Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ.....

Ευαγγέλιον «κατά Ματθαίον», κεφ. ΚΓ/23, εδ. 37-39    «κατά Λουκάν», κεφ. ΙΓ/13, εδ. 34,35. 

Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σέ ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ' ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε. Ιδού, αφίνεται εις εσάς ο οίκός σας έρημος. Διότι σας λέγω, δεν θέλετε με ιδεί εις το εξής, εωσού είπητε, Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. 

 Ευαγγέλιον «κατά Λουκάν», κεφ. ΙΘ/19, εδ. 41 – 44. 

41 Και ότε επλησίασεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ' αυτήν, 
42 λέγων, Είθε να εγνώριζες και συ, τουλάχιστον εν τη ημέρα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου αποβλέποντα αλλά τώρα εκρύφθησαν από των οφθαλμών σου 
43 διότι θέλουσιν ελθεί ημέραι επί σε και οι εχθροί σου θέλουσι κάμει χαράκωμα περί σε, και θέλουσι σε περικυκλώσει και θέλουσι σε στενοχωρήσει πανταχόθεν, 
44 και θέλουσι κατεδαφίσει σε και τα τέκνα σου εν σοι, και δεν θέλουσιν αφήσει εν σοι λίθον επί λίθον, διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου. 
    
       ΣΧΟΛΙΑ: 
      Ο Κύριος φεύγει από τη Βηθανία καθήμενος πάνω σε ένα γαϊδουράκι και προχωράει, για τελευταία φορά της επίγειας διακονίας Του, προς την Ιερουσαλήμ. Σε λίγο θα γραφτεί ο τραγικός επίλογος της δημόσιας δράσης Του καθώς θα ανηφορίσει στο μαρτυρικό λόφο του Γολγοθά, για να ανοίξει τα χέρια Του πάνω στο σταυρό και να αγκαλιάσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. 
     Ο Λόγος του Θεού μας μαρτυρεί ότι καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιερουσαλήμ και είδε από μακριά την πόλη, "έκλαψε γι’ αυτήν". Το κλίμα που υπήρχε γύρω Του ήταν τελείως διαφορετικό. Οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι, ενθουσιασμένοι, κρατούσαν κλαδιά φοινίκων, φώναζαν, επευφημούσαν και αλάλαζαν για τον ερχόμενο Ιησού Χριστό, κράζοντας: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου Ωσαννά εν τοις υψίστοις» (Ματθαίος ΚΑ/21: 9). Καθώς λοιπόν ο Κύριος πλησιάζει και βλέπει από μακριά την Ιερουσαλήμ δε φαίνεται να συμμερίζεται τη χαρά του πλήθους. Η πόλη σείεται, χαίρεται, όμως ο Κύριος θλίβεται βαθιά και πάνω στη θλίψη Του κλαίγοντας μονολογεί: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ… ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου….. και δεν ηθελήσατε» (Ματθαίος ΚΓ/23: 37). 
      Είναι η φλόγα της αγάπης του Κυρίου για την Αγία Πόλη. Καθώς βλέπει ότι δε μπορεί να τη σώσει, εξαιτίας της απιστίας των κατοίκων της, ξεσπάει σε θρήνο, σε παράπονο, σε σπαρακτικό κλάμα. Ο Κύριος στέκεται και σήμερα και ψελλίζει για την κάθε ψυχή: «Πόσες φορές θέλησα να σε φέρω κοντά Μου!» Το «ποσάκις» ο Κύριος το λέει για την Ιερουσαλήμ, αλλά το λέει και για τον καθένα προσωπικά καθώς ο καθένας γνωρίζει πόσες προσπάθειες έχει κάνει ο Θεός μέσα στη ζωή του για να τον φέρει κοντά Του. Η επανάληψη της φράσης Ιερουσαλήμ δείχνει τον πόνο της αγάπης, την ψυχική φόρτιση, την αγωνία του Κυρίου, για το κακό που πλησιάζει σε τούτη την πόλη. Ένα κακό που κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει, αφού οι κάτοικοί της διάλεξαν την άρνηση, την απιστία, την εναντίωση στο Θεό τους. 
       Αλήθεια πόσες φορές ο Κύριος βλέποντας τα βάθη της καρδιά μας κλαίει για μας καθώς γνωρίζει τα πάντα για τη ζωή μας, όσα δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι γύρω μας. «δεν είναι ουδέν κτίσμα αφανές ενώπιον αυτού, αλλά πάντα είναι γυμνά και τετραχηλισμένα εις τους οφθαλμούς αυτού» (Εβραίους Δ/4: 13) και μέσα στο κλάμα Του ψάχνει να βρει τρόπους για να μας συνετίσει και να μας φέρει κοντά Του. Ας προσέξουμε γιατί η πρόσκληση και η υπομονή του Κυρίου δεν θα είναι για πάντα. Μέσα από τον αιώνιο Λόγο Του διαβάζουμε: «Δεν θέλει δικολογεί διαπαντός ουδέ θέλει φυλάττει την οργήν αυτού εις τον αιώνα» (Ψαλμός ΡΓ/103: 9).  
    Η Ιερουσαλήμ ήταν η πόλη που είχε φονεύσει τους προφήτες, που είχε λιθοβολήσει τους αγγελιοφόρους του Θεού κι όμως ο Θεός εξακολουθούσε να την αγαπάει και να επιδιώκει να συνάξει τα παιδιά της γύρω Του. Θλίβεται ο Κύριος για την πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πόλη. Αυτή την πόλη την περπάτησε σπιθαμή προς σπιθαμή, έκανε θαύματα, μίλησε στους ανθρώπους για την αγάπη του Θεού και καθώς αναλογίζεται όλη τη δράση Του για το καλό τούτης της πόλης, διαπιστώνει ότι τα λόγια Του δεν βρήκαν καμία ανταπόκριση στις καρδιές των ανθρώπων. Όλες οι ευεργεσίες που συνέβησαν σ’ αυτή την πόλη και στην ευρύτερη περιοχή ο Κύριος τις παραγγέλλει προς τον Ιωάννη με τα λόγια: «Υπάγετε και απαγγείλατε προς τον Ιωάννην όσα είδετε και ηκούσατε ότι τυφλοί αναβλέπουσι, χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται» (Λουκάς Ζ/7: 22). Πόσο πόνο αισθάνεται ο Κύριος παρατηρώντας την πόλη! 
     Ένας γεωργός, που δεν είναι άλλος από τον Πατέρα Θεό, καλλιέργησε τον αμπελώνα του στον οποίο είχε φυτέψει τα πλέον εκλεκτά κλήματα, τον περιέφραξε, έκτισε πύργο, κατασκεύασε ληνό και περίμενε να κάμει σταφύλια, "αλλ’ έκαμεν αγριοστάφυλα". Και καθώς ο γεωργός παρατηρεί την όλη αρνητική κατάσταση, διερωτάται: «Τι ήτο δυνατόν να κάμω έτι εις τον αμπελώνά μου και δεν έκαμον εις αυτόν; δια τι λοιπόν, ενώ περιέμενον να κάμη σταφύλια, έκαμεν αγριοστάφυλα;» (Ησαΐας Ε/5: 4). Σίγουρα αυτές οι σκέψεις θα βασάνιζαν και το νου του Κυρίου μας καθώς πλησιάζει προς την πόλη. «Τι ήταν δυνατόν να κάνω γι’ αυτή την πόλη και δεν το έκανα; Τι ήταν δυνατόν να κάνω γι’ αυτή την ψυχή και δεν το έκανα!» Για όλους εκείνους που Τον αγνοούν, γι’ αυτούς που Τον ψάχνουν μέσα από τα διάφορα ανθρώπινα θρησκευτικά συστήματα, αλλά δεν Τον βρίσκουν, για όλους εκείνους που Tον «σπρώχνουν» μακριά και Τον παρακαλούν να φύγει από την πόλη τους (Μάρκος Ε/5: 17), αυτό είναι το παράπονο του Κυρίου! 
       «Έστειλε προφήτες». 
       Ο Κύριος φανέρωσε τον εαυτόν του στο Έθνος του Ισραήλ σαν ο Μεσσίας τους, αλλά τόσο ο λαός όσο και οι άρχοντες Τον απέρριψαν. Ο Ιησούς τους επιπλήττει για την υποκρισία και την απιστία τους (Ματθαίος ΚΒ/22 & ΚΓ/23) και τους λέει ότι αυτή η γενιά τους είναι σαν τις προηγούμενες γενιές που εκδίωξαν και θανάτωσαν τους Προφήτες που είχε στείλει ο Θεός. 
    Ο Κύριος στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κεφ. ΚΓ/23, εδ. 29-31), αναφέρει: «Αλίμονο σ' εσάς δάσκαλοι του Νόμου και Φαρισαίοι, υποκριτές! Που χτίζετε τους τάφους των προφητών και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων και λέτε: Αν ζούσαμε στα χρόνια των προγόνων μας, δε θα συμμετείχαμε μαζί τους στο φόνο των προφητών. Άρα ομολογείτε μόνοι σας, πως είστε γιοι εκείνων που σκότωσαν τους προφήτες». Ήταν τόσο υποκριτές που την ώρα που έλεγαν αυτά τα λόγια σχεδίαζαν την εξόντωση του Κυρίου. 
       «Πολυμερώς και πολυτρόπως». 
       Ο Θεός επισκέφτηκε πολλές φορές και με πολλούς τρόπους την Ιερουσαλήμ. Απ’ όταν ο Δαβίδ την έκαμε πρωτεύουσά του (Β’ Σαμουήλ Σ/6 & Ζ/7, περίπου το έτος 1.000 π.Χ., ως τις ημέρες του Χριστού, πόσες ευλογίες, ευκαιρίες και προνόμια δε γνώρισε τούτη η πόλη. Κορυφαίο, ο Χριστός και η προσφορά της αγάπης Του. Όμως, τούτη ήταν η τελευταία πριν από την κρίση. «Να καταφρονήσει κανείς τον πλούτο της χρηστότητος και της μακροθυμίας του Θεού, που (πασκίζει) να τον φέρει σε μετάνοια» (Ρωμαίους B/2: 4), είναι πολύ επικίνδυνο και θα έχει καταλυτικές συνέπειες στη ζωή του ανθρώπου. 
      Οι προφήτες έζησαν στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης και ήταν αυτοί που μετέφεραν το θέλημα του Θεού στους ανθρώπους και προετοίμαζαν τον λαό για τον ερχομό του Μεσσία. Μεγάλοι Προφήτες θεωρούνται ο Ησαΐας, ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ, ο Δανιήλ και ο Ηλίας, υπήρξαν όμως και πάρα πολλοί άλλοι. Ο Θεός μέσω των προφητών προσπάθησε να αφυπνίσει και να συνετίσει το λαό Του, όμως εκείνοι «εχλεύαζον τους απεσταλμένους του Θεού και κατεφρόνουν τους λόγους Αυτού και έσκωπτον τους προφήτας Αυτού, εωσού η οργή του Κυρίου ανέβη κατά του λαού αυτού, ώστε δεν ήτο θεραπεία» (Β΄ Χρονικών ΛΣ/36: 16). 
    Ο Κύριος δε σταμάτησε να τους νουθετεί, να τους διδάσκει, να τους περιμένει και να τους αποκαλύπτει τα σχέδιά Του. Παρατηρώντας την παρακοή του λαού, έστειλε… και πάλιν απέστειλεν… και πάλιν απέστειλεν… όμως ο λαός μέσα στην απιστία του όχι μόνον δεν τους δέχτηκε, αλλά άλλους φόνευσαν, άλλους έδειραν, ατίμασαν κλπ. «Έτι λοιπόν έχων ένα υιόν, αγαπητόν αυτού, απέστειλε και αυτόν προς αυτούς έσχατον, λέγων ότι θέλουσιν εντραπή τον υιόν μου. Εκείνοι δε οι γεωργοί είπον προς αλλήλους ότι ούτος είναι ο κληρονόμος έλθετε, ας φονεύσωμεν αυτόν, και θέλει είσθαι ημών η κληρονομία. Και πιάσαντες αυτόν εφόνευσαν και έρριψαν έξω του αμπελώνος» (Μάρκος ΙΒ/12: 1-12). Δύο λέξεις θα πρέπει να υπογραμμίσουμε σε αυτά τα λόγια του Κυρίου: «Υιόν» και «έσχατον»
      Η προσφορά του Υιού του Θεού, η θυσία του Σταυρού, το «αθώο αίμα» που χύθηκε πάνω στο σταυρό του Γολγοθά, είναι η τελευταία προειδοποίηση του Θεού για τον άνθρωπο. Αν συνεχίσουμε να ζούμε παραβλέποντας και αμελώντας μια «τόσο μεγάλη σωτηρία» του Θεού (Εβραίους Β/2: 3), ο Λόγος Του μας προειδοποιεί: «τότε δεν απομένει πια καμιά θυσία για αμαρτίες μας… αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως…» (Εβραίους Ι/10: 26). Ας μην περιμένουμε καμία άλλη επέμβαση του Θεού. Ο Θεός είπε τον τελευταίο λόγο Του προς τους ανθρώπους, δια Ιησού Χριστού, ας μην περιμένουμε κάτι άλλο στη ζωή μας. Ας αναλογιστεί ο καθένας μας πόσες φορές και με πόσους τρόπους μας επισκέφτηκε ο Κύριος στη ζωή μας. Πότε με ένα φυλλάδιο, μια ομιλία σε μία συνάθροιση πιστών ή μέσω του internet και με μύριους άλλους τρόπους ο Κύριος δεν παύει να επισκέπτεται και καθημερινά την κάθε ψυχή. 
      «ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ' ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας». 
     Μέχρι σήμερα ο Ισραήλ θερίζει τις συνέπειες της άρνησής Εκείνου που τον κάλεσε για να τον σκεπάσει κάτω από τα φτερούγια Του. Στην επίμονη άρνηση του λαού Του, στην παραγνώριση της αγάπης Του, τούτο το «ποσάκις» δείχνει την υπομονή, την ακούραστη προσφορά του Θεού. Ο Ιησούς θέλησε να μαζέψει το λαό Του. Να τους διδάξει, να τους νουθετήσει, να τους αποκαλύψει την αγάπη του Θεού. Το «ποσάκις» δεν μιλάει για μία, ούτε για δύο, ούτε για τρεις, αλλά για άπειρες φορές, που η αγάπη του Θεού πάλεψε για να συνετίσει και να σώσει τούτη την πόλη. Πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα παιδιά σου Ιερουσαλήμ, λέγει ο Κύριος και μας δίνει έτσι μια καταπληκτική εικόνα της αγάπης Του. Θέλησα να σας μαζέψω όπως η όρνιθα, η οποία όταν αντιληφθεί κάποιον κίνδυνο μαζεύει κάτω από τις φτερούγες της τα κλωσόπουλά της για να τα προστατεύσει. Η κλώσα θα τα προστατεύσει, θα τα ταΐσει, θα τα μεγαλώσει. Αυτό το ρόλο θέλει να παίξει και ο Χριστός στη ζωή μας. Να μας προστατεύσει από τον ανθρωποκτόνο εχθρό, το διάβολο (Ιωάννης Η/8: 44), να θρέψει την ψυχή μας, να μας οδηγήσει «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάννης ΙΣ/16: 13) και να μας σώσει αιωνίως (Α΄ Ιωάννου Β/2: 25). Τέτοια είναι η αγάπη του Θεού. Πάντα τρυφερή, πάντα υπομονετική. Πόσο τρομερό είναι να μένει ο άνθρωπος αδιάφορος μπροστά σε μια τόσο μεγάλη αγάπη, σε μια "τόσο μεγάλη σωτηρία" (Εβραίους Β/2: 3). Ας είναι αίτημα στην προσευχή μας: «Κύριε σκέπασέ με κάτω από τις φτερούγες σου». 
     «Δεν ηθελήσατε». 
     Όλα τα δράματα που συμβαίνουν πάνω στον πολύπαθο κόσμο μας, οφείλονται στη σύγκρουση των δύο αυτών θελημάτων: «Εγώ θέλησα…. εσείς δεν ηθελήσατε». Παρά την επίμονη άρνηση του ανθρώπου ο Θεός δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο και με πολύ υπομονή περιμένει τη μεταστροφή του. Περιμένει να έλθει «εις εαυτόν». Με μύριους τρόπους αγάπης ο Θεός τον καλεί να έρθει κοντά Του. Πόσο χαρακτηριστικά τούτο αναφέρεται στο βιβλίο του Προφήτη «Σαμουήλ», (κεφ. ΙΔ/14, εδ. 14): «Διότι αφεύκτως θέλομεν αποθάνει, και είμεθα ως ύδωρ διακεχυμένον επί της γης, το οποίον δεν επισυνάγεται πάλιν και ο Θεός δεν θέλει να απολεσθή ψυχή, αλλ' εφευρίσκει μέσα, ώστε ο εξόριστος να μη μένη εξωσμένος απ' αυτού». 
    Ο Θεός θέλει να σώσει τον άνθρωπο, όμως ο άνθρωπος αρνείται τη σωτηρία του. Ο Θεός παραγγέλνει στο λαό Του δια του προφήτη "Ιεζεκιήλ": «Πες τους: Ζω εγώ, λέει ο Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από τον δρόμο του, και να ζει επιστρέψτε, επιστρέψτε από τους πονηρούς σας δρόμους γιατί να πεθάνετε, οίκος Ισραήλ;» (Ιεζεκιήλ ΛΓ/33: 11). 
      Μπορεί να θέλει ο Θεός να μας σώσει, να μας ευλογήσει, όμως αν δεν το θέλουμε και εμείς τίποτα απολύτως δε μπορεί να γίνει. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία μας, όσο και αν κάνουμε κακή χρήση αυτής, ακόμα και αν αυτή γίνεται όργανο αυτοκαταστροφής μας. Προσπαθεί με πάρα πολλούς τρόπους ο Θεός να μας συνετίσει, να μας κάνει να συναισθανθούμε τις συνέπειες που θα υπάρξουν στη ζωή μας από την περιφρόνηση της αγάπης Του, όμως κάτι παραπάνω απ’ αυτό δε μπορεί να κάνει. 
    Ολόκληρη η προσφορά του Θεού για σωτηρία, δια Ιησού Χριστού, προσφέρεται και απευθύνεται στην ανθρώπινη θέληση. Προσπαθεί ο Κύριος να κερδίσει την καρδιά του ανθρώπου και όχι να την αλώσει με τη δύναμή Του. Καθώς ο Κύριος περνάει μπροστά από τον παραλυτικό, που ήταν έξω από την κολυμβήθρα της Βηθεσδά τον ρωτάει με πολύ διακριτικό τρόπο: «…θέλεις να γίνεις υγιείς;». Όλα θα εξαρτηθούν από τη θέληση του ανθρώπου, από την απάντηση που θα δώσει στην πρόσκληση και πρόκληση του Κυρίου. «θέλω Κύριε…» (Ιωάννης Ε/5: 6). Αυτό το «θέλω» που θα βγει μέσα από την καρδιά του ανθρώπου, έρχεται να απελευθερώσει τις ασύλληπτες δυνάμεις του ουρανού, να φέρει λύτρωση και σωτηρία στη ψυχή του ανθρώπου. Ένα «θέλω», μία αποδοχή και όλα μπορούν να αλλάξουν μέσα στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Μετά από εκείνο το «θέλω» απευθύνεται ο Κύριος στον άνθρωπο που δεν είχε περπατήσει ποτέ και του λέει: «σήκω επάνω και σήκωσε και το κρεβάτι σου και περπάτα». Τέλεια αλλαγή, τέλεια Σωτηρία κι όλα αυτά χάρις σε ένα «θέλω». 
     «Δεν ηθελήσατε», αυτό είναι το μεγάλο παράπονο του Κυρίου. «Δεν θέλομεν τούτον να βασιλεύση εφ' ημάς» (Λουκάς ΙΘ/19: 14), «Οι δε εφώναζον, λέγοντες Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν» (Λουκάς ΚΓ/23: 21). «Οι δε εκραύγασαν Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Λέγει προς αυτούς ο Πιλάτος Τον βασιλέα σας να σταυρώσω; Απεκρίθησαν οι αρχιερείς Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα» (Ιωάννης ΙΘ/19: 15). 
      «Ιδού, αφίνεται εις εσάς ο οίκός σας έρημος». 
     Μία επίσκεψη αγάπης δίνει τη θέση της σε μία επίσκεψη κρίσης. Αν ο λαός της Ιερουσαλήμ είχε δεχθεί τον Κύριο ως απεσταλμένο από τον Θεό Σωτήρα, θα ζούσε με ειρήνη και ασφάλεια. Τώρα όμως ήταν πολύ αργά. "Θα σε περικυκλώσουν…. θα σε πολιορκήσουν…. δε θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα…." (Μάρκος ΙΓ/13: 2). Και όλα αυτά, γιατί δεν έδωσε σημασία την ημέρα που την επισκέφθηκε ο Κύριος. 
      Η φράση «αφίνεται» μ’ έναν τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί: Η ευκαιρία που υπάρχει σήμερα δεν θα υπάρχει αύριο. Αύριο ο οίκος σας θα είναι έρημος. Ο Απ. Παύλος προς την εκκλησία της Κορίνθου αναφέρει: «ιδού, τώρα καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού, τώρα ημέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορινθίους Σ/6: 2). Κλείνοντας το θρήνο του ο Κύριος για την Αγία πόλη και γνωρίζοντας όλα τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν, κατάληξε: «ο οίκος σας θα ερημωθεί». Ο Ευαγγελιστής "Ματθαίος" συμπληρώνει με τα λόγια του Κυρίου: «Πάντα ταύτα θέλουσιν ελθεί επί την γενεάν ταύτην» (Ματθαίος ΚΓ/23: 36). 
     Ο Κύριος αρχικά αναφέρεται στον Εβραϊκό Ναό. Στο ευαγγέλιο «κατά Ματθαίον» (κεφ. ΚΔ/24, εδ.1-2) γίνεται μια συζήτηση του Ιησού με τους μαθητές Του που αφορά τον καλλωπισμό του Ναού και την αρχιτεκτονική. Εκείνη τη στιγμή ο Ιησούς τους ξαφνιάζει λέγοντάς τους: «Δεν βλέπετε πάντα ταύτα; αληθώς σας λέγω, δεν θέλει αφεθή εδώ λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή». Τόσο μεγάλη θα είναι η καταστροφή, λέγει ο Κύριος, που το κτίριο θα ισοπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό, που δεν θα έμενε πέτρα πάνω στην πέτρα. Πέρα όμως από την ολοκληρωτική καταστροφή του Ναού ο Κύριος είναι προφανές ότι αναφέρεται και στην καταστροφή της πόλη της Ιερουσαλήμ, αλλά και ολόκληρου του Εβραϊκού έθνους. Αυτή η φοβερή και ολοκληρωτική ερήμωση δεν άργησε να έρθει. 
      Το γεγονός έλαβε χώρα 40 χρόνια αργότερα, όταν ο Ρωμαϊκές λεγεώνες κάτω από την αρχηγία του στρατηγού Τίτο, γιού του Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την Ιερουσαλήμ το έτος 70 μ.Χ. μετά από μια τριετή σκληρή και αιματηρή πολιορκία. Κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ λέγεται ότι σφαγιάστηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο Ιουδαίοι. Απ’ αυτούς που επέζησαν άλλοι πουλήθηκαν ως δούλοι και άλλοι ρίχτηκαν στα θηρία στις Ρωμαϊκές αρένες. Πολλοί κατέφυγαν στη Βαβυλώνα, που ήταν έξω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ άλλοι κατέφυγαν στη Γαλατία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, στις Ινδίες και την Αραβία. Η ιστορία των Ιουδαίων από την περίοδο αυτή και μετά είναι μια ιστορία ταλαιπωριών και ασύλληπτων διωγμών. Η υπόσχεση του Θεού προς το λαό Του, αν υπάκουε σ’ Αυτόν, ήταν: «ο Κύριος θα πολεμήσει για σας κι εσείς θα μένετε ήσυχοι» (Έξοδος ΙΔ/14: 14). Η ανυπακοή έφερε την καταστροφή. 
      Μετά από την πανωλεθρία των Εβραίων από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα το 70 μ.Χ. και το 135 μ.Χ. η γη Ισραήλ ερημώθηκε παντελώς, όπως είχε προείπει ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Ιδού, αφήνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος» (Ματθαίος ΚΓ/23: 38). Η Ιερουσαλήμ θα παρέμενε καταπατημένη από τα διάφορα έθνη, μέχρι που θα τελειώσουν οι "καιροί των εθνών" (Λουκάς ΚΑ/21: 24). Έτσι λοιπόν στην περιοχή από το 63 π.Χ. κυριάρχησαν οι Ρωμαίοι, το 326 μ.Χ. οι Βυζαντινοί, το 614 μ.Χ. οι Πέρσες, το 638 μ.Χ. οι Άραβες, το 1099 μ.Χ. οι Σταυροφόροι, το 1291 μ.Χ. οι Αιγύπτιοι, το 1517 μ.Χ. οι Οθωμανοί, το 1917 μ.Χ. οι Άγγλοι. 
        «διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου» (Λουκάς ΙΘ/19: 44). 
       Ο Κύριος αποκάλυψε τη θλιβερή πραγματικότητα σχετικά με την τύχη της Ιερουσαλήμ. Η πόλη θα περικυκλωνόταν από τους εχθρούς της που θα την πολιορκούσαν αδιάκοπα και αφού την καταλάμβαναν θα έσφαζαν τους κατοίκους της, χωρίς έλεος και χωρίς καμία διάκριση σε νέους γέρους, άντρες, γυναίκες. Θα ισοπέδωναν τα τείχη της, θα γκρέμιζαν τα κτίριά της. Τόσο μεγάλη θα ήταν η καταστροφή ώστε δεν θα έμενε «πέτρα πάνω στην πέτρα». Θα ακολουθούσε μια μακρά περίοδος δέκα εννέα αιώνων (1.878 έτη) διασποράς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, μια περίοδος τρομερών διώξεων και κατάθλιψης του λαού. 
      Όλα αυτά θα συνέβαιναν για έναν λόγο. Γιατί οι άνθρωποι απορροφημένοι από τις εργασίες τους, τα ενδιαφέροντά τους, μέσα στη σκληροκαρδία τους δεν κατάλαβαν, δεν αντιλήφθηκαν, δεν έδωσαν σημασία την ημέρα που την επισκέφθηκε ο Θεός. Ο Κύριος είχε επισκεφτεί την πόλη με μια προσφορά σωτηρίας, χαράς, ευδαιμονίας, λύτρωσης, όμως ο λαός δεν Τον δέχτηκε, δεν Τον αναγνώρισε, δεν Τον πίστεψε. «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι δεν εδέχθησαν αυτόν» (Ιωάννης Α/1: 11). Στα δημιουργήματα τα δικά του ήρθε, αλλά τα ίδια του τα δημιουργήματα δεν Τον δέχτηκαν. Δεν υπήρχε τόπος μέσα στη ζωή τους, στα σχέδιά τους στις καθημερινές επιδιώξεις τους για τον Κύριο. 
      «Αληθώς δε σας λέγω ότι δεν θέλετε με ιδεί, εωσού έλθει ο καιρός ότε θέλετε ειπεί: Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Λουκάς ΙΓ/13: 35β). 
     Ο Κύριος μιλάει εδώ για τη δεύτερη έλευσή Του. Τότε πάνω στην πιο κρίσιμη ώρα της ιστορίας τους, καθώς όλα τα Έθνη θα έχουν στραφεί εναντίον του Ισραήλ στη μάχη του Αρμαγεδδώνα, ένα υπόλοιπο του Έθνους του Ισραήλ θα μετανοήσουν για τη ζωή τους, θα αλλάξουν τη συμπεριφορά τους απέναντι στον αληθινό Θεό, θα αποδεχτούν τον Ιησού σαν τον κεχρησμένο Μεσσία του Θεού, θα πιστέψουν σ’ Αυτόν και θα σωθούν. Θα συμβεί ακριβώς εκείνο που συνέβη στην Παλαιά Διαθήκη όταν τ’ αδέλφια του Ιωσήφ αναγνώρισαν τον αδελφό τους τον Ιωσήφ, που ενώ τον νόμιζαν πεθαμένο, αυτός είχε γίνει άρχοντας σε όλη τη γη της Αιγύπτου (Γένεση ΜΕ/45: 26). «Και θέλω εκχέει επί τον οίκον Δαβίδ και επί τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ πνεύμα χάριτος και ικεσιών και θέλουσιν επιβλέψει προς εμέ, τον οποίον εξεκέντησαν, και θέλουσι πενθήσει δι' αυτόν ως πενθεί τις διά τον μονογενή αυτού, και θέλουσι λυπηθεί δι' αυτόν, ως ο λυπούμενος διά τον πρωτότοκον αυτού» (Ζαχαρίας ΙΒ/12: 10). 
       Η επόμενη φορά που θα έβλεπαν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον Κύριο θα ήταν όταν θα έστρεφαν τα βλέμματά τους σ’ Εκείνον που με την λόγχη είχαν κεντήσει πάνω στο σταυρό (Αποκάλυψη Α/1: 9). Τότε θα θρηνούσαν για τη ζωή και τη συμπεριφορά τους. 
      «τουλάχιστον εν τη ημέρα σου ταύτη». 
     Περιμένει μέχρι την τελευταία στιγμή ο Θεός για να εκτιμήσει ο άνθρωπος την αγάπη Του, για να εκζητήσει τη Σωτηρία Του και να σωθεί αιωνίως. Πάνω στο σταυρό έσωσε την τελευταία ώρα τον μετανοημένο ληστή (Λουκάς ΚΓ/23: 43). Θα σώσει κάθε ψυχή που «εν πνεύματι και αληθεία» θα επικαλεστεί την αγάπη Του και θα ζητήσει το Έλεός Του. 
       «τώρα εκρύφθησαν από των οφθαλμών σου» (Λουκάς ΙΘ/19: 42). 
     Επειδή είχαν απορρίψει μέσα στην καρδιά τους τον Κύριο δε μπορούσαν να Τον δουν. Τόσο ο Ευαγγελιστής «Ματθαίος», όσο και ο «Λουκάς», μιλούν για μια ευκαιρία που αύριο δεν θα υπάρχει για την Ιερουσαλήμ. Μπορείς, να το φανταστείς αυτό για τη ζωή σου; --- 


                                                 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ. 

      Πρόκειται για την αρχαία πόλη Σαλήμ (η λέξη σημαίνει ειρήνη) της οποίας βασιλέας υπήρξε ο Μελχισεδέκ (Γένεση ΙΔ/14: 18). Ο Μελχισεδέκ αναφέρεται στο βιβλίο της «Γένεσης» (ΙΔ/14: 18-20) ως «ιερέας του Θεού του Υψίστου». Οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν οι Ιεβουσαίοι περίπου το έτος 2000 π.Χ. και ονόμασαν την πόλη Ιεβούς. Αργότερα, η πόλη έγινε αυτόνομο βασίλειο, κάτω από την κυριαρχία της Αιγύπτου (1400 π.Χ.). Αφότου ο Δαβίδ την κατέλαβε αποκαλείτο πολλές φορές και ως «Πόλη του Δαβίδ» (Β’ Σαμουήλ Ε/5: 7). 
      Οι Ιεβουσαίοι ήταν απόγονοι του Χαμ, ο οποίος ήταν ένα από τα τρία παιδιά του Νώε (Α’ Χρονικών Α/1: 13,14). Συγγενικοί τους λαοί ήταν οι Χετταίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Φερεζαίοι και οι Ευαίοι. 
        Ο Θεός είχε υποσχεθεί στον Αβραάμ ότι θα έδινε τη γη των Ιεβουσαίων στον ίδιο και στο σπέρμα του (Γένεση ΙΕ/15: 18-21 & Νεεμίας Θ/9: 8). Εκπληρώνοντας αυτή την υπόσχεσή Του έβγαλε το λαό Ισραήλ από την Αίγυπτο και καθώς αυτοί διέσχιζαν τον Ιορδάνη, έστειλε τον άγγελό του μπροστά, προστάζοντάς τους να φανούν δυνατοί και να εκδιώξουν όλους εκείνους που θα τους αντιστέκονταν (Έξοδος ΙΓ/13: 3-5 & ΚΑ/23: 23 & ΛΓ/33: 1, 2). Η εντολή του Θεού ήταν να μην συνάψουν διαθήκη, ούτε να συμπεθερέψουν με τους Ιεβουσαίους και τους άλλους υπόλοιπους Χαναναίους, αλλά να τους καταστρέψουν ολοκληρωτικά, μη αφήνοντας ζωντανό τίποτα από όσα έχουν πνοή, «ώστε να μη σας διδάξουν να ενεργείτε σύμφωνα με όλα τα απεχθή τους πράγματα» (Έξοδος ΛΔ/34: 11-16 & Δευτερονόμιο Κ/20: 16-18). 
      Παρατηρώντας τις επιτυχίες των Ισραηλιτών όσον αφορά την κατάκτηση της γης, την κατάληψη της Ιεριχώ και της Γαι, καθώς και τη συνθηκολόγηση των Γαβαωνιτών, ο Ιεβουσαίος βασιλιάς Αδωνισεδέκ ηγήθηκε ενός συνασπισμού πέντε βασιλιάδων που ήταν αποφασισμένοι να σταματήσουν την εισβολή (Ι.τ. Ναυή Θ/9: 1,2 & Ι/10: 1-5). Στη μάχη που ακολούθησε ο Θεός έκανε τον ήλιο και τη σελήνη να σταθούν, τα συνασπισμένα στρατεύματα νικήθηκαν, οι βασιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν και θανατώθηκαν (Ι.τ. Ναυή Ι/10: 6-27 & ΙΒ/12: 7,8,10). Πιθανόν μετά από αυτή τη νίκη, να έλαβε χώρα η πυρπόληση της Ιεβούς από τους Ισραηλίτες, οι οποίοι την έκαψαν ολοσχερώς (Κριτές Α/1: 8). 
      Όταν ο Ιησούς τ. Ναυή ολοκλήρωσε την εκστρατεία κατάκτησης στα νότια και κεντρικά τμήματα της υποσχόμενης Γης, έστρεψε την προσοχή του στο βόρειο τμήμα Δυτικά του Ιορδάνη. Και πάλι οι Ιεβουσαίοι συσπειρώθηκαν για να προβάλουν αντίσταση, αυτή τη φορά υπό την αρχηγία του Ιαβίν, του βασιλιά της Ασώρ, και πάλι ο Ισραήλ τούς νίκησε, με τη βοήθεια του Θεού (Ι.τ. Ναυή ΙΑ/11: 1-8). 
      Η πόλη της Ιεβούς δόθηκε στον Βενιαμίν όταν μοιράστηκε η γη, βρισκόταν δε ακριβώς στο όριο ανάμεσα στις περιοχές των φυλών του Ιούδα και του Βενιαμίν (Ι.τ. Ναυή ΙΕ/15: 1-8 & ΙΗ/18: 11, 15, 16, 25-28). 
    Παρά τη ρητή εντολή του Θεού, οι Ισραηλίτες δεν έδιωξαν τους Ιεβουσαίους αλλά, αντίθετα, επέτρεψαν στους γιους και στις κόρες τους να έρθουν σε επιγαμία με αυτούς τους ανθρώπους και άρχισαν μάλιστα να λατρεύουν τους ψεύτικους θεούς των Ιεβουσαίων (Κριτές Α/1: 21 & Γ/3: 5,6). Σ’ αυτή την περίοδο, η Ιεβούς παρέμεινε «πόλη αλλοεθνών», στην οποία κάποιος Λευίτης αρνήθηκε κάποτε να διανυκτερεύσει στην πόλη (Κριταί ΙΘ/19: 10-12). 
      Τελικά, το 1070 π.Χ. ο Δαβίδ κατέλαβε τη Σιών, το οχυρό των Ιεβουσαίων (Β’ Σαμουήλ Ε/5: 6-9 & Α’ Χρονικών ΙΑ/11: 4-8) ονόμασε την πόλη "Ιερουσαλήμ" και την έκανε πρωτεύουσα του Ισραηλιτικού έθνους. Αργότερα ο Βασιλιάς Σολομώντας έχτισε εκεί τον περίφημο Ναό για τη λατρεία του Θεού των Εβραίων, καθιστώντας την και θρησκευτικό κέντρο. 
     Όταν ο Σολομώντας πέθανε και το κράτος του Ισραήλ χωρίστηκε στα δύο, η Ιερουσαλήμ ήταν πρωτεύουσα του νότιου βασιλείου του Ιούδα. Η πόλη πέρασε στα χέρια των Βαβυλωνίων το 586 π.Χ. οπότε και καταστράφηκε μαζί με τον ναό του Σολομώντα. 
    Στη συνέχεια η πόλη πέρασε στην κατοχή των Περσών, των Ελλήνων, των Σελευκιδών, των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων γνωρίζοντας και άλλες καταστροφές, αλλά πάντοτε αναστηλωνόταν. Στα χρόνια μάλιστα του Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς (175 -164 π.Χ.), η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Αντιόχεια. Η πιο μεγάλη καταστροφή έγινε το 70 μ.Χ. από τους Ρωμαίους με αφορμή κάποια επανάσταση των Εβραίων. 
      Η πόλη ξαναχτίστηκε το 134 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό ως νέα πόλη με το όνομα «Αιλία Καπιτωλίνα». Στην καταστροφή του 70 μ.Χ. καταστράφηκε και ο δεύτερος ναός της Ιερουσαλήμ, ο οποίος είχε οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια του πρώτου το 516 π.Χ. Μετά τους Ρωμαίους, η πόλη περιήλθε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία (330-640 μ.Χ.), όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος της απόδωσε το παλιό της όνομα. Το έτος 637 μ.Χ. την κατέλαβαν οι Άραβες οι οποίοι την έλεγαν «Κουντούς Σερίφ», που σημαίνει ιερή πόλη. Οι Άραβες έχτισαν το 691 μ.Χ. πάνω στα ερείπια του δευτέρου ναού της Ιερουσαλήμ ένα περίλαμπρο τζαμί, το Τέμενος του Ομάρ
     Το 1099 έως το 1187η πόλη είχε περιέλθει στους Σταυροφόρους. Το 1187 την ανακατέλαβαν οι Άραβες, ενώ αργότερα την κατέλαβαν εκ νέου οι Σταυροφόροι. Το 1517 έως1831 μ.Χ. την πόλη κατείχαν οι Οθωμανοί. Από το έτος 1831 έως 1841 ήταν στην κυριαρχία των Αιγυπτίων, ενώ από το 1841 έως το 1917 την κατείχαν και πάλι Οθωμανοί/Τούρκοι. Το 1917 περιήλθε στην κυριαρχία των Βρετανών. Από το έτος 1920 έως 1948 διετέλεσε Βρετανικό προτεκτοράτο. 
      Το έτος 1947 αποφασίστηκε από τον ΟΗΕ η διαίρεση της Παλαιστίνης για τη δημιουργία ενός Εβραϊκού Κράτους σε ποσοστό 55% και ενός Παλαιστινιακού Κράτους σε ποσοστό 43%. Η Ιερουσαλήμ θα παρέμενε μια διεθνής πόλη. 
   Ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος που ξέσπασε το έτος 1948, μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, διέψευσε τα σχέδια του ΟΗΕ. Μετά το πέρας των εχθροπραξιών η ζώνη εκεχειρίας, που συχνά αποκαλείται «Πράσινη Γραμμή», λόγω του ότι χαράχτηκε με πράσινη μπογιά, χώρισε την πόλη στα δύο με το Ισραήλ να παίρνει τον έλεγχο του δυτικού μισού της πόλης και την Ιορδανία του ανατολικού μισού, που περιλάμβανε και την περίφημη Παλιά Πόλη των Ιεροσολύμων. Το έτος 1967, μετά τη μάχη των «έξι ημερών» και την κατάληψη του ανατολικού τμήματος, η πόλη βρίσκεται υπό πλήρη Ισραηλινή κατοχή και έχει χαρακτηριστεί ως αδιαίρετη πρωτεύουσα του Ισραήλ. 
   Το γεγονός αυτό δεν έχει αναγνωριστεί από τους διεθνής Οργανισμούς διότι οι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να θεωρούν το καταληφθέν ανατολικό τμήμα ως πρωτεύουσα του μελλοντικού τους κράτους. Από το 1948, οπότε ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ καμία χώρα δεν είχε αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και όλες διατηρούσαν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ. Το Δεκέμβριο του 2017 ο πρόεδρος των ΗΠΑ μετέφερε την πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ εν μέσω μεγάλων αντιδράσεων του Αραβικού κόσμου καθότι το γεγονός συνιστά αναγνώριση της διαφιλονικούμενης πόλης ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ, γεγονός που τορπιλίζει τις διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση βιώσιμης συμφωνίας μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Το ζήτημα της Ιερουσαλήμ βρίσκεται στην καρδιά της διαμάχης Ισραηλινών και Παλαιστινίων για πολλές δεκαετίες με τους δεύτερους να έχουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας των Αράβων και ευρύτερα του ισλαμικού κόσμου. ---

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου