Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΔΑΒΙΔ - ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

       Ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη. 

       Δαβίδ -- Αβεσσαλώμ.

       βιβλίο "Β΄ Σαμουήλ" κεφ. ΙΓ/13.

       Ο Αβεσσαλώμ ήταν γιός του Δαβίδ και της Μαακά, ενώ ο Αμνών ήταν γιός του από την Αχινοάμ και επομένως τα δύο αυτά άτομα ήταν ετεροθαλή αδέλφια. Ο Αμνών αγάπησε πάρα πολύ την Ταμάρ, η οποία ήταν αδελφή του Αβεσσαλώμ (από την ίδια μάνα) και δική του ετεροθαλής αδελφή. Όμως δεν μπορούσε να βρει τρόπο να την πλησιάσει εξαιτίας της περιορισμένης ζωής της και της αγνότητάς της. Τότε ο Ιωαναδάβ, ανιψιός του Δαβίδ, του πρότεινε τη λύση. Ο Αμνών προσποιήθηκε τον άρρωστο, την παγίδεψε στο δωμάτιό του, δήθεν για να τον φροντίσει και εκεί τη βίασε. 
     Μετά από την ενέργεια αυτή τη μίσησε τρομερά. Το μίσος του γι’ αυτήν ήταν μεγαλύτερο απ’ τον έρωτά του. Προσπάθησε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν, αλλά εκείνη δεν έφευγε. Έτσι έβαλε να τη διώξουν με τη βία με την ελπίδα ότι με την πάροδο του χρόνου θα ξεχνιόταν το γεγονός. Εκείνη ντύθηκε πένθιμα, πράγμα που έκανε τον Αβεσσαλώμ να τη ρωτήσει τι είχε συμβεί. 
       Ο Αβεσσαλώμ παρηγόρησε την Ταμάρ και προσπάθησε να την πείσει ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Όμως είχε εξοργιστεί πολύ και μέσα του κατάστρωνε ένα σχέδιο για να εκδικηθεί τον Αμνών. Ατιμασμένη και αφού κανείς δεν ήθελε πια να την παντρευτεί, αν και η ίδια δεν είχε φταίξει σε τίποτα, η Ταμάρ έμεινε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ ως χήρα. 
     Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, όμως δεν τιμώρησε τον Αμνών, όπως θα έπρεπε, πολύ πιθανόν, γιατί η δική του εκ προθέσεως αμαρτία ήταν ακόμα μεγαλύτερη και πολύ πρόσφατη, ώστε να τη θυμούνται όλοι (Β΄ Σαμουήλ ΙΑ/11: 13). Η αμαρτία δεσμεύει τον άνθρωπο, του στερεί την ηθική ελευθερία, την ελευθερία του λόγου και της καλής μαρτυρίας. Στη χαλαρή αντιμετώπιση της κατάστασης από την πλευρά του Δαβίδ ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ο Αμνών ήταν πρωτότοκος γιος του (Α΄ Χρονικών Γ/3: 1) και επομένως φυσικός διάδοχός του στο θρόνο. 
    Ο Αβεσσαλώμ υπομονετικά περίμενε τη στιγμή της εκδίκησης, η οποία ήρθε μετά από δύο ολόκληρα χρόνια. Τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής: Όπως ήταν συνήθεια στην περιοχή της Βαιθήλ, την εποχή που κούρευαν τα πρόβατα οργανώθηκε μια μεγάλη γιορτή. Στη γιορτή αυτή ο Αβεσσαλώμ κάλεσε τον πατέρα του Δαβίδ και όλα τα αδέρφια του (ετεροθαλή και μη), μέσα στους οποίους ήταν και ο Αμνών, που ήταν και ο μεγαλύτερος γιος και θα αντιπροσώπευε και τον πατέρα του, ο οποίος τελικά δε θα συμμετείχε. Πάνω στη γιορτή έδωσε το σύνθημα ο Αβεσσαλώμ στους υπηρέτες του και σκότωσαν τον Αμνών. Οι υπόλοιποι πρίγκιπες έφυγαν πανικόβλητοι για την Ιερουσαλήμ. 
      Εν τω μεταξύ έφτασε στο Δαβίδ μια τραγική είδηση ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του. Ο Δαβίδ για άλλη μια φορά βυθίστηκε στο πένθος. Στη συνέχεια όμως ο Ιωναδάβ διόρθωσε τη λανθασμένη πληροφορία λέγοντας ότι μόνον ο Αμνών ήταν νεκρός και ότι ο Αβεσσαλώμ είχε καταστρώσει σχέδιο για το θάνατό του από την ημέρα που είχε βιάσει την Ταμάρ. Λίγο αργότερα έφτασαν οι γιοί του Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ με θρήνο επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Ιωναδάβ ότι εκείνοι ήταν ζωντανοί. 
     Ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στη Γεσούρ της Συρίας, όπου είχε ζήσει η μητέρα του και βασιλιάς ήταν ο παππούς του ο Ταλμαϊ από τη μεριά της μητέρας του. Ο Αβεσσαλώμ έζησε στη Γεσούρ τρία χρόνια. Ο Αμνών ήταν μεγαλύτερος από τον Αβεσσαλώμ και μέχρι το θάνατό του ήταν ο δεύτερος στη σειρά για το θρόνο. Τώρα που ο Αμνών ήταν νεκρός ο Αβεσσαλώμ ονειρευόταν τον εαυτόν του στο θρόνο. Ο βασιλιάς Δαβίδ επιθύμησε να δει ξανά τον Αβεσσαλώμ, όταν η θλίψη του για το θάνατο του Αμνών είχε πια καταλαγιάσει με την πάροδο του χρόνου. 
       Ο Ιωάβ  κατάλαβε ότι ο βασιλιάς λαχταρούσε να φέρει τον Αβεσσαλώμ πίσω στην Ιερουσαλήμ. Ο λαός όμως ήξερε ότι ο Αβεσσαλώμ ήταν ένοχος για φόνο και έπρεπε να θανατωθεί. Ο φόβος λοιπόν της δημόσιας κατακραυγής εμπόδιζε το Δαβίδ να φέρει πίσω τον Αβεσσαλώμ. Έτσι ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ μια γυναίκα από την περιοχή Τεχωά (κοντά στη Βηθλεέμ), που η οικογενειακή της κατάσταση ήταν ανάλογη με αυτήν του Δαβίδ. Προσποιήθηκε στο βασιλιά βαθύ πένθος και του εξήγησε ότι ένας από τους γιους της σκότωσε τον άλλο. Οι συγγενείς της απαιτούσαν τώρα το θάνατο του μοναδικού της κληρονόμου, κάτι που θα εξάλειφε τελείως το οικογενειακό όνομα από τη χώρα. 
      Ο βασιλιάς της είπε αρχικά να γυρίσει σπίτι της και να περιμένει μια απάντηση με την ελπίδα πως ίσως θα έβρισκε τρόπο να απαλλάξει το φονιά. Εκείνη όμως ζητούσε άμεση απάντηση, για να παγιδεύσει το Δαβίδ με την ίδια του την απόφαση. Προσφέρθηκε να πάρει επάνω της κάθε ενοχή που θα μπορούσε να περικλείει η απόφασή του. Ο Δαβίδ έκανε μια γενικόλογη δήλωση υποσχόμενος σ’ αυτήν ασφάλεια. Εκείνη του ζήτησε απερίφραστα να της υποσχεθεί ότι κανείς δε θα σκοτώσει το γιο της. Με την υπόσχεση που της έδωσε όμως παγιδεύτηκε. Αν ο βασιλιάς μπορούσε να συγχωρήσει το δικό της γιο, γιατί δεν αποκαθιστούσε και το δικό του εξόριστο γιο τον Αβεσσαλώμ; Με την απόφασή του αυτή ο Δαβίδ έδειξε έλεος και ανέστειλε τη συνηθισμένη αιματηρή εκδίκηση (βεντέτα). Ο Δαβίδ παγιδεύτηκε στα δίκτυα της δικής του ηθικής σοφίας. Τώρα είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τον εξόριστο και φοβισμένο Αβεσσαλώμ παρέχοντας σ’ αυτόν προστασία. 
       Η γυναίκα θέλησε να τονίσει στο Δαβίδ ότι, όπως το νερό που χύνεται στη γη κανένας δεν μπορεί να το μαζέψει, έτσι είναι και ο θάνατος του Αμνών. Άλλωστε ούτε και ο Θεός, λέει προς το Δαβίδ, καταστρέφει αμέσως εκείνον που έφταιξε, αλλά μπορεί να βρει τρόπο με τον οποίο ο αμαρτωλός να συγχωρεθεί. Και αν ο Θεός ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν μπορεί να ενεργήσει ανάλογα και ο βασιλιάς; Ο βασιλιάς υποψιάστηκε ότι όλα αυτά ήταν πλεκτάνη και ότι την είχε "στήσει" ο Ιωάβ, πράγμα που παραδέχθηκε αβίαστα η γυναίκα. Ο Δαβίδ διέταξε τον Ιωάβ να φέρει τον Αβεσσσαλώμ πίσω στην Ιερουσαλήμ, παρά το γεγονός ότι ο Αβεσσαλώμ παρέμενε αμετανόητος. Αυτό ήταν εντελώς άδικο από την πλευρά του Δαβίδ και έμελλε να του κοστίσει πολύ ακριβά. 
     Δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε ο Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ χωρίς να του επιτραπεί να δει τον πατέρα του. Μετά από τα δύο χρόνια προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Ιωάβ, για να του ζητήσει την άδεια να δει το βασιλιά. Ο Ιωάβ αρνήθηκε δύο φορές να πάει να τον συναντήσει και γι’ αυτό ο Αβεσσαλώμ διέταξε να κάψουν το χωράφι του στο οποίο καλλιεργούσε κριθάρι. Στη συνέχεια το αίτημα του Αβεσσαλώμ για συνάντηση με τον πατέρα του έγινε δεκτό και έτσι πατέρας και γιος ξανασυναντήθηκαν. Είχαν περάσει επτά χρόνια από το βιασμό της Ταμάρ και πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Αμνών. Ο Αβεσσαλώμ είχε πέντε χρόνια να δει τον πατέρα του. Αν και ο Δαβίδ τον είχε συγχωρήσει και τον είχε φέρει πίσω στην Ιερουσαλήμ, αντί να τον θανατώσει, αρνιόταν να ξεχάσει τι είχε συμβεί. Όταν όμως συναντήθηκαν τελικά οι δύο άνδρες, ο Αβεσσαλώμ βρήκε την τέλεια συγχώρηση από τον πατέρα του. 
       Ο Αβεσσαλώμ όμως παρέμενε αμετανόητος και εκμεταλλευόμενος τη συγχώρηση και την αγάπη του πατέρα του ξεκίνησε μια ανταρσία εναντίον του ίδιου του του πατέρα (κεφ. 15-18). Ο Δαβίδ χάρισε τη ζωή στο γιο του, έδειξε αγάπη και έλεος, όμως εκείνος ως αντάλλαγμα κατάστρωνε σχέδια για την εξόντωση του πατέρα του, προκειμένου αυτός ως νόμιμος κληρονόμος να λάβει τη βασιλεία. Έτσι πλέον ο Αβεσσαλώμ κυκλοφορούσε με εντυπωσιακή συνοδεία και πήγαινε με περίσσιο θράσος στην πύλη της πόλης όπου μιλούσε και ενεργούσε σαν να ήταν αυτός ο μόνος άνθρωπος στο λαό Ισραήλ που ενδιαφερόταν για το καλό του λαού του. Κατηγορούσε τον πατέρα του ότι ήταν ανίκανος να κυβερνήσει το λαό και ότι, αν ήταν αυτός βασιλιάς, οι πολίτες θα διοικούνταν καλύτερα και θα έβρισκαν το δίκιο τους. Ο Αβεσσαλώμ ήταν ψηλός, δυνατός και είχε μια φυσική ομορφιά, είχε μακριά μαλλιά και όλο αυτό το παρουσιαστικό του λαμπρού νέου έκλεβε τις καρδιές των ανθρώπων. Πριν από μερικά χρόνια με παρόμοια κριτήρια την καρδιά του λαού είχε κλέψει ένας άλλος νέος που άκουγε στο όνομα Σαούλ, γιος του Κις και που έμελλε να γίνει ο πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ «δεν υπήρχε μεταξύ των υιών Ισραήλ άνθρωπος ώραιότερος αυτού, από των ώμων αυτού και επάνω εξείχεν υπέρ παντός του λαού». (Α΄ Σαμουήλ Θ/9: 2). 
       Μετά από τέσσερα χρόνια ο Αβεσσαλώμ πήρε την άδεια να πάει στη Χεβρών, για να εκπληρώσει δήθεν ένα τάμα που είχε κάνει όσο ήταν στην εξορία. Η Χεβρών, που ήταν η γενέτειρά του, είχε δυσαρεστηθεί, επειδή ο Δαβίδ είχε μετακινήσει την πρωτεύουσα από εκεί στην Ιερουσαλήμ. Οι διακόσιοι άνδρες που συνόδευαν τον Αβεσσαλώμ ήξεραν ότι ο πραγματικός του σκοπός ήταν να ανακοινώσει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με βασιλιά τον ίδιο. 
      Ο Αχιτόφελ, ένας από τους συμβούλους του Δαβίδ, λιποτάκτησε και πήγε με την πλευρά του Αβεσσαλώμ, αλλά και πολλοί από το λαό ενώθηκαν με τον Αβεσσαλώμ στη συνωμοσία του, για να ανατρέψει το βασιλιά πατέρα του. Ο Δαβίδ μαθαίνοντας τα νέα σκέφτηκε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την Ιερουσαλήμ, γιατί η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Μάζεψε λοιπόν όλη την οικογένειά του και βγήκαν από την πόλη. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το ανάκτορο. Η παλλακεία, ήταν θεσμός που ίσχυε παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Πέρασαν λοιπόν το χείμαρρο των Κέδρων, ανατολικά της Ιερουσαλήμ και κατευθύνθηκαν προς την κοιλάδα του Ιορδάνη. Χίλια χρόνια αργότερα ο "Υιός Δαβίδ" ο Ιησούς Χριστός, θα ακολουθούσε τα ίδια βήματα όντας και ο ίδιος ένας καταφρονημένος Βασιλιάς (Ιωάννης ΙΗ/18: 1). Ο Δαβίδ πέρασε το χείμαρρο των Κέδρων προσπαθώντας να σώσει τη ζωή του. Ο Χριστός πέρασε την κοιλάδα και προσευχήθηκε στη Γεθσημανή, καθώς πήγαινε, για να δώσει τη ζωή του λίτρο για πολλούς. (Μάρκος Ι/10: 45). 
       Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, οι ιερείς, είχαν βγει κι αυτοί από την πόλη κουβαλώντας την κιβωτό με πρόθεση να ακολουθήσουν το Δαβίδ στην εξορία. Όμως ο βασιλιάς τους είπε να γυρίσουν πίσω, έχοντας την ελπίδα ότι κάποια στιγμή και αυτός θα γύριζε. Έτσι αφού έφτασε στη δυτική όχθη του Ιορδάνη, θα περίμενε ειδήσεις απ’ αυτούς σχετικά με τις εξελίξεις όσον αφορά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ. Αντί ο Δαβίδ να νιώσει πικρία για την αναγκαστική εξορία και για την όλη στάση του γιου του, δέχτηκε ταπεινά αυτά που είχε επιτρέψει ο Θεός στη ζωή του. Εκείνη την εποχή έγραψε και τον "ψαλμό" Γ/3, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του ψαλμού. Στον ψαλμό αυτό βλέπουμε ότι η εμπιστοσύνη του Δαβίδ στον Κύριο μένει αταλάντευτη παρά την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει πάνω του. 
    Ο Δαβίδ με τους πιστούς του ακολούθους ανέβαινε το όρος των Ελαιών κλαίγοντας και προσευχόταν να ενεργήσει ο Θεός, ώστε οι συμβουλές του Αχιτόφελ να φανούν ανόητες στα μάτια του Αβεσσαλώμ. Στην κορυφή του όρους των Ελαιών συνάντησε το βασιλιά ο Χουσαϊ ο Αρχίτης. Ο Δαβίδ του ζήτησε να γυρίσει στην Ιερουσαλήμ και να προσποιηθεί υποταγή στον Αβεσσαλώμ. Έτσι θα μπορούσε να εξουδετερώσει οποιαδήποτε συμβουλή θα έδινε ο έμπειρος Αχιτόφελ, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να μεταφέρει και οποιαδήποτε σοβαρή πληροφορία στο Σαδώκ και τον Αβιάθαρ τους, ιερείς οι οποίοι στη συνέχεια θα ενημέρωναν το Δαβίδ. Ο Χουσαϊ έφτασε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έφτανε και ο Αβεσσαλώμ, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση. 
     Μόλις ο Δαβίδ πέρασε την κορυφή του λόφου, τον συνάντησε ο Σιβά, υπηρέτης του Μεμφιβοσθέ, φέρνοντας μια τεράστια προμήθεια από τροφές και κρασί μαζί με δύο γαϊδούρια. Όταν τον ρώτησε ο Δαβίδ για το Μεμφιβοσθέ, εκείνος του είπε ψέματα, ότι ο Μεμφιβοσθέ είχε μείνει στην Ιερουσαλήμ με την ελπίδα ότι η βασιλεία θα επέστρεφε στην οικογένεια του Σαούλ και κατά συνέπεια σ’ αυτόν, που ήταν και ο επόμενος στη σειρά διαδοχής. Ο Δαβίδ πίστεψε στο ψέμα αυτό και διέταξε η περιουσία του Μεμφιβοσθέ να περάσει στα χέρια του Σιβά. 
     Στη Βαχουρείμ στο δρόμο για την Ιεριχώ ένας από τους απογόνους του Σαούλ που τον έλεγαν Σιμεϊ βγήκε και καταριόταν άγρια το Δαβίδ κατηγορώντας τον για τους φόνους που διέπραξε στην οικογένεια του Σαούλ. Ο Αβισάι, ένας από τους αξιωματούχους του Δαβίδ, ήθελε να σκοτώσει τον Σιμεϊ επιτόπου, αλλά ο βασιλιάς δεν τον άφησε. Έλεγε μάλιστα πως ίσως ο Κύριος να του είχε πει να τον καταραστεί. Επισήμανε επίσης ότι ένα μέλος της οικογένειας του Σαούλ είχε πολύ περισσότερους λόγους από τον ίδιο του το γιο, τον Αβεσσαλώμ, να ζητάει το θάνατό του. Ίσως ακόμα ο Δαβίδ να θυμήθηκε το θάνατο του Ουρία, για τον οποίο είχε συνεργήσει και να αντιλήφθηκε ότι οι κατηγορίες του Σιμεϊ δεν ήταν εντελώς αβάσιμες. Καθώς ο Δαβίδ και οι άντρες του προχωρούσαν προς τον Ιορδάνη, ο Σιμεϊ τους ακολουθούσε ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα. Τέλος έφτασαν στο ποτάμι και κει ξεκουράστηκαν. 
         Οι σύμβουλοι του Αβεσσαλώμ. 
     Γυρίζουμε τώρα πίσω στην Ιερουσαλήμ, όπου μόλις έχει φτάσει ο Αβεσσαλώμ. Ο Χουσάϊ δήλωσε την υποταγή του στον Αβεσσσαλώμ με μια δυνατή και έντονη επίδειξη. Στην αρχή ο σφετεριστής του θρόνου τον υποπτεύθηκε, αλλά στο τέλος τον αποδέχθηκε (κεφ. Σ/6: 20-23). Η πρώτη συμβουλή του Αχιτόφελ στον Αβεσσαλώμ ήταν ότι έπρεπε να πάει και να πλαγιάσει με τις δέκα παλλακίδες που είχε αφήσει ο Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ. Μια τέτοια πράξη επαίσχυντη θα ήταν μεγάλη προσβολή στο Δαβίδ, θα απέκλειε οποιαδήποτε συμφιλίωση και θα συνιστούσε άμεση απαίτηση του θρόνου. Ο Αβεσσαλώμ δέχτηκε τη συμβουλή και πήγε στο βασιλικό χαρέμι μπροστά σ’ όλους τους Ισραηλίτες, εκπληρώνοντας έτσι την προφητεία του Νάθαν (κεφ. ΙΒ/12: 11-12). Την εποχή εκείνη οι συμβουλές του Αχιτόφελ λαμβάνονταν σοβαρότατα υπόψη. Ο Αβεσσαλώμ τις ακολουθούσε τυφλά, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του. 
      Αφού πέτυχε στην πρώτη του συμβουλή ο Αχιτόφελ, συμβούλεψε κατόπιν τον Αβεσσαλώμ να του δώσει την άδεια να επιστρατεύσει δώδεκα χιλιάδες άντρες, να προλάβει το Δαβίδ, να τον σκοτώσει εκεί που δεν το περιμένει και να οδηγήσει αυτούς που τον ακολουθούσαν κοντά του. Ο Αβεσσαλώμ ευχαριστήθηκε, σκέφτηκε όμως να καλέσει και τον Χουσαϊ, για να ακούσει και τη δική του συμβουλή. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε ο Χουσαϊ. Είπε στον Αβεσσαλώμ ότι η δεύτερη συμβουλή του Αχιτόφελ δεν ήταν καλή. Στο κάτω – κάτω ο Δαβίδ και οι άντρες του ήταν εξοργισμένοι από την εξέγερση και θα πολεμούσαν άγρια. Και ο Δαβίδ ήταν αρκετά ευφυής, ώστε να μη διανυκτερεύσει στον ίδιο χώρο μαζί με το στρατό του. Σίγουρα όμως θα είχε κρυφτεί σε κάποια σπηλιά. Αν ο Αχιτόφελ δεν πετύχαινε τον σκοπό του με την πρώτη επίθεση, θα  δημιουργείτο πανικός σ’ όλο το έθνος και όλη η επιχείρηση του Αβεσσαλώμ θα πήγαινε χαμένη. 
       Ο Χουσάϊ είχε ένα εναλλακτικό σχέδιο, που φαινομενικά φανέρωνε υποταγή στον Αβεσσαλώμ, στην πραγματικότητα όμως είχε την πρόθεση να κερδίσει χρόνο, για να μπορέσει να ξεφύγει ο Δαβίδ και παράλληλα υπήρχε η πιθανότητα να σκοτωθεί ο Αβεσσαλώμ. Πρότεινε λοιπόν γενική κινητοποίηση όλων των στρατευμάτων του Ισραήλ, τους οποίους θα οδηγούσε ο Αβεσσαλώμ. Ένας τέτοιος στρατός θα ήταν αήττητος. Ο Δαβίδ θα υφίστατο την επίθεση χωρίς να μπορεί να ξεφύγει. Ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε ότι το σχέδιο του Χουσαϊ ήταν καλύτερο και απέρριψε το σχέδιο του Αχιτόφελ, πράγμα για το οποίο είχε προσευχηθεί ο Δαβίδ. «και απήγγειλαν προς τον Δαβίδ, λέγοντες, Ο Αχιτόφελ είναι μεταξύ των συνωμοτών μετά του Αβεσσαλώμ. Και είπεν ο Δαβίδ, Κύριε, δέομαί σου, διασκέδασον την βουλήν του Αχιτόφελ» (Β΄ Σαμουήλ ΙΕ/15: 31. Κάνε Κύριε να μην τον λάβουν σοβαρά τον Αχιτόφελ.
       Ο Χουσαϊ ειδοποίησε αμέσως τον Σαδώ και τον Αβιάθαρ, τους ιερείς, και τους έδωσε οδηγίες να ειδοποιήσουν το Δαβίδ να περάσει τον Ιορδάνη και να φύγει σε μέρος ασφαλές. Οι ιερείς έστειλαν το μήνυμα με μια υπηρέτρια στους γιους του που περίμεναν στην πηγή Ρωγήλ έξω από την πόλη.
      Ένας νεαρός είδε αυτή τη μυστική συνάντηση και πρόδωσε τους κατασκόπους στον Αβεσσαλώμ. Έτσι οι δύο γιοί των Ιερέων, ο Ιωάνθαν και ο Αχιμάας, κρύφτηκαν σ’ ένα πηγάδι στη Βαχουρείμ μέχρι να περάσουν οι ομάδες καταδίωξης. Έπειτα έφυγαν και έφεραν τα νέα στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ και όσοι ήταν μαζί του πέρασαν τον Ιορδάνη κι έτσι είχαν αυτό το φυσικό εμπόδιο ανάμεσα στις δικές του δυνάμεις και σ’ αυτές του Αβεσσαλώμ. Στη συνέχεια προχώρησαν μέχρι τη Μαχαναϊμ, μια πόλη στην περιοχή της Γαλαάδ. 
     Ο Αχιτόφελ απελπίστηκε, γιατί η συμβουλή του απορρίφθηκε και επειδή αντιλαμβανόταν ότι ο Δαβίδ θα νικούσε, γύρισε στο σπίτι του, τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του και κρεμάστηκε. Τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο ο Αχιτόφελ ήταν ο «τύπος» του Ιούδα του Ισκαριώτη. 
       Ο θάνατος του Αβεσσαλώμ και ο θρήνος του Δαβίδ. 
     Ο Αβεσσαλώμ καταδίωξε τον πατέρα του πέρα από τον Ιορδάνη στη Γαλαάδ, έχοντας ορίσει τον Αμασά αρχιστράτηγο των δυνάμεών του. Ο πατέρας του Αμασά ήταν Ισμαηλίτης (Άραβας) ως προς την καταγωγή (Α΄ Χρονικών Β/2: 17), αλλά Ισραηλίτης ως προς το Θεό που λάτρευε. Ήταν ανιψιός του Δαβίδ και πρώτος ξάδερφος του Ιωάβ. 
       Ο Δαβίδ χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη με στρατηγούς τον Ιωάβ, τον Αβισάι και τον Ιτταϊ. Ο βασιλιάς ήθελε να συμμετάσχει και αυτός στην επικείμενη μάχη, ο στρατός όμως τον έπεισε να μείνει στην πόλη και αν χρειαστεί, να στείλει βοήθεια. Καθώς ο στρατός ξεκινούσε για τη μάχη, ο Δαβίδ έδωσε δημόσια εντολή στους στρατηγούς του να μην κάνουν κακό στον Αβεσσαλώμ για χάρη του. «και προσέταξεν ο βασιλεύς εις τον Ιωάβ και εις τον Αβισαί και εις τον Ιτταΐ, λέγων, Σώσατέ μοι τον νέον, τον Αβεσσαλώμ» (εδ. 5). 
    Η αποφασιστική μάχη έγινε στο δάσος του Εφραϊμ, ανατολικά του Ιορδάνη και κοντά στη Μαχαναϊμ. Ο στρατός του Αβεσσαλώμ είχε είκοσι χιλιάδες νεκρούς εκείνη την ημέρα, που ήταν κυρίως αποτέλεσμα του πυκνού δάσους στο οποίο παγιδεύτηκαν οι στρατιώτες. Ο στρατός του Δαβίδ νίκησε. Καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει ο Αβεσσαλώμ μέσα από το δάσος, τα μαλλιά του πιάστηκαν στα κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμάστηκε στον αέρα, καθώς το άλογο έφυγε από κάτω του. Αποτελεί ειρωνεία ότι τα πλούσια μακριά μαλλιά για τα οποία ο Αβεσσαλώμ ήταν τόσο περήφανος, καθώς του έδιναν μια ιδιαίτερη ομορφιά, έγιναν το μέσον της πτώσης του. 
      Όταν ο Ιωάβ έμαθε τα νέα για τη κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Αβεσσαλώμ, επιτίμησε τον αγγελιοφόρο λέγοντάς του ότι, αφού τον είδε, γιατί δεν τον σκότωσε επί τόπου, μάλιστα συμπλήρωσε ότι, αν το είχε κάνει αυτό, θα του έδινε 10 σίκλους ασήμι και μια ζώνη. Η απάντηση του αγγελιοφόρου ήταν ότι κανένα χρηματικό ποσό δε θα τον έπειθε να παραβιάσει τις οδηγίες του βασιλιά. Τότε ο Ιωάβ του φώναξε: «Δεν έχω καιρό για χάσιμο μ’ εσένα». Πήρε τρία ακόντια στα χέρια του και πήγε και τα βύθισε στην καρδιά του Αβεσσλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός κρεμασμένος στη βελανιδιά. Στη συνέχεια άφησε δέκα οπλοφόρος του να δώσουν τη χαριστική βολή. Όλα αυτά ήταν αντίθετα με τη διαταγή του βασιλιά, ήταν όμως για το καλό της βασιλείας. Ο Δαβίδ συστηματικά αρνιόταν να τιμωρήσει τους γιους του για τα εγκλήματά τους κι έτσι ο κλήρος έπεφτε σε κάποιον άλλο. Μια παροιμία λέει: «Το παιδί σου, αν δεν το μαλώσεις εσύ, θα το μαλώσει ο ξένος». Κατά τον ίδιο τρόπο ενεργούσε και ο ιερέας Ηλεί απέναντι στα παιδιά του, που ασελγούσαν με γυναίκες και βεβήλωναν την κιβωτό του Κυρίου. Ο Θεός επέτρεψε την τιμωρία του για τη συμπεριφορά του αυτή (Α΄ Σαμουήλ Δ/4: 18). 
     Μετά από τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα ο Ιωάβ σήμανε το τέλος της μάχης, αφού ο κύριος σκοπός είχε επιτευχθεί. Το σώμα του Αβεσσαλώμ το έριξαν σ’ ένα λάκκο και το σκέπασαν με ένα μεγάλο σωρό από λιθάρια. Αυτό το έκαναν επίτηδες σε αντίθεση με το μνημείο που είχε στήσει ο ίδιος για τον εαυτό του στην Κοιλάδα του Βασιλιά κοντά στην Ιερουσαλήμ με σκοπό να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Ο Αβεσσαλώμ είχε τρεις γιούς (ΙΔ/14: 27), αλλά πρέπει να πέθαναν νωρίς αφήνοντάς τον χωρίς κληρονόμους. 
     Ο Αχιμάας ήθελε να προλάβει τα νέα στο Δαβίδ, αλλά ο Ιωάβ συναισθανόμενος την ενοχή του δεν ήθελε. Φαίνεται ότι ο Αχιμάας είχε τη φήμη ότι φέρνει καλά νέα, όμως τούτα τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά για το βασιλιά, καθώς αφορούσαν το θάνατο του γιου του. Έτσι ο Ιωάβ έστειλε κάποιον Αιθίοπα δούλο που ονομαζόταν Χουσί να φέρει τα νέα στο βασιλιά. Όμως ο Αχιμάας έπεισε τον Ιωάβ να τον αφήσει να πάει κι αυτός, για να αναγγείλει τα νέα και μάλιστα κατάφερε να προσπεράσει τον Χουσί, γιατί ακολούθησε έναν πιο σύντομο δρόμο. 
      Ο Δαβίδ περίμενε με αγωνία τα νέα από τη μάχη. Ο φρουρός ανέφερε ότι πλησιάζει ένας δρομέας και ακολουθούσε και ένας άλλος. Όταν ο Δαβίδ άκουσε ότι ο πρώτος ήταν ο Αχιμάας, προετοιμάστηκε ν’ ακούσει καλά νέα, επειδή πάντα ο Αχιμάας έφερνε καλές ειδήσεις. Όταν πλησίασε, ανήγγειλε με επισημότητα ότι ο Κύριος είχε πατάξει τους επαναστάτες. Όταν όμως ο Δαβίδ ρώτησε για τον Αβεσσαλώμ, ο Αχιμάας έχασε το θάρρος και έδωσε μια αόριστη απάντηση, ότι δήθεν είδε μεγάλη αναστάτωση αλλά δεν ήξερε τις λεπτομέρειες (κεφ. ΙΗ/18: 31-33.
      Στο μεταξύ είχε φτάσει και ο Χουσί. Αυτός ανήγγειλε ότι οι εχθροί του Δαβίδ είχαν νικηθεί. Η αναπόφευκτη ερώτηση του βασιλιά για τον Αβεσσαλώμ έφερε την ψυχρή απάντηση ότι όλοι οι εχθροί του Δαβίδ έπρεπε να καταλήξουν σαν αυτόν τον νεαρό, δηλ. να πεθάνουν. 
32 Και είπεν ο βασιλεύς προς τον Χουσεί, Υγιαίνει ο νέος, ο Αβεσσαλώμ; Και απεκρίθη ο Χουσεί, είθε να γείνωσιν ως ο νέος εκείνος οι εχθροί του κυρίου μου του βασιλέως, και πάντες οι επανιστάμενοι επί σε διά κακόν. 
33 Και εταράχθη ο βασιλεύς και ανέβη εις το υπερώον της πύλης, και έκλαυσε και ενώ επορεύετο, έλεγεν ούτως: Υιέ μου Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ είθε να απέθνησκον εγώ αντί σου, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου. 
     Η αγάπη του πατέρα, η αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό και αποστάτη άνθρωπο. Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες θλίψεις της ζωής του Δαβίδ και είναι αμφίβολο αν συγχώρησε ποτέ τον Ιωάβ γι’ αυτό που έκανε, να σκοτώσει τον Αβεσσαλώμ. Πόσοι άνθρωποι προσπαθούν να συνετίσουν τα παιδιά τους και θλίβονται για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, μέσα στα ναρκωτικά, τον υπόκοσμο….. μέσα στην κατάσταση της ανταρσίας και της ανυπακοής. 
     «υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ….». Τόσο μεγάλη ήταν η θλίψη του βασιλιά, ώστε οι στρατιώτες ένιωθαν ντροπή και ενοχές. Ενεργούσαν σαν να ήταν αυτοί τα θύματα και όχι οι νικητές. Ο Ιωάβ δυσανασχέτησε μ’ όλα αυτά και επέπληξε σκληρά το βασιλιά. Παραπονέθηκε ότι ο Δαβίδ έμοιαζε να νοιάζεται περισσότερο για τους εχθρούς του και όχι για τους στρατιώτες του και ότι ήταν αγνώμων σ’ εκείνους που του έσωσαν τη ζωή. Μάλιστα τον προειδοποίησε ότι αν ο Δαβίδ δεν έδειχνε αμέσως ένα ευγενικό ενδιαφέρον για τους δικούς του, αυτοί θα τον εγκατέλειπαν την ίδια εκείνη νύκτα. Ο Δαβίδ συμμορφώθηκε και πήρε θέση στην πύλη της πόλης συνομιλώντας με το στρατό του. 
        Η επιστροφή του Δαβίδ από την εξορία. 
     Στο μεταξύ στη χώρα επικρατούσε μεγάλη σύγχυση. Όλες οι φυλές του Ισραήλ ήταν σε διένεξη μεταξύ τους. Ο βασιλιάς Δαβίδ που τους έσωσε από τους Φιλισταίους ήταν στην εξορία και ο Αβεσσαλώμ ο αυτόκλητος βασιλιάς τους ήταν νεκρός. Έτσι άρχισε ένα κίνημα για την αποκατάσταση του Δαβίδ στο θρόνο. Η ερώτηση: «γιατί καθυστερείτε να ξαναφέρετε το βασιλιά στο ανάκτορό του;» είναι η πλέον κατάλληλη να ειπωθεί και για κάθε «κοιμώμενη» εκκλησία στις ημέρες μας.
     Όταν άκουσε ο Δαβίδ ότι οι δέκα φυλές του Ισραήλ συζητούσαν για την αποκατάστασή του στο θρόνο, έστειλε δύο ιερείς στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα να ρωτήσουν γιατί αυτοί που ήταν σάρκα και αίμα του είχαν μείνει οι τελευταίοι που ήθελαν να τον  έφερναν και πάλι σαν βασιλιά. Η φυλή Ιούδα είχε υποστηρίξει έντονα τον Αβεσσαλώμ στην εξέγερση και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επικρατούσε ακόμη κάποια δυσαρέσκεια και κάποιος φόβος. Ο Δαβίδ αποφάσισε να μετακινήσει και τον Ιωάβ από τη θέση του αρχιστράτηγου (πιθανόν επειδή είχε σκοτώσει τον Αβεσσαλώμ) και να διορίσει στη θέση του τον Αμασά, που ήταν ανιψιός του Δαβίδ και ο οποίος μόλις πριν λίγο καιρό ήταν αρχιστράτηγος του Αβεσσαλώμ. Οι άλλες φυλές μπορεί να πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο ο Δαβίδ τιμωρούσε την υποταγή και αντάμειβε την ανταρσία, μια συμπεριφορά που μόνο πολιτική σταθερότητα δεν μπορούσε να φέρει. Οι κινήσεις αυτές όμως λύγισαν την καρδιά όλων των αντρών της φυλής Ιούδα και επέστρεψαν με το μέρος του Δαβίδ. «και έκλινε την καρδίαν πάντων των ανδρών Ιούδα ως ενός ανθρώπου και απέστειλαν προς τον βασιλέα, λέγοντες, Επίστρεψον συ και πάντες οι δούλοί σου». (εδ.14). 
    Ο Σιμεϊ, που στο παρελθόν είχε καταραστεί το Δαβίδ, και ο Σιβά, που είχε συκοφαντήσει το Μεμφιβοσθέ, έτρεξαν στον Ιορδάνη να προϋπαντήσουν το βασιλιά που επέστρεφε. Η πρόθυμη απολογία του Σιμεϊ ήταν μάλλον ψεύτικη, γιατί αυτό που επιδίωκε ήταν να γλιτώσει την τιμωρία τώρα που ο Δαβίδ ήταν πάλι στην εξουσία. Στον ενθουσιασμό της στιγμής ο Δαβίδ απέρριψε την επιθυμία του Αβισάι να σκοτώσει τον Σιμεϊ, του έδωσε μάλιστα και αμνησία. Ο Δαβίδ όμως δεν ξέχασε τις κατάρες του Σιμεϊ. Πολύ αργότερα έδωσε εντολή στο Σολομώντα να αντιμετωπίσει σκληρά τον αθυρόστομο Βενιαμίνιτη (Α΄ Βασιλέων Β/2: 8,9). 
       Ο ανάπηρος Μεμφιβοσθέ ήρθε και αυτός να προϋπαντήσει το βασιλιά. Ήταν φανερό από την εμφάνισή του ότι από την πρώτη μέρα είχε θρηνήσει για την εξορία του Δαβίδ. Ήταν αληθινά πιστός στο βασιλιά παρά τις συκοφαντίες του Σεβά εναντίον του. Ο Βασιλιάς του μίλησε μάλλον σκληρά, επειδή δεν τον είχε ακολουθήσει στην εξορία. Ο Μεμφιβοσθέ του εξήγησε ότι είχε ζητήσει από το Σεβά να σαμαρώσει ένα γαϊδούρι, αλλά ο Σεβά δεν το έκανε και ο Μεμφιβοσθέ έμεινε αβοήθητος, αφού ήταν ανάπηρος. Είπε ξεκάθαρα ότι ο Σεβά τον συκοφάντησε, αλλά δεν τον ένοιαζε η αδικία τώρα που ο βασιλιάς είχε επιστρέψει. Όταν ο Δαβίδ, μάλλον άδικα, αποφάσισε ότι ο Σεβά και ο Μεμφιβοσθέ θα μοιραστούν τα χωράφια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κατείχε ο Μεμφιβοσθέ, ο ανάπηρος γιος του Ιωνάθαν αποκάλυψε την πραγματική πιστότητα της καρδιά του: «Ας τα πάρει όλα ο Σιβά! Φτάνει εσύ, κύριέ μου βασιλιά, να γυρίσεις στο ανάκτορό σου σώος και αβλαβής!». Τι μεγαλείο ψυχής από τούτον τον ανάπηρο, το σακατεμένο άνθρωπο! 

       "Η ιστορία του Μεμφιβοσθέ έχει δημοσιευτεί στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com στις 23-01-2016"

      Τώρα πια έχει σχηματιστεί μια μεγάλη πομπή. Όλος ο στρατός του Ιούδα και ο μισός στρατός από τις άλλες φυλές συνοδεύουν το βασιλιά πίσω στην Ιερουσαλήμ μέσα σ’ ένα κλίμα πανηγυρικό. Έτσι επέστρεψε ο Δαβίδ και συνέχιζε να κυβερνάει τον Ισραήλ. 
       Ο Δαβίδ πέθανε σε ηλικία 70 ετών, αφού στο θρόνο του εγκατέστησε τον υιό του το Σολομώντα. στο βιβλίο "Α' Βασιλέων" (Β/2: 11) διαβάζουμε: "Και αι ημέραι ας εβασίλευσεν Δαβίδ επί τον Ισραήλ, τεσσαράκοντα έτη εν Χεβρών εβασίλευσε επτά έτη και εν Ιερουσαλήμ τριάκοντα τρία έτη". Ο Δαβίδ υπήρξε ο ενδοξότερος και  πιο αγαπητός μεταξύ όλων των επιφανών φυσιογνωμιών της Π. Διαθήκης. Υπήρξε δε τόσος ο σεβασμός και τόσο το δέος προς το πρόσωπο του, ώστε το όνομα Δαβίδ δε δινόταν σε κανέναν πλέον. ---


Αβεσσαλώμ!

Αχ ! Αβεσσαλώμ,  Αβεσσαλώμ 
η ωραιότητα τού προσώπου σου, 
του κορμιού σου η τελειότητα, 
να 'ταν ωραιότητα τής καρδιάς σου,
της ψυχής σου κάλλος!

Φτωχέ Αβεσσαλώμ 
τι πλιότερο ζητούσες; 
Είχες 
το πιο καλό, 
το πιο μεγάλο,
πολύτιμο θησαυρό, 
την αγάπη τού Πατέρα, 
την καρδιά τού Βασιλιά 
που κτυπούσε για σένα!

Ζήτησες ν' ανέβεις 
απ' τον Θρόνο τού Πατέρα πιο ψηλά!
τη δόξα Του να λάβεις!
και δεν συλλογίστηκες Αβεσσαλώμ 
πως η μεγαλωσύνη Του
άγγιζε και σε,
πως  δόξα Του 
δική σου δόξα ήταν.

Και τόλμησες Αβεσσαλώμ 
- ω, παραφροσύνη ! -
και σήκωσες το τόξο σου
σε Ποιόν;
στον Πλάστη σου !
σημάδεψες 
Αυτόν ή τον εαυτόν σου ;
- ω, μωρία ! -

Τώρα μονάχος, κι απροστάτευτος, 
μακρυά απ' την Πατρική σκέπη, 
τα βέλη τού Εχθρού 
φαρμακερά και μανιασμένα, 
το 'να μετά τ' άλλο 
χύνουν σταλιά - σταλιά 
τη νιότη σου στο χώμα κάτω!

Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ 
είχες
το πιο μεγάλο
το πιο καλό κι ωραίο, 
είχες Πατέρα στοργικό, 
κι είχες την πλούσια ζωή,
κι όμως αρνήθηκες Αυτόν, 
κι έχασες την Ζωή !
τι τραγωδία φοβερή !
τι τέλος οδυνηρό !

Αλέξης Π. Καρέλης

        Σημείωση: Στο πρόσωπο τού Αβεσσαλώμ βλέπω μια ολόκληρη επαναστατημένη ανθρωπότητα, που στρέφεται αναίτια εναντίον του Θεού  - Πατέρα. 
Μια ανθρωπότητα που θεοποίησε τον εαυτόν της, που όμως μπροστά στην " οργή " τής  φύσης, τρέμει σαν το ψάρι που είναι έξω από τα νερά του.
Μια ανθρωπότητα ξεσηκωμένη από τον ανθρωποκτόνο Διάβολο ( Ιωάννης 8 : 44 ), που σκοπό ένα έχει, να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αιώνια απώλεια, ψυχή και σώματι!
Τι δυστυχία, τι δράμα να μη θέλει ο άνθρωπος να μάθει για την ανεκδιήγητη αγάπη τού Θεού ( Ιωάννης 3 : 16 ), για την Λύτρωση που προσφέρει, δια του Ιησού Χριστού ( Εφεσίους 1 : 7 ), και για τα ένδοξα, αιώνια σχέδιά Του, που έχει γι' αυτόν, να ζήσει αιώνια κοντά Του!
  

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Η παραβολή των κακών γεωργών.

       Ευαγγέλιον «κατά Μάρκον»,  κεφ. ΙΒ/12,  εδάφ. 1 – 9. 

1 Και ήρχισε να λέγη προς αυτούς διά παραβολών Άνθρωπος τις εφύτευσεν αμπελώνα και περιέβαλεν εις αυτόν φραγμόν και έσκαψεν υπολήνιον και ωκοδόμησε πύργον, και εμίσθωσεν αυτόν εις γεωργούς και απεδήμησε. 
2 Και εν τω καιρώ των καρπών απέστειλε προς τους γεωργούς δούλον, διά να λάβη παρά των γεωργών από του καρπού του αμπελώνος. 
3 Εκείνοι δε πιάσαντες αυτόν έδειραν και απέπεμψαν κενόν. 
4 Και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον και εκείνον λιθοβολήσαντες, επλήγωσαν την κεφαλήν αυτού και απέπεμψαν ητιμωμένον. 
5 Και πάλιν απέστειλεν άλλον και εκείνον εφόνευσαν, και πολλούς άλλους, τους μεν έδειραν, τους δε εφόνευσαν. 
6 Έτι λοιπόν έχων ένα υιόν, αγαπητόν αυτού, απέστειλε και αυτόν προς αυτούς έσχατον, λέγων ότι θέλουσιν εντραπή τον υιόν μου. 
7 Εκείνοι δε οι γεωργοί είπον προς αλλήλους ότι ούτος είναι ο κληρονόμος έλθετε, ας φονεύσωμεν αυτόν, και θέλει είσθαι ημών η κληρονομία. 
8 Και πιάσαντες αυτόν εφόνευσαν και έρριψαν έξω του αμπελώνος. 
9 Τι λοιπόν θέλει κάμει ο κύριος του αμπελώνος; Θέλει ελθεί και απολέσει τους γεωργούς και θέλει δώσει τον αμπελώνα εις άλλους. 

         ΣΧΟΛΙΑ : 
      Ο Θεός με το Λόγο Του έφτιαξε τα πάντα γύρω μας, τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και κάθε ζωντανό οργανισμό. Τελευταίο δημιούργημά Του είναι ο άνθρωπος, που αποτελεί την κορωνίδα της κτίσεως του Θεού. Για να φτιάξει τον άνθρωπο δεν είπε ο Θεός και έγινε, αλλά πήρε λάσπη, τον έπλασε σύμφωνα με την εικόνα Του και εμφύσησε σ’ αυτόν πνοή ζωής. «Και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεση Β/2: 7). 
       Ο Θεός τοποθέτησε τον άνθρωπο άρχοντα, εξουσιαστή σε όλη την κτίση θέτοντας σ’ αυτόν ένα όρο: «προσέταξε δε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ λέγων, από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ' αυτού διότι καθ' ην ημέραν φάγης απ' αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γένεση Β/2: 16,17).
      Απόλυτη τάξη και αρμονία υπήρχε μέσα στον κήπο της Εδέμ, που κατοικούσε ο άνθρωπος. Ο Κύριος κατέβαινε, περιπατούσε και συνομιλούσε με τον άνθρωπο (Γένεση Γ/3: 8). Όμως αυτή η ειδυλλιακή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Ο άνθρωπος παρασυρμένος από τον εχθρό της ψυχής, παράκουσε το θέλημα του Θεού. Εξαιτίας της παρακοής του αυτής η αμαρτία μπήκε στη ζωή του και δια της αμαρτίας ο θάνατος. «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος» (Ρωμαίους Σ/6: 23). Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Ο άνθρωπος βρέθηκε μόνος, μακριά από το Θεό, έξω από τον κήπο της Εδέμ. Ο εχθρός τον είχε κερδίσει και πλέον τον είχε υπό την εξουσία του. Η κοινωνία με το Θεό είχε διακοπεί. Η ανθρώπινη ζωή είχε πλέον λάβει άλλη μορφή τα χαρακτηριστικά της οποίας ήταν πόνος, κόπος, θλίψη, φόβος και τα τέλη της ζωής, αιώνιος θάνατος. 
     Γι’ αυτόν τον αποστάτη και αμαρτωλό άνθρωπο, που είχε προσβάλει και είχε παρακούσει το θέλημά Του ο Θεός της Αγάπης και του Ελέους δεν έπαψε να ενδιαφέρεται. Καθώς ο άνθρωπος ατιμασμένος, προσβεβλημένος έφευγε μέσα από τον Παράδεισο του Θεού, ο Θεός του έδωσε μια υπόσχεση: «και θα στήσω έχθρα ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της αυτό θα σου συντρίψει το κεφάλι, κι εσύ θα του λογχίσεις τη φτέρνα του» (Γένεση Γ/3: 15). Με τούτα τα λόγια ο Θεός δίνει την πρώτη υπόσχεση για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γίνεται αναφορά για τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο, ο οποίος με το Λυτρωτικό Του Έργο πάνω στο σταυρό του Γολγοθά θα κατέστρεφε τα έργα του διαβόλου, ενώ ο εχθρός «θα του κεντούσε τη φτέρναν» οδηγώντας Τον σε επονείδιστο θάνατο πάνω στο σταυρό. «Διά τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, διά να καταστρέψη τα έργα του διαβόλου» (Α΄ Ιωάννου Γ/3: 8). 
       Το μέτρο της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο μας το δίνει ο Λόγος του Θεού με τις φράσεις: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης Γ/3: 16). Αμέσως μετά την αποστασία του ανθρώπου ο Θεός θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο σωτηρίας, το οποίο προ καταβολής κόσμου είχε συλλάβει μέσα στην πανσοφία Του. «όστις ήτο μεν προωρισμένος προ καταβολής κόσμου, εφανερώθη δε εν τοις εσχάτοις καιροίς διά σας» (Α΄ Πέτρου Α/1: 20). 
    Πώς ξεκινάει να εφαρμόζεται τούτο το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου; Αναφερόμαστε στο έτος 2.150 π.Χ. περίπου. Ο Θεός από το σπέρμα ενός άνδρα που ήταν 100 ετών και από μία νεκρή μήτρα δημιούργησε έναν ολόκληρο λαό. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει: «Ο δε Αβραάμ και η Σάρρα ήσαν γέροντες, προβεβηκότες εις ηλικίαν, εις την Σάρραν είχον παύσει να γίνονται τα γυναικεία» (Γένεση ΙΗ/18: 11). Από τον Αβραάμ και τη Σάρρα γεννήθηκε ο Ισαάκ. Από τον Ισαάκ και τη Ρεβέκα γεννήθηκε ο Ιακωβ. Από τον Ιακώβ γεννήθηκαν οι δώδεκα πατριάρχες, που είναι οι γενάρχες των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Έτσι ο Θεός δημιούργησε έναν ολόκληρο λαό, τον οποίο ονόμασε Ισραήλ. «Δεν θέλει καλεσθή πλέον το όνομά σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ διότι ενίσχυσας μετά Θεού, και μετά ανθρώπων θέλεις είσθαι δυνατός» (Γένεση ΛΒ/32: 28). 
      Η λέξη Ισραήλ σημαίνει: "ισχύς Θεού". "Ο Θεός αγωνίζεται". Θα πει κάποιος τι αγώνα κάνει ο Θεός, πως αγωνίζεται; Αγωνίζεται για να λυτρώσει μια χαμένη ανθρωπότητα από την αμαρτία, τον αιώνιο θάνατο, το διάβολο. «επειδή, αναπόφευκτα θα πεθάνουμε, και είμαστε σαν το χυμένο νερό επάνω στη γη, που δεν μαζεύεται ξανά και ο Θεός δεν θέλει να χαθεί μια ψυχή, αλλ' εφευρίσκει μέσα, ώστε ο εξόριστος να μη μένει εξωσμένος απ' αυτόν» (Β΄ Σαμουήλ ΙΔ/14: 14). Αυτός είναι ο αγώνα του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. 
      Ο Ιακώβ σε ηλικία 130 ετών μετοίκησε στην Αίγυπτο. Εκεί οι απόγονοι των γιων του Ιακώβ πολλαπλασιάστηκαν και έζησαν κάτω από την καταπίεση των Αιγυπτίων για 430 χρόνια. Στη συνέχεια ο Θεός με το Μωυσή οδήγησε το λαό σε έξοδο από την Αιγυπτιακή δουλεία. Μετά από σαράντα χρόνια περιπλάνησης στην έρημο εγκαταστάθηκαν υπό την ηγεσία του Ιησού, γιου του Ναυή, στην υποσχόμενη γη της επαγγελίας. «Όταν Κύριος ο Θεός σου σε φέρει εις την γην, εις την οποίαν υπάγεις δια να κληρονομήσεις αυτήν, και εκδιώξει έθνη πολλά απ' έμπροσθέν σου, τους Χετταίους και τους Γεργεσαίους και τους Αμορραίους και τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους και τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους, επτά έθνη μεγαλήτερα και δυνατώτερά σου» (Δευτερονόμιο Ζ/7: 1). «και αφού κατέστρεψεν επτά έθνη εν γη Χαναάν, διεμέρισεν εις αυτούς κατά κλήρον την γην αυτών» (Πράξεις ΙΓ/13: 19). 
      Η δημιουργία του λαού Ισραήλ έγινε για να γεννηθεί κατά σάρκα μέσα απ’ αυτόν ο Σωτήρας Χριστός, επειδή ο Χριστός δεν μπορούσε να γεννηθεί μέσα από τα ειδωλολατρικά έθνη, που δε γνώριζαν το Θεό. Στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Θ/9, εδάφ. 4,5) αναφέρεται: «οίτινες είναι Ισραηλίται, των οποίων είναι η υιοθεσία και η δόξα και αι διαθήκαι και η νομοθεσία και η λατρεία και αι επαγγελίαι, των οποίων είναι οι πατέρες, και εκ των οποίων εγεννήθη ο Χριστός κατά σάρκα, ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας αμήν». Δεύτερος σκοπός της δημιουργίας του λαού Ισραήλ ήταν να λειτουργήσει ως πιστός λαός στο Θεό και με τη ζωή και την υπακοή του «να εξαγγείλει τις αρετές Αυτού». Να εξαγγείλει τη δύναμη, την αγάπη Του και το ενδιαφέρον Του για τη σωτηρία του ανθρώπου έτσι, ώστε και άλλοι άνθρωποι να γνωρίσουν το Θεό. 
       Η υπόσχεση του Θεού στο λαό του ήταν: «τώρα λοιπόν εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών, διότι ιδική μου είναι πάσα η γη και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον» (Έξοδος ΙΘ/19, εδ. 5,6). Ο λαός έπρεπε να μείνει καθαρός και να μην αναμιχθεί με τους γύρω λαούς, που πίστευαν στα είδωλα και λάτρευαν το διάβολο. Για το σκοπό αυτό ο Θεός έδωσε στο λαό του ειδικές εντολές καθώς και το Μωσαϊκό Νόμο. 
       Μετά από όλα αυτά που έκανε ο Θεός και τις θαυμαστές επεμβάσεις Του μέσα στο λαό Του, ποια ήταν η στάση του λαού Ισραήλ; Αμαρτία, πτώση, αποστασία, παρακοή, καμία συμμόρφωση με το θέλημα του Θεού, πλήρη αγνόηση των εντολών Του. Αντίθετα συμμόρφωση με τα ειδωλολατρικά έθνη και προσκύνηση αλλότριων θεών για τους οποίους ο Θεός δια του προφήτου "Ιερεμία" (κεφ. Ι/10, εδ. 3-5) αναφέρει : 
3 Δεδομένου ότι, τα νόμιμα των λαών είναι μάταια επειδή, κόβουν ξύλο από το δάσος, εργασία χεριών ενός μαραγκού με τον πέλεκυ. 
4 Το καλλωπίζουν με ασήμι και με χρυσάφι το στερεώνουν με καρφιά και με σφυριά, για να μη κινείται. 
5 Είναι όρθια σαν τον φοίνικα, αλλά δεν μιλούν έχουν ανάγκη να βαστάζονται, επειδή δεν μπορούν να περπατήσουν. Μη τα φοβάστε επειδή, δεν μπορούν να κακοποιούν ούτε είναι δυνατόν σ' αυτά να αγαθοποιήσουν. 
       Παρ’ όλα αυτά ο Θεός δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για το λαό Του, ώστε να τον επαναφέρει στο θέλημά Του και δεν έπαψε να αγωνίζεται για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αρχικά έστειλε τους Προφήτες, ανθρώπους ευσεβείς, πίστεως και αφοσίωσης στον αληθινό Θεό, οι οποίοι κάτω από την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος είχαν μια δυναμική παρουσία ανάμεσα στο λαό και προφήτευσαν τι πρόκειται να συμβεί μέχρι τις έσχατες ημέρες. Τούτους τους απεσταλμένους του Θεού ο λαός μέσα στην αμαρτία του και την αποστασία του και τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες δεν τους αναγνώρισε, τους εκδίωξε με το χειρότερο τρόπο και τον έναν μετά τον άλλο τους οδήγησε σε μαρτυρικό, εξευτελιστικό θάνατο. 
       Ο άνθρωπος πλέον μέσα στην αμαρτία και την αποστασία του έχει γίνει ο μεγαλύτερος εχθρός του Θεού. Ο Θεός όμως δε σταματάει να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. «πάλιν έστειλε» και «πάλιν έπεμψε». Με μύριους τρόπους ο Θεός συνεχίζει να επεμβαίνει μέσα στην ανθρώπινη ιστορία μ' ένα και μοναδικό σκοπό, να επαναφέρει τον άνθρωπο στην αρχική του δόξα και να τον λυτρώσει από τον αιώνιο θάνατο, που τον οδηγούσε η αμαρτία. 
        Ο άρχοντας του αμπελώνα, μας αναφέρει η παραβολή, περιποιήθηκε όσο γινόταν καλύτερα τον αμπελώνα του. Φύτεψε, έσκαψε, πότισε, οικοδόμησε φραγμό, έστειλε απεσταλμένους Του… δε σταμάτησε ούτε στιγμή να ενδιαφέρεται. Όμως οι γεωργοί, αντί να ανταποκριθούν στην αγάπη και το ενδιαφέρον του, έπιασαν έναν - έναν τους απεσταλμένους του κυρίου τους και άλλους έδιωξαν, άλλους πλήγωσαν, φόνευσαν, ατίμασαν..... 
       Καθώς ο Κύριος αντικρίζει την Ιερουσαλήμ, όταν την επισκέπτεται για τελευταία φορά, πάνω σε ένα γαϊδουράκι, κλαίει. «και ότε επλησίασεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ' αυτήν» (Λουκάς ΙΘ/19: 41), λέγοντας: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε, ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ' ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε» (Ματθαίος ΚΓ/23: 37). Είναι μεγάλο το παράπονο του Κυρίου για το λαό Του, για τους δικούς Του, για τον κάθε άνθρωπο που αρνείται να τον δεχθεί και να τον αναγνωρίσει ως Σωτήρα, Λυτρωτή και Κύριο. Το επόμενο εδάφιο αποτελεί τον επιτάφιο του λαού Του: «ιδού, αφίνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος». Τι μπορεί να σημαίνει τούτο το εδάφιο; Ρίξτε μια ματιά πάνω στον κόσμο και θα καταλάβετε. Και κάτι ακόμα, μήπως ο Κύριος βλέποντας τη ζωή μου, κλαίει, οδύρεται, στεναχωριέται, ανησυχεί για μένα; 
       Ασφαλέστατα τούτη η παραβολή αφορά το λαό Ισραήλ, ο οποίος δεν υπάκουσε στο νόμο του Θεού και μέσα στην παρακοή και την αποστασία του δεν αναγνώρισε τους απεσταλμένους του Θεού, δεν τους δέχτηκε, τους έδιωξε και τους ατίμασε. Όμως έχει και για μας σήμερα, που αποτελούμε τον πνευματικό Ισραήλ, πλούσια ηθικά διδάγματα και μεγάλα μηνύματα να δώσει. Αμέτρητες οι επεμβάσεις και οι ευεργεσίες του Θεού και στη δική μας ζωή. Πλούσιες οι ευλογίες του Θεού «επί δικαίους και αδίκους»  (Ματθαίος Ε/5: 45).
    Καθημερινά ο Θεός  με έναν "ήχο λεπτού αέρος" (Α' Βασιλέων ΙΘ/19: 11) μας προσφέρει υλικά και πνευματικά δώρα. Μας προσφέρει τον Άγιο και αιώνιο και αψευδή Λόγο Του (Παλαιά & Καινή Διαθήκη), για να γνωρίζουμε μέσα από αυτόν το θέλημά Του. Ο Δαβίδ αναφέρει σχετικά με το Λόγο του Θεού στον Ψαλμό ΡΙΘ/119, εδ. 105: «Λύχνος εις τους πόδας μου είναι ο λόγος σου και φως εις τας τρίβους μου». Ο Λόγος τους Θεού είναι ένα λυχνάρι που μας δείχνει το σωστό δρόμο ώστε να μην πλανηθούμε μέσα στο σκοτάδι και την άγνοια του κόσμου. Είναι φως στους δρόμους μας και στις επιλογές μας. Ο Θεός δε σταματά εκεί. Έβαλε μέσα στην καρδιά μας με την πίστη μας το Πνεύμα Του το Άγιο, για το οποίο ο Λόγος του Θεού στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Η/8, εδ. 14 – 16) αναφέρει: 
14 Επειδή όσοι διοικούνται υπό του Πνεύματος του Θεού, ούτοι είναι υιοί του Θεού. 
15 Διότι δεν ελάβετε πνεύμα δουλείας, δια να φοβήσθε πάλιν, αλλ' ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, δια του οποίου κράζομεν Αββά, ο Πατήρ. 
16 Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί με το πνεύμα ημών ότι είμεθα τέκνα Θεού. 
      Ο άρχων του αμπελώνος μπροστά στη σκληροκαρδία των γεωργών συνεχίζει τις προσφορές της αγάπης Του. Τούτη τη φορά πραγματοποιεί την ύστατη προσπάθεια για τη σωτηρία του ανθρώπου. «έχων ένα υιόν, αγαπητόν αυτού, απέστειλε και αυτόν προς αυτούς έσχατον, λέγων ότι θέλουσιν εντραπή τον υιόν μου». Τούτο το εδάφιο μας αποκαλύπτει ότι η αποστολή του Ιησού Χριστού στο κόσμο μας είναι το τελευταίο μήνυμα του Θεού προς τον άνθρωπο. Ευτυχισμένοι εκείνοι που θα λάβουν τούτο το μήνυμα και θα αναγνωρίσουν το Χριστό ως τον Υιόν του Θεού και ως τον έσχατο απεσταλμένο από τον Πατέρα Θεό για τη Σωτηρία όλων των ανθρώπων. «όστις τον ίδιον εαυτού Υιόν δεν εφείσθη, αλλά παρέδωκεν αυτόν υπέρ πάντων ημών» (Ρωμαίους Η/8: 32). Ο Χριστός είναι η τελευταία προσπάθεια του Θεού για τη σωτηρία του αμαρτωλού ανθρώπου.   
      Ήρθε στην αφιλόξενη γη μας, ταπεινός, περιφρονημένος. Γεννήθηκε σ’ ένα στάβλο και αφού φορτώθηκε, «αναμάρτητος ών» με όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων, όλων των εποχών σηκώθηκε πάνω στο σταυρό του Γολγοθά και πέθανε Αυτός για να μην πεθάνουμε εμείς, εξαιτίας των αμαρτιών μας. Για κείνη την ψυχή που θα Τον αγνοήσει, που θα Τον ξεπεράσει, που θα θεωρήσει «κοινόν το αίμα» (εδ.29), του Χριστού, ο Θεός πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο για τη σωτηρία του. «Διότι εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας, δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών» (Εβραίους Ι/10: 26). Μετά απ’ όλα αυτά ο ίδιος ο Θεός εκμυστηρευόμενος στον προφήτη Ησαΐα (κεφ. Ε/5, εδ. 4) αναφέρει: «Τι ήτο δυνατόν να κάμω έτι εις τον αμπελώνά μου και δεν έκαμον εις αυτόν; διά τι λοιπόν, ενώ περιέμενον να κάμη σταφύλια, έκαμεν αγριοστάφυλα;»
       Στην ύστατη αυτή προσπάθεια του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου ποια ήταν η στάση του λαού Ισραήλ; Ποια είναι η στάση η δική μου σήμερα; Ας τη δούμε μέσα από τη συμπεριφορά των γεωργών της παραβολής μας. 
7 Εκείνοι δε οι γεωργοί είπον προς αλλήλους ότι ούτος είναι ο κληρονόμος έλθετε, ας φονεύσωμεν αυτόν, και θέλει είσθαι ημών η κληρονομία. 
8 Και πιάσαντες αυτόν εφόνευσαν και έρριψαν έξω του αμπελώνος. 
      Την υπέρτατη προσφορά του Θεού ο λαός Του δεν τη δέχτηκε. Τον Σωτήρα του κόσμου τον αρνήθηκε μπροστά στον Πιλάτο και ζήτησαν το σταυρικό του θάνατο. Με μίσος, με πάθος, τον αρνήθηκαν, τον συκοφάντησαν, τον αποδοκίμασαν, λέγοντας: «ου θελομεν τουτον βασιλευσαι εφ ημας» (Λουκάς ΙΘ/19: 14). Η αμετανόητη καρδιά τους οδήγησε το Σωτήρα να πεθάνει πάνω στο σταυρό, ανάμεσα σε δύο κακούργους. 
      Η έσχατη προσφορά του ουρανού, ο Υιός της αγάπης του Θεού, πεθαίνει πάνω στο σταυρό, ως κακούργος φορτωμένος με όλη την αμαρτία του κόσμου. Ετάφη και την τρίτη μέρα αναστήθηκε από τους νεκρούς, «κατά τας γραφάς». Ανερχόμενος εις ουρανόν μας άφησε μία υπόσχεση: 
2 Εν τη οικία του Πατρός μου είναι πολλά οικήματα ει δε μη, ήθελον σας ειπεί υπάγω να σας ετοιμάσω τόπον 
3 και αφού υπάγω και σας ετοιμάσω τόπον, πάλιν έρχομαι και θέλω σας παραλάβει προς εμαυτόν, διά να είσθε και σεις, όπου είμαι εγώ (Ιωάννης ΙΔ/14: 2,3). 
      Ο Κύριος μας υποσχέθηκε ότι θα ξανάρθει. «Τι λοιπόν θέλει κάμει ο κύριος του αμπελώνος; Θέλει ελθεί και απολέσει τους γεωργούς και θέλει δώσει τον αμπελώνα εις άλλους». Όταν ο ιδιοκτήτης του αμπελώνα ξανάρθει, πώς θα ενεργήσει; 
1/ Θα απωλέσει τους γεωργούς. Αυτή θα είναι η τύχη όλων εκείνων που δεν αποδέχτηκαν στη ζωή τους τη θυσία του Χριστού, το Έργο του Σταυρού, την έσχατη αλλά και υπέρτατη προσφορά του Πατέρα Θεού για τη σωτηρία κάθε ανθρώπου. Που στάθηκαν ανάξιοι απέναντί Του και δεν αναγνώρισαν την Αγάπη και την προσφορά Του. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Β/2, εδ. 1), αναφέρει: 
1 Διά τούτο πρέπει ημείς να προσέχωμεν περισσότερον εις όσα ηκούσαμεν, διά να μη εκπέσωμεν ποτέ. 
2 Διότι εάν ο λόγος ο λαληθείς δι' αγγέλων έγεινε βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβε δικαίαν μισθαποδοσίαν, 
3 πως ημείς θέλομεν εκφύγει, εάν αμελήσωμεν τόσον μεγάλην σωτηρίαν; 
2/ Θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους. Γι’ αυτούς του «άλλους», που είναι Εθνικοί, που δεν έχουν σχέση με το λαό Ισραήλ, όμως που δέχτηκαν την προσφορά του Θεού, ο Απ. Παύλος αναφέρει στην επιστολή «προς Εφεσίους» (κεφ. Β/2, εδ. 12, 13): «ήσθε εν τω καιρώ εκείνω χωρίς Χριστού, απηλλοτριωμένοι από της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, ελπίδα μη έχοντες και όντες εν τω κόσμω χωρίς Θεού. Τώρα όμως δια του Ιησού Χριστού σεις οι ποτέ όντες μακράν εγείνετε πλησίον δια του αίματος του Χριστού». 
        Πριν κλείσουμε τη σημερινή μας μελέτη, ας ρίξουμε μια προσεκτική ματιά και στο εδάφ.2 «εν τω καιρώ των καρπών». Σε μια εποχή που όλα αμφισβητούνται, που οι ηθικές αξίες καταρρέουν, που ο «ορθός λόγος» αμφισβητείται, που η αρπαγή της Εκκλησίας του Χριστού πλησιάζει, που ο Κύριος  "έρχεται για να παραλάβει όλους όσους Τον περιμένουν για σωτηρία" (Εβραίους Θ/9: 28), που η ενθρόνιση του «άνομου», του αντίχριστου είναι ορατή πλέον, πόσο έχουμε ανάγκη να ζούμε έναν «καιρό καρπών»! Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος μας δίνει το στοιχείο διάκρισης των δικών Του παιδιών. «από των καρπών αυτών θα γνωρίσετε αυτούς» (Ματθαίος Ζ/7: 16). 
       Ας αναλογιστούμε τους δρόμους μας και ας προετοιμάσουμε τις καρδιές μας για να γιορτάσουμε το Πάσχα που σε λίγο έρχεται, όχι όπως ο κόσμος γιορτάζει, αλλά όπως ο Κύριος μας έχει ορίσει: «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάννης Δ/4: 23). «διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν». ---

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Ο τυφλός της Βηθσαϊδά.

Ευαγγέλιον «κατά Μάρκον», κεφ. Η/8, εδ. 22 – 25.

22 Και έρχεται εις Βηθσαϊδάν. Και φέρουσι προς αυτόν τυφλόν και παρακαλούσιν αυτόν να εγγίση αυτόν. 
23 Και πιάσας την χείρα του τυφλού, έφερεν αυτόν έξω της κώμης και πτύσας εις τα όμματα αυτού, επέθεσεν επ' αυτόν τας χείρας και ηρώτα αυτόν αν βλέπη τι. 
24 Και αναβλέψας έλεγε. Βλέπω τους ανθρώπους, ό,τι ως δένδρα βλέπω περιπατούντας. 
25 Έπειτα πάλιν επέθεσε τας χείρας επί τους οφθαλμούς αυτού και έκαμεν αυτόν να αναβλέψη, και αποκατεστάθη η όρασις αυτού, και είδε καθαρώς άπαντας. 

          ΣΧΟΛΙΑ : 
       Ο Κύριος έρχεται στη Βηθσαϊδά. Δεν πρόκειται για την περιβόητη Βηθσαϊδα, που βρισκόταν στη δυτική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, την πατρίδα των Αποστόλων: Ανδρέα, Φιλίππου και Πέτρου και στην οποία ο Κύριος είχε κάνει το θαύμα της διατροφής των 5.000 ατόμων (Μάρκος Σ/6: 32 & Λουκάς Θ/9: 10). Πρόκειται για μια ομώνυμη τοποθεσία στα Β.Α. της λίμνης, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το σημείο εκβολής του Ιορδάνη. Την κωμόπολη αυτή είχε εξωραΐσει με διάφορα έργα ο Φίλιππος ο Τετράρχης (ή Ηρώδης Φίλιππος Β΄), ο οποίος διετέλεσε στο αξίωμα αυτό από το έτος 4 π.Χ. έως το 34 μ.Χ. που πέθανε. 
      «και φέρουσι προς αυτόν τυφλόν και παρακαλούσιν αυτόν να εγγίση αυτόν» (εδ.22). Το θαύμα που θα ακολουθήσει αναφέρεται μόνον από τον Ευαγγελιστή "Μάρκο" και είναι το μοναδικό θαύμα που αναφέρεται ότι έκανε ο Κύριο σταδιακά. Η ιστορία έχει ως εξής: Κάποιοι φίλοι, γνωστοί, συγγενείς οδήγησαν ένα τυφλό μπροστά στον Κύριο και Τον παρακαλούσαν να αγγίξει με το χέρι Του τον ασθενή για να τον θεραπεύσει και να αποκαταστήσει την όρασή του. Οι άνθρωποι που μετέφεραν τον τυφλό ασφαλώς και πίστευαν στο Χριστό, καθώς είχαν δει τα έργα Του και είχαν γνωρίσει τη δύναμή Του. Όμως ο ταλαίπωρος αυτός τυφλός, εξαιτίας της παθήσεώς του δεν είχε δει τίποτα. Δε γνώριζε τον Ιησού, δεν είχε δει ότι στο διάβα Του «τυφλοί αναβλέπουσι, χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται» (Λουκάς Ζ/7: 22). Είχε ανάγκη κι αυτός να δει όλα αυτά για να αφυπνιστεί η πίστη του, που ήταν βυθισμένη μέσα στο σκοτάδι, για να δει και να γνωρίσει κι αυτός το Χριστό, το Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου. Είχε ανάγκη να αποκτήσει προσωπική αντίληψη της δύναμής Του. 
       Ο Κύριος που δεν καταφρονεί κανέναν, που "θέλει όλοι να σωθούν και να έρθουν σε μετάνοια"  (Β΄ Πέτρου Γ/3: 9), απομάκρυνε τους συνοδούς του τυφλού, τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε έξω από την πόλη. Είναι ανάγκη ο άνθρωπος να μείνει μόνος μαζί με το Χριστό. Αλήθεια τι ωραία εικόνα! Τούτη την εικόνα την έχω ξανά δει. Ο Κύριος να απλώνει το χέρι Του να πιάνει το δικό μου, που ήμουν τυφλός ως προς τα πράγματα τα δικά Του, μπερδεμένος μέσα στις ανθρώπινες θρησκείες, παραδόσεις και νουθεσίες, να βαδίζει μαζί μου, να συζητεί, να εξηγεί να αναλύει, να αποκαλύπτει. 
     Τι να συζητούσε ο Κύριος με τούτο τον άνθρωπο τον τυφλό της ιστορίας μας; Μία είναι η συζήτηση του Κυρίου, ένα είναι το θέμα που Τον απασχολεί. Είναι βέβαιο ότι θα έλεγε τα ίδια ακριβώς πράγματα που είπε και προς τους δύο εκείνους ανθρώπους που έφευγαν από την Ιερουσαλήμ και βάδιζαν προς την πόλη Εμμαούς: «και αρχίσας από Μωϋσέως και από πάντων των προφητών, διηρμήνευεν εις αυτούς τα περί εαυτού γεγραμμένα εν πάσαις ταις γραφαίς» (Λουκάς ΚΔ/24: 18). Αφού πήρε τα πράγματα από την αρχή ο Κύριος, τα ερμήνευε προσεκτικά, τα εξηγούσε, ήταν όλα γραμμένα, αλλά οι άνθρωποι αδιαφορούσαν, όπως ακριβώς κάνουν και σήμερα και πολλές φορές λένε: "Ε! Τι έγινε; Άνθρωποι τα έγραψαν αυτά...." Η απάντηση αναφέρεται στο βιβλίο των "Πράξεων των Αποστόλων" (κεφ. Α/1, εδ. 2) «διά Πνεύματος Αγίου έδωκεν εντολάς εις τους αποστόλους, τους οποίους εξέλεξεν». Τα έγραψε το Πνεύμα το Άγιο του Θεού και για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε κάποιους ψαράδες, αγράμματος ανθρώπους. Θα πει κάποιος γιατί αγράμματοι; Δεν υπήρχαν μορφωμένοι; Δεν υπήρχαν καθηγητές Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ; Ασφαλώς και υπήρχαν. Την απάντηση και εδώ τη δίνει ο Λόγος του Θεού: 
19 «επειδή είναι γεγραμμένον θέλω απολέσει την σοφίαν των σοφών, και θέλω αθετήσει την σύνεσιν των συνετών. 
20 Που ο σοφός; που ο γραμματεύς; που ο συζητητής του αιώνος τούτου; δεν εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;» (Α΄ Κορινθίους Α/1: 19, 20). 
       Ο Κύριος χέρι χέρι βαδίζει με τον τυφλό της ιστορίας μας. Ο άνθρωπος αυτός δεν αρνείται να βαδίσει με τον Κύριο, δεν αντιτάσσεται σ’ Αυτόν, Τον ακολουθεί, Τον εμπιστεύεται. Ω! πόσο σημαντικό είναι αυτό! Είναι αλήθεια ότι ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα. Τη δύναμή Του δεν μπορεί να τη συλλάβει το ανθρώπινο πεπερασμένο μυαλό. Είναι Παντογνώστης, είναι Παντοδύναμος, όμως υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να το κάνει ο Θεός. Δεν μπορεί να βαδίσει και να σταθεί δίπλα σ’ ένα άνθρωπο, αν αυτός δε θέλει την παρουσία Του και τη συντροφιά Του. Αν ο άνθρωπος έχει αντίρρηση, ο Θεός δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Σέβεται απόλυτα την ηθική ελευθερία του ανθρώπου που Αυτός του έχει χαρίσει και δεν τον υποχρεώνει ποτέ διά της βίας. Η αρχή του Κυρίου είναι: «Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού και ας με ακολουθή» (Ματθαίος ΙΣ/16: 24). 
     Χέρι, χέρι βγήκαν έξω από την πόλη και βρέθηκαν μόνοι. Είναι ανάγκη ο άνθρωπος να βρεθεί μόνος με το Χριστό, να έχει προσωπική επαφή μαζί Του, για να γνωρίσει προσωπικά Εκείνον. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Φιλιππησίους» (κεφ. Γ/3, εδ. 10) αναφέρει: «διά να γνωρίσω αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού και την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος με τον θάνατον αυτού». Έχει ανάγκη ο άνθρωπος να ακούσει από Εκείνον, για να μπορέσουν να ανοίξουν τα μάτια του και να βγει από τα αδιέξοδα της πνευματικής τύφλωσης, που ο εχθρός έχει επιβάλει πάνω στον κόσμο μέσα από τις "παραδόσεις" και τα ανθρώπινα θρησκευτικά συστήματα. 
     Αφού η ψυχή δεν αρνήθηκε να Τον ακολουθήσει, δεν αρνήθηκε να ακούσει τις νουθεσίες Του, τώρα έρχεται η ώρα του Κυρίου. Πήρε σάλιο ο Κύριος το έβαλε στα μάτια του τυφλού και ακούμπησε πάνω του τα χέρια Του. Ο Κύριος συνήθιζε να κάνει θαύματα λέγοντας μόνον ένα λόγο. «Σήκω και περπάτα...» (Ιωάννης Ε/5: 11), "να καθαριστείς" (Λουκάς Ε/5: 13), "Λάζαρε έβγα έξω" (Ιωάννης ΙΑ/11: 43). Στην περίπτωση που αναφέρουμε δεν ενεργεί με τον ίδιο τρόπο και επί πλέον χρησιμοποιεί κάποιο υλικό μέσο (σάλιο), για να θεραπεύσει τούτο τον δυστυχισμένο άνθρωπο. Και σε άλλες περιπτώσεις ο Κύριος χρησιμοποίησε υλικά μέσα, για να θεραπεύσει και να θαυματουργήσει, όπως στην περίπτωση του «εκ γενετούς τυφλού» (Ιωάννης Θ/9: 6). Σ’ αυτήν την περίπτωση είχε κάνει πηλό και είχε χρήσει τα μάτια του τυφλού. Με ανάλογο τρόπο ενήργησε για τη θεραπεία κάποιου κωφάλαλου (Μάρκος Ζ/7: 33). 
     Η μέθοδος που ακολούθησε ο Κύριος είχε σκοπό να ξυπνήσει την πίστη μέσα στην καρδιά του τυφλού και να τον πείσει ότι ο Κύριος ασχολείται μαζί του με σκοπό να τον θεραπεύσει. Είχε σκοπό να τον αφυπνίσει και να δείξει στον άνθρωπο αυτό τη δύναμη του Χριστού. 
     Ο Κύριος τον άγγιξε και του υπέβαλε ένα ερώτημα: "Βλέπεις κάτι;" Παράξενο τούτο το ερώτημα. Τι ρωτάς, Κύριε; Εσύ γνωρίζεις τα πάντα, δύνασαι να κάνεις τα πάντα, γνωρίζεις πολύ καλά τι έχεις κάνει σ’ αυτόν τον άνθρωπο και τον ρωτάς αν βλέπει κάτι; Ο ανθρώπινος λογισμός αναπόφευκτα σ’ αυτές τις σκέψεις οδηγείται. 
   «ηρώτα αυτόν αν βλέπη τι». Είναι πολλά τα μαθήματα του Κυρίου, αναρίθμητες οι επεμβάσεις και τα θαυμάσια στη ζωή του κάθε πιστού ανθρώπου. Ο Δαβίδ δεν μπορεί να απαριθμήσει τις ατέλειωτες επεμβάσεις του Θεού στη ζωή του και τον ευχαριστεί «διά πάσας τας ευεργεσίας αυτού» (Ψαλμός ΡΓ/103). Παρά τις επεμβάσεις του Θεού στη ζωή μας το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι απογοητευτικό. Ο μαθητής δεν έχει προχωρήσει, πρέπει να πάει στην ίδια τάξη, να παρακολουθήσει τα ίδια μαθήματα … 
     Ο Κύριος ρωτάει: "Βλέπεις κάτι;" Και η απάντηση αποκαρδιωτική: "Βλέπω πολύ θαμπά, βλέπω τους ανθρώπους σαν δένδρα που περπατάνε. Βλέπω λίγα πράγματα, βλέπω συγκεχυμένα, κάτι βλέπω, αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω καλά". Μπορεί να έρχεται μια ψυχή χρόνια στην Εκκλησία, να έχει ακούσει μύρια κηρύγματα, αλλά να μην έχει προχωρήσει στην πίστη. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Ε/5, εδ. 12) αναφέρει: «Επειδή ενώ ως προς τον καιρόν έπρεπε να ήσθε διδάσκαλοι, πάλιν έχετε χρείαν του να σας διδάσκη τις τα αρχικά στοιχεία των λόγων του Θεού, και κατηντήσατε να έχητε χρείαν γάλακτος και ουχί στερεάς τροφής». Κάποιες παρθένες που ήταν μέσα στην Εκκλησία και συμμετείχαν σε όλες τις δραστηριότητές της δεν είχαν δει καθαρά τα πράγματα. Νόμιζαν ότι θα συναντήσουν τον νυμφίο, επειδή και μόνον ήταν μέλη της Εκκλησίας. Έβλεπαν όμως θαμπά τα πράγματα, δε μπόρεσαν να αντιληφθούν μέσα στην πνευματική τους ανωριμότητα ότι είχαν ανάγκη αναγέννησης, είχαν ανάγκη να πληρωθούν από το Πνεύμα το Άγιο. Έβλεπαν τα πράγματα θαμπά, ανώριμα και το αποτέλεσμα υπήρξε τραγικό.
      Ποιος φταίει που τούτος ο άνθρωπος της ιστορίας μας δεν μπορεί να δει καλά; Φταίει ο Κύριος; Όχι βέβαια. Φταίει η ολιγοπιστία του τυφλού ανθρώπου. Φταίει η ολιγοπιστία η δική μου και η δική σου, όταν δε βλέπουμε θεαματικά πράγματα μέσα στη ζωή μας. Λίγη εμπιστοσύνη έδωσε στον Κύριο, λίγη θεραπεία πήρε. Υπάρχουν άνθρωποι που σε όλη τους τη ζωή έχουν μια πνευματική όραση συγκεχυμένη για τις μεγάλες και αναλλοίωτες αλήθειες της Βίβλου, όπως : 
---Η δωρεάν κατά χάριν σωτηρία, που ο Θεός προσφέρει σε κάθε άνθρωπο διά Ιησού Χριστού. «Διότι κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι διά της πίστεως και τούτο δεν είναι από σας, Θεού το δώρον» (Εφεσίους Β/2: 8), 
--- Το Έργο εξιλασμού που ο Χριστός έκανε πάνω στο σταυρό. «εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α΄ Ιωάννου Δ : 10). 
--- Η υιοθεσία την οποία λάβαμε από το Θεό διά Ιησού Χριστού. «διά να εξαγοράση τους υπό νόμον, διά να λάβωμεν την υιοθεσίαν» (Γαλάτας Δ/4: 5). «προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά Ιησού Χριστού εις εαυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού (Εφεσίους Α/1: 5). 
--- Η υπέρτατη αλήθεια ότι Ένας είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Ιησούς Χριστός. «και δεν υπάρχει δι' ουδενός άλλου η σωτηρία διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν» (Πράξεις Δ/4: 12). 
--- Ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. «Διότι είναι εις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός» (Α΄ Τιμοθέου Β/2: 5). 
--- Ότι ένας Χριστός πέθανε για όλους. «Επειδή η αγάπη του Χριστού συσφίγγει ημάς, διότι κρίνομεν τούτο, ότι εάν εις απέθανεν υπέρ πάντων, άρα οι πάντες απέθανον και απέθανεν υπέρ πάντων, διά να μη ζώσι πλέον δι' εαυτούς οι ζώντες, αλλά διά τον αποθανόντα και αναστάντα υπέρ αυτών» (Β΄ Κορινθίους Ε/5: 14,15). 
       Τούτες τις μεγάλες, τις μοναδικές αλήθειες τις βλέπουν αμυδρά, ακαθόριστα, σκοτεινά, σαν τον τυφλό της ιστορίας μας, που έβλεπε τους ανθρώπους σαν δένδρα. Κάποιοι άνθρωποι είναι "κακοί" μαθητές, με αποτέλεσμα να παραμένουν τυφλοί, ενώ ο Χριστός θέλει να τους χαρίσει άπλετο φως γύρω τους. Αρνούνται όμως να αναγνωρίσουν τον Ιησού ως τον κεχρισμένο από το Θεό Σωτήρα, Λυτρωτή και Κύριο (Λουκάς Γ/3: 22). 
       Εάν κάτι τέτοιο διαπιστώνεις στην πνευματική σου ζωή, ζήτησε από τον Κύριο να σου ανοίξει τα μάτια! Κάποιοι είναι μέτριοι μαθητές -μύωπες- που δεν ξεχωρίζουν το Χριστό σαν το μοναδικό Σωτήρα του κόσμου (Πράξεις Δ/4: 12). Αν αισθάνεσαι έτσι, μη διστάζεις γύρισε πίσω, όπως ακριβώς έκανε ο Ιωσήφ και η Μαρία ,όταν καθώς γυρνούσαν από την Ιερουσαλήμ, αντιλήφθηκαν ότι ο Χριστός δεν ήταν μαζί τους (Λουκάς Β/2: 45). Αν κάπου στην δύσκολη πορεία της ζωής αντιληφθείς ότι έχασες το Χριστό, γύρνα πίσω και αναζήτησέ Τον και αφού τον βρεις, ζήτησέ Του να απλώσει το χέρι Του και να σε αγγίξει ακόμα μια φορά! 
       Ο μαθητής που ευαρεστεί τον Κύριο είναι αυτός που βλέπει καθαρά, που βλέπει μπροστά, αυτός που βαδίζει στα χνάρια Εκείνου, που αναγνωρίζει το σταυρό του Χριστού σαν δικό του! Είναι εκείνος που ακολουθεί και ζει, όπως ο Κύριος του! Είναι αυτός που «αποβλέπει εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού» (Εβραίους ΙΒ/12: 2).  
      Ο Κύριος που βλέπει την κατάστασή μας από αγάπη μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες. Ο πολύπαθος Ιώβ (ΛΓ/33: 14) αναφέρει: «ο Θεός λαλεί άπαξ και δις, αλλ' ο άνθρωπος δεν προσέχει». Είναι Θεός και της δεύτερης ευκαιρίας. Ο καθένας μας μπορεί να ομολογήσει ότι είναι Θεός της «χιλιοστής» ευκαιρίας. Μας δίνει πολλές ευκαιρίες, αλλά μας δίνει και μια προειδοποίηση: «Δεν θέλει δικολογεί διαπαντός ουδέ θέλει φυλάττει την οργήν αυτού εις τον αιώνα» (Ψαλμός ΡΓ/103: 9). Κάποια μέρα ο Κύριος θα σηκωθεί από το θρόνο Του και θα κλείσει την πόρτα της κιβωτού. Η συνέχεια τραγική; «και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας» (Λουκάς ΙΖ/17: 27). 
     Ο Κύριος δεν παραιτείται, επιμένει: «έπειτα πάλιν επέθεσε τας χείρας επί τους οφθαλμούς αυτού». Βλέπει την κατάστασή μας και επανέρχεται. Βάζει και πάλι το χέρι Του στα μάτια του τυφλού. Τούτη τη φορά το αποτέλεσμα είναι θριαμβευτικό. «και έκαμεν αυτόν να αναβλέψη, και αποκατεστάθη η όρασις αυτού, και είδε καθαρώς άπαντας». Η συνεχής επικοινωνία διά της προσευχής, η συστηματική μελέτη (όχι διάβασμα) του Λόγου του Θεού, η αύξηση της εμπιστοσύνης μας στη δύναμη του Κυρίου, η κοινωνία με άλλους πιστούς ανθρώπους θα φέρει θεαματικά αποτελέσματα στην πνευματική μας ζωή, στη σχέση μας με το Θεό. Τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε και πώς να σταθούμε μας το λέει ο Λόγος του Θεού: 
14 Έχοντες λοιπόν αρχιερέα μέγαν, όστις διήλθε τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού, ας κρατώμεν την ομολογίαν. 
15 Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ' ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας. 
16 Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος και να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας «προς Εβραίους» (Δ/4: 14-16). 
       Οι άνθρωποι στις ημέρες μας είναι τυφλοί και άλαλοι πνευματικά. Έχουν ανάγκη από το Χριστό, για να τους βγάλει μέσα από τα σκοτάδια της αμαρτίας, όμως επιμένουν και δεν Τον καλούν στη ζωή τους. Κάποιοι αφελείς λένε μέσα στην άγνοιά τους. "Ο Θεός δεν βλέπει τι γίνεται στη Συρία; Πού είναι  να επέμβει;" Άραγε φταίει ο Θεός ή φταίει αποκλειστικά ο άνθρωπος που αρνείται να υποταχθεί στο Θεό, που Τον έβγαλε μέσα από τη ζωή του. Που διαχρονικά βροντοφώναξε: «δεν θέλομεν ούτος βασιλεύσει εφ’ ημών, άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Οι άνθρωποι του «πολιτισμένου» αιώνα μας έχουν αποβάλει το Θεό, βαδίζουν χωρίς Αυτόν, έχουν σκύψει το κεφάλι προς τα κάτω και αλληλοσπαράσσονται. Παντού αίμα και δάκρυα. Όμως η ώρα που ο «κύριος του αμπελώνος» (Ματθαίος ΚΑ/21: 33) θα επιστρέψει στην ιδιοκτησία Του, που είναι η γη και "πάντα τα εν αυτή", πλησιάζει. 
    Ο Κύριος έρχεται για να βάλει τέλος στην απέραντη δυστυχία και τον αλληλοσπαραγμό. "Μακάριος ο δούλος ον ευρίσκει γρηγορούντα”. Πώς θα βρίσκεται ο άνθρωπος σε εγρήγορση; Ο λόγος τους Θεού μας αναφέρει:
2 τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. 
3 Διότι απεθάνετε, και η ζωή σας είναι κεκρυμμένη μετά του Χριστού εν τω Θεώ. 
4 όταν ο Χριστός, η ζωή ημών, φανερωθή, τότε και σεις μετ' αυτού θέλετε φανερωθή εν δόξη. επιστολή «προς Κολοσαείς» (κεφ. Γ/3, εδ. 2-4). 

      Μακάρια η ψυχή που μέσα από την προσωπική της εμπειρία με το Χριστό θα μπορεί να επαναλάβει τα λόγια ενός άλλου τυφλού που ευεργέτησε ο Κύριος και του χάρισε το φως του (Ιωάννης Θ/9: 25), «εν εξεύρω, ότι ήμην τυφλός και τώρα βλέπω». ---

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Ο άνθρωπος που είχε μεγάλη πίστη.

  Η θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου.

 Ευαγγέλιον «κατά Λουκάν», κεφ. Ζ/7, εδάφ. 1 - 10. 

 1 Αφού δε ετελείωσε πάντας τους λόγους αυτού εις τας ακοάς του λαού, εισήλθεν εις Καπερναούμ.
2 Εκατοντάρχου δε τινός δούλος, όστις ήτο πολύτιμος εις αυτόν, κακώς έχων έμελλε να αποθάνη.
3 Και ακούσας περί του Ιησού, απέστειλε προς αυτόν πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη να διασώση τον δούλον αυτού.
4 Οι δε ελθόντες προς τον Ιησούν, παρεκάλουν αυτόν επιμόνως, λέγοντες ότι είναι άξιος εκείνος, εις τον οποίον θέλεις κάμει τούτο
5 διότι αγαπά το έθνος υμών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν εις ημάς.
6 Ο δε Ιησούς επορεύετο μετ' αυτών. Ενώ δε απείχεν ήδη ου μακράν από της οικίας, έπεμψε προς αυτόν ο εκατόνταρχος φίλους, λέγων προς αυτόν· Κύριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι άξιος να εισέλθης υπό την στέγην μου·
7 όθεν ουδέ εμαυτόν έκρινα άξιον να έλθω προς σέ· αλλά ειπέ λόγον, και θέλει ιατρευθή ο δούλός μου.
8 Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος υποκείμενος εις εξουσίαν, έχων υπ' εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω προς τούτον, Ύπαγε, και υπάγει; και προς άλλον, Έρχου, και έρχεται, και προς τον δούλον μου, Κάμε τούτο, και κάμνει.
9 Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς εθαύμασεν αυτόν, και στραφείς προς τον όχλον τον ακολουθούντα αυτόν, είπε· Σας λέγω, Ουδέ εν τω Ισραήλ εύρον τοσαύτην πίστιν.
10 Και υποστρέψαντες οι απεσταλμένοι εις τον οίκον, εύρον τον ασθενή δούλον υγιαίνοντα.

         ΣΧΟΛΙΑ : 
       Το επεισόδιο αναφέρεται και από τον Ευαγγελιστή "Ματθαίο" (κεφ. Η/8, εδάφ. 5 – 13). Όταν ο Κύριος Ιησούς ήρθε στην Καπεραναούμ, τον πλησίασε ένας Ρωμαίος Εκατόνταρχος και Τον παρακαλούσε να θεραπεύσει το δούλο του, που υπέραγαπουσε και τον είχε σαν παιδί του και ο οποίος υπέφερε από μια σκληρή και επίπονη ασθένεια. 
      Ο Ευαγγελιστής "Λουκάς" αναφέρει ότι ο Εκατόνταρχος απέστειλε κάποιους πρεσβυτέρους στον Ιησού, ενώ ο Ευαγγελιστής "Ματθαίος" αναφέρει ότι πήγε ο ίδιος στον Κύριο. Και τα δύο είναι σωστά. Πρώτα έστειλε τους πρεσβυτέρους και μετά πήγε και ο ίδιος στον Ιησού. Ήταν πολύ δύσκολο για τους Ιουδαίους να προβούν σε μια τέτοια ενέργεια, να πάνε να συναντήσουν και να παρακαλέσουν τον Ιησού να επισκεφθεί το σπίτι του Εκατόνταρχου και αυτό για το λόγο ότι δεν πίστευαν στον Ιησού Χριστό και τις δυνάμεις τις οποίες Εκείνος είχε από το Θεό. Όμως ο συγκεκριμένος Εκατόνταρχος φαίνεται να ήταν ένα πρόσωπο πάρα πολύ αγαπητό στους Ιουδαίους, γιατί τους είχε χτίσει τη συναγωγή τους στην Καπερναούμ (Λουκάς Ζ/7: 5). Για το λόγο αυτό, προκειμένου να τον ευαρεστήσουν, είχαν έρθει και παρακαλούσαν τον Κύριο να σπλαχνιστεί και να θεραπεύσει  το δούλο του. 
      Στη συναγωγή που αναφέρουμε παραπάνω ο Ιησούς είχε κατ’ επανάληψιν διδάξει και μάλιστα είχε θεραπεύσει εκεί και ένα δαιμονιζόμενο (Μάρκος Α/1: 21-27). Μία Γερμανική αποστολή αποκάλυψε το 1905 τα ερείπια μιας συναγωγής που φαινόταν να είχε κτιστεί κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα και κάτω από τη συναγωγή αυτή το δάπεδο μιας άλλης ακόμα αρχαιότερης συναγωγής, για την οποία πιστεύεται ότι ίσως να είναι αυτή η συναγωγή στην οποία δίδαξε ο Ιησούς Χριστός (Μάκρος Α/1: 21 & Λουκάς Ζ/7: 5). 
      Διευκρινίζουμε ότι Εκατόνταρχος λεγόταν ο αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού που είχε κάτω από τις διαταγές του εκατό στρατιώτες. Την εποχή εκείνη η Παλαιστίνη βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Ρώμης για έναν αιώνα περίπου. Κατά γενικό σχεδόν κανόνα οι Ρωμαίοι αξιωματικοί ήταν όλοι τους άνθρωποι σκληροί και αλαζόνες, όμως ανάμεσά τους υπήρχαν και διαλλακτικοί άνθρωποι. Θα πρέπει επίσης να διευκρινίσουμε ότι ο εκατόνταρχος της ιστορίας δεν ήταν Ιουδαίος, ώστε να γνωρίζει το ζωντανό, τον αληθινό Θεό του Ισραήλ, αλλά ήταν εθνικός και κατά συνέπεια ήταν ένας ειδωλολάτρης πολυθεϊστής. Ο πρώτος εκατόνταρχος που έγινε δεκτός σαν μέλος της Εκκλησίας του Χριστού ήταν ο Κορνήλιος (Πράξεις, κεφ. Ι/10). Εδώ φαίνεται και η αντίθεση. Ο λαός του Θεού (Ισραήλ) να μην πιστεύει στο Χριστό και να έρχεται να επιδείξει πίστη ένας άνθρωπος μέσα από τα ειδωλολατρικά έθνη, ένας Ρωμαίος, σε μια άλλη περίπτωση ένας Σαμαρείτης….. Τούτοι οι άνθρωποι μέσα από αυτά που είδαν και άκουσαν για το Χριστό Τον είχαν γνωρίσει και είχαν πιστέψει στη δύναμή Του. 
    «λέγει προς αυτόν ο Ιησούς Εγώ ελθών θέλω θεραπεύσει αυτόν». Ο εκατόνταρχος καθώς άκουσε ότι ο Χριστός θα έρθει στο σπίτι του εξεπλάγη. Οι Εβραίοι δεν έμπαιναν στα σπίτια των Εθνικών γιατί τα θεωρούσαν ακάθαρτα εξαιτίας της απιστίας τους στον αληθινό Θεό. Όμως ο Κύριος δεν περιορίζεται από τις ανθρώπινες συνήθειες και τους ανθρώπινους διαχωρισμούς. Μπορούσε να πάει παντού, όπου υπήρχε ανάγκη, για να ακουστεί το μήνυμα της Αγάπης και της Σωτηρίας του Θεού προς όλους τους ανθρώπους. Ο Θεός θέλει «να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας» (Α΄ Τιμοθέου Β/2: 4). Τέτοια είναι η επιθυμία του Θεού για τη Σωτηρία του λαού Του που ρωτάει και με έκπληξη: «Ζω εγώ, λέει ο Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από τον δρόμο του, και να ζει επιστρέψτε, επιστρέψτε από τους πονηρούς σας δρόμους γιατί να πεθάνετε, οίκος Ισραήλ;» (Ιεζεκιήλ ΛΓ/33, εδ. 11).
      «Κύριε, ο δούλος μου κείται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος». Το αρχαίο κείμενο αναφέρει: «Κύριε ο παίς μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός δεινώς βασανιζόμενος». Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη για το δούλο του, ώστε τον αποκαλεί «παιδί του» και παρακαλούσε τον Ιησού να κάνει ένα θαύμα για να τον θεραπεύσει. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη πράξη αγάπης, συμπόνιας, ευαισθησίας για ένα δούλο. Ο δούλος την εποχή για την οποία μιλάμε δεν είχε αξία ως άνθρωπος. Εθεωρείτο πράγμα, εργαλείο, μηχανή. Ο Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης μιλώντας για τη φιλία έλεγε πως δεν μπορεί να υπάρξει φιλία ή δικαιοσύνη προς άψυχα πράγματα, ούτε ζώα, ούτε προς δούλο. 
      "Κύριε μόνον έναν λόγο πές και το παιδί μου θα γίνει καλά".
    Πολλοί νομίζουν ότι ο Θεός ζητάει πολλά πράγματα από τον άνθρωπο, ενώ σύμφωνα με το Λόγο Του δε ζητάει τίποτα απολύτως. Αυτό οι άνθρωποι δυσκολεύονται να το πιστέψουν. Στα ανθρώπινα πράγματα κάθε τι για να αποκτηθεί θα πρέπει να καταβληθεί η αξία του, όμως στα πράγματα του Θεού δε συμβαίνει το ίδιο. Ό,τι προσφέρει ο Θεός είναι "δωρεάν", "κατά χάριν" (Εφεσίους Β/2: 8). Τούτος ο εκατόνταρχος, βλέποντας τον Κύριο να θέλει να πάει στο σπίτι του, μέσα στην έκπληξή του από την ευγένεια και προθυμία Του, ταπεινώθηκε μπροστά Του και του είπε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου, αλλά μια προσταγή δώσε μονάχα και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Γιατί είμαι κι εγώ κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στις διαταγές μου και λέω στον έναν: πήγαινε, και πηγαίνει, και στον άλλο: έλα, κι έρχεται, και στο δούλο μου: κάνε τούτο, και το κάνει». Μια προσταγή, ένα λόγο πές, Κύριε, και όλα μπορούν να συμβούν, ο δούλος μου μπορεί να γιατρευτεί. Αυτή είναι πίστη. Ο Εκατόνταρχος συνεχίζει και εξηγεί στον Ιησού ότι ο ίδιος ήξερε από εξουσία και ευθύνες, γιατί ήταν κι αυτός κάτω από την εξουσία της Ρωμαϊκής διοίκησης και είχε την ευθύνη να διεκπεραιώνει διαταγές που έπαιρνε, αλλά και να δίνει διαταγές στους υφιστάμενούς του κι αυτοί αμέσως και σύμφωνα με την εντολή του να εκτελούν. 
     «είναι άξιος» (εδ. 4)Σε τούτα τα λόγια υπάρχει μια φαινομενική αντίθεση. Για τον κόσμο που καθημερινά τον περιέβαλε ήταν ένας άξιος και θαυμάσιος άνθρωπος τούτος ο Εκατόνταρχος. Ακόμα και οι Ιουδαίοι, για τους οποίους ήταν κατακτητής τους και με τους οποίους είχε διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις, τον θεωρούσαν άξιο. Τους είχε φτιάξει τη συναγωγή και αγαπούσε το λαό τους. Τι άλλο να επιθυμούσε τούτος ο άνθρωπος; Ήταν κοινά αποδεκτός, ήταν παντού αγαπητός, ήταν ιδιαίτερα άξιος. Έτσι κρίνει ο κόσμος, αυτά είναι τα κριτήρια. Ας μην ξεχνάμε ποτέ εκείνη την ωραία και διαχρονικά αληθινή φράση που είπε ο Θεός στον προφήτη "Σαμουήλ". «ο άνθρωπος βλέπει το φαινόμενον, ο δε Κύριος βλέπει την καρδίαν» (Α' Σαμουήλ ΙΣ/16: 7). Ο άνθρωπος βλέπει τις υλικές πράξεις, την υλική συμβολή, βλέπει κάθε τι που φαίνεται.
     «δεν είμαι άξιος»Ολόκληρο το μεγαλείο τούτης της ιστορίας βρίσκεται σε δύο φράσεις; «δεν είμαι άξιος» -- «μόνον ειπέ λόγον».Τούτος ο άνθρωπος στέκεται με ταπείνωση μπροστά στο Χριστό και του λέει: «δεν είμαι άξιος». Μα πώς όλοι οι άνθρωποι που σε περιβάλουν λένε ότι είσαι άξιος; Δε μετράνε οι ανθρώπινοι τίτλοι και τα παράσημα μπροστά στο Θεό. Τι κι αν έφτιαξες τη συναγωγή, τι αν προσέφερες εκ του περισσεύματος μάλιστα, για να καλυφθεί μια ανάγκη, τι κι αν ήσουν κοινωνικά αποδεκτός; Όλα αυτά μπροστά στο Θεό είναι "λαμπάδες που δεν ανάβουν", μένουν σβηστές, μένουν σκοτεινές, δε μετράνε. Ο Απ. Παύλος προειδοποιεί τους Χριστιανούς της Γαλατίας: «μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται επειδή ό,τι αν σπείρει ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει» (Γαλάτας Σ/6: 7). Ούτε μπορείς να σταθείς μπροστά στο Θεό με ένα πνεύμα υποκριτικό, εγωιστικό. Μπροστά στο Θεό μία φράση δεν μπορείς ποτέ και με τίποτα να πεις: «εγώ». Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του Φαρισαίου που στάθηκε μπροστά στο ιερό για να προσευχηθεί: 
11 Ο Φαρισαίος σταθείς προσηύχετο καθ' εαυτόν ταύτα Ευχαριστώ σοι, Θεέ, ότι δεν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και καθώς ούτος ο τελώνης 
12 νηστεύω δις της εβδομάδος, αποδεκατίζω πάντα όσα έχω. 
13 Και ο τελώνης μακρόθεν ιστάμενος, δεν ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς να υψώση εις τον ουρανόν, αλλ' έτυπτεν εις το στήθος αυτού, λέγων. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. 
14 Σας λέγω, κατέβη ούτος εις τον οίκον αυτού δεδικαιωμένος μάλλον παρά εκείνος διότι πας ο υψών εαυτόν θέλει ταπεινωθή, ο δε ταπεινών εαυτόν θέλει υψωθή. 
      Τούτος ο Εκατόνταρχος συνάντησε προσωπικά τον Κύριο και έθεσε σ' Αυτόν το πρόβλημά του. Είναι ανάγκη ο άνθρωπος να γνωρίσει προσωπικά το Θεό, να έρθει «ενώπιον ενωπίω», γιατί μόνο τότε θα γνωρίσει την Αγάπη Του, τη Σωτηρία Του. Δε χρειάζεται ο Θεός κάποιους για να μεσολαβήσουν σ' Αυτόν. Μεσίτης όλων των ανθρώπων μπροστά στο Θεό είναι μόνον ο Ιησούς Χριστός (Α' Τιμοθέου Β/2: 5). Όλοι θα θυμώμαστε τι είπε εκείνος ο νέος που βρέθηκε μέσα στην ασωτία και μέσα στα γουρούνια της αμαρτίας. «θα υπάγω στον Πατέρα μου….» (Λουκάς ΙΕ/15: 18).  
    Υπάρχει Πατέρας στον ουρανό που περιμένει κάθε ψυχή να μετανοήσει και να επιστρέψει σ’ Αυτόν δια Ιησού Χριστού, γιατί Αυτός είναι «η οδός» που οδηγεί κατ’ ευθείαν στον Πατέρα. Ο ίδιος ο Κύριος καλούσε τους ανθρώπους λέγοντας: «ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθαίος ΙΑ/11: 28). Γι’ αυτό ο Χριστός ήρθε στη γη, για να μας συναντήσει προσωπικά, για να πεθάνει, ν’ αναστηθεί και να δικαιώσει τον καθένα από μας. «όστις παρεδόθη διά τας αμαρτίας ημών και ανέστη διά την δικαίωσιν ημών» (Ρωμαίους Δ/4: 25). 
      «Κύριε πες μόνον ένα λόγο».
     Είναι εκπληκτικό ότι ο άνθρωπος αυτός, αφού συνάντησε το Χριστό, έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν. Αυτό θα πει πίστη, αυτό θα πει τέλεια εμπιστοσύνη. Τόσο πολύ πιστεύει, που είναι πεπεισμένος ότι Αυτός που έχει απέναντί του έχει τόση δύναμη, ώστε να μπορεί να κάνει τα πάντα, μπορεί να θεραπεύσει το δούλο του ακόμα και χωρίς να είναι παρών. Αλήθεια, πόσο μεγάλο ηθικό δίδαγμα είναι αυτό για όλους μας, καθώς μας δείχνει την έκταση και το βάθος της αληθινής πίστης. Όταν λέω: "πιστεύω στο Θεό" θα πρέπει να τον εμπιστεύομαι απόλυτα ότι μπορεί να καταφέρει ο,τιδήποτε, αντίθετα σε όλα τα δεδομένα, πέρα από τις συνθήκες που υπάρχουν και πέρα απ' όσα μπορεί να χωρέσει η ανθρώπινη λογική.   
      Ο Κύριος, βλέποντας την όλη συμπεριφορά του εθνικού Εκατόνταρχου, θαύμασε την πίστη του, για την απόλυτη εμπιστοσύνη που έδειξε στη δύναμή Του, στην απόλυτη εξουσία Του. Αυτήν την ταπείνωση και αυτήν την πίστη ο ίδιος ο Κύριος ομολογεί ότι δεν τη βρήκε μέσα στο λαό Του, τον Ισραήλ. Τι τραγικό κι αυτό! Να μη βρίσκει ο Κύριος μέσα στο λαό Του έναν άνθρωπο πίστεως και να παίρνει ως παράδειγμα έναν Εθνικό! Να μη βρίσκει έναν άνθρωπο Ελέους και να καταφεύγει σε έναν αλλογενή Σαμαρείτη! (Λουκάς Ι/10: 25-37). 
      Σε δύο περιπτώσεις αναφέρει ο Λόγος του Θεού ότι ο Κύριος έμεινε έκθαμβος από θαυμασμό. Μία φορά με την πίστη τούτου του Εκατόνταρχου και μια άλλη φορά με την απιστία του λαού Ισραήλ. Στο Ευαγγέλιο του "Μάρκου", (κεφ. Σ/6, εδ. 6) αναφέρεται: 
4 Έλεγε δε προς αυτούς ο Ιησούς ότι δεν είναι προφήτης άνευ τιμής ειμή εν τη πατρίδι αυτού και μεταξύ των συγγενών και εν τη οικία αυτού. 
5 Και δεν ηδύνατο εκεί ουδέν θαύμα να κάμη, ειμή ότι επί ολίγους αρρώστους επιθέσας τας χείρας εθεράπευσεν αυτούς 
6 και εθαύμαζε διά την απιστίαν αυτών. 
     Το γεγονός της τόσο μεγάλης σκληρότητας και απιστίας του λαού Του οδήγησε τον Κύριο να τονίσει ότι στην ερχόμενη βασιλεία των ουρανών θα συγκεντρωθούν Εθνικοί, αλλογενείς από διάφορα μέρη του κόσμου και θα απολαύσουν την κοινωνία με το Θεό και με όλους τους Πατριάρχες του Ισραήλ που επέδειξαν ακλόνητη πίστη στη ζωή τους, όπως ο πατέρας της πίστεως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ. Αντίθετα όμως οι κληρονόμοι της Βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι, όπου "θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους" (Ματθαίος Η/8: 12).
     Κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών που θα πεταχτούν έξω είναι όλοι εκείνοι που είχαν γεννηθεί Ιουδαίοι, που ομολογούσαν με τα χείλη ότι γνώριζαν το Θεό και ότι ήταν παιδιά Του, αλλά ποτέ δεν είχαν πιστέψει με όλη τους την καρδιά σ’ Αυτόν. Πολλοί άνθρωποι θα χαθούν αιώνια, γιατί εναρμονισμένοι με το αθεϊστικό πνεύμα της εποχής μας απορρίπτουν το Σωτήρα Χριστό. Όμως κάποιοι άγριοι, πρώην ανθρωποφάγοι από τη ζούγκλα της Νέας Γουινέας, όπου είχε πάει ως ιεραπόστολος ο αείμνηστος Κώστας Μακρής και με κίνδυνο της ζωής του τους μίλησε για το Χριστό, θα απολαύσουν τη δόξα του ουρανού, γιατί πίστεψαν στο κήρυγμα του Ευαγγελίου.
      «Ύπαγε, και ως επίστευσας, ας γείνει εις σε». 
     Αφού λοιπόν ο Κύριος είχε θαυμάσει την πίστη και την ταπεινότητα του εθνικού Εκατόνταρχου, τον κοίταξε και του είπε: «πήγαινε, κι όπως πίστεψες έτσι ας γίνει για σένα». Τα αποτελέσματα των επεμβάσεων του Θεού μέσα στη ζωή μας θα είναι πάντοτε ανάλογα της πίστης μας. Αν πας σε μία πηγή με ένα μικρό δοχείο, λίγο νερό θα πάρεις. Αν πας με ένα μεγάλο δοχείο πολύ νερό, θα πάρεις. 
      Στην επιστολή «προς Εβραίους» (κεφ. ΙΓ/13, εδ. 8) αναφέρεται: «Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός χθες και σήμερον και εις τους αιώνας». Ο ίδιος ο Χριστός που ήταν «τω καιρώ εκείνω» είναι και σήμερα και όπου βρει την ειλικρινή πίστη και την ταπείνωση από τον άνθρωπο ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο και σήμερα. Είναι έτοιμος να σταθεί δυνατός ανάμεσά μας και να ενεργήσει «κατά την πίστη μας». Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος ανέφερε: «Διά τούτο σας λέγω, πάντα όσα προσευχόμενοι ζητείτε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και θέλει γίνει εις εσάς» (Μάρκος ΙΑ/11: 24). 
    «και ιατρεύθει ο δούλος αυτού εν τη ώρα εκείνη». Αυτή είναι η παντοδυναμία του Αναστημένου και δοξασμένου Ιησού Χριστού. Καμία αρρώστια, όσο προχωρημένη κι αν είναι, δεν είναι δύσκολο να τη γιατρέψει. Καμία αμαρτία δεν υπάρχει, που να μη μπορεί να την πλύνει και να την καθαρίσει με το πολύτιμό Του αίμα (Α΄ Ιωάννου Α/1: 7). Κανένας εχθρός δε θα μπορέσει να Τον νικήσει, ακόμα και ο θάνατος. Είναι Παντοδύναμος, είναι "πανταχού παρών" και γι’ αυτό δε χρειάστηκε να μεταβεί στην οικία, όπου βρισκόταν ο παραλυτικός. Ένα λόγο είπε ο Κύριος: «ως επίστευσας ας γίνει εις σε». 
      Το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό. Όταν οι απεσταλμένοι επέστρεψαν στο σπίτι του εκατόνταρχου, βρήκαν τον άρρωστο δούλο θεραπευμένο εντελώς. Αυτός είναι ο Χριστός, αυτή είναι η δύναμή Του. Δε ζητάει μεγάλα και ανυπέρβλητα πράγματα από τον άνθρωπο. Ζητάει από τον άνθρωπο να τον εμπιστευτεί, να πιστέψει σ’ Αυτόν, για να απολαύσει μαζί Του στον ουρανό όλα εκείνα τα οποία έχει ετοιμάσει ο Θεός για εκείνους που πραγματικά Τον αγαπάνε και ποθούν τη Βασιλεία Του. Πρόκειται για όλα «εκείνα τα οποία οφθαλμός δεν είδε και ωτίον δεν ήκουσε και εις καρδίαν ανθρώπου δεν ανέβησαν, τα οποία ο Θεός ητοίμασεν εις τους αγαπώντας αυτόν». (Α΄ Κορινθίους Β/2: 9). Επίσης στην επιστολή του αδελφόθεου "Ιακώβου" (κεφ. Β/2, εδάφ. 5) αναφέρεται: «Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν εξέλεξεν ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου τούτου πλουσίους εν πίστει και κληρονόμους της βασιλείας, την οποίαν υπεσχέθη προς τους αγαπώντας αυτόν;»
       Ουδέ εν τω Ισραήλ εύρον τοσαύτην πίστιν.  Όπως είπαμε ο άνθρωπος αυτός, που έδειξε τόσο μεγάλη πίστη, είναι εθνικός, ειδωλολάτρης. Είναι "ξένος των διαθηκών της επαγγελίας" (Εφεσίους Β/2: 12). Ο Κύριος στρέφεται στο πλήθος που Τον ακολουθεί, τον επαινεί δημόσια και τον προβάλει ως παράδειγμα πίστεως στους Ιουδαίους. Αναγνωρίζει δημόσια την πίστη αυτού του ανθρώπου, για να προβληματίσει τους Ιουδαίου και να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους. Ταυτόχρονα ο Κύριος, όπως έχει κάνει και άλλες φορές, προειδοποιεί τους Ιουδαίους να μην επαναπαύονται στην καταγωγή τους και να μην εφησυχάζουν για τη σωτηρία τους λέγοντας ότι είναι "τέκνα του Αβραάμ" (Ιωάννης Η/8: 33). Αυτή η τόσο σοβαρή προειδοποίηση αφορά όλους μας. Αφού λάβαμε τη σωτηρία μας, να μην επαναπαυόμαστε σ' αυτήν. Ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει: "... μετά φόβου και τρόμου εργάζεσθε την εαυτών σωτηρίαν" (Φιλιππησίους Β/2: 12).
         Συμπέρασμα:
        Ένας εθνικός με ελάχιστη γνώση για το Θεό πίστεψε ότι ο Ιησούς είχε την απόλυτη εξουσία από το Θεό πάνω στις δυνάμεις του σύμπαντος, όπως ακριβώς αυτός είχε στους στρατιώτες του. Μ' αυτό το πνεύμα ταπεινώθηκε ενώπιόν Του και Του ζήτησε να θεραπεύσει το δούλο του. Εμείς σήμερα με πολύ περισσότερο φως, καθώς έχουμε το Λόγο Του, θα έπρεπε να έχουμε πολύ μεγαλύτερη πίστη και περισσότερο ταπεινό πνεύμα. Αυτό περιμένει ο Κύριος, για να μπει στο σπίτι μας, για να καταλάβει τα βάθη της καρδιάς μας, για να κάνει θαυμάσια μέσα στη ζωή μας. Αλήθεια πόσοι μπορούμε να Τον εμπιστευθούμε στις δυσκολίες μας. Πόσοι μπορούμε ν' αποδείξουμε την εμπιστοσύνη μας ελπίζοντας σ' Εκείνον; Γιατί λυγίζουμε μπροστά στις δυσκολίες και χάνουμε την ελπίδα μας, ενώ ο Κύριος είναι μαζί μας, είναι δίπλα μας, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του (Ματθαίος ΚΗ/28: 20) και νοιάζεται για μας; 
     Σύμφωνα με τον συγγραφέας της επιστολής "προς Εβραίους" (κεφ. ΙΓ/13, εδ. 8) "ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός χθες και σήμερον και εις τους αιώνας". Επομένως όχι μόνον τότε με τον συγκεκριμένο εκατόνταρχοί, αλλά και πάντοτε, όταν θα βρίσκει την πίστη στην καρδιά κάποιου ανθρώπου, θα θαυματουργεί, θα ενεργεί κατά τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο. ---

Προειδοπο