώση την βασιλείαν» (Λουκάς ΙΒ/12: 32). Στο κήρυγμα του Απ. Παύλου πίστεψε ο Διονύσιος, ο Αρεοπαγίτης, μέλος του δικαστηρίου, πίστεψε μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις και άλλοι των οποίων τα ονόματα δε γνωρίζουμε. 

     Τελικά το κήρυγμα του Απ. Παύλου στην Αθήνα είχε αποτέλεσμα; Η ιστορία ασφαλώς το έχει κρίνει θετικά. Εμείς σήμερα ακολουθώντας τα ίχνη του Απ. Παύλου θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι κάθε στιγμή, για να κηρύττουμε το Ευαγγέλιο στους συνανθρώπους μας, επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι γύρω μας που ψάχνουν για τον «άγνωστο Θεό» χαμένοι μέσα σ’ έναν μπερδεμένο και αλληλοσπαρασσόμενο κόσμο. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι έτοιμοι ν’ ακούσουν και να πιστέψουν. Κάποιοι άλλοι, αφού ακούσουν θ' αναβάλλουν την απόφασή τους για μια άλλη στιγμή. Βέβαιο είναι ότι ορισμένοι άλλοι θα παραμείνουν αδιόρθωτοι «χλευαστές». Ας μη πτοούμαστε, το Έργο είναι του Κυρίου, το μέρος το δικό μας είναι να μη διστάσουμε να διακηρύξουμε την αλήθεια του Ευαγγελίου. Γιατί «πώς θα πιστέψουν σ' εκείνον, για τον οποίο δεν άκουσαν; Και πώς θα ακούσουν, χωρίς να υπάρχει εκείνος που κηρύττει;» (Ρωμαίους Ι/10: 14). 


      --- Υ/φο. 
   Επικούρειοι -- Στωικοί: Δύο διαφορετικές σχολές φιλοσοφίας. Και οι δύο δεν πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών. 

      1. Οι Επικούρειοι πίστευαν στην ύπαρξη θεών, αλλά θεωρούσαν ότι οι θεοί μένουν αδιάφοροι για τους ανθρώπους και ότι δεν επρόκειτο να τους ανταμείψουν, ούτε να τους τιμωρήσουν, άρα κάθε είδους λατρεία ήταν ανώφελη γι’ αυτούς. Υποστήριζαν ότι υπέρτατο αγαθό στη ζωή ήταν η ηδονή. Η νοοτροπία και οι πράξεις τους στερούνταν ηθικών αρχών. Το σύνθημά τους ήταν: «Ας φάγωμεν και ας πίμωεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν». Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι και σήμερα με τις ίδιες αντιλήψεις που είναι «φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι» (Β’ Τιμοθέου Γ/3: 4). 

    2. Οι Στωικοί πίστευαν ότι η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμια φύσης η οποία κυβερνάται από το νόμο της λογικής. Είχαν πανθεϊστικές απόψεις και ήταν μοιρολάτρες. Θεωρούσαν την απάθεια σαν το υψηλότερο ηθικό επίτευγμα. Γι’ αυτούς ο άνθρωπος ο ίδιος είναι θεός. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία όλων των πνευματιστικών λατρειών. Σύμφωνα με τους Στωικούς φιλοσόφους, για να βρει κάποιος την ευτυχία έπρεπε να ζει σε αρμονία με το σύμπαν. ---

Το Κύκνειο Άσμα του Αποστόλου Παύλου.

Eπιστολή «προς ΤΙΜΟΘΕΟΝ Β’», κεφ. Δ/4, εδ. 1 – 22. 

1 Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς εν τη επιφανεία αυτού και τη βασιλεία αυτού, 
2 κήρυξον τον λόγον, επίμενε εγκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον, μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής. 
3 Διότι θέλει ελθεί καιρός ότε δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν, αλλά θέλουσιν επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας, γαργαλιζόμενοι την ακοήν, 
4 και από μεν της αληθείας θέλουσιν αποστρέψει την ακοήν αυτών, εις δε τους μύθους θέλουσιν εκτραπή. 
5 Συ δε αγρύπνει εις πάντα, κακοπάθησον, εργάσθητι έργον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου κάμε πλήρη. 
6 Διότι εγώ γίνομαι ήδη σπονδή και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου έφθασε. 
7 Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα 
8 του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν αυτού. 
9 Σπούδασον να έλθης προς εμέ ταχέως 
10 διότι ο Δημάς με εγκατέλιπεν, αγαπήσας τον παρόντα κόσμον, και απήλθεν εις θεσσαλονίκην, ο Κρήσκης εις Γαλατίαν, ο Τίτος εις Δαλματίαν 
11 ο Λουκάς είναι μόνος μετ' εμού. Τον Μάρκον παραλαβών φέρε μετά σού διότι μοι είναι χρήσιμος εις την διακονίαν. 
12 Τον δε Τυχικόν απέστειλα εις Έφεσον. 
13 Τον φελόνην, τον οποίον αφήκα εν Τρωάδι παρά τω Κάρπω, ερχόμενος φέρε, και τα βιβλία, μάλιστα τας μεμβράνας. 
14 Ο Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά κακά μοι έκαμεν ο Κύριος να αποδώση εις αυτόν κατά τα έργα αυτού· 
15 τον οποίον και συ φυλάττου διότι πολύ ανθίσταται εις τους λόγους ημών. 
16 Εν τη πρώτη απολογία μου δεν με παρεστάθη ουδείς, αλλά πάντες με εγκατέλιπον είθε να μη λογαριασθή εις αυτούς 
17 αλλ' ο Κύριος με παρεστάθη και με ενεδυνάμωσε, διά να πληρωθή δι' εμού το κήρυγμα και να ακούσωσι πάντα τα έθνη· και ηλευθερώθην εκ του στόματος του λέοντος. 
18 Και θέλει με ελευθερώσει ο Κύριος από παντός έργου πονηρού και θέλει με διασώσει διά την επουράνιον βασιλείαν αυτού· εις τον οποίον έστω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν. 
19 Ασπάσθητι την Πρίσκαν και τον Ακύλαν και τον οίκον του Ονησιφόρου. 
20 Ο Έραστος έμεινεν εν Κορίνθω, τον δε Τρόφιμον αφήκα εν Μιλήτω ασθενή. 
21 Σπούδασον να έλθης προ του χειμώνος. Ασπάζεταί σε ο Εύβουλος και Πούδης και Λίνος και η Κλαυδία και οι αδελφοί πάντες. 
22 Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είη μετά του πνεύματός σου. Η χάρις μεθ' υμών· αμήν. 

          ΣΧΟΛΙΑ: 
      Ο αποχαιρετισμός του Απ. Παύλου. Η επιστολή «προς Τιμόθεον  B'» αποτελεί το «Κύκνειο Άσμα» του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών. Πρόκειται για τα τελευταία λόγια του πιο μεγάλου θνητού που πέρασε ποτέ από τη ζωή αυτή. Εκείνου που από την εκκλησιαστική ιστορία χαρακτηρίστηκε «ο πρώτος μετά τον Έναν». Γνώριζε καλά ο Απ. Παύλος ότι πλησίαζε η μέρα της αναχωρήσεώς του για τον ουρανό. Ήξερε ότι ούτε τον Τιμόθεο θα έβλεπε ξανά με τα σαρκικά του μάτια, ούτε άλλες ευκαιρίες για να γράψει και να νουθετήσει τις εκκλησίες θα είχε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες συμβουλεύει τον νεαρό μαθητή και συνεργάτη του τον Τιμόθεο να εστιάσει όλη του την προσοχή, αφ’ ενός μεν στην προσμονή της επιφάνειας του Κυρίου και αφ’ ετέρου δε να κηρύττει το Ευαγγέλιο της σωτήριας χάρης του Χριστού, ακούραστα και με ζήλο. 
     «Διαμαρτύρομαι ενώπιον του Θεού» που σημαίνει σε ορκίζω ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος πρόκειται να κρίνει και τους ζωντανούς και τους νεκρούς (Εβραίους Ι/10: 30) την ημέρα της παρουσίας αυτού και της βασιλείας Αυτού. Γνωρίζει ο Απ. Παύλος τον σωματικά αδύναμο και ασθενικό χαρακτήρα του Τιμόθεου και προσπαθεί να τον ενισχύσει στο έργο του, στη διακονία που επιτελεί, γι’ αυτό εφιστά την προσοχή του στις ακόλουθες τρεις μεγάλες αλήθειες που αναφέρονται το 1ο εδάφιο και οι οποίες είναι: 
 Ο ερχομός του Χριστού   --   Η κρίση που θ’ ακολουθήσει   --    Η Βασιλεία του Χριστού. 
       Τούτες οι αλήθειες θα πρέπει να απασχολούν όλους μας. Σε πολλά σημεία η Βίβλος διακηρύττει ότι «ο Χριστός θα έλθει και πάλι». Θα επιστρέψει σύμφωνα με τις διακηρύξεις του Λόγου Του (Ιωάννης ΙΔ/14: 2). Κατά την Ανάληψή Του, καθώς ο Κύριος αναλαμβανόταν με νεφέλη στους ουρανούς, δύο άνδρες με λευκά ιμάτια παρουσιάστηκαν και είπαν στους μαθητές Του: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι κάθεστε και βλέπεται εις τον ουρανό. Αυτός ο Ιησούς ο οποίος αναλήφθη εις τον ουρανό, θα έρθει με τον ίδιο τρόπο που τον είδατε να φεύγει στον ουρανό» (Πράξεις Α/1: 10,11). 
       Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος» (Αποκάλυψη Α/1: 4). Στην επιστολή του «Ιούδα» (Α/1: 14) μεταφέρονται τα λόγια του Ενώχ, έβδομου από Αδάμ, ο οποίος προφήτευσε λέγοντας: «Ιδού ήλθεν ο Κύριος με μυριάδες αγίων αυτού, δια να κάμει κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξει πάντας τους ασεβείς, εξ αυτών, δια πάντα τα έργα της ασέβειας αυτών τα οποία έπραξαν και δια πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ’ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς». 
      Εκείνο στο οποίο θέλει να καταλήξει ο Απ. Παύλος και το οποίο επιθυμεί να επισημάνει ιδιαίτερα στον Τιμόθεο είναι το: «Κήρυξον τον Λόγον». Είναι μεγίστη τιμή για έναν άνθρωπο να κηρύττει το Λόγο του Θεού, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Α/1, εδάφ. 16,17) διακηρύττει: 
16 Διότι δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού επειδή είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα Ιουδαίόν τε, πρώτον και Έλληνα. 
17 Διότι δι' αυτού αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη του Θεού εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς είναι γεγραμμένον Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως. 
     Καθώς οι μαθητές άκουγαν τον Κύριο να τους μιλάει για τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης σωτηρίας, είπαν μεταξύ τους: «σκληρός ο λόγος» (κατά Ιωάννην, κεφ. Σ/6, εδ. 60) και ήταν αυτό που έκανε κάποιους από τους μαθητές του ευρύτερου κύκλου να στραφούν προς τα πίσω. 
67 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τους δώδεκα· Μήπως και σεις θέλετε να υπάγητε; 
68 Απεκρίθη λοιπόν προς αυτόν ο Σίμων Πέτρος Κύριε, προς τίνα θέλομεν υπάγει; λόγους ζωής αιωνίου έχεις (Ιωάννης Σ/6: 67,68). 
      Αυτό είναι το Ευαγγέλιο του Θεού, είναι «λόγοι αιώνιας ζωής» (Ιωάννης Σ/6: 68). Είναι «δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα Ιουδαίον τε, πρώτον και Έλληνα» (Ρωμαίους Α/1: 16). Αυτό το Ευαγγέλιο καλείται ο Τιμόθεος να κηρύξει, να μεταδώσει το Λόγο του Θεού και σε άλλους ανθρώπους, για να πιστέψουν και να σωθούν αιωνίως. H κήρυξη του Λόγου του Θεού αποτελεί ηθική υποχρέωση για τον πιστό άνθρωπο. Καθώς οι άνθρωποι γύρω μας χάνονται αιώνια από «έλλειψη γνώσεως» (Ωσηέ Δ/4: 6), καθώς είναι δεμένοι και αιχμαλωτισμένοι από τον εχθρό, δε μπορούν ν’ απελευθερωθούν με τα έργα τους ή τις δικές τους προσπάθειες. Ο άνθρωπος είναι δέσμιος του εχθρού της ψυχής του και πολλές φορές δεν το αντιλαμβάνεται, δεν το συνειδητοποιεί. Οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού νόμιζαν ότι ήταν ελεύθεροι, αλλά ο Χριστός τους απέδειξε ότι ήταν δούλοι της αμαρτίας και του διαβόλου. 
31 Ο Ιησούς, λοιπόν, έλεγε στους Ιουδαίους, που είχαν πιστέψει σ' αυτόν: Αν εσείς μείνετε στον δικό μου λόγο, είστε αληθινά μαθητές μου 
32 και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει. 
33 Του αποκρίθηκαν: Σπέρμα τού Αβραάμ είμαστε, και ποτέ δεν γίναμε δούλοι σε κανέναν· πώς εσύ λες ότι: Θα γίνετε ελεύθεροι; 
34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι: Καθένας που πράττει την αμαρτία, είναι δούλος της αμαρτίας. 
35 Και ο δούλος δεν μένει πάντοτε μέσα στο σπίτι· ο γιος μένει πάντοτε. 
36 Αν, λοιπόν, ο Υιός σάς ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι (Ιωάννης Η/8: 31-36). 
      Η μόνη δύναμη που μπορεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο, είναι να γνωρίσει την Αλήθεια του Λόγου του Θεού (εδ. 32). Γι’ αυτό ακριβώς η κήρυξη του Ευαγγελίου θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και να διακρίνεται από κάποια στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα και τα οποία θα πρέπει να διακρίνουν τον κάθε κήρυκα του Ευαγγελίου. Αυτά τα στοιχεία είναι: «ανόθευτη διδαχή» (3), «αλήθεια» (4), «πίστη» (7). 
      Ο Τιμόθεος και στο πρόσωπό του ο κάθε εργάτης του Θεού καλείται όχι μόνον να γνωρίζει το Λόγο, αλλά και να κηρύττει αυτόν. Ο εργάτης δεν έχει περιθώρια να επινοήσει δικά του πράγματα, να πει ό,τι νομίζει ή ό,τι του αρέσει. Όχι. Ο σκοπός του είναι ένας και μόνον: Να μεταδώσει το Λόγο του Θεού, έτσι όπως τον παρέλαβε, έτσι όπως αυτός είναι γραμμένος, δια πνεύματος Αγίου, χωρίς προσθέσεις ή αφαιρέσεις, χωρίς κρίσεις ή επικρίσεις. Θα πρέπει να κηρύττει με παρρησία, με δύναμη, με θάρρος (Α’ Ιωάννου Γ/3: 21). 
      Ο εργάτης του Θεού θα πρέπει να έχει πάντοτε επίγνωση ότι μεταφέρει ένα μήνυμα ζωής ή θανάτου. Το κέντρο της διδαχής θα πρέπει να είναι η τραγική κατάσταση στην οποία ευρίσκεται ο άνθρωπος μακριά από το Θεό. Εάν φύγει από την πρόσκαιρη απ’ αυτήν τη ζωή αμετανόητος και αλύτρωτος τον περιμένει αιώνιος θάνατος, εξαιτίας της αμαρτίας του (Ρωμαίους Σ/6: 23). Όμως ο Θεός από αγάπη (Ιωάννης Γ/3: 16) δεν άφησε τον άνθρωπο να χαθεί. Επενέβη μέσα στην ιστορία και έστειλε τον Υιόν Του και πέθανε πάνω στο σταυρό, παίρνοντας τη θέση του κάθε υπόδικου ανθρώπου, εξαιτίας της αμαρτίας του. Ο Χριστός πέθανε και ο Πατέρας Θεός, ευαρεστημένος «κατά πάντα» από το τέλειο Έργο του Υιού, ανέστησε Αυτόν από τους νεκρούς (Πράξεις Β/2: 32). 
       Αυτό λέει ο Απ. Παύλος, είναι ένα επείγον μήνυμα και σαν τέτοιο θα πρέπει να μεταδίδεται σε κάθε περίσταση, σε κάθε κατάσταση, είτε σε κατάλληλο καιρό, είτε και σε ακατάλληλο ακόμα «εγκαίρως ακαίρως» (Β’ Τιμοθέου Δ/4: 2). Ο πιστός άνθρωπος θα πρέπει να είναι σε δράση κάθε στιγμή. Σε καμία περίπτωση δεν εννοεί εδώ ότι θα μπορούμε να διακόπτουμε τις προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων κλπ και να επεμβαίνουμε, για να τους πούμε το Λόγο του Θεού. Πάντοτε θα είμαστε ευγενικοί και διακριτικοί. Τούτα τα λόγια έχουν σχέση με τη δική μας νωχέλεια, που πολλές φορές επιδεικνύουμε και λέμε: «όχι τώρα, θα δημιουργηθούν καταλληλότερες συνθήκες κλπ»
     Ένας χριστιανός (πρόκειται για πραγματικό γεγονός) είναι βαριά τραυματίας, μπαίνει μέσα στο χειρουργείο και καθώς ετοιμάζονται να τον ναρκώσουν, ρίχνει μια ματιά και ψελλίζει: «Τα πάντα συνεργούν εις το αγαθό, για όσους αγαπούν το Θεό» (Ρωμαίους Η/8: 28). Μία ψυχή πίστεψε απ’ αυτόν τον λόγο και μόνον. Ένας πιστός γέροντας πριν από πολλά χρόνια, γύρναγε και πούλαγε κάρβουνα με το γάιδαρό του. Μια γυναίκα του λέει : «Α! πρέπει να τα βρέχεις τα κάρβουνα και σηκώνουν βάρος». «Όχι» της λέει ο άνθρωπος του Θεού, «εγώ είμαι του Χριστού δεν κάνω τέτοια πράγματα». Ένας άνθρωπος συγκράτησε τούτα τα λόγια και μια μέρα, καθώς τον συνάντησε, του είπε: «Τι εννοούσες εκείνη την ημέρα, όταν είπες, εγώ είμαι του Χριστού, δεν κάνω τέτοια πράγματα». Ο πιστός άνθρωπος του εξήγησε και η ομολογία αυτή ήταν αιτία όχι μόνον να πιστέψει ένας άνθρωπος, αλλά να δημιουργηθεί μια ολόκληρη εκκλησία πιστών, βάσει της μαρτυρίας του πιστού αυτού ανθρώπου. 
      Ο άνθρωπος του Θεού, που έχει αναλάβει να κηρύττει το Λόγο και σε άλλους ανθρώπους, θα πρέπει να ελέγχει, να εμψυχώνει και να επιπλήττει, εάν και όπου χρειαστεί. Όλα αυτά είναι αναγκαία, καθώς ένα κήρυγμα απευθύνεται σε διαφορετικού πνευματικού επιπέδου άτομα. Κάποιοι που περιπατούν «ατάκτως» διαπράττουν εσκεμμένα αμαρτίες που εκθέτουν την Εκκλησία του Χριστού και θα πρέπει να υπάρξει επίπληξη γι’ αυτό. Κάποιοι άλλοι έχουν αμφιβολίες και θα πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα επιχειρήματα μέσα από το Λόγο του Θεού, ώστε να πειστούν και να εννοήσουν τις αλήθειες του Λόγου του Θεού. Κάποιοι ζουν ακόμα με τους φόβους των προηγούμενων αμαρτημάτων τους ή διακατέχονται από φόβους μέσα στην Εκκλησία, αυτοί έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση. 
       Όλα αυτά θα πρέπει να γίνονται με αγάπη, με μακροθυμία, με υπομονή. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να είμαστε ενοχλητικοί ή καταπιεστικοί. Η δική μας ευθύνη είναι στο να παραμείνουμε πιστοί στο Λόγο του Θεού και να Τον μεταδίδουμε σωστά χωρίς παρεκκλίσεις ή ταλαντεύσεις. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά του Αγίου Πνεύματος. Ο Θεός είναι εκείνος που θα προσθέσει τους σωζόμενους στην Εκκλησία Του (Πράξεις Β/2: 47). Συμπέρασμα: Όταν μεταφέρουμε το χαρμόσυνο μήνυμα του Θεού, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. 
     Επίσης όλα τα παραπάνω είναι αναγκαία και θα πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη προσοχή και πληροφορία του Αγίου Πνεύματος στον πιστό άνθρωπο, καθώς θα μιλάει για το Λόγο του Θεού, διότι θα έλθουν «καιροί κακοί» κατά τους οποίους «οι άνθρωποι δεν θα ανέχονται την ανόθευτη διδασκαλία, δεν θα ανέχονται την αλήθεια του Λόγου του Θεού, αλλά θα ακολουθούν διδασκάλους που αυτά που θα τους διδάσκουν θα είναι σύμφωνα με τις επιθυμίες της καρδιάς τους και αυτά θα τους ευχαριστούν ιδιαίτερα και θα είναι ευχάριστα στην ακοή τους» (Β΄ Τιμοθέου Δ/4: 3). 
        Σκοπός του εχθρού που βρίσκεται πίσω απ’ όλα αυτά είναι ν’ αποσπάσει τους ανθρώπους από την Αλήθεια του Ευαγγελίου και να τους κάνει να πιστέψουν σε ανθρώπινα μυθεύματα. Ο Λόγος του Θεού μας εφιστά ιδιαίτερα την προσοχή: «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν» (Κολοσσαείς Β/2: 8). Σκοπός του εχθρού της ψυχής μας είναι η παραπλάνηση, η συσκότιση, η σύγχυση και η μυθοποίηση της αλήθειας επειδή είναι «ο πατέρας του ψεύδους» (Ιωάννης Η/8: 44). Η «αλήθεια» που θα διακηρύττουν ορισμένοι πλάνοι, που εμπνέονται από τις εισηγήσεις του εχθρού θα είναι κριμένη πίσω από εντυπωσιακά λόγια, ορθολογισμούς και ρητορείες, που θα τους ευχαριστούν και θα τους γαργαλίζουν την ακοή των ακροατών τους. Δε θα ισχύει ως γνώμονας καταλληλότητας των διδασκάλων η ορθοτόμηση του Λόγου της αληθείας, αλλά η δική τους υποκειμενική εκτίμηση. Πρώτα οι άνθρωποι θα επιλέγουν τι θα θέλουν ν’ ακούσουν και ύστερα θα επιλέγουν τους κατ’ αυτούς κατάλληλους διδασκάλους, που θα τους λένε αυτά που οι απατηλές καρδιές τους επιθυμούν να ακούσουν. 
        Μέσα σ’ αυτήν την άρνηση, μέσα σ’ αυτήν την αντιλογία, πώς πρέπει να σταθεί ο Τιμόθεος; Πως πρέπει να σταθεί ο κάθε πιστός άνθρωπος; Να απογοητευθεί, να στραφεί προς τα οπίσω, να σιωπήσει; Όχι. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, μένουν οι ίδιοι στην άγνοια και την απάθειά τους. «Συ όμως Τιμόθεε, να είσαι διαφορετικός». Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο. Ο πιστός άνθρωπος δε θα πρέπει να μετέχει των «εδεσμάτων του κόσμου» (Δανιήλ Α/1: 8). Στην επιστολή «Ιακώβου» (κεφ. Δ/4, εδ. 4) αναφέρεται: «Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; όστις λοιπόν θελήση να ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται». Δεν θα πρέπει να μετέχει στον τρόπο ζωής του κόσμου, στον τρόπο σκέψης εκείνων που χάνονται χωρίς Χριστό, δε θα πρέπει να ενεργεί με τον ίδιο τρόπο. Όλα θα πρέπει να είναι διαφορετικά για τον γνήσιο Χριστιανό. Απαιτείται άλλος τρόπος ζωής, που θα εμπνέεται και η ζωή του οποίου θα διέπεται από την αλήθεια του Λόγου του Θεού, μια ζωή σταθερά Χριστιανική, μια άλλη ζωή που θα διακρίνεται από ένα στοιχείο: «Κακοπάθησον». Πουθενά ο Λόγος του Θεού δεν αναφέρεται σε καλοπέραση στη ζωή αυτή. Αντίθετα, τονίζει ότι είναι «στενή και τεθλιμμένη η οδός» (Ματθαίος Ζ/7: 14). Ο άνθρωπος που θα υποστηρίξει την αλήθεια του Ευαγγελίου θα κακοπαθήσει, γιατί η αλήθεια δεν παίρνει συμβιβασμούς, ο λαός λέει είναι «πικρή», δε γαργαλίζει την ακοή των ακροατών. 
      Συμπέρασμα. Θα πρέπει στη ζωή μας να υπάρχει, γνώση, συνέπεια και συνέχεια στο Λόγο του Θεού, σε πείσμα των δύσκολων καιρών στους οποίους ζούμε, σε πείσμα των ανθρώπων που αντιστέκονται στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Η κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο ο οποίος μας περιβάλει δε θα πρέπει να αποθαρρύνουν τον πιστό άνθρωπο και να τον απομακρύνουν από τη διακονία του και από τον προορισμό του να δίνει μαρτυρία πίστης, όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Ούτε οι συνθήκες και οι καταστάσεις αυτές θα πρέπει να οδηγούν τον πιστό άνθρωπο σε συμβιβασμούς, ώστε να είναι αρεστός στο ακροατήριο. Αντίθετα όλες αυτές οι δύσκολες περιστάσεις θα πρέπει να γίνουν αιτία να είναι ο άνθρωπος, πιο προσεκτικός αλλά και αποφασιστικός στη διακονία του. 
        Όσο οι καιροί θα δυσκολεύουν και όσο οι άνθρωποι θα γίνονται πιο αδιάφοροι για την αλήθεια του Λόγου του Θεού, τόσο πιο σαφής, πιο πειστική και πιο σταθερή θα πρέπει να είναι η δική μας στάση απέναντι στην Αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο μεγάλος μεταρρυθμιστής Ιωάννης Καλβίνος (1509 – 1564) έλεγε: «Όσο πιο αποφασιστικοί γίνονται οι άνθρωποι στο να καταφρονούν τη διδασκαλία του Χριστού, τόσο πιο ένθερμοι πρέπει να είναι οι πιστοί διάκονοι στη διακήρυξή της, τόσο πιο επίπονες οι προσπάθειές τους για τη διατήρησή της σε ολότητα και ακόμη περισσότερο, σκληρότερος ο αγώνας τους να αμυνθούν στις επιθέσεις του εχθρού».---

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

 
          Επιστολή «προς Εφεσίους», κεφ. Α/1, εδ. 7. 
«.....διά του οποίου (Ιησού Χριστού) έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτημάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού». 

         Επιστολή «προς Ρωμαίους», κεφ. Γ/3, εδ. 21 – 26
21 Τώρα, όμως, χωρίς τον νόμο, φανερώθηκε η δικαιοσύνη τού Θεού, έχοντας τη μαρτυρία τού νόμου και των προφητών 
22 δικαιοσύνη, όμως, του Θεού, διαμέσου τής πίστης στον Ιησού Χριστό, προς όλους κι επάνω σε όλους εκείνους που πιστεύουν επειδή, δεν υπάρχει διαφορά 
23 δεδομένου ότι, όλοι αμάρτησαν, και στερούνται τη δόξα τού Θεού 
24 ανακηρύσσονται, όμως, δίκαιοι, δωρεάν, με τη χάρη του, διαμέσου τής απολύτρωσης που έγινε με τον Ιησού Χριστό 
25 τον οποίο ο Θεός προκαθόρισε ως μέσον εξιλέωσης διαμέσου τής πίστης, με βάση το αίμα του, προς φανέρωση της δικαιοσύνης του, για την άφεση των αμαρτημάτων, που έγιναν στο παρελθόν, μέσα στη μακροθυμία τού Θεού 
26 προς φανέρωση της δικαιοσύνης του στον παρόντα καιρό, για να είναι αυτός δίκαιος, και να ανακηρύσσει δίκαιον εκείνον που πιστεύει στον Ιησού. 

        ΣΧΟΛΙΑ: 
     Η ανθρώπινη λογική, όσον αφορά την εξιλέωση του ανθρώπου από το δυσβάστακτο βάρος της αμαρτίας του που τον οδηγεί στον αιώνιο θάνατο (Ρωμαίους Σ/6: 23) είναι η εξής: «Συ που έσφαλες, που αμάρτησες, που αποστάτησες από το Θεό προσπάθησε να εξιλεωθείς απέναντι στο Θεό με πράξεις και έργα που θα Τον ευαρεστήσουν». Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί ο άνθρωπος ν’ αγωνιστεί στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αναλωμένος σε έργα τα οποία θεωρεί "καλά" και τα οποία κατά την εκτίμησή του είναι αρεστά στο Θεό και ως εκ τούτου δρουν ως "επανορθωτικά", προκειμένου να μπορέσει να εξιλεωθεί από το αμαρτωλό παρελθόν του.
     Έτσι λοιπόν όταν ο άνθρωπος επιθυμήσει τη μετάνοια και τη συμφιλίωσή του με το Θεό, από τον οποίον έχει αποκοπεί εξαιτίας των άστοχων επιλογών του (Ησαΐας ΝΘ/59: 2), η ανθρώπινη λογική τον οδηγεί στην εκτέλεση κάποιων «καλών έργων», με τα οποία προσπαθεί να ευαρεστήσει το Θεό και να αποκαταστήσει την επικοινωνία μαζί Του. (στερήσεις, κάθε μορφής, κακουχίες εκούσιες, γονυκλισίες και μύριες άλλες εθελούσιες ταλαιπωρίες). 
    Με αυτά τα έργα η αμαρτωλή και καυτηριασμένη συνείδησή του προσπαθεί να τον αναπαύσει, σχηματίζοντας κάποια στιγμή, την πεποίθηση ότι θα τα καταφέρει και θα εξιλεωθεί. Αλλά δυστυχώς, παρά τις όποιες προσπάθειες η αμαρτωλότητα δεν σταματάει να εκδηλώνεται μέσα στη ζωή του. Πριν ακόμη να κατορθωθεί η εξιλέωση των «χθεσινών» παραβάσεων, βαραίνουν το παθητικό της συνείδησής του καινούργιες παραβάσεις και σε λίγο πάλι οι πιο καινούργιες, με αποτέλεσμα να μην αργεί να καταλάβει ότι είναι βυθισμένος σ’ ένα αχανές βάραθρο, από το οποίο είναι αδύνατον να βγει. Ο Απ. Παύλος αναφέρει: «Επειδή, ξέρω ότι μέσα μου (δηλαδή, μέσα στη σάρκα μου) δεν κατοικεί αγαθό επειδή, το να θέλω, βρίσκεται κοντά μου, το να κάνω, όμως, το καλό, δεν το βρίσκω επειδή, δεν κάνω το αγαθό, που θέλω· αλλά, το κακό, που δεν θέλω, αυτό κάνω» (Ρωμαίους Ζ/7: 18,19). 
     Τον αρχικό ζήλο του ανθρώπου να εξιλεωθεί μπροστά στο Θεό με αγαθές πράξεις και με τα προσωπικά του έργα, ύστερα από λίγο δηλητηριάζει η αποτυχία. Και σε στιγμές εσωτερικής συγκέντρωσης, η φωνή της απελπισίας ξεσπάει στην ίδια κραυγή την οποία και ο Απ. Παύλος ύψωσε: «ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ. Ποιος λοιπόν θα με τραβήξει και θα με βγάλει έξω από το αυτό το λάκκο της ταλαιπωρίας» (Ρωμαίους Ζ/7: 24). 

    Απέναντι σ’ ένα τέτοιο – δια των προσωπικών έργων - ανθρώπινο σχέδιο λύτρωσης, άφεσης, συγχώρεσης των αμαρτιών, ο Λόγος του Θεού μας παρουσιάζει έναν άλλο τρόπο σωτηρίας. Πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο, το συνέλαβε και το υλοποίησε μέσα στην πανσοφία Του, ο ίδιος ο Θεός. Το σχέδιο αυτό της σωτηρίας είναι εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το Θεϊκό σχέδιο, για την εξιλέωση των αμαρτιών του ανθρώπου χρειάζονται, όχι ανθρώπινα έργα ή άλλες ανθρώπινες προσπάθειες, αλλά ένα άλλο Έργο. Το Έργο αυτό, που θα φέρει και θα οδηγήσει στην άφεση των αμαρτιών, στην εξιλέωση του αμαρτωλού ανθρώπου, στη δικαίωσή του απέναντι στον Άγιο Θεό, δε γίνεται από τον άνθρωπο, αλλά έχει γίνει από το Θεό και προσφέρεται δωρεάν στον άνθρωπο. Είναι ένα Έργο που ο ίδιος ο Θεός έχει κάνει, διά Ιησού Χριστού, για την δικαίωση του αμαρτωλού ανθρώπου. 
    Το Έργο της λύτρωσης του Θεού, το οποίο όλοι έχουν ανάγκη καθώς «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμαίους Γ/3: 23). Ο άνθρωπος γεννιέται με την αμαρτία και με τον τρόπο αυτό είναι από τη φύση του αμαρτωλός. Σύμφωνα με τον αιώνιο Λόγο του Θεού «δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον» (Ρωμαίους Ε/5: 12). Επειδή λοιπόν η αμαρτία είναι πανανθρώπινη υπόθεση, το Έργο της σωτηρίας του Θεού ισχύει για όλους τους ανθρώπους, καθώς "ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης" (Πράξεις Ι/10: 34), αλλά είναι ένας Θεός που «θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, και να έρθουν στην επίγνωση της αλήθειας» (Α’ Τιμοθέου Β/2: 4). 
    Πρόκειται για το Έργο του Σταυρού του Χριστού, πρόκειται για το θάνατο του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Για να ικανοποιηθεί η Θεία δικαιοσύνη, εξαιτίας της ανθρώπινης παράβασης, έπρεπε ο άνθρωπος να πεθάνει, γιατί ο «μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος» (Ρωμαίους Σ/6: 23). Ο Θεός όμως από αγάπη για τον αμαρτωλό δεν άφησε τον άνθρωπο να πεθάνει και να χαθεί αιωνίως. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει: «διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωκε τον υιόν Αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθεί πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης Γ/3: 16). Έδωσε ο Θεός τον Υιόν Του τον μονογενή και πέθανε πάνω στο σταυρό, ως αντικαταστάτης μιας ολόκληρης αμαρτωλής ανθρωπότητας. Πέθανε ο Χριστός, για να μην πεθάνω εγώ και εσύ. 
     Ο προφήτης «Ησαΐας» (κεφ. ΝΓ/53, εδ. 6,7) επτακόσια χρόνια π.Χ. αναφέρει σχετικά: «πάντες ημείς επλανήθημεν ως πρόβατα εστράφημεν έκαστος εις την οδόν αυτού και ο Κύριος έθεσεν επ' Αυτόν την ανομίαν πάντων ημών. Αυτός ήτο κατατεθλιμμένος και βεβασανισμένος αλλά δεν ήνοιξε το στόμα αυτού εφέρθη ως αρνίον επί σφαγήν, και ως πρόβατον έμπροσθεν του κείροντος αυτό άφωνον, ούτω δεν ήνοιξε το στόμα αυτού». Ο Ιησούς Χριστός φέρθηκε όπως το πρόβατο στη σφαγή, άφωνο, για τη δική μας σωτηρία. 
      Ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε, σύμφωνα με όλα όσα ήταν γραμμένα στις Άγιες Γραφές (δηλ. την Παλαιά Διαθήκη). Αναστημένος και δοξασμένος κάθισε στα δεξιά του Πατέρα (Εβραίους Ι/10: 12). Έχει πληρώσει με το ίδιο Του το αίμα για την εξιλέωση των αμαρτιών μας. Ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή «προς Γαλάτας» (κεφ. Γ/3, εδ. 13) αναφέρει: «ο Χριστός εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου, γενόμενος κατάρα υπέρ ημών, διότι είναι γεγραμμένον επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου». Στην επιστολή δε «προς Εφεσίους» (κεφ. Θ/9, εδ.12) αναφέρει: «ουδέ δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά διά του ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν». Επίσης στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Γ/3, εδ. 25) αναφέρεται: «τον οποίο όρισε ο Θεός να γίνει, δια της πίστεως, το μέσο εξιλέωσης με το ίδιο του το αίμα, και να φανεί έτσι η δικαιοσύνη του και για τα αμαρτήματα του παρελθόντος, τα οποία παραβλέφθηκαν». 
      Ο Θεός μέσα στην αγάπη Του και το ενδιαφέρον Του για τη σωτηρία του αμαρτωλού ανθρώπου, κάνει μια προσφορά σωτηρίας σε όλους τους ανθρώπους (Ιωάννης Γ/3: 36, & Ε/5: 24 – Ρωμαίους Ι/10: 13). Οποιοσδήποτε άνθρωπος, όσο αμαρτωλός και αν αισθάνεται, μπορεί να σωθεί αρκεί να μετανοήσει για τις αμαρτίες του και να πιστέψει στον Κύριο Ιησού Χριστό (δηλ. να Τον εμπιστευτεί ώστε να τον σώσει…). Και σήμερα ο Θεός προσκαλεί κάθε άνθρωπο λέγοντας: «Ελάτε τώρα, και ας διαδικαστούμε, λέει ο Κύριος αν οι αμαρτίες σας είναι σαν το πορφυρούν, θα γίνουν άσπρες σαν χιόνι· αν είναι ερυθρές σαν κόκκινο, θα γίνουν σαν άσπρο μαλλί» (Ησαΐας Α/1: 18). 
     Με τον τρόπο αυτό ο Χριστός καλεί καθέναν από μας να πάει κοντά Του και να Τον γνωρίσει προσωπικά και να Τον εμπιστευτεί. «Έλα Θωμά» να με γνωρίσεις, «Γιώργη, Μαρία…..κλπ». Ο Ιωάννης ο μαθητής της αγάπης αναφέρει: «Όσοι εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού οίτινες ουχί εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν (Ιωάννης Α/1: 12, 13). 
       Ο άνθρωπος που θα αναγνωρίσει την αμαρτωλότητά του, που θα ταπεινωθεί και θα επικαλεστεί το Έργο του Χριστού στη ζωή του, γίνεται «παιδί του Θεού» (Ιωάννης Α/1: 12). Μα ίσως πει κάποιος: "όλοι δεν είμαστε παιδιά του Θεού;" Όχι, όλοι είμαστε δημιουργήματα του Θεού. Παιδιά του Θεού γίνονται μόνον εκείνοι που αναγνωρίζουν Τον απεσταλμένο Μεσσία του κόσμου και πιστεύουν σ’ Αυτόν και το τέλειο και ολοκληρωμένο Έργο Σωτηρίας, που Εκείνος έκανε πάνω στο σταυρό για τη δική μας σωτηρία. Σε κάθε δικό Του παιδί ο Θεός έρχεται για να διαγράφει το αμαρτωλό παρελθόν του. Γιατί γι' αυτές έχει πληρώσει ο Χριστός. 
       Στο βιβλίο των «Πράξεων» (κεφ. ΙΖ/17, εδ. 30), αναφέρεται: 
30 Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι, 
31 διότι προσδιώρισεν ημέραν εν ή μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, διά ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών. 
      Ο λυτρωμένος του Χριστού δεν οφείλει τίποτα απολύτως, είναι Άγιος του Θεού, γι’ αυτόν έχει πληρώσει ο Χριστός με το ίδιο Του το αίμα (Εβραίους Θ/9: 12). Αν κάποιος ξένος πληρώσει για έναν φυλακισμένο που χρωστάει, από τη στιγμή της καταβολής των οφειλόμενων, ο φυλακισμένος είναι ελεύθερος, δεν διώκεται για τις πράξεις του παρελθόντος της ζωής του. Έχει πληρώσει γι’ αυτόν κάποιος άλλος. 
     Ο αμαρτωλός άνθρωπος που θέλει να εξιλεωθεί μπροστά στο Θεό, πρέπει να στηριχθεί αποκλειστικά στο Έργο που έκανε γι’ αυτόν ο Χριστός, πάνω στο σταυρό του Γολγοθά για λογαριασμό του και αντί αυτού. Ένα Έργο που το συνέλαβε, μέσα στην Πανσοφία Του και Δικαιοσύνη Του ο Πατέρας Θεός, προ καταβολής κόσμου (Α’ Πέτρου Α/1: 20) και το εκτέλεσε ο Υιός του Θεού, για να μην χαθεί αιώνια ο αμαρτωλός άνθρωπος. Συνεπώς η συνείδηση του αμαρτωλού δεν πρέπει να ζητήσει την ανάπαυσή της στη δική της δράση ή προσπάθεια εξιλεωτικών έργων, αλλά αποκλειστικά στη δράση του Θεού που εκδηλώνεται στο Πρόσωπο του Χριστού. 
      Με άλλα λόγια, πρέπει ο αμαρτωλός να εγκαταλείψει το "Εγώ" του και να αναπαυθεί με απόλυτη  εμπιστοσύνη στο εξιλαστήριο Έργο του Χριστού. Να γιατί συνεχώς στην Καινή Διαθήκη και κυρίως στις επιστολές των Αποστόλων, γίνεται συνεχής επανάληψη των φράσεων: «άφεσις αμαρτιών εν τω αίματι του Χριστού», «απολύτρωσις εν τω Χριστώ», «σωτηρία εν Αυτώ», «δι’ Αυτού». Φράσεις που σημαίνουν ότι πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι οι αμαρτίες μας συγχωρέθηκαν και δεν απαιτούνται περαιτέρω δικές μας ενέργειες, προκειμένου να δικαιωθούμε ενώπιον του Θεού! 
     Σύμφωνα με το Λόγο του Θεού δεν απαιτείται κάποια δράση εκ μέρους του αμαρτωλού ανθρώπου για τη συγχώρεση των αμαρτιών του, αλλά αντίθετα απαιτείται ειλικρινής πίστη στο τέλειο και ολοκληρωμένο Έργο του Σταυρού του Χριστού. Οποιαδήποτε δράση του ανθρώπινου «Εγώ» για δικαίωση του ανθρώπου μπροστά στο Θεό, είναι ολέθρια και αναποτελεσματική. Κάτι τέτοιο αποκρούεται έντονα από το Λόγο του Θεού και χαρακτηρίζεται, ως ζημιά και ως «λίθος προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου» (Α’ Πέτρου Β/2: 8). 
    Αν αν ο άνθρωπος στηρίξει τη σωτηρία του στις δικές του προσπάθειες και δεν στηριχθεί αποκλειστικά στο σωτήριο «Έργο του Χριστού», τότε θα αρχίσει να στρέφει το βλέμμα προς τον ίδιο τον εαυτό του και θα δημιουργηθούν σιγά – σιγά στοιχεία τέτοια ώστε να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της σωτηρίας του από το Έργο του Χριστού στις «δικαιοσύνες» του και στις ατέρμονες προσπάθειές του, με τραγικά αποτελέσματα. Με τον τρόπο αυτό αποκόπτεται από τη «χάρη» του Θεού, από εκείνο που ο Θεός ορίζει και τελικά βρίσκεται μακριά από τη σωτηρία, λατρεύοντας τον εαυτόν του ως σωτήρα και αναλώνοντας τις δυνάμεις του στη δικαίωσή του με μάταιες ανθρώπινες προσπάθειες. Στην ουσία με τον τρόπο αυτό ακυρώνει το Έργο του Χριστού, που είναι μοναδικό και τέλειο για τη σωτηρία των ανθρώπων (Πράξεις Δ/4: 12). 
       Πόσο χαρακτηριστικά αναφέρεται ο Απ. Παύλος στο θέμα αυτό. Γράφει λοιπόν: «από τα έργα του Νόμου, δεν θα δικαιωθεί κανένας άνθρωπος μπροστά στο Θεό» (Ρωμαίους Γ/3: 20). Και στην επιστολή «προς Γαλάτας» (Β/2: 16), «δεν δικαιούται άνθρωπος από τα έργα του νόμου, ειμή δια πίστεως Ιησού Χριστού». Επίσης προς τους χριστιανούς της Γαλατίας, επισημαίνει: «Δεν αθετώ την χάριν του Θεού· διότι αν η δικαίωσις γίνηται διά του νόμου, άρα ο Χριστός εις μάτην απέθανε» (Γαλάτας Β/2: 21). Εάν ο άνθρωπος θα μπορούσε να σωθεί με τα δικά του έργα, τότε δεν χρειαζόταν να έρθει στη γη και να πεθάνει πάνω στο σταυρό ο Ιησούς Χριστός. 
       Συνεπώς η Καινή Διαθήκη διακηρύσσει ρητά ότι με καμία ανθρώπινη προσπάθεια δε μπορεί ο άνθρωπος να εξιλεωθεί ενώπιον του Θεού, να συγχωρεθούν δηλ. οι αμαρτίες του και να τακτοποιηθεί απέναντι στο Θεό. Μόνον ο Χριστός μπορεί να τον τακτοποιήσει ενώπιον του Θεού διότι «ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία, επί της γης, να συγχωρεί αμαρτίες» (Ματθαίος Θ/9: 6). 
     Ας προσέξουμε μια ακόμα σημαντική λεπτομέρεια. Την εξουσία αυτή ο Χριστός την έχει όσο βρισκόμαστε σε αυτήν τη ζωή (επί της γης), στον ουρανό, αν φύγουμε και δεν έχουμε αναγνωρίσει το Έργο Του (τη θυσία Του) και δεν έχουμε ζητήσει την συγχώρεση των αμαρτιών μας απ’ Αυτόν, ο Χριστός δεν θα μπορεί να μας συγχωρήσει. Ο Λόγος του Θεού μας διευκρινίζει: 
10 αλλά διά να γνωρίσητε ότι έξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου επί της γης να συγχωρή αμαρτίας λέγει προς τον παραλυτικόν· 
11 Προς σε λέγω, Σηκώθητι και έπαρε τον κράββατόν σου και ύπαγε εις τον οίκόν σου. (Μάρκος Β/2: 10-11). 
       Συμπέρασμα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα του. Όμως ο Θεός δεν θέλει να χαθεί αιωνίως κανένας και από αγάπη πραγματοποίησε, δια Ιησού Χριστού, το δικό Του τέλειο Έργο, για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν ο Θεός παραμένει δίκαιος δικαιώνοντας ταυτόχρονα τον αμαρτωλό. Όχι παραβλέποντας την αμαρτία, ούτε καν συγχωρώντας την, αλλά υφιστάμενος ο ίδιος την ποινή της αμαρτίας στο Πρόσωπο του Υιού του, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τούτο το Έργο της σωτηρίας, που το πεπερασμένο μυαλό μας δε μπορεί να συλλάβει, πόσο στοίχισε και στον Πατέρα Θεό και στον Υιόν Αυτού, προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο «δωρεάν» (εδ. 24). Όχι γιατί το αξίζουμε, όχι γιατί το εξαγοράσαμε με τα έργα μας και με την αρετή μας, αλλά «κατά χάριν» Θεού. Είναι δώρο του Θεού! 
       Τι λοιπόν χρειάζεται να κάνει ο άνθρωπος μετά απ’ όλα αυτά; Το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι μια πράξη αποδοχής, αναγνώρισης, ένα «ευχαριστώ» στο Θεό μέσα από την καρδιά μας, «για μια τόσο μεγάλη σωτηρία» (Εβραίους Β/2: 3). Την ψυχή που θα λάβει αυτή την απόφαση ο Κύριος τη διαβεβαιώνει με την αλήθεια των υποσχέσεών του: «Αληθώς σοι λέγω, σήμερον θέλεις είσθαι μετ' εμού εν τω παραδείσω» (Λουκάς ΚΓ/23: 43). 

       Σε καθέναν που διαβάζει τούτα τα λόγια ο Λόγος του Θεού έρχεται να τονίσει και να υπενθυμίσει: «ιδού, τώρα καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού, τώρα ημέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορινθίους Σ/6: 2). Το αύριο δε μου ανήκει και δε σου ανήκει. Επικαλέσου σήμερα το Χριστό, με συντριβή, με ταπείνωση και με μετάνοια, όπως πήγε κοντά Του εκείνη η γυναίκα, όταν ο Χριστός βρισκόταν στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου. Τι ωραία εικόνα: 
37 Και ιδού, γυνή τις εν τη πόλει, ήτις ήτο αμαρτωλή, μαθούσα ότι κάθηται εις την τράπεζαν εν τη οικία του Φαρισαίου, έφερεν αλάβαστρον μύρου 
38 και σταθείσα πλησίον των ποδών αυτού οπίσω κλαίουσα, ήρχισε να βρέχη τους πόδας αυτού με τα δάκρυα και εσπόγγιζε με τας τρίχας της κεφαλής αυτής και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε με το μύρον (Λουκάς Ζ/7: 37,38). 
       Από εκείνη τη στιγμή και για μια ολόκληρη αιωνιότητα η ψυχή θα μεταφερθεί  από το θάνατο στη ζωή "Αληθώς, αληθώς σας λέγω ότι ο ακούων τον λόγον μου και πιστεύων εις τον πέμψαντά με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν δεν έρχεται, αλλά μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν" (Ιωάννης Ε/5: 24). Επίσης «και εσάς όντας νεκρούς διά τας παραβάσεις και τας αμαρτίας εζωοποίησεν» (Εφεσίους Β/2: 1-5). Θα βρεθεί η ψυχή από την εξουσία του σκότους στην βασιλεία του Υιού της αγάπης του Θεού. «όστις ηλευθέρωσεν ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέφερεν εις την βασιλείαν του αγαπητού αυτού Υιού» (Κολοσσαείς Α/1: 13). Θα ανήκει πλέον στην οικογένεια του Θεού, γιατί θα έχει "γεννηθεί «άνωθεν" (Ιωάννης Γ/3: 3). 
      Τέλεια και ολοκληρωτική σωτηρία συντελείται, μόνον δια του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Διότι κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι διά της πίστεως και τούτο δεν είναι από σας, Θεού το δώρον ουχί εξ έργων, διά να μη καυχηθή τις» (Εφεσίους Β/2: 9). ---

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ.

 

      Φίλες & Φίλοι, 
   Σε λίγες ώρες «πάει ο παλιός ο χρόνος» και με τη βοήθεια του Θεού μπαίνουμε σ’ ένα νέο, «καινούργιο χρόνο». Τούτες τις ώρες διάφορες σκέψεις περνούν από το νου μας. Τι «άραγε να επιφυλάσσει ο καινούργιος χρόνος για τον καθένα μας;» καθώς ζούμε μέσα σ’ έναν κόσμο βίαιο, φευγαλέο και ασταθή; Πολλά είναι τα ερωτηματικά, καθώς και οι φόβοι που έρχονται να μας καταλάβουν, καθώς ο Λόγος του Θεού αναφέρει ότι στους έσχατους καιρούς «οι άνθρωποι θέλουσιν αποψυχεί εκ του φόβου και προσδοκίας των επερχομένων δεινών εις την οικουμένην» (Λουκάς ΚΑ/21: 26). 
     Που να βρει γαλήνη ο άνθρωπος μέσα σ’ έναν κόσμο φθοράς, φθόνου, πόνου, πολέμου, κακίας, θανάτου; Άραγε υπάρχει ελπίδα; Η ελπίδα του πιστού ανθρώπου είναι ο Κύριος. Ο Δαβίδ αναφέρει: «Ζει ο Κύριος, που λύτρωσε την ψυχή μου από κάθε στενοχώρια» (Α’ Βασιλέων Α/1: 29). Η ζωντανή υπόσχεσή Του σε κάθε δικό Του παιδί είναι: «ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθαίος ΚΗ/28: 20). 
      Σε όλα τα μέρη του κόσμου η αρχή ενός έτους θεωρείται μια καινούργια αρχή, μία ακόμα ευκαιρία και ένα νέο ξεκίνημα. Γι’ αυτό συνοδεύεται και από ευχές, δώρα, από χαρούμενες εκπομπές, ξεφαντώματα κλπ. 
     Η αρχή όμως ενός νέου χρόνου είναι και μια θαυμαστή ευκαιρία για απολογισμό των πεπραγμένων μας για τη χρονιά που πέρασε. Πολλοί οι στόχοι που είχαμε θέσει στο παρελθόν, όμως πολλές φορές τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά. Οι αιτίες των αποτυχιών μας ήταν πολλές. 
---Παρά το γεγονός ότι η χρονιά είναι νέα εμείς παραμένουμε «παλιοί», σκεπτόμαστε και ενεργούμε με τον παλιό προσφιλή σε μας τρόπο με αποτέλεσμα καμία αλλαγή να μη μπορεί να επιτευχθεί. 
---Δεν τα καταφέραμε γιατί εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια πολύ γρήγορα. Τα λόγια του συγγραφέα της επιστολής «προς Εβραίους» (ΙΒ/12: 4) «Δεν αντισταθήκατε μέχρις αίματος, αγωνιζόμενοι ενάντια στην αμαρτία», έρχονται να μας θυμίσουν ότι τα πνευματικά μας αντανακλαστικά είναι εξασθενημένα. 
---Δεν τα καταφέραμε γιατί δεν πιστέψαμε σ’ αυτή την αλλαγή. Στη σχέση μας με το Θεό αντιμετωπίσαμε τα πράγματα με ελαφρότητα και αναβλητικότητα. 
---Προσπαθήσαμε μόνοι μας και αγνοήσαμε την παρουσία και τη δύναμη του προσωπικoύ μας συμβούλου, του «θαυμαστού συμβούλου» (Ησαΐας Θ/9: 6) που από αγάπη μας έχει προσφέρει ο ουράνιος Πατέρας μας. 
      Αυτά όσον αφορά το παρελθόν. Στο μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας με τον ερχομό του «νέου χρόνου» σημασία έχει πώς πρέπει να σταθούμε, ποιες προτεραιότητες πρέπει να βάλουμε, ώστε να μην έχουμε τα ίδια πενιχρά αποτελέσματα, για να μην μείνουμε για άλλη μία φορά στα λόγια. 
     Ο Απ. Παύλος μέσα από τις φυλακές της Ρώμης με τη γραφίδα του απευθυνόμενος προς του Χριστιανούς της πόλεως των «Κολοσσών» αναφέρει πώς πρέπει να σταθούμε, τι πρέπει να επιδιώξουμε, τι πρέπει να ζητάμε καθώς και ποια θα πρέπει να είναι η άμεση προτεραιότητά μας κατά το νέο χρόνο που έρχεται. 

       «προς Κολοσσαείς» (κεφ. Γ/3, εδ. 1 – 2). 
1 Εάν λοιπόν συνανέστητε μετά του Χριστού, τα άνω ζητείτε, όπου είναι ο Χριστός καθήμενος εν δεξιά του Θεού, 
2 τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. 

      Με τα λόγια αυτά ο Απ. Παύλος δίνει το σωστό προσανατολισμό και καθορίζει το περιεχόμενο της πνευματικής ζωής του Χριστιανού ανθρώπου. Στη φράση «τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» εμπεριέχεται ολόκληρο το περιεχόμενο της σχέσης μας με το Θεό. Για να μπορέσουμε να ζητάμε τα «άνω», θα πρέπει να «φρονούμε τα άνω», δηλ. να αγαπάμε, να επιδιώκουμε, να επιθυμούμε τα «άνω», δηλαδή τα αιώνια, αυτά που μένουν, εκείνα που μετράνε, τη Βασίλεια και τη Δικαιοσύνη Του. Ο Λόγος του Θεού μας εφιστά ιδιαίτερα την προσοχή στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να ζούμε όπως εμείς θέλουμε από τη στιγμή που δεχτήκαμε να φέρουμε το Όνομα του Χριστού, αντίθετα θα πρέπει να πλησιάζουμε περισσότερο τον Θεό σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, έτσι ώστε καθημερινά να βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά, σε συνεχή κοινωνία μαζί Του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο προνόμιο από το να συνταυτίζεται κάποιος με το Χριστό, να ζει δηλαδή ενωμένος άρρηκτα με τον Κύριο. 
     Κάποτε όλοι μας ζούσαμε χωρίς το Χριστό και ως εκ τούτου είμαστε «απηλλοτριωμένοι από της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, ελπίδα μη έχοντες και όντες εν τω κόσμω χωρίς Θεού. Τώρα όμως διά του Ιησού Χριστού σεις οι ποτέ όντες μακράν εγείνετε πλησίον διά του αίματος του Χριστού» (Εφεσίους Β/2: 12-13). Καθώς όμως γνωρίσαμε το Χριστό στη ζωή μας, θα πρέπει να υπάρχει μια αλλαγή πορείας. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζουμε να βαδίζουμε στους παλιούς δρόμους, της άγνοιας και της αμαρτίας ή στο κυνήγι των ματαιοτήτων μας.
    Γενικά το φρόνημα, οι σκέψεις, η διάθεση των χριστιανών οφείλουν να είναι στραμμένα και προσανατολισμένα προς τον ουρανό, εκεί είναι η πηγή της αγάπης, εκεί βρίσκεται ο αναστημένος και δοξασμένος Ιησούς Χριστός, τον οποίο περιμένουμε να έρθει από τον ουρανό «και να προσμένητε τον Υιόν αυτού εκ των ουρανών, τον οποίον ανέστησεν εκ νεκρών, τον Ιησούν, όστις ελευθερώνει ημάς από της μελλούσης οργής» (Α’ Θεσσαλονικείς Α/1: 10). Καθώς βαδίζουμε στη γη, στον ουρανό θα πρέπει να αποβλέπουμε και να περιμένουμε με ειλικρινή πόθο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος θα έρθει, για να παραλάβει όλους εκείνους που Τον περιμένουν, για να τους ελευθερώσει από τη μέλλουσα οργή, η οποία πρόκειται να έρθει πάνω στον κόσμο της αποστασίας. 
     Όπως γνωρίζουμε, η καινούργια ζωή του Χριστιανού αρχίζει με την «αναγέννησή» του (Ιωάννης Γ/3: 3). Πώς θα πρέπει να στέκεται και πώς να βαδίζει ο Χριστιανός στην καινούργια χριστιανική ζωή μας το αναφέρει ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Κολοσσαείς» (κεφ. Γ/3: 5-11). 
5 Νεκρώσατε λοιπόν τα μέλη σας τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν και την πλεονεξίαν, ήτις είναι ειδωλολατρία, 
6 διά τα οποία έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας, 
7 εις τα οποία και σεις περιεπατήσατέ ποτέ, ότε εζήτε εν αυτοίς 
8 τώρα όμως απορρίψατε και σεις ταύτα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματός σας 
9 μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, αφού απεξεδύθητε τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού 
10 και ενεδύθητε τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν, 
11 όπου δεν είναι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσιν είναι ο Χριστός. 
       Στη νέα κατάσταση που βρίσκεται πλέον ο άνθρωπος μετά την αναγέννησή του εν Χριστώ Ιησού οφείλει να νεκρώνει όλες εκείνες τις επιθυμίες που φανερώνουν τον «παλαιό άνθρωπο» της αμαρτίας (ο οποίος συνυπάρχει με το «νέο άνθρωπο» τον χτισθέντα κατά Θεόν), όπως είναι η πορνεία, η ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία καθώς και την πλεονεξία, την οποία ο λόγος του Θεού την ταυτίζει με την ειδωλολατρία (Κολοσσαείς Γ/3: 5), που είναι η πηγή πολλών κακών μέσα στη ζωή μας, αφού προσκολλάει την καρδιά του ανθρώπου στα γήινα, τα εφήμερα και την απομακρύνει από το Θεό.
     Δεν μπορεί ο αναγεννημένος άνθρωπος να υποδουλώνεται στην αμαρτία, ενώ ομολογεί ότι είναι ελεύθερος εν Χριστώ. Αντίθετα με όλα αυτά θα πρέπει να προσαρμόζει τα «θέλω» του σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ο οποίος τον ελευθέρωσε εν Χριστώ. Ίσως πει κάποιος η αμαρτία έχει δύναμη και πώς να την αποφύγει ο άνθρωπος; Η λύση για την αποποίηση, για την άρνηση της αμαρτίας δίνεται μέσα από τη φράση «νεκρώσατε», η οποία εμπεριέχει την ενεργό συμμετοχή μας. Αφού ο Χριστός νίκησε πάνω στο σταυρό τις ενωμένες δυνάμεις του κακού και της αμαρτίας προσφέρει τώρα αυτή τη θριαμβευτική νίκη Του σε κάθε άνθρωπο που είναι ενωμένος μαζί Του δια της πίστεως, σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να ζει σύμφωνα με το θέλημά Του. 
       Ο Απ. Παύλος μας επισημαίνει ότι οι αμαρτωλές ενέργειες μέσα στη ζωή μας επιφέρουν την «οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας» (εδ. 6), δηλαδή όλοι όσοι εξακολουθούν συνειδητά να μην υπακούουν και να μην τηρούν το νόμο του Θεού μέσα στη ζωή τους θα υποστούν τις συνέπειες, όχι την τιμωρία του Θεού, γιατί ο Θεός «είναι απείραστος κακών και αυτός ουδένα πειράζει» (Ιακώβου Α/1: 13), αλλά λειτουργεί με βάση τη δικαιοσύνης Του. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (Β/2: 2,3) υποβάλει ένα ερώτημα: «Επειδή, αν ο λόγος που μιλήθηκε διαμέσου αγγέλων έγινε βέβαιος, και κάθε παράβαση και παρακοή έλαβε δίκαιη ανταπόδοση, πώς εμείς θα ξεφύγουμε, αν αμελήσουμε μια τόσο μεγάλη σωτηρία; Η οποία, αφού άρχισε να διακηρύσσεται διαμέσου τού Κυρίου, βεβαιώθηκε σε μας από εκείνους που άκουσαν». Σε πολλά σημεία ο Λόγος του Θεού επισημαίνει την υποχρέωση του πιστού ανθρώπου για μια σταθερή πνευματική σχέση με το Θεό, για έναν συνεχή αγώνα κατά της αμαρτίας. 
      Στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (Σ/6: 12-13) αναφέρεται: «Ας μη βασιλεύη λοιπόν η αμαρτία εν τω θνητώ υμών σώματι, ώστε κατά τας επιθυμίας αυτού να υπακούητε εις αυτήν, μηδέ παριστάνετε τα μέλη σας όπλα αδικίας εις την αμαρτίαν, αλλά παραστήσατε εαυτούς εις τον Θεόν ως ζώντας εκ νεκρών, και τα μέλη σας όπλα δικαιοσύνης εις τον Θεόν». Ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει να μην επιτρέπουμε στην αμαρτία να κυριαρχεί μέσα στο σώμα μας και να μην προσφέρουμε τα μέλη του σώματός μας όργανα κακίας, αδικίας και παράβασης του θελήματος του Θεού, αλλά ως ζωντανοί πλέον δια Ιησού Χριστού να παριστάνουμε τα μέλη μας όργανα δικαιοσύνης στο Θεό. 
      Στην επιστολή «προς Γαλάτας» (Ε/5: 16) αναφέρεται: «Περιπατείτε κατά το Πνεύμα και δεν θέλετε εκπληρεί την επιθυμίαν της σαρκός». Η ζωή του πιστού ανθρώπου καθώς και η πνευματική, εσωτερική του σχέση με το Θεό θα πρέπει να καθορίζεται από τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Πρακτικά αυτό γίνεται μόνον, αν μένουμε προσκολλημένοι και σε πλήρη κοινωνία με τον αναστημένο και δοξασμένο Κύριο Ιησού Χριστό. Ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει: «να απεκδυθήτε τον παλαιόν άνθρωπον τον κατά την προτέραν διαγωγήν, τον φθειρόμενον κατά τας απατηλάς επιθυμίας και να ανανεόνησθε εις το πνεύμα του νοός σας και να ενδυθήτε τον νέον άνθρωπον, τον κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφεσίους» Δ/4: 22–24) 
      Από την ώρα που ο άνθρωπος θα πιστέψει στο Χριστό καλείται να «απεκδυθεί» για να «ενδυθεί». Να απεκδυθεί, να αποβάλει από μέσα του τον παλιό σαρκικό άνθρωπο με όλες εκείνες τις αμαρτωλές επιθυμίες του και να ενδυθεί «τον νέον κατά Χριστόν άνθρωπον» ανανεώνοντας συνεχώς το πνεύμα του και ταυτίζοντάς το με το θέλημα του Θεού. Ποια ακριβώς θα πρέπει να είναι η συμπεριφορά του αναγεννημένου εν Χριστώ Ιησού ανθρώπου μας τη δίνει χαρακτηριστικά ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Κολοσσαείς» (κεφ. Γ/3, εδ 12-17): 
     12 Ενδύθητε λοιπόν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμών, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν, 
      Ο Απ. Παύλος προσφωνεί τους Χριστιανούς που ζουν στην πόλη των Κολοσσών ως «εκλεκτούς του Θεού». Τους έχει εκλέξει ο Θεός διαβλέποντας την πίστη τους, την αγάπη και την υπακοής τους σ’ Αυτόν. Και συνεχίζει να τους χαρακτηρίζει «αγίους και αγαπημένους». Άγιος σημαίνει: Ξεχωρισμένος από τον κόσμο και προορισμένος για το Θεό. 
      13 υποφέροντες αλλήλους και συγχωρούντες εις αλλήλους, εάν τις έχη παράπονον κατά τίνος καθώς και ο Χριστός συνεχώρησεν εις εσάς, ούτω και σείς 
       Να ανέχεστε με υπομονή ο ένας τον άλλον και να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο κάθε φορά που δημιουργούνται παράπονα ανάμεσά σας. Πρότυπό μας και εδώ θα πρέπει να είναι ο Χριστός που μας συγχώρησε τις αμαρτίες μας. Θα πρέπει και εμείς να ενεργούμε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο Κύριος "μας συγχώρησε αφθόνως" (Ησαΐας ΝΕ/55: 7), κατά χάριν (Εφεσίους Β/2: 8) και έτσι θα πρέπει να συγχωρούμε και εμείς. Μας συγχώρησε και δεν πρόκειται ποτέ πλέον στο μέλλον να θυμηθεί τις αμαρτίες μας (Εβραίους Ι/10: 17). 
      14 και εν πάσι τούτοις ενδύθητε την αγάπην, ήτις είναι σύνδεσμος της τελειότητος. 
     Η αγάπη θα πρέπει να είναι όπως το εξωτερικό μας ρούχο που καλύπτει όλο το σώμα μας. Ο Απ. Παύλος τονίζει ιδιαιτέρως πως ό,τι κάνουμε προς τους συνανθρώπους μας θα πρέπει να το κάνουμε μ’ ένα αληθινό πνεύμα αγάπης. 
    15 Και η ειρήνη του Θεού ας βασιλεύη εν ταις καρδίαις υμών, εις την οποίαν και προσεκλήθητε εις εν σώμα και γίνεσθε ευγνώμονες. 
     Η ειρήνη του Θεού δεν έχει καμία απολύτως σχέση με ειρήνη στην οποία αναφέρονται οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι λένε ειρήνη και εννοούν πόλεμο, δημιουργούν πολέμους και άλλες καταστροφές με χιλιάδες αθώα θύματα, ισχυριζόμενοι ότι σκοπός τους είναι να φέρουν την ειρήνη. Η ειρήνη του πιστού ανθρώπου είναι ο Χριστός. Ο πρ. "Ησαΐας" Τον αποκαλεί ως τον «άρχοντα της ειρήνης», ενώ στο κεφ. ΝΓ/53, εδ. 5 αναφέρει: «Αλλ' αυτός ετραυματίσθη διά τας παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη διά τας ανομίας ημών η τιμωρία, ήτις έφερε την ειρήνην ημών, ήτο επ' αυτόν και διά των πληγών αυτού ημείς ιάθημεν». 
    16 Ο λόγος του Χριστού ας κατοική εν υμίν πλουσίως μετά πάσης σοφίας διδάσκοντες και νουθετούντες αλλήλους με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς, εν χάριτι ψάλλοντες εκ της καρδίας υμών προς τον Κύριον. 
      Ο Λόγος του Χριστού με όλο τον ανεξιχνίαστο πλούτο του, ας μένει μόνιμα ανάμεσά μας, δηλαδή να γεμίζουμε με το Λόγο του Θεού, ώστε να ζούμε «κατά Χριστόν» και να μπορούμε να διδάσκουμε και να συμβουλεύουμε σωστά και τους άλλους. Να θυμόμαστε πάντοτε τα λόγια που είπε ο Θεός στον «Ιησού τ. Ναυή» (Α/1: 8): «Δεν θέλει απομακρυνθή τούτο το βιβλίον του νόμου από του στόματός σου, αλλ' εν αυτώ θέλεις μελετά ημέραν και νύκτα, διά να προσέχης να κάμνης κατά πάντα όσα είναι γεγραμμένα εν αυτώ· διότι τότε θέλεις ευοδούσθαι εις την οδόν σου, και τότε θέλεις φέρεσθαι μετά συνέσεως». Ο Λόγος του Θεού, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, πρέπει να κατέχει την πρώτη θέση μέσα στην καρδιά και τη ζωή του Χριστιανού ανθρώπου. 
       Ο Λόγος του Θεού μας επισημαίνει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στη ζωή μας. Κύριο όπλο του εχθρού, για να μας απομακρύνει από το Λόγο του Θεού είναι "οι καθημερινές μέριμνες, αλλά και οι διάφορες ανθρώπινες επιθυμίες" (Λουκάς ΚΑ/21: 34). Ο Ευαγγελιστής «Μάρκος» (Δ/4: 19), αναφέρει: «αι μέριμναι του αιώνος τούτου και η απάτη του πλούτου και αι επιθυμίαι των άλλων πραγμάτων εισερχόμεναι συμπνίγουσι τον λόγον, και γίνεται άκαρπος». Πρόκειται για μια μεγάλη παγίδα. Όταν η καρδιά μας δίνει προτεραιότητα σε κοσμικές μέριμνες, τότε τα πράγματα του Θεού απωθούνται, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, συπνίγονται με τραγικές συνέπειες μέσα στη ζωή μας. 
      Η πιο τραγική εμπειρία στη ζωή ενός Χριστιανού είναι να συμβεί αυτό που συνέβη στη ζωή του άτακτου και ανυπάκουου Σαμψών. «Κριταί» (κεφ. ΙΣ/16, εδ. 20) «Και αυτή είπεν, Οι Φιλισταίοι επί σε, Σαμψών. Και αυτός εξύπνησεν εκ του ύπνου αυτού και είπε, Θέλω εξέλθει καθώς άλλοτε και θέλω εκτιναχθή. Αλλ' αυτός δεν εγνώρισεν ότι ο Κύριος είχεν απομακρυνθή απ' αυτού». Η έσχατη τραγωδία, που δε μπορούν να τη χαρακτηρίσουν ανθρώπινα λόγια. Νόμιζε ότι ο Θεός θα ήταν μαζί του…. δεν είχε καταλάβει ότι με την άστατη ζωή του είχε απομακρύνει τον Κύριο. 
      Επίσης ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει να ψάλλουμε μ’ ευγνωμοσύνη στον Κύριο απ’ την καρδιά μας ψαλμούς, ύμνους και άσματα, με ωδές πνευματικές, που μας εμπνέει το Άγιο Πνεύμα (Εφεσίους Ε/5: 19). Οι ψαλμοί, όπως αναφέρονται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, είναι θεόπνευστοι. Έχουν γραφεί με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος. Οι ύμνοι είναι γραμμένοι συνήθως από ανθρώπους με μεγάλη πίστη και μεγάλη πνευματική πείρα. 
      17 Και παν ό,τι αν πράττητε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού πράττετε, ευχαριστούντες δι' αυτού τον Θεόν και Πατέρα. 
      Αυτό το εδάφιο θα έλεγα ότι είναι από τα πλέον πολύτιμα και πλέον αναγκαία μέσα στο λόγο του Θεού. «παν ό,τι πράττητε» μικρό ή μεγάλο, με λόγια ή με έργα, ακόμα και με τη σκέψη μας, θα πρέπει κάθε φορά να ενεργούμε στο Όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού και έτσι να ευχαριστούμε διά του Ιησού Χριστού τον Θεό μας και Πατέρα μας. 
       Στα εδάφια αυτά περιγράφεται πολύ χαρακτηριστικά ολόκληρη η συμπεριφορά του αναγεννημένου χριστιανού. ‘Έχοντας «ενδυθεί» το Χριστό και έχοντας αποβάλει τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας, θα πρέπει η ζωή μας να διακρίνεται από «σπλάχνα οικτιρμών, Χρηστότητα, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία» (Κολοσσαείς Γ/3: 12). Τούτα τα λόγια χαρακτηρίζουν ακριβώς το Πρόσωπο του Χριστού και τη διακονία Του. Γι’ αυτό ο Χριστός θα πρέπει κάθε στιγμή να αποτελεί το πρότυπο της πνευματικής μας ζωής. Τ’ ανθρώπινα θρησκευτικά συστήματα έρχονται, για να δώσουν στους ανθρώπους άλλα πρότυπα, έρχονται να πλανήσουν και να παραπλανήσουν τους ανθρώπους, απομακρύνοντάς τους από την πηγή των «ζώντων υδάτων» και οδηγώντας τους σε «συντετριμμένους λάκους», οι οποίοι δεν μπορούν να κρατήσουν νερό, για να τους ξεδιψάσουν (Ιερεμίας Β/2: 13). Όλα αυτά θα πρέπει να τα παραβλέπουμε και θα πρέπει να βαδίζουμε ακριβώς, όπως ο Λόγος του Θεού μας ορίζει: «αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού» (Εβραίους ΙΒ/12: 2). 
      Στη ζωή των πιστών ανθρώπων ενεργεί το «μυστήριο της ευσεβείας» το οποίο είναι «μέγα» κατά τον Απ. Παύλο (Α΄ Τιμοθέου Γ/3: 9), καθώς επίσης και «το μυστήριον της πίστεως» (εδ. 16), όμως παράλληλα γύρω μας, στον κόσμο τον οποίο ζούμε, βρίσκεται σε ενέργεια και «το μυστήριο της ανομίας» (Β΄ Θεσσαλονικείς Β/2: 7). Το φάρμακο, το αντίδοτο σε τούτο το τελευταίο μυστήριο είναι το «νεκρώσατε». Στην πράξη βλέπουμε πολλές φορές όχι «νεκροί» να μην είμαστε, αλλά να παραμένουμε «ολοζώντανοι». Ας προσέξουμε, ας είμαστε εγκρατείς, γιατί ποτέ μέσα στη ζωή μας δε θα πάψουν να μας κτυπούν την πόρτα της καρδιάς μας «η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου» (Α΄ Ιωάννου Β/2: 16). Να μην ξεχνάμε ποτέ ότι όλα τούτα «δεν είναι εκ του Πατρός, αλλ' είναι εκ του κόσμου» και «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α΄ Ιωάννη Ε/5: 19). Να μην ξεχνάμε ότι «Εμείς δεν είμαστε απ' αυτούς που σέρνονται προς τα πίσω για απώλεια, αλλά απ' αυτούς που πιστεύουν για σωτηρία τής ψυχής» (Εβραίους Ι/10: 39). 
      Στον αδιάκοπο πόλεμο που γίνεται κάθε στιγμή γύρω μας ο Θεός αγωνίζεται, για να μας σώσει και ο διάβολος αγωνίζεται, για να μας καταστρέψει, ας προσέξουμε να μην εγκλωβιζόμαστε κάποιες φορές «μεταξύ δύο φρονημάτων». Θυμάστε τι είπε ο προφήτης Ηλίας προς το λαό, όταν είχαν μαζευτεί στο όρος Κάρμηλος; «Και προσήλθεν ο Ηλίας προς πάντα τον λαόν και είπεν, Έως πότε χωλαίνετε μεταξύ δύο φρονημάτων; εάν ο Κύριος ήναι Θεός, ακολουθείτε αυτόν· αλλ' εάν ο Βάαλ, ακολουθείτε τούτον. Και ο λαός δεν απεκρίθη προς αυτόν λόγον» (Α΄ Βασιλέων ΙΗ/18:21). Ας προσέξουμε τη μεγάλη παγίδα, ενώ ομολογούμε τον Κύριο, Τον πιστεύουμε, Τον περιμένουμε να ξανάρθει, για να μας παραλάβει, για να είμαστε κι εμείς εκεί που είναι Αυτός, μήπως υπάρχουν μέσα στην καρδιά μας κρυφές ή φανερές «αγάπες» για τα πράγματα του κόσμου τούτου. 
     Στην Επιστολή «Α΄ Ιωάννου» (Β/2: 15-16) αναφέρεται: 
15 Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω. Εάν τις αγαπά τον κόσμον, η αγάπη του Πατρός δεν είναι εν αυτώ· 
16 διότι παν το εν τω κόσμω, η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου δεν είναι εκ του Πατρός, αλλ' είναι εκ του κόσμου. 
17 Και ο κόσμος παρέρχεται και η επιθυμία αυτού· όστις όμως πράττει το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα. 
    Κλείνοντας θα ήθελα να επαναλάβω τα λόγια του Απ. Παύλος προς τους Χριστιανούς της Εφέσου:
15 Προσέχετε λοιπόν πως να περιπατήτε ακριβώς, μη ως άσοφοι, αλλ' ως σοφοί,
16 εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, διότι αι ημέραι είναι πονηραί  (Εφεσίους Ε/5: 15,16).

    Πλημμυρισμένος από τις σκέψεις αυτές θα ήθελα από καρδιάς να ευχηθώ σε όλες τις φίλες και τους φίλους του blog: giorgoskomninos.blogspot.com να έχουν μία καλή, ευλογημένη χρονιά με τον Κύριο, με υγεία και οικογενειακή ευτυχία. ---

                                                                                 ---------

 

*Στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com έχουν δημοσιευθεί κατά το παρελθόν τα παρακάτω Πρωτοχρονιάτικα μηνύματα: 

 

                    ΤΙΤΛΟΣ                                      ΗΜΕΡΟΜ. ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ

 

Ψαλμός ΜΒ/42: 5. Πρωτοχρονιάτικο μήνυμα.                           27-12-21

Μιχαίας Σ/6: 8. Πρωτοχρονιάτικο μήνυμα. Τι ζητάει ο Θεός.   30-12-20

Β’ Χρονικών, κεφ. ΚΘ/29.  Νέος χρόνος Εζεκίας                     26-12-19

Β΄ Βασιλέων, ΙΓ : 14-20. Στοχεύοντας στο άπειρο.                   26-12-17

Ψαλμός 90.   Η εφημερότητα της ζωής.                                      10-01-17

Α΄ Σαμουήλ  Δ : 1 – 11.  Το έτος του Κυρίου.                            29-12-15