Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννιάτικα ποιήματα

  Αγαπητοί φίλοι,

      Σε λίγες μέρες ολόκληρη η ανθρωπότητα θα γιορτάσει τα Χριστούγεννα και θα υποδεχθεί το νέο χρόνο. Χριστούγεννα κρίσης και χρονιά αβεβαιότητας.

      Η ζοφερή κατάσταση, που όλοι βιώνουμε, αποτελεί μια ευκαιρία να αναζητήσουμε ξανά, το ξεχασμένο μήνυμα των Χριστουγέννων καθώς και το μοναδικό Πρόσωπο που μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας και να γεμίσει με ελπίδα τις καρδιές μας.

     Ας κοιτάξουμε γύρω μας αναζητώντας τον «πλησίον», ας αντιληφθούμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας, ας δούμε τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και ας σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλον, με πίστη, με ελπίδα, με αισιοδοξία.

     Με αυτές τις σκέψεις και με πολύ αγάπη, εύχομαι σε όλους τους αναγνώστες του blog, ειλικρινά «ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ» & «ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ».

                                                                           16. 12. 12
                                                                       Με εκτίμηση
                                                                 Γεώργιος Π. Κομνηνός


Η ΕΚΛΟΓΗ
Χριστουγεννιάτικη βραδιά
Σφίγγει καρδιές η παγωνιά.
Στα έρημα χωριάτικα στενά
Σούρνεται αργά μια συντροφιά.
Ξάφνου οι δυό σταμάτησαν δειλά,
-του πανδοχείου τα θυρόφυλλα κλειστά-
Κι έκρουσε ο άνδρας τη φωτισμένη πόρτα,
Κι απ’ τα χλωμά του καπηλειού τα φώτα,
Πρόβαλε το πρόσωπο ο κάπελας μουντό
Κι είπε κοφτά, βαριά, στους δύο :
-Λυπάμαι, μα για σας εδώ δεν έχει θέση
Πηγαίνετε πιο κει, γιατί όμως ψιλοβρέχει
Έχω ένα στάβλο κάπου εδώ, να μείνετε το βράδυ
Να βολευτεί και η Κυρά στης νύχτας το σκοτάδι
……………………………………………………..

Το ξέχασε ο κάπελας τούτο το περιστατικό
Πέρασαν χρόνια και καιροί, κύλησε ο χρόνος,
Και ο αφέντης πέθανε του ταπεινού του καπηλειού
Και βρέθηκε ξάφνου στο φως, στα πλάτη του ουρανού
Κι άκουσε τότε αυστηρά φρικτή μια καταδίκη
Και πέρασε ένα ουρλιαχτό του καπελά τα στήθη.
- Γιατί; Γιατί λοιπόν να με προσμένει κόλαση βαθιά ;
- Ψήφισες, κι έδιωξες το Χριστό, εκείνη τη βραδιά……
Μονάχα μια μες τη ζωή μας εκλογή
Κι η ψήφος μοναχά μια, κι αυτή λευκή.
Κι η ψήφος που κρατάς με το δικό σου χέρι

Μες το σκοτάδι ή στη χαρά, γρήγορα θα σε φέρει.

 Ο ΞΕΝΟΣ.

Είδα έναν ξένο χθες
του έδωσα να φάει
και του ‘δωσα να πιει και του ‘βαλα
ν’ ακούσει μουσική.
και στο Άγιο Όνομα
της Τριάδας,
εκείνος ευλόγησε εμένα,
ευλόγησε το σπίτι μου,
τα ζωντανά μου ευλόγησε
κι όλα μου τα’ αγαπημένα πρόσωπα.
Και ο κορυδαλλός μου είπε
Στο τραγούδι του :
Είναι πολλές, πολλές, πολλές είναι οι φορές
που ο Χριστός φοράει το ένδυμα
του ξένου.
                (Αρχαίο Κέλτικο ποίημα)

ΓΙΑΤΙ ;;;
 Ήρθα κι εγώ στην Βηθλεέμ,
 πήρα τα’ αστέρι γι’ οδηγό,
 Σ’ είδα στ’ αλόγων το παχνί
 κι έξω το κρύο τσουχτερό,
 μα της Μαρίας η στοργή
 αφράτο πάπλωμα ζεστό,
 ένοιωσα ρίγη στην ψυχή
 κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Είδα να μπαίνουν οι βοσκοί
και μ’ έκπληξη να Σε κυτούν
με θαυμασμό, κι εκστατικοί
να σκύβουν να Σε προσκυνούν.
χρυσές ανταύγειες, θείο φως,
χορός αγγέλων που υμνούν,
φίλησ’ ο ουρανός τη γη,
κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Να και οι μάγοι στη σειρά
που μέρες ψάχουν να Σε βρουν
Σε πλησιάζουν σιωπηλά,
γονατιστοί Σε ευλογούν.
πλούσια δώρα, αρχοντικά
στα πόδια Σου τα ακουμπούν,
είναι βασιλική τιμή
κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Ο Ηρώδης γέμισε οργή
μαχαίρι άρπαξε κι ορμά
να σβήσει μίσος και χολή
στα βρέφη και στα νεογνά,
τ’ αθώο αίμα τους κυλά,
κλάμα οδυρμός και βογκητά
η θηριωδία φοβερή
κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Σ’ είδα στο γάμο της Κανά
που’ κανες το νερό κρασί,
κοντά στον παραλυτικό
στην πύλη την προβατική,
στον Λάζαρο και στον λεπρό,
όταν τους γέμιζες ζωή,
χωρίς καμία ανταμοιβή,
κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Σ’ είδα π’ ανάσταινες νεκρούς,
σ’ αρρώστους έδινες γιατρειά,
αγκάλιαζες αμαρτωλούς
και ευλογούσες τα παιδιά,
μ’ αρχιερείς και γραμματείς
συνομωτούσαν μυστικά,
σε κυνηγούσαν σαν ληστή
κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Σ’ άκουσα στην Γεσθημανή,
στο δάσος μέσα το πυκνό
γονατιστό στην προσευχή
μες στον αιμάτινο ιδρώ,
«Πατέρα… όπως θες Εσύ…
το θέλημά Σου τα’ αγαθό…»
μετά, του Ιούδα το φιλί
κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Στο δρόμο στάθηκα να δω
πλήθος ερχότανε πολύ
όταν Σου φόρτωσαν σταυρό
κι ήταν το σώμα Σου πληγή,
στεφάνι ακάνθινο, σκληρό,
Σου φόρεσαν αμαρτωλοί,
Σε χλεύαζαν, χωρίς ντροπή,
κι αναρωτήθηκα, γιατί...;

Στον λόφο εκεί στον Γολγοθά
Σε ακολούθησα, κι εγώ
και μου πες «έλα πιο κοντά,
στάσου δω, κάτω απ’ το Σταυρό…
κοίτα, το αίμα μου αγνό
για σένα τρέχει απ’ την πληγή…»
«Ω, ναι… Χριστέ… Σ’ ευχαριστώ…
Τώρα κατάλαβα, γιατί ! ».

ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Φλόγες πετούν μέσα στη νύχτα,
φλόγες ανάβουν στην καρδιά,
απ’ άκρη σ’ άκρη τα ουράνια
λάμπουν, τριζοβολούνε τα κλαδιά

Γύρω απ’ την αναμμένη θράκα,
κάτι  προσμένουν οι βοσκοί
κάτι κι’ αυτοί δεν ξέρουν τι ‘ναι
κι όλο αφουγκράζονται σκυφτοί

Την ίδια ώρα κάποιοι μάγοι,
σχίζουν ραχούλες και βουνά,
με ένα αστρί για οδηγό τους,
τρέχουν, ντυμένοι γιορτινά

Έτσι και μένα η ψυχή μου,
σε πρόσμενε κάποιον καιρό
και στην καρδιά, πού ‘χε πεθάνει
ήρθες αθάνατο νερό

Κι’ όλη φλογίστηκε η νύχτα
και σώπασε ο κουρνιαχτός,
στη σκοτεινή, πικρή, ζωή μου
άστραψε στ’ αστεριού το φως

Όμως δεν έχεις, Κύριέ μου,
ούτε λιβάνι, ούτε χρυσό,
μόνον τα δάκρυα τόσων πόνων
ποτάμι τώρα τα σκορπώ

Τ’ Αστρί Σου φώτισε κι’ εμένα,
έγιν’ η στήλη του πυρός,
γιατί στη φάτνη της ψυχής μου,
ήρθε, γεννήθηκε ο Χριστός

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Νύξ ιερά σιωπηλή!
Προσδοκά όλ’ η γη !
Εν τη φάτνη Βρέφος πτωχόν
Νυν γεννάται Σωτήρ των θνητών.
«Μεθ’ ημών ο Θεός»

Νύξ ιερά σιωπηλή!
Άγγελος βεβαιοί
Προς ποιμένας κομίζων μακράν
Αγγελίαν την χαροποιάν :
«Εγεννήθη Χριστός» !

Νυξ ιερά σιωπηλή,
Ένδροξος φωτεινή!
Ψάλλει αγγέλων η στρατιά :
«Δόξα Θεώ, επι γης χαρά,
Ευδοκία λοοίς».


                           Ο φίλος μου ο σπουργίτης.

«Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι δεν σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος τρέφει αυτά σεις δεν είσθε πολύ ανώτεροι αυτών;»
(κατά Ματθαίον, κεφ. Σ, εδ. 26).

«Μη φοβηθήτε λοιπόν πολλών στρουθίων διαφέρετε σεις».
(κατά Ματθαίον Ι : 31).

                                       Είχα ένα φίλο αλήτη,
                                       που περνούσε από το σπίτι
                                       κάπου – κάπου για βεγγέρα
                                       να μου πει μια καλημέρα.

                                       Την τραγιάσκα του στραβά
                                       μαυρογκρίζα και καφιά
                                       και κουστούμι πάντα ίδιο
                                       και με μπόρα και με ήλιο.

                                      Δίχως «μέλλον», δίχως στέγη,
                                      πάντα σφύριζε με κέφι!
                                      Δίχως έγνοιες και σκοτούρες,
                                      όσα πάνε κι’ όσα ρθούνε….

                                      Όταν μ’ έβλεπε τα βράδια,
                                      με πρησμένα τα ποδάρια
                                      απ’ τους δρόμους της ημέρας,
                                      έβαζε –θυμάμαι- γέλια….

                                      Κούναγε το κεφαλάκι
                                      και μου τσίριζε λιγάκι ειρωνικά,
                                      σαν πεθάνεις
                                      τα λεφτά τι θα τα κάνεις;

                                     Την αυλή μου είδα τώρα
                                     χιονισμένη και η μπόρα
                                     λυσσασμένη μαστιγώνει,
                                     τώρα είπα θα παγώνει,

                                     ο φτωχός μου ο αλήτης,
                                     --αν δεν είναι μακαρίτης--
                                     για να μάθει να γελάει
                                     τη ζωή, όταν μου σφυράει.

                                     Μία γνώριμη φωνή
                                     πίσω από το αχνό γυαλί
                                     και στο ξύλινο πρεβάζι,
                                     να ο αλήτης διασκεδάζει.

                                     Ήταν πιο παχύς! Κι ωραίος
                                     πιο ζεστά και πιο ντυμένος
                                     και τραγούδαγε με κέφι :
                                     «Δόξα τω Θεώ που μ’ έχει». -

Στον γεννηθέντα Χριστό

Μες στη φτώχεια ενός στάβλου

Χωρίς πλούτη και τιμές

Χωρίς πλούσια στολίδια και

Καμπάνες γιορτινές.

Με τα ζώα συντροφιά Του

Ε γεννήθηκε Αυτός

Που η γη Τον προσκυνάει

Τον υμνεί ο Ουρανός

 Μήπως τάχα δεν μπορούσε

Σε χλιδή να γεννηθεί;

Και με βύσσο ή πορφύρα

Νάχε περιτυλιχθεί;

Αφού Αυτός μ’ ένα Του λόγο

Έκαμε τους Ουρανούς

Δεν μπορούσε τους αγγέλους Του

Να έχει λειτουργούς;

 Σ’ αυτόν κι εγώ αφήνω

Την καρδιά μου ανοιχτή

Φάτνη ολόθερμη να γίνει

Και σ’ αυτήν να γεννηθεί.

Ω! τι χάρις στην καρδιά σου

Να ζει πάντα ο Χριστός

Και Αυτός μόνος να είναι

Η Αλήθεια και το Φως.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου