Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ο ΜΑΛΧΟΣ.

  
 
 Ευαγγέλιον «κατά Λουκάν», κεφ. ΚΒ/22, εδ. 48 – 50. 

48 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου; 
49 Ιδόντες δε οι περί αυτόν τι έμελλε να γίνει, είπον προς αυτόν Κύριε, να κτυπήσωμεν με την μάχαιραν; 
50 Και εκτύπησεν εις εξ αυτών τον δούλον του αρχιερέως και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν. 
51 Αποκριθείς δε ο Ιησούς, είπεν Αφήσατε έως τούτου και πιάσας το ωτίον αυτού ιάτρευσεν αυτόν.

 Ευαγγέλιον «κατά Ιωάννην», κεφ. ΙΗ/18, εδ. 10-11. 

10 Τότε ο Σίμων Πέτρος έχων μάχαιραν έσυρεν αυτήν και εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν ήτο δε το όνομα του δούλου Μάλχος. 
11 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τον Πέτρον Βάλε την μάχαιράν σου εις την θήκην το ποτήριον, το οποίον μοι έδωκεν ο Πατήρ, δεν θέλω πίει αυτό; 

        ΣΧΟΛΙΑ : 
      Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Κυρίου κατά την επίγεια διακονία Του δεν ήταν το ασίγαστο πάθος και η μανιώδης έχθρα των αντιπάλων Του, αλλά η αδυναμία κατανόησης και συμπαράστασης από τους δικούς Του. Ο Κύριος τους μιλάει για το πάθος Του κι εκείνοι ζητούν πρωτοκαθεδρίες στην ερχόμενη βασιλεία Του. «Οι δε είπον προς αυτόν δος εις ημάς να καθήσωμεν εις εκ δεξιών σου και εις εξ αριστερών σου εν τη δόξη σου. Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς Δεν εξεύρετε τι ζητείτε» (Μάρκος Ι/10: 37). Τους στέλνει να κηρύξουν την αγάπη Του στους ανθρώπους και εκείνοι του ζητούν να ρίξει φωτιά στην πόλη που δεν τους δέχτηκε. «Κύριε, θέλεις να ζητήσουμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό και να τους αφανίσει, όπως έκανε ο Ηλίας;» (Λουκάς Θ/9: 54). Ο Πέτρος παραμένει μόνιμος αντιρρησίας. Το παράπονο του Κυρίου είναι απόλυτα δικαιολογημένο: «τόσον καιρό είμαι μαζί σας και δεν με γνώρισες» (Ιωάννης ΙΔ/14: 9). Σε μια άλλη συζήτηση "αγανακτισμένος" ο Κύριος από την έλλειψη κατανόησης, "αφού στράφηκε, τους επέπληξε, και είπε: Δεν ξέρετε τίνος πνεύματος είστε εσείς". (Λουκάς Θ/9: 55). Θα λέγαμε ότι ο αγώνας του Κυρίου ήταν ένας διμέτωπος αγώνας ενάντια στην έχθρα του κόσμου, αλλά και αγώνας εξαιτίας των παρανοήσεων των δικών Του. 
      Ας προσέξουμε τούτον τον αποσυντονισμό και ας ζητούμε από το Θεό να μας ανοίγει τα μάτια, ώστε να κατανοούμε κάθε στιγμή το θέλημα του Κυρίου μέσα στη ζωή μας. Οι ώρες που περνάει ο Κύριος είναι τραγικές. Πόσο σκληρή είναι η προδοσία, πόσο μας κάνει πολλές φορές ν' αγανακτούμε! Οι μαθητές, καθώς είδαν τον Ιούδα να «φιλεί» το διδάσκαλο, κατάλαβαν τι πρόκειται να ακολουθήσει και ετοιμάστηκαν, για να επιτεθούν στους παρευρισκόμενους.
     Ο Πέτρος μάλιστα πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε το δεξί αυτί του δούλου του αρχιερέα, ο οποίος ονομαζόταν Μάλχος. 
     Τούτο το γεγονός μέσα στη θρησκευτική ιστορία είναι ένα μεγάλο ορόσημο, ένα σημείο αναφοράς και γι’ αυτό όσο θα υπάρχει ζωή, όσο θα μελετάται η Καινή Διαθήκη, θα αναφέρεται και το όνομα «Μάλχος», για να θυμίζει πάντοτε στον άνθρωπο που έχει πνευματικά ενδιαφέροντα, που εκζητεί ειλικρινά το Θεό μέσα στη ζωή του δύο πράγματα: 
1/ Τη σωστή κατεύθυνση. 
2/ Μια μεγάλη ιστορική παρεξήγηση που συνέβη τότε, επαναλήφθηκε ανάμεσα στους αιώνες και συνεχίζει μέχρι τις ημέρες μας. 
   Είναι γεγονός ότι η Εκκλησία του Θεού, διά Ιησού Χριστού, δε στάθηκε, δεν εξέτασε, δεν παρατήρησε, δε ζήτησε από το Θεό να της ανοίξει τα μάτια, για να εννοήσει τούτο το τόσο σημαντικό ορόσημο που υπήρξε μέσα στην πορεία της. Αν το είχε κάνει, από πολλά δεινά και από πολλές δύσκολες καταστάσεις θα είχε απαλλαγεί. 
      Ποια είναι η σωστή κατεύθυνση; Το Έργο για τη Σωτηρία του ανθρώπου ανήκει αποκλειστικά στο Θεό. Το συνέλαβε μέσα στην Πανσοφία Του προ καταβολής κόσμου (Α΄ Πέτρου Α/1: 20) ο Πατέρας Θεός και το εκτέλεσε με τη θέλησή Του και την τέλεια υπακοή Του ο Υιός του Θεού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Όταν το Έργο αυτό τελείωσε, όταν ολοκληρώθηκε, μια φωνή ακούστηκε πάνω στο λόφο του Γολγοθά «Τετέλεσται». Το Έργο τελείωσε. Πλέον δε θα πεθάνει ο άνθρωπος εξαιτίας της αμαρτίας του, αλλά θα ζήσει αιώνια κοντά στο Θεό, γιατί στη θέση του κάθε ανθρώπου πέθανε ο Χριστός και πλήρωσε Εκείνος για τις αμαρτίες του, ο Άγιος, ο Αναμάρτητος, Εκείνος ο οποίος «δεν έκαμεν ανομίαν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Ησαΐας ΝΓ/53: 9). Πέθανε ο Χριστός πάνω στο σταυρό και πλήρωσε τα λύτρα για την απελευθέρωση του κάθε ανθρώπου. Όταν ένας βρίσκεται στη φυλακή και πάει κάποιος άλλος και πληρώσει γι’ αυτόν, ο φυλακισμένος από εκείνη την ώρα της πληρωμής είναι ελεύθερος. Πλήρωσε γι’ αυτόν κάποιος άλλος. Για όλη την αμαρτία όλων των ανθρώπων, όλων των εποχών πλήρωσε πάνω στο σταυρό ο Ιησούς Χριστός. Είναι ο μόνος Σωτήρας, είναι ο Λυτρωτής του κόσμου (Πράξεις Δ/4: 12). Τούτο το Έργο της σωτηρίας προσφέρεται δωρεάν, κατά χάριν σε κάθε άνθρωπο (Εφεσίους Β/2: 8), ο οποίος μέσα στην ελευθερία που ο Θεός του έχει δώσει καλείται να το δεχθεί ή να το απορρίψει. Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος θα υποστεί τις συνέπειες των επιλογών του. 
     Σε τούτο το τέλειο και ολοκληρωμένο Έργο, Πέτρο, προσπαθείς να προσθέσεις τα δικά σου σαρκικά, γήινα, ανθρώπινα εφήμερα έργα. Πέτρο, ο αγώνας είναι πνευματικός και δεν μπορεί να δοθεί με σαρκικά μέσα. Με το μαχαίρι σου, με το θυμό σου, με τον ευέξαπτο χαρακτήρα σου, θα συμπληρώσεις το Έργο του Θεού, θα συμβάλεις στη διάδοσή του; Το Έργο είναι πνευματικό, δεν είναι σαρκικό, γι’ αυτό, Πέτρο, μην ενεργείς, όπως εσύ νομίζεις, αλλά ζήτα ειλικρινά την οδηγία του Θεού για το πώς να σταθείς και τι να πράξεις. Η μακρινή φωνή του Μάλχου ακούγεται και σήμερα. Καμία ανθρώπινη συνδρομή, κανένα βέβηλο χέρι να μην προσπαθήσει να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι μέσα από το Έργο του Θεού. Ας προσέξουμε τη σάρκα, που πάντα θα ζητάει τα δικά της, «επιθυμεί εναντία του Πνεύματος, το δε Πνεύμα εναντία της σαρκός ταύτα δε αντίκεινται προς άλληλα» (Γαλάτας Ε/5: 17). Πολλές φορές, ενώ το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα αδυνατεί (Μάρκος ΙΔ/14: 38). 
       Πέτρο, η Εκκλησία του Θεού έχει ανάγκη τη συμβολή σου μόνον, όταν αυτή είναι κάτω από την οδηγία του Αγίου Πνεύματος. Μη συμβάλλεις με το δικό σου τρόπο, με το ένα ή το άλλο, που εσύ νομίζεις σωστό. «Πέτρο, μη λυπάσαι για Εμένα» του λέει ο Κύριος, μήπως δεν έχεις καταλάβει ότι μπορώ να παρακαλέσω τώρα κιόλας τον Πατέρα μου και θα στήσει κοντά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων;» (Ματθαίος ΚΣ/26: 53). Ο Κύριος να μας ανοίξει τα μάτια, ώστε μέσα από τα σύννεφα των δυσκολιών της ζωής να μπορούμε να βλέπουμε τις λεγεώνες των αγγέλων, που είναι έτοιμες να σταθούν δίπλα μας και να πολεμήσουν, γιατί «οι μάχες είναι του Κυρίου» (Α΄ Σαμουήλ ΙΖ/17: 47). “Το θέλω” ανήκει σε μας. 
      Καθώς ο Κύριος βάδιζε το δρόμο του μαρτυρίου, κάποιες γυναίκες της Ιερουσαλήμ έκλαιγαν για τα παθήματά Του. «Τον ακολουθούσε επίσης μεγάλο πλήθος λαού, καθώς και γυναίκες που στηθοκοπιούνταν και θρηνούσαν γι' αυτόν. Στράφηκε τότε ο Ιησούς σ' αυτές και είπε: Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα αλλά για σας τις ίδιες να κλαίτε και για τα παιδιά σας» (Λουκάς ΚΓ/23: 27-28). 
      Πέρασε καιρός, για να τα καταλάβει όλα αυτά ο Πέτρος. Αναντίρρητα ήταν κακός μαθητής, γιατί στηριζόταν στο “εγώ” και τις δικές του δυνάμεις. Όμως τα κατάλαβε. Την ημέρα της Πεντηκοστής ο πρώην φοβισμένος και τρομοκρατημένος Πέτρος, ο αρνητής του διδασκάλου (Λουκάς ΚΒ/22: 57), καθώς είχε δει τον Κύριο αναστημένο από τους νεκρούς, είχαν αλλάξει τα πάντα μέσα του, είχε λάβει δύναμη Πνεύματος Αγίου και υψώθηκε σαν το λιοντάρι, για να διακηρύξει προς όλους τους παρευρισκόμενους: «και δεν υπάρχει δι' ουδενός άλλου η σωτηρία διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν». (Πράξεις Δ/4: 12). Ένα Όνομα έδωσε ο ουρανός για τη Σωτηρία όλων των ανθρώπων. Παρατηρούμε δύο ξεχωριστούς ανθρώπους: Ο Πέτρος ο ορθολογιστής των Ευαγγελίων και ο Πέτρος των Πράξεων των Αποστόλων που γεμάτος από το Πνεύμα το Άγιο, δε φοβάται πλέον, δε δειλιάζει. 
      Η μεγάλη ιστορική παρεξήγηση. Ο Πέτρος με το σπαθί στο χέρι προσπαθεί να σκοτώσει ένα δούλο για να διαφυλάξει την τιμή, την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια του Κυρίου Του. Η δύναμη του Θεού, για να τον διαφυλάξει δεν τον άφησε να κάνει φόνο, που προφανώς ήταν ο σκοπός του, αλλά επέτρεψε μόνο να κόψει το αυτί του δούλου, το οποίο ο Κύριος αμέσως αποκατέστησε. 
     Πόσοι κόποι, πόσος αγώνας, πόσο αίμα δε θα είχε χυθεί άδικα, αν άνθρωποι της Εκκλησίας δεν είχαν πέσει στη μεγάλη τούτη ιστορική παρεξήγηση. Ο εγωισμός, η αίσθηση της θρησκευτικής υπεροχής, “το εγώ”, "το δικό μου" έκαναν αυτούς που έλεγαν ότι ήταν Εκκλησία του Θεού να παρεκκλίνουν, να ξεφύγουν από το Έργο και την αποστολή επιδιώκοντας σαρκικούς σκοπούς. Έτσι μέσα από ένα θανατηφόρο σφυχταγκάλιασμα με την πολιτική εξουσία έφτασαν να οργανώσουν την "Ιερά Εξέταση" με τις διάφορες μορφές που κατά καιρούς έλαβε, για να διώξουν τους «αληθινούς προσκυνητές» (Ιωάννης Δ/4: 23), για να γράψουν μελανές έως κατάμαυρες σελίδες μέσα στην ιστορία, όπως η "Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου" (24-08-1572) όταν Καθολικοί στη Γαλλία έσφαξαν 30.000 άμαχους διαμαρτυρόμενους (Ουγενότους). Ήταν μία θλιβερή ημέρα που σημάδεψε με το χειρότερο τρόπο τη Χριστιανική θρησκεία. Όλα αυτά και πολλά άλλα υπήρξαν θλιβερά αποτελέσματα μιας τραγικής παρερμηνείας από τους ανθρώπους του θελήματος του Θεού. 
     Εκείνη λοιπόν τη δύσκολη ώρα, την πιο σκοτεινή μέσα στη σκοτεινή ανθρώπινη ιστορία, έρχεται ο Χριστός να πει στον Πέτρο: «Βάλε την μάχαιραν εις την θήκην». O Κύριος αποδοκίμασε τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο Πέτρος. Τούτα τα λόγια ο Κύριος έρχεται να τα επαναλάβει σε κάθε έναν που λέει ότι είναι δικός Του, στον πιστό άνθρωπο ο Κύριος έχει δώσει μία άλλη μάχαιρα, για να πολεμάει, «τη μάχαιρα του Πνεύματος», που είναι ο Λόγος του Θεού. Αλίμονο αν τούτη η μάχαιρα δεν είναι ακονισμένη κάθε στιγμή μέσα από τη μελέτη και την προσευχή. Ο Κύριος έχει δώσει μια ολόκληρη πανοπλία, για να μπορέσει να σταθεί το δικό Του παιδί. Πόσο χαρακτηριστικά την περιγράφει ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Εφεσίους» (κεφ. Σ/6, εδ. 11 – 18) : 
11 Ενδύθητε την πανοπλίαν του Θεού, διά να δυνηθήτε να σταθήτε εναντίον εις τας μεθοδείας του διαβόλου 
12 διότι δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις. 
13 Διά τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού, διά να δυνηθήτε να αντισταθήτε εν τη ημέρα τη πονηρά και αφού καταπολεμήσητε τα πάντα, να σταθήτε. 
14 Σταθήτε λοιπόν περιεζωσμένοι την οσφύν σας με αλήθειαν και ενδεδυμένοι τον θώρακα της δικαιοσύνης 
15 και έχοντες υποδεδημένους τους πόδας με την ετοιμασίαν του ευαγγελίου της ειρήνης 
16 επί πάσι δε αναλάβετε την ασπίδα της πίστεως, διά της οποίας θέλετε δυνηθή να σβέσητε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα 
17 και λάβετε την περικεφαλαίαν της σωτηρίας και την μάχαιραν του Πνεύματος, ήτις είναι ο λόγος του Θεού, 
18 προσευχόμενοι εν παντί καιρώ μετά πάσης προσευχής και δεήσεως διά του Πνεύματος, και εις αυτό τούτο αγρυπνούντες με πάσαν προσκαρτέρησιν και δέησιν υπέρ πάντων των αγίων. 
     Η μάχαιρα του Πέτρου συμβολίζει την τέλεια παρεξήγηση του Έργου του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έρχεται να το ακυρώσει και να του προσδώσει μια σκοτεινή μορφή που κάνει τον άνθρωπο να απομακρύνεται απ’ Αυτόν, αντί να πλησιάζει. Το πνευματικό οικοδόμημα της Εκκλησίας θα οικοδομηθεί χωρίς τη συμβολή γήινων στοιχείων, που έρχονται να το αμαυρώσουν και να το ακυρώσουν. 
      Ο Μάλχος θα είναι ως ένα ορόσημο μέσα στο Λόγο του Θεού, θα δείχνει πάντοτε με πελώρια φωτεινά γράμματα το πόσο επιζήμια είναι η ανάμειξη του ανθρώπινου «εγώ» στη μεγάλη υπόθεση της Εκκλησίας του Θεού δια Ιησού Χριστού. Καμία ανάμειξη δεν επιτρέπεται, μόνον αποδοχή, διότι του Κυρίου είναι η Εκκλησία. Αυτός θα έρθει μια μέρα για να την παραλάβει και να την οδηγήσει στη δόξα (Α΄ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18). Ο “αμπελώνας” είναι του Κυρίου των δυνάμεων …. (Ησαΐας Ε/5: 7). ---

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

H ανάσταση του Λαζάρου.

       
     "Λάζαρε δεύρο έξω".
 
 
 
      Ευαγγέλιο «κατά Ιωάννην», κεφ. ΙΑ/11, εδ. 1 – 40.
 
1 Ήτο δε τις ασθενής Λάζαρος από Βηθανίας, εκ της κώμης της Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής. 
2 Η δε Μαρία ήτο η αλείψασα τον Κύριον με μύρον και σπογγίσασα τους πόδας αυτού με τας τρίχας αυτής, της οποίας ο αδελφός Λάζαρος ησθένει. 
3 Απέστειλαν λοιπόν αι αδελφαί προς αυτόν, λέγουσαι Κύριε, ιδού, εκείνος τον οποίον αγαπάς, ασθενεί. 
4 Και ακούσας ο Ιησούς είπεν Αύτη η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον, αλλ' υπέρ της δόξης του Θεού, δια να δοξασθή ο Υιός του Θεού δι' αυτής. 
5 Ηγάπα δε ο Ιησούς την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής και τον Λάζαρον. 
6 Καθώς λοιπόν ήκουσεν ότι ασθενεί, τότε μεν έμεινε δύο ημέρας εν τω τόπω όπου ήτο 
7 έπειτα μετά τούτο λέγει προς τους μαθητάς Ας υπάγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν.
 8 Λέγουσι προς αυτόν οι μαθηταί Ραββί, τώρα εζήτουν να σε λιθοβολήσωσιν οι Ιουδαίοι, και πάλιν υπάγεις εκεί; 
9 Απεκρίθη ο Ιησούς Δεν είναι δώδεκα αι ώραι της ημέρας; εάν τις περιπατή εν τη ημέρα, δεν προσκόπτει, διότι βλέπει το φως του κόσμου τούτου 
10 εάν τις όμως περιπατή εν τη νυκτί, προσκόπτει, διότι το φως δεν είναι εν αυτώ. 
11 Ταύτα είπε, και μετά τούτο λέγει προς αυτούς Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη, αλλά υπάγω διά να εξυπνήσω αυτόν. 
12 Είπον λοιπόν οι μαθηταί αυτού Κύριε, αν εκοιμήθη, θέλει σωθή. 
13 Αλλ' ο Ιησούς είχεν ειπεί περί του θανάτου αυτού εκείνοι όμως ενόμισαν ότι λέγει περί της κοιμήσεως του ύπνου. 
14 Τότε λοιπόν είπε προς αυτούς ο Ιησούς παρρησία Ο Λάζαρος απέθανε. 
15 Και χαίρω διά σας, διά να πιστεύσητε, διότι δεν ήμην εκεί αλλ' ας υπάγωμεν προς αυτόν. 
16 Είπε δε ο Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος προς τους συμμαθητάς Ας υπάγωμεν και ημείς, διά να αποθάνωμεν μετ' αυτού. 
17 Ελθών λοιπόν ο Ιησούς εύρεν αυτόν τέσσαρας ημέρας έχοντα ήδη εν τω μνημείω. 
18 Ήτο δε η Βηθανία πλησίον των Ιεροσολύμων, απέχουσα ως δεκαπέντε στάδια. 
19 Και πολλοί εκ των Ιουδαίων είχον ελθεί προς την Μάρθαν και Μαρίαν, διά να παρηγορήσωσιν αυτάς περί του αδελφού αυτών. 
20 Η Μάρθα λοιπόν, καθώς ήκουσεν ότι ο Ιησούς έρχεται, υπήντησεν αυτόν η δε Μαρία εκάθητο εν τω οίκω. 
21 Είπε λοιπόν η Μάρθα προς τον Ιησούν Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει.
22 Πλην και τώρα εξεύρω ότι όσα ζητήσης παρά του Θεού, θέλει σοι δώσει ο Θεός. 
23 Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς Ο αδελφός σου θέλει αναστηθή. 
24 Λέγει προς αυτόν η Μάρθα Εξεύρω ότι θέλει αναστηθή εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα. 
25 Είπε προς αυτήν ο Ιησούς Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει 
26 και πας όστις ζη και πιστεύει εις εμέ δεν θέλει αποθάνει εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο; 
27 Λέγει προς αυτόν Ναι, Κύριε, εγώ επίστευσα ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον. 
28 Και αφού είπε ταύτα, υπήγε και εφώναξε Μαρίαν την αδελφήν αυτής κρυφίως και είπεν Ο Διδάσκαλος ήλθε και σε κράζει. 
29 Εκείνη, καθώς ήκουσε, σηκόνεται ταχέως και έρχεται προς αυτόν. 
30 Δεν είχε δε ελθεί ο Ιησούς έτι εις την κώμην, αλλ' ήτο εν τω τόπω, όπου υπήντησεν αυτόν η Μάρθα. 
31 Οι Ιουδαίοι λοιπόν, οι όντες μετ' αυτής εν τη οικία και παρηγορούντες αυτήν, ιδόντες την Μαρίαν ότι εσηκώθη ταχέως και εξήλθεν, ηκολούθησαν αυτήν, λέγοντες ότι υπάγει εις το μνημείον, διά να κλαύση εκεί. 
32 Η Μαρία λοιπόν καθώς ήλθεν όπου ήτο ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν έπεσεν εις τους πόδας αυτού, λέγουσα προς αυτόν Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει. 
33 Ο δε Ιησούς, καθώς είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους ελθόντας μετ' αυτής Ιουδαίους κλαίοντας, εστέναξεν εν τη ψυχή αυτού και εταράχθη, 
34 και είπε Που εβάλετε αυτόν; Λέγουσι προς αυτόν Κύριε, ελθέ και ίδε. 
35 Εδάκρυσεν ο Ιησούς. 
36 Έλεγον λοιπόν οι Ιουδαίοι Ιδέ πόσον ηγάπα αυτόν. 
37 Τινές δε εξ αυτών είπον Δεν ηδύνατο ούτος, όστις ήνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού, να κάμη ώστε και ούτος να μη αποθάνη; 
38 Ο Ιησούς λοιπόν, πάλιν στενάζων εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον ήτο δε σπήλαιον, και έκειτο λίθος επ' αυτού. 
39 Λέγει ο Ιησούς. Σηκώσατε τον λίθον. Λέγει προς αυτόν η αδελφή του αποθανόντος η Μάρθα Κύριε, όζει ήδη διότι είναι τεσσάρων ημερών. 
40 Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς Δεν σοι είπον ότι εάν πιστεύσης, θέλεις ιδεί την δόξαν του Θεού; 
41 Εσήκωσαν λοιπόν τον λίθον, όπου έκειτο ο αποθανών. Ο δε Ιησούς, υψώσας τους οφθαλμούς άνω, είπε Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι μου ήκουσας. 
42 Και εγώ εγνώριζον ότι πάντοτε μου ακούεις αλλά διά τον όχλον τον περιεστώτα είπον τούτο, διά να πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας. 
43 Και ταύτα ειπών, μετά φωνής μεγάλης εκραύγασε “ Λάζαρε, δεύρο έξω”. 
44 Και εξήλθεν ο τεθνηκώς, δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας με τα σάβανα, και το πρόσωπον αυτού ήτο περιδεδεμένον με σουδάριον. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς Λύσατε αυτόν και αφήσατε να υπάγη. 
45 Πολλοί λοιπόν εκ των Ιουδαίων, οίτινες είχον ελθεί εις την Μαρίαν και είδον όσα έκαμεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν. 
46 Τινές δε εξ αυτών απήλθον προς τους Φαρισαίους και είπον προς αυτούς όσα έκαμεν ο Ιησούς.

         ΣΧΟΛΙΑ : 
    Στο ενδέκατο κεφάλαιο του ευαγγελίου «κατά Ιωάννην» εξιστορείται με κάθε λεπτομέρεια το θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου, που αποτελεί το τελευταίο, αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα θαύματα της διακονίας του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, αφού ο Κύριος δεν θεράπευσε απλά, αλλά ανέστησε έναν νεκρό. 
    Ο Λάζαρος ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, τη Βηθανία, που βρισκόταν περίπου τρία χιλιόμετρα ανατολικά της Ιερουσαλήμ και ήταν φίλος του Χριστού. Οι αδελφές του Μάρθα & Μαρία είχαν φιλοξενήσει πολλές φορές τον Κύριο (Λουκάς Ι/10: 38-40 & Ιωάννης ΙΒ/12: 1-3). Ο Ιωάννης μάλιστα εξηγεί ότι η Μαρία από τη Βηθανία ήταν εκείνη που αργότερα άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της (Ιωάννης ΙΑ/11: 2). 
    Καθώς η εχθρότητα και η αντιπάθεια των Ιουδαίων για το Πρόσωπο του Κυρίου συνεχώς αυξάνεται, ο Κύριος προτιμά να αποσυρθεί με τους μαθητές Του «πέραν του Ιορδάνου» πιθανόν στη Βηθανία της Περαίας (Ιωάννης Α/1: 28), όπου σύμφωνα με την πληροφορία του Ευαγγελιστή ο Ιωάννης, ο Βαπτιστής, ήταν αρχικά εκεί και βάπτιζε. 
   Όταν αρρώστησε ο Λάζαρος, οι αδελφές του έστειλαν αμέσως μήνυμα στον Κύριο ότι ο αγαπημένος του φίλος ήταν άρρωστος. «Κύριε, ιδε ον φιλείς ασθενεί». Με πολύ λεπτό και ευγενικό, διακριτικό  τρόπο, αλλά και πολλή σοφία οι δύο αδελφές ενημερώνουν τον Κύριο. Δεν Του ζητάνε να έρθει να επισκεφθεί τον αδελφό τους, γιατί γνωρίζουν πόσο παρακινδυνευμένο είναι αυτό για την ασφάλεια Του και για την ασφάλεια των μαθητών Του, αν επιστρέψουν στην Ιουδαία, αφού λίγες μέρες πριν είχαν γλυτώσει από λιθοβολισμό των Ιουδαίων (Ιωάννης Ι/10: 31). Ενημερώνουν απλά τον Κύριο, του υπενθυμίζουν «ον φιλείς» (εκείνον που αγαπάς) και αφήνουν στην κρίση του Κυρίου τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσει. Ας προσέξουμε να μην υπαγορεύουμε στον Κύριο για το τι θα πράξει και πώς για το οποιοδήποτε πρόβλημα που μας απασχολεί. Ας ησυχάζουμε στη βεβαιότητα ότι ο Κύριος γνωρίζει το πρόβλημά μας και σύμφωνα με το Λόγο Του θα κάνει «υπερεκπερισσού υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν» (Εφεσίους Γ/3: 20). 
     Ο Κύριος με προφητική ενόραση είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει το θάνατο, αλλά υπέρ της δόξας του Θεού». Είναι δυνατόν να βγει από την αρρώστια, τον πόνο και τη θλίψη δόξα για το Θεό ή κάτι καλό για τον άνθρωπο; Η απάντηση είναι “ναι”. Ο Λόγος του Θεού μας διαβεβαιώνει «ότι πάντα συνεργούσι προς το αγαθόν εις τους αγαπώντας τον Θεόν, εις τους κεκλημένους κατά τον προορισμόν αυτού» (Ρωμαίους Η/8: 28). Ο Κύριος μετά από την πληροφορία που έλαβε για την ασθένεια του Λαζάρου δεν έκανε απολύτως τίποτα, αλλά άφησε να περάσουν δύο ολόκληρες μέρες. Ας έχουμε υπόψη ότι οι «καθυστερήσεις» του Κυρίου δε σημαίνουν άρνηση, δε σημαίνουν απόρριψη. Να θυμόμαστε ότι είναι άλλο το "ρολόι" του Κυρίου και άλλο το δικό μας. Αν δεν απαντά αμέσως στις προσευχές μας, σημαίνει ότι θέλει να μας μάθει την υπομονή, την πίστη, την υπακοή. Ο Κύριος θα απαντήσει ακριβώς την ώρα που πρέπει με τον τρόπο που Εκείνος ξέρει.
       Έπειτα από δύο μέρες, που φαινόταν σαν χαμένος χρόνος, ο Κύριος είπε στους μαθητές Του: «Ας υπάγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν». Η κάπως ξαφνική αυτή απόφαση του Κυρίου θορύβησε τους μαθητές οι οποίοι ρωτούν τον Κύριο: «Διδάσκαλε, τώρα εζήτουν να σε λιθοβολήσωσιν οι Ιουδαίοι, και πάλιν υπάγεις εκεί;». Αυτά λέει η ανθρώπινη λογική, όμως στα πράγματα του Θεού την πρώτη θέση θα πρέπει να κατέχει η πίστη, η απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κύριο. 
    Η απάντηση του Κυρίου ήταν: Υπάρχουν δώδεκα ώρες με φως μέσα στην ημέρα, για να εργάζονται οι άνθρωποι. Όσο ο άνθρωπος εργάζεται το διάστημα της ημέρας, δε διατρέχει κίνδυνο να σκοντάψει, γιατί βλέπει πού πηγαίνει και τι κάνει. Το φως της ημέρας τον προφυλάσσει από το να σκοντάψει και να σκοτωθεί. Το πνευματικό νόημα τούτων των λόγων είναι το εξής: Ο Κύριος βάδιζε σε πλήρη υπακοή με το θέλημα του Θεού και ως εκ τούτου δεν έχει κίνδυνο να τον σκοτώσουν πριν από την ώρα Του. Ο Κύριος θα ήταν ασφαλής μέχρι να ολοκληρωθεί το Έργο που του είχε αναθέσει ο Πατέρας. Αυτό ισχύει και για τον κάθε πιστό άνθρωπο. Εάν βαδίζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, το λόγο έχει ο Θεός μέσα στη ζωή του και καμία δύναμη του εχθρού δεν μπορεί να τον βλάψει. Ο Κύριος έχει πει: «δύο στρουθία δεν πωλούνται δι' εν ασσάριον; και εν εξ αυτών δεν θέλει πέσει επί την γην άνευ του θελήματος του Πατρός σας» (Ματθαίος Ι/10: 29). Ο Θεός είναι παντοδύναμος και ελέγχει τα πάντα. 
      Η άλλη κατηγορία ανθρώπων είναι εκείνοι που περπατούν μέσα στη νύχτα. Πρόκειται για τον άνθρωπο που ζει μακριά από το Θεό και περπατάει σύμφωνα με τις δικές του επιλογές, με το δικό του θέλημα. Ο άνθρωπος αυτός ζει μέσα στο σκοτάδι και μοιραία θα σκοντάψει, επειδή δεν έχει την οδηγία του Αγίου Πνεύματος για το πώς να βαδίσει. Ο Κύριος έχει πει: "«χωρίς Εμένα δεν δύνασθε να κάνετε ουδέν» (Ιωάννης ΙΕ/15: 5) και παρατηρούμε αυτό να εκπληρώνεται καθημερινά μέσα στη ζωή μας:  
     «Mετά τούτο λέγει προς αυτούς Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη». Ο Κύριος μιλάει για ύπνο. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στην Καινή Διαθήκη ο ύπνος ποτέ δεν αφορά την ψυχή, αλλά μόνον το σώμα. Η ψυχή του πιστού ανθρώπου την ώρα του θανάτου δεν πέφτει σε ύπνο, αλλά πηγαίνει να συναντήσει το Χριστό. Εκεί (κοντά στο Χριστό), διευκρινίζει ο Απ. Παύλος, είναι πολύ καλύτερα. «από τη μια έχω την επιθυμία να αναχωρήσω και να είμαι μαζί με τον Χριστό, γιατί πραγματικά αυτό είναι το καλύτερο απ' όλα» (Φιλιππησίους Α/1: 23). 
      Ο Κύριος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Λάζαρος έχει πεθάνει. Επειδή όμως σε λίγο θα τον αναστήσει, αναφέρει ότι “κοιμάται”. Εμείς ζωντανό λέμε έναν άνθρωπο που κινείται, μιλάει, σκέπτεται κλπ. Ο Λόγος του Θεού «ζωντανό» εννοεί εκείνον που έχει συνδεθεί δια της πίστεως με το Χριστό, που είναι η πηγή της ζωής. Ο αρνητής είναι ήδη «νεκρός» για το Θεό, ας μιλάει, ας περπατάει, ας έχει πτυχία και πολλές άλλες πλούσιες δραστηριότητες. Γι’ αυτό άλλωστε χαρακτηριστικά ο Λόγος του Θεού αναφέρει: «Αληθώς, αληθώς σας λέγω ότι έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι νεκροί θέλουσιν ακούσει την φωνήν του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες θέλουσι ζήσει» (Ιωάννης Ε/5: 25). Τούτα τα λόγια σημαίνουν ότι άνθρωποι που είναι μακριά από το Θεό είναι νεκροί πνευματικά, ο Θεός παρατείνοντας το Έλεός Του τους δίνει  την ευκαιρία ν' ακούσουν την πρόσκληση του Ιησού Χριστού να πιστέψουν σ’ Αυτόν και όσοι απ', αυτούς θα υπακούσουν θα ζήσουν αιώνια κοντά Του. 
       «αλλά υπάγω δια να εξυπνήσω αυτόν». Στο σημείο αυτό ο Κύριος εκφράζει προς τους μαθητές του την πρόθεσή Του να πάει να τον αναστήσει. Οι μαθητές για άλλη μία φορά δεν κατάλαβαν τι ακριβώς εννοούσε ο Κύριος και γι’ αυτό ο Κύριος επανέρχεται και τους λέει: «Ο Λάζαρος απέθανε».«Και χαίρω δια σας, δια να πιστεύσητε, διότι δεν ήμην εκεί αλλ' ας υπάγωμεν προς αυτόν». Όταν ο Κύριος λέει «δια να πιστεύσητε», δεν εννοεί ότι ήταν άπιστοι, αλλά μέσα από αυτό το μεγάλο γεγονός της ανάστασης θα ενισχυόταν περισσότερο η πίστη τους. Άλλωστε γι’ αυτό τους πήρε και κοντά Του. Ο Θωμάς φοβήθηκε ότι, αν ο Ιησούς πήγαινε στη συγκεκριμένη περιοχή, οι Ιουδαίοι θα τον σκότωναν κι αν πήγαιναν και οι μαθητές μαζί Του, θα σκότωναν κι αυτούς. Με πολλή απαισιοδοξία προτρέπει και τους άλλους μαθητές να πάνε μαζί Του. "Είπε δε ο Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος προς τους συμμαθητάς. Ας υπάγωμεν και ημείς, δια να αποθάνωμεν μετ' αυτού" (εδ. 16). 
       Όταν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς, βρήκε το Λάζαρο να είναι τέσσερις μέρες στο μνήμα. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι ήταν νεκρός. Ο θάνατος του Λαζάρου θα πρέπει να επήλθε λίγο χρόνο μετά την αποχώρηση των αγγελιοφόρων, για να βρουν το Χριστό. Υπολογίζουμε ότι μία μέρα θα χρειάστηκε για να πάνε οι αγγελιοφόροι, δύο μέρες  που καθυστέρησε  ο Κύριος και μία μέρα  που έκανε ο Κύριος,  για να πάει στη Βηθανία. Όλα αυτά εξηγούν τις τέσσερις μέρες που ο Λάζαρος έμεινε στον τάφο. Επειδή η Ιερουσαλήμ ήταν κοντά στη Βηθανία, πολλοί Ιουδαίοι είχαν πάει, για να παρηγορήσουν τις αδελφές του για το τραγικό γεγονός που τους συνέβη. 
      Όταν η Μάρθα έμαθε ότι έρχεται ο Ιησούς Χριστός, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Η συνάντηση έγινε έξω από το χωριό. Δε γνωρίζουμε για ποιο λόγο η Μαρία δεν ακολούθησε, αλλά έμεινε στο σπίτι και περίμενε τον Κύριο. Προσωπικά μου αρέσει περισσότερο η στάση της Μαρίας. Μπροστά στο μεγαλείο του Θεού μην ενεργείς, όπως εσύ νομίζεις, αλλά άφησε τον Κύριο να ενεργήσει και τότε το αποτέλεσμα θα είναι θαυμαστό. 
      Η Μάρθα, καθώς αντίκρισε τον Ιησού, του είπε: «Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει». Ας προσέξουμε τα λόγια της Μάρθας τα οποία αναμφισβήτητα λέγονται με πίστη, η οποία όμως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ατελής. Πίστευε ότι ο Κύριος θα ενεργούσε μόνον, αν ήταν σωματικά παρών. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα μπορούσε να θεραπεύσει κάποιον από απόσταση, πόσο μάλλον να αναστήσει ένα νεκρό από απόσταση. Όμως υπάρχει κάτι, εκτός από την απιστία μας, που να μπορεί να δεσμεύσει τη δύναμη του Κυρίου; Η Μάρθα πίστευε ότι ο Κύριος μπορούσε να βοηθήσει την κατάσταση, όμως δεν τολμούσε να πιστέψει ότι θα μπορούσε και να αναστηθεί ο αδελφός της από τους νεκρούς, όμως "είναι τι αδύνατον εις τον Κύριον" (Λουκάς Α/1: 37).  Ο Κύριος, για να αυξήσει την πίστη της, της ανακοινώνει ότι ο αδελφός της θα αναστηθεί. Ας μάθουμε να μην περιορίζουμε τη δύναμη του Θεού. Ο Θεός μπορεί να επέμβει και να κάνει θαυμάσια στη ζωή εκείνου του ανθρώπου που έχει θέσει την εμπιστοσύνη του σ' Αυτόν και αυτό θα συμβεί σε κάθε περίσταση, ανεξάρτητα από χρόνο, τον τόπο κλπ. Οι εξωτερικές περιστάσεις δε μπορούν να περιορίσουν τη δύναμη του Θεού.  
        Αξίζει να παρατηρήσουμε με ποιον τρόπο ο Κύριος πλησιάζει αυτή τη γυναίκα που πενθεί και πώς τη βοηθάει βήμα – βήμα να αυξήσει τη πίστη της στη δύναμη του Θεού. Η Μάρθα κατανοούσε το γεγονός ότι ο αδελφός της θα ανασταίνονταν από τους νεκρούς κατά την «έσχατη ημέρα», όταν θα γινόταν οι ανάσταση όλων των νεκρών. Ο Κύριος βλέπει πόσο περιορισμένα παρατηρεί τα πράγματα  και με πολλή υπομονή της εξηγεί: «Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή». Πόσο θαυμαστή και πόσο αληθινή είναι τούτη η ομολογία! Το ύψος της φτάνει μέχρι τον ουρανό, τα βάθη της μέχρι τα βάθη του Άδη και η έκτασή της αγκαλιάζει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, είναι το μοναδικό Πρόσωπο που μπορεί να αναστήσει το νεκρό εξαιτίας της αμαρτίας άνθρωπο και να τον οδηγήσει στην αιώνια ζωή (Πράξεις Δ/4: 12). Μακριά από τον Κύριο Ιησού Χριστό δεν μπορεί να υπάρξει ανάσταση, ούτε αληθινή ζωή. Ας προσέξουμε στη ζωή μας τις «καθυστερήσεις του Κυρίου». Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για αδιαφορία του Κυρίου. Ο Απ. Πέτρος αναφέρει: «Δεν καθυστερεί ο Κύριος την εκπλήρωση της υπόσχεσής του, όπως μερικοί το εκλαμβάνουν για καθυστέρηση, μα δείχνει μακροθυμία σ' εμάς, επειδή δε θέλει να χαθούν μερικοί, αλλά όλοι να έρθουν σε μετάνοια». (Α΄ Πέτρου Γ/3: 9). 
       «ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει». Ο Κύριος εδώ αναφέρεται στην ημέρα κατά την οποία «οι αποθανώντες εν Χριστώ» θα αναστηθούν και ο Κύριος που θα έχει έρθει στις νεφέλες θα τους παραλάβει μαζί με τους «ζώντας τους περιλυπόμενους», για να τους οδηγήσει στον ουρανό και την αιώνια δόξα (Α΄ Θεσσαλονικείς Δ/4: 13-18). Το πρόβλημα για τον άνθρωπο δεν είναι αν όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν, γιατί οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν. Η διαβεβαίωση του Κυρίου είναι: «αληθώς σας λέγω, έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία δεν θέλει παρέλθει από του νόμου, εωσού εκπληρωθώσι πάντα» (Ματθαίος Ε/5: 18). Το πρόβλημα με τον άνθρωπο είναι: «πιστεύεις τούτο;». Αν ψυχή, το πιστεύεις, ησύχασε στα πόδια του Κυρίου (Λουκάς Ι/10: 39). Αν δεν το πιστεύεις, μέσα στην ελευθερία που ο Θεός σου έχει δώσει, θα πρέπει να γνωρίζεις αυτό που ο Απ. Παύλος αναφέρει προς τους Εβραίους Χριστιανούς: «Γιατί βέβαια, αν συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε θεληματικά μετά που γνωρίσαμε τόσο καλά την αλήθεια, τότε δεν απομένει πια καμιά θυσία για αμαρτίες. Απεναντίας, εκείνο που μας περιμένει είναι μια φοβερή υποδοχή κρίσεως και δυνατής φωτιάς, που πρόκειται να καταφάει αυτούς που εναντιώνονται» (Εβραίους Ι/10: 26). Λέγει η Μάρθα: "Κύριε, εγώ επίστευσα ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον». Μετά απ’ αυτό θα τρέξει να ειδοποιήσει την αδελφή της την Μαρία. 
        Μάρθα και Μαρία είναι δύο διαφορετικοί χαρακτήρες. Η Μάρθα είναι ο τύπος της δουλειάς, της υπηρεσίας, της προσφοράς, της πλούσιας δραστηριότητας. Η Μαρία είναι ο τύπος της υπακοής, της αγάπης, του πλούσιου συναισθήματος. Ο Κύριος επαίνεσε τη Μαρία χωρίς να απορρίψει την προσφορά της Μάρθας (Λουκάς Ι/10: 42). Τούτα τα πράγματα χρειάζεται να βρίσκονται σε μία ιεράρχηση στη ζωή μας. Τα πρώτα πράγματα, που είναι η υπακοή, η αγάπη …. πρέπει να βρίσκονται στην πρώτη θέση της πνευματικής μας ζωής. Η Μαρία έρχεται στον Ιησού συνοδευόμενη από πλήθος Ιουδαίων, που την ακολουθούσαν πιστεύοντας ότι πάει να κλάψει στο μνήμα και καθώς Τον αντικρίζει, πέφτει στα πόδια Του και με ένα δραματικό τρόπο του λέει: «Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει» (εδ. 32). Ο Κύριος, βλέποντας όλη αυτή τη δραματική εικόνα, αναστέναξε μέσα από την ψυχή του και ταράχτηκε. Σε λίγο ο «Αρχηγός της ζωής», ο «Κύριος του θανάτου» βρίσκεται μπροστά στον τάφο του Λαζάρου. 
       "Εδάκρυσεν ο Ιησούς" (εδ. 35). Ποιος να ζωγραφίσει τούτο τον πίνακα; Ποιος να συλλάβει αυτήν την εικόνα; Είναι συγκλονιστική  τούτη η στιγμή του Κυρίου που δακρύζει συγκινημένος από τον ανθρώπινο πόνο, τον ξεπεσμό, το θάνατο εξαιτίας της αμαρτίας. Συμπάσχει ο Κύριος στον πόνο μας. Ο συγγραφέας της επιστολής «προς Εβραίους» (κεφ. Δ/4, εδ. 15) αναφέρει: «δεν έχουμε έναν αρχιερέα που να μην μπορεί να μας συμπονέσει για τις αδυναμίες μας, αλλά έχουμε έναν αρχιερέα που έχει περάσει απ' όλες τις δοκιμασίες, παρόμοια μ' εμάς, χωρίς όμως ν' αμαρτήσει». Ένας βαρύς στεναγμός από το πλήθος απλώνεται γύρω και κάποιοι ψίθυροι από τους «συνήθεις αντιφρονούντας». Άλλοι έλεγαν: «πόσο πολύ τον αγαπούσε» και άλλοι «Δεν ηδύνατο ούτος, όστις ήνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού, να κάμει ώστε και ούτος να μη αποθάνη;». Το όλο σκηνικό έρχεται να καλύψει η φωνή του Κυρίου «άρατε τον λίθον». Προσπαθεί η Μάρθα να διορθώσει τον Κύριο: «Κύριε, όζει ήδη διότι είναι τεσσάρων ημερών». Ο Κύριος της θυμίζει την ανάγκη της πίστεως, για να δει τη δόξα του Θεού. Ακολουθεί μια σύντομη προσευχή του Κυρίου προς τον Πατέρα, όχι για να ζητήσει, αλλά για να ευχαριστήσει τον Πατέρα για το θαύμα που θα ακολουθούσε. Ο Κύριος με  δυνατή φωνή λέγει: «Λάζαρε δεύρο έξω». Σε πολύ λίγο χρόνο ο Λάζαρος βρισκόταν έξω από τον τάφο δεμένος στα πόδια, στα χέρια και στο πρόσωπο από το σουδάριο. Ο Κύριος θα δώσει εντολή να τον ελευθερώσουν από όλα αυτά και να τον αφήσουν να περπατήσει. Αυτός είναι ο άνθρωπος μέσα στον «τάφο» των δυσκολιών και της καθημερινότητας, του άγχους, δεμένος με τα "σουδάρια" των προκαταλήψεων, της άρνησης, της σύγχυσης, της άγνοιας. 
       Μόνον η δύναμη του Θεού μπορεί να αναστήσει το νεκρό άνθρωπο. Όμως είναι δικό μας καθήκον «να μετακινήσουμε τις πέτρες», «να λύσουμε τα σάβανα της προκατάληψης και της δεισιδαιμονίας». Εμείς πάντοτε θα πρέπει να κάνουμε εκείνο που μπορούμε, που είναι μέσα στις δυνατότητές μας. Τα υπόλοιπα είναι στα χέρια του Κυρίου. Οι δικές μας δυνατότητες είναι: «σηκώσατε τον λίθον», «λύσατε αυτόν και αφήσατε να υπάγει». Το μέρος του Κυρίου είναι: «Λάζαρε δεύρο έξω». Ο Θεός ζητάει πάντοτε τη συνεργασία μας. Ο Απ. Παύλος στην Α΄ Κορινθίους (κεφ. Γ/3, εδ.9) αναφέρει: «του Θεού είμεθα συνεργοί». Στη συνεργασία αυτή το «δυνατόν» είναι το μέρος το δικό μας, το «αδύνατον» είναι το μέρος του Κυρίου. Κάποτε ο ιεραπόστολος Moody ταξίδευε μ’ ένα πλοίο. Στην πορεία έπιασε μια φωτιά στο πλοίο και όλοι έτρεξαν και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τη σβήσουν. Πάνω στην κίνηση είδε ένα νέο που καθόταν φαινομενικά αδιάφορος. “Τι κάνεις εσύ”, τον ρώτησε. “Προσεύχομαι για να σβήσει η φωτιά” ήταν η απάντηση. Έλα εδώ του είπε ο Moody “πάρε έναν κουβά, ρίχνε νερό και να προσεύχεσαι ταυτόχρονα”. 
      Είναι και κάτι άλλο ακόμα που θα πρέπει να επισημάνουμε. Όπου επεμβαίνει ο Χριστός, επέρχεται πάντοτε διαχωρισμός. Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος είχε διακηρύξει: «ήλθον να διαχωρίσω άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθαίος Ι/10: 35). Το ίδιο ισχύει και σ' αυτήν την περίπτωση. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους, όταν είδαν το Λάζαρο αναστημένο, πίστεψαν στο Χριστό και ότι Αυτός είναι ο απεσταλμένος από το Θεό Σωτήρας, ο Λυτρωτής του κόσμου. Ποτέ δε θα λείψουν αυτοί, που παρ’ ότι είδαν το θαύμα, που παρ’ ότι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τη δύναμη του Θεού, ήταν απρόθυμοι να δεχτούν τον Κύριο Ιησού και έφυγαν και πήγαν στους Φαρισαίους, για να αναφέρουν τα γεγονότα που είχαν συμβεί στη Βηθανία. Βεβαίως δεν το έκαναν, για να πείσουν τους Φαρισαίους να δεχθούν το Χριστό, αλλά το έκαναν, για να τους ξεσηκώσουν περισσότερο ενάντια στον Κύριο, ώστε να βρουν τρόπο, για να τον θανατώσουν. Η ανθρώπινη καρδιά, δουλωμένη από τον εχθρό της ψυχής, αρνείται να δεχθεί τον ελευθερωτή της, που είναι ο Ιησούς Χριστός (Ιωάννης Η/8: 32). ---

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Το όνειρο του Ιακώβ.


        βιβλίο "Γένεσης",  κεφ. ΚΗ/28.    (Παλαιά Διαθήκη).

 11 Και έφθασεν εις τινά τόπον και διενυκτέρευσεν εκεί, διότι είχε δύσει ο ήλιος και έλαβεν εκ των λίθων του τόπου και έθεσε προσκεφάλαιον αυτού, και εκοιμήθη εν τω τόπω εκείνω. 
12 Και είδεν ενύπνιον, και ιδού, κλίμαξ εστηριγμένη εις την γην, της οποίας η κορυφή έφθανεν εις τον ουρανόν και ιδού, οι άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ' αυτής. 
13 Και ιδού, ο Κύριος ίστατο επάνωθεν αυτής και είπεν, Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός του Αβραάμ του πατρός σου, και ο Θεός του Ισαάκ την γην, επί της οποίας κοιμάσαι, εις σε θέλω δώσει αυτήν και εις το σπέρμα σου. 
14 και θέλει είσθαι το σπέρμα σου ως η άμμος της γης, και θέλεις εξαπλωθή προς δύσιν και προς ανατολήν και προς βορράν και προς νότον και θέλουσιν ευλογηθή εν σοι, και εν τω σπέρματί σου πάσαι αι φυλαί της γής 
15 και ιδού, εγώ είμαι μετά σου, και θέλω σε διαφυλάττει πανταχού, όπου αν υπάγης, και θέλω σε επαναφέρει εις την γην ταύτην διότι δεν θέλω σε εγκαταλείψει, εωσού κάμω όσα ελάλησα προς σε.
16 Και εξεγερθείς ο Ιακώβ εκ του ύπνου αυτού, είπε, Βέβαια ο Κύριος είναι εν τω τόπω τούτω, και εγώ δεν ήξευρον. 
17 Και εφοβήθη και είπε, Πόσον φοβερός είναι ο τόπος ούτος δεν είναι τούτο, ειμή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού. 
18 Και σηκωθείς ο Ιακώβ ενωρίς το πρωΐ, έλαβε τον λίθον τον οποίον είχε θέσει προσκεφάλαιον αυτού, και έστησεν αυτόν διά στήλην και έχυσεν έλαιον επί την κορυφήν αυτής. 
19 Και εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου, Βαιθήλ το δε όνομα της πόλεως εκείνης ήτο πρότερον Λούζ. 
20 Και ευχήθη ο Ιακώβ ευχήν, λέγων, Αν ο Θεός ήναι μετ' εμού και με διαφυλάξη εν τη οδώ ταύτη εις την οποίαν υπάγω, και μοι δώση άρτον να φάγω και ένδυμα να ενδυθώ, 
21 και επιστρέψω εν ειρήνη εις τον οίκον του πατρός μου, τότε ο Κύριος θέλει είσθαι Θεός μου 
22 και ο λίθος ούτος, τον οποίον έστησα διά στήλην, θέλει είσθαι οίκος Θεού και εκ πάντων όσα μοι δώσης, το δέκατον θέλω προσφέρει εις σε. 

        ΣΧΟΛΙΑ : 
     Ο Ιακώβ ήταν πατέρας δώδεκα αγοριών που αργότερα θα αποτελέσουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. 
--Με τη Λεία, τη μεγαλύτερη κόρη του θείου του Λάβαν (αδελφός της μητέρας του), απέκτησε τους υιούς: Ρουβίν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισάχαρ, Ζαβουλών. 
--Με την υπηρέτρια της Λείας, την Ζεφλά, απέκτησε τον Γαδ και τον Ασήρ
--Με την Βαλλά υπηρέτρια της Ραχήλ, η οποία ήταν αδελφή της Λείας,  απέκτησε το Δαν και το Νεφθαλείμ. 
--Με τη Ραχήλ, τη μικρότερη αδελφή της Λειάς, απέκτησε τον Ιωσήφ και τον Βενιαμίν
        Από τις τέσσερις γυναίκες που αναφέρονται ο Ιακώβ αγάπησε ειλικρινά μόνο τη Ραχήλ. 
      Παρατηρώντας το ξεκίνημα της ζωής του βλέπουμε ότι πρόκειται για έναν πολυμήχανο άνθρωπο. Απάτησε το μεγαλύτερο αδελφό του Ησαύ και του πήρε τα πρωτοτόκια «έναντι πινακίου φακής» (Γένεση ΚΕ/25: 34). Για να κερδίσει τις πνευματικές ευλογιές είπε ψέματα στον πατέρα του Ισαάκ. (Γένεση ΚΖ/27: 33). Όλα αυτά αναγκάζουν τον αδελφό του, τον Ησαύ, να γίνει εχθρός του και να τον κυνηγάει με σκοπό να τον σκοτώσει, επειδή τόσες φορές τον ξεγέλασε και τον υποσκέλισε.
    Βλέπουμε λοιπόν τον Ιακώβ να ξεκινάει τη ζωή του με ψέματα και με απάτες, στις οποίες προσπαθεί να τον περιπλέξει ο διάβολος, επειδή ο διάβολος γνωρίζει πολύ καλά κάτι που μέχρι στιγμής αγνοεί ο νεαρός Ιακώβ, ότι ο Ιακώβ είναι μέσα στα σχέδια του Θεού για τον ερχομό του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Έτσι ο εχθρός προσπαθεί να τον οδηγήσει σε αμαρτία, για να τον αποκόψει από το Θεό και να τον οδηγήσει στο θάνατο, στην εξόντωση, ακριβώς για να ακυρώσει τα σχέδια του Θεού για τον ερχομό του Μεσσία Χριστού. Για όλες αυτές τις πανουργίες του ο Ιακώβ θα «πληρώσει» στη ζωή του πολύ βαρύ τίμημα. 
     Κυνηγημένος από τον αδελφό του φεύγει μακριά για να σώσει τη ζωή του. Παρατηρούμε ότι παίρνει αποφάσεις χωρίς να ζητάει τη συμβουλή του Θεού για το πώς να ενεργήσει, αλλά ενεργεί σύμφωνα με τη λογική του. Φεύγει και δεν παίρνει τίποτα μαζί του. Όλη την περιουσία την αφήνει στον αδελφό του. Ίσως να ξέχασε και τις ευλογίες του πατέρα του. Τίποτα δεν τον ωφελεί πλέον. Άδικα τους ξεγέλασε και τους δυο. Φυγάς κατέληξε κουρασμένος, κυνηγημένος, με ένοχη συνείδηση, μακριά από κάθε επικοινωνία με το Θεό, τον οποίο έχει γνωρίσει από τον παππούλη του τον Αβραάμ και τον πατέρα του τον Ισαάκ, αλλά ακόμη δεν έχει αποκτήσει επίγνωση του θελήματος του Θεού. Υποσκελιστής, απομονωμένος, απογοητευμένος δε βλέπει από πουθενά φως και δεν μπορεί με κανέναν να επικοινωνήσει. Η γη είναι ξένη γι’ αυτόν και ο ουρανός πολύ απομακρυσμένος. 
       Αλήθεια πόσο μοιάζει ο Ιακώβ με τον άνθρωπο που ζει μέσα στην αμαρτία μακριά από το Θεό, αλλά και με εκείνον τον άνθρωπο που έρχεται στην εκκλησία, ακούει γνωρίζει, αποκτάει γνώσεις για το Θεό, αλλά δεν έχει ακόμη αποκτήσει επίγνωση, δεν έχει «αναγεννηθεί άνωθεν» (Ιωάννης Γ/3: 7). Ο Ιακώβ βαδίζει μόνος το δρόμο προς την ξενιτιά και πλέον βρίσκεται πολύ μακριά από την κυριαρχία της μητέρας του, το μίσος του αδελφού και από την καλοσύνη του πατέρα του. Έπρεπε να μείνει μόνος, για να μάθει το μεγάλο μάθημα που όλοι έχουμε ανάγκη να μάθουμε στη ζωή, να εξαρτώμεθα από το Θεό και να Τον εμπιστευόμαστε απόλυτα Αυτόν. Όλοι γνωρίζουμε ότι με πάρα πολλούς τρόπους ο Θεός καλεί τον κάθε αμαρτωλό να επιστρέψει σε Αυτόν, για να κάνει Έργο Σωτηρίας μέσα στη ζωή του. 
      Στο βιβλίο "Β΄ Σαμουήλ" (κεφ. ΙΔ/14) της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται κάτι ιδιαίτερα σημαντικό ως προς τις προθέσεις του Θεού για τον άνθρωπο: «Επειδή, αναπόφευκτα θα πεθάνουμε, και είμαστε σαν το χυμένο νερό επάνω στη γη, που δεν μαζεύεται ξανά και ο Θεός δεν θέλει να χαθεί μια ψυχή, αλλ' εφευρίσκει μέσα, ώστε ο εξόριστος να μη μένει εξωσμένος απ' αυτόν». Στην κατάσταση αυτή, καθώς βαδίζει μέσα στην αφιλόξενη ερημιά, τελείως εξαντλημένος, φοβισμένος, πέφτει να κοιμηθεί. Για μαξιλάρι του χρησιμοποιεί μια πέτρα που βρίσκει μπροστά του. Φυσικό είναι να τον πήρε αμέσως ο ύπνος, ένας ύπνος σταθμός στη ζωή του, που έφερε μέσα του τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή του. 
     Ο Θεός πλησιάζει τον Ιακώβ και επειδή σαν θνητός δε μπορεί να δει το Θεό με τα φυσικά του μάτια, του παρουσιάστηκε στον ύπνο του σε όνειρο. Ήταν ένα όνειρο με πλούσιες υποσχέσεις, ένα όνειρο προφητικό. Καθώς κοιμόταν λοιπόν ο Ιακώβ, είδε στον ύπνο του μια σκάλα που ήταν στηριγμένη στη γη και που η κορυφή της έφτανε μέχρι τον ουρανό και πάνω σ’ αυτή τη σκάλα άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν. Πάνω στη σκάλα στεκόταν ο Κύριος ο οποίος του είπε:  "Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός τού Αβραάμ και ο Θεός τού Ισαάκ, τη γη επάνω στην οποία κοιμάσαι, σε σένα θα τη δώσω, και στο σπέρμα σου". 
    Η σκάλα στο όνειρο του Ιακώβ συμβολίζει τον Ιησού Χριστό. Είναι μια ζωντανή εικόνα της προσωπικότητας και του έργου του Χριστού. Το απέραντο χάσμα μεταξύ ουρανού και γης δείχνει τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τον αμαρτωλό άνθρωπο από το Θεό. Η αμαρτία και η αποστασία του ανθρώπου είχε μπλοκάρει το δρόμο του ανθρώπου προς το Θεό και κάθε επικοινωνία είχε χαθεί. Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, μπροστά στο πλήρες αδιέξοδο για τη σωτηρία του ανθρώπου, ο ουρανός ανοίγει μια σκάλα και κατεβαίνει στη γη. 
     Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάστηκε να έρθει ο Χριστός στη γη και να κάνει ένα τέλειο και ολοκληρωμένο Έργο Σωτηρίας για τον κάθε άνθρωπο. Με τη θυσία Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά έγινε Αυτός η σκάλα που αποκατέστησε την επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. Έγινε Αυτός η οδός, η αλήθεια, η ζωή. (Ιωάννης ΙΔ/14: 6). Δεν ήταν μια σκάλα που η κορυφή της έφτανε στον ουρανό μόνο, γιατί ένας επουράνιος μόνο Χριστός θα ήταν ανέφικτος, απλησίαστος από τον αμαρτωλό άνθρωπο. Ήταν μια σκάλα που ακούμπαγε και στον ουρανό και στη γη. Είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού, που έγινε και Υιός ανθρώπου. Είναι ο «θεός που φανερώθηκε εν σαρκί» (¨Α΄ Τιμοθέου Γ/3: 16), που άφησε τον ουρανό και ήρθε στη γη, για να αποκαταστήσει τη χαμένη επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. 
      Κάθε επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό είχε χαθεί. Προσπάθησε ο άνθρωπος με τα έργα του να αποκαταστήσει την επικοινωνία, αλλά στάθηκε αδύνατο. Έφτιαξε τον πύργο της Βαβέλ και απέτυχε. Κι από τότε μέχρι σήμερα ο άνθρωπος προσπαθεί να φτιάξει το δικό του πύργο εγωισμού και αλαζονείας, για να φτάσει το Θεό. Γι’ αυτό ο άνθρωπος τρέχει στο φεγγάρι, στον Άρη και σε όλο το πλανητικό σύστημα, για να γνωρίσει τα μυστήρια του Θεού, για να φτάσει το Θεό. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Στον Ψαλμό Β', εδ. 4 αναφέρεται: «Ο καθήμενος εν ουρανοίς θέλει γελάσει ο Κύριος θέλει εκ μυκτηρίσει αυτούς». Γελάει ο Θεός με τα ανθρώπινα έργα.
        Μπροστά στο πλήρες αδιέξοδο για τη σωτηρία του αμαρτωλού ανθρώπου τη λύση την έδωσε ο ουρανός. Ο Θεός παρουσίασε μία σκάλα που στηριζόταν στη γη και έφτανε μέχρι τον ουρανό και η οποία θα αποκαθιστούσε την πολυπόθητη επικοινωνία μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Τη μεγαλοπρεπή σκάλα που ένωνε τον ουρανό με τη γη μόνον ο Θεός θα μπορούσε να την κτίσει. Ο Ιακώβ είδε σε όνειρο εκείνο το γεγονός που 2.000 χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ. Οι ποιμένες παρακολούθησαν την ίδια σκάλα όχι σε όνειρο αυτή τη φορά, αλλά καθώς φύλαγαν τα πρόβατά τους (Λουκάς Β/΄2: 8). 
     Ο Χριστός γεφύρωσε το απροσπέλαστο μέγα χάσμα μεταξύ του ουρανού και γης. Όποιος πιστεύει σε Αυτόν ήδη ανεβαίνει ένα - ένα τα σκαλοπάτια για τον ουρανό. Μέσα από ένα όνειρο αποκαλύπτεται ο Θεός στον Ιακώβ. Είναι η ώρα να Τον γνωρίσει προσωπικά, να τακτοποιηθεί μαζί Του, να πιστέψει, να υπακούσει τη φωνή Του. Στο πρώτο μέρος του ονείρου (εδ. 14) οι υποσχέσεις του Θεού είναι γενικές, καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και φτάνουν μέχρι το Απολυτρωτικό Έργο του Ιησού Χριστού. «εν σοι και εν τω σπέρματι σου θέλουσι ευλογηθεί πάσαι φυλές της γης». Ο Θεός του λέει ότι θα κληρονομήσει αυτή τη γη. Οι απόγονοί του θα πολλαπλασιασθούν σαν την άμμο της θάλασσας. Εξαιτίας του και μέσα από αυτόν θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης. Ο Θεός κάνει μία διαθήκη στην οποία συμπεριλαμβάνει όλον τον κόσμο. Αυτό ακριβώς θέλησε ο Κύριος να διευκρινίσει στο μεγάλο θεολόγο της εποχής που ονομαζόταν Νικόδημος. (Ιωάννης Γ/3: 4). 
     Το δεύτερο μέρος του ονείρου (εδ.15) αφορά τον Ιακώβ. Ο Θεός γνώριζε σε τι δύσκολη και ανέλπιστη κατάσταση βρισκόταν ο Ιακώβ και του προσέφερε παρηγοριά και προστασία. Του τόνισε ότι θα είναι μαζί του, θα τον διαφυλάξει όπου και αν πάει, θα τον επαναφέρει σε αυτή τη γη. Δε θα τον αφήσει ούτε θα τον εγκαταλείψει (Εβραίους ΙΓ/13: 5). Θα κάνει όλα όσα του υποσχέθηκε. 
       Μόλις τελείωσε ο Θεός να μιλάει, ο Ιακώβ ξύπνησε φοβισμένος. αναλογίστηκε αυτά που είδε και άκουσε και έβγαλε τα συμπεράσματά του. Σκέφτηκε ότι ο Κύριος είναι στον τόπο αυτό. Ο τόπος αυτός είναι φοβερός και εδώ είναι οίκος του Θεού, αυτή είναι η πύλη του ουρανού. Η πύλη του ουρανού είναι εκεί όπου ο αμαρτωλός άνθρωπος ακούει τη φωνή του Θεού, τη δέχεται, πιστεύει στο Θεό και έτσι γίνεται παιδί του Θεού (Ιωάννης Α/1: 12). Αυτή είναι η πρώτη εμπειρία του Ιακώβ με το Θεό και μπορεί πλέον ακουμπώντας πάνω σ’ Αυτόν να συνεχίσει τη διαδρομή του με πίστη και εμπιστοσύνη. Νωρίς το πρωί σηκώθηκε ο Ιακώβ και έκανε αυτό που ίσως ποτέ προηγουμένως δεν είχε κάνει. Έκτισε θυσιαστήριο  πάνω μια πέτρα. 
      Διαβάζουμε (εδ. 11) ότι υπήρχαν πολλές πέτρες εκεί γύρω. Εδώ όμως πρόκειται για την πέτρα που χρησιμοποίησε για προσκέφαλο. μια ενέργεια συμβολική που συμβολίζει τον Ιησού Χριστό. Λίγο πριν ξεκινήσει, στάθηκε ευλαβικά μπροστά στο θυσιαστήριο και έκανε μια ευχή. Η συνάντηση του με το Θεό άλλαξε την πορεία στη ζωή του. Το όνειρο του θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Ο Ιακώβ σκέφτεται: «αφού ο Θεός είναι μαζί μου και θα ανταποκριθεί στις ανάγκες μου δεν μου μένει παρά να τον κάνω Θεό μου». Αυτά τα λόγια δεν είναι τίποτα άλλο από έκφραση ευγνωμοσύνης και αγάπης προς το Θεό. Στις μεγάλες υποσχέσεις του Θεού ο Ιακώβ υποσχέθηκε υπακοή και αγάπη. 
       Ο Ιακώβ έριξε μια τελευταία ματιά στον κεχρησμένο λίθο με τη βαθιά επιθυμία να χτίσει εκεί μια μέρα έναν οίκο για το Θεό και έτσι ξεκίνησε για τη Χαράν και «επορεύετο την οδόν αυτού χαίρων». Εκεί στη Βαιθήλ στον οίκο του Θεού, στην πύλη του ουρανού, τελείωσε ο δρόμος του φόβου, της ταλαιπωρίας, της αγωνίας, της πνευματικής αγνοίας και άρχισε ο δρόμος της χαράς, της εμπιστοσύνης και της υποταγής στο θέλημα του Θεού. Φορτωμένος με τις ευλογιές, τις υποσχέσεις και τις επαγγελίες του Θεού συνέχισε το δρόμο του. 
      Η σκάλα η στηριγμένη στη γη, της οποίας η κορυφή έφτανε στον ουρανό, μιλάει για τη μοναδική προσωπικότητα του Χριστού. Ο Απ. Παύλος στην επιστολή «προς Φιλιππησίους», κεφ. Β/2, αναφέρει : 
5 Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν, το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού, 
6 όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν, 
7 αλλ' εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους, 
8 και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. 
9 Διά τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα, 
10 διά να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, 
11 και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός. 
      Με τη Θυσία Του και την ένδοξη Ανάστασή Του από τους νεκρούς ο Χριστός έγινε η πόρτα (Ιωάννης Ι/10: 7) από την οποία περνάει ο άνθρωπος, για να μπει στον οίκο του Θεού και πλέον να μην είμαστε «ξένοι και πάροικοι», αλλά να γίνουμε, δια Ιησού Χριστού, «συμπολίτες των αγίων και οικείοι τού Θεού» (Εφεσίους Β/2: 19). 
    «Βαιθήλ» είναι κάθε τόπος που δείχνει στον άνθρωπο το σταυρό του Χριστού, τη θυσία, το πολύτιμο αίμα που χύθηκε και μας καθάρισε από το αμαρτωλό παρελθόν μας (Α΄ Ιωάννου Α/1: 7), που δόθηκε «ως λύτρον» για την εξαγορά μας από το στρατόπεδο του εχθρού (Α΄ Τιμοθέου Β/2: 6). Μια σκάλα έδωσε ο Θεός, που στηρίχτηκε στη γη του Γολγοθά και που φτάνει μέχρι την παρουσία Του στον ουρανό. Αυτή τη σκάλα καλείται να βαδίσει κάθε άνθρωπος, για να οδηγηθεί αιώνια κοντά Του. 
     Ό,τι συνέβη στον Ιακώβ το ίδιο συμβαίνει και με κάθε αμαρτωλό άνθρωπο. Οι προσευχές, οι ύμνοι, ο εκκλησιασμός και η μελέτη της Αγίας Γραφής προσθέτουν γνώση, όμως η προσωπική επαφή με το Θεό, η πίστη στο μοναδικό Σωτήρα του κόσμου τον Ιησού Χριστό (Πράξεις Δ/4: 12) καθώς και η υποταγή στο Άγιο θέλημά Του, προσφέρουν στον άνθρωπο αιωνία ζωή (Ιωάννης Γ/3: 36). Ευχαριστούμε μέσα από την καρδιά μας το Θεό για έναν τέτοιο Σωτήρα, για μια «τόσο μεγάλη Σωτηρία» (Εβραίους Β/2: 3). Με τη σταυρική Του θυσία η επικοινωνία μεταξύ ουρανού και γης αποκαταστάθηκε. Ο κάθε αμαρτωλός χρησιμοποιώντας τούτη τη σκάλα, τον Αναστημένο και δοξασμένο Κύριο Ιησού Χριστό έχει «ελεύθερη τη είσοδο» στη Άγια παρουσία του Θεού. (Εφεσίους Γ/3: 12). ---

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Ψαλμός Γ.

                                                                      ΨΑΛΜΟΣ  Γ/3. 
                             «Ψαλμός του Δαβίδ ότε έφευγε έμπροσθεν του υιού αυτού Αβεσσαλώμ». 

1 Κύριε, πόσον επληθύνθησαν οι εχθροί μου πολλοί επανίστανται επ' εμέ·
2 πολλοί λέγουσι περί της ψυχής μου, δεν είναι δι' αυτόν σωτηρία εν τω Θεώ· Διάψαλμα.
3 Αλλά συ, Κύριε, είσαι η ασπίς μου, η δόξα μου και ο υψόνων την κεφαλήν μου.
4 Έκραξα με την φωνήν μου προς τον Κύριον, και εισήκουσέ μου εκ του όρους του αγίου αυτού. Διάψαλμα.
5 Εγώ επλαγίασα και εκοιμήθην· εξηγέρθην· διότι ο Κύριος με υποστηρίζει.
6 Δεν θέλω φοβηθή από μυριάδων λαού των αντιπαρατασσομένων κατ' εμού κύκλω.
7 Ανάστηθι, Κύριε· σώσον με, Θεέ μου· διότι συ επάταξας πάντας τους εχθρούς μου κατά της σιαγόνος· συνέτριψας τους οδόντας των ασεβών.
8 Του Κυρίου είναι η σωτηρία· επί τον λαόν σου είναι η ευλογία σου. Διάψαλμα.

       ΣΧΟΛΙΑ :        
      O Δαβίδ καθώς φεύγει από την Ιερουσαλήμ ύστερα από μια καλά οργανωμένη συνωμοσία εναντίον του (Β΄ Σαμουήλ ΙΕ/15 – ΙΣ/16) μέσα στον πόνο του για την ανταρσία του υιού του και την αγωνία του, εμπιστεύεται τον εαυτόν του στο Θεό. Ο Δαβίδ κατέχεται από μια βαριά κατάθλιψη, που προκλήθηκε από το συγκλονισμό που υπέστη συνέπεια της ανταρσίας του αγαπημένου γιου του και η οποία θα είχε επιτύχει, εάν ο Αβεσσαλώμ δεν είχε υποπέσει σ’ ένα μοιραίο λάθος, το οποίο ήταν να ακούσει την εσφαλμένη εισήγηση του συμβούλου του Χουσάϊ (Β΄ Σαμουήλ ΙΖ/17: 7)  και να αγνοήσει τη σωστή εισήγηση του Αχιτόφελ, αρχηγού του στρατού του (Β΄ Σαμουήλ ΙΖ/17: 1-14  &  ΙΕ/15: 31).  Η κατάσταση στην οποία ευρίσκεται ο Δαβίδ μας  περιγράφεται στο βιβλίο "Β΄ Σαμουήλ" (ΙΕ/15: 30): «ο δε Δαβίδ ανέβαινε δια της αναβάσεως των Ελαιών, αναβαίνων και κλαίων και έχων την κεφαλήν αυτού κεκαλυμμένην και περιπατών ανυπόδητος και πας ο λαός ο μετ’ αυτού είχεν έκαστος κεκαλυμμένην την κεφραλήν αυτού και ανέβαινον πορευόμενοι και κλέοντες»
       Καθώς η ημέρα κλείνει, ο Δαβίδ με τους λίγους οπαδούς που του έχουν μείνει, έρχεται μπροστά στο Θεό και υποβάλλει ένα ερώτημα : «Κύριε, πόσον επληθύνθησαν οι εχθροί μου»! Έχει πραγματικά τρομοκρατηθεί από τη δύναμη και την υπεροχή των εχθρών του. Πώς μπορούν τόσο λίγοι άνθρωποι να τα βάλουν με το τόσο πολλούς και τόσο καλά οργανωμένους; 
      Ο Δαβίδ, ο οποίος υπήρξε μεγάλος ηγέτης, τώρα έχει παραμεριστεί. Ο γιος του, ο Αβεσσαλώμ, με ψέματα, με πλάνες, με μύριους τρόπους σφετερίζεται την εξουσία. Πλανώνται πολλοί και τον ακολουθούν, τον χειροκροτούν, τον επευφημούν. Σκοπός του είναι η φυσική εξόντωση του πατέρα του, για να πάρει την εξουσία και να γίνει αυτός Βασιλιάς.
      Πόσες φορές ο εχθρός της ψυχής δεν ήρθε με ψέματα, με απάτες και ξεγέλασε και σφετερίστηκε και παρέσυρε τους ανθρώπους; Βλέπω πολλές φορές κάποιους της show bizz, ίδιους δαίμονες, και από κάτω τον κόσμο να παραληρεί, να θαυμάζει, να ωρύεται. Καθημερινά διαπιστώνει κανείς ότι η ευπρέπεια, η σοβαρότητα, το ήθος γίνονται αντικείμενα χλεύης. Η χριστιανική πίστη περιφρονείται, ενώ η απιστία προβάλλεται, χειροκροτείται, δοξάζεται. Πιστοί φίλοι του Δαυίδ, ο Χουσάϊ, ο Αχιτόφελ έχουν φύγει και έχουν προσχωρήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο. 
      Πόσες φορές δεν έγινε αυτό και μέσα σε εκκλησίες, καθώς υπερίσχυσε ο εγωισμός, η προβολή το "εγώ" του ανθρώπου. Πόσες τέτοιες καταστάσεις δεν έχει ζήσει η εκκλησία ανά τους αιώνες. Στην παλαιά οικονομία (Παλαιά Διαθήκη) άνθρωποι αχρείοι, χωρίς πίστη, χωρίς αρχές, χωρίς ιδέες βλέπουμε να έχουν παρασύρει το λαό του Θεού και να έχουν προξενήσει τεράστια ζημιά και να έχουν φέρει διάσπαση, με αποτέλεσμα να έχει γνωρίσει μεγάλες ήττες ο λαός του Θεού. 
  Αλλά και στην Καινή Διαθήκη οι θεωρίες του "γνωστικισμού", οι διάφορες αιρέσεις που παρουσιάστηκαν και διέσπασαν το λαό του Θεού, παρουσιάστηκαν με το προσωπείο του Θεού και της ορθής χριστιανικής πίστης, όμως ήταν «λύκοι άρπαγες, μη φειδόμενοι του ποιμνίου» (Πράξεις Κ/20: 29). 
   Επανερχόμαστε στο Δαβίδ, που είναι προδομένος και απελπισμένος. Φτάνουν οι ειδήσεις η μία κοντά στην άλλη. Δε γίνεται τίποτα. Ο Αβεσσαλώμ έχει κερδίσει πλέον και όλοι είναι μαζί του. Η νίκη είναι δική του. «πολλοί λέγουσι περί της ψυχής μου, δεν είναι σωτηρία εν τω Θεό». Πολλοί του λένε: «Δαβίδ, έχεις χάσει τη μάχη, δεν υπάρχει σωτηρία για σένα». Αυτή είναι η ανθρώπινη άποψη. Πόσες φορές κάτω από ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες δεν είπαμε : Τέλειωσαν όλα, πλέον δεν γίνεται τίποτα. 
     Όμως ο πιστός άνθρωπος δεν απελπίζεται. Ο Δαβίδ, καθώς αναλογίζεται όλα τούτα τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του, στρέφεται στο Θεό και καθώς στρέφεται προς το Θεό, αλλάζει και η διάθεσή του. «Από πού θα έλθει η βοήθειά μου» και καταλήγει : «αλλά συ Κύριε είσαι η ασπίς μου, η δόξα μου και ο υψώνων την κεφαλήν μου». 
     Κύριε, βρίσκομαι σε μία τραγική, απελπιστική, κατάσταση, αλλά εγώ εμπιστεύομαι Εσένα. Από την απελπισία, στην οποία μονίμως θέλει να μας έχει ο εχθρός της ψυχής, περνάει τώρα ο Δαβίδ στην πλήρη εμπιστοσύνη και ηρεμία. Σ΄ αυτή την κατάσταση θέλει να βρισκόμαστε ο Θεός. 
     «είσαι η ασπίς μου». Ο Απ. Παύλος στην Καινή Διαθήκη μιλάει για την ασπίδα της πίστεως. «πάνω δε απ' όλα, πάρτε στα χέρια σας την ασπίδα τής πίστης, με την οποία θα μπορέσετε να σβήσετε όλα τα πυρωμένα βέλη τού πονηρού» (Εφεσίους Σ/6: 16). Ο Θεός μιλάει στον Αβραάμ και του λέει: «Εγώ είμαι ο υπερασπιστής σου». Ο Δαβίδ βλέπει ότι μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα, όμως «τι είναι αδύνατον στον Κύριον»; Μόνον ο Θεός μπορεί να τον προστατεύσει. 
      «σύ Κύριε είσαι η δόξα μου». Μπορεί να μην είναι δοξασμένος στη συγκεκριμένη στιγμή, όμως το τελικό αποτέλεσμα και την τελική δόξα ο Θεός θα τη δώσει και όχι οι πονηροί άνθρωποι. Στην ίδια κατάσταση βρισκόμαστε και μεις σήμερα. Έχουμε τις υποσχέσεις του Θεού μέσα στη ζωή μας, με αυτές βαδίζουμε στην έρημο τούτης της ζωής και θα έρθει η ώρα που ο Κύριος θα τις εκπληρώσει μία προς μία, γιατί ο Θεός είναι αληθινός, ο άνθρωπος είναι ψεύτης (Ρωμαίους Γ/3: 4). 
      «και ο υψώνων την κεφαλήν μου». Μπορεί προηγουμένως να διαβάσαμε ότι ο Δαβίδ ανέβαινε με σκυμμένο το κεφάλι κλαίγοντας, βαθιά λυπημένος, όμως το χέρι του Θεού δεν τον αφήνει, έρχεται να ενισχύσει την ψυχή του, να του δώσει δύναμη. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε κάτω από δύσκολες καταστάσεις τούτο το χέρι του Θεού! Πόσες φορές δεν επαναλήφθηκε μέσα στη ζωή μας εκείνη η τόσο ωραία ιστορία που αναφέρεται στο βιβλίο "Β΄ Βασιλέων"  (Σ/6: 14–17) και η οποία έχει ως εξής: 
     Ο προφήτης του Θεού Ελισσαιέ είναι περικυκλωμένος από ένα πολύ μεγάλο εχθρικό στράτευμα. Ίπποι και άμαξες πολλές τον έχουν κυκλώσει. Καθώς βλέπει τούτο το στράτευμα ο υπηρέτης, τρομοκρατείται, απελπίζεται και λέει. «Κύριε, τι θα κάνουμε, χιλιάδες, μυριάδες έρχονται εναντίον μας". Το πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι τεράστιο, αξεπέραστο. Η απάντηση του ανθρώπου του Θεού είναι καταπληκτική, είναι διαχρονική, αφού αφορά και τους σημερινούς πιστούς που απελπίζονται με το παραμικρό και τα χάνουν. Δύο άτομα ήταν όλοι και όλοι, ο Ελισσαιέ και ο υπηρέτης του. Όμως ο Ελισσαιέ του απαντάει: «Μη φοβάσαι γιατί αυτοί που είναι μαζί μας είναι περισσότεροι από αυτούς (από τους εχθρούς μας). 
      Εδώ διαπιστώνουμε το θρίαμβο της πίστης. Αυτό θα πει πίστη, αυτό θα πει εμπιστοσύνη στο Θεό. Ο υπηρέτης δεν το πιστεύει, παραμένει απελπισμένος και προσευχήθηκε ο Ελισσαιέ: «Κύριε άνοιξε τα μάτια του να δει». Ο καθένας από μας είναι ένας τυφλός και έχει ανάγκη ο Θεός να του ανοίξει τα μάτια, για να δει. Όμως για να γίνει αυτό, θα πρέπει η ψυχή να το θελήσει. Θα πρέπει μέσα από την καρδιά της να φωνάξει: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με». Στη συνέχεια άνοιξε ο Θεός τα μάτια του υπηρέτη και είδε ότι ο βουνό ήταν «πλήρες ίππων και αμαξών πυρός περί τον Ελισσαιέ». 
     Ο Δαβίδ στον "Ψαλμό" (ΛΔ/34, εδ. 7) αναφέρει: «Άγγελος Κυρίου στρατοπεδεύει κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ελευθερώνει αυτούς». Η υπόσχεση του Κυρίου σε κάθε δικό του παιδί είναι: «δεν θα σε αφήσω ουδέ θα σε εγκαταλείψω» (Δευτερονόμιο ΛΑ/31: 6,8). «Θα είμαι μαζί σας πάσας τα ημέρας της ζωής σας» (Ματθαίος ΚΗ/28: 20).  Ποια ήταν η κατάληξη «και δεν ήλθαν πλέον τα τάγματα της Συρίας στη γη του Ισραήλ». Πόσες φορές ο λαός του Θεού στέκεται έντρομος μπροστά στην καταπληκτική ισχύ των δυνάμεων του σκότους, που από κάθε πλευρά μας περικυκλώνουν; Αλλά, όπως ομολογεί και ο Απόστολος Παύλος, «εαν ο Θεός είναι μεθ’ ημών, τις ει καθ’ ημών» (Ρωμαίους Η/8: 31). Επίσης: «τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού» (Ρωμαίους Η/8: 39). «αλλ’ εν τούτοις υπερκικώμεν, δια του αγαπήσαντος ημάς» (Ρωμαίους Η/8: 37). Θα πει κάποιος: Ένας ήταν ο Δαβίδ. Όμως το μυστικό της δύναμης του Δαβίδ είναι η πίστη του, η απόλυτη εμπιστοσύνη του στο Θεό. Από την πίστη του πηγάζει η δύναμή του. Η  δύναμή μας (μικρή ή μεγάλη) εξαρτάται από την πίστη μας. Ο Κύριος έλεγε: «κατά την πίστη σου ας γίνει» (Ματθαίος Θ/9: 29).
    «Εγώ επλάγιασα και εκοιμήθην εξηγέρθην, διότι ο Κύριος με υποστηρίζει». Σίγουρος ο Δαβίδ για την προστασία του Θεού πλαγιάζει και κοιμάται Πόσες φορές το ξεχάσαμε μέσα στη ζωή μας; Ο Δαβίδ έπεσε κοιμήθηκε, σηκώθηκε ανανεωμένος και την επόμενη μέρα αισθάνεται τη δύναμη του Θεού μέσα του και διακηρύττει: «Ο Κύριος με υποστηρίζει». Πόσο πιο δυνατός είναι τώρα! Η καρδιά του έχει πάρει θάρρος και δύναμη. Τώρα ο Δαβίδ δε βλέπει το πρόβλημα (τον Αβεσσαλώμ και τη δύναμη που τον ακολουθεί), αλλά αποβλέπει στον Κύριο και με ενθουσιασμό κράζει: «Ο Κύριος με υποστηρίζει». 
     Η δύναμη του εχθρού δεν περιορίστηκε, τίποτα δεν άλλαξε κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι δυνάμεις που τον καταδιώκουν παραμένουν οι ίδιες και ίσως ακόμα πιο απειλητικές. Όμως ο Δαβίδ κάνει μια σπουδαία ομολογία: «δεν θέλω φοβηθεί από μυριάδων λαού». Πλέον το παιγνίδι κερδήθηκε. Η μάχη, πριν δοθεί, έχει κερδηθεί. Πού οφείλεται η νίκη που θα έρθει σε λίγο; Οφείλεται στο ότι ο Δαβίδ δε δείλιασε μπροστά στο μεγάλο πρόβλημα, αλλά εμπιστεύθηκε ολοκληρωτικά το Θεό. «δεν θέλω φοβηθεί από μυριάδων λαού». Δε θα φοβηθώ, όσο μεγάλο και αν είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζω. Ο λόγος του Θεού μας προτρέπει: "Ανάθες εις τον Κύριον την οδόν σου και έλπιζε επ' αυτόν, και αυτός θέλει ενεργήσει" (Ψαλμός ΛΖ/37: 5). Ο Δαβίδ ανέθεσε το πρόβλημά του στον Κύριο, γνωρίζει σε ποιον πίστεψε και είναι βέβαιος ότι ο Κύριος όχι μόνον θα ικανοποιήσει το αίτημά του, αλλά θα κάνει σύμφωνα με την υπόσχεσή του «υπέρ εκ περισσού από όσα ζητούμε ή νοούμε». (Εφεσίους Γ/3: 20). 
  Πόσες φορές σταθήκαμε αδύναμοι; Με παράπονα, μεμψιμοιρίες, απαισιοδοξία, απελπισία, αντιμετωπίζουμε συνήθως τα διάφορα προβλήματα της ζωής μας. «Γιατί σε μένα ο Θεός; γιατί εγώ;» και τόσα άλλα που κάνουν τον εχθρό «να τρίβει τα χέρια του» και να βγαίνει νικητής μέσα στη ζωή μας. Όλα αυτά έχουν σαν βάση μια μόνο λέξη: «απιστία», έλλειψη υπομονής, υποταγής στο θέλημα του Θεού, έλλειψη πίστης, εμπιστοσύνης στο Θεό, ο οποίος θέλει να βοηθήσει, αλλά δεν του αφήνουμε περιθώρια. Ο Απ. Παύλος με το ηρωικό του πνεύμα διακηρύττει. «τα όπλα του πολέμου ημών δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά συν Θεώ, προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων, επειδή καθαιρούμεν λογισμούς και παν ύψωμα επαιρόμενον εναντίον της γνώσεως του Θεού και αιχαμαλωτίζουμεν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού και είμεθα έτοιμοι να εκδικήσωμεν πάσαν παρακοήν, όταν γίνει πλήρης η υπακοή σας» (Β΄ Κορινθίους  Ι/10: 4-6). Η έλλειψη της υπακοής, εμπιστοσύνης στο Θεό είναι το μυστικό των αποτυχιών μας.
    "Ανάστηθι Κύριε σώσον με, Θεέ μου, διότι συ επάταξας πάντας τους εχθρούς μου κατά της σιαγόνος, συνέτριψας τους οδόντας των ασεβών". (εδ. 7). Τι έγινε; Δεν υπάρχει πλέον ο κίνδυνος; Οι περιστάσεις άλλαξαν. Τίποτα από όλα αυτά δεν άλλαξε. Το πρόβλημα παραμένει ως είχε, όμως άλλαξε ο Δαβίδ. Γνωρίζει ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο στον Κύριο. «Ανάστηθι Κύριε σώσον με, Θεέ μου». Αυτό το «μου» έρχεται να δώσει ένα ιδιαίτερο προσωπικό στοιχείο. Είναι ο Θεός της σωτηρίας του. Ο Θεός δεν είναι ένα απόμακρο πρόσωπο, μια αφηρημένη απόμακρη απρόσωπη δύναμη. Ο Θεός είναι ένα Πρόσωπο που επιδιώκει με κάθε τρόπο να συνάψει μια σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης με το δημιούργημά του τον άνθρωπο. Καλεί τον κάθε άνθρωπο και σήμερα να έρθει κοντά του. Για να πετύχει ο Θεός τούτη τη σχέση αγάπης με τον άνθρωπο, ξέρετε τι έκανε; «ο Λόγος έγινε σάρκα και εσκήνωσε ανάμεσά μας» (Ιωάννης ΙΓ/13: 23). 
       Η εμπιστοσύνη στο Θεό δίνει σταθερότητα και σιγουριά στο Δαβίδ, ο οποίος, πριν γίνει η μάχη, διακηρύττει; «επάταξας πάντας τους εχθρούς μου κατά της σιαγόνος, συνέτριψας τους οδόντας των ασεβών». Τσάκισες την ισχύ των εχθρών μου, συνέτριψες τη βεβαιότητα των ασεβών. Ο Απ. Παύλος διασαλπίζει : «αλλ’ εν τούτοις πάσιν υπερνικώμεν δια του αγαπήσαντος ημάς» (Ρωμαίους Η/8: 37). Κάποιος συγγραφέας επιγράφει ένα βιβλίο του: «περισσότερον από Νικηταί». Όχι απλά νικώμεν, αλλά υπέρνικώμεν (Ρωμαίους Η/8: 37).
      Και κλείνει ο Ψαλμωδός με μια τελευταία διακήρυξη. «Του Κυρίου είναι η σωτηρία, επί τον λαόν σου είναι η ευλογία Σου». Είναι η διαβεβαίωση της Θείας κυριαρχίας στο θέμα της ανθρώπινης σωτηρίας. Δεν είναι η ανθρώπινη προσπάθεια, που σώζει τον άνθρωπο, αλλά είναι η "ανεκδιήγητη δωρεά του Θεού" (Β΄ Κορινθίους Θ/9: 15). Δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά είναι ο Θεός. Αυτού είναι η σωτηρία. Ο Παύλος διακηρύττει: «κατά χάριν είμαστε σεσωσμένοι, δια πίστεως, και τούτο δεν είναι από μας, Θεού το δώρον» (Εφεσίους Β/2 8). «επί τον λαόν σου είναι η σωτηρία Σου». Ο λαός του Θεού, σωσμένος από τον ίδιο τον Κύριο, ξεχωρισμένος και εξαγορασμένος από τον εχθρό, λαός τον οποίο απέκτησε ο Θεός, όχι με ανθρώπινα δώρα, αργύριο ή χρυσίο, αλλά με το ίδιο το αίμα του Υιού Του του αγαπητού (Α' Πέτρου Α/1: 18,19). Ο Θεός δε λυπήθηκε τον Υιόν Του, αλλά τον έδωσε και έγινε ζωντανή θυσία πάνω στο σταυρό. 
      «Περισσότερο από νικητές». Αυτός είναι ο στόχος του Θεού για τον κάθε άνθρωπο. Αυτός είναι ο στόχος του Θεού για το λαό Του. Ας σταθούμε με πίστη, όπως ο Θεός μας θέλει και είναι βέβαιο όχι μόνον θα ενεργήσει ο Θεός στη ζωή μας αλλά θα κάνει "υπερεκπερισσού  υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν" (Εφεσίους Γ/3: 20). Θα κάνει ο Θεός στη ζωή μας περισσότερα απ' αυτά που ζητάμε ή σκεφτόμαστε, σύμφωνα με τη δύναμη που ενεργεί μέσα μας. ---


ΔΑΒΙΔ - ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

       Ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη. 

       Δαβίδ -- Αβεσσαλώμ.

       βιβλίο "Β΄ Σαμουήλ" κεφ. ΙΓ/13.

       Ο Αβεσσαλώμ ήταν γιός του Δαβίδ και της Μαακά, ενώ ο Αμνών ήταν γιός του από την Αχινοάμ και επομένως τα δύο αυτά άτομα ήταν ετεροθαλή αδέλφια. Ο Αμνών αγάπησε πάρα πολύ την Ταμάρ, η οποία ήταν αδελφή του Αβεσσαλώμ (από την ίδια μάνα) και δική του ετεροθαλής αδελφή. Όμως δεν μπορούσε να βρει τρόπο να την πλησιάσει εξαιτίας της περιορισμένης ζωής της και της αγνότητάς της. Τότε ο Ιωαναδάβ, ανιψιός του Δαβίδ, του πρότεινε τη λύση. Ο Αμνών προσποιήθηκε τον άρρωστο, την παγίδεψε στο δωμάτιό του, δήθεν για να τον φροντίσει και εκεί τη βίασε. 
     Μετά από την ενέργεια αυτή τη μίσησε τρομερά. Το μίσος του γι’ αυτήν ήταν μεγαλύτερο απ’ τον έρωτά του. Προσπάθησε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν, αλλά εκείνη δεν έφευγε. Έτσι έβαλε να τη διώξουν με τη βία με την ελπίδα ότι με την πάροδο του χρόνου θα ξεχνιόταν το γεγονός. Εκείνη ντύθηκε πένθιμα, πράγμα που έκανε τον Αβεσσαλώμ να τη ρωτήσει τι είχε συμβεί. 
       Ο Αβεσσαλώμ παρηγόρησε την Ταμάρ και προσπάθησε να την πείσει ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Όμως είχε εξοργιστεί πολύ και μέσα του κατάστρωνε ένα σχέδιο για να εκδικηθεί τον Αμνών. Ατιμασμένη και αφού κανείς δεν ήθελε πια να την παντρευτεί, αν και η ίδια δεν είχε φταίξει σε τίποτα, η Ταμάρ έμεινε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ ως χήρα. 
     Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, όμως δεν τιμώρησε τον Αμνών, όπως θα έπρεπε, πολύ πιθανόν, γιατί η δική του εκ προθέσεως αμαρτία ήταν ακόμα μεγαλύτερη και πολύ πρόσφατη, ώστε να τη θυμούνται όλοι (Β΄ Σαμουήλ ΙΑ/11: 13). Η αμαρτία δεσμεύει τον άνθρωπο, του στερεί την ηθική ελευθερία, την ελευθερία του λόγου και της καλής μαρτυρίας. Στη χαλαρή αντιμετώπιση της κατάστασης από την πλευρά του Δαβίδ ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ο Αμνών ήταν πρωτότοκος γιος του (Α΄ Χρονικών Γ/3: 1) και επομένως φυσικός διάδοχός του στο θρόνο. 
    Ο Αβεσσαλώμ υπομονετικά περίμενε τη στιγμή της εκδίκησης, η οποία ήρθε μετά από δύο ολόκληρα χρόνια. Τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής: Όπως ήταν συνήθεια στην περιοχή της Βαιθήλ, την εποχή που κούρευαν τα πρόβατα οργανώθηκε μια μεγάλη γιορτή. Στη γιορτή αυτή ο Αβεσσαλώμ κάλεσε τον πατέρα του Δαβίδ και όλα τα αδέρφια του (ετεροθαλή και μη), μέσα στους οποίους ήταν και ο Αμνών, που ήταν και ο μεγαλύτερος γιος και θα αντιπροσώπευε και τον πατέρα του, ο οποίος τελικά δε θα συμμετείχε. Πάνω στη γιορτή έδωσε το σύνθημα ο Αβεσσαλώμ στους υπηρέτες του και σκότωσαν τον Αμνών. Οι υπόλοιποι πρίγκιπες έφυγαν πανικόβλητοι για την Ιερουσαλήμ. 
      Εν τω μεταξύ έφτασε στο Δαβίδ μια τραγική είδηση ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του. Ο Δαβίδ για άλλη μια φορά βυθίστηκε στο πένθος. Στη συνέχεια όμως ο Ιωναδάβ διόρθωσε τη λανθασμένη πληροφορία λέγοντας ότι μόνον ο Αμνών ήταν νεκρός και ότι ο Αβεσσαλώμ είχε καταστρώσει σχέδιο για το θάνατό του από την ημέρα που είχε βιάσει την Ταμάρ. Λίγο αργότερα έφτασαν οι γιοί του Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ με θρήνο επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Ιωναδάβ ότι εκείνοι ήταν ζωντανοί. 
     Ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στη Γεσούρ της Συρίας, όπου είχε ζήσει η μητέρα του και βασιλιάς ήταν ο παππούς του ο Ταλμαϊ από τη μεριά της μητέρας του. Ο Αβεσσαλώμ έζησε στη Γεσούρ τρία χρόνια. Ο Αμνών ήταν μεγαλύτερος από τον Αβεσσαλώμ και μέχρι το θάνατό του ήταν ο δεύτερος στη σειρά για το θρόνο. Τώρα που ο Αμνών ήταν νεκρός ο Αβεσσαλώμ ονειρευόταν τον εαυτόν του στο θρόνο. Ο βασιλιάς Δαβίδ επιθύμησε να δει ξανά τον Αβεσσαλώμ, όταν η θλίψη του για το θάνατο του Αμνών είχε πια καταλαγιάσει με την πάροδο του χρόνου. 
       Ο Ιωάβ  κατάλαβε ότι ο βασιλιάς λαχταρούσε να φέρει τον Αβεσσαλώμ πίσω στην Ιερουσαλήμ. Ο λαός όμως ήξερε ότι ο Αβεσσαλώμ ήταν ένοχος για φόνο και έπρεπε να θανατωθεί. Ο φόβος λοιπόν της δημόσιας κατακραυγής εμπόδιζε το Δαβίδ να φέρει πίσω τον Αβεσσαλώμ. Έτσι ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ μια γυναίκα από την περιοχή Τεχωά (κοντά στη Βηθλεέμ), που η οικογενειακή της κατάσταση ήταν ανάλογη με αυτήν του Δαβίδ. Προσποιήθηκε στο βασιλιά βαθύ πένθος και του εξήγησε ότι ένας από τους γιους της σκότωσε τον άλλο. Οι συγγενείς της απαιτούσαν τώρα το θάνατο του μοναδικού της κληρονόμου, κάτι που θα εξάλειφε τελείως το οικογενειακό όνομα από τη χώρα. 
      Ο βασιλιάς της είπε αρχικά να γυρίσει σπίτι της και να περιμένει μια απάντηση με την ελπίδα πως ίσως θα έβρισκε τρόπο να απαλλάξει το φονιά. Εκείνη όμως ζητούσε άμεση απάντηση, για να παγιδεύσει το Δαβίδ με την ίδια του την απόφαση. Προσφέρθηκε να πάρει επάνω της κάθε ενοχή που θα μπορούσε να περικλείει η απόφασή του. Ο Δαβίδ έκανε μια γενικόλογη δήλωση υποσχόμενος σ’ αυτήν ασφάλεια. Εκείνη του ζήτησε απερίφραστα να της υποσχεθεί ότι κανείς δε θα σκοτώσει το γιο της. Με την υπόσχεση που της έδωσε όμως παγιδεύτηκε. Αν ο βασιλιάς μπορούσε να συγχωρήσει το δικό της γιο, γιατί δεν αποκαθιστούσε και το δικό του εξόριστο γιο τον Αβεσσαλώμ; Με την απόφασή του αυτή ο Δαβίδ έδειξε έλεος και ανέστειλε τη συνηθισμένη αιματηρή εκδίκηση (βεντέτα). Ο Δαβίδ παγιδεύτηκε στα δίκτυα της δικής του ηθικής σοφίας. Τώρα είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τον εξόριστο και φοβισμένο Αβεσσαλώμ παρέχοντας σ’ αυτόν προστασία. 
       Η γυναίκα θέλησε να τονίσει στο Δαβίδ ότι, όπως το νερό που χύνεται στη γη κανένας δεν μπορεί να το μαζέψει, έτσι είναι και ο θάνατος του Αμνών. Άλλωστε ούτε και ο Θεός, λέει προς το Δαβίδ, καταστρέφει αμέσως εκείνον που έφταιξε, αλλά μπορεί να βρει τρόπο με τον οποίο ο αμαρτωλός να συγχωρεθεί. Και αν ο Θεός ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν μπορεί να ενεργήσει ανάλογα και ο βασιλιάς; Ο βασιλιάς υποψιάστηκε ότι όλα αυτά ήταν πλεκτάνη και ότι την είχε "στήσει" ο Ιωάβ, πράγμα που παραδέχθηκε αβίαστα η γυναίκα. Ο Δαβίδ διέταξε τον Ιωάβ να φέρει τον Αβεσσσαλώμ πίσω στην Ιερουσαλήμ, παρά το γεγονός ότι ο Αβεσσαλώμ παρέμενε αμετανόητος. Αυτό ήταν εντελώς άδικο από την πλευρά του Δαβίδ και έμελλε να του κοστίσει πολύ ακριβά. 
     Δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε ο Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ χωρίς να του επιτραπεί να δει τον πατέρα του. Μετά από τα δύο χρόνια προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Ιωάβ, για να του ζητήσει την άδεια να δει το βασιλιά. Ο Ιωάβ αρνήθηκε δύο φορές να πάει να τον συναντήσει και γι’ αυτό ο Αβεσσαλώμ διέταξε να κάψουν το χωράφι του στο οποίο καλλιεργούσε κριθάρι. Στη συνέχεια το αίτημα του Αβεσσαλώμ για συνάντηση με τον πατέρα του έγινε δεκτό και έτσι πατέρας και γιος ξανασυναντήθηκαν. Είχαν περάσει επτά χρόνια από το βιασμό της Ταμάρ και πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Αμνών. Ο Αβεσσαλώμ είχε πέντε χρόνια να δει τον πατέρα του. Αν και ο Δαβίδ τον είχε συγχωρήσει και τον είχε φέρει πίσω στην Ιερουσαλήμ, αντί να τον θανατώσει, αρνιόταν να ξεχάσει τι είχε συμβεί. Όταν όμως συναντήθηκαν τελικά οι δύο άνδρες, ο Αβεσσαλώμ βρήκε την τέλεια συγχώρηση από τον πατέρα του. 
       Ο Αβεσσαλώμ όμως παρέμενε αμετανόητος και εκμεταλλευόμενος τη συγχώρηση και την αγάπη του πατέρα του ξεκίνησε μια ανταρσία εναντίον του ίδιου του του πατέρα (κεφ. 15-18). Ο Δαβίδ χάρισε τη ζωή στο γιο του, έδειξε αγάπη και έλεος, όμως εκείνος ως αντάλλαγμα κατάστρωνε σχέδια για την εξόντωση του πατέρα του, προκειμένου αυτός ως νόμιμος κληρονόμος να λάβει τη βασιλεία. Έτσι πλέον ο Αβεσσαλώμ κυκλοφορούσε με εντυπωσιακή συνοδεία και πήγαινε με περίσσιο θράσος στην πύλη της πόλης όπου μιλούσε και ενεργούσε σαν να ήταν αυτός ο μόνος άνθρωπος στο λαό Ισραήλ που ενδιαφερόταν για το καλό του λαού του. Κατηγορούσε τον πατέρα του ότι ήταν ανίκανος να κυβερνήσει το λαό και ότι, αν ήταν αυτός βασιλιάς, οι πολίτες θα διοικούνταν καλύτερα και θα έβρισκαν το δίκιο τους. Ο Αβεσσαλώμ ήταν ψηλός, δυνατός και είχε μια φυσική ομορφιά, είχε μακριά μαλλιά και όλο αυτό το παρουσιαστικό του λαμπρού νέου έκλεβε τις καρδιές των ανθρώπων. Πριν από μερικά χρόνια με παρόμοια κριτήρια την καρδιά του λαού είχε κλέψει ένας άλλος νέος που άκουγε στο όνομα Σαούλ, γιος του Κις και που έμελλε να γίνει ο πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ «δεν υπήρχε μεταξύ των υιών Ισραήλ άνθρωπος ώραιότερος αυτού, από των ώμων αυτού και επάνω εξείχεν υπέρ παντός του λαού». (Α΄ Σαμουήλ Θ/9: 2). 
       Μετά από τέσσερα χρόνια ο Αβεσσαλώμ πήρε την άδεια να πάει στη Χεβρών, για να εκπληρώσει δήθεν ένα τάμα που είχε κάνει όσο ήταν στην εξορία. Η Χεβρών, που ήταν η γενέτειρά του, είχε δυσαρεστηθεί, επειδή ο Δαβίδ είχε μετακινήσει την πρωτεύουσα από εκεί στην Ιερουσαλήμ. Οι διακόσιοι άνδρες που συνόδευαν τον Αβεσσαλώμ ήξεραν ότι ο πραγματικός του σκοπός ήταν να ανακοινώσει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με βασιλιά τον ίδιο. 
      Ο Αχιτόφελ, ένας από τους συμβούλους του Δαβίδ, λιποτάκτησε και πήγε με την πλευρά του Αβεσσαλώμ, αλλά και πολλοί από το λαό ενώθηκαν με τον Αβεσσαλώμ στη συνωμοσία του, για να ανατρέψει το βασιλιά πατέρα του. Ο Δαβίδ μαθαίνοντας τα νέα σκέφτηκε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την Ιερουσαλήμ, γιατί η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Μάζεψε λοιπόν όλη την οικογένειά του και βγήκαν από την πόλη. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το ανάκτορο. Η παλλακεία, ήταν θεσμός που ίσχυε παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Πέρασαν λοιπόν το χείμαρρο των Κέδρων, ανατολικά της Ιερουσαλήμ και κατευθύνθηκαν προς την κοιλάδα του Ιορδάνη. Χίλια χρόνια αργότερα ο "Υιός Δαβίδ" ο Ιησούς Χριστός, θα ακολουθούσε τα ίδια βήματα όντας και ο ίδιος ένας καταφρονημένος Βασιλιάς (Ιωάννης ΙΗ/18: 1). Ο Δαβίδ πέρασε το χείμαρρο των Κέδρων προσπαθώντας να σώσει τη ζωή του. Ο Χριστός πέρασε την κοιλάδα και προσευχήθηκε στη Γεθσημανή, καθώς πήγαινε, για να δώσει τη ζωή του λίτρο για πολλούς. (Μάρκος Ι/10: 45). 
       Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, οι ιερείς, είχαν βγει κι αυτοί από την πόλη κουβαλώντας την κιβωτό με πρόθεση να ακολουθήσουν το Δαβίδ στην εξορία. Όμως ο βασιλιάς τους είπε να γυρίσουν πίσω, έχοντας την ελπίδα ότι κάποια στιγμή και αυτός θα γύριζε. Έτσι αφού έφτασε στη δυτική όχθη του Ιορδάνη, θα περίμενε ειδήσεις απ’ αυτούς σχετικά με τις εξελίξεις όσον αφορά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ. Αντί ο Δαβίδ να νιώσει πικρία για την αναγκαστική εξορία και για την όλη στάση του γιου του, δέχτηκε ταπεινά αυτά που είχε επιτρέψει ο Θεός στη ζωή του. Εκείνη την εποχή έγραψε και τον "ψαλμό" Γ/3, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του ψαλμού. Στον ψαλμό αυτό βλέπουμε ότι η εμπιστοσύνη του Δαβίδ στον Κύριο μένει αταλάντευτη παρά την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει πάνω του. 
    Ο Δαβίδ με τους πιστούς του ακολούθους ανέβαινε το όρος των Ελαιών κλαίγοντας και προσευχόταν να ενεργήσει ο Θεός, ώστε οι συμβουλές του Αχιτόφελ να φανούν ανόητες στα μάτια του Αβεσσαλώμ. Στην κορυφή του όρους των Ελαιών συνάντησε το βασιλιά ο Χουσαϊ ο Αρχίτης. Ο Δαβίδ του ζήτησε να γυρίσει στην Ιερουσαλήμ και να προσποιηθεί υποταγή στον Αβεσσαλώμ. Έτσι θα μπορούσε να εξουδετερώσει οποιαδήποτε συμβουλή θα έδινε ο έμπειρος Αχιτόφελ, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να μεταφέρει και οποιαδήποτε σοβαρή πληροφορία στο Σαδώκ και τον Αβιάθαρ τους, ιερείς οι οποίοι στη συνέχεια θα ενημέρωναν το Δαβίδ. Ο Χουσαϊ έφτασε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έφτανε και ο Αβεσσαλώμ, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση. 
     Μόλις ο Δαβίδ πέρασε την κορυφή του λόφου, τον συνάντησε ο Σιβά, υπηρέτης του Μεμφιβοσθέ, φέρνοντας μια τεράστια προμήθεια από τροφές και κρασί μαζί με δύο γαϊδούρια. Όταν τον ρώτησε ο Δαβίδ για το Μεμφιβοσθέ, εκείνος του είπε ψέματα, ότι ο Μεμφιβοσθέ είχε μείνει στην Ιερουσαλήμ με την ελπίδα ότι η βασιλεία θα επέστρεφε στην οικογένεια του Σαούλ και κατά συνέπεια σ’ αυτόν, που ήταν και ο επόμενος στη σειρά διαδοχής. Ο Δαβίδ πίστεψε στο ψέμα αυτό και διέταξε η περιουσία του Μεμφιβοσθέ να περάσει στα χέρια του Σιβά. 
     Στη Βαχουρείμ στο δρόμο για την Ιεριχώ ένας από τους απογόνους του Σαούλ που τον έλεγαν Σιμεϊ βγήκε και καταριόταν άγρια το Δαβίδ κατηγορώντας τον για τους φόνους που διέπραξε στην οικογένεια του Σαούλ. Ο Αβισάι, ένας από τους αξιωματούχους του Δαβίδ, ήθελε να σκοτώσει τον Σιμεϊ επιτόπου, αλλά ο βασιλιάς δεν τον άφησε. Έλεγε μάλιστα πως ίσως ο Κύριος να του είχε πει να τον καταραστεί. Επισήμανε επίσης ότι ένα μέλος της οικογένειας του Σαούλ είχε πολύ περισσότερους λόγους από τον ίδιο του το γιο, τον Αβεσσαλώμ, να ζητάει το θάνατό του. Ίσως ακόμα ο Δαβίδ να θυμήθηκε το θάνατο του Ουρία, για τον οποίο είχε συνεργήσει και να αντιλήφθηκε ότι οι κατηγορίες του Σιμεϊ δεν ήταν εντελώς αβάσιμες. Καθώς ο Δαβίδ και οι άντρες του προχωρούσαν προς τον Ιορδάνη, ο Σιμεϊ τους ακολουθούσε ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα. Τέλος έφτασαν στο ποτάμι και κει ξεκουράστηκαν. 
         Οι σύμβουλοι του Αβεσσαλώμ. 
     Γυρίζουμε τώρα πίσω στην Ιερουσαλήμ, όπου μόλις έχει φτάσει ο Αβεσσαλώμ. Ο Χουσάϊ δήλωσε την υποταγή του στον Αβεσσσαλώμ με μια δυνατή και έντονη επίδειξη. Στην αρχή ο σφετεριστής του θρόνου τον υποπτεύθηκε, αλλά στο τέλος τον αποδέχθηκε (κεφ. Σ/6: 20-23). Η πρώτη συμβουλή του Αχιτόφελ στον Αβεσσαλώμ ήταν ότι έπρεπε να πάει και να πλαγιάσει με τις δέκα παλλακίδες που είχε αφήσει ο Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ. Μια τέτοια πράξη επαίσχυντη θα ήταν μεγάλη προσβολή στο Δαβίδ, θα απέκλειε οποιαδήποτε συμφιλίωση και θα συνιστούσε άμεση απαίτηση του θρόνου. Ο Αβεσσαλώμ δέχτηκε τη συμβουλή και πήγε στο βασιλικό χαρέμι μπροστά σ’ όλους τους Ισραηλίτες, εκπληρώνοντας έτσι την προφητεία του Νάθαν (κεφ. ΙΒ/12: 11-12). Την εποχή εκείνη οι συμβουλές του Αχιτόφελ λαμβάνονταν σοβαρότατα υπόψη. Ο Αβεσσαλώμ τις ακολουθούσε τυφλά, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του. 
      Αφού πέτυχε στην πρώτη του συμβουλή ο Αχιτόφελ, συμβούλεψε κατόπιν τον Αβεσσαλώμ να του δώσει την άδεια να επιστρατεύσει δώδεκα χιλιάδες άντρες, να προλάβει το Δαβίδ, να τον σκοτώσει εκεί που δεν το περιμένει και να οδηγήσει αυτούς που τον ακολουθούσαν κοντά του. Ο Αβεσσαλώμ ευχαριστήθηκε, σκέφτηκε όμως να καλέσει και τον Χουσαϊ, για να ακούσει και τη δική του συμβουλή. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε ο Χουσαϊ. Είπε στον Αβεσσαλώμ ότι η δεύτερη συμβουλή του Αχιτόφελ δεν ήταν καλή. Στο κάτω – κάτω ο Δαβίδ και οι άντρες του ήταν εξοργισμένοι από την εξέγερση και θα πολεμούσαν άγρια. Και ο Δαβίδ ήταν αρκετά ευφυής, ώστε να μη διανυκτερεύσει στον ίδιο χώρο μαζί με το στρατό του. Σίγουρα όμως θα είχε κρυφτεί σε κάποια σπηλιά. Αν ο Αχιτόφελ δεν πετύχαινε τον σκοπό του με την πρώτη επίθεση, θα  δημιουργείτο πανικός σ’ όλο το έθνος και όλη η επιχείρηση του Αβεσσαλώμ θα πήγαινε χαμένη. 
       Ο Χουσάϊ είχε ένα εναλλακτικό σχέδιο, που φαινομενικά φανέρωνε υποταγή στον Αβεσσαλώμ, στην πραγματικότητα όμως είχε την πρόθεση να κερδίσει χρόνο, για να μπορέσει να ξεφύγει ο Δαβίδ και παράλληλα υπήρχε η πιθανότητα να σκοτωθεί ο Αβεσσαλώμ. Πρότεινε λοιπόν γενική κινητοποίηση όλων των στρατευμάτων του Ισραήλ, τους οποίους θα οδηγούσε ο Αβεσσαλώμ. Ένας τέτοιος στρατός θα ήταν αήττητος. Ο Δαβίδ θα υφίστατο την επίθεση χωρίς να μπορεί να ξεφύγει. Ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε ότι το σχέδιο του Χουσαϊ ήταν καλύτερο και απέρριψε το σχέδιο του Αχιτόφελ, πράγμα για το οποίο είχε προσευχηθεί ο Δαβίδ. «και απήγγειλαν προς τον Δαβίδ, λέγοντες, Ο Αχιτόφελ είναι μεταξύ των συνωμοτών μετά του Αβεσσαλώμ. Και είπεν ο Δαβίδ, Κύριε, δέομαί σου, διασκέδασον την βουλήν του Αχιτόφελ» (Β΄ Σαμουήλ ΙΕ/15: 31. Κάνε Κύριε να μην τον λάβουν σοβαρά τον Αχιτόφελ.
       Ο Χουσαϊ ειδοποίησε αμέσως τον Σαδώ και τον Αβιάθαρ, τους ιερείς, και τους έδωσε οδηγίες να ειδοποιήσουν το Δαβίδ να περάσει τον Ιορδάνη και να φύγει σε μέρος ασφαλές. Οι ιερείς έστειλαν το μήνυμα με μια υπηρέτρια στους γιους του που περίμεναν στην πηγή Ρωγήλ έξω από την πόλη.
      Ένας νεαρός είδε αυτή τη μυστική συνάντηση και πρόδωσε τους κατασκόπους στον Αβεσσαλώμ. Έτσι οι δύο γιοί των Ιερέων, ο Ιωάνθαν και ο Αχιμάας, κρύφτηκαν σ’ ένα πηγάδι στη Βαχουρείμ μέχρι να περάσουν οι ομάδες καταδίωξης. Έπειτα έφυγαν και έφεραν τα νέα στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ και όσοι ήταν μαζί του πέρασαν τον Ιορδάνη κι έτσι είχαν αυτό το φυσικό εμπόδιο ανάμεσα στις δικές του δυνάμεις και σ’ αυτές του Αβεσσαλώμ. Στη συνέχεια προχώρησαν μέχρι τη Μαχαναϊμ, μια πόλη στην περιοχή της Γαλαάδ. 
     Ο Αχιτόφελ απελπίστηκε, γιατί η συμβουλή του απορρίφθηκε και επειδή αντιλαμβανόταν ότι ο Δαβίδ θα νικούσε, γύρισε στο σπίτι του, τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του και κρεμάστηκε. Τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο ο Αχιτόφελ ήταν ο «τύπος» του Ιούδα του Ισκαριώτη. 
       Ο θάνατος του Αβεσσαλώμ και ο θρήνος του Δαβίδ. 
     Ο Αβεσσαλώμ καταδίωξε τον πατέρα του πέρα από τον Ιορδάνη στη Γαλαάδ, έχοντας ορίσει τον Αμασά αρχιστράτηγο των δυνάμεών του. Ο πατέρας του Αμασά ήταν Ισμαηλίτης (Άραβας) ως προς την καταγωγή (Α΄ Χρονικών Β/2: 17), αλλά Ισραηλίτης ως προς το Θεό που λάτρευε. Ήταν ανιψιός του Δαβίδ και πρώτος ξάδερφος του Ιωάβ. 
       Ο Δαβίδ χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη με στρατηγούς τον Ιωάβ, τον Αβισάι και τον Ιτταϊ. Ο βασιλιάς ήθελε να συμμετάσχει και αυτός στην επικείμενη μάχη, ο στρατός όμως τον έπεισε να μείνει στην πόλη και αν χρειαστεί, να στείλει βοήθεια. Καθώς ο στρατός ξεκινούσε για τη μάχη, ο Δαβίδ έδωσε δημόσια εντολή στους στρατηγούς του να μην κάνουν κακό στον Αβεσσαλώμ για χάρη του. «και προσέταξεν ο βασιλεύς εις τον Ιωάβ και εις τον Αβισαί και εις τον Ιτταΐ, λέγων, Σώσατέ μοι τον νέον, τον Αβεσσαλώμ» (εδ. 5). 
    Η αποφασιστική μάχη έγινε στο δάσος του Εφραϊμ, ανατολικά του Ιορδάνη και κοντά στη Μαχαναϊμ. Ο στρατός του Αβεσσαλώμ είχε είκοσι χιλιάδες νεκρούς εκείνη την ημέρα, που ήταν κυρίως αποτέλεσμα του πυκνού δάσους στο οποίο παγιδεύτηκαν οι στρατιώτες. Ο στρατός του Δαβίδ νίκησε. Καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει ο Αβεσσαλώμ μέσα από το δάσος, τα μαλλιά του πιάστηκαν στα κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμάστηκε στον αέρα, καθώς το άλογο έφυγε από κάτω του. Αποτελεί ειρωνεία ότι τα πλούσια μακριά μαλλιά για τα οποία ο Αβεσσαλώμ ήταν τόσο περήφανος, καθώς του έδιναν μια ιδιαίτερη ομορφιά, έγιναν το μέσον της πτώσης του. 
      Όταν ο Ιωάβ έμαθε τα νέα για τη κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Αβεσσαλώμ, επιτίμησε τον αγγελιοφόρο λέγοντάς του ότι, αφού τον είδε, γιατί δεν τον σκότωσε επί τόπου, μάλιστα συμπλήρωσε ότι, αν το είχε κάνει αυτό, θα του έδινε 10 σίκλους ασήμι και μια ζώνη. Η απάντηση του αγγελιοφόρου ήταν ότι κανένα χρηματικό ποσό δε θα τον έπειθε να παραβιάσει τις οδηγίες του βασιλιά. Τότε ο Ιωάβ του φώναξε: «Δεν έχω καιρό για χάσιμο μ’ εσένα». Πήρε τρία ακόντια στα χέρια του και πήγε και τα βύθισε στην καρδιά του Αβεσσλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός κρεμασμένος στη βελανιδιά. Στη συνέχεια άφησε δέκα οπλοφόρος του να δώσουν τη χαριστική βολή. Όλα αυτά ήταν αντίθετα με τη διαταγή του βασιλιά, ήταν όμως για το καλό της βασιλείας. Ο Δαβίδ συστηματικά αρνιόταν να τιμωρήσει τους γιους του για τα εγκλήματά τους κι έτσι ο κλήρος έπεφτε σε κάποιον άλλο. Μια παροιμία λέει: «Το παιδί σου, αν δεν το μαλώσεις εσύ, θα το μαλώσει ο ξένος». Κατά τον ίδιο τρόπο ενεργούσε και ο ιερέας Ηλεί απέναντι στα παιδιά του, που ασελγούσαν με γυναίκες και βεβήλωναν την κιβωτό του Κυρίου. Ο Θεός επέτρεψε την τιμωρία του για τη συμπεριφορά του αυτή (Α΄ Σαμουήλ Δ/4: 18). 
     Μετά από τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα ο Ιωάβ σήμανε το τέλος της μάχης, αφού ο κύριος σκοπός είχε επιτευχθεί. Το σώμα του Αβεσσαλώμ το έριξαν σ’ ένα λάκκο και το σκέπασαν με ένα μεγάλο σωρό από λιθάρια. Αυτό το έκαναν επίτηδες σε αντίθεση με το μνημείο που είχε στήσει ο ίδιος για τον εαυτό του στην Κοιλάδα του Βασιλιά κοντά στην Ιερουσαλήμ με σκοπό να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Ο Αβεσσαλώμ είχε τρεις γιούς (ΙΔ/14: 27), αλλά πρέπει να πέθαναν νωρίς αφήνοντάς τον χωρίς κληρονόμους. 
     Ο Αχιμάας ήθελε να προλάβει τα νέα στο Δαβίδ, αλλά ο Ιωάβ συναισθανόμενος την ενοχή του δεν ήθελε. Φαίνεται ότι ο Αχιμάας είχε τη φήμη ότι φέρνει καλά νέα, όμως τούτα τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά για το βασιλιά, καθώς αφορούσαν το θάνατο του γιου του. Έτσι ο Ιωάβ έστειλε κάποιον Αιθίοπα δούλο που ονομαζόταν Χουσί να φέρει τα νέα στο βασιλιά. Όμως ο Αχιμάας έπεισε τον Ιωάβ να τον αφήσει να πάει κι αυτός, για να αναγγείλει τα νέα και μάλιστα κατάφερε να προσπεράσει τον Χουσί, γιατί ακολούθησε έναν πιο σύντομο δρόμο. 
      Ο Δαβίδ περίμενε με αγωνία τα νέα από τη μάχη. Ο φρουρός ανέφερε ότι πλησιάζει ένας δρομέας και ακολουθούσε και ένας άλλος. Όταν ο Δαβίδ άκουσε ότι ο πρώτος ήταν ο Αχιμάας, προετοιμάστηκε ν’ ακούσει καλά νέα, επειδή πάντα ο Αχιμάας έφερνε καλές ειδήσεις. Όταν πλησίασε, ανήγγειλε με επισημότητα ότι ο Κύριος είχε πατάξει τους επαναστάτες. Όταν όμως ο Δαβίδ ρώτησε για τον Αβεσσαλώμ, ο Αχιμάας έχασε το θάρρος και έδωσε μια αόριστη απάντηση, ότι δήθεν είδε μεγάλη αναστάτωση αλλά δεν ήξερε τις λεπτομέρειες (κεφ. ΙΗ/18: 31-33.
      Στο μεταξύ είχε φτάσει και ο Χουσί. Αυτός ανήγγειλε ότι οι εχθροί του Δαβίδ είχαν νικηθεί. Η αναπόφευκτη ερώτηση του βασιλιά για τον Αβεσσαλώμ έφερε την ψυχρή απάντηση ότι όλοι οι εχθροί του Δαβίδ έπρεπε να καταλήξουν σαν αυτόν τον νεαρό, δηλ. να πεθάνουν. 
32 Και είπεν ο βασιλεύς προς τον Χουσεί, Υγιαίνει ο νέος, ο Αβεσσαλώμ; Και απεκρίθη ο Χουσεί, είθε να γείνωσιν ως ο νέος εκείνος οι εχθροί του κυρίου μου του βασιλέως, και πάντες οι επανιστάμενοι επί σε διά κακόν. 
33 Και εταράχθη ο βασιλεύς και ανέβη εις το υπερώον της πύλης, και έκλαυσε και ενώ επορεύετο, έλεγεν ούτως: Υιέ μου Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ είθε να απέθνησκον εγώ αντί σου, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου. 
     Η αγάπη του πατέρα, η αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό και αποστάτη άνθρωπο. Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες θλίψεις της ζωής του Δαβίδ και είναι αμφίβολο αν συγχώρησε ποτέ τον Ιωάβ γι’ αυτό που έκανε, να σκοτώσει τον Αβεσσαλώμ. Πόσοι άνθρωποι προσπαθούν να συνετίσουν τα παιδιά τους και θλίβονται για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, μέσα στα ναρκωτικά, τον υπόκοσμο….. μέσα στην κατάσταση της ανταρσίας και της ανυπακοής. 
     «υιέ μου, υιέ μου Αβεσσαλώμ….». Τόσο μεγάλη ήταν η θλίψη του βασιλιά, ώστε οι στρατιώτες ένιωθαν ντροπή και ενοχές. Ενεργούσαν σαν να ήταν αυτοί τα θύματα και όχι οι νικητές. Ο Ιωάβ δυσανασχέτησε μ’ όλα αυτά και επέπληξε σκληρά το βασιλιά. Παραπονέθηκε ότι ο Δαβίδ έμοιαζε να νοιάζεται περισσότερο για τους εχθρούς του και όχι για τους στρατιώτες του και ότι ήταν αγνώμων σ’ εκείνους που του έσωσαν τη ζωή. Μάλιστα τον προειδοποίησε ότι αν ο Δαβίδ δεν έδειχνε αμέσως ένα ευγενικό ενδιαφέρον για τους δικούς του, αυτοί θα τον εγκατέλειπαν την ίδια εκείνη νύκτα. Ο Δαβίδ συμμορφώθηκε και πήρε θέση στην πύλη της πόλης συνομιλώντας με το στρατό του. 
        Η επιστροφή του Δαβίδ από την εξορία. 
     Στο μεταξύ στη χώρα επικρατούσε μεγάλη σύγχυση. Όλες οι φυλές του Ισραήλ ήταν σε διένεξη μεταξύ τους. Ο βασιλιάς Δαβίδ που τους έσωσε από τους Φιλισταίους ήταν στην εξορία και ο Αβεσσαλώμ ο αυτόκλητος βασιλιάς τους ήταν νεκρός. Έτσι άρχισε ένα κίνημα για την αποκατάσταση του Δαβίδ στο θρόνο. Η ερώτηση: «γιατί καθυστερείτε να ξαναφέρετε το βασιλιά στο ανάκτορό του;» είναι η πλέον κατάλληλη να ειπωθεί και για κάθε «κοιμώμενη» εκκλησία στις ημέρες μας.
     Όταν άκουσε ο Δαβίδ ότι οι δέκα φυλές του Ισραήλ συζητούσαν για την αποκατάστασή του στο θρόνο, έστειλε δύο ιερείς στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα να ρωτήσουν γιατί αυτοί που ήταν σάρκα και αίμα του είχαν μείνει οι τελευταίοι που ήθελαν να τον  έφερναν και πάλι σαν βασιλιά. Η φυλή Ιούδα είχε υποστηρίξει έντονα τον Αβεσσαλώμ στην εξέγερση και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επικρατούσε ακόμη κάποια δυσαρέσκεια και κάποιος φόβος. Ο Δαβίδ αποφάσισε να μετακινήσει και τον Ιωάβ από τη θέση του αρχιστράτηγου (πιθανόν επειδή είχε σκοτώσει τον Αβεσσαλώμ) και να διορίσει στη θέση του τον Αμασά, που ήταν ανιψιός του Δαβίδ και ο οποίος μόλις πριν λίγο καιρό ήταν αρχιστράτηγος του Αβεσσαλώμ. Οι άλλες φυλές μπορεί να πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο ο Δαβίδ τιμωρούσε την υποταγή και αντάμειβε την ανταρσία, μια συμπεριφορά που μόνο πολιτική σταθερότητα δεν μπορούσε να φέρει. Οι κινήσεις αυτές όμως λύγισαν την καρδιά όλων των αντρών της φυλής Ιούδα και επέστρεψαν με το μέρος του Δαβίδ. «και έκλινε την καρδίαν πάντων των ανδρών Ιούδα ως ενός ανθρώπου και απέστειλαν προς τον βασιλέα, λέγοντες, Επίστρεψον συ και πάντες οι δούλοί σου». (εδ.14). 
    Ο Σιμεϊ, που στο παρελθόν είχε καταραστεί το Δαβίδ, και ο Σιβά, που είχε συκοφαντήσει το Μεμφιβοσθέ, έτρεξαν στον Ιορδάνη να προϋπαντήσουν το βασιλιά που επέστρεφε. Η πρόθυμη απολογία του Σιμεϊ ήταν μάλλον ψεύτικη, γιατί αυτό που επιδίωκε ήταν να γλιτώσει την τιμωρία τώρα που ο Δαβίδ ήταν πάλι στην εξουσία. Στον ενθουσιασμό της στιγμής ο Δαβίδ απέρριψε την επιθυμία του Αβισάι να σκοτώσει τον Σιμεϊ, του έδωσε μάλιστα και αμνησία. Ο Δαβίδ όμως δεν ξέχασε τις κατάρες του Σιμεϊ. Πολύ αργότερα έδωσε εντολή στο Σολομώντα να αντιμετωπίσει σκληρά τον αθυρόστομο Βενιαμίνιτη (Α΄ Βασιλέων Β/2: 8,9). 
       Ο ανάπηρος Μεμφιβοσθέ ήρθε και αυτός να προϋπαντήσει το βασιλιά. Ήταν φανερό από την εμφάνισή του ότι από την πρώτη μέρα είχε θρηνήσει για την εξορία του Δαβίδ. Ήταν αληθινά πιστός στο βασιλιά παρά τις συκοφαντίες του Σεβά εναντίον του. Ο Βασιλιάς του μίλησε μάλλον σκληρά, επειδή δεν τον είχε ακολουθήσει στην εξορία. Ο Μεμφιβοσθέ του εξήγησε ότι είχε ζητήσει από το Σεβά να σαμαρώσει ένα γαϊδούρι, αλλά ο Σεβά δεν το έκανε και ο Μεμφιβοσθέ έμεινε αβοήθητος, αφού ήταν ανάπηρος. Είπε ξεκάθαρα ότι ο Σεβά τον συκοφάντησε, αλλά δεν τον ένοιαζε η αδικία τώρα που ο βασιλιάς είχε επιστρέψει. Όταν ο Δαβίδ, μάλλον άδικα, αποφάσισε ότι ο Σεβά και ο Μεμφιβοσθέ θα μοιραστούν τα χωράφια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κατείχε ο Μεμφιβοσθέ, ο ανάπηρος γιος του Ιωνάθαν αποκάλυψε την πραγματική πιστότητα της καρδιά του: «Ας τα πάρει όλα ο Σιβά! Φτάνει εσύ, κύριέ μου βασιλιά, να γυρίσεις στο ανάκτορό σου σώος και αβλαβής!». Τι μεγαλείο ψυχής από τούτον τον ανάπηρο, το σακατεμένο άνθρωπο! 

       "Η ιστορία του Μεμφιβοσθέ έχει δημοσιευτεί στο blog: giorgoskomninos.blogspot.com στις 23-01-2016"

      Τώρα πια έχει σχηματιστεί μια μεγάλη πομπή. Όλος ο στρατός του Ιούδα και ο μισός στρατός από τις άλλες φυλές συνοδεύουν το βασιλιά πίσω στην Ιερουσαλήμ μέσα σ’ ένα κλίμα πανηγυρικό. Έτσι επέστρεψε ο Δαβίδ και συνέχιζε να κυβερνάει τον Ισραήλ. 
       Ο Δαβίδ πέθανε σε ηλικία 70 ετών, αφού στο θρόνο του εγκατέστησε τον υιό του το Σολομώντα. στο βιβλίο "Α' Βασιλέων" (Β/2: 11) διαβάζουμε: "Και αι ημέραι ας εβασίλευσεν Δαβίδ επί τον Ισραήλ, τεσσαράκοντα έτη εν Χεβρών εβασίλευσε επτά έτη και εν Ιερουσαλήμ τριάκοντα τρία έτη". Ο Δαβίδ υπήρξε ο ενδοξότερος και  πιο αγαπητός μεταξύ όλων των επιφανών φυσιογνωμιών της Π. Διαθήκης. Υπήρξε δε τόσος ο σεβασμός και τόσο το δέος προς το πρόσωπο του, ώστε το όνομα Δαβίδ δε δινόταν σε κανέναν πλέον. ---


Αβεσσαλώμ!

Αχ ! Αβεσσαλώμ,  Αβεσσαλώμ 
η ωραιότητα τού προσώπου σου, 
του κορμιού σου η τελειότητα, 
να 'ταν ωραιότητα τής καρδιάς σου,
της ψυχής σου κάλλος!

Φτωχέ Αβεσσαλώμ 
τι πλιότερο ζητούσες; 
Είχες 
το πιο καλό, 
το πιο μεγάλο,
πολύτιμο θησαυρό, 
την αγάπη τού Πατέρα, 
την καρδιά τού Βασιλιά 
που κτυπούσε για σένα!

Ζήτησες ν' ανέβεις 
απ' τον Θρόνο τού Πατέρα πιο ψηλά!
τη δόξα Του να λάβεις!
και δεν συλλογίστηκες Αβεσσαλώμ 
πως η μεγαλωσύνη Του
άγγιζε και σε,
πως  δόξα Του 
δική σου δόξα ήταν.

Και τόλμησες Αβεσσαλώμ 
- ω, παραφροσύνη ! -
και σήκωσες το τόξο σου
σε Ποιόν;
στον Πλάστη σου !
σημάδεψες 
Αυτόν ή τον εαυτόν σου ;
- ω, μωρία ! -

Τώρα μονάχος, κι απροστάτευτος, 
μακρυά απ' την Πατρική σκέπη, 
τα βέλη τού Εχθρού 
φαρμακερά και μανιασμένα, 
το 'να μετά τ' άλλο 
χύνουν σταλιά - σταλιά 
τη νιότη σου στο χώμα κάτω!

Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ 
είχες
το πιο μεγάλο
το πιο καλό κι ωραίο, 
είχες Πατέρα στοργικό, 
κι είχες την πλούσια ζωή,
κι όμως αρνήθηκες Αυτόν, 
κι έχασες την Ζωή !
τι τραγωδία φοβερή !
τι τέλος οδυνηρό !

Αλέξης Π. Καρέλης

        Σημείωση: Στο πρόσωπο τού Αβεσσαλώμ βλέπω μια ολόκληρη επαναστατημένη ανθρωπότητα, που στρέφεται αναίτια εναντίον του Θεού  - Πατέρα. 
Μια ανθρωπότητα που θεοποίησε τον εαυτόν της, που όμως μπροστά στην " οργή " τής  φύσης, τρέμει σαν το ψάρι που είναι έξω από τα νερά του.
Μια ανθρωπότητα ξεσηκωμένη από τον ανθρωποκτόνο Διάβολο ( Ιωάννης 8 : 44 ), που σκοπό ένα έχει, να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αιώνια απώλεια, ψυχή και σώματι!
Τι δυστυχία, τι δράμα να μη θέλει ο άνθρωπος να μάθει για την ανεκδιήγητη αγάπη τού Θεού ( Ιωάννης 3 : 16 ), για την Λύτρωση που προσφέρει, δια του Ιησού Χριστού ( Εφεσίους 1 : 7 ), και για τα ένδοξα, αιώνια σχέδιά Του, που έχει γι' αυτόν, να ζήσει αιώνια κοντά Του!