Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

«κατά Λουκάν», κεφ. ΙΘ, εδάφ. 28 – 44).

         Ευαγγέλιον «κατά Λουκάν», κεφ. ΙΘ/19, εδάφ. 28 – 44.

         Το κλάμα του Κυρίου...

       Βρισκόμαστε μια Κυριακή πριν από τη σταύρωση. Ο Ιησούς, με τη συνοδεία μιας μικρής ομάδας μαθητών, έφτασαν από την Ιεριχώ στη Βηθανία. Ήταν το τελευταίο ταξίδι της ομάδας των μαθητών με το δάσκαλό τους. Εκείνη τη νύχτα έμειναν στη Βηθανία, για να ξεκουραστούν και την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησαν για την Ιερουσαλήμ, περνώντας από τη πόλη Βηθφαγή.
       Όταν έφθασαν κοντά στο όρος των Ελαιών, ο Κύριος έστειλε δύο μαθητές και έφεραν ένα θηλυκό γαϊδούρι, μαζί με ένα πουλάρι, πάνω στο οποίο έστρωσαν από τα ρούχα τους και ανέβηκε ο Χριστός στο πουλάρι, με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία των προφητών Ησαΐα & Ζαχαρία (Θ/9: 9) : «Πέστε στην πόλη της Σιών, έρχεται σε σένα ο Βασιλιάς σου, πράος καβάλα πάνω σε γαϊδούρι, πάνω σε πουλάρι, γέννημα υποζυγίου».
     Καθώς πλησιάζει στην Ιερουσαλήμ δύο μεγάλα πλήθη συναντιούνται. Το ένα συνοδεύει το Χριστό, που έφυγε από τη Βηθανία και το άλλο βγαίνει από την Ιερουσαλήμ για να υποδεχθεί το Χριστό. Το πλήθος που βγήκε από την Ιερουσαλήμ κρατούσε στα χέρια του βάϊα (κλαδιά) φοινίκων. Όταν τα δύο τούτα πλήθη συναντήθηκαν επικράτησε μεγάλη χαρά και πολύ μεγάλος ενθουσιασμός. Όλοι έψαλαν: «Ωσαννά, στον Υιό του Δαβίδ. Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο. Δόξα στον Κύριο. Δόξα στον ύψιστο Θεό». Η λέξη «Ωσαννά» είναι εβραϊκή λέξη και σημαίνει: «σώσε μας τώρα» και είναι παρμένο από τον ΡΙΗ/118  ψαλμό, που οι Εβραίοι τον διάβαζαν στη γιορτή της σκηνοπηγίας, (Δευτερονόμιο ΙΣ/16: 13), που γινόταν σε ανάμνηση της απελευθέρωσης του Ισραήλ, από την δουλεία της Αιγύπτου και της κατοίκισής τους σε σκηνές, μέσα στην έρημο. Συμβόλιζε την απελευθέρωση, που ο Μεσσίας θα έφερνε στο λαό Του.
     Μεγάλη χαρά, μεγάλος ο ενθουσιασμός του κόσμου, τα πλήθη έστρωναν τα ρούχα τους κάτω, μαζί με κλαδιά από δένδρα, για να περάσει πάνω τους ο Χριστός. Μέσα σ’ αυτόν τον άκρατο ενθουσιασμό, η πομπή με τον Κύριο προχωράει προς την Ιερουσαλήμ. Όλοι χαίρουν, όλοι ψάλουν, όλοι είναι ενθουσιασμένοι. Όλοι δοξάζουν και ευχαριστούν το Θεό, για την τόσο μεγάλη αγάπη Του. «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον». (Ιωάννης Γ/3: 16). Όλοι μαζί κράζουν: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
       Όλες οι Ευαγγελικές αφηγήσεις (Ματθαίος ΚΑ/21: 1-11, Μάρκος ΙΑ/11: 1-10, Λουκάς ΙΘ/19: 29-44, Ιωάννης ΙΒ/12: 12-19), που αναφέρονται σε τούτη την θριαμβευτική πορεία του Κυρίου Ιησού, προς τα Ιεροσόλυμα, κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, τονίζουν την απερίγραπτη χαρά, την ευγνωμοσύνη και την αγαλλίαση που έχει επικρατήσει σε όλο το λαό.
      Και ενώ όλοι είναι χαρούμενοι, όλοι είναι ευτυχισμένοι, ο Κύριος, καθώς από μακριά βλέπει από μακριά την Ιερουσαλήμ κλαίει, ψελλίζοντας κάποια λόγια : Συγκλονιστικό, μεγάλη αντίφαση. Γιατί ενώ όλοι χαίρονται, ο Κύριος κλαίει; Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει : «καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιερουσαλήμ, όταν είδε την πόλη, έκλαψε γι’ αυτή». Τι μεγάλη αντίφαση, όλοι να χαίρονται και ο Χριστός να κλαίει, τούτο το γεγονός δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους μας. Αλήθεια κλαίει ο Χριστός; Ο Κύριος στην επίγεια διακονία Του, σκούπισε πολλά ανθρώπινα δάκρυα, στάθηκε δίπλα τους και παρηγόρησε πολλούς ανθρώπους, πονεμένους, πικραμένους, δυστυχισμένους, άρρωστους, ταλαιπωρημένους. Τώρα καθώς βλέπει από μακριά την Ιερουσαλήμ κλαίει.
     Το ερώτημα που ορθώνεται γιατί κλαίει ο Κύριος; Γιατί δε χαίρεται, όπως όλοι οι άνθρωποι γύρω του; Κλαίει ο Κύριος και μέσα στο κλάμα του, ψελλίζει τα λόγια: «Μακάρι να είχες καταλάβει κι εσύ και μάλιστα τούτο τον καιρό που διέρχεσαι, τα όσα θα συντελούσαν πραγματικά για την ειρήνη σου». Όμως δεν κατάλαβες. Κι αυτό είναι το μεγάλο παράπονο του Ιησού. Παρά τις αμέτρητες ευκαιρίες που έδωσε στο λαό Ισραήλ, για να τον γνωρίσουν και να τον πιστέψουν, αυτοί έμειναν αδιάφοροι, σκληροί, αρνησίθεοι. «δεν θέλομεν ούτως βασιλεύσει εφ’ ημών» (Ιωάννης ΙΘ/19: 15). Στους δικούς Του ήρθε και οι δικοί Του δεν τον δέχτηκαν (Ιωάννης Α/1: 11). Δεν γνώρισαν τον καιρό της επίσκεψής Του. Δεν γνώρισαν ότι Αυτός ήταν η ειρήνη τους. «Διότι αυτός είναι η ειρήνη ημών…..». (προς Εφεσίους Β/2: 14). Ο Ιησούς Χριστός είναι ο «άρχοντας της ειρήνης» (Ησαΐας Θ/9: 6). «Είθε να γνώριζες τα προς ειρήνην σου αποβλέποντα».
      Το ίδιο κλάμα, ο ίδιος στεναγμός από τότε έως σήμερα, για όλους εκείνους που δεν θέλησαν να γνωρίσουν το Χριστό, δεν θέλησαν να γνωρίσουν το λυτρωτικό Έργο, που Αυτός έκανε πάνω στο σταυρό, για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων (Πράξεις Δ/4: 12). Έκλαψε ο Κύριος για την Ιερουσαλήμ. Κάποιοι λένε ότι ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο και τον έχει αφήσει μόνον του και μένει απαθής στα προβλήματά του. Μεγάλη πλάνη. Ο Λόγος του Θεού μας αποκαλύπτει ότι ο Χριστός, όχι μόνον δεν είναι αδιάφορος, αλλά καθώς βλέπει τα πάντα γύρω μας, καθώς βλέπει μια κοινωνία να είναι «ως πρόβατα μη έχοντας ποιμένα» (Μάρκος Σ/6: 34), κλαίει για τη ζωή μου και για τη ζωή σου. Ρίξτε μια ματιά να δείτε τι γίνεται γύρω μας. Παντού πόλεμος. Πόλεμος στη ζωή των εθνών, πόλεμος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, πόλεμος στις εργασιακές σχέσεις, στις οικογενειακές σχέσεις, αλλά ο χειρότερος πόλεμος είναι αυτός, που γίνεται βαθιά μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.
      Γιατί αυτό το τόσο μεγάλο κακό; Ο Λόγος του Θεού στην επιστολή «προς Ρωμαίους»  (κεφ. Γ/3, εδ. 11-17) αναφέρει:
11. "δεν υπάρχει κάποιος που να έχει σύνεση, δεν υπάρχει κάποιος που να εκζητάει τον Θεό.
12 Όλοι παρεξέκλιναν, μαζί εξαχρειώθηκαν, δεν υπάρχει αυτός που πράττει το αγαθό, δεν υπάρχει ούτε ένας».
13 «Τάφος ανοιγμένος είναι το λαρύγγι τους, με τις γλώσσες τους μιλούσαν δόλια», «δηλητήριο από οχιές υπάρχει κάτω από τα χείλη τους».
14 Των οποίων «το στόμα είναι γεμάτο από κατάρα και πικρία».
15 «Τα πόδια τους είναι γρήγορα στο να χύσουν αίμα».
16 «Ερήμωση και ταλαιπωρία είναι στους δρόμους τους
17 και οδόν ειρήνης δεν γνώρισαν».
     Γι’ αυτό κλαίει ο Χριστός, τότε και τώρα, καθώς βλέπει τον άνθρωπο, γυμνό, νεκρό, ταλαιπωρημένο, αιώνια χαμένο, μακριά Του. Τι έφταιξε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε; Ο ίδιος ο Θεός έρχεται να δώσει την απάντηση : «Εμένα εγκατέλειψαν, την πηγή των ζωντανών νερών και έσκαψαν λάκκους σε άνυνδρα μέρη» (Ιερεμίας Β/2: 13). Κλαίει ο Κύριος καθώς βλέπει την Ιερουσαλήμ, κλαίει καθώς βλέπει τη ζωή του συγχρόνου, του "προοδευμένου" ανθρώπου και παράλληλα εκφράζει, μέσα από την καρδιά Του, ένα μεγάλο παράπονο. «…… πόσες φορές θέλησα να συγκεντρώσω τα παιδιά σου, με τον ίδιο τρόπο που η κότα συγκεντρώνει τα μικρά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά δεν θελήσατε;». (Ματθαίος ΚΓ/23: 37). Δεν θέλησαν οι Ισραηλίτες τότε, δεν θέλησε ο άνθρωπος, δια μέσω των αιώνων, να γνωρίσει το Σωτήρα και Λυτρωτή, Ιησού Χριστό. Ο Κύριος όμως από αγάπη δεν τον εγκαταλείπει, τον περιμένει. Κρούει την πόρτα της καρδιάς (Αποκάλυψη Γ/3: 20) και περιμένει τον άνθρωπο να του ανοίξει.
     Πόσο μεγάλη εντύπωση θα πρέπει να μας κάνει τούτος ο σεβασμός, από την πλευρά του Θεού της ανθρώπινης ελευθερίας. Δεν επεμβαίνει, δεν την παραβιάζει. Έκανε τον άνθρωπο ελεύθερο ο Θεός και σέβεται αυτή την ελευθερία που του έδωσε. Χωρίς αυτή την ελευθερία ο άνθρωπος θα ήταν ένα πρόβατο. Δεν θα ήταν «κατ’ εικόνα» του Θεού (Γένεσις Α/1: 27) και δεν θα έφτανε ποτέ να γίνει «καθ’ ομοίωσιν» Αυτού (Γένεσις Α/1: 26). Προσκαλεί ο Κύριος, δεν εκβιάζει, δεν αναγκάζει, δεν επιβάλλει. Καλεί με πολύ αγωνία και σήμερα ο Θεός τον άνθρωπο. Διαχρονική η φωνή Του. «Αδάμ που είσαι» (Γένεσις Γ/3: 8).
     Που είσαι ψυχή ρωτάει ο Θεός και σήμερα τον άνθρωπο. Επισκέπτεται και σήμερα ο Θεός τον άνθρωπο με έναν ευλογημένο σκοπό, να τον σώσει αιωνίως (Α΄ Ιωάννου Α/1: 2). Είναι βέβαιο όμως ότι οι επισκέψεις του Χριστού δεν θα διαρκέσουν για πάντα. Εκείνη η επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ ήταν η τελευταία. Γι’ αυτό έκλαψε ο Κύριος. Γιατί τελείωσαν οι ευκαιρίες. Δεν θα υπήρχε άλλη ευκαιρία. Τι θα ακολουθούσε από δω και πέρα; «Ιδού τώρα αφήνεται έρημος ο οίκος σας» (Λουκάς ΙΓ/13: 35). Τι τραγωδία, δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι χειρότερο για έναν άνθρωπο, για μια οικογένεια, για μια εκκλησία!! 
     «Ηθέλησα…… ουκ ηθελήσατε». Μία διαχρονική αντίφαση. Ο Θεός «ηθέλησε», έκανε τα πάντα για τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος υπακούοντας στον εχθρό της ψυχής, τον απ’ αρχής ανθρωποκτόνο (Ιωάννης Η/8: 44), τον σατάν, «δεν ηθέλησε». Στο Ευαγγέλιο «κατά Ιωάννην» (κεφ, ΚΓ/23, εδ. 37) ο Κύριος αναφέρει: «Όμως, δεν θέλετε να έρθετε σε μένα, για να έχετε ζωή».
      Στο ευαγγέλιο του "Ματθαίου" (κεφ. ΚΓ/23, εδ. 2–6) αναφέρει ο Κύριος. «Η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που έκανε γάμους στον γιο του, και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους προσκαλεσμένους στους γάμους και εκείνοι δεν ήθελαν νάρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους, λέγοντας: Πείτε στους προσκαλεσμένους: Δέστε, ετοίμασα το γεύμα μου, οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια μου είναι σφαγμένα, και όλα είναι έτοιμα, ελάτε στους γάμους. Εκείνοι, όμως, δείχνοντας αμέλεια, αναχώρησαν, ο ένας μεν στο χωράφι του, ο άλλος δε στο εμπόριό του και οι υπόλοιποι, αφού έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν».
     Διαχρονική, σκληρή και σταθερή, η άρνηση του ανθρώπου, προς το Θεό. Ο Κύριος γνωρίζει τούτη την άρνηση, αλλά γνωρίζει και τις συνέπειές της. Γι’ αυτό ο Ιησούς καθώς πλησίαζε στην Ιερουσαλήμ και είδε την πόλη, καθώς γνώριζε τις συνέπειες της απόριψής Του, έκλαψε γι’ αυτήν. Είχε χάσει ο λαός τούτης της πόλης μια τελευταία χρυσή ευκαιρία . Αν ο λαός της τον είχε δεχτεί σαν Μεσσία, αυτό θα σήμαινε ειρήνη γι’ αυτή. Τώρα ήταν πολύ αργά. Είχαν αρνηθεί το Χριστό και επειδή τον είχαν απορρίψει, δεν μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν.
     Κλαίει ο Χριστός και σήμερα για την κάθε ψυχή, για τον κάθε άνθρωπο, που ενώ του έδωσε πολλές ευκαιρίες για να Τον γνωρίσει, εκείνος έμεινε αδιάφορος, δεν Τον δέχτηκε, δεν Τον αναγνώρισε, δεν κατάλαβε την επίσκεψή Του, δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της αγάπης Του. Κλαίει ο Κύριος μπροστά στην άρνηση και το ανθρώπινο πείσμα.
     Στην παραβολή του οικοδεσπότη που είχε φυτέψει έναν αμπελώνα (Ματθαίος ΚΑ:33-41), ο Ιησούς μίλησε για τις επισκέψεις του Θεού στον άνθρωπο, με τα εξής λόγια :
33 Ακούστε μια άλλη παραβολή: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος οικοδεσπότης, ο οποίος φύτεψε έναν αμπελώνα, και έβαλε ολόγυρά του φράχτη, και έσκαψε μέσα σ' αυτόν ένα πατητήρι, και οικοδόμησε έναν πύργο και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και αποδήμησε.
34 Όταν δε πλησίασε ο καιρός των καρπών, έστειλε τους δούλους του προς τους γεωργούς, για να πάρουν τούς καρπούς του.
35 Και οι γεωργοί, αφού έπιασαν τους δούλους του, άλλον μεν έδειραν, και άλλον φόνευσαν, και άλλον λιθοβόλησαν.
36 Έστειλε ξανά άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους και σ' αυτούς έκαναν κατά παρόμοιο τρόπο.
37 Έπειτα, όμως, έστειλε σ' αυτούς τον γιο του, λέγοντας: Θα ντραπούν τον γιο μου.
38 Οι γεωργοί, όμως, βλέποντας τον γιο, είπαν μεταξύ τους: Αυτός είναι ο κληρονόμος, ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και ας κατακρατήσουμε την κληρονομιά του.
39 Και αφού τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα, και τον φόνευσαν.
40 Όταν, λοιπόν, έρθει ο ιδιοκτήτης τού αμπελώνα, τι θα κάνει σ' εκείνους τους γεωργούς;
41 Του λένε: Τους κακούς θα τους απωλέσει με κακό τρόπο και τον αμπελώνα θα τον μισθώσει σε άλλους γεωργούς, που θα του αποδώσουν τους καρπούς στις εποχές τους.
       Πολλές και ποικίλες οι επισκέψεις του Θεού για την Ιερουσαλήμ. «Πολυμερώς και πολυτρόπως», ο Θεός την επισκέφθηκε. Από τότε που ο Δαβίδ την ξεχώρισε και την έκανε πρωτεύουσά του (Β΄ Σαμουήλ, κεφ. Σ/6 & Ζ/7  - περίπου το 1.000 π.Χ.), ως τις ημέρες του Χριστού, πόσες ευλογίες, πόσες ευκαιρίες, πόσα προνόμια της είχε χαρίσει. Όμως τώρα ήταν η τελευταία ευκαιρία, πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση. Το να καταφρονείς τον πλούτο τής αγαθότητάς Του και της υπομονής και της μακροθυμίας, αγνοώντας ότι η αγαθότητα του Θεού σε φέρνει σε μετάνοια, (Ρωμαίους Β/2: 4), τούτο είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα και μοιραία θα έχει τρομακτικές συνέπειες.
      Στην επιστολή «προς Εβραίους» (κεφ. Α/1, εδ. 1) αναφέρεται : «Ο Θεός, τον παλιό καιρό, αφού, πολλές φορές και με πολλούς τρόπους, μίλησε στους πατέρες μας διαμέσου των προφητών, σ' αυτές τις έσχατες ημέρες μίλησε σε μας διαμέσου τού Υιού». Ο Ιώβ στην παλαιά οικονομία αναφέρει : «διότι ο Θεός λαλεί άπαξ και δις, αλλ' ο άνθρωπος δεν προσέχει» (Ιώβ ΛΓ/34: 14).
     Στον κάθε άνθρωπο έρχεται η στιγμή στη ζωή του, που καλείται «η ώρα της επισκέψεώς Του». Τι κρίμα, τι τραγωδία, να σε επισκεφθεί το Πνεύμα του Θεού και να μην αντιληφθείς το μήνυμα, να μην Τον αναγνωρίσεις, να μείνεις αδιάφορος ή να πεις εκείνο που είπαν οι «σοφοί» Αθηναίοι στον Απόστολο Παύλο, όταν τους μίλησε για την ανάσταση των νεκρών. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει: «Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά». (Πράξεις ΙΖ/17: 32). Ήταν και γι’ αυτούς η τελευταία ευκαιρία, δεν άκουσαν ξανά.
     Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει στο κεφ. ΙΘ/19, εδάφ. 41 – 43: «Και όταν πλησίασε, βλέποντας την πόλη, έκλαψε γι' αυτή, λέγοντας: Είθε να γνώριζες κι εσύ, τουλάχιστον κατά την ημέρα σου τούτη, αυτά που αποβλέπουν για την ειρήνη σου αλλά, τώρα κρύφτηκαν από τα μάτια σου, επειδή, θάρθουν ημέρες επάνω σου και οι εχθροί σου θα κάνουν χαράκωμα γύρω από σένα, και θα σε περικυκλώσουν, και θα σε στενοχωρήσουν από παντού και θα σε κατεδαφίσουν και τα παιδιά σου μέσα σε σένα, και δεν θα αφήσουν μέσα σε σένα πέτρα επάνω σε πέτρα, επειδή, δεν γνώρισες την ημέρα τής επίσκεψής σου».
    Ιερουσαλήμ, αν γνώριζες, αν είχες μάτια να δεις μόλις 40 χρόνια μπροστά τη φοβερή εκείνη καταστροφή, που έγινε από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, το έτους 70 μ.Χ. **(Υστ/φο). Αν γνώριζες, αν άκουγες, αν είχες καταλάβει, τότε θα έκανες τουλάχιστον εκείνο που έκαναν οι κάτοικοι της Νινευή, από το βασιλιά μέχρι τον τελευταίο ζητιάνο «μετανόησαν εν σάκκω και σποδώ». (Ιωνάς Γ/3: 6,7). Μπροστά στην συγκλονιστική αυτή μετάνοια, ο Κύριος μεταμελήθηκε και δεν κατάστρεψε την Νινευή (Ιωνάς Γ/3: 10). Στο βιβλίο του Ιεζεκιήλ, βλέπει κανείς για άλλη μία φορά, το κλάμα και την αγωνία του Θεού, για τον αμαρτωλό άνθρωπο. Πες τους λέει ο Θεός στον Προφήτη Του: «Ζω εγώ, λέει ο Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από τον δρόμο του, και να ζει, επιστρέψτε, επιστρέψτε από τους πονηρούς σας δρόμους, γιατί να πεθάνετε;» (Ιεζεκιήλ ΛΓ/34: 11).
      Κλαίει ο Κύριος. Οι μαθητές του Κυρίου  μένουν έκπληκτοι, καθώς παρατηρούν την τελειότητα της κατασκευής του ναού του Σολομώντος. Ο Λόγος του Θεού μας αναφέρει: «και ενώ έβγαινε από το ιερό, ένας από τους μαθητές του λέει σ' αυτόν: Δάσκαλε, δες, πόσο θαυμάσιες πέτρες και πόσο θαυμάσια οικοδομήματα! Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε σ' αυτόν: Βλέπεις όλα αυτά τα μεγάλα οικοδομήματα; Δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα κατάγκρεμιστεί». (Μάρκος ΙΓ/13: 1,2).
      Ο Κύριος βλέπει πέρα από το σήμερα, πέρα από τα πρόσκαιρα, βλέπει τα ερείπια της Ιερουσαλήμ, βλέπει ότι δεν θα μείνει «πέτρα πάνω στην πέτρα», σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οι άνθρωποι εξωραΐζουν τη ζωή τους, προσπαθούν να την κάνουν λαμπρή και φωτεινή, αλλά στο τέλος όλα τα γίηνα φεύγουν και  μένουν ερείπια. Τι έμεινε άραγε από την πολυτελή ζωή του Ωνάση και πολλών άλλων διάσημων, λαμπρών αστέρων, που έζησαν μέσα στην απίστευτη χλιδή και τον πλούτο; Ερείπια. Μόνον όταν ο άνθρωπος κτίσει πάνω στην αιώνια πέτρα, που είναι ο Χριστός, δεν θα καταλήξει η ζωή του σε ερείπια, αλλά θα μείνει ακλόνητη. Λέγει Κύριος: «Πας λοιπόν όστις ακούει τους λόγους μου τούτους και κάνει αυτούς, θέλω ομοιώσει αυτόν με άνδρα φρόνιμον, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέβαλον εις την οικίαν εκείνην και δεν έπεσε, διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί την πέτραν». (Ματθαίος Ζ/7: 24, 25).
     Να τι έχει ανάγκη ο άνθρωπος στη ζωή του. Να γνωρίσει τον μοναδικό Σωτήρα του (Πράξεις Δ/4: 12), τον Ιησού Χριστό, που τον καλεί, που τον περιμένει να έρθει κοντά Του. Έξω από το Χριστό, μακριά από το Χριστό, ο άνθρωπος είναι ένα ερείπιο. Είναι τοίχος κεκλιμένος και φραγμός ετοιμόρροπος. (Ψαλμός ΞΒ/62: 3).
    Με τούτες τις σκέψεις θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους τους αναγνώστες του blog, σε όλους τους φίλους: «καλό & ευλογημένο ΠΑΣΧΑ». Οι άνθρωποι γύρω μας θα συνεχίσουν να κοστολογούν φθηνά το Πάσχα. Τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις κάθε χρόνο λένε ότι, φέτος το πασχαλινό τραπέζι θα είναι 10 ή 15% ακριβότερο από πέρυσι. Όμως ποιος μπορεί να κοστολογήσει το πραγματικό νόημα του Πάσχα. Ποιος μπορεί να αποτιμήσει το αίμα του Χριστού, ποιος μπορεί να κοστολογήσει την πολυτιμότατα της ανθρώπινης ψυχής. Ποιος μπορεί να συλλάβει, στην έκτασή της, την Βιβλική έκφραση: «το Πάσχα ημών, θυσιάστηκε για μας ο Χριστός» (Α΄ Κορινθίους Ε/5: 7).
   Ας προετοιμάσουμε τις καρδιές μας για να γιορτάσουμε το Πάσχα, «εν πνεύματι & αληθεία» (Ιωάννης Δ : 24), ας μην ξεχάσουμε ποτέ ότι, «ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν». Τέτοιους προσκυνητές ζητάει και σήμερα να βρει ο Κύριος, για να σταματήσει τι κλάμα Του και να νοιώσει χαρά, ανάμεσα στους δικούς Του. Όλους μας ας μας συνοδεύει, τούτες τις ξεχωριστές, άγιες μέρες, η σκέψη: «παραδόθηκε εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, και αναστήθηκε για την δικαίωσής μας (Ρωμαίους Δ/4: 25). ---

      ** Υστ/φο :
     Αναφέρει ο ιστορικός Ιώσηπος σχετικά με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, τα εξής :
«Κι ενώ ο ναός καιγόταν, οι νικητές άρπαζαν κάθε τι που έπεφτε στα χέρια τους και φόνευαν ομαδικά όσους έπιαναν. Δεν έδειχναν έλεος, ούτε σε ηλικιωμένους, ούτε σε σεβαστά πρόσωπα, αλλά παιδιά, γέροντες, λαϊκούς και ιερείς, με τον ίδιο τρόπο τους περνούσαν από μαχαίρι. Κάθε τάξη καταδιωκόταν και περικλειόταν στην τσιμπίδα του πολέμου, είτε αυτοί έρχονταν και ζητούσαν έλεος, είτε πρόβαλλαν αντίσταση. Η βοή της φωτιάς ακουγόταν μακριά και πλατιά, ανακατεμένη με τις γοερές κραυγές των θυμάτων που έπεφταν. Και εξ’ αιτίας του μεγέθους της πυρκαγιάς, θα νόμιζε κανείς ότι ολόκληρη η πόλη ήταν κάτω από τις φλόγες. Κι έπειτα, εκείνη η βοή, τίποτε δεν μπορούσε κανείς να επινοήσει ότι ήταν μεγαλύτερο ή φοβερότερο απ’ αυτό. Υπήρχαν οι πολεμικές κραυγές των Ρωμαϊκών λεγεώνων, που προχωρούσαν σύσσωμές μπροστά, οι γοερές κραυγές των στασιαστών, που ήσαν περικυκλωμένοι από φωτιά και ρομφαίες, οι κραυγές του πλήθους, που έτρεχαν πανικόβλητοι και με βιασύνη, που αποκομμένοι έπεφταν στα χέρια του εχθρού, καθώς συναντούσαν το τυχερό τους. Με τις κραυγές στο λόφο είχαν αναμιχθεί και εκείνες του πλήθους, μέσα στην πόλη. Και τώρα πολλοί, που ήσαν εξαντλημένοι και με κολλημένη τη γλώσσα από την πείνα, όταν είδαν το αγιαστήριο να καίγεται, ανέκτησαν ξανά δύναμη για θρήνο και οδυρμούς. Η Περαία και τα ολόγυρα βουνά, συνέβαλαν με την ηχώ τους να βαθύνουν τη βουή. Αλλά τρομερότερο από το θόρυβο ήσαν τα παθήματα. Μπορούσες πραγματικά να σκεφθείς ότι ο λόφος, που ήταν ο ναός, έβραζε ολόκληρος από τις φλόγες, όντας γεμάτος από παντού με φωτιά, αλλά και το αίμα χυνόταν περισσότερο απ’ ότι η φωτιά κι οι φονευμένοι ήταν περισσότερο απ’ ότι η φωτιά κι οι φονευμένοι ήταν περισσότερο από τους φονευτές. Επειδή, η γη δε διακρινόταν πουθενά, εξαιτίας των πτωμάτων, οι Ρωμαίοι στρατιώτες έπρεπε να περνούν πάνω από τα πτώματα, για να κυνηγήσουν όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν. Το ληστρικό πλήθος κατάφερε να απωθήσει τους Ρωμαίους και με δυσκολία διάνοιξε βίαια το δρόμο προς την εξωτερική αυλή του ναού, κι από κει προς την πόλη, ενώ το υπόλοιπο του λαού κατέφυγε στην εξωτερική στοά. Μερικοί από τους ιερείς, αρχικά απέσπασαν τις άκρες από το ναό, μαζί με τις μολυβένιες βάσεις τους και τις πέταξαν ενάντια στους Ρωμαίους, αλλά μετά βλέποντας ότι οι προσπάθειές τους ήταν άκαρπες κι η φωτιά εξαπλωνόταν, κατέφυγαν στο τείχος, που ήταν οχτώ πήχες πλατύ κι έμειναν εκεί. Δύο μάλιστα απ’ αυτούς, επίσημα πρόσωπα, που είχαν την εκλογή να πάνω στους Ρωμαίους ή να περιμένουν νάχουν την τύχη των υπολοίπων, ρίχτηκαν στη φωτιά και κάηκαν μέσα στις φλόγες, μαζί με το Ναό, ήσαν ο Μηιρός, ο γιος του Γελγά κι ο Ιώσηπος, ο γιος του Δαλαίου. Οι Ρωμαίοι, βλέποντας ότι ήταν μοιραίο, τώρα που καιγόταν ο Ναός να λυπηθούν τα υπόλοιπα κτίρια, έβαλαν σ’ αυτά φωτιά κι έτσι οι υπόλοιπες στοές και οι πύλες, εκτός από τα δύο της ανατολικής και της μεσημβρινής. Αργότερα δε τις κατέκαψαν κι αυτές. Έκαιγαν ακόμα και τα θησαυροφυλάκια, στα οποία βρισκόταν μεγάλη ποσότητα χρυσού, τεράστιες ποσότητες ενδυμάτων κι άλλα πολύτιμα κειμήλια. Όλος ο πλούτος των Ιουδαίων συσσωρευόταν εκεί, όπου οι πλούσιοι είχαν αφήσει για διαφύλαξη, απογυμνώνοντας τα σπίτια τους. Έπειτα προχώρησαν στην τελευταία στοά, έξω από το ιερό. Εκεί είχαν καταφύγει χιλιάδες φτωχές γυναίκες και παιδιά του λαού κι ένα ανάμικτο πλήθος κόσμου. Και πριν ο Καίσαρας να αποφασίσει γι’ αυτούς ή να δώσει οδηγίες στους αξιωματικούς για την τύχη αυτών των ανθρώπων, οι στρατιώτες, γεμάτοι έξαψη θυμού, έβαλαν φωτιά στη στοά, από το κάτω μέρος, με αποτέλεσμα, μερικοί να θανατωθούν από τις φλόγες, καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν και άλλοι να απολεσθούν. Μέσα εκεί κι από όλο αυτό το πλήθος δεν διάφυγε ούτε ένας» (Ιουδαϊκοί πόλεμοι 6/5, 1-2).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου