Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Η  ΠΑΡΑΒΟΛΉ ΤΟΥ ΆΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΝΌΜΟΥ.

Ευαγγέλιον «κατά ΛΟΥΚΑΝ», κεφ. ΙΣ/16, εδ. 1 – 14.

1 Έλεγε δε και προς τους μαθητάς αυτού Ήτο άνθρωπός τις πλούσιος, όστις είχεν οικονόμον, και ούτος κατηγορήθη προς αυτόν ως διασκορπίζων τα υπάρχοντα αυτού. 
2 Και κράξας αυτόν, είπε προς αυτόν Τι είναι τούτο το οποίον ακούω περί σου; δος τον λογαριασμόν της οικονομίας σου διότι δεν θέλεις δυνηθή πλέον να ήσαι οικονόμος. 
3 Είπε δε καθ' εαυτόν ο οικονόμος Τι να κάμω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί απ' εμού την οικονομίαν; να σκάπτω δεν δύναμαι, να ζητώ εντρέπομαι 
4 ενόησα τι πρέπει να κάμω, διά να με δεχθώσιν εις τους οίκους αυτών, όταν αποβληθώ της οικονομίας. 
5 Και προσκαλέσας ένα έκαστον των χρεωφειλετών του κυρίου αυτού, είπε προς τον πρώτον Πόσον χρεωστείς εις τον κύριόν μου; 
6 Ο δε είπεν Εκατόν μέτρα ελαίου. Και είπε προς αυτόν Λάβε το έγγραφόν σου και καθήσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. 
7 Έπειτα είπε προς άλλον Συ δε πόσον χρεωστείς; Ο δε είπεν Εκατόν μόδια σίτου. Και λέγει προς αυτόν Λάβε το έγγραφόν σου και γράψον ογδοήκοντα. 
8 Και επήνεσεν ο κύριος τον άδικον οικονόμον, ότι φρονίμως έπραξε διότι οι υιοί του αιώνος τούτου είναι φρονιμώτεροι εις την εαυτών γενεάν παρά τους υιούς του φωτός. 
9 Και εγώ σας λέγω Κάμετε εις εαυτούς φίλους εκ του μαμωνά της αδικίας, διά να σας δεχθώσιν εις τας αιωνίους σκηνάς, όταν εκλείψητε. 
10 Ο εν τω ελαχίστω πιστός και εν τω πολλώ πιστός είναι, και ο εν τω ελαχίστω άδικος και εν τω πολλώ άδικος είναι. 
11 Εάν λοιπόν εις τον άδικον μαμωνά δεν εφάνητε πιστοί, τον αληθινόν πλούτον τις θέλει σας εμπιστευθή; 
12 Και εάν εις το ξένον δεν εφάνητε πιστοί, τις θέλει σας δώσει το ιδικόν σας; 
13 Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύη δύο κυρίους διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά. 
14 Ήκουον δε ταύτα πάντα και οι Φαρισαίοι, φιλάργυροι όντες, και περιεγέλων αυτόν. 

       ΣΧΟΛΙΑ: 
     Η παραβολή του "άδικου οικονόμου" είναι μια παραβολή που από πολλούς ανθρώπους έχει παρεξηγηθεί. Από την παραβολή αυτή πολλοί θέλησαν να αντλήσουν διδάγματα και να βγάλουν αυθαίρετα συμπεράσματα, κατηγορώντας τον Κύριο ότι επιδοκιμάζει την αδικία και ότι τάχα μας προτρέπει να ενεργούμε άδικα. Σαφέστατα ο σκοπός του Κυρίου δεν ήταν αυτός. Ερευνώντας καλύτερα την παραβολή θα διαπιστώσουμε τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ευσταθεί, αντίθετα μέσα σ’ αυτήν περικλείονται μεγάλες αλήθειες αναγκαίες για την πνευματική μας ζωή και πορεία. 
       «Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν οικονόμο». Ο πλούσιος της ιστορίας μας συμβολίζει το Θεό και οικονόμοι είμαστε όλοι εμείς οι άνθρωποι. Οικονόμος – διαχειριστής- είναι εκείνος που του έχουν εμπιστευτεί τη διαχείριση της περιούσιας ενός άλλου. Ο κάθε πιστός στο Θεό άνθρωπος είναι ένας διαχειριστής των πραγμάτων που ο Θεός του έχει εμπιστευτεί. Η σχέση μας με το Θεό συχνά μέσα από το Λόγο Του χαρακτηρίζεται και ως σχέση οικονόμου προς τον Κύριό του. Κάθε τι που έχουμε δεν είναι δικό μας, αλλά είμαστε προσωρινά εμπιστευμένοι με τη διαχείρισή του και μια μέρα θα δώσουμε λόγο γι’ αυτή τη διαχείριση. 
      Πολλές φορές εκείνα που μας ανάθεσε ο Κύριος να διαχειριστούμε νομίζουμε ότι είναι δικά μας, όπως λόγου χάριν, η υγεία μας, τα σπίτια μας, η περιουσία μας, ο μισθός μας και τονίζουμε το «εγώ» μας, αντί να ευχαριστούμε τον Κύριο που μας τα εμπιστεύτηκε. Σκεπτόμαστε πολλές φορές όπως ο Βασιλιάς της Βαβυλώνας ο Ναβουχοδονόσωρ όταν ήταν στο απόγειο της δόξας του. Ας προσέξουμε τα λόγια του. Ο άνθρωπος αυτός αντί να ευχαριστήσει το Θεό για όλα όσα του χάρισε, υμνεί το “εγώ” του και λέει: «ελάλησεν ο βασιλεύς και είπε, Δεν είναι αύτη η Βαβυλών η μεγάλη, την οποίαν εγώ ωκοδόμησα διά καθέδραν του βασιλείου με την ισχύν της δυνάμεώς μου και εις τιμήν της δόξης μου;» Η απάντηση του Θεού ήταν ακαριαία: «Ο λόγος ήτο έτι εν τω στόματι του βασιλέως και έγινε φωνή εξ ουρανού λέγουσα, Προς σε αναγγέλλεται, Ναβουχοδονόσορ βασιλεύ η βασιλεία παρήλθεν από σού και θέλεις εκδιωχθή εκ των ανθρώπων και μετά των θηρίων του αγρού θέλει είσθαι η κατοικία σου χόρτον ως οι βόες θέλεις τρώγει και επτά καιροί θέλουσι παρέλθει επί σε, εωσού γνωρίσης ότι ο Ύψιστος είναι Κύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και εις όντινα θέλει, δίδει αυτήν». Μια μέρα θα κληθούμε να απαντήσουμε και να λογοδοτήσουμε για το εάν και πόσο αυτή η διαχείρισή μας ήταν συνετή ή ασύνετη. Ο άνθρωπος που κρατάει όλα τα χαρίσματα που έχει από το Θεό για τον εαυτόν του και δεν τα μοιράζεται με άλλους, δεν είναι καλός οικονόμος. 
     «και ούτος διεβλήθη αυτώ ως διασκορπίζων τα υπάρχοντα αυτού». Ο διαχειριστής της ιστορίας μας κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε την περιουσία του αφεντικού του. Ποιοι είναι αυτοί που τον κατηγόρησαν; Ποιοι ήταν αυτοί που κατηγόρησαν στο Θεό τους Σοδομίτες και τους Γομμορίτες ότι προβαίνουν σε ασελγείς και άλλες ανήκουστες πράξεις; Ο Κύριος μας αποκαλύπτει: «Είπε δε Κύριος, Η κραυγή των Σοδόμων και των Γομόρρων επλήθυνε, και η αμαρτία αυτών βαρεία σφόδρα» (Γένεση ΙΗ/18: 20). Τα βλέπει όλα ο Κύριος, τα ξέρει όλα, η φωνή της αμαρτίας «βοά» και τα αποκαλύπτει όλα. 
    «τι ακούω για σένα». Ο άρχοντας είχε κάθε λόγο να πει: «Απολύεσαι κλέφτη, απατεώνα, καταχραστή της εμπιστοσύνης μου….» και να προσθέσει και πολλά άλλα «κοσμητικά» επίθετα. Αντί όλων αυτών, που για μας είναι η συνήθης πρακτική πολλές φορές, τον καλεί και του λέει: «τι ακούω για σένα;» Πόσο αγάπη και πόση Θεία φιλανθρωπία κρύβουν τούτα τα λόγια. Καθώς ο Ιούδας πλησιάζει και φιλάει τον Κύριο, με πολύ αγάπη ο Ιησούς του λέει: «Φίλε γιατί ήρθες» (Ματθαίος ΚΣ/26: 50). Η ίδια καρδιά, ο ίδιος Θεός που αγαπάει τον αμαρτωλό, αλλά μισεί την αμαρτία. Γνωρίζει τα πάντα ο άρχοντας και δεν τον ενδιαφέρει αν έχασε κάτι από την περιουσία του, άλλωστε «του Κυρίου είναι η γη και το πλήρωμα αυτής» (ψαλμός ΚΔ/24: 1), τον ενδιαφέρει ο «άδικος οικονόμος» να έρθει σε επίγνωση της κατάστασής του και να μεταμεληθεί για ότι έπραξε. «τι ακούω για σένα;» Αλήθεια, τι ακούει για μένα ο Θεός; 
      «Απόδωσε το λογαριασμό της διαχείρισής σου». Καθώς η κακή διαχείριση γίνεται γνωστή στον Κύριο της περιουσίας καλεί το δούλο του να δώσει απολογισμό της διαχείρισής του. Μια μέρα, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το ξέρουμε είτε όχι, είτε το σκεπτόμαστε είτε όχι, αργά ή γρήγορα στον ιδιοκτήτη, στο Δημιουργό των πάντων, θα δώσουμε λόγο για τη διαχείριση αυτών που μας έχει εμπιστευτεί. Η πορεία του πιστού ανθρώπου προς την πνευματική ζημιά ξεκινάει με την έναρξη της κακής διαχείρισης όλων εκείνων των οποίων ο Θεός του έχει εμπιστευτεί. Ο άνθρωπος που είναι πιστός θα πρέπει να ζητάει σοφία από το Θεό, ώστε να κάνει καλή διαχείριση όλων εκείνων που του έχει εμπιστευτεί. Αυτό ακριβώς μας τονίζει ο Λόγος του Θεού μέσα από την παραβολή των «μνών». (Λουκάς ΙΘ : 12-28). Όταν η γυναίκα του Πεντεφρή στην Αίγυπτο προκαλούσε τον Ιωσήφ να κοιμηθεί μαζί της, ο Ιωσήφ της απάντησε: "Ο άρχοντάς μου έχει τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη σε μένα ώστε δεν παρακολουθεί τίποτα και έχει αναθέσει τα πάντα στα χέρια μου και κανείς δεν είναι ανώτερός μου, εκτός από εσένα που είσαι γυναίκα του, πως λοιπόν εγώ θα πράξω την πονηρή αυτή πράξη και θα αμαρτήσω εναντίον του Θεού; «πως να πράξω τούτο το μέγα κακόν, και να αμαρτήσω εναντίον του Θεού;". (Γένεση ΛΘ/39: 9). Το Θεό υπολόγιζε, σ’ Αυτόν θα έδινε λόγο μια μέρα, για το πώς συμπεριφέρθηκε στη γυναίκα του κυρίου του. Όταν ο Δαβίδ κατάλαβε το μεγάλο αμάρτημα που είχε πράξει της «μοιχείας και της ηθικής αυτουργίας σε φόνο» (Β΄ Σαμουήλ ΙΑ), ήρθε μπροστά στο Θεό λέγοντας: «…εις σε, εις σε μόνον ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου έπραξα….» (Ψαλμός ΝΑ/51: 4). Ήξερε ότι σ’ Αυτόν θα έδινε λόγο μια μέρα για την ανήθικη σχέση και την απάνθρωπη συμπεριφορά του απέναντι στον καλύτερο στρατιώτη του, τον Ουρία. 
     «Να σκάβω δε μπορώ, να ζητάω ντρέπομαι». Όταν τούτος ο οικονόμος κατάλαβε ότι θα έχανε τη δουλειά του, εξαιτίας της κακής του διαχείρισης, το μυαλό του πήρε «πολλές στροφές» όπως θα λέγαμε στην καθομιλουμένη. Σκέφτηκε γρήγορα πώς να αποκαταστήσει το μέλλον του. Φαίνεται να ήταν μεγάλος στην ηλικία και δεν μπορούσε να δουλεύει χειρωνακτικά, ήταν δε και πολύ υπερήφανος και δεν ανεχόταν να ζητιανεύει. Όμως έπρεπε να εξασφαλίσει το μέλλον του και μέσα στις σκέψεις του επινόησε ένα σχέδιο για να κερδίσει φίλους, οι οποίοι θα του έδειχναν καλοσύνη, όταν αργότερα θα βρισκόταν σε ανάγκη. Πήγε λοιπόν σ' έναν από τους πελάτες του αφεντικού και τον ρώτησε πόσα χρωστάει. Όταν ο πελάτης έλεγε 100 βαρέλια λάδι, εκείνος τον έβαζε να πληρώσει για πενήντα και έκλεινε το λογαριασμό του. Σ’ ένα άλλο πελάτη που χρωστούσε εκατό σακιά σιτάρι, ο διαχειριστής τον έβαλε να πληρώσει ογδόντα και σφράγισε το τιμολόγιο «εξοφλήθη». 
      «Και ο κύριος επαίνεσε τον άδικο διαχειριστή, ότι έπραξε φρόνημα» (εδ. 8α).
    Ο κύριος του οικονόμου επαίνεσε τον άδικο διαχειριστή ότι έπραξε φρόνημα. Εδώ πραγματικά βρίσκεται το λεπτό σημείο. Ο Κύριος Ιησούς δέχτηκε αυτή την απάτη;; Δέχτηκε αυτή την παράνομη συναλλαγή, η οποία αποτελεί στην ουσία κατασπατάληση της περιουσίας και χείριστη διαχείριση των πραγμάτων που του είχαν εμπιστευτεί; Ασφαλώς όχι. Ο Κύριος δεν εγκρίνει τις παράνομες μεθόδους του "κακού οικονόμου", ούτε προάγει τις ανέντιμες επαγγελματικές δοσοληψίες. Σε καμία περίπτωση δεν επαινεί τον άνθρωπο αυτό για την ανεντιμότητά του, επισημαίνει όμως την προνοητικότητά του. Ο Κύριος Ιησούς προτείνει ως παράδειγμα προς μίμηση όχι την ατιμία του ανθρώπου εκείνου, αλλά την προνοητικότητά του. Δεν τον επαινεί για το αθέμιτο μέσο που χρησιμοποίησε, αλλά τον επαινεί, γιατί δεν έμεινε αδρανής και φρόντισε για το μέλλον του ενεργώντας έγκαιρα και με αποφασιστικό τρόπο. Ο άδικος οικονόμος χρησιμοποίησε τα προσωρινά, τα ξένα, ό,τι είχε στη διάθεσή του, για να έχει μελλοντική αποκατάσταση. Χρησιμοποίησε τα παρόντα μέσα που διέθετε για να εξασφαλίσει τα μέλλοντα και με τον τρόπο αυτό ενήργησε ως «παμπόνηρος υιός του αιώνος τούτου» (Λουκάς ΙΣ/16: 8). Ο Κύριος τον επαίνεσε επαναλαμβάνω όχι για την αδικία του, αλλά γιατί δεν έμεινε αδρανής και ενήργησε με ανθρώπινη πρακτική για να εξασφαλίσει το μέλλον του. Ουσιαστικά του είπε: «έπραξες άδικα, όμως σε παραδέχομαι για την προνοητικότητά σου!» Ο τρόπος της ενατένισης του μέλλοντος και όχι του παρόντος που φεύγει, καθώς και η χρησιμοποίηση των παρόντων μέσων για τα μέλλοντα, ήταν εκείνα που απέσπασαν τον έπαινο του Κυρίου. Εάν ενεργούμε, για να εξασφαλίσουμε τα πράγματα τούτης της ολιγόχρονης προσωρινής ζωής, πόσο περισσότερο θα πρέπει να ενεργούμε, ώστε να εξασφαλίσουμε τα πράγματα της άλλης ζωής που είναι αιώνια; (Α΄ Ιωάννου Β/2: 25). Με άλλα λόγια ο Κύριος  θέλει να πει σε κάθε πιστό άνθρωπο: «Μακάρι και συ να είχες την ίδια σπιρτάδα, την ίδια οξυδέρκεια, την ίδια εξυπνάδα στα πνευματικά, που έχουν εκείνοι που κυνηγούν τα υλικά προσωρινά πράγματα τούτης της ζωής». 
     Όπως ο διαχειριστής έλαβε μέτρα, για να σιγουρέψει ότι θα είχε φίλους, όταν θα έβγαινε στη σύνταξη, έτσι ακριβώς και ο χριστιανός θα πρέπει να χρησιμοποιεί σωστά αυτά που του έχει εμπιστευτεί ο Κύριος, για να δοξαστεί τ' Όνομά Του και να απολαύσει μια «πλούσια είσοδος» στη Βασιλεία του Θεού (Β΄ Πέτρου Α/1: 11). 
    «Επειδή οι γιοί αυτού του αιώνα είναι φρονιμότεροι ……». Ο Κύριος είπε: «Οι σκοτεινοί άνθρωποι αυτού τους κόσμου στις σχέσεις τους με τους όμοιούς τους είναι εξυπνότεροι από τα τέκνα του φωτός». Με θλίψη και με πολύ παράπονο ο Κύριος αναφέρει αυτά τα λόγια. Συγκρίνει τους δικούς Του, όλους εκείνους που Τον γνώρισαν, που Τον δέχτηκαν ως απεσταλμένο του Θεού και ως τον κεχρησμένο Σωτήρα, για τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου (Πράξεις Δ/4: 12), εκείνους που «εν Ιησού Χριστού» αποτελούν «το φως του κόσμου» (Ματθαίος Ε/5: 14), με εκείνους που βρίσκονται μακριά Του και αποτελούν τους «υιούς του σκότους». Κάνοντας αυτή τη σύγκριση ο Κύριος βρίσκει τους δεύτερους να έχουν περισσότερη οξυδέρκεια, για τα πράγματα του κόσμου τούτου, απ’ ότι έχουν οι δικοί Του, οι λυτρωμένοι Του, για τα αιώνια πράγματα του ουρανού. 
       Παρατηρούμε πολλές φορές τους ανθρώπους της αδικίας να είναι πιο ανήσυχοι, πιο μυαλωμένοι, πιο εφευρετικοί και να φροντίζουν για το προσωρινό μέλλον τους, σε αντίθεση με τα πιστά παιδιά του Θεού που αμελούν και δεν ενεργούν με την ίδια εξυπνάδα, για να εξασφαλίσουν ένα λαμπρό, πλούσιο αιώνιο μέλλον. Πέρα απ’ αυτά πολλές φορές παρατηρούμε μεταξύ των παιδιών του Θεού να συμβαίνει το θλιβερό φαινόμενο «επειδή ο νυμφίος εβράδυνεν, ενύσταξαν πάσαι και εκοιμώντο» (Ματθαίος ΚΕ/25: 5). Επίσης παρατηρούμε ανθρώπους που θέλουν να λέγονται Χριστιανοί να μη μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους πάνω από τα γήινα, τα προσωρινά, τα εφήμερα. Είναι απορροφημένοι από όλα αυτά και δεν μπορούν να ατενίσουν προς το αιώνιο μέλλον τους. Έτσι παρατηρείται το θλιβερό φαινόμενο οι εκκλησίες να είναι γεμάτες και ο ουρανός να είναι άδειος. 
    Στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε σχετικά για το Λώτ
 15 Και ότε έγεινεν αυγή, εβίαζον οι άγγελοι τον Λωτ, λέγοντες Σηκώθητι, λάβε την γυναίκα σου και τας δύο σου θυγατέρας, τας ευρισκομένας εδώ, διά να μη συναπολεσθής και συ εν τη ανομία της πόλεως. 
 16 Επειδή δε εβράδυνεν, οι άνδρες πιάσαντες την χείρα αυτού και την χείρα της γυναικός αυτού και τας χείρας των δύο θυγατέρων αυτού, διότι εσπλαγχνίσθη αυτόν ο Κύριος, εξήγαγον αυτόν και έθεσαν αυτόν έξω της πόλεως. (Γένεση ΙΘ/19: 15-16). Κολλημένος με το «παρών» ο Λωτ δεν έβλεπε το «μέλλον», ένα λάθος που διαχρονικά όλοι διαπράττουμε, κολλημένοι με τα γήινα, τα εφήμερα, τα προσωρινά, δεν αποβλέπουμε στη δόξα που μέλει να αποκαλυφθεί σε κάθε πιστό στον ουρανό. 
     Εάν λοιπόν εις τον άδικον μαμωνά δεν εφάνητε πιστοί, τον αληθινόν πλούτον τις θέλει σας εμπιστευθή; Μαμωνάς ήταν Θεός της Συρίας και προσωποποίηση του πλούτου και του χρήματος. Λέγεται και Μαμωνάς της αδικίας, γιατί συνήθως η απόκτησή του προϋποθέτει αδικία – συμμαχία και λατρεία στο διάβολο. Ο Κύριος λέει ότι όσοι είναι πιστοί σε σχέση με τη διαχείριση και τη χρήση του πλούτου ή των υλικών τους πραγμάτων θα είναι πιστοί και σε σχέση με τη διαχείριση σημαντικότερων ζητημάτων. Ο Ιησούς τονίζει: «αν στα ελάχιστα τα γήινα και προσωρινά δεν έχετε αποδειχτεί πιστοί ποιος θα σας εμπιστευτεί ό,τι είναι αληθινό, ό,τι είναι Θεϊκό, ό,τι έχει σχέση με την αιώνια ζωή κοντά στο Θεό;» Καθώς ο Κύριος παρατηρεί τη ζωή μας, βλέπει να «πέφτουμε έξω» στη διαχείριση όλων εκείνων που μας έχει εμπιστευτεί και το ερώτημα παραμένει πάντα επίκαιρο, αν τα πράγματα τούτου του κόσμου δεν μπορούμε να διαχειριστούμε, ώστε να φέρουμε πνευματικό καρπό και πρόοδο, πώς θα μας εμπιστευτεί ο Θεός τα δικά Του αιώνια, τα «ανεκλάλητα» πράγματα; (Β΄ Κορινθίους ΙΒ/12: 4). 
      «ο πιστός στο ελάχιστο και στο πολύ είναι πιστός…..». Ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει: «Κάθε ένας, ανάλογα με το χάρισμα που πήρε, υπηρετείτε ο ένας τον άλλον σύμφωνα μ' αυτό, ως καλοί οικονόμοι της πολυειδούς χάρης τού Θεού» (Α΄ Πέτρου Δ/4: 10). Ο καθένας έχει το δικό του χάρισμα από το Θεό και θα πρέπει να είμαστε καλοί διαχειριστές της ποικίλης χάριτός Του. Η χάρη του Θεού εδώ αναφέρεται στην εύνοια και στην καλοσύνη που προσφέρει στον άνθρωπο ο Θεός, ενώ ο άνθρωπος δεν την αξίζει. Επίσης μας προτρέπει: «Και μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιο του Θεού, με το οποίο σφραγιστήκατε για την ημέρα τής απολύτρωσης» (Εφεσίους Δ/4: 30). «Λυπούμε» το Πνεύμα του Θεού, όταν συγκρινόμενοι με «τα τέκνα του σκότους» φαίνεται αυτά να είναι φρονιμότερα. 
     Αν ο Λόγος του Θεού λέει πως εκείνος που είναι άπιστος στο ελάχιστο, είναι άπιστος και στο πολύ, πόσο θα πρέπει να προσέξουμε να μη φανούμε ελλιπείς ούτε στα μικρά πράγματα. "Δε γίνεται ο άνθρωπος να υπηρετεί δύο κυρίους" (Ματθαίος Σ/6: 24). Ο ένας αποκλείει τον άλλο. Ή αδικία θα υπάρχει ή δικαιοσύνη. Ή στα εφήμερα πράγματα του κόσμου τούτου θα προσκολληθούμε ή θα αποβλέπουμε στα άνω. Ο Λόγος του Θεού πάντως μας συμβουλεύει: «Εάν λοιπόν συνανέστητε μετά του Χριστού, τα άνω ζητείτε, όπου είναι ο Χριστός καθήμενος εν δεξιά του Θεού, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολοσσαείς Γ/3: 2). 
     Κλείνοντας αυτή τη μελέτη θα λέγαμε ότι ο Κύριος, με όλα όσα ειπώθηκαν μας προτρέπει κάθε στιγμή να είμαστε πνευματικά οξυδερκείς, «έξυπνοι» στις επιλογές μας. Να είμαστε συγκεντρωμένοι στους στόχους τους οποίους έχουμε βάλει και οι οποίοι θα πρέπει να είναι πνευματικοί και να έχουν ως  σκοπό τη δόξα του Θεού. 
    Μ’ αυτή την παραβολή ο Κύριος θέλει να μας τονίσει ότι όπως οι υιοί του αιώνος τούτου βρίσκουν τρόπους και χρησιμοποιούν τα χρήματα της αδικίας για να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, έτσι θα πρέπει και οι φρόνιμοι, «οι υιοί της βασιλείας», τα «τέκνα του φωτός» να βρίσκουν τρόπους, ώστε μέσα απ’ αυτούς να εξασφαλίσουν ένα πλούσιο μέλλον τους στον ουρανό και για το σκοπό αυτό ο Λόγος του Θεού μας προτρέπει να ενεργούμε «εγκαίρως, ακαίρως» (Β΄ Τιμοθέου Δ/4: 2). 
   Το δίδαγμα είναι ότι πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα σε βάθος χρόνου και να ενεργούμε με πρακτική σοφία, «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, διότι αι ημέραι είναι πονηραί» (Εφεσίους Ε/5: 16). Αυτό ακριβώς μας συμβουλεύει ο αψευδής και αιώνιος Λόγος του Θεού. Οι υπηρέτες του Θεού, «οι γιοι του φωτός», πρέπει να χρησιμοποιούν κάθε τι γήινο με σοφία για τη δόξα του Θεού, για την επέκταση της Βασιλείας του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων και για το δικό τους ένδοξο αιώνιο μέλλον, «αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεώς μας» (Εβραίους ΙΒ/12: 2). ---

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

         Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ.

       Ευαγγέλιον  «κατά ΜΑΤΘΑΙΟΝ», κεφ. ΚΕ/25, εδ. 14 – 30.

14 Διότι θέλει ελθεί ως άνθρωπος, όστις αποδημών εκάλεσε τους δούλους αυτού και παρέδωκεν εις αυτούς τα υπάρχοντα αυτού, 
15 και εις άλλον μεν έδωκε πέντε τάλαντα, εις άλλον δε δύο, εις άλλον δε εν, εις έκαστον κατά την ιδίαν αυτού ικανότητα, και απεδήμησεν ευθύς. 
16 Υπήγε δε ο λαβών τα πέντε τάλαντα και εργαζόμενος δι' αυτών έκαμεν άλλα πέντε τάλαντα. 
17 Ωσαύτως και ο τα δύο εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. 
18 Ο δε λαβών το εν υπήγε και έσκαψεν εις την γην και έκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. 
19 Μετά δε καιρόν πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και θεωρεί λογαριασμόν μετ' αυτών. 
20 Και ελθών ο λαβών τα πέντε τάλαντα, προσέφερεν άλλα πέντε τάλαντα, λέγων Κύριε, πέντε τάλαντα μοι παρέδωκας ιδού, άλλα πέντε τάλαντα κέρδισα επ' αυτοίς. 
21 Και είπε προς αυτόν ο κύριος αυτού Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. 
22 Προσελθών δε και ο λαβών τα δύο τάλαντα είπε Κύριε, δύο τάλαντα μοι παρέδωκας ιδού, άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ' αυτοίς. 
23 Είπε προς αυτόν ο κύριος αυτού Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. 
24 Προσελθών δε και ο λαβών το εν τάλαντον, είπε Κύριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, θερίζων όπου δεν έσπειρας και συνάγων όθεν δεν διεσκόρπισας 
25 και φοβηθείς υπήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου εν τη γή ιδού, έχεις το σον. 
26 Αποκριθείς δε ο κύριος αυτού, είπε προς αυτόν Πονηρέ δούλε και οκνηρέ ήξευρες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα και συνάγω όθεν δεν διεσκόρπισα 
27 έπρεπε λοιπόν να βάλης το αργύριόν μου εις τους τραπεζίτας, και ελθών εγώ ήθελον λάβει το εμόν μετά τόκου. 
28 Λάβετε λοιπόν απ' αυτού το τάλαντον, και δότε εις τον έχοντα τα δέκα τάλαντα. 
29 Διότι εις πάντα τον έχοντα θέλει δοθή και περισσευθή, από δε του μη έχοντος και εκείνο το οποίον έχει θέλει αφαιρεθή απ' αυτού. 30 Και τον αχρείον δούλον ρίψατε εις το σκότος το εξώτερον εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. 

          ΣΧΟΛΙΑ.
       Στην παραβολή των "δέκα παρθένων" το θέμα είναι: "η προσμονή του Κυρίου". Στην παραβολή των "ταλάντων" το θέμα είναι: "η υπηρεσία". Η ζωή του Χριστιανού μετά την αναγέννησή του  έχει ένα διπλό χαρακτήρα υποχρεώσεών: "να υπηρετεί" με πίστη τον αληθινό Θεό και "να περιμένει τον Υιόν Του από τον ουρανό" (Α' Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18). Περιμένοντας τον Κύριο δεν θα πρέπει να μένουμε αδρανείς μέχρι να έρθει, αντίθετα έχουμε το μεγάλο προνόμιο να μπορούμε να εργαζόμαστε γι' Αυτόν. Γι' αυτό το σκοπό άλλωστε ο καθένας έχει λάβει έναν αριθμό ταλάντων (ικανότητα, υγεία, γνώση, υλικά αγαθά κ.ά.) για να τα χρησιμοποιήσει και να φέρει καρπό για τη δόξα Του, για τη σωτηρία αθανάτων ψυχών, που χάνονται λόγω της άγνοιας του Λόγου του Θεού (Ωσηέ Δ/4: 6).  
      Ο Κύριος, καθώς βρίσκεται με κάποιους από τους μαθητές Του στο όρος των Ελαιών, αναφέρει σ’ αυτούς την «παραβολή των ταλάντων». Λίγες μέρες πριν ευρισκόμενος στην Ιεριχώ τους είχε πει την παραβολή με τις «μνές» (Λουκάς ΙΘ/19: 11-27). 

 Ανάλυση της παραβολής των "μνων" αναφέρεται στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com  Η δημοσίευση έγινε στις 25-08-19 με θέμα: "Η παραβολή των μνων". Πραγματευτείτε.

       Σκοπός της παραβολής των «μνών» ήταν να δείξει ότι η Βασιλεία του Θεού θα ερχόταν όχι άμεσα, αλλά στο μακρινό μέλλον. Η παραβολή των ταλάντων, την οποία τους αφηγείται τώρα, έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την προηγούμενη. Θα λέγαμε ότι αποτελεί μέρος της απάντησης στην ερώτηση των μαθητών για τη "δεύτερη Παρουσία" τού Κυρίου Ιησού Χριστού (Ματθαίος ΙΣ/16: 27). Αυτό που θέλει να τους τονίσει ο Κύριος είναι ότι κανείς δε θα πρέπει να είναι αδρανείς περιμένοντας τον Κύριο να έρθει, αλλά αντίθετα θα πρέπει να εργάζεται και να είναι επιμελείς στη σχέση του μαζί Του και σε όσα Εκείνος του έχει εμπιστευτεί. Με άλλα λόγια γίνεται λόγος για την υπηρεσία που καλούνται να προσφέρουν στο Χριστό εκείνοι που με τη χάρη Του σώθηκαν. 
       Στην ιστορία γίνεται λόγος για τις ευθύνες, που εμπιστεύθηκε ο Χριστός στους υπηρέτες Του. Έτσι λοιπόν γίνεται αναφορά για έναν άνθρωπο, ο οποίος πριν φύγει για ένα μακρινό ταξίδι, συγκέντρωσε τους δούλους του και τους εμπιστεύτηκε τα υπάρχοντά Του, τα οποία συνολικά ήταν οκτώ τάλαντα, για το χρονικό διάστημα μέχρι να επιστρέψει. Αποτελεί Βιβλική αλήθεια ότι δεν υπάρχει κανείς μέσα στην Εκκλησία του Χριστού που να μην έχει λάβει κάποιο "τάλαντο". Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όταν ο Κύριος αναθέτει σ' έναν υπηρέτη Του κάποιο καθήκον, του δίνει και τη δύναμη να το εκτελέσει. Το τάλαντο ήταν μονάδα μέτρησης μάζας που χρησιμοποιείτο στην αρχαιότητα από πολλούς λαούς της Μεσοποταμίας και της Μεσογείου και ζύγιζε 58,9 σημερινά κιλά. Εδώ πρόκειται για μια πολύ μεγάλη αξία που είναι αδύνατον να υπολογιστεί από το ανθρώπινο πεπερασμένο μυαλό. Πριν αναλύσουμε το θέμα θα πρέπει να κάνουμε μία σημαντική διευκρίνηση αναφερόμενοι στο (εδ. 18) της παραβολής: "το αργύριον του Κυρίου αυτού". Το τάλαντο που διαθέτω δεν είναι δικό μου, μου έχει χορηγηθεί από τον Κύριο. Είναι του Κυρίου και Αυτός μου το εμπιστεύθηκε για να το διαχειριστώ. 
      Ο Κύριος μας αναφέρει πώς μοίρασε τα υπάρχοντά του ο άνθρωπος της παραβολής. «Σ’ έναν έδωσε πέντε τάλαντα, σε άλλον δύο και σε κάποιον άλλο ένα». Η κατανομή δεν έγινε τυχαία, αλλά έγινε σύμφωνα με τις ικανότητες του καθενός, με σκοπό να τα διαχειριστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να αυξήσουν τα υπάρχοντα του Κυρίου τους. Ο Κύριος έδωσε «εις έκαστον κατά την ιδίαν αυτού ικανότητα» (εδ. 15). Ας μην κοιτάζουμε τα τάλαντα των άλλων και ας μη νομίζουμε ότι αδικηθήκαμε σε σχέση με κάποιον άλλον, αλλά θα πρέπει να ευχαριστούμε το Θεό γι’ αυτά που μας εμπιστεύτηκε και ποτέ να μην τα θεωρούμε λίγα. 
      Με αυτήν την παραβολή ο Κύριος θέλει να δείξει στους μαθητές Του ότι οι άνθρωποι που τους εμπιστεύεται και Τον εμπιστεύονται θα πρέπει να εργάζονται γι’ Αυτόν και τα υπάρχοντά Του, για τη Βασιλεία Του που είναι στους ουρανούς. Καθώς ο Κύριος τους προσφέρει τα τάλαντα, δεν τους δίνει καμία εντολή για το τι ακριβώς πρέπει να κάνουν. Ο καθένας είναι ελεύθερος να ενεργήσει και να εργαστεί σύμφωνα με την προαίρεση της καρδιάς του. Ένας μεγάλος νόμος που διέπει τη φυσική και πνευματική ζωή του ανθρώπου είναι η εργασία. Άλλωστε τόσο ο Ίδιος ο Κύριος όσο και ο Πατέρας Θεός εργάζονται «Ο Πατήρ μου εργάζεται έως τώρα, και εγώ εργάζομαι» (Ιωάννης Ε/5: 17). Αλήθεια πώς ζούμε και πώς εργαζόμαστε κατά την απουσία του Κυρίου μας; Περιμένοντας τον Κύριο, ας μην πούμε, όπως εκείνος ο "κακός δούλος", «βραδύνει να έλθει ο κύριός μου» (Ματθαίος ΚΔ/24: 48). Να έχουμε επίγνωση ότι «δεν βραδύνει ο Κύριος την υπόσχεσιν αυτού, ως τινές λογίζονται τούτο βραδύτητα, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη θέλων να απολεσθώσι τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν» (Β’ Πέτρου Γ/3: 9). Να περιμένουμε τον Κύριο εκτελώντας τις εντολές του. Ο Κύριος μας έχει πει: «πραγματευθείτε έως ου έλθω». Κρατήστε την αξία που σας εμπιστεύτηκα, μιλήστε γι’ αυτήν, αυξήστε την, διαπραγματευτείτε την, μέχρι να επιστρέψω και έλθω και πάλι κοντά σας. 
     Τα τάλαντα, οι μεγάλες αξίες, που ο Κύριος έχει εμπιστευτεί σε κάθε δικό Του παιδί είναι: 
-- Η κατανόηση εκ μέρους των ανθρώπων της Αγάπης του Θεού. Στο Ευαγγέλιο "κατά Ιωάννην" (κεφ. Γ/3, εδ. 16) αναφέρεται: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον». 
-- Η αποκάλυψη στους ανθρώπους για τη δωρεάν κατά χάριν σωτηρία τους, την οποία προσφέρει και σήμερα ο Θεός σε όλους (Εφεσίους Β/2: 8). 
-- Να αντιληφθούν οι άνθρωποι ότι χωρίς πίστη είναι αδύνατον να ευαρεστήσουν το Θεό, καθώς επίσης και ότι ο Θεός γίνεται "μισθαποδότης εις τους εκζητούντας Αυτόν" (Εβραίους ΙΑ/11: 6). 
-- Να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον αιώνιο και αψευδή Λόγο του Θεού, ο οποίος αποτελεί πνευματική τροφή για τον άνθρωπο. Ο Λόγος του Θεού δεν είναι λόγια που έγραψαν κάποιοι άνθρωποι σε κάποια μακρινή εποχή, αλλά είναι «λόγοι ζωής αιωνίου» (Ιωάννης Σ/6: 68). Είναι «είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα» (Ρωμαίους Α/1: 16). Είναι λόγοι Θεού και γράφτηκαν διά Πνεύματος Αγίου.
     Μετά από πολύ καιρό επέστρεψε ο Κύριος των δούλων (εδώ γίνεται λόγος για τη δεύτερη έλευση του Κυρίου) και ζήτησε λογαριασμό από τους δούλους του σχετικά με τη διαχείριση των υπαρχόντων Του κατά τη διάρκεια της απουσίας Του. Η επάνοδος του Κυρίου θα αποκαλύψει το βαθμό της πιστότητας του καθενός.  
     Ας παρατηρήσουμε πώς αντιδρούν οι δούλοι στον ερχομό του Κυρίου τους. Όταν επέστρεψε ο Κύριος, τα συναισθήματα των δούλων δεν ήταν για όλους τα ίδια. Οι δύο πρώτοι θα ένιωθαν σιγουριά και θα ήταν χαρούμενοι και ικανοποιημένοι, ενώ ο τρίτος θα είχε φόβο, ανησυχία, παράπονο, αποστροφή. Οι δύο πρώτοι θα έτρεξαν με χαρά να δείξουν στον Κύριο τι έκαναν. Ο τρίτος δε θα έτρεξε, δεν είχε λόγο να βιαστεί, τον βάραινε ο φόβος των συνεπειών και τα αισθήματα ενοχής του. Εδώ μπαίνει ένα ερώτημα: Με τι αισθήματα καθημερινά ερχόμαστε μπροστά στον Κύριο; Ερχόμαστε με πόθο, με χαρά, με αγαλλίαση ή ερχόμαστε με αισθήματα λύπης, ενοχής και πολλές φορές αποφεύγουμε να Τον συναντήσουμε; Καθώς ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης (Πράξεις Ι/10: 34), όλα εξαρτώνται από τη σχέση εξάρτησης την οποία έχουμε με το Χριστό. Έτσι λοιπόν οι δούλοι αντιδρούν με τελείως διαφορετικό τρόπο. 
     Οι δύο πρώτοι είχαν χαρά μέσα τους, γιατί αμέσως μετά την αναχώρηση του Κυρίου τους δραστηριοποιήθηκαν και μετά από έναν συνεχή και αδιάκοπο αγώνα διπλασίασαν αυτά που είχαν λάβει. Η επιδοκιμασία του Κυρίου τους είναι φανερή μέσα από τα λόγια: «Εύγε καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος στα λίγα, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ πολλά. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου». Η αμοιβή που θα δώσει ο Κύριος για την υπηρεσία εδώ κάτω είναι μία πιο όμορφη και πιο μεγάλη υπηρεσία στον ουρανό (εδ. 21 & Λουκάς ΙΘ/19: 17). Είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι για τον Κύριο και τα 10 και τα 4 τάλαντα που προσκόμισαν είναι λίγα, όμως ο Κύριος επιβραβεύει την προθυμία και την πιστότητα με την οποία ενήργησαν οι δύο πρώτοι δούλοι. Αμείβει την πιστότητα και όχι την ποσότητα και μάλιστα με γενναιόδωρη αμοιβή χάριτος. Ο Κύριος, καθώς έρχεται, φέρνει μαζί Του και το «εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ» για όλους όσους Τον περιμένουν. Κάποιος ομιλητής είχε πει: «Ζούμε και περιμένουμε το χαμόγελο επιδοκιμασίας του Θεού». Γι’ αυτό το χαμόγελο αξίζει να διαθέσει κανείς μια ολόκληρη ζωή. 
      «είσελθε εις την χαράν». Μεγάλη η γενναιοδωρία, η Χάρη και το Έλεος του Κυρίου. Μέσα από την παραβολή φαίνεται ότι δεν είναι η κατοχή μεγάλων γνώσεων ή ιδιαίτερων επιδεξιοτήτων, που θα φέρουν την επιδοκιμασία του Θεού μέσα στη ζωή μας, αλλά η διάθεση της καρδιάς να εργαστεί με πιστότητα για αυτά που της έχουν εμπιστευτεί. Οι δύο πρώτοι δούλοι αντιπροσωπεύουν τους γνήσιους πιστούς του Χριστού, που ως αμοιβή θα έχουν να απολαύσουν τις ευλογίες της βασιλείας Του. Αυτοί είναι «οι αληθινοί προσκυνητές» που λατρεύουν το Θεό «εν πνεύματι και αληθεία». Και ας προσέξουμε και αυτή τη λεπτομέρεια: «ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν» (Ιωάννης Δ/4: 23). Αυτούς ψάχνει να βρει καθημερινά το άγρυπνο μάτι του Θεού. Σ’ αυτούς ευαρεστείται ο Κύριος. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος λατρείας, της «κατά χάριν σωτηρίας», της πίστης στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. 
    Ο τρίτος δούλος. Διευκρινίζουμε ότι οι Χριστιανοί δεν έχουν όλοι τα ίδια τάλαντα, μπορούν όμως εξίσου να είναι πιστοί στη διαχείρισή τους. Αυτό είναι εκείνο που ζητά ο Κύριος από τους δικούς Του. Ο Χριστός δεν θα μας αμείψει στον ουρανό ανάλογα με το ποσό των αποτελεσμάτων μας, αυτό άλλωστε θα ήταν άδικο, αλλά ανάλογα με την πιστότητα που δείξαμε στο έργο Του, χρησιμοποιώντας τα τάλαντα που Εκείνος μας έδωσε. Αυτό δε μπόρεσε δυστυχώς "ο δούλος του ενός ταλάντου" να το καταλάβει. Το φαινομενικά μικρό τάλαντο του Κυρίου δεν θα πρέπει να το θεωρήσουμε ασήμαντο, να το περιφρονούμε και να μην το χρησιμοποιούμε με πιστότητα για τη δόξα Του. Άλλωστε η ζωή μας εδώ κάτω είναι μια δοκιμασία της πιστότητάς μας, που θα καθορίσει την υπηρεσία που θα μας ανατεθεί στον ουρανό. Στον ουρανό η υπηρεσία που θα ανατεθεί από τον Κύριο στον πιστό άνθρωπο θα είναι πιο μεγάλη και πιο όμορφη απ' ότι εδώ στη γη (εδ. 21 & Λουκάς ΙΘ/19: 17).
      Ο δούλος αυτός μην έχοντας εκτιμήσει όλα αυτά, δεν είχε να παρουσιάσει κάτι και για το λόγο αυτό προβάλλει διάφορες δικαιολογίες και ακόμα και προσβολές προς τον Κύριό Του. Αν είχε εργαστεί και είχε κερδίσει ένα ακόμα τάλαντο, θα είχε και αυτός την ίδια επιβράβευση με τους άλλους δύο. Δικαιολογεί την απραξία του κατηγορώντας τον Κύριο ότι ήταν σκληρός και παράλογος, ότι θερίζει εκεί που δεν έσπειρε και συνάζει καρπούς εκεί που δε φύτεψε. Ο Κύριος δε διαφωνεί με τις παραπάνω κατηγορίες και του υποβάλει το ερώτημα: «Αφού γνώριζες όλα αυτά για μένα, γιατί δεν έβαλες τα χρήματα στην τράπεζα ώστε να υπάρξει κάποιος τόκος;» «Εκ του στόματός σου θέλω σε κρίνει, πονηρέ δούλε» (Λουκάς ΙΘ/19: 22). Ο Κύριος βλέποντας την απιστία του, που τον οδήγησε σε απραξία, επέπληξε με μεγάλη  αυστηρότητα το δούλο εκείνον και τον κατηγόρησε ότι ήταν κακός και οκνηρός. Με την παραβολή αυτή ο Κύριος θέλει να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στην ΠΙΣΤΌΤΗΤΑ & ΕΠΙΜΈΛΕΙΑ από τη μία πλευρά και από την άλλη και την αδιαφορία   την ΠΑΡΑΜΈΛΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΏΝ, που προσφέρονται σε κάθε πιστό άνθρωπο. 
        Θα πρέπει να ερευνήσουμε τι ακριβώς εννοεί ο Κύριος όταν λέγει: «έπρεπε λοιπόν να βάλεις το αργύριόν μου εις τους τραπεζίτας» (εδ. 27). Εννοεί ότι, όταν κάποιος θεωρεί ότι δε μπορεί να διαχειριστεί εκείνα που του έχουν εμπιστευτεί, για παράδειγμα, δε μπορεί να πάει Ιεραπόστολος στη Νέα Γουινέα που είχε πάει ο αείμνηστος Κώστας Μακρής, ας σταθεί δίπλα στον Ιεραπόστολο βοηθώντας στην εκτέλεση του έργου. Ας σταθεί κοντά σ’ ένα χριστιανικό ίδρυμα περίθαλψης, παροχής βοήθειας, σε μία Χριστιανική εκδοτική εταιρεία, ας βρει έναν τρόπο να ενεργήσει σε συνεργασία με άλλους, που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν περισσότερα πράγματα και ας «τρέχει μεθ’ υπομονής» σ’ ένα δευτερεύοντα ρόλο. Άλλωστε η Εκκλησία υπάρχει, ώστε να μπορεί να σταθεί στα αδύναμα μέλη της και με τη συνεργασία όλων να αυξήσει τη δύναμή τους. Ένα πράγμα δεν επιτρέπεται ηθικά να κάνει ο δούλος του Κυρίου, να "θάψει" το τάλαντό του. Ν' αδιαφορήσει για την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι οι δύο πρώτοι δούλοι είχαν συνδεθεί με το Χριστό με δεσμούς αγάπης, ο τρίτος είχε συνδεθεί μαζί Του από φόβο. 
       Ο Κύριος γνωρίζοντας τις ικανότητες αυτού του δούλου δεν περίμενε εντυπωσιακά πράγματα απ' αυτόν, γι' αυτό άλλωστε του έδωσε ένα τάλαντο. Αυτό ήταν το όριο των δυνατοτήτων του. Όλοι δεν έχουμε τις ίδιες ικανότητες, γι' αυτό ο Κύριος δεν περιμένει απ' όλους μας τα ίδια αποτελέσματα. Όμως από τον καθένα κάτι περιμένει και αν παρατηρήσουμε θα δούμε ότι το ίδιο ακριβώς εγκάρδιο "Εύγε" είχε και για τους δύο πρώτους δούλους, ανεξάρτητα αν ο καθένας πέτυχε διαφορετικά αποτελέσματα. Το ίδιο "Εύγε" θα είχε και για το δούλο του ενός ταλάντου, αν το χρησιμοποιούσε όπως έπρεπε για τον Κύριό Του.  
      «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ». Πρόκειται για δύο κατηγορίες πολύ βαριές, που όμως παρουσιάζονται πολλές φορές στη ζωή των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα είναι να μένουν αδρανείς στο πνευματικό έργο που τους έχει ανατεθεί. Ο δρόμος που ακολουθεί ο τρίτος δούλος είναι ο δρόμος της θρησκείας, δηλαδή ο δρόμος της σωτηρίας του ανθρώπου με τα δικά του έργα και όχι διά της πίστεως και υπακοής στο Θεό. Ο δρόμος αυτός μέσα στο Λόγο του Θεού έχει ονομαστεί: «η οδός του Κάιν» (Επιστολή Ιούδα Α/1: 11). Ο Κάιν δεν αγνοούσε το Θεό και όπως φαίνεται ήταν αυτός που προέτρεψε τον αδελφό του τον Άβελ να πάνε να προσευχηθούν. Δεν ενήργησε όμως με πίστη και σύμφωνα με τον τρόπο λατρείας που ο Θεός είχε υποδείξει, αλλά προσδιόρισε μόνος του τον τρόπο λατρείας και τη σχέση του με το Θεό. Με τον τρόπο αυτό απέρριψε τη σωτηρία «δια του αίματος» (Κολοσσαείς Α/1: 14). Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο Θεός την προσφορά του Κάιν να μην τη δει με ευχαρίστηση και να την απορρίψει, γιατί δεν ήταν σύμφωνη με το θέλημά Του και πάνω απ’ όλα δεν προσφέρθηκε με πίστη. Η αυτοπροσδιοριζόμενη στάση του Κάιν στη σχέση του με το Θεό δεν έφερε πνευματικό αποτέλεσμα, αντίθετα τον απομάκρυνε απ’ Αυτόν και του δημιούργησε την εντύπωση ότι ο Θεός τον μισεί. Διαχρονικά ο "Κάιν", μέσα από μια χαλαρή σχέση με το Θεό, δε γνωρίζει τι να κάνει και έτσι αδρανεί και θάβει το τάλαντο, που ο Θεός του έχει εμπιστευτεί και δεν εργάζεται για να το αυξήσει. 
    Ο τρίτος δούλος  ενεργεί με τον τρόπο αυτό γιατί δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Δυσκολεύεται ο  τυπικά θρησκευόμενος άνθρωπος να καταλάβει την έννοια ενός Κυρίου, ο οποίος δωρίζει, χαρίζει, μοιράζει, αγαπάει χωρίς όρους και όρια και που φλέγεται από τον πόθο για τη σωτηρία του ανθρώπου.  
     Η κάθε θρησκεία πάντοτε παρουσιάζει ένα Θεό αυστηρό, σκληρό, άτεγκτο τιμωρό. Ας ξαναδούμε τα λόγια: «Κύριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, θερίζων όπου δεν έσπειρας και συνάγων όθεν δεν διεσκόρπισας». Βλέπει το Θεό ως σκληρό δυνάστη, τιμωρό, έτοιμο να ζητήσει, να απαιτήσει και να πάρει από τον άνθρωπο και έτσι γεμίζει η καρδιά του από φόβο για το Θεό. Μέσα από την τήρηση κάποιων θρησκευτικών νόμων και διατάξεων ο άνθρωπος προσπαθεί να προστατευτεί από ένα τόσο σκληρό Θεό. Ο δούλος αυτός γνωρίζοντας όλα αυτά δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να κάνει κάτι και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μην κάνει κάτι λάθος και προκαλέσει την οργή του Θεού.
      Όποιος φοβάται τον Θεό είναι πραγματικά παράλογος, γιατί "ο Θεός είναι αγάπη" (Α' Ιωάννου Δ/4: 8 & 16), τι να φοβηθεί κανείς από την αγάπη; Ο φόβος κάνει τους ανθρώπους θρησκόληπτους και όχι πραγματικούς Χριστιανούς. Δημιουργεί ανθρώπους που δεν είναι ελεύθεροι απέναντι στο Θεό,  που βλέπουν το Θεό ως σκληρό τιμωρό και Τον αγαπούν από φόβο και μόνον. Ας θυμηθούμε τα λόγια εκείνου του ανθρώπου στην παραβολή του «ασώτου υιού», που ήταν μέσα στο σπίτι του Πατέρα. «Ο δε αποκριθείς είπε προς τον πατέρα Ιδού, τόσα έτη σε δουλεύω, και ποτέ εντολήν σου δεν παρέβην και εις εμέ ουδέ ερίφιον έδωκάς ποτέ διά να ευφρανθώ μετά των φίλων μου» (Λουκάς ΙΕ/15: 13). Πρόκειται για μία σχέση υιού προς πατέρα εντελώς ψυχρή, τυπική, χωρίς αγάπη, χωρίς εσωτερική παρόρμηση. «Εγώ έκανα αυτό.... εσύ έπρεπε να κάνεις το άλλο…». Η "καρδιά" της θρησκείας είναι η τήρηση κάποιων τυπικών νόμων. 
       Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος προσπαθεί να εξευμενίσει το Θεό με τα έργα του, χωρίς ποτέ να το καταφέρνει για να είναι εντάξει απέναντί Του. Ο Απ. Παύλος νουθετώντας τον Τιμόθεο στην πίστη δίνει την εικόνα όλων αυτών των ανθρώπων: «έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής. Και τούτους φεύγε» (Β’ Τιμοθέου Γ/3: 5). Άλλο η «ευσέβεια» που θα πρέπει να διέπει το Χριστιανό και άλλο η «μορφή ευσεβείας» που διέπει το θρήσκο άνθρωπο. Η καρδιά της θρησκείας είναι να είναι ο άνθρωπος τυπικά εντάξει. Ο δούλος αυτός ήταν τυπικά εντάξει, αφού ένα τάλαντο έλαβε, ένα επέστρεψε, ψυχικά όμως ήταν ξένος και αδιάφορος προς το έργο που του είχε ανατεθεί.
      Μπορεί οι άνθρωποι της θρησκείας να επικαλούνται το Όνομα του Θεού, όμως ο Κύριος υπήρξε κατηγορηματικός: «Δεν θα μπει μέσα στη βασιλεία των ουρανών καθένας που λέει σε μένα: Κύριε, Κύριε αλλ' αυτός που πράττει το θέλημα του Πατέρα μου, ο οποίος είναι στους ουρανούς» (Ματθαίος Ζ/7: 21). Ο τρόπος σκέψης και δράσης των δύο πρώτων δούλων είναι τελείως διαφορετικός από του τρίτου. Οι δύο πρώτοι ενεργούν, όπως ακριβώς ενήργησε ο δίκαιος Άβελ, που είναι το πρότυπο του «καλού και αγαθού», του ανθρώπου που ενεργεί με πίστη, με αγάπη και πάνω απ’ όλα με απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού. Έτσι το Έργο της σωτηρίας, δια Ιησού Χριστού, καρποφορεί και τα τάλαντα του πιστού ανθρώπου αυξάνονται. 
      Οι δύο πρώτοι δούλοι ενεργούν από ευγνωμοσύνη στον Κύριό τους για όλα όσα έκανε γι’ αυτούς. Το κάνουν από αγάπη και θαυμασμό, καθώς η καρδιά τους έχει γεμίσει από ένα «τόσο μεγάλο Έργο σωτηρίας» (Εβραίους Β/2: 3). Ενεργούν καθώς έχουν γνωρίσει μέσα στη ζωή τους την «ανεκδιήγητη δωρεά του Θεού» (Β’ Κορινθίους Θ/9: 15). Μια δωρεά Χάρης και Ελέους, αιώνιας σωτηρίας. Η ψυχή, μόλις απολυτρωθεί δια Ιησού Χριστού από τα δεσμά της αμαρτίας και εισέλθει στον ελεύθερο χώρο της πνευματικής σχέσης και της Χάρης του Θεού, δεν μπορεί να μείνει αργή, δεν μπορεί να μείνει χωρίς έργο. Θέλει από ευγνωμοσύνη ν' ανταποδώσει. Θέλει να τα δώσει όλα, γιατί δια Ιησού Χριστού της δόθηκαν όλα. 
      Δύο δρόμους μας παρουσιάζει τούτη η παραβολή. Ο ένας είναι ο δρόμος της τυπικής θρησκείας και ο άλλος ο δρόμο της χάρης, της αγάπης, της λατρείας και της ψυχικής και πνευματικής σύνδεσης του ανθρώπου με το Θεό. Το ερώτημα είναι σε ποιο δρόμο βρίσκομαι. Στο βιβλίο του "Εκκλησιαστή" αναφέρεται: «υπάρχει οδός ήτις φαίνεται ορθή εις τον άνθρωπον, αλλά τα τέλη αυτής είναι οδοί θανάτου» (Παροιμίαι ΙΣ/16: 25). 
        Καθώς ο Κύριος έρχεται, τα σημεία των καιρών βοούν, τα βήματά Του ακούγονται, η προτροπή του προφήτη Αμώς (κεφ. Δ/4: 12) είναι πιο επίκαιρη από κάθε άλλη φορά: «ετοιμάσθητι να απαντήσης τον Θεόν σου». Ας περιμένουμε το χαμόγελο του Θεού και ας είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε από το στόμα Του: «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου». ---

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Ο ΞΕΝΟΣ, Ο ΑΛΛΟΓΕΝΗΣ, Ο ΑΙΘΙΟΠΑΣ.

 

Βιβλίο Προφήτη  «ΙΕΡΕΜΙΑ»,  κεφ. ΛΗ/38,   εδ. 1 - 13.     (Παλαιά Διαθήκη).

1 Και ήκουσαν Σεφατίας ο υιός του Ματθάν και Γεδαλίας ο υιός του Πασχώρ και Ιουχάλ ο υιός του Σελεμίου και Πασχώρ ο υιός του Μαλχίου τους λόγους, τους οποίους ο Ιερεμίας ελάλησε προς πάντα τον λαόν, λέγων, 
2 Ούτω λέγει Κύριος Όστις κάθηται εν τη πόλει ταύτη, θέλει αποθάνει υπό μαχαίρας, υπό πείνης και υπό λοιμού αλλ' όστις εξέλθη προς τους Χαλδαίους, (Βαβυλώνιους) θέλει ζήσει και η ζωή αυτού θέλει είσθαι ως λάφυρον εις αυτόν, και θέλει ζήσει 
3 ούτω λέγει Κύριος Η πόλις αύτη θέλει εξάπαντος παραδοθή εις την χείρα του στρατεύματος του βασιλέως της Βαβυλώνος και θέλει κυριεύσει αυτήν. 
4 Και είπον οι άρχοντες προς τον βασιλέα, Ας θανατωθή, παρακαλούμεν, ο άνθρωπος ούτος διότι εκλύει ούτω τας χείρας των ανδρών των πολεμιστών των εναπολειφθέντων εν τη πόλει ταύτη και τας χείρας παντός του λαού, λαλών προς αυτούς τοιούτους λόγους διότι ο άνθρωπος ούτος δεν ζητεί το καλόν του λαού τούτου αλλά το κακόν. 
5 Και είπε Σεδεκίας ο βασιλεύς, Ιδού, εις την χείρα σας είναι διότι ο βασιλεύς δεν δύναται ουδέν εναντίον σας. 
6 Τότε έλαβον τον Ιερεμίαν, και έρριψαν αυτόν εις τον λάκκον του Μαλχίου υιού του Αμμέλεχ τον εν τη αυλή της φυλακής, και κατεβίβασαν τον Ιερεμίαν διά σχοινίων και εν τω λάκκω δεν ήτο ύδωρ αλλά βόρβορος, και εχώθη ο Ιερεμίας εις τον βόρβορον. 
7 Και ότε ήκουσεν Αβδέ-μέλεχ ο Αιθίοψ, εις των ευνούχων, ο εν τη οικία του βασιλέως, ότι έβαλον τον Ιερεμίαν εις τον λάκκον, ενώ ο βασιλεύς εκάθητο εν τη πύλη Βενιαμίν, 
8 εξήλθεν ο Αβδέ-μέλεχ εκ της οικίας του βασιλέως και ελάλησε προς τον βασιλέα, λέγων, 
9 Κύριέ μου βασιλεύ, οι άνθρωποι ούτοι έπραξαν κακά εις όσα έκαμον εις τον Ιερεμίαν τον προφήτην, τον οποίον έρριψαν εις τον λάκκον και αυτός ήθελεν αποθάνει υπό πείνης εν τω τόπω όπου είναι, διότι δεν είναι πλέον άρτος εν τη πόλει. 
10 Και προσέταξεν ο βασιλεύς τον Αβδέ-μέλεχ τον Αιθίοπα, λέγων, Λάβε εντεύθεν τριάκοντα ανθρώπους μετά σου και αναβίβασον τον Ιερεμίαν τον προφήτην εκ του λάκκου, πριν αποθάνη. 
11 Και έλαβεν ο Αβδέ-μέλεχ τους ανθρώπους μεθ' εαυτού, και εισήλθεν εις την οικίαν του βασιλέως υπό το θησαυροφυλάκιον, και εκείθεν έλαβε παλαιά ράκη και παλαιά σεσηπότα αποφόρια και κατεβίβασεν αυτά διά σχοινίων εις τον λάκκον προς τον Ιερεμίαν. 
12 Και είπε προς τον Ιερεμίαν Αβδέ-μέλεχ ο Αιθίοψ, Βάλε τώρα τα παλαιά ράκη και τα σεσηπότα αποφόρια υπό τας μασχάλας σου, υποκάτω των σχοινίων. Και έκαμεν ο Ιερεμίας ούτω. 
13 Και έσυραν τον Ιερεμίαν διά των σχοινίων και ανεβίβασαν αυτόν εκ του λάκκου και έμεινεν ο Ιερεμίας εν τη αυλή της φυλακής. 

        ΣΧΟΛΙΑ: 
     Βρισκόμαστε λίγο πριν από το έτος 587 π.Χ. που έγινε η κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία. Ο πιστός στο Θεό βασιλιάς Ιωσίας, που είχε βασιλεύσει για 31 χρόνια, από 639 – 608 π.Χ έχει σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης. Μετά απ’ αυτόν έγινε βασιλιάς ο Ιωάχαζ, ο οποίος βασίλευσε για τρεις μήνες και φέρθηκε αιχμάλωτος στην Αίγυπτο. Ακολουθούν ο Ιωακείμ (608 – 597), ο Ιωαχείν, που βασίλευσε για τρεις μήνες και φέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Ακολουθεί ο Σεδεκίας, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος και ταυτόχρονα ο πιο τραγικό βασιλιάς του "Ιούδα", του οποίου η βασιλεία κράτησε 11 χρόνια (597 – 586 πΧ.) Ο Σεδεκίας φαίνεται να είχε φιλικά αισθήματα για τον Ιερεμία πλην όμως ήταν άβουλος και θύμα των κολάκων που τον περιτριγύριζαν.
      Ο Προφήτης Ιερεμίας ή αλλιώς «ο θρηνών προφήτης», άρχισε τη δράση του στο βασίλειο του Ιούδα γύρω στο 626 π.Χ. που ήταν και το 13ο έτος του Βασιλιά Ιωσία. Η δράση του κράτησε σαράντα χρόνια και φθάνει μέχρι το ενδέκατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία. Παρατηρώντας την εσωτερική κατάσταση, βλέπουμε ότι ήδη το βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ καθώς και ένα μεγάλο μέρος από το νότιο Βασίλειο (βασίλειο του Ιούδα) έχουν καταλυθεί και μόνον η Ιερουσαλήμ έχει μείνει. Ο λαός παρά τις αντίξοες συνθήκες εξακολουθεί να αγνοεί τις προειδοποιήσεις των Προφητών και συνεχίζει να ζει μέσα στην αμαρτία, την αποστασία, την ειδωλολατρία και την ανηθικότητα, αγνοώντας το Θεό και το θέλημά Του και προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα από ανθρώπινες συμμαχίες, χωρίς κανείς να σκέπτεται το Θεό και να επικαλείται το όνομά Του. 
     Στη διεθνή σκηνή παρατηρούμε να υπάρχει ένας σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ της Ασσυρίας (605-332 π.Χ.) της Βαβυλώνας και της Αιγύπτου (3100-332) για την κυριαρχία του κόσμου. Επί τριακόσια χρόνια η Ασσυρία, με πρωτεύουσα τη Νινευή, είχε κυριαρχήσει του κόσμου και ήδη βρισκόταν σε έντονη παρακμή. Η Αίγυπτος που πριν από 1.000 χρόνια ήταν κοσμοκράτειρα είχε κι αυτή παρακμάσει και προσπαθούσε να κρατηθεί. Η μόνη ανερχόμενη δύναμη ήταν η Βαβυλώνα η οποία τελικά και υπερίσχυσε για  εβδομήντα περίπου χρόνια (605 – 539 π.Χ.). 
      Ο πρ. Ιερεμίας μετά από αποκάλυψη του Θεού επέμενε σταθερά και αμετακίνητα ότι μέσα από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων νικητής θα έβγαινε η Βαβυλώνα. Για το σκοπό αυτό συμβούλευε τους άρχοντες της Ιερουσαλήμ να παραδοθούν στο βασιλιά της Βαβυλώνας και να μην κάνουν συμμαχίες με άλλους βασιλείς γιατί αυτοί θα ηττηθούν. Η εμμονή του αυτή είχε σαν αποτέλεσμα οι εχθροί του να τον κατηγορούν ότι ήταν προδότης και εργαζόταν για το καλό των εχθρών τους, των Βαβυλωνίων. Ο Ιερεμίας είχε πολλούς εχθρούς, γιατί ήταν άνθρωπος πιστός στο Θεό, σταθερός, ακέραιος, αλύγιστος και έλεγε πάντοτε την αλήθεια. Δε γνώριζε από κολακείες και από "ωραία" ψεύτικα λόγια. 
    Μία μέρα, καθώς ο Ιερεμίας έβγαινε από την Ιερουσαλήμ για προσωπική του υπόθεση, τον έπιασαν κάποιοι αξιωματούχοι του βασιλιά και τον φυλάκισαν σ’ ένα μπουντρούμι. Αργότερα ο βασιλιάς Σεδεκίας τον ελευθέρωσε. Ο Ιερεμίας συνέχισε να είναι της άποψης ότι θα έπρεπε να παραδοθούν στους Βαβυλώνιους και να μη δώσουν μάχη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και πάλι για δήθεν αντεθνική στάση. Στη συνέχεια πήραν την άδεια από το βασιλιά Σεδεκία και έριξαν τον άνθρωπο του Θεού μέσα σ’ ένα πηγάδι γεμάτο λάσπη, θεωρώντας ότι εκεί σε μικρό χρονικό διάστημα θα πέθαινε από την πείνα και έτσι θα απαλλάσσονταν από τον ενοχλητικό αυτό άνθρωπο, που ποτέ δε συμφωνούσε με τα άνομα σχέδιά τους. 
      Είναι γεγονός ότι τον άνθρωπο που είναι πιστός στο Θεό, σταθερός στις αρχές του, ανένδοτος σε ανθρώπινους συμβιβασμούς, κάποιο «πηγάδι» περιμένει να τον δεχτεί. Ο ίδιος ο Κύριος μας έχει προειδοποιήσει με τα λόγια: «Δεν είναι δούλος μεγαλύτερος του κυρίου αυτού. Εάν εμέ εδίωξαν, και σας θέλουσι διώξει» (Ιωάννης ΙΕ/15: 20). Ο Απ. Παύλος γράφει προς τον Τιμόθεο: «Συ λοιπόν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού» (Β’ Τιμοθέου Β/2: 3). Πουθενά ο λόγος του Θεού δεν αναφέρει τη φράση «καλοπάθησον». 
       Ο Ιερεμίας, ο άνθρωπος που είχε υπηρετήσει το Θεό με όλες του τις δυνάμεις, που τα έβαζε με βασιλείς και αξιωματούχους χάριν της αλήθειας, βρίσκεται τώρα μέσα σ’ ένα πηγάδι λίγο πριν από το θάνατο. Φανταστείτε τη σκηνή, τη δύσκολη τούτη ώρα να έρχεται ο εχθρός και να του ψιθυρίζει: «Τι κατάφερες στη ζωή σου Ιερεμία, σε λίγο πεθαίνεις, που είναι ο Θεός σου τον οποίο με τόση πίστη υπηρέτησες, να σε ελευθερώσει;» «Τι κατάφερες Ιώβ που έμεινες πιστός στο Θεό; Έχασες τα παιδιά σου, την περιούσια του, την υγεία σου δε σου μένει τίποτα πλέον, βλαστήμα το Θεό και πέθανε» (Ιώβ Β/2: 9). Όλα αυτά μοιάζουν με "καπνογόνα" με τα οποία ο εχθρός προσπαθεί να κρύψει τη δύναμη του Θεού και να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του ανθρώπου. Ας ησυχάζουμε και ας φέρνουμε με πίστη το όποιο πρόβλημα μας  απασχολεί μπροστά στο Θεό. 
      Αλήθεια τι μπορεί να κάνει ο Θεός σε μια τόσο δύσκολη και αδιέξοδη κατάσταση; Ο λόγος Του  μας αναφέρει: «Εις δε τον δυνάμενον υπερεκπερισσού να κάμη υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν» (Εφεσίους Γ/3: 20). Ο Θεός μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα από εκείνα τα οποία εμείς ζητούμε να κάνει ή εννοούμε. Ας προσέξουμε μην μας πλανήσει το ρολόι του χεριού μας. Μην πούμε ποτέ πως πέρασε μια μέρα, μια βδομάδα, ένας χρόνος και δεν πήραμε απάντηση στο αίτημά μας. Το "ρολόι" του Θεού είναι διαφορετικό από το "ρολόι" των ανθρώπων. «ο Κύριος γνωρίζει να ελευθερώνει από τον πειρασμό τούς ευσεβείς, τους δε άδικους να τους διατηρεί για την ημέρα τής κρίσης, ώστε να τιμωρούνται» (Β’ Πέτρου Β/2: 9). 
      Πάρα πολλοί άνθρωποι θα άκουσαν για όλα αυτά που συνέβησαν στο Ιερεμία. Μπορεί να είχε πολλούς εχθρούς, όμως σίγουρα θα είχε και κάποιους φίλους, που ασφαλώς θα συγκινήθηκαν και θα λυπήθηκαν βαθιά γι’ αυτό που συνέβη. Μέσα απ’ αυτά τα γεγονότα άλλοι θα είπαν: «είναι άδικο, ήταν τόσο καλός άνθρωπος», κάποιοι άλλοι «μα ο ευλογημένος ήταν πολύ φανατικός, πήγαινε γυρεύοντας» και κάποιοι θα αδιαφόρησαν για το γεγονός, πνιγμένοι μέσα στα δικά τους προβλήματα. Έτσι λοιπόν τα νέα για την τραγική κατάσταση του Ιερεμία, αφού "πέρασαν" από τα αυτιά πολλών γνωστών και φίλων, χωρίς να υπάρξει καμία ανταπόκριση, έφτασαν και στ’ αυτιά ενός ξένου, του οποίου το όνομα ήταν Έβεδ Μέλεχ και ο οποίος καταγόταν από την Αιθιοπία
     Ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος φαίνεται να είχε κάποια εξουσία, σπλαχνίστηκε τον πονεμένο Ιερεμία και ζήτησε από το Βασιλιά να του επιτρέψει να ανασύρει αυτόν το άνθρωπο από το πηγάδι. 
       Κάποτε ο Κύριος θέλησε να δείξει μέσα από το λαό Του έναν άνθρωπο αγάπης και ελέους και δε μπόρεσε να βρει ούτε έναν! Έτσι αναγκάστηκε να αναφερθεί σε έναν ξένο, έναν αλλογενή, ένα καταφρονημένο Σαμαρείτη. Λέγει χαρακτηριστικά ο Κύριος: «Σαμαρείτης δε τις οδοιπορών ήλθεν εις τον τόπον όπου ήτο, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη και πλησιάσας έδεσε τας πληγάς αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, και επιβιβάσας αυτόν επί το κτήνος αυτού, έφερεν αυτόν εις ξενοδοχείον και επεμελήθη αυτού» (Λουκάς Ι/10: 33,34). Σε μία άλλη περίπτωση, ο Κύριος καθώς παρατηρεί τη συμπεριφορά ενός εθνικού Ρωμαίου Εκατόνταρχου, ομολογεί με έκπληξη: «Αληθώς σας λέγω, ουδέ εν τω Ισραήλ εύρον τοσαύτην πίστιν» (Ματθαίος Η/8: 10 & Λουκάς Ζ/7: 9). Δεν υπήρχε μέσα στο λαό του Θεού άνθρωπος που να έχει την πίστη στο Θεό τούτου του αλλογενούς. 
      Ο μελαψός, ο ξένος, ο Αιθίοπας, σπλαχνίστηκε τον Ιερεμία. Η συμπεριφορά του έχει να δώσει ένα μάθημα στον καθένα μας, καθώς η ανθρώπινη καλοσύνη γίνεται όλο και πιο σπάνια στις ημέρες μας. Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει: «επειδή θέλει πληθυνθή η ανομία, η αγάπη των πολλών θέλει ψυχρανθή» (Ματθαίος ΚΔ/24: 12). Το αρχαίο κείμενο αναφέρει: «και δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών». Ζούμε στην εποχή των "παγετώνων της αγάπης", γι’ αυτό το λόγο το παράδειγμα του Αιθίοπα μας είναι πολύτιμο. 
      Ας παρακολουθήσουμε πιο στενά τούτον τον ξένο άνθρωπο και ας παρατηρήσουμε πως ενήργησε. Καθώς άκουσε για την αδικία που έγινε σε βάρος κάποιου άλλου ανθρώπου, λυπήθηκε πάρα πολύ γι’ αυτό που συνέβη, αλλά δεν έμεινε μόνον εκεί. Σηκώθηκε, πήγε βρήκε το βασιλιά και του είπε: «Κύριέ μου, βασιλιά, αυτοί οι άνθρωποι έπραξαν κακά σε όσα έκαναν στον προφήτη Ιερεμία, που τον έριξαν στον λάκκο αυτός, όμως θα πέθαινε από την πείνα στον τόπο όπου είναι επειδή, δεν υπάρχει πλέον ψωμί στην πόλη» (εδ. 9). Ο ξένος αυτός άνθρωπος χάρη στο θάρρος του και την πρακτική του αγάπη κατάφερε να αποσπάσει βασιλική διαταγή, για να σώσει τον Ιερεμία. Τώρα με την εντολή στο χέρι και με τριάντα ακόμα ανθρώπους σπεύδει για το πηγάδι του θανάτου. 
      Η αληθινή, η γνήσια καλοσύνη δεν είναι ωραία και συγκινητικά λόγια, δεν είναι φιλολογία, είναι: "Πράξη". Καλό είναι να έχεις φιλικά αισθήματα και να διακατέχεσαι από φιλάνθρωπες σκέψεις για τους άλλους, όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Όπου υπάρχει ανάγκη τα συναισθήματα αυτά θα πρέπει να μεταφράζονται και σε πράξεις. Κάποιος είπε: «το γνήσιο της καλοσύνης μας θα κριθεί από το αν βρήκε αυτή τον τρόπο να εκδηλωθεί με έργα και μάλιστα με έργα που θα γίνουν όσο ακόμα είναι καιρός». Αν δεν βρήκε τον τρόπο, δεν είναι γνήσια καλοσύνη. Τι νόημα θα είχε να συμβούν όλα αυτά λίγες ώρες ή μέρες αργότερα που ο άνθρωπος θα είχε πεθάνει; Παρατηρούμε στις ημέρες μας οι εκδηλώσεις καλοσύνης των ανθρώπων να παίρνουν μεταθανάτιο χαρακτήρα. Έτσι όμως εκδηλώνεται η καλοσύνη, όταν πλέον είναι πολύ αργά. Δεν πάω να δω κάποιον στο Νοσοκομείο, να του προσφέρω κάτι που έχει ανάγκη ή ακόμα και του πω δύο λόγια παρηγοριάς, αλλά είμαι πρώτος στην κηδεία του, στα μνημόσυνα και σε όλες τις μεταθανάτιες εκδηλώσεις, λέγοντας μάλιστα και τα καλύτερα λόγια για τον αποθανόντα. 
      Ας το κλείσουμε εδώ το θέμα, για να ανοίξουμε κάποιο άλλο. Ο Ονησιφόρος πήγε από την Μ. Ασία στη Ρώμη, ταξιδεύοντας με σαπιοκάραβα της εποχής μέσα στη Μεσόγειο, για να συναντήσει στις φυλακές τον Απ. Παύλο, για να τον στηρίξει και να του πάει ό,τι είχε ανάγκη. Ο Απ. Παύλος λέει με συγκίνηση «αλλ' ότε ήλθεν εις την Ρώμην, με εζήτησε μετά σπουδής πολλής και με εύρεν» (Β’ Τιμοθέου Α/1: 17). Πήγε, έψαξε με πολλή σπουδή, με μεγάλο ενδιαφέρον, ρώτησε, δε κουράστηκε, δεν απελπίστηκε και τελικά τον βρήκε. Έχετε σκεφτεί ποτέ πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που έκανε, πόσο θάρρος, πόση δύναμη ήθελε να περνάς μέσα από τις φυλακές της Ρώμης και να ρωτάς για τον "Παύλο το Χριστιανό", την εποχή που ένα μόνον νεύμα ενός αξιωματούχου αρκούσε, για να σε οδηγήσουν στην γκιλοτίνα. 
      Το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά είναι: «Η πραγματική καλοσύνη κοστίζει». Πάντοτε υπάρχει ένα τίμημα που θα πρέπει να πληρωθεί. Πολλοί, όπως είπαμε, θα συμπαθούσαν τον Ιερεμία και θα είχαν στεναχωρηθεί πολύ γι’ αυτό που του συνέβη, όμως ένας βρέθηκε κοντά του μέσα στο πηγάδι. Και εδώ δεν ήταν εύκολο το εγχείρημα. Στον κύκλο των αξιωματούχων κλπ ήταν μισητό πρόσωπο ο Ιερεμίας, λόγω της ακλόνητης πίστης του και το κύκλωμα που τον έριξε στο πηγάδι ήταν ισχυρό. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ήταν πολύ επικίνδυνο, όχι να ενδιαφέρεται, αλλά και να μιλά κανείς γι’ αυτόν. Έτσι λοιπόν οι πολλοί αρκέστηκαν σε κάποια ωραία λόγια συμπάθειας και αλληλεγγύης. 
       Μέσα απ’ αυτήν την ιστορία θα πρέπει να εξετάσουμε μία ακόμα βασική λεπτομέρεια. Όταν ο Εβεδ Μέλεχ έλαβε τη βασιλική άδεια για να ανασύρει τον Ιερεμία, δεν πήγε κατ’ ευθείαν στο πηγάδι, πέρασε πρώτα από κάποιο ιδιαίτερο διαμέρισμα του παλατιού, ίσως να ήταν μια αίθουσα ιματισμού και έλαβε κάποια παλιά ράκη, κάποια κουρέλια, τα οποία τα έριξε μέσα στο πηγάδι συμβουλεύοντας τον Ιερεμία να τα βάλει κάτω από τις μασχάλες του, έτσι ώστε να μην τον έγδερναν τα σχοινιά, καθώς θα τον τραβούσαν επάνω. Ίσως πει κάποιος: «μα είναι αναγκαίο αυτό;» Εδώ θα σωζόταν η ζωή του ανθρώπου, τι κι αν θα υπήρχαν και κάποιες εκδορές στο σώμα του; Ας προσέξουμε τις λεπτομέρειες για κάθε τι που θα προσφέρουμε στο συνάνθρωπο, έτσι ώστε να μην του προξενήσουμε ψυχικά ή άλλα τραύματα. Δεν θα πρέπει το γεγονός αυτό να είναι λόγος επίδειξης, προβολής μας ή υποτίμησης του άλλου, ούτε να προβάλουμε με κάθε τρόπο αυτό που προσφέραμε.  
        Ο νους μας θα πρέπει να είναι πάντοτε συγκεντρωμένος στην ανάγκη του συνανθρώπου, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε και τα «ράκη», γιατί μέσα απ’ αυτά θα φανεί η  τελειότητα  και η  λεπτότητα  των αισθημάτων μας. Ο Θεός καθώς αποβλέπει στο περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου (Α’ Σαμουήλ ΙΣ/16: 7) ποτέ δε θα επαινέσει την πράξη μας, αλλά τα κίνητρα της πράξης μας. Ο λόγος του Θεού είναι  κατηγορηματικός.  Ο  Θεός  δεν  αγαπά  κάθε δότη (καθένα που προσφέρει), αλλά  «τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός» (Β’ Κορινθίους Θ/9: 7). Ο Θεός αγαπάει εκείνον τον άνθρωπο που προσφέρει με αγάπη, με ειλικρίνεια, με ενδιαφέρον, με ευχαρίστηση, «ουχί με λύπην ή εξ ανάγκης».
       Ας παρατηρήσουμε τούτο το πρόσωπο, τον Έβεδ Μέλεχ, με ιδιαίτερη προσοχή. Είναι ένας μελαψός Αιθίοπας και ανήκε σε ένα ξένο έθνος, το οποίο πολλές φορές το περιφρονούσαν οι Ιουδαίοι. Κανένας δεσμός δεν υπήρχε που να συνδέει τον άνθρωπο αυτό με τον Ιερεμία. Καθώς   πληροφορήθηκε τα γεγονότα, θα μπορούσε να σκεφτεί: «Αν οι ομοεθνείς του τον έριξαν τον Ιερεμία στο πηγάδι, αν κανένας από τους δικούς του δεν έκανε κάτι για να τον σώσει, γιατί να ενδιαφερθώ εγώ, γιατί να πάω να μπερδευτώ σε ξένες υποθέσεις;» Όλα αυτά ο ξένος αυτός τα αγνόησε και ενήργησε με καλοσύνη, με ανθρωπιά, με ενδιαφέρον. 
      Ο Βασιλιάς Σεδεκίας ήταν άβουλος και αναποφάσιστος, εκτιμούσε τον Ιερεμία και πολλές φορές τον συμβουλευόταν, όμως δεν είχε το σθένος να αντισταθεί στην «κλίκα» και στις επιθυμίες κάποιων αυλικών του. Ίσως να είχε σκεφτεί, άραγε δε θα έρθει κάποιος από τους φίλους του να μεσιτεύσει για τον Ιερεμία; Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και έρχεται ένας Αιθίοπας, ένας ξένος, ένας αλλογενής, να ζητήσει έλεος για τον προφήτη του Θεού. Όταν οι δικοί του τον εγκατέλειψαν, ο ξένος ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Ο Κύριος είχε πει κάποτε προς τους Φαρισαίους που Του ζητούσαν να επιπλήξει τους μαθητές Του που δοξολογούσαν το Θεό: «Και αποκριθείς είπε προς αυτούς Σας λέγω ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι θέλουσι φωνάξει» (Λουκάς ΙΘ/19: 40). Ένα «λιθάρι» ήταν τούτος ο Αιθίοπας που «έκραξε» την κατάλληλη ώρα για τη σωτηρία ενός ανθρώπου που διωκόταν άδικα. Ας προσέξουμε να μην είμαστε φειδωλοί σε πράξεις καλοσύνης. Ο ίδιος ο Κύριος μας δίδαξε: «αν αγαπήσετε αυτούς που σας αγαπούν, ποιον μισθό έχετε; Και οι τελώνες δεν κάνουν το ίδιο; Και αν χαιρετήσετε μονάχα τους αδελφούς σας, τι περισσότερο κάνετε; Και οι τελώνες δεν κάνουν έτσι; Να είστε, λοιπόν, εσείς τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας, που είναι στους ουρανούς, είναι τέλειος» (Ματθαίος Ε/5: 46-48). 
     Ο Απ. Παύλος γράφει: «Να έχετε καλοσύνη μέσα στην καρδιά σας ο ένας για τον άλλον» (Εφεσίους Δ/4: 32). Ας είναι η καρδιά μας και το μυαλό μας ανοικτά, έτσι ώστε τα όρια της καλοσύνης μας και της προσφοράς μας να είναι πλατιά και ευρύχωρα. Ας είμαστε πρόθυμοι να προσφέρουμε στην ανάγκη του συνανθρώπου μας και ας φροντίζουμε να ενεργούμε κάθε φορά, όσο αυτό γίνεται, «εν κρυπτώ», χωρίς φανφάρες, προβολές και διατυμπανίσεις και «και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ θέλει σοι ανταποδώσει εν τω φανερώ» (Ματθαίος Σ/6: 18). ---

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Η ΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΎ. 

Ευαγγέλιον «κατά Μάρκον», κεφ. ΙΣ/16, εδ. 1 – 6. 

1 Και αφού επέρασε το σάββατον, Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μήτηρ του Ιακώβου και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, διά να έλθωσι και αλείψωσιν αυτόν. 
2 Και πολλά πρωΐ της πρώτης ημέρας της εβδομάδος έρχονται εις το μνημείον, ότε ανέτειλεν ο ήλιος.
3 Και έλεγον προς εαυτάς Τις θέλει αποκυλίσει εις ημάς τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; 
4 Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι ο λίθος ήτο αποκεκυλισμένος διότι ήτο μέγας σφόδρα. 
5 Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εις τα δεξιά, ενδεδυμένον στολήν λευκήν, και ετρόμαξαν. 
6 Ο δε λέγει προς αυτάς Μη τρομάζετε Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ανέστη, δεν είναι εδώ ιδού ο τόπος, όπου έθεσαν αυτόν. 

        ΣΧΟΛΙΑ: 
     Αφού πέρασε το Σάββατο, πολύ πρωί της επόμενης μέρας ήρθαν στο μνήμα όπου είχαν θέσει το νεκρό Ιησού, η Μαρία η Μαγδαλινή, η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη, που ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη. O ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ακολουθούσαν και κάποιες άλλες γυναίκες (Λουκάς ΚΔ/24: 1). Σκοπός του ήταν ν’ αλείψουν με αρώματα το σώμα του Ιησού σύμφωνα με συνήθεια που υπήρχε την εποχή εκείνη. Γνώριζαν ότι στην είσοδο του μνήματος είχε κυλιστεί μια τεράστια πέτρα και ότι ο τάφος ήταν σφραγισμένος. Καθώς οδοιπορούσαν, συζητούσαν μεταξύ τους και έλεγαν: «Ποιος θα μας κυλίσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;». Πόσες φορές μέσα στη ζωή μια "μεγάλη πέτρα", ένα τεράστιο πρόβλημα δε μας έφερε σε αγωνία, σε στεναχώρια, σε αδιέξοδο;  
     Καθώς οι γυναίκες πλησίασαν στο μνημείο, διαπίστωσαν ότι η πέτρα είχε κυλιστεί και  όταν μπήκαν μέσα στο μνήμα, είδαν έναν άγγελο με μορφή λευκοντυμένου νεανίσκου και τρόμαξαν από την παρουσία του. Αμέσως ο άγγελος διέλυσε τους φόβους τους λέγοντάς τους ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, που είχαν σταυρώσει και είχαν θέσει σ’ αυτόν τον τάφο, είχε αναστηθεί. Ο τάφος ήταν άδειος. Η πέτρα είχε κυλιστεί, όχι για να βγει ο αναστημένος Χριστός, αλλά για να μπορέσουν οι γυναίκες εκείνες και μαζί μ’ αυτές και όλοι οι πιστοί, όλων των αιώνων, να βλέπουν τον άδειο τάφο. Μια μέρα οι τάφοι των πιστών ανθρώπων θα ανοιχτούν, καθώς «οι κοιμηθέντες εν Χριστώ αναστήσονται πρώτοι» (Α' Θεσσαλονικείς Δ/4: 16). 
    Ο Απ. Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής διακηρύττει προς τα παρευρισκόμενα πλήθη: «Θεός όμως ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών» (Πράξεις ΙΓ/13: 30). Όλοι όσοι είχαν πεθάνει είχαν φθαρεί, όμως ο Ιησούς Χριστός δεν είχε φθορά, το σώμα του δεν αποσυντέθηκε. Ο Θεός Tον ανάστησε από τους νεκρούς και πλέον ζει για πάντα στους ουρανούς και ανάμεσά μας. Μεγάλοι, διάσημοι, φιλόσοφοι, ιδρυτές διάφορων θρησκειών είναι νεκροί, μόνον ο Χριστός είναι ζωντανός και βρίσκεται στον ουρανό στα δεξιά του Πατέρα, «μεσιτεύων υπέρ ημών» (Ρωμαίους Η/8: 34). Εκεί στην παρουσία του Θεού δε ντρέπεται να ομολογεί το όνομα κάθε πιστού ανθρώπου και να τον αποκαλεί αδερφό Του (Εβραίους Β/2: 11). 
     Ο Απ. Πέτρος συνεχίζει: «Ότι δε ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, μη μέλλοντα πλέον να υποστρέψη εις την διαφθοράν, λέγει ούτως, ότι θέλω σας δώσει τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά. Διά τούτο και εν άλλω ψαλμώ λέγει Δεν θέλεις αφήσει τον όσιόν σου να ίδη διαφθοράν (Ψαλμός ΙΣ/16: 10). Διότι ο μεν Δαβίδ, αφού υπηρέτησε την βουλήν του Θεού εν τη γενεά αυτού, εκοιμήθη και προσετέθη εις τους πατέρας αυτού και είδε διαφθοράν εκείνος όμως, τον οποίον ο Θεός ανέστησε, δεν είδε διαφθοράν» (Πράξεις ΙΓ/13: 34-37). 
     Ο Θεός ανάστησε τον Κύριο Ιησού από τους νεκρούς και τώρα άφθαρτος ζει και βασιλεύει. Ο θάνατος μετά την ανάστασή Του δεν έχει καμία εξουσία πάνω Του. Ο Κύριος ζει και θα ζει εις τους αιώνες. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Σ/6, εδ. 9) αναφέρει: «γινώσκοντες ότι ο Χριστός αναστάς εκ νεκρών δεν αποθνήσκει πλέον, θάνατος αυτόν δεν κυριεύει πλέον». Η πίστη μας και η δύναμή μας βασίζεται στο γεγονός ότι ο αναστημένος Χριστός δε θα πεθάνει ποτέ ξανά. Θα ζει πάντοτε και θα είναι μαζί μας όλες τις ημέρες της ζωής μας. «ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθαίος ΚΗ/28: 20).Ο θάνατος που εξουσίασε πάνω Του για τρεις μέρες και τρεις νύχτες είναι νικημένος και δεν έχει πλέον καμία εξουσία πάνω σ’ Αυτόν. 
    «Θεός όμως ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών». Τι παρηγοριά, τι ζωντανή ελπίδα! Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Α’ Κορινθίους» (κεφ. ΙΕ/15, εδ. 3-8) θέλοντας να εξαλείψει κάθε αμφιβολία για την Ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς, αναφέρει: «Διότι παρέδωκα εις εσάς εν πρώτοις εκείνο, το οποίον και παρέλαβον, ότι ο Χριστός απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι ανέστη την τρίτην ημέραν κατά τας γραφάς και ότι εφάνη εις τον Κηφάν, έπειτα εις τους δώδεκα μετά ταύτα εφάνη εις πεντακοσίους και επέκεινα αδελφούς δια μιας, εκ των οποίων οι πλειότεροι μένουσιν έως τώρα, τινές δε και εκοιμήθησαν έπειτα εφάνη εις τον Ιάκωβον, έπειτα εις πάντας τους αποστόλους τελευταίον δε πάντων εφάνη και εις εμέ ως εις έκτρωμα». Επίσης κάνοντας μια αναδρομή στα Ευαγγέλια θα δούμε ότι οι μαθητές είδαν πολλές φορές τον Κύριο μετά την Ανάστασή Του. 
     Η ανάσταση του σώματος του Χριστού από τον τάφο αποδεικνύει τη θεότητα του Κυρίου και τη δυνατότητα που πλέον Αυτός έχει να σώζει δια της πίστεως τον αμαρτωλό και άξιο θανάτου άνθρωπο. Αυτή θα λέγαμε ότι είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της ανάστασης του Κυρίου. Κάποτε ο Κύριος συνάντησε το Σαούλ (μετέπειτα Απόστολο Παύλο) καθώς αυτός βάδιζε προς τη Δαμασκό για να κακοποιήσει τους Χριστιανούς (Πράξεις ΚΣ/26: 9-15). Μετά από την Ανάστασή Του ο Κύριος εμφανίζεται στους δρόμους κάθε ανθρώπου, εκεί που επέλεξε ο καθένας για να περπατήσει και τον καλεί να έρθει κοντά Του. «Έλα Θωμά να βάλεις το δάκτυλό σου στις πληγές μου, έλα Γιώργη, Μαρία….. να με γνωρίσεις». Τι ωραία πρόσκληση και πόσο «μακάριος» είναι εκείνος που ανταποκρίνεται στην πρόσκλησή Του. Ο λόγος του Θεού μας λέει ότι: «Πας ο πιστεύων επ' αυτόν δεν θέλει καταισχυνθεί» (Ρωμαίους Ι/10: 11). Δε θα ντραπεί και δε θα μετανιώσει ποτέ κανένας άνθρωπος που θα πιστέψει στον Ιησού Χριστό, που θα ακολουθήσει τους δρόμους Του. 
     Στη μελέτη αυτή θα ήθελα να εξετάσουμε τις συνέπειες που έχει στη ζωή των πιστών ανθρώπων η ανάσταση του Κυρίου Ιησού. Κάθε γεγονός που συμβαίνει γύρω μας, όσο σημαντικό και αν είναι, σιγά – σιγά με την παρέλευση του χρόνου μειώνεται μέσα στη ζωή μας. Η ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς δε μπορεί να μειωθεί, γιατί έχει τα ίδια αποτελέσματα στην ζωή των ανθρώπων όπως είχε και πριν από 2.000 χρόνια. 
     Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους» (κεφ. Δ/4, εδ. 25) αναφέρει: «όστις παρεδόθη διά τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών». Tα λόγια τούτα ξεκάθαρα αναφέρουν ότι ο Ιησούς παραδόθηκε για τις αμαρτίες μας  και η ανάστασή Του από τους νεκρούς αποτελεί την απόδειξη της δικαίωσης ενώπιον του Θεού όλων εκείνων οι οποίοι Τον δέχονται Σωτήρα και Κύριό τους. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να θεωρηθεί δίκαιος από το Θεό; Ο προφήτης Ησαΐας (κεφ. ΞΔ/64, εδ. 6), αναφέρει ότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι «ως ρυπαρόν ιμάτιον». Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Ρωμαίους», (κεφ. Γ/3, εδ. 10) «δεν υπάρχει δίκαιος ουδέ είς» και συνεχίζει στο εδ. 12: «Πάντες εξέκλιναν, ομού εξηχρειώθησαν δεν υπάρχει ο πράττων αγαθόν, δεν υπάρχει ουδέ εις». Η δικαίωση του πιστού ανθρώπου δεν οφείλεται στα έργα του, αλλά οφείλεται στο γεγονός του τέλειου και ολοκληρωμένου Έργου του Κυρίου Ιησού. Χωρίς την ανάσταση του Χριστού δε θα υπήρχε δικαίωση για τον άνθρωπο. Δίκαιος λοιπόν για το Θεό είναι εκείνος που πιστεύει στον εξιλεωτικό θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού, εκείνος που είναι ντυμένος με το «ιμάτιον σωτηρίας» του Ιησού Χριστού. Η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Ευαγγελίου της Χάρης του Θεού (Α'  Κορινθίους κεφ. ΙΕ/15).
    Συνεχίζει ο Απ. Παύλος: 
20 διότι εξ έργων νόμου δεν θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού επειδή διά του νόμου γίνεται η γνώρισις της αμαρτίας. 
21 Τώρα δε χωρίς νόμου η δικαιοσύνη του Θεού εφανερώθη, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών, 
22 δικαιοσύνη δε του Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας διότι δεν υπάρχει διαφορά 
23 επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, 
24 δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού, 
25 τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων διά της μακροθυμίας του Θεού, 
26 προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω παρόντι καιρώ, διά να ήναι αυτός δίκαιος και να δικαιόνη τον πιστεύοντα εις τον Ιησούν. 
27 Που λοιπόν η καύχησις; Εκλείσθη έξω. Διά ποίου νόμου; των έργων; Ουχί, αλλά διά του νόμου της πίστεως. 
28 Συμπεραίνομεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιούται διά της πίστεως χωρίς των έργων του νόμου. (Ρωμαίους Γ/3: 20-28). Ο Ιησούς Χριστός με το αίμα Του, με τη θυσία Του, μας έκανε δίκαιους μπροστά στο Θεό. 
     Ένα ακόμα αποτέλεσμα της ανάστασης του Κυρίου Ιησού από τους νεκρούς είναι η εκπλήρωση της επαγγελίας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή κάθε πιστού ανθρώπου. Στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» (κεφ. Β/2, εδ.22-23 & 32-33) αναφέρεται: 
22 Άνδρες Ισραηλίται, ακούσατε τους λόγους τούτους τον Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδρα αποδεδειγμένον προς εσάς από του Θεού διά θαυμάτων και τεραστίων και σημείων, τα οποία ο Θεός έκαμε δι' αυτού εν μέσω υμών, καθώς και σεις εξεύρετε, 
23 τούτον λαβόντες παραδεδομένον κατά την ωρισμένην βουλήν και πρόγνωσιν του Θεού, διά χειρών ανόμων σταυρώσαντες εθανατώσατε 

32 Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, του οποίου πάντες ημείς είμεθα μάρτυρες. 
33 Αφού λοιπόν υψώθη διά της δεξιάς του Θεού και έλαβε παρά του Πατρός την επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος, εξέχεε τούτο, το οποίον τώρα σεις βλέπετε και ακούετε. 
       Αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί δε θα μπορούσαμε να λάβουμε το Άγιο Πνεύμα. Ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος είναι μία ακόμα απόδειξη ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς. Για τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος είχε μιλήσει ο ίδιος ο Κύριος με τα λόγια: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν διότι δεν θέλει λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση θέλει λαλήσει, και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα». Αυτός είναι ο ρόλος και η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, να οδηγεί τον άνθρωπο «εν Χριστώ», να τον ελέγχει περί αμαρτίας, να του αποκαλύπτει τα μέλλοντα και να του χαρίζει δύναμη και βεβαιότητα για τη σωτηρία του, «να συμμαρτυρεί με το πνεύμα ημών ότι είμεθα τέκνα Θεού» (Ρωμαίους Η/8: 16). 
      Μέσα από την πίστη στο τέλειο Έργο του το Χριστού, το οποίο περιλαμβάνει τη σταυρική Του θυσία και την ένδοξη Ανάστασή Του από τους νεκρούς, ο άνθρωπος αναγεννιέται. Το έργο της αναγέννησης το διενεργεί ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο και είναι αναγκαία προϋπόθεση για να κληρονομήσει κανείς της βασιλεία των ουρανών (Ιωάννης Γ/3: 3). Ο Απ. Παύλος είναι κατηγορηματικός στην επιστολή «Α’ Κορινθίους» (κεφ. ΙΕ/15, εδ. 50): «λέω τούτο, αδελφοί, ότι σάρκα και αίμα δεν μπορούν να κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού ούτε η φθορά κληρονομεί την αφθαρσία». 
      Στην επιστολή "Α' Πέτρου" (κεφ. Α΄, εδ. 3) αναφέρεται: «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις κατά το πολύ έλεος αυτού ανεγέννησεν ημάς εις ελπίδα ζώσαν δια της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εκ νεκρών, εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον, πεφυλαγμένην εν τοις ουρανοίς δι' ημάς». 
     Συμπέρασμα: Αν ο Ιησούς δεν είχε αναστηθεί από τους νεκρούς, τότε δε θα υπήρχε αναγέννηση και συνεπώς η σωτηρία του ανθρώπου θα ήταν παντελώς αδύνατη. 
     Στην επιστολή «προς Εφεσίους» (κεφ. Β/2: 4-6), αναφέρεται: «ο Θεός όμως πλούσιος ων εις έλεος, δια την πολλήν αγάπην αυτού με την οποίαν ηγάπησεν ημάς και ενώ ήμεθα νεκροί δια τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι και συνανέστησε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις διά Ιησού Χριστού». 
     Σύμφωνα με τα λόγια αυτά του Απ. Παύλου ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς. Μαζί με τον αναστημένο Χριστό συναναστηθήκαμε και εμείς που πιστέψαμε σ’ Αυτόν. Καθώς ο Χριστός ήταν νεκρός και έγινε ζωντανός, γίναμε και εμείς, που είμαστε νεκροί για το Θεό εξαιτίας των παραβάσεων (Εφεσίους Β/2: 5) τις οποίες μας συγχώρησε, ζωντανοί. Ο Ιησούς μετά την ανάστασή Του κάθισε στα επουράνια εκεί μαζί Του κάθονται και όλοι οι πιστοί στο Χριστό (μας συνεκάθισε). Όλα αυτά θα υλοποιηθούν, όταν βρεθούμε μια μέρα στην παρουσία του Θεού. Εάν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί, καμία ελπίδα δε θα υπήρχε για τον πιστό άνθρωπο. Όμως «τώρα ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών, έγεινεν απαρχή των κεκοιμημένων» (Α’ Κορινθίους ΙΕ/15: 20). Έγινε η αρχή όλων εκείνων που πέθαναν και μια μέρα θα αναστηθούν για να απολαμβάνουν αιώνια την  παρουσία Του. 
     Μια μέρα, που μόνον ο Κύριος γνωρίζει, θα γίνει η ανάσταση των πιστών ανθρώπων που έχουν πεθάνει και θα ενωθούν με τους πιστούς του Χριστού που θα βρίσκονται στη ζωή (Α’ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18). Τότε θα βρεθούμε στην παρουσία Εκείνου έχοντας λάβει το αναστημένο σώμα του Κυρίου Ιησού. Ο Ιωάννης στην πρώτη επιστολή του αναφέρει: «Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού, και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι εξεύρομεν όμως ότι όταν φανερωθή, θέλομεν είσθαι όμοιοι με αυτόν, διότι θέλομεν ιδεί αυτόν καθώς είναι» (Α’ Ιωάννου Γ/3: 2). 
     Αλήθεια ποιο μπορεί να είναι το μήνυμα της ανάστασης για τον κάθε άνθρωπο; Το μήνυμα είναι ότι στο Γολγοθά πληρώθηκε η τιμή για τη σωτηρία μας. Τούτο το αδιαμφισβήτητο γεγονός βεβαιώθηκε με την Ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς. Μπορεί μία επιταγή να είναι σωστά συμπληρωμένη με όλα τα στοιχεία, ακόμα και να υπάρχει ρευστό αντίκρισμα που να την καλύπτει, άμα δεν έχει όμως την υπογραφή αυτού που την εξέδωσε, σε τίποτα δεν ισχύει. Η ανάσταση του Ιησού Χριστού φέρει την υπογραφή του Θεού και για τη δική μας ανάσταση και για τη δική μας αιώνια σωτηρία. Επειδή Αυτός ζει και εμείς θα ζήσουμε δι’ Αυτού. 
     Μετά απ’ όλα αυτά αγαπητοί και «Έχοντες αρχιερέα μέγαν, όστις διήλθε τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού, ας κρατώμεν την ομολογίαν. Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ' ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας. Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος και να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας» (Εβραίους Δ/4: 14). 

     Με τις σκέψεις αυτές θα ήθελα να ευχηθώ σε κάθε φίλη και κάθε φίλο του blog: «Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη, υγεία και οικογενειακή ευτυχία». ---

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ιούδας, ο Ισκαριώτης.

Ιούδας, ο Ισκαριώτης. 

 «κατά Ματθαίον», κεφ. ΚΣ/26, εδ. 47 - 50.
47 Και ενώ αυτός ελάλει έτι, ιδού, ο Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε, και μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού. 
48 Ο δε παραδίδων αυτόν έδωκεν εις αυτούς σημείον, λέγων Όντινα φιλήσω, αυτός είναι πιάσατε αυτόν. 
49 Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν. 
50 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Φίλε, διά τι ήλθες; Τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και επίασαν αυτόν. 

 «κατά Μάρκον», κεφ. ΙΔ/14, εδ. 10-11.
Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, υπήγε προς τους αρχιερείς, διά να παραδώση αυτόν εις αυτούς. 11 Εκείνοι δε ακούσαντες εχάρησαν και υπεσχέθησαν να δώσωσιν εις αυτόν αργύρια και εζήτει πως να παραδώση αυτόν εν ευκαιρία. 

 «κατά Λουκάν», κεφ. ΚΒ/22, εδ. 47,48. 
47 Ενώ δε αυτός ελάλει έτι, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, εις των δώδεκα, ήρχετο προ αυτών και επλησίασεν εις τον Ιησούν, διά να φιλήση αυτόν. 
48 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου; 

 «κατά Ιωάννην», κεφ. ΙΗ /18, εδάφ. 1 – 9. 
1 Αφού είπε ταύτα ο Ιησούς, εξήλθε μετά των μαθητών αυτού πέραν του χειμάρρου των Κέδρων, όπου ήτο κήπος, εις τον οποίον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί αυτού. 
2 Ήξευρε δε τον τόπον και Ιούδας ο παραδίδων αυτόν διότι πολλάκις συνήλθεν εκεί ο Ιησούς μετά των μαθητών αυτού. 
3 Ο Ιούδας λοιπόν, λαβών το τάγμα και εκ των αρχιερέων και Φαρισαίων υπηρέτας, έρχεται εκεί μετά φανών και λαμπάδων και όπλων. 
4 Ο δε Ιησούς, εξεύρων πάντα τα ερχόμενα επ' αυτόν, εξήλθε και είπε προς αυτούς Τίνα ζητείτε; 
5 Απεκρίθησαν προς αυτόν Ιησούν τον Ναζωραίον. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς Εγώ είμαι. Ίστατο δε μετ' αυτών και Ιούδας ο παραδίδων αυτόν. 
6 Καθώς λοιπόν είπε προς αυτούς ότι εγώ είμαι, απεσύρθησαν εις τα οπίσω και έπεσον χαμαί. 
7 Πάλιν λοιπόν ηρώτησεν αυτούς Τίνα ζητείτε; Οι δε είπον Ιησούν τον Ναζωραίον. 
8 Απεκρίθη ο Ιησούς Σας είπον ότι εγώ είμαι. Εάν λοιπόν εμέ ζητήτε, αφήσατε τούτους να υπάγωσι 9 διά να πληρωθή ο λόγος, τον οποίον είπεν, Ότι εξ εκείνων τους οποίους μοι έδωκας, δεν απώλεσα ουδένα. 

       ΣΧΟΛΙΑ : 
     Ο Ιούδας, ο Ισκαριώτης, υπήρξε ένας από τους μαθητές του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Ο Κύριος τον εξέλεξε, τον εμπιστεύτηκε, του ανέθεσε την επιμέλεια του κοινού ταμείου της ομάδας, (Ιωάννης ΙΓ/13: 29), τον ευλόγησε όπως και τους άλλους μαθητές και του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει θαύματα, να θεραπεύει, να εκδιώκει δαιμόνια, να κηρύττει (Ματθαίος Ι : 1-4 & Λουκάς Θ:1-6). Στο ΙΓ/13 κεφ. του «κατά Ιωάννην» ευαγγελίου στη διάρκεια του «μυστικού δείπνου», παρατηρούμε τον Κύριο να πλένει τα πόδια των μαθητών και να προλέγει ότι ένας από αυτούς θα τον προδώσει, χωρίς να τον αποκαλύπτει και συνεχίζοντας να του συμπεριφέρεται ευγενικά και φιλικά. Ακόμα και κείνη την κρίσιμη ώρα της προδοσίας και της παράδοσης του Κυρίου, που οι στρατιώτες τον είχαν περικυκλώσει, ο Κύριος με πολλή αγάπη απευθύνεται στον Ιούδα και του λέει: «φίλε {εταίρε} γιατί ήλθες;» (Ματθαίος ΚΣ/26: 50). Είναι ο πόνος της ψυχής του Κυρίου για κάθε ψυχή που επιλέγει τους δικούς της δρόμους και παραμένει μακριά Του. Γνωρίζει τις προθέσεις του, γνωρίζει τους άνομους σκοπούς του και παρ’ όλα αυτά ο Κύριος τον αποκαλεί «φίλο Του» και θλίβεται για όλα όσα θα επακολουθήσουν στη ζωή του. Πόσο μεγάλη είναι η καρδιά του Κυρίου, πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο! 
      Βρισκόμαστε στο βράδυ της Μεγάλη Πέμπτης. Η νύχτα αυτή θα μείνει στην παγκόσμια ιστορία σαν η πιο σκοτεινή νύκτα. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «Α΄ Κορινθίους», ΙΑ/11: 23 την αναφέρει ως «την νύκτα καθ' ην παρεδίδετο ο Ιησούς». Οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς και όλοι όσους τους ακολουθούσαν ήθελαν να συλλάβουν τον Ιησού, χωρίς όμως να προκαλέσουν αντιδράσεις από τον κόσμο που είχε πιστέψει σ’ Αυτόν και που είχε γνωρίσει τη δύναμή Του μέσα από τα θαύματα και τις άλλες πράξεις ευσπλαχνίας Του. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ως συγγραφέας των «Πράξεων των Αποστόλων», αναφέρει: «διήλθεν ευεργετών και θεραπεύων πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου, διότι ο Θεός ήτο μετ' αυτού». (Πράξεις Ι/10: 38). Οι διώκτες του Κυρίου στο πρόσωπο του Ιούδα, του μαθητή, βρήκαν τον κατάλληλο άνθρωπο, τον καλύτερο συνεργάτη που θα τους βοηθούσε στα άνομα σχέδιά τους. Έτσι ο Ιούδας με τη θέλησή του δέχτηκε να διαπράξει την πιο ανίερη πράξη όλων των αιώνων. Το όνομά του έχει πλέον συνδεθεί με τη χειρότερη προδοσία που έγινε ποτέ. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που έμεινε στην παγκόσμια ιστορία ως πρότυπο ενοχής, προδοσίας, άρνησης, αποστασίας, που ταυτίστηκε με την αχαριστία, την προδοσία, με την κακία του Κάϊν, (Γένεση Δ/4: 8) με τη μοχθηρία του Φαρισαίου που προσπαθούσε να εξοντώσει ηθικά έναν τελώνη, (Λουκάς ΙΗ/18: 11), με την ανταρσία και αυθάδεια του λεγόμενου "άσωτου υιού". (Λουκάς ΙΕ/15: 12).
    Αινιγματική φυσιογνωμία θα χαρακτηρίζαμε τον Ιούδα, το μαθητή του Κυρίου. Στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχουν πληροφορίες ως προς την καταγωγή του, την οικογένειά του, ακόμα και για τον τρόπο επιλογής του ως μαθητή του Κυρίου. Ως ταμίας έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στην αποφυγή κάθε περιττής, κατά τη γνώμη του, σπατάλης, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου που άλειψε τα πόδια του Ιησού με ένα πολύ ακριβό μύρο. (Ιωάννης ΙΒ/12: 3-5). Καθώς πληροφορείται το γεγονός αυτό, εκφράζει την έντονη αντίθεσή του λέγοντας πως, αν πουλούσαν το πανάκριβο αυτό μύρο, θα έβγαζαν τουλάχιστον τριακόσια δηνάρια, τα οποία θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες πολλών φτωχών ανθρώπων (Ιωάννης ΙΒ/12: 5). Το ποσό αντιστοιχούσε στα ημερομίσθια ενός εργάτη για ένα χρόνο. Ο Ιησούς του απαντάει πως για τους φτωχούς θα έχουν τη δυνατότητα να φροντίζουν για πάντα, για τον ίδιο όμως όχι. (ΙΒ/12: 8) και προσθέτει ότι «καλόν έργον έπραξεν» (Μάρκος ΙΔ/14: 6). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει σχετικά με την αγανάκτηση του Ιούδα. «Είπε δε τούτο ουχί διότι έμελεν αυτόν περί των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης και είχε το γλωσσόκομον και εβάσταζε τα βαλλόμενα εις αυτό» (Ιωάννης ΙΒ/12: 6). Ίσως να είναι σκληρός ο λόγος και βαθιά επηρεασμένος από την μετέπειτα πράξη του Ιούδα. Άλλωστε ο Ιούδας δε φαίνεται μέσα από τα βιβλικά κείμενα να είχε δείξει μέχρι τότε σημάδια κακού χαρακτήρα. Γι’ αυτό τόσο ο Ιωάννης, όσο και Λουκάς αναφέρουν πως ο διάβολος έβαλε στον Ιούδα την ιδέα της προδοσίας «και αφού έγεινε δείπνος, ο δε διάβολος είχεν ήδη βάλει εις την καρδίαν του Ιούδα Σίμωνος του Ισκαριώτου να παραδώση αυτόν» (Ιωάννης ΙΓ/13: 2). 
     Ας παρατηρήσουμε τα γεγονότα όπως τα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές: Ο Ιησούς προσεύχεται στον κήπο της Γεθσημανή το βράδυ μετά τον Μυστικό Δείπνο. Λίγο παραπέρα τον περιμένουν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι υπόλοιποι μαθητές έχουν πάει για ύπνο. Ξαφνικά ακούγεται φασαρία. Έρχεται ο Ιούδας ακολουθούμενος από όχλο πολύ. Ρωμαίοι στρατιώτες και άνθρωποι των αρχιερέων κρατάνε φανούς, ξίφη και ξύλα. Ο Ιούδας πλησιάζει τον Ιησού και του λέει: «Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε Χαίρε, Ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθαίος ΚΣ/26: 49). Αυτό ήταν. Η προδοσία έχει συντελεστεί. 
     Η ιστορία όμως δε σταματάει εδώ. Ο Ιησούς απαντάει στον Ιούδα: “Με φίλημα ήρθες να προδώσεις τον Υιό του Ανθρώπου;” (Λουκάς ΚΒ/22: 48). Την ίδια στιγμή οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τον Ιησού και του δένουν τα χέρια. Ο Πέτρος αντιδρά. Βγάζει ένα μαχαίρι και κόβει το αυτί ενός δούλου του αρχιερέα που συνόδευε τους στρατιώτες. Ο Ιησούς τον επιπλήττει με τα λόγια: «Τότε λέγει προς αυτόν ο Ιησούς Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής διότι πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν διά μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή» (Ματθαίος ΚΣ/26: 52). Ύστερα ρωτάει τους ανθρώπους που ήρθαν να τον συλλάβουν: «Γιατί ήρθατε με μαχαίρια και ξύλα να με συλλάβετε; Κάθε μέρα καθόμουν κοντά σας και δίδασκα στο ιερό. Γιατί δε με πιάσατε τότε». Εδώ τελειώνει η ιστορία της σύλληψης του Ιησού. Ακολούθως θα οδηγηθεί στον Άννα και στον Καϊάφα κι από εκεί στον Πόντιο Πιλάτο με τη γνωστή συνέχεια. 
    Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν στο ευαγγέλιο πως ο Ιούδας έκανε ό,τι έκανε αποκλειστικά για τα τριάντα αργύρια. «τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια». (Ματθαίος ΚΣ/26: 15). Τι ήταν αυτά τα αργύρια; Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ήταν τα λεγόμενα Σέκελ της Τύρου, που είχαν βάρος 15 γραμμάρια το καθένα. Το ποσό δεν φαίνεται σημαντικό για μια τόσο μεγάλη πράξη και δεν πείθει ότι έγινε αποκλειστικά και μόνον για τα χρήματα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διερευνήσουμε και άλλες πτυχές μέσα από τη ζωή του Ιούδα και να μην αρκεστούμε στη φιλαργυρία του, αλλά να εξετάσουμε πολύπλευρα τη ζωή του με σκοπό να εντοπίσουμε τα αίτια, τις αφορμές και κάθε τι άλλο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια τόσο μεγάλη πράξη προδοσίας. 
    Ερμηνευτές και ιστορικοί της Καινής Διαθήκης συμφωνούν ότι ο Ιούδας διατηρούσε στενές σχέσεις με το «κίνημα των Ζηλωτών». Τι ήταν οι Ζηλωτές; Ήταν ένα κίνημα που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των πτωχών τάξεων απέναντι στους πλούσιους, τους υπερέχοντες και τους δυνατούς. Οι σχέσεις τους με τους Ρωμαίους ήταν πάντα πολύ κακές, γιατί τους θεωρούσαν κατακτητές, τους μισούσαν και με κάθε τρόπο τους πολεμούσαν. Δεν παραδέχονταν καμία ανθρώπινη εξουσία παρά μόνο αυτήν του Θεού και προτιμούσαν να υποστούν τα φρικτότερα βασανιστήρια παρά να αναγνωρίσουν, πολύ περισσότερο να υποταχθούν σε κάποια ανθρώπινη εξουσία. Πίστευαν ότι πραγματοποίηση της μεσσιανικής λύτρωσής τους από τον ξένο Ρωμαϊκό ζυγό θα ερχόταν με την έλευση από το Θεό του αναμενόμενου Μεσσία, αλλά και αυτοί, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, δε θα έπρεπε να μείνουν απαθείς αλλά να συμμετέχουν με κάθε αντίδραση και εναντίωση, με επαναστάσεις και ένοπλους αγώνες κατά των κατακτητών. 
    Οι Ιουδαίοι και ιδιαίτερα η μερίδα των «Ζηλωτών» περίμεναν έναν Μεσσία – Βασιλιά περιβεβλημένο με κοσμική δύναμη και εξουσία που θα είχε ως κύρια αποστολή να καταλύσει με τα όπλα και με τη βία τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και την Ιουδαϊκή ολιγαρχία και να οδηγήσει τον Εβραϊκό λαό σε εθνική αποκατάσταση, σε ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και γενικά στην ικανοποίηση των κοινωνικών προσδοκιών τους. Περίμεναν ένα Μεσσία στα πρότυπα του Δαβίδ με βασιλικές ιδιότητες, ισχυρό και δυναμικό. Αυτές ήταν οι προσδοκίες τους και σε καμία περίπτωση δε θεωρούσαν ότι έχει προτεραιότητα η απελευθέρωση από την αμαρτία, η μετάνοια και άλλα παρόμοια που κήρυττε ο Ιησούς. Άμεση προτεραιότητα είχε η εθνική απελευθέρωση καθώς και η διατήρηση της θρησκευτικής παράδοσης του Ιουδαϊσμού. Ταύτιζαν την έλευση της βασιλείας του Μεσσία με την εθνική αποκατάσταση του Ισραήλ. Γι’ αυτό και η έννοια ενός πνευματικού Μεσσία χωρίς κοσμική δύναμη και χωρίς εμπλοκή στην εθνική υπόθεση απελευθέρωσης του Ισραήλ από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, ενός Μεσσία που κηρύττει μετάνοια, αγάπη, συγχώρηση των εχθρών και παρουσιάζει μια βασιλεία διαφορετική από τα άλλα βασίλεια, τους ήταν παντελώς ξένη, τελείως ακατανόητη και πολύ επικίνδυνη. 
     Απ’ αυτές τις Μεσσιανικές αντιλήψεις φαίνεται να ήταν επηρεασμένος ο Ιούδας. Η άρνηση του Κυρίου να αναλάβει ένα ρόλο κοσμικού βασιλιά και εθνικού απελευθερωτή των Ιουδαίων έφερε μεγάλο προβληματισμό στη σκέψη του Ιούδα, μείωσε τον αρχικό ενθουσιασμό που είχε για τον Κύριο και τον απογοήτευσε. Τα λόγια Κυρίου: «η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθαι, διά να μη παραδωθώ εις τους Ιουδαίους τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν». (Ιωάννης ΙΗ/18: 36) ήταν ακατανόητα γι’ αυτόν και τους ακολούθους του. 
     Είναι πολύ μπερδεμένος με τον Κύριο. Αντί ο Ιησούς να αξιοποιήσει το κύρος του και τη μεγάλη λαϊκή αποδοχή, που του είχαν χαρίσει οι θεραπείες των ασθενών και τα θαύματα και να προχωρήσει στην ανατροπή και την εξόντωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όχι μόνον αρνείται να τα κάνει όλα αυτά, αλλά κηρύσσει ένα Μεσσία πνευματικό, χωρίς κοσμική δύναμη και εξουσία που θα διωχθεί και θα απορριφθεί από τους ανθρώπους. Βλέπει ένα Μεσσία που ήρθε, για να συγχωρήσει τις αμαρτίες των ανθρώπων και να εγκαινιάσει μια ουράνια βασιλεία επί της γης, η οποία βασιλεία αυτή δε θα ασχολείται με τα προβλήματα της φυλής και του έθνους, δε θα έρθει σε καμία κόντρα με τους Ρωμαίους, αλλά που θα τους συγχωρήσει (συγχωρείτε τους εχθρούς σας Μάρκος ΙΑ/11: 25) και θα υποταχθεί πλήρως σ’ αυτούς. «Υπενθύμιζε αυτούς να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι, να ήναι έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν». (Τίτος Γ/3: 1). Η καινούργια βασιλεία του Ιησού όχι μόνον διαφοροποιείται από τη θρησκευτική παράδοση αλλά και επικρίνει τη θρησκευτική ηγεσία, που αποτελεί τον θεματοφύλακα των ιερών και των οσίων της πίστεως και των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Όλα αυτά ο Ιούδας τα θεωρεί αδιανόητα και δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του. 
      Καθώς παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, θεωρεί ότι είναι προδομένος από τον Κύριο, ότι ο Διδάσκαλος δε δικαίωσε τις προσδοκίες του και ότι δεν μπορεί να περιμένει τίποτα απ’ Αυτόν πλέον, καθώς υπάρχει μεγάλη διάσταση αντιλήψεων σε κύρια και βασικά θέματα. Έτσι λοιπόν για λόγους θρησκευτικής συνέπειας αλλά και ιδεολογικής πιστότητας στις καθιερωμένες κοσμικές αντιλήψεις αποφάσισε να παρέμβει αναλαμβάνοντας ένα βαρύ χρέος έναντι της παράδοσης και της μακράς ιστορίας του Ισραηλιτικού έθνους, συμμαχώντας μυστικά με τη θρησκευτική ηγεσία, τη μόνη αρχή διαφύλαξης της παράδοσης και των ιερών και οσίων του έθνους. Από δω και πέρα ενεργεί σαν απογοητευμένος ζηλωτής ιδεολόγος μέσα σ’ ένα εθνικιστικό πλαίσιο, προχωρεί σε συμμαχία με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και προδίδει τον Κύριο. 
     Για την πράξη του αυτή θα συναισθανθεί το λάθος του, αλλά δε θα μετανοήσει ειλικρινά. Η καταδίκη του Ιησού θα πετύχει ό,τι δεν πέτυχε η καλοσύνη και η ευγένειά του. «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» ομολογεί. Αναγνωρίζει την αθωότητα του Ιησού, αλλά δεν ζητά συγγνώμη για τις πράξεις του. Την αθωότητα του Χριστού αναγνωρίζουν επίσης ο Πιλάτος (Ματθαίος ΚΖ/27: 18-24), η γυναίκα του Πιλάτου (Ματθαίος ΚΖ : 19), ο Ηρώδης Αντίπας (Λουκάς ΚΓ/23: 15), ο ληστής (Λουκάς ΚΓ/23: 41), ο εκατόνταρχος και πάντες «οι συμπαραγενόμενοι όχλοι» (Λουκάς ΚΓ/23: 48), αφού είδαν βέβαια -οι τελευταίοι- τα σημεία που ακολούθησαν το θάνατο του Ιησού. 
     Η εγωιστική αναγνώριση του λάθους μας χωρίς να συνοδεύεται από συντριβή και εκζήτηση του Θείου Ελέους δε σώζει τον άνθρωπο. Αντίθετα τον οδηγεί στην απελπισία και την αιώνια καταδίκη. Έτσι ο ληστής που έζησε μακριά από το Χριστό, μέσα από τη μετάνοιά του κερδίζει τον παράδεισο, ενώ ο Ιούδας που ήταν κοντά στο Χριστό οδηγείται στην κόλαση. Η αναγνώριση του εγκλήματός του δε συγκινεί κανένα. Οι φίλοι του, οι συνεργάτες του στους οποίους στήριξε τις εθνικιστικές του ελπίδες, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, όταν θα πει «ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον», θα του απαντήσουν· «Τι προς ημάς; συ όψει». Γιατί το λες σε μας; Δικό σου θέμα είναι και δική σου ευθύνη, κανένας δε σε ανάγκασε να το κάνεις. (Ματθαίος ΚΖ/27: 3-4). Ό,τι κακό σκέφτηκε να κάνει έρχεται να ξεσπάσει πάνω του. Το αποτέλεσμα των ενεργειών του ήταν να χάσει και τούτη τη ζωή αλλά και τη μέλλουσα. 
    Τα χρήματα τα οποία τόσο πολύ αγάπησε τώρα τον καίνε. Πηγαίνει να τα επιστρέψει στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους, καίνε όμως κι αυτούς και γι’ αυτό δεν τα θέλουν. Επειδή είναι αποκτημένα με αίμα, οι υποκριτές αρχιερείς λένε ότι δε μπορούν να μπουν στο ταμείο του ναού. Δε σκέπτονται όμως ότι κι αυτοί που τα έδωσαν δεν μπορούν πλέον να παραμένουν στο ναό και να ηγούνται των πιστών του Ισραήλ. Ο Ιούδας τα πέταξε στο δάπεδο του ναού, όμως ούτε ο ναός τα θέλει. Στο τέλος γίνονται νεκροταφείο, αλλά και το νεκροταφείο καταντά "σιχαμερό". Χαρακτηρίστηκε κείνος ο τόπος "αγρός αίματος"! Είναι σίγουρο ότι οι νεκροί, αν μπορούσαν να μιλήσουν, δε θα δεχόταν να ταφούν εκεί. Ένας αγρός που με το όνομά του θα διαλαλεί κι αυτός εις τους αιώνες των αιώνων τη μεγάλη προδοσία. 
     Ο Ιούδας πέθανε την ίδια μέρα λίγο νωρίτερα από το Χριστό, αφού πήγε και κρεμάστηκε από μόνος του (Ματθαίος ΚΖ/27: 5). Όταν έπεσε κάτω, άνοιξαν τα σπλάχνα του (Πράξεις Α: 18), αφού προφανώς έσπασε κάποια στιγμή το σχοινί από το οποίο κρεμόταν. Το Χριστό το σταύρωσαν άλλοι, ο Ιούδας κρεμάστηκε μόνος του. Το κακό πάντοτε τιμωρείται και πολλές φορές αυτός που το διαπράττει αυτοτιμωρείται. Αυτός που αδικείται και υπομένει την αδικία «κατά Θεόν» είναι στα χέρια του Κυρίου, όμως αυτός που αδικεί και δεν μετανοεί προορίζει τον εαυτόν του για αιώνια απώλεια, την αιώνια καταδίκη. Μετά απ’ όλα αυτά πιθανολογείται ότι τα κίνητρα του Ιούδα, για μια τόσο μεγάλη πράξη προδοσίας ήταν κυρίως ιδεολογικά και λιγότερο η υπερβολική του αγάπη προς το χρήμα. 
   Οι λανθασμένες επιλογές του Ιούδα παρατηρούμε να εφαρμόζονται διαχρονικά και να επεκτείνονται και στις ημέρες μας. Πολλές φορές βλέπουμε ανθρώπους να κινούνται στο ίδιο πνεύμα, να έχουν την ίδια νοοτροπία και να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη που έκανε ο Ιούδας, καθώς μέσα σ’ ένα πνεύμα πατριωτικού εθνικισμού βλέπουμε να παρακάμπτουν του σκοπό τους, που λογικά θα πρέπει να είναι η  πίστη και η σωτηρία διά Ιησού Χριστού, που ο Θεός προσφέρει σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει σ’ Αυτόν (Ιωάννης Σ/6: 47). Αντί αυτού βλέπουμε να ταυτίζουν τις επιδιώξεις τους με τις κρατικές - εθνικές – υποθέσεις και να δίνουν προτεραιότητα σ’ αυτές, να αγωνίζονται για τα πεπρωμένα της φυλής και του Έθνους και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να γίνουν θεματοφύλακες αυτών κάτω από πύρινα κηρύγματα εθνικής σωτηρίας και διαφύλαξης του ενδόξου εθνο θρησκευτικού παρελθόντος.  
        Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς θα μπορέσει να σταθεί στις ημέρες μας ο άνθρωπος του Θεού και να νικήσει; Ένας είναι ο δρόμος. Ο Κύριος δια του Ιωάννη, του ευαγγελιστή, με στεντόρεια φωνή διακηρύττει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού» (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους», κεφ. ΙΒ/12, εδ. 2 αναφέρει: «αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού». Επίσης στο βιβλίο της "Αποκάλυψης", κεφ. ΚΒ, εδ. 11 αναφέρεται: «Όστις αδικεί ας αδικήση έτι, και όστις είναι μεμολυσμένος ας μολυνθή έτι, και ο δίκαιος ας γείνη έτι δίκαιος, και ο άγιος ας γείνη έτι άγιος». 
    Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του Ιούδα του Ισκαριώτη. Προσπάθησε και, όπως ήταν φυσικό απέτυχε, να ισορροπήσει πάνω σε δύο βάρκες. Αγνόησε τη συμβουλή του Λόγου του Θεού : «Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύη δύο κυρίους διότι ή τον ένα θέλει μισήσει και τον άλλον θέλει αγαπήσει ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά» (Λουκάς ΙΣ/16: 13). 
    Από τη μία πλευρά έπεσε στη μεγάλη αμαρτία της φιλαργυρίας, για την οποία ο Απ. Παύλος προτρέπει το μαθητή του τον Τιμόθεο να προσέχει: «Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία, την οποίαν τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς» (Α΄ Τιμοθέου Σ/6: 10). Από την άλλη συνδύασε τα πράγματα του Θεού με την πολιτική του ιδεολογία και τα εθνικοπατριωτικά του αισθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Ο παράνομος, ο ληστής, ο κακούργος παίρνει άφεση των αμαρτιών του και οδηγείται κατευθείαν στον παράδεισο του Θεού, ενώ ο μαθητής, ο συνεργάτης, ο άνθρωπος που έζησε δίπλα στο Χριστό οδηγείται στην απώλεια, στη κόλαση, στην αιώνια τιμωρία! 
     Ο Απ. Παύλος επισημαίνει στους Κορίνθιους χριστιανούς και διαχρονικά προς όλους μας: «Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών, εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν». (Α΄ Κορινθίους Ι/10: 11). ---