Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΔΑΒΙΔ - ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

       Ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη. 

       Δαβίδ -- Αβεσσαλώμ.

       βιβλίο "Β΄ Σαμουήλ" κεφ. ΙΓ/13.

       Ο Αβεσσαλώμ ήταν γιός του Δαβίδ και της Μαακά, ενώ ο Αμνών ήταν γιός του από την Αχινοάμ και επομένως τα δύο αυτά άτομα ήταν ετεροθαλή αδέλφια. Ο Αμνών αγάπησε πάρα πολύ την Ταμάρ, η οποία ήταν αδελφή του Αβεσσαλώμ (από την ίδια μάνα) και δική του ετεροθαλής αδελφή. Όμως δεν μπορούσε να βρει τρόπο να την πλησιάσει εξαιτίας της περιορισμένης ζωής της και της αγνότητάς της. Τότε ο Ιωαναδάβ, ανιψιός του Δαβίδ, του πρότεινε τη λύση. Ο Αμνών προσποιήθηκε τον άρρωστο, την παγίδεψε στο δωμάτιό του, δήθεν για να τον φροντίσει και εκεί τη βίασε. 
     Μετά από την ενέργεια αυτή τη μίσησε τρομερά. Το μίσος του γι’ αυτήν ήταν μεγαλύτερο απ’ τον έρωτά του. Προσπάθησε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν, αλλά εκείνη δεν έφευγε. Έτσι έβαλε να τη διώξουν με τη βία με την ελπίδα ότι με την πάροδο του χρόνου θα ξεχνιόταν το γεγονός. Εκείνη ντύθηκε πένθιμα, πράγμα που έκανε τον Αβεσσαλώμ να τη ρωτήσει τι είχε συμβεί. 
       Ο Αβεσσαλώμ παρηγόρησε την Ταμάρ και προσπάθησε να την πείσει ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Όμως είχε εξοργιστεί πολύ και μέσα του κατάστρωνε ένα σχέδιο για να εκδικηθεί τον Αμνών. Ατιμασμένη και αφού κανείς δεν ήθελε πια να την παντρευτεί, αν και η ίδια δεν είχε φταίξει σε τίποτα, η Ταμάρ έμεινε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ ως χήρα. 
     Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, όμως δεν τιμώρησε τον Αμνών, όπως θα έπρεπε, πολύ πιθανόν, γιατί η δική του εκ προθέσεως αμαρτία ήταν ακόμα μεγαλύτερη και πολύ πρόσφατη, ώστε να τη θυμούνται όλοι (Β΄ Σαμουήλ ΙΑ/11: 13). Η αμαρτία δεσμεύει τον άνθρωπο, του στερεί την ηθική ελευθερία, την ελευθερία του λόγου και της καλής μαρτυρίας. Στη χαλαρή αντιμετώπιση της κατάστασης από την πλευρά του Δαβίδ ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ο Αμνών ήταν πρωτότοκος γιος του (Α΄ Χρονικών Γ/3: 1) και επομένως φυσικός διάδοχός του στο θρόνο. 
    Ο Αβεσσαλώμ υπομονετικά περίμενε τη στιγμή της εκδίκησης, η οποία ήρθε μετά από δύο ολόκληρα χρόνια. Τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής: Όπως ήταν συνήθεια στην περιοχή της Βαιθήλ, την εποχή που κούρευαν τα πρόβατα οργανώθηκε μια μεγάλη γιορτή. Στη γιορτή αυτή ο Αβεσσαλώμ κάλεσε τον πατέρα του Δαβίδ και όλα τα αδέρφια του (ετεροθαλή και μη), μέσα στους οποίους ήταν και ο Αμνών, που ήταν και ο μεγαλύτερος γιος και θα αντιπροσώπευε και τον πατέρα του, ο οποίος τελικά δε θα συμμετείχε. Πάνω στη γιορτή έδωσε το σύνθημα ο Αβεσσαλώμ στους υπηρέτες του και σκότωσαν τον Αμνών. Οι υπόλοιποι πρίγκιπες έφυγαν πανικόβλητοι για την Ιερουσαλήμ. 
      Εν τω μεταξύ έφτασε στο Δαβίδ μια τραγική είδηση ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του. Ο Δαβίδ για άλλη μια φορά βυθίστηκε στο πένθος. Στη συνέχεια όμως ο Ιωναδάβ διόρθωσε τη λανθασμένη πληροφορία λέγοντας ότι μόνον ο Αμνών ήταν νεκρός και ότι ο Αβεσσαλώμ είχε καταστρώσει σχέδιο για το θάνατό του από την ημέρα που είχε βιάσει την Ταμάρ. Λίγο αργότερα έφτασαν οι γιοί του Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ με θρήνο επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Ιωναδάβ ότι εκείνοι ήταν ζωντανοί. 
     Ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στη Γεσούρ της Συρίας, όπου είχε ζήσει η μητέρα του και βασιλιάς ήταν ο παππούς του ο Ταλμαϊ από τη μεριά της μητέρας του. Ο Αβεσσαλώμ έζησε στη Γεσούρ τρία χρόνια. Ο Αμνών ήταν μεγαλύτερος από τον Αβεσσαλώμ και μέχρι το θάνατό του ήταν ο δεύτερος στη σειρά για το θρόνο. Τώρα που ο Αμνών ήταν νεκρός ο Αβεσσαλώμ ονειρευόταν τον εαυτόν του στο θρόνο. Ο βασιλιάς Δαβίδ επιθύμησε να δει ξανά τον Αβεσσαλώμ, όταν η θλίψη του για το θάνατο του Αμνών είχε πια καταλαγιάσει με την πάροδο του χρόνου. 
       Ο Ιωάβ  κατάλαβε ότι ο βασιλιάς λαχταρούσε να φέρει τον Αβεσσαλώμ πίσω στην Ιερουσαλήμ. Ο λαός όμως ήξερε ότι ο Αβεσσαλώμ ήταν ένοχος για φόνο και έπρεπε να θανατωθεί. Ο φόβος λοιπόν της δημόσιας κατακραυγής εμπόδιζε το Δαβίδ να φέρει πίσω τον Αβεσσαλώμ. Έτσι ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ μια γυναίκα από την περιοχή Τεχωά (κοντά στη Βηθλεέμ), που η οικογενειακή της κατάσταση ήταν ανάλογη με αυτήν του Δαβίδ. Προσποιήθηκε στο βασιλιά βαθύ πένθος και του εξήγησε ότι ένας από τους γιους της σκότωσε τον άλλο. Οι συγγενείς της απαιτούσαν τώρα το θάνατο του μοναδικού της κληρονόμου, κάτι που θα εξάλειφε τελείως το οικογενειακό όνομα από τη χώρα. 
      Ο βασιλιάς της είπε αρχικά να γυρίσει σπίτι της και να περιμένει μια απάντηση με την ελπίδα πως ίσως θα έβρισκε τρόπο να απαλλάξει το φονιά. Εκείνη όμως ζητούσε άμεση απάντηση, για να παγιδεύσει το Δαβίδ με την ίδια του την απόφαση. Προσφέρθηκε να πάρει επάνω της κάθε ενοχή που θα μπορούσε να περικλείει η απόφασή του. Ο Δαβίδ έκανε μια γενικόλογη δήλωση υποσχόμενος σ’ αυτήν ασφάλεια. Εκείνη του ζήτησε απερίφραστα να της υποσχεθεί ότι κανείς δε θα σκοτώσει το γιο της. Με την υπόσχεση που της έδωσε όμως παγιδεύτηκε. Αν ο βασιλιάς μπορούσε να συγχωρήσει το δικό της γιο, γιατί δεν αποκαθιστούσε και το δικό του εξόριστο γιο τον Αβεσσαλώμ; Με την απόφασή του αυτή ο Δαβίδ έδειξε έλεος και ανέστειλε τη συνηθισμένη αιματηρή εκδίκηση (βεντέτα). Ο Δαβίδ παγιδεύτηκε στα δίκτυα της δικής του ηθικής σοφίας. Τώρα είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τον εξόριστο και φοβισμένο Αβεσσαλώμ παρέχοντας σ’ αυτόν προστασία. 
       Η γυναίκα θέλησε να τονίσει στο Δαβίδ ότι, όπως το νερό που χύνεται στη γη κανένας δεν μπορεί να το μαζέψει, έτσι είναι και ο θάνατος του Αμνών. Άλλωστε ούτε και ο Θεός, λέει προς το Δαβίδ, καταστρέφει αμέσως εκείνον που έφταιξε, αλλά μπορεί να βρει τρόπο με τον οποίο ο αμαρτωλός να συγχωρεθεί. Και αν ο Θεός ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν μπορεί να ενεργήσει ανάλογα και ο βασιλιάς; Ο βασιλιάς υποψιάστηκε ότι όλα αυτά ήταν πλεκτάνη και ότι την είχε "στήσει" ο Ιωάβ, πράγμα που παραδέχθηκε αβίαστα η γυναίκα. Ο Δαβίδ διέταξε τον Ιωάβ να φέρει τον Αβεσσσαλώμ πίσω στην Ιερουσαλήμ, παρά το γεγονός ότι ο Αβεσσαλώμ παρέμενε αμετανόητος. Αυτό ήταν εντελώς άδικο από την πλευρά του Δαβίδ και έμελλε να του κοστίσει πολύ ακριβά. 
     Δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε ο Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ χωρίς να του επιτραπεί να δει τον πατέρα του. Μετά από τα δύο χρόνια προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Ιωάβ, για να του ζητήσει την άδεια να δει το βασιλιά. Ο Ιωάβ αρνήθηκε δύο φορές να πάει να τον συναντήσει και γι’ αυτό ο Αβεσσαλώμ διέταξε να κάψουν το χωράφι του στο οποίο καλλιεργούσε κριθάρι. Στη συνέχεια το αίτημα του Αβεσσαλώμ για συνάντηση με τον πατέρα του έγινε δεκτό και έτσι πατέρας και γιος ξανασυναντήθηκαν. Είχαν περάσει επτά χρόνια από το βιασμό της Ταμάρ και πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Αμνών. Ο Αβεσσαλώμ είχε πέντε χρόνια να δει τον πατέρα του. Αν και ο Δαβίδ τον είχε συγχωρήσει και τον είχε φέρει πίσω στην Ιερουσαλήμ, αντί να τον θανατώσει, αρνιόταν να ξεχάσει τι είχε συμβεί. Όταν όμως συναντήθηκαν τελικά οι δύο άνδρες, ο Αβεσσαλώμ βρήκε την τέλεια συγχώρηση από τον πατέρα του. 
       Ο Αβεσσαλώμ όμως παρέμενε αμετανόητος και εκμεταλλευόμενος τη συγχώρηση και την αγάπη του πατέρα του ξεκίνησε μια ανταρσία εναντίον του ίδιου του του πατέρα (κεφ. 15-18). Ο Δαβίδ χάρισε τη ζωή στο γιο του, έδειξε αγάπη και έλεος, όμως εκείνος ως αντάλλαγμα κατάστρωνε σχέδια για την εξόντωση του πατέρα του, προκειμένου αυτός ως νόμιμος κληρονόμος να λάβει τη βασιλεία. Έτσι πλέον ο Αβεσσαλώμ κυκλοφορούσε με εντυπωσιακή συνοδεία και πήγαινε με περίσσιο θράσος στην πύλη της πόλης όπου μιλούσε και ενεργούσε σαν να ήταν αυτός ο μόνος άνθρωπος στο λαό Ισραήλ που ενδιαφερόταν για το καλό του λαού του. Κατηγορούσε τον πατέρα του ότι ήταν ανίκανος να κυβερνήσει το λαό και ότι, αν ήταν αυτός βασιλιάς, οι πολίτες θα διοικούνταν καλύτερα και θα έβρισκαν το δίκιο τους. Ο Αβεσσαλώμ ήταν ψηλός, δυνατός και είχε μια φυσική ομορφιά, είχε μακριά μαλλιά και όλο αυτό το παρουσιαστικό του λαμπρού νέου έκλεβε τις καρδιές των ανθρώπων. Πριν από μερικά χρόνια με παρόμοια κριτήρια την καρδιά του λαού είχε κλέψει ένας άλλος νέος που άκουγε στο όνομα Σαούλ, γιος του Κις και που έμελλε να γίνει ο πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ «δεν υπήρχε μεταξύ των υιών Ισραήλ άνθρωπος ώραιότερος αυτού, από των ώμων αυτού και επάνω εξείχεν υπέρ παντός του λαού». (Α΄ Σαμουήλ Θ/9: 2). 
       Μετά από τέσσερα χρόνια ο Αβεσσαλώμ πήρε την άδεια να πάει στη Χεβρών, για να εκπληρώσει δήθεν ένα τάμα που είχε κάνει όσο ήταν στην εξορία. Η Χεβρών, που ήταν η γενέτειρά του, είχε δυσαρεστηθεί, επειδή ο Δαβίδ είχε μετακινήσει την πρωτεύουσα από εκεί στην Ιερουσαλήμ. Οι διακόσιοι άνδρες που συνόδευαν τον Αβεσσαλώμ ήξεραν ότι ο πραγματικός του σκοπός ήταν να ανακοινώσει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με βασιλιά τον ίδιο. 
      Ο Αχιτόφελ, ένας από τους συμβούλους του Δαβίδ, λιποτάκτησε και πήγε με την πλευρά του Αβεσσαλώμ, αλλά και πολλοί από το λαό ενώθηκαν με τον Αβεσσαλώμ στη συνωμοσία του, για να ανατρέψει το βασιλιά πατέρα του. Ο Δαβίδ μαθαίνοντας τα νέα σκέφτηκε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την Ιερουσαλήμ, γιατί η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Μάζεψε λοιπόν όλη την οικογένειά του και βγήκαν από την πόλη. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το ανάκτορο. Η παλλακεία, ήταν θεσμός που ίσχυε παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Πέρασαν λοιπόν το χείμαρρο των Κέδρων, ανατολικά της Ιερουσαλήμ και κατευθύνθηκαν προς την κοιλάδα του Ιορδάνη. Χίλια χρόνια αργότερα ο "Υιός Δαβίδ" ο Ιησούς Χριστός, θα ακολουθούσε τα ίδια βήματα όντας και ο ίδιος ένας καταφρονημένος Βασιλιάς (Ιωάννης ΙΗ/18: 1). Ο Δαβίδ πέρασε το χείμαρρο των Κέδρων προσπαθώντας να σώσει τη ζωή του. Ο Χριστός πέρασε την κοιλάδα και προσευχήθηκε στη Γεθσημανή, καθώς πήγαινε, για να δώσει τη ζωή του λίτρο για πολλούς. (Μάρκος Ι/10: 45). 
       Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, οι ιερείς, είχαν βγει κι αυτοί από την πόλη κουβαλώντας την κιβωτό με πρόθεση να ακολουθήσουν το Δαβίδ στην εξορία. Όμως ο βασιλιάς τους είπε να γυρίσουν πίσω, έχοντας την ελπίδα ότι κάποια στιγμή και αυτός θα γύριζε. Έτσι αφού έφτασε στη δυτική όχθη του Ιορδάνη, θα περίμενε ειδήσεις απ’ αυτούς σχετικά με τις εξελίξεις όσον αφορά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ. Αντί ο Δαβίδ να νιώσει πικρία για την αναγκαστική εξορία και για την όλη στάση του γιου του, δέχτηκε ταπεινά αυτά που είχε επιτρέψει ο Θεός στη ζωή του. Εκείνη την εποχή έγραψε και τον "ψαλμό" Γ/3, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του ψαλμού. Στον ψαλμό αυτό βλέπουμε ότι η εμπιστοσύνη του Δαβίδ στον Κύριο μένει αταλάντευτη παρά την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει πάνω του. 
    Ο Δαβίδ με τους πιστούς του ακολούθους ανέβαινε το όρος των Ελαιών κλαίγοντας και προσευχόταν να ενεργήσει ο Θεός, ώστε οι συμβουλές του Αχιτόφελ να φανούν ανόητες στα μάτια του Αβεσσαλώμ. Στην κορυφή του όρους των Ελαιών συνάντησε το βασιλιά ο Χουσαϊ ο Αρχίτης. Ο Δαβίδ του ζήτησε να γυρίσει στην Ιερουσαλήμ και να προσποιηθεί υποταγή στον Αβεσσαλώμ. Έτσι θα μπορούσε να εξουδετερώσει οποιαδήποτε συμβουλή θα έδινε ο έμπειρος Αχιτόφελ, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να μεταφέρει και οποιαδήποτε σοβαρή πληροφορία στο Σαδώκ και τον Αβιάθαρ τους, ιερείς οι οποίοι στη συνέχεια θα ενημέρωναν το Δαβίδ. Ο Χουσαϊ έφτασε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έφτανε και ο Αβεσσαλώμ, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση. 
     Μόλις ο Δαβίδ πέρασε την κορυφή του λόφου, τον συνάντησε ο Σιβά, υπηρέτης του Μεμφιβοσθέ, φέρνοντας μια τεράστια προμήθεια από τροφές και κρασί μαζί με δύο γαϊδούρια. Όταν τον ρώτησε ο Δαβίδ για το Μεμφιβοσθέ, εκείνος του είπε ψέματα, ότι ο Μεμφιβοσθέ είχε μείνει στην Ιερουσαλήμ με την ελπίδα ότι η βασιλεία θα επέστρεφε στην οικογένεια του Σαούλ και κατά συνέπεια σ’ αυτόν, που ήταν και ο επόμενος στη σειρά διαδοχής. Ο Δαβίδ πίστεψε στο ψέμα αυτό και διέταξε η περιουσία του Μεμφιβοσθέ να περάσει στα χέρια του Σιβά. 
     Στη Βαχουρείμ στο δρόμο για την Ιεριχώ ένας από τους απογόνους του Σαούλ που τον έλεγαν Σιμεϊ βγήκε και καταριόταν άγρια το Δαβίδ κατηγορώντας τον για τους φόνους που διέπραξε στην οικογένεια του Σαούλ. Ο Αβισάι, ένας από τους αξιωματούχους του Δαβίδ, ήθελε να σκοτώσει τον Σιμεϊ επιτόπου, αλλά ο βασιλιάς δεν τον άφησε. Έλεγε μάλιστα πως ίσως ο Κύριος να του είχε πει να τον καταραστεί. Επισήμανε επίσης ότι ένα μέλος της οικογένειας του Σαούλ είχε πολύ περισσότερους λόγους από τον ίδιο του το γιο, τον Αβεσσαλώμ, να ζητάει το θάνατό του. Ίσως ακόμα ο Δαβίδ να θυμήθηκε το θάνατο του Ουρία, για τον οποίο είχε συνεργήσει και να αντιλήφθηκε ότι οι κατηγορίες του Σιμεϊ δεν ήταν εντελώς αβάσιμες. Καθώς ο Δαβίδ και οι άντρες του προχωρούσαν προς τον Ιορδάνη, ο Σιμεϊ τους ακολουθούσε ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα. Τέλος έφτασαν στο ποτάμι και κει ξεκουράστηκαν. 
         Οι σύμβουλοι του Αβεσσαλώμ. 
     Γυρίζουμε τώρα πίσω στην Ιερουσαλήμ, όπου μόλις έχει φτάσει ο Αβεσσαλώμ. Ο Χουσάϊ δήλωσε την υποταγή του στον Αβεσσσαλώμ με μια δυνατή και έντονη επίδειξη. Στην αρχή ο σφετεριστής του θρόνου τον υποπτεύθηκε, αλλά στο τέλος τον αποδέχθηκε (κεφ. Σ/6: 20-23). Η πρώτη συμβουλή του Αχιτόφελ στον Αβεσσαλώμ ήταν ότι έπρεπε να πάει και να πλαγιάσει με τις δέκα παλλακίδες που είχε αφήσει ο Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ. Μια τέτοια πράξη επαίσχυντη θα ήταν μεγάλη προσβολή στο Δαβίδ, θα απέκλειε οποιαδήποτε συμφιλίωση και θα συνιστούσε άμεση απαίτηση του θρόνου. Ο Αβεσσαλώμ δέχτηκε τη συμβουλή και πήγε στο βασιλικό χαρέμι μπροστά σ’ όλους τους Ισραηλίτες, εκπληρώνοντας έτσι την προφητεία του Νάθαν (κεφ. ΙΒ/12: 11-12). Την εποχή εκείνη οι συμβουλές του Αχιτόφελ λαμβάνονταν σοβαρότατα υπόψη. Ο Αβεσσαλώμ τις ακολουθούσε τυφλά, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του. 
      Αφού πέτυχε στην πρώτη του συμβουλή ο Αχιτόφελ, συμβούλεψε κατόπιν τον Αβεσσαλώμ να του δώσει την άδεια να επιστρατεύσει δώδεκα χιλιάδες άντρες, να προλάβει το Δαβίδ, να τον σκοτώσει εκεί που δεν το περιμένει και να οδηγήσει αυτούς που τον ακολουθούσαν κοντά του. Ο Αβεσσαλώμ ευχαριστήθηκε, σκέφτηκε όμως να καλέσει και τον Χουσαϊ, για να ακούσει και τη δική του συμβουλή. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε ο Χουσαϊ. Είπε στον Αβεσσαλώμ ότι η δεύτερη συμβουλή του Αχιτόφελ δεν ήταν καλή. Στο κάτω – κάτω ο Δαβίδ και οι άντρες του ήταν εξοργισμένοι από την εξέγερση και θα πολεμούσαν άγρια. Και ο Δαβίδ ήταν αρκετά ευφυής, ώστε να μη διανυκτερεύσει στον ίδιο χώρο μαζί με το στρατό του. Σίγουρα όμως θα είχε κρυφτεί σε κάποια σπηλιά. Αν ο Αχιτόφελ δεν πετύχαινε τον σκοπό του με την πρώτη επίθεση, θα  δημιουργείτο πανικός σ’ όλο το έθνος και όλη η επιχείρηση του Αβεσσαλώμ θα πήγαινε χαμένη. 
       Ο Χουσάϊ είχε ένα εναλλακτικό σχέδιο, που φαινομενικά φανέρωνε υποταγή στον Αβεσσαλώμ, στην πραγματικότητα όμως είχε την πρόθεση να κερδίσει χρόνο, για να μπορέσει να ξεφύγει ο Δαβίδ και παράλληλα υπήρχε η πιθανότητα να σκοτωθεί ο Αβεσσαλώμ. Πρότεινε λοιπόν γενική κινητοποίηση όλων των στρατευμάτων του Ισραήλ, τους οποίους θα οδηγούσε ο Αβεσσαλώμ. Ένας τέτοιος στρατός θα ήταν αήττητος. Ο Δαβίδ θα υφίστατο την επίθεση χωρίς να μπορεί να ξεφύγει. Ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε ότι το σχέδιο του Χουσαϊ ήταν καλύτερο και απέρριψε το σχέδιο του Αχιτόφελ, πράγμα για το οποίο είχε προσευχηθεί ο Δαβίδ. «και απήγγειλαν προς τον Δαβίδ, λέγοντες, Ο Αχιτόφελ είναι μεταξύ των συνωμοτών μετά του Αβεσσαλώμ. Και είπεν ο Δαβίδ, Κύριε, δέομαί σου, διασκέδασον την βουλήν του Αχιτόφελ» (Β΄ Σαμουήλ ΙΕ/15: 31. Κάνε Κύριε να μην τον λάβουν σοβαρά τον Αχιτόφελ.
       Ο Χουσαϊ ειδοποίησε αμέσως τον Σαδώ και τον Αβιάθαρ, τους ιερείς, και τους έδωσε οδηγίες να ειδοποιήσουν το Δαβίδ να περάσει τον Ιορδάνη και να φύγει σε μέρος ασφαλές. Οι ιερείς έστειλαν το μήνυμα με μια υπηρέτρια στους γιους του που περίμεναν στην πηγή Ρωγήλ έξω από την πόλη.
      Ένας νεαρός είδε αυτή τη μυστική συνάντηση και πρόδωσε τους κατασκόπους στον Αβεσσαλώμ. Έτσι οι δύο γιοί των Ιερέων, ο Ιωάνθαν και ο Αχιμάας, κρύφτηκαν σ’ ένα πηγάδι στη Βαχουρείμ μέχρι να περάσουν οι ομάδες καταδίωξης. Έπειτα έφυγαν και έφεραν τα νέα στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ και όσοι ήταν μαζί του πέρασαν τον Ιορδάνη κι έτσι είχαν αυτό το φυσικό εμπόδιο ανάμεσα στις δικές του δυνάμεις και σ’ αυτές του Αβεσσαλώμ. Στη συνέχεια προχώρησαν μέχρι τη Μαχαναϊμ, μια πόλη στην περιοχή της Γαλαάδ. 
     Ο Αχιτόφελ απελπίστηκε, γιατί η συμβουλή του απορρίφθηκε και επειδή αντιλαμβανόταν ότι ο Δαβίδ θα νικούσε, γύρισε στο σπίτι του, τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του και κρεμάστηκε. Τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο ο Αχιτόφελ ήταν ο «τύπος» του Ιούδα του Ισκαριώτη. 
       Ο θάνατος του Αβεσσαλώμ και ο θρήνος του Δαβίδ. 
     Ο Αβεσσαλώμ καταδίωξε τον πατέρα του πέρα από τον Ιορδάνη στη Γαλαάδ, έχοντας ορίσει τον Αμασά αρχιστράτηγο των δυνάμεών του. Ο πατέρας του Αμασά ήταν Ισμαηλίτης (Άραβας) ως προς την καταγωγή (Α΄ Χρονικών Β/2: 17), αλλά Ισραηλίτης ως προς το Θεό που λάτρευε. Ήταν ανιψιός του Δαβίδ και πρώτος ξάδερφος του Ιωάβ. 
       Ο Δαβίδ χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη με στρατηγούς τον Ιωάβ, τον Αβισάι και τον Ιτταϊ. Ο βασιλιάς ήθελε να συμμετάσχει και αυτός στην επικείμενη μάχη, ο στρατός όμως τον έπεισε να μείνει στην πόλη και αν χρειαστεί, να στείλει βοήθεια. Καθώς ο στρατός ξεκινούσε για τη μάχη, ο Δαβίδ έδωσε δημόσια εντολή στους στρατηγούς του να μην κάνουν κακό στον Αβεσσαλώμ για χάρη του. «και προσέταξεν ο βασιλεύς εις τον Ιωάβ και εις τον Αβισαί και εις τον Ιτταΐ, λέγων, Σώσατέ μοι τον νέον, τον Αβεσσαλώμ» (εδ. 5). 
    Η αποφασιστική μάχη έγινε στο δάσος του Εφραϊμ, ανατολικά του Ιορδάνη και κοντά στη Μαχαναϊμ. Ο στρατός του Αβεσσαλώμ είχε είκοσι χιλιάδες νεκρούς εκείνη την ημέρα, που ήταν κυρίως αποτέλεσμα του πυκνού δάσους στο οποίο παγιδεύτηκαν οι στρατιώτες. Ο στρατός του Δαβίδ νίκησε. Καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει ο Αβεσσαλώμ μέσα από το δάσος, τα μαλλιά του πιάστηκαν στα κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμάστηκε στον αέρα, καθώς το άλογο έφυγε από κάτω του. Αποτελεί ειρωνεία ότι τα πλούσια μακριά μαλλιά για τα οποία ο Αβεσσαλώμ ήταν τόσο περήφανος, καθώς του έδιναν μια ιδιαίτερη ομορφιά, έγιναν το μέσον της πτώσης του. 
      Όταν ο Ιωάβ έμαθε τα νέα για τη κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Αβεσσαλώμ, επιτίμησε τον αγγελιοφόρο λέγοντάς του ότι, αφού τον είδε, γιατί δεν τον σκότωσε επί τόπου, μάλιστα συμπλήρωσε ότι, αν το είχε κάνει αυτό, θα του έδινε 10 σίκλους ασήμι και μια ζώνη. Η απάντηση του αγγελιοφόρου ήταν ότι κανένα χρηματικό ποσό δε θα τον έπειθε να παραβιάσει τις οδηγίες του βασιλιά. Τότε ο Ιωάβ του φώναξε: «Δεν έχω καιρό για χάσιμο μ’ εσένα». Πήρε τρία ακόντια στα χέρια του και πήγε και τα βύθισε στην καρδιά του Αβεσσλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός κρεμασμένος στη βελανιδιά. Στη συνέχεια άφησε δέκα οπλοφόρος του να δώσουν τη χαριστική βολή. Όλα αυτά ήταν αντίθετα με τη διαταγή του βασιλιά, ήταν όμως για το καλό της βασιλείας. Ο Δαβίδ συστηματικά αρνιόταν να τιμωρήσει τους γιους του για τα εγκλήματά τους κι έτσι ο κλήρος έπεφτε σε κάποιον άλλο. Μια παροιμία λέει: «Το παιδί σου, αν δεν το μαλώσεις εσύ, θα το μαλώσει ο ξένος». Κατά τον ίδιο τρόπο ενεργούσε και ο ιερέας Ηλεί απέναντι στα παιδιά του, που ασελγούσαν με γυναίκες και βεβήλωναν την κιβωτό του Κυρίου. Ο Θεός επέτρεψε την τιμωρία του για τη συμπεριφορά του αυτή (Α΄ Σαμουήλ Δ/4: 18). 
     Μετά από τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα ο Ιωάβ σήμανε το τέλος της μάχης, αφού ο κύριος σκοπός είχε επιτευχθεί. Το σώμα του Αβεσσαλώμ το έριξαν σ’ ένα λάκκο και το σκέπασαν με ένα μεγάλο σωρό από λιθάρια. Αυτό το έκαναν επίτηδες σε αντίθεση με το μνημείο που είχε στήσει ο ίδιος για τον εαυτό του στην Κοιλάδα του Βασιλιά κοντά στην Ιερουσαλήμ με σκοπό να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Ο Αβεσσαλώμ είχε τρεις γιούς (ΙΔ/14: 27), αλλά πρέπει να πέθαναν νωρίς αφήνοντάς τον χωρίς κληρονόμους. 
     Ο Αχιμάας ήθελε να προλάβει τα νέα στο Δαβίδ, αλλά ο Ιωάβ συναισθανόμενος την ενοχή του δεν ήθελε. Φαίνεται ότι ο Αχιμάας είχε τη φήμη ότι φέρνει καλά νέα, όμως τούτα τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά για το βασιλιά, καθώς αφορούσαν το θάνατο του γιου του. Έτσι ο Ιωάβ έστειλε κάποιον Αιθίοπα δούλο που ονομαζόταν Χουσί να φέρει τα νέα στο βασιλιά. Όμως ο Αχιμάας έπεισε τον Ιωάβ να τον αφήσει να πάει κι αυτός, για να αναγγείλει τα νέα και μάλιστα κατάφερε να προσπεράσει τον Χουσί, γιατί ακολούθησε έναν πιο σύντομο δρόμο. 
      Ο Δαβίδ περίμενε με αγωνία τα νέα από τη μάχη. Ο φρουρός ανέφερε ότι πλησιάζει ένας δρομέας και ακολουθούσε και ένας άλλος. Όταν ο Δαβίδ άκουσε ότι ο πρώτος ήταν ο Αχιμάας, προετοιμάστηκε ν’ ακούσει καλά νέα, επειδή πάντα ο Αχιμάας έφερνε καλές ειδήσεις. Όταν πλησίασε, ανήγγειλε με επισημότητα ότι ο Κύριος είχε πατάξει τους επαναστάτες. Όταν όμως ο Δαβίδ ρώτησε για τον Αβεσσαλώμ, ο Αχιμάας έχασε το θάρρος και έδωσε μια αόριστη απάντηση, ότι δήθεν είδε μεγάλη αναστάτωση αλλά δεν ήξερε τις λεπτομέρειες (κεφ. ΙΗ/18: 31-33.
      Στο μεταξύ είχε φτάσει και ο Χουσί. Αυτός ανήγγειλε ότι οι εχθροί του Δαβίδ είχαν νικηθεί. Η αναπόφευκτη ερώτηση του βασιλιά για τον Αβεσσαλώμ έφερε την ψυχρή απάντηση ότι όλοι οι εχθροί του Δαβίδ έπρεπε να καταλήξουν σαν αυτόν τον νεαρό, δηλ. να πεθάνουν. 
32 Και είπεν ο βασιλεύς προς τον Χουσεί, Υγιαίνει ο νέος, ο Αβεσσαλώμ; Και απεκρίθη ο Χουσεί, είθε να γείνωσιν ως ο νέος εκείνος οι εχθροί του κυρίου μου του βασιλέως, και πάντες οι επανιστάμενοι επί σε διά κακόν. 
33 Και εταράχθη ο βασιλεύς και ανέβη εις το υπερώον της πύλης, και έκλαυσε και ενώ επορεύετο, έλεγεν ούτως: Υιέ μου Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ είθε να απέθνησκον εγώ αντί σου, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου. 
     Η αγάπη του πατέρα, η αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό και αποστάτη άνθρωπο. Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες θλίψεις της ζωής του Δαβίδ και είναι αμφίβολο αν συγχώρησε ποτέ τον Ιωάβ γι’ αυτό που έκανε, να σκοτώσει τον Αβεσσαλώμ. Πόσοι άνθρωποι προσπαθούν να συνετίσουν τα παιδιά τους και θλίβονται για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, μέσα στα ναρκωτικά, τον υπόκοσμο….. μέσα στην κατάσταση της ανταρσίας και της ανυπακοής. 
     «υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ….». Τόσο μεγάλη ήταν η θλίψη του βασιλιά, ώστε οι στρατιώτες ένιωθαν ντροπή και ενοχές. Ενεργούσαν σαν να ήταν αυτοί τα θύματα και όχι οι νικητές. Ο Ιωάβ δυσανασχέτησε μ’ όλα αυτά και επέπληξε σκληρά το βασιλιά. Παραπονέθηκε ότι ο Δαβίδ έμοιαζε να νοιάζεται περισσότερο για τους εχθρούς του και όχι για τους στρατιώτες του και ότι ήταν αγνώμων σ’ εκείνους που του έσωσαν τη ζωή. Μάλιστα τον προειδοποίησε ότι αν ο Δαβίδ δεν έδειχνε αμέσως ένα ευγενικό ενδιαφέρον για τους δικούς του, αυτοί θα τον εγκατέλειπαν την ίδια εκείνη νύκτα. Ο Δαβίδ συμμορφώθηκε και πήρε θέση στην πύλη της πόλης συνομιλώντας με το στρατό του. 
        Η επιστροφή του Δαβίδ από την εξορία. 
     Στο μεταξύ στη χώρα επικρατούσε μεγάλη σύγχυση. Όλες οι φυλές του Ισραήλ ήταν σε διένεξη μεταξύ τους. Ο βασιλιάς Δαβίδ που τους έσωσε από τους Φιλισταίους ήταν στην εξορία και ο Αβεσσαλώμ ο αυτόκλητος βασιλιάς τους ήταν νεκρός. Έτσι άρχισε ένα κίνημα για την αποκατάσταση του Δαβίδ στο θρόνο. Η ερώτηση: «γιατί καθυστερείτε να ξαναφέρετε το βασιλιά στο ανάκτορό του;» είναι η πλέον κατάλληλη να ειπωθεί και για κάθε «κοιμώμενη» εκκλησία στις ημέρες μας.
     Όταν άκουσε ο Δαβίδ ότι οι δέκα φυλές του Ισραήλ συζητούσαν για την αποκατάστασή του στο θρόνο, έστειλε δύο ιερείς στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα να ρωτήσουν γιατί αυτοί που ήταν σάρκα και αίμα του είχαν μείνει οι τελευταίοι που ήθελαν να τον  έφερναν και πάλι σαν βασιλιά. Η φυλή Ιούδα είχε υποστηρίξει έντονα τον Αβεσσαλώμ στην εξέγερση και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επικρατούσε ακόμη κάποια δυσαρέσκεια και κάποιος φόβος. Ο Δαβίδ αποφάσισε να μετακινήσει και τον Ιωάβ από τη θέση του αρχιστράτηγου (πιθανόν επειδή είχε σκοτώσει τον Αβεσσαλώμ) και να διορίσει στη θέση του τον Αμασά, που ήταν ανιψιός του Δαβίδ και ο οποίος μόλις πριν λίγο καιρό ήταν αρχιστράτηγος του Αβεσσαλώμ. Οι άλλες φυλές μπορεί να πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο ο Δαβίδ τιμωρούσε την υποταγή και αντάμειβε την ανταρσία, μια συμπεριφορά που μόνο πολιτική σταθερότητα δεν μπορούσε να φέρει. Οι κινήσεις αυτές όμως λύγισαν την καρδιά όλων των αντρών της φυλής Ιούδα και επέστρεψαν με το μέρος του Δαβίδ. «και έκλινε την καρδίαν πάντων των ανδρών Ιούδα ως ενός ανθρώπου και απέστειλαν προς τον βασιλέα, λέγοντες, Επίστρεψον συ και πάντες οι δούλοί σου». (εδ.14). 
    Ο Σιμεϊ, που στο παρελθόν είχε καταραστεί το Δαβίδ, και ο Σιβά, που είχε συκοφαντήσει το Μεμφιβοσθέ, έτρεξαν στον Ιορδάνη να προϋπαντήσουν το βασιλιά που επέστρεφε. Η πρόθυμη απολογία του Σιμεϊ ήταν μάλλον ψεύτικη, γιατί αυτό που επιδίωκε ήταν να γλιτώσει την τιμωρία τώρα που ο Δαβίδ ήταν πάλι στην εξουσία. Στον ενθουσιασμό της στιγμής ο Δαβίδ απέρριψε την επιθυμία του Αβισάι να σκοτώσει τον Σιμεϊ, του έδωσε μάλιστα και αμνησία. Ο Δαβίδ όμως δεν ξέχασε τις κατάρες του Σιμεϊ. Πολύ αργότερα έδωσε εντολή στο Σολομώντα να αντιμετωπίσει σκληρά τον αθυρόστομο Βενιαμίνιτη (Α΄ Βασιλέων Β/2: 8,9). 
       Ο ανάπηρος Μεμφιβοσθέ ήρθε και αυτός να προϋπαντήσει το βασιλιά. Ήταν φανερό από την εμφάνισή του ότι από την πρώτη μέρα είχε θρηνήσει για την εξορία του Δαβίδ. Ήταν αληθινά πιστός στο βασιλιά παρά τις συκοφαντίες του Σεβά εναντίον του. Ο Βασιλιάς του μίλησε μάλλον σκληρά, επειδή δεν τον είχε ακολουθήσει στην εξορία. Ο Μεμφιβοσθέ του εξήγησε ότι είχε ζητήσει από το Σεβά να σαμαρώσει ένα γαϊδούρι, αλλά ο Σεβά δεν το έκανε και ο Μεμφιβοσθέ έμεινε αβοήθητος, αφού ήταν ανάπηρος. Είπε ξεκάθαρα ότι ο Σεβά τον συκοφάντησε, αλλά δεν τον ένοιαζε η αδικία τώρα που ο βασιλιάς είχε επιστρέψει. Όταν ο Δαβίδ, μάλλον άδικα, αποφάσισε ότι ο Σεβά και ο Μεμφιβοσθέ θα μοιραστούν τα χωράφια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κατείχε ο Μεμφιβοσθέ, ο ανάπηρος γιος του Ιωνάθαν αποκάλυψε την πραγματική πιστότητα της καρδιά του: «Ας τα πάρει όλα ο Σιβά! Φτάνει εσύ, κύριέ μου βασιλιά, να γυρίσεις στο ανάκτορό σου σώος και αβλαβής!». Τι μεγαλείο ψυχής από τούτον τον ανάπηρο, το σακατεμένο άνθρωπο! 

       "Η ιστορία του Μεμφιβοσθέ έχει δημοσιευτεί στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com στις 23-01-2016"

      Τώρα πια έχει σχηματιστεί μια μεγάλη πομπή. Όλος ο στρατός του Ιούδα και ο μισός στρατός από τις άλλες φυλές συνοδεύουν το βασιλιά πίσω στην Ιερουσαλήμ μέσα σ’ ένα κλίμα πανηγυρικό. Έτσι επέστρεψε ο Δαβίδ και συνέχιζε να κυβερνάει τον Ισραήλ. 
       Ο Δαβίδ πέθανε σε ηλικία 70 ετών, αφού στο θρόνο του εγκατέστησε τον υιό του το Σολομώντα. στο βιβλίο "Α' Βασιλέων" (Β/2: 11) διαβάζουμε: "Και αι ημέραι ας εβασίλευσεν Δαβίδ επί τον Ισραήλ, τεσσαράκοντα έτη εν Χεβρών εβασίλευσε επτά έτη και εν Ιερουσαλήμ τριάκοντα τρία έτη". Ο Δαβίδ υπήρξε ο ενδοξότερος και  πιο αγαπητός μεταξύ όλων των επιφανών φυσιογνωμιών της Π. Διαθήκης. Υπήρξε δε τόσος ο σεβασμός και τόσο το δέος προς το πρόσωπο του, ώστε το όνομα Δαβίδ δε δινόταν σε κανέναν πλέον. ---


Αβεσσαλώμ!

Αχ ! Αβεσσαλώμ,  Αβεσσαλώμ 
η ωραιότητα τού προσώπου σου, 
του κορμιού σου η τελειότητα, 
να 'ταν ωραιότητα τής καρδιάς σου,
της ψυχής σου κάλλος!

Φτωχέ Αβεσσαλώμ 
τι πλιότερο ζητούσες; 
Είχες 
το πιο καλό, 
το πιο μεγάλο,
πολύτιμο θησαυρό, 
την αγάπη τού Πατέρα, 
την καρδιά τού Βασιλιά 
που κτυπούσε για σένα!

Ζήτησες ν' ανέβεις 
απ' τον Θρόνο τού Πατέρα πιο ψηλά!
τη δόξα Του να λάβεις!
και δεν συλλογίστηκες Αβεσσαλώμ 
πως η μεγαλωσύνη Του
άγγιζε και σε,
πως  δόξα Του 
δική σου δόξα ήταν.

Και τόλμησες Αβεσσαλώμ 
- ω, παραφροσύνη ! -
και σήκωσες το τόξο σου
σε Ποιόν;
στον Πλάστη σου !
σημάδεψες 
Αυτόν ή τον εαυτόν σου ;
- ω, μωρία ! -

Τώρα μονάχος, κι απροστάτευτος, 
μακρυά απ' την Πατρική σκέπη, 
τα βέλη τού Εχθρού 
φαρμακερά και μανιασμένα, 
το 'να μετά τ' άλλο 
χύνουν σταλιά - σταλιά 
τη νιότη σου στο χώμα κάτω!

Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ 
είχες
το πιο μεγάλο
το πιο καλό κι ωραίο, 
είχες Πατέρα στοργικό, 
κι είχες την πλούσια ζωή,
κι όμως αρνήθηκες Αυτόν, 
κι έχασες την Ζωή !
τι τραγωδία φοβερή !
τι τέλος οδυνηρό !

Αλέξης Π. Καρέλης

        Σημείωση: Στο πρόσωπο τού Αβεσσαλώμ βλέπω μια ολόκληρη επαναστατημένη ανθρωπότητα, που στρέφεται αναίτια εναντίον του Θεού  - Πατέρα. 
Μια ανθρωπότητα που θεοποίησε τον εαυτόν της, που όμως μπροστά στην " οργή " τής  φύσης, τρέμει σαν το ψάρι που είναι έξω από τα νερά του.
Μια ανθρωπότητα ξεσηκωμένη από τον ανθρωποκτόνο Διάβολο ( Ιωάννης 8 : 44 ), που σκοπό ένα έχει, να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αιώνια απώλεια, ψυχή και σώματι!
Τι δυστυχία, τι δράμα να μη θέλει ο άνθρωπος να μάθει για την ανεκδιήγητη αγάπη τού Θεού ( Ιωάννης 3 : 16 ), για την Λύτρωση που προσφέρει, δια του Ιησού Χριστού ( Εφεσίους 1 : 7 ), και για τα ένδοξα, αιώνια σχέδιά Του, που έχει γι' αυτόν, να ζήσει αιώνια κοντά Του!
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου